Αρχικά, έμοιαζε τόσο εύκολο να παριστάνει τη λευκή
που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν το είχαν κάνει οι γονείς της.
Όμως, ήταν νέα τότε. Δεν είχε συνειδητοποιήσει
πόσος χρόνος χρειάζεται για να γίνεις κάποιος άλλος,
ή πόσο μοναχικό μπορεί να είναι το να ζεις σ΄έναν κόσμο
που δεν είναι πλασμένος για σένα.
Σχετικά πρωτότυπη σύλληψη που αναδεικνύει τα προβλήματα φυλετικού ρατσισμού που εξακολουθούν να ορίζουν τις μοίρες των ανθρώπων στην Αμερική του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Γιατί το Μάλαρντ, η αγροτική κωμόπολη με πάπιες, βάλτους και ορυζώνες όπου γεννήθηκαν οι -πανομοιότυπες- δίδυμες ηρωίδες μας το 1938, είναι μια περιοχή όπου το χρώμα του δέρματος έπαιζε καθοριστικό ρόλο για το κοινωνικό status. Ένας «ενδιάμεσος τόπος», όπου οι νέγρικης καταγωγής κάτοικοί του έχουν ανοιχτόχρωμο δέρμα (κάθε γενιά πιο ανοιχτόχρωμη από την προηγούμενη) και θα μπορούσε κανείς να τους περάσει για λευκούς (το ανοιχτόχρωμο δέρμα, όπως καθετί που κληρονομείται με μεγάλο τίμημα, ήταν ένα μοναχικό δώρο). Και τότε μόνον είναι «αποδεκτοί» (τι όμορφα κορίτσια! Τι ανοιχτόχρωμες που είναι!). Η παράξενη ιστορία ξεκινά από το1968, και με πολλές αναδρομές και χρονικά άλματα η συγγραφέας συνθέτει τους παράλληλους βίους των δύο νεαρών γυναικών, της Στέλλας και της Ντεζιρέι Βίνις, που στα 16 τους εξαφανίστηκαν από την περιοχή εγκαταλείποντας την μητέρα τους, την Αντέλ, προκειμένου να αποφύγουν την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους (να πάνε καθαρίστριες σε σπίτια της περιοχής). Τα δύο κορίτσια μπορεί να μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, αλλά έχουν αρκετές διαφορές στον χαρακτήρα και στα όνειρά τους. Έτσι, ενώ πιο δυναμική, πεισματάρα, εγωίστρια και ανήσυχη είναι η Ντεζιρέι (αυτή είναι που ξεσηκώνει και την αδερφή της να το σκάσουν), πιο έξυπνη μεν αλλά πιο υπομονετική, τακτική και χαμηλού προφίλ είναι η Στέλλα (της Στέλλας της έμοιαζε τόσο αφάνταστο να εγκαταλείψει το Μάλαρντ όσο να πετάξει στην Κίνα). Η πρώτη ήθελε να γίνει ηθοποιός και η δεύτερη δασκάλα στο λύκειο του Μάλαρντ.
Κι όμως, η Στέλλα είναι που θα εξαφανιστεί τελείως, ακόμα κι από τη ζωή της Ντεζιρέι, ενώ η τελευταία θα επιστρέψει στον τόπο τους και στη μητέρα τους μετά από 16 χρόνια, κρατώντας από το χέρι ένα 8χρονο κοριτσάκι -τη Τζουντ-, σκουρόχρωμο σαν πίσσα που το έκανε με τον Σαμ (έναν νεαρό μαύρο που τον ερωτεύτηκε μεν, αλλά τον εγκατέλειψε γιατί την χτυπούσε). Αντίστοιχα παρακολουθούμε τη ζωή της Στέλλας, που από τύχη σχεδόν παρέστησε κάποτε την λευκή και συνέχισε να παίζει το «παιχνίδι» της λευκής, γεμίζοντας ψέματα τον άντρα της και την κόρη της την Κένεντι, που ήταν γεννημένη την ίδια εποχή με την ξαδέρφη της, την Τζουντ.
Αυτό είναι σε αδρές γραμμές το πλαίσιο, μέσα στο οποίο ο αναγνώστης παρακολουθεί τη συναισθηματική πορεία των δύο νεαρών γυναικών, το σκοτεινό παρελθόν της οικογένειας (φρικτός θάνατος πατέρα μπροστά στα μάτια τους) τα συναισθήματά τους, τους έρωτές τους, τα κίνητρα για τις πράξεις τους. Σκηνές γεμάτες φόρτιση και ένταση, όπως η σκηνή όπου η Ντεζιρέι ξανασυναντά τη μάνα της (Αντέλ) μετά από 16 χρόνια, όπου η Αντέλ συναντά την σκουρόχρωμη εγγονή της (μπορείς να είσαι όσο θυμωμένη θέλεις μαμά, αλλά δεν θα φέρεσαι άσχημα στο κορίτσι μου) και μαθαίνει να την ανέχεται και να την αγαπά. Κι όταν ο Σαμ είδε κι απόειδε έβαλε ντετέκτιβ να βρει τη γυναίκα του, τον Έρλι (δεν έμοιαζε με γκάγκστερ ή νταβατζή αλλά είχε τη χυδαιότητα κάποιου που κινούνταν στις παρυφές του νόμου), ο οποίος ήξερε ήδη την Ντεζιρέι (τον είχε διώξει παλιά η Αντέλ ως … σκουρόχρωμο), την βρήκε, την ερωτεύτηκε χωρίς να την «δώσει» στον Σαμ και συνδέθηκε μαζί της σε μια ιδιότυπα ελεύθερη σχέση.
Παρακολουθούμε λοιπόν τον απόηχο αυτής της ιδιαίτερης κοινωνικής κατάστασης που απορρέει από τον φυλετικό ρατσισμό: τα ατέλειωτα κουτσομπολιά στο Μάλαρντ για τις δυο αδερφές (την μία εξαφανισμένη και την άλλη που επέστρεψε για να δουλέψει σερβιτόρα) και για το σκουρόχρωμο παιδί∙ την ανάγκη της Στέλλας να παριστάνει τη λευκή∙ την αναζήτησή της από την Ντεζιρέι και τον Έρλι∙ την αναγννώριση της Στέλλας από την ανιψιά της (Τζουντ) σε άσχετο μέρος. Την άρνηση να αποδεχτεί η Στέλλα την αλήθεια∙ τα χιλιάδες ψέματα που επινοεί για να κρύψει την αλήθεια∙ τον φόβο της μήπως το μωρό που θα γεννήσει έχει μαύρο δέρμα∙ τον ρατσισμό που η ίδια ασκεί στους σκουρόχρωμους γείτονες της αριστοκρατικής συνοικίας όπου ζει με τον άντρα της και την κόρη της (όταν ήταν κοντά σε νέγρους, ταραζόταν σαν παιδί που το είχε δαγκώσει σκύλος).
Σε δεύτερο πλάνο βλέπουμε την πορεία της Τζουντ (σκουρόχρωμη/την φωνάζαν «σοκολατόπιτα») και της Κένεντι, κόρες της Ντεζιρέι και της Στέλλας αντίστοιχα. Τις δυσκολίες και τη μοναξιά που αντιμετώπισε στο σχολείο και στη γειτονιά η Τζουντ λόγω του χρώματός της και της εγκατάλειψης από τον πατέρα, την απόδρασή της από το Μάλαρντ στα 18 της χρόνια για το Λος Άντζελες, τη γνωριμία της με τον Ριζ Κάρτερ.
Κι εδώ παρεισφρέει κι ένα νέο στοιχείο κοινωνικής ευαισθητοποίησης από τη μυθιστοριογράφο. Η αφήγηση εστιάζει στον αγώνα του Ριζ να βρει και να υπερασπιστεί την έμφυλη ταυτότητά του, εφόσον γεννήθηκε με γυναικεία σεξουαλικά όργανα (στη διαδρομή από το Ελ Ντοράντο, η Τερέζ Αν Κάρτερ μεταμορφώθηκε σε Ριζ Κάρτερ). Ασχολείται με τη φωτογραφία και η γνωριμία με την Τζουντ είναι καθοριστική –γίνονται αχώριστοι φίλοι (πάντα ήξερε ότι ήταν δυνατόν να είσαι δυο διαφορετικοί άνθρωποι στη διάρκεια μιας ζωής ή ίσως να ήταν δυνατό μόνο για κάποιους). Η φιλία αυτή βέβαια έχει την ιδιαιτερότητά της –συγκατοικούν, αγγίζονται, θυμώνουν, χωρίζουν μέχρι να αποδεχτούν και να στεριώσουν την ιδιότυπη ερωτική επαφή. Η Τζουντ συμπαραστέκεται σ’ όλες τις προσπάθειες του Ριζ να κατακτήσει την αρσενική ταυτότητά του (ορμόνες, εγχείρηση στήθους), εκείνος τη συμβουλεύει στο θέμα της εργασίας∙ μιλούν για τις πληγές του παρελθόντος… κι ερωτεύονται αργά κι αισθησιακά...
Η Κένεντι από την άλλη, η πλούσια, λευκή/ξανθιά και όμορφη κόρη της Στέλλας έχει μεγαλώσει μέσα σ ένα τεράστιο ψέμα. Αισθάνεται ότι η μητέρα της από τη μια κρύβει ένα πολύ μεγάλο μυστικό, από την άλλη ότι απορρίπτει τον δρόμο που η ίδια διάλεξε (ηθοποιού, βασικά σε σαπουνόπερες). Ζει σε μια επιτηδευμένη ψευτιά κι έτσι έρχεται συχνά σε σύγκρουση μαζί της (την ενδιαφέρει περισσότερο να έχει δίκιο από το να είναι μητέρα μου). Πολλές φορές αναρωτιέται για το παρελθόν της μαμάς της, ή για τους προγόνους αλλά εισπράττει ή σιωπή ή ψέματα (δεν γνωρίζει την ύπαρξη της Ντεζιρέι και της Τζουντ). Όταν η περίεργη μοίρα έφερε τις δυο ξαδέρφες να συναντηθούν το 1978, η Τζουντ γρήγορα έμαθε (από σύμπτωση) ότι η Κένεντι είναι η ξαδέρφη της και αρχίζει και για τον αναγνώστη -και για τους ήρωες- ένα κυνηγητό της αποκάλυψης της -οδυνηρής;- αλήθειας, με πολλά σκαμπανεβάσματα (δεν πρέπει να λες την αλήθεια στον κόσμο επειδή επιθυμείς να τους πληγώσεις. Πρέπει να τους τη λες γιατί θέλουν να ξέρουν).
Πρόκειται επομένως ουσιαστικά για ένα βιβλίο που καταπιάνεται με το ζήτημα της ταυτότητας, της διαφορετικότητας και των κοινωνικών προεκτάσεών της, αλλά και της ταυτότητας που επιλέγουμε, όπως στην περίπτωση του Ριζ ή και της Στέλλας. Αγγίζει όχι μόνο το ζήτημα της φυλετικής ταυτότητας αλλά και της σεξουαλικής, όπως επίσης και της ταυτότητας των μονοζυγωτικών διδύμων (μερικές φορές, το να είσαι δίδυμη έμοιαζε σαν να ζεις με μια άλλη εκδοχή του εαυτού σου).
Αυτή η εσωτερική (και εξωτερική ασφαλώς) σύγκρουση δίνει μια τραγική χροιά σχεδόν σε όλους τους χαρακτήρες. Όμως, κατά τη γνώμη μου, το πιο τραγικό πρόσωπο -που έχει να αντιμετωπίσει τις μεγαλύτερες αντιστάσεις- είναι η Στέλλα, που απαρνήθηκε, εξαφανίστηκε, αποποιήθηκε την ταυτότητά της για να είναι ελεύθερη (το πιο συναρπαστικό δεν ήταν να είναι λευκή. Το πιο συνταρακτικό ήταν να γίνει κάποια άλλη). Ωστόσο το τίμημα ήταν πολύ μεγάλο, γιατί αναγκάστηκε να ζει μια ψεύτικη, κάλπικη ζωή.
Χριστίνα Παπαγγελή
ΥΓ. Αξίζει να διαβαστεί η κριτική παρουσίαση του Κυριάκου Αθανασιάδη εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου