Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 23, 2021

Σπίτι παιδιού, Κυριάκος Συλφιτζόγλου

Ο κόσμος είναι ίσος με την συνείδηση που έχουμε γι’ αυτόν.

Ο κόσμος δεν είναι παρά αυτό που αντιλαμβάνεται η ψυχή ως κόσμο
(Χρήστος Μαλεβίτσης, «Ἐφημερία»)

     «Σπίτια του παιδιού»[1] ονομάζονταν τα ιδρύματα που δημιουργήθηκαν από τη Βασιλική Πρόνοια στις αρχές της δεκαετίας του ’50 για τη φροντίδα των παιδιών των ακριτικών περιοχών, αλλά και για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Σ’ ένα τέτοιο σπίτι, στην Πλατανιά του ν. Δράμας δούλευε η μητέρα του συγγραφέα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν εκείνος ήταν 8 χρονών, κι εκεί διέμενε όλη η οικογένεια τις πέντε εργάσιμες μέρες, ενώ το Σαββατοκύριακο πήγαιναν στο «κανονικό τους σπίτι», στην Προσοτσάνη.
      Όμως ο τίτλος του βιβλίου είναι δίσημος∙ χωρίς τα άρθρα, το «σπίτι παιδιού» παραπέμπει και στον παιδικό κόσμο – σ’ έναν κόσμο ολοκληρωμένο, ιδωμένο μέσα απ’ τα μάτια ενός ευαίσθητου και ώριμου αγοριού, ευαίσθητου γιατί με τις κεραίες ενός πολύ ευπαθούς δέκτη προσλαμβάνει μηνύματα εξαιρετικής ακρίβειας, και ώριμου γιατί αυτά τα μηνύματα τα επεξεργάζεται με την παιδική καθαρότητα και τα κάνει οργανικό σύνολο, τα κάνει συνείδηση. Γιατί, όπως λέει κι ο Ρ. Ταγκόρ, "το παιδί είναι σχεδόν πάντα οργανικό", όπου οργανικότητα είναι να ζει κάποιος σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, σε ένα πρωταρχικό επίπεδο (Γιέρζι Γκροτόφσκι, Ο δρόμος για την ανώτερη ένωση)
     Σε λιτό, απλό και καθημερινό ύφος λοιπόν, ο συγγραφέας-αφηγητής επιστρέφοντας στην ηλικία του οκτάχρονου αγοριού ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του σε παρελθόντα χρόνο, χωρίς ωστόσο να παρεμβαίνει διαστρεβλωτικά η ενήλικη ταυτότητά του –τα λέει όπως ακριβώς θυμάται να τα έζησε. Η αυτοβιογραφικότητα των επί μέρους μικρών επεισοδίων από τα οποία απαρτίζεται η νουβέλα, το γεγονός δηλαδή ότι πρόκειται για αναμνήσεις κι όχι για επινοημένα επεισόδια, δεν αφαιρεί, αντίθετα στην περίπτωση προσδίδει αξία. Δεν πρόκειται για ζωγραφική, αλλά «φωτογράφιση» ενός ολόκληρου κόσμου, και η φωτογραφία είναι οπωσδήποτε μια εξίσου μεγάλη τέχνη, με τα δικά της μυστικά. Παράλληλα, ενώ αυτή η καταγραφή αυθεντικών βιωμάτων διεγείρει και το ηθογραφικό ενδιαφέρον του αναγνώστη, δεν στέκεται μόνο εκεί. Γιατί ο ήρωας, ο συγγραφέας-παιδί καταθέτει μια ματιά πολύ ιδιαίτερη, μοναδική, προδίδοντας μια εξαιρετική (με την έννοια της εξαίρεσης) προσωπικότητα.
     Ο αναγνώστης σκύβει με ενδιαφέρον σ’ αυτόν τον παρελθόντα κόσμο∙ με τους πολλούς συγγενείς στη Γερμανία που τους καθαρίζουν τα σπίτια όταν πρόκειται να έρθουν για Πάσχα, τον τρελό του χωριού που μιλάει με τις αφίσες και βρωμάει αλλά τον αγαπούν πολύ, τα τουρσιά που ετοιμάζουν, τις βραδινές εξορμήσεις για σαλιγκάρια, το μικρόφωνο του μανάβη που το έδινε στα παιδιά (ήταν όπως οι τραγουδιστές. Μου το έδινε καμιά φορά κι εγώ ό, τι έβλεπα στην καρότσα από ζαρζαβατικό το φώναζα), την μπάλα στις αλάνες, τις ατέλειωτες ώρες παραμονής πάνω...  στα δέντρα, τα ακατοίκητα κι ερειπωμένα σπίτια.
     Αλλά αυτή η ιδιαίτερη ματιά που «κομίζει» η μικρή νουβέλα, είναι ότι μέσα σ' αυτό το οργανικό σύνολο που αναφέρθηκε παραπάνω, βασικό στοιχείο είναι η εξοικείωση με τον θάνατο, τόσο πιο εύκολη στη μικρή κοινωνία του χωριού όσο και πιο τραγική. Ο μικρός ήρωας παρακολουθεί από κοντά την διαφορετική αποχώρηση από τη ζωή κάθε χωριανού (και όχι μόνο) που πεθαίνει, γιατί φυσικά η παιδική περιέργεια ιντριγκάρεται από το σκανδαλώδες πρόσωπο του Θανάτου. Άλλωστε όλα τα παιδιά συνοδεύουν τον νεκρό με τα εξαπτέρυγα. Εκστασιάζεται, απορεί, ταυτίζεται, συμπάσχει, παιχνιδίζει. Μετέχουμε σε πολλά κωμικά/τραγικά/κωμικοτραγικά επεισόδια -μικρές, αυτοτελείς ιστορίες- όπου ο θάνατος του Άλλου αφήνει διαφορετικό κάθε φορά αποτύπωμα στην παιδική ψυχή και το σκάνδαλο γίνεται Φύση, ή η άλλη πλευρά τη Ζωής.

     Όταν ξεκινήσαμε όλοι μαζί για την εκκλησία, οι αγελάδες μουγκάνιζαν σαν να έκλαιγαν. Ήμουν σίγουρος ότι είχαν καταλάβει πως δεν θα ξαναδούν τη γιαγιά. Έφυγα απ’ τη σειρά μου και πήγα στο νεκροθάφτη και του’ πα ότι κανονικά θα έπρεπε να έρθουν κι οι αγελάδες στην κηδεία. Αυτός προσπαθούσε να πνίξει το γέλιο του και με το χέρι μ’ έδειξε να πάω στη θέση μου.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Σπίτι του Παιδιού ονομάστηκαν ιδρύματα που δημιούργησε το 1950-1955 το Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας κάτω από την προσωπική φροντίδα της Βασίλισσας Φρειδερίκης για τη φροντίδα των παιδιών σε 260 Ακριτικά χωριά της Βόρειας Ελλάδας. Το 1955 αναφέρονταν ότι λειτουργούσαν 140 Σπίτια του Παιδιού και 20 παραρτήματα στα οποία φοιτούσαν 25.000 άτομα και πλέον ετησίως στην Ήπειρο, Μακεδονία και Θράκη, ενώ το 1965 λειτουργούσαν 260 Σπίτια του Παιδιού στα οποία παρακολουθούσαν τα προγράμματά τους 53.857 παιδιά[https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%80%CE%AF%CF%84%CE%B9_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%A0%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BF%CF%8D

Δεν υπάρχουν σχόλια: