Τρίτη, Ιουνίου 14, 2016

Τόμι, Alain Blottiere (“Le Tombeau de Tommy”)

Αντίο, λοιπόν, μακάρι η ζωή να είναι γλυκιά μαζί σας.

  Πολύ δελεαστική και πρωτότυπη βρήκα τη βασική σύλληψη του βιβλίου, που αναδείχτηκε ακόμα περισσότερο από την επιδέξια γραφή του συγγραφέα: η πορεία του δεκαεφτάχρονου Ουγγροεβραίου Τομά Ελέκ, που αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στην αντίσταση, στο κατεχόμενο Παρίσι επί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για να συλληφθεί και να εκτελεστεί πριν κλείσει καν τα δεκαεννιά του χρόνια, είναι το θέμα της ταινίας που ετοιμάζει ο κεντρικός ήρωας -σκηνοθέτης- 
"Κόκκινη Αφίσα"-
οι επικηρυγμένοι
επαναστάτες
αφηγητής στη σύγχρονη εποχή. Μαθαίνουμε γρήγορα ότι το -τραγικό-  πρόσωπο που δελέασε τον σκηνοθέτη, ο Τόμι (μαθητής Λυκείου), υπήρξε και στην πραγματικότητα˙ συμμετείχε στην «ομάδα Μανουσιάν»[1] που καταπολέμησε το ναζισμό και στη συνέχεια, αφού παράτησε το σχολείο, στρατεύτηκε στους FTP- MOI (όπου στρατιωτικός υπεύθυνος ήταν ο πάλι ο Μανουσιάν). Οι βασικές πληροφορίες που υπάρχουν γι’ αυτόν αντλούνται από το ημερολόγιο που μας άφησε η επίσης αντιστασιακή μητέρα του, και φυσικά φωτογραφίες των Γερμανών, τα αρχεία των φυλακών και της εκτέλεσης.
   Ο σκηνοθέτης- αφηγητής, που τελικά είναι κεντρικός ήρωας, μελετά τις ιστορικές πηγές με συνέπεια (http://www.letombeaudetommy.net/Accueil.html) δίνοντας πολλά τεκμηριωμένα ιστορικά στοιχεία για τη γαλλική αντίσταση στο κατεχόμενο Παρίσι και την τύχη των αγωνιστών. Ιχνηλατεί τη ζωή ή μάλλον την ψυχή του ήρωά του καταθέτοντας ταυτόχρονα κάθε παρεκκλίνουσα δική του σκέψη, κάθε δυσκολία που συναντά˙ μελετά τις λεπτομέρειες των γεγονότων και δημιουργεί έτσι ένα μεταμοντέρνο κείμενο, όπου δεν καταγράφονται ακριβώς  -ή μόνο- τα γεγονότα, αλλά και το αποτύπωμά τους στον μελλοντικό μελετητή, και μάλιστα με τη διαμεσολάβηση της μάνας (που αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο). Όπως γράφει και ο Πατριάρχης Φώτιος στο μπλογκ του πολύ εύστοχα , «Μια σύγχρονη τάση στο μυθιστόρημα, δείγμα της μεταμοντέρνας αισθητικής, είναι να καταγράφει όχι τα ίδια τα γεγονότα αλλά τον τρόπο με τον οποίο η γλώσσα ή άλλοι κώδικες σημασιοδότησης τα αποδίδουν. Αντί δηλαδή να αφηγείται, ο συγγραφέας εξηγεί πώς έγινε αφήγηση το τάδε περιστατικό και πώς μετατράπηκε σε κείμενο το δείνα επεισόδιο. Η λογοτεχνία πλέον ασχολείται με τους τρόπους αφήγησης της ιστορίας και όχι με την ίδια την ιστορία». Εδώ βέβαια, δεν βλέπουμε πώς το περιστατικό έγινε αφήγηση, αλλά… σενάριο για ταινία, το οποίο και διαβάζουμε σε διαφορετική γραμματοσειρά, έχοντας έτσι, παράλληλα με τους στοχασμούς του αφηγητή, και τον μετασχηματισμό του λόγου σε εικόνα.
  Και όχι μόνο. Υπάρχει κι άλλο επίπεδο, η ζωή του «σήμερα»/ η σύγχρονη του σκηνοθέτη ζωή. Τα παιδιά και οι γυναίκες της γενιάς μας, που παίζουν τους ρόλους του Τόμι, των συντρόφων του, της μάνας του κλπ. Το πρόσωπο όμως που έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα από το παρόν είναι ο Γκάμπριελ (πιτσιρικάς κι αυτός), διεκδικώντας σχεδόν συμπρωταγωνιστικό ρόλο με τον συγγραφέα. Ένας έφηβος του σήμερα που καθηλώνεται από την προσωπικότητα του αντιστασιακού Τόμι, ταυτίζεται με τον ρόλο και ουσιαστικά συνδιαμορφώνει μαζί με τον σκηνοθέτη τη νέα πραγματικότητα (τι κοινό έχουν, αλήθεια, δυο έφηβοι που τους χωρίζουν εβδομήντα χρόνια, όταν, στη μία όχθη του χρόνου, υπάρχουν τα σκοτεινά θέλγητρα του κινδύνου, του πόνου και του θανάτου και, στην άλλη, η αδιάκοπη παροχή απολαύσεων, που όσο προσφέρουν τόσο κοστίζουν;). Πώς μπορεί, λοιπόν, ένας σύγχρονος, άπραγος νέος να δείξει την τόσο προσωπική, ερωτική σχέση του Τόμι με τον θάνατο;    


Α΄ Ο Τόμι και η γαλλική αντίσταση στο κατεχόμενο Παρίσι
«Όλοι εμείς θα πεθάνουμε,
κι αυτοί που δεν έκαναν τίποτε θα κυβερνήσουν τη Γαλλία.
Και, σε δυο χρόνια, ούτε θα μιλάν πια για μας».
 Πού να ξερε πως ποτέ δεν έγινε λόγος γι’ αυτούς,
Ούτε σε δυο χρόνια, ούτε ποτέ. Σαν να μην είχαν καν υπάρξει.
Παιδιά δεκαεφτά –δεκαοχτώ χρονών, που ήταν αγνά….
 Δύο μέτρα μήκος κι άλλα τόσα βάθος, να τι κέρδισαν.
(από το βιβλίο της Ελέν, της μητέρας του Τόμι)

Όπως γράφει και στο εσώφυλλο ο ίδιος ο Blottiere, θέλησε να κάνει μια ταινία  για έναν αληθινό ήρωα, που πέθανε νέος και όμορφος, κατά προτίμηση. Είναι συγκλονιστική η ιστορία όλων αυτών των νέων που πέθαναν πριν καν τελειώσουν το σχολείο. Ήρωες- φίλοι ή σύντροφοι του Τόμι που τους αγαπά και ο αναγνώστης, ιδιαίτερα όταν τους ανα-γνωρίζει (> ανάγνωση) μέσα από τις συγκλονιστικές φωτογραφίες των γαλλικών αρχείων από τη φυλακή Fresnes
Ο Τόμι βέβαια, παρότι Εβραίος, ξεχώριζε σαν Άρειος (λευκό δέρμα, σγουρά ξανθά μαλλιά, μάτια ανοιχτόχρωμα, αυτό που λέμε «βόρεια ομορφιά» (εδώ θα διαφωνήσω –προσωπικά δεν βρήκα καθόλου όμορφο τον Τόμι, αν κρίνουμε από τη φωτογραφία του εξώφυλλου αλλά και όλων όσων κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Αντίθετα, διέκρινα κάτι άτονο, ψυχρό και κομπλεξικό, αλλά περι ορέξεως ουδείς λόγος). Και σε άλλο σημείο της αφήγησης: Ζούσα ήδη κάμποσους μήνες μαζί του. Είχα ακολουθήσει τα ίχνη του, είχα διανύσει τις ίδιες διαδρομές, είχα αναλύσει την ιδιοσυγκρασία του, είχα αποκαλύψει και εξερευνήσει όλα του τα πρόσωπα από την παιδική ηλικία μέχρι την εφηβεία, κλπ κλπ. Πέρα από την ομορφιά του, θαύμαζα τη σκληρότητα, την αλαζονεία του, το ακραίο πείσμα του που δεν ανεχόταν κανένα συμβιβασμό/ Ο Τόμι μού θύμιζε τον αδερφό μου, τον Λουί, που μόνος του είχε αποφασίσει πότε να πεθάνει.
  Μια ταινία που ξεκινά με σκοπό την αναζήτηση  της σχέσης θανάτου, ηρωισμού, ομορφιάς και νεότητας… Με την εξομολογητική διάθεση που διακρίνει τον συγγραφέα- αφηγητή, βλέπουμε πώς διαμορφώνεται σιγά σιγά η πρόθεσή του ως σκηνοθέτη, ωριμάζει με όσα συναντά καθώς περνά ο χρόνος. Το τοπίο ξεκαθαρίζει και το όραμα παίρνει σταδιακά μορφή. Ο σκηνοθέτης παλεύει κυριολεκτικά με το υλικό του για να μην προδώσει την «αλήθεια», τα ψήγματα αλήθειας που φτάνουν ως τις μέρες μας από τα ιστορικά συμβάντα. Δεν θέλει να επινοήσει, να συμπληρώσει, να ερμηνεύσει. Δεν συμπληρώνει με τη φαντασία κάτι για το οποίο δεν είναι σίγουρος (π.χ. την αντίδραση των μελλοθάνατων όταν πληροφορούνται την εκτέλεσή τους) γιατί όπως λέει ο ίδιος: «Εγώ ικανοποιούμαι μόνο με την αλήθεια. Την τιμώ και την προστατεύω. Θα ήθελα ο κόσμος να καταλάβει ότι στην ταινία αυτή όλα είναι αληθινά, και πως η συγκίνηση, η συμπόνια, το μίσος, η αγάπη που θα νιώθει όποιος τη δει, είναι κι αυτά πιο αληθινά απ’ ό, τι σε μια ταινία που αφηγείται ψεύτικες ιστορίες». Κι αλλού: «δεν ήθελα ένα παιχνίδι, μια προσομοίωση». Ούτε απ’ την άλλη μεταφέρει στεγνές πληροφορίες.
Παράλληλα, σέβεται τις προσωπικές στιγμές του ήρωά του, δεν τον εκθέτει αν και θα μπορούσε: η τέχνη δεν είναι παρά τέχνη, χρήσιμο πράγμα μεν, αλλά σε τελική ανάλυση δευτερεύον, μια ελάχιστη αντανάκλαση της ομορφιάς, του αίματος και των δακρύων της πραγματικότητας˙ και δεν είμαι διατεθειμένος, για λόγους προσωπικής προβολής, να θυσιάσω στο βωμό της μυστικά που καίνε.
Θα μπορούσε βέβαια κανείς να συζητάει ώρες φιλοσοφικά για το ποια είναι η αλήθεια, αν υπάρχει κλπ. Όμως εδώ ο συγγραφέας δίνει περιεχόμενο σαφές σ’ αυτό που αναζητά. Η ταινία που ετοιμάζει ο αφηγητής έχει μεγάλου βαθμού συγγένεια με το ντοκιμαντέρ, αν και πουθενά δεν καταγράφεται κάτι τέτοιο. Η προσπάθεια του «σκηνοθέτη» να μην προδώσει την πραγματικότητα (με την τρέχουσα έννοια), την αλήθεια στην ουσία της όμως, φαίνεται απ’ τον τρόπο που επιλέγει τον ηθοποιό Τόμι. Είναι η ψυχολογική αλήθεια που μετράει, χωρίς όμως να προδίδει και τα εξωτερικά στοιχεία. Ο ηθοποιός, π.χ. πρέπει να μοιάζει στον Τόμι, να αποδίδει αυτήν την ψυχρή ομορφιά. Απορρίπτει όμως γρήγορα τους «ξανθοπλόκαμους», ολόφρεσκους και υπερόπτες υποψήφιους ηθοποιούς και με ρίσκο επιλέγει εντέλει τον ερασιτέχνη Γκάμπριελ με τελείως εσωτερικά κριτήρια (έκανε… πατίνια!): αναγνώρισα το παράστημά του, τα συμμετρικά χαρακτηριστικά, το έντονο βλέμμα, κι αυτή την περιφρόνηση στο στόμα. Αυτό όμως που επιβεβαίωσε το ένστικτο του σκηνοθέτη ήταν μια παράλογη διαπίστωση, ένα… βιβλίο που προεξείχε από την τσέπη του Γκάμπριελ, κάτι σημαδιακό μια και ο Τόμι ήταν λάτρης της λογοτεχνίας.
Η πορεία του Τόμι έχει ενδιαφέρον αυτή καθαυτή. Με εβραϊκή καταγωγή και γονείς κομμουνιστές (εκείνος όμως δεν είναι κομμουνιστής, είναι υπερβολικά ατομικιστής, απεχθανόταν να δέχεται εντολές, λέει η μάνα του), και με αφετηρία μια άθλια γειτονιά γεμάτη ζητιάνους  (αλλά και με πολιτικούς πρόσφυγες από την Κ. Ευρώπη, ξένους αντιστασιακούς, κομμουνιστές, Εβραίους αγωνιστές του Ισπανικού Εμφυλίου), διεισδύει σε παρέες φοιτητών όπως το «Πέταλο» [2] και αποκτά τις πρώτες αντιστασιακές του εμπειρίες. Ήταν δεκαέξι ετών. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς αποφασίζει να σταματήσει το σχολείο για να μπει στην Αντίσταση- σύμφωνα με τις έρευνες του σκηνοθέτη, λίγο αφού είχαν κληθεί να παρουσιαστούν υποχρεωτικά στις αρχές 6.494 Εβραίοι μετανάστες κι εγκαινιάζονται οι μαζικές συλλήψεις.  Ο κλοιός γύρω απ’ τους Εβραίους αρχίζει σιγά σιγά να στενεύει, ενώ η Ελέν, η μητέρα του, διατηρεί με ηρωισμό το εβραϊκό τους εστιατόριο. Ο Τόμι, που ποτέ δεν πάτησε το πόδι στη συναγωγή, διατυμπανίζει σε όλον τον κόσμο ότι είναι Εβραίος (στην ηλικία της απερισκεψίας, ναι, αλλά την περίοδο των πρώτων συλλήψεων χρειαζόταν επίσης η αυθάδη και αδυσώπητη θέληση να χτυπήσεις το κακό).
Η πρώτη λοιπόν επικίνδυνη αντιστασιακή του πράξη ήταν να περηφανεύεται για την καταγωγή του. Το καλοκαίρι του 1942 όμως, αφού προσχωρεί στους FTP MOI, η πρώτη του ενέργεια είναι αυτή που προετοίμασε τελείως μόνος του, χωρίς να δώσει αναφορά σε κανέναν: έφτιαξε μόνος του μια βόμβα μέσα σε μια γερμανική έκδοση του Κεφαλαίου του Μαρξ!!! Ακόμα κι οι σύντροφοί του τον χαρακτήρισαν επικίνδυνο και ανεξέλεγκτο…
Οι επικίνδυνες ανατινάξεις και οι επιχειρήσεις της ομάδας εκτροχιασμών στην οποία διακρίνεται ο ήρωας διαδέχονται με γρήγορο ρυθμό η μια την άλλη˙ οι επίσημες κατηγορίες περιλαμβάνουν συμμετοχή σε εφτά εντυπωσιακές ανατινάξεις, αλλά σίγουρα δεν έγιναν όλες γνωστές.  Ο μεγάλος εκτροχιασμός του Αύγουστου του 1943, με εκατοντάδες θύματα, περιγράφεται με λεπτομέρειες από το επιτελείο των FTP MOI. Εδώ ο συγγραφέας, επικαλούμενος μαρτυρία της Ελέν, αναφέρει ότι ο Τόμι υπέφερε τρομερά σκοτώνοντας Γερμανούς επειδή γνώριζε ότι οι περισσότεροι ήταν αθώοι.
Τον Σεπτέμβριο του ’43 οι υπηρεσίες εντοπίζουν τα ίχνη του Τόμι. Αρχίζει η παρακολούθηση ενώ η αστυνομία, σαν αράχνη πλέκει σιγά σιγά τον ιστό της χωρίς να συλλαμβάνει για να μη χαλάσει το δίκτυο (μια σκιά τρομακτική: ήταν ο θάνατος ξοπίσω του). Αυτή η μαύρη σκιά εξουδετερώνει τη φλεγματικότητα και την παγερή αδιαφορία που χαρακτηρίζει την προσωπικότητα του Τόμι (είχα διαλέξει τον Τόμι, και όχι κάποιον άλλο, εν μέρει για να με απαλλάξει από το βάρος της δραματικότητας˙ να όμως που οι δυνάμεις του κακού που ανάσαιναν πάνω από τον ώμο του, μπροστά στον φακό μου, αφόπλιζαν τη σκληρότητά του, τον βίαιο χαρακτήρα του, και μου τον επέστρεφαν σαν ξεπαγιασμένο πουλάκι που θα’ θελα να το ζεστάνω μες στις παλάμες μου).
Ο κλοιός σφίγγει, αρχίζουν οι συλλήψεις, του Μανουσιάν, των φίλων, και του Τόμι τρεις βδομάδες αργότερα. Αρχίζουν δηλαδή οι δύσκολες σκηνές, όχι μόνο επειδή είναι σκληρές, όχι μόνο επειδή τα «πραγματικά» στοιχεία είναι λίγα και έμμεσα, αλλά κυρίως επειδή υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Τόμι φοβάται (το χειρότερο δεν ήταν τα ίδια τα βασανιστήρια όσο το αίσθημα ξεπεσμού, η αηδία που θα ένιωθε για τον εαυτό του ο Τόμι αν λύγιζε. Αυτό το χειρότερο είχε σοβαρούς λόγους να το φοβάται/ δεν ήταν ήρωας, φοβόταν πολύ, γράφει η Ελέν).
Παρόλες τις δυσκολίες, η πρισματική καταγραφή αυτών των τελευταίων στιγμών πριν την εκτέλεση, το σμίξιμο των συντρόφων, οι τελευταίες μάταιες αναλαμπές ηρωισμού, η «ευτυχία» τους που είναι όλοι μαζί πριν τον θάνατο, αλλά κυρίως τα γράμματα που έγραψαν οι μελλοθάνατοι πριν την εκτέλεση είναι σπαραχτικά… (Ράιμαν: Συγχώρεσέ με που δεν σου γράφω περισσότερα, αλλά είμαστε όλοι μας τόσο χαρούμενοι, που δεν μπορώ να το κάνω όταν σκέφτομαι τον δικό σου πόνο/ Φίνγκερτβάιγκ: Σας γράφω με το χέρι μου αυτά τα τελευταία λόγια, για ν’ αποχαιρετήσω τη ζωή, που θα την ήθελα πιο όμορφη απ’ όσο ήταν, τελικά. Αν κάποια μέρα οι γονείς και τ’ αδέρφια μου έχουν την τύχη να επιστρέψουν ζωντανοί από αυτή τη θύελλα, θα μπορείτε να τους πείτε ότι πέθανα γενναία, με το μυαλό μου σ’ εκείνους κ.α.).

Β΄ Γκάμπριελ, ο ηθοποιός
                                    έπαιζε χωρίς να παίζει.

Η προσέγγιση του Γκάμπριελ, η «εκπαίδευσή» του από τον σκηνοθέτη, ή καλύτερα η μύησή του, έχει μεγάλο ειδικό βάρος στο βιβλίο.  Όπως είπαμε, δεν είναι επαγγελματίας -είναι ένας δεκαεφτάχρονος μαθητής, που, για καλή τύχη του αφηγητή, προσελκύεται ιδιαίτερα από την προσωπικότητα του Τόμι. Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί έκπληκτος τις μεταμορφώσεις του Γκάμπριελ στη φωνή, στο βάδισμα, στην κίνηση καθώς περνούν οι μέρες και ο νεαρός ηθοποιός μπαίνει στο πετσί του ρόλου (χάρισμα συναισθησίας το αποκαλεί κάποια στιγμή). Ο Γκάμπριελ με τη σωματική ταύτιση σαν εργαλείο φτάνει στο σημείο να υποδείξει στον -πιο αποστασιοποιημένο- σκηνοθέτη βλέμματα και κινήσεις που ανήκουν στον Τόμι, δυο γενιές πιο πίσω (δε χρειάστηκε να του ζητήσω αυτό το άδειο βλέμμα που γλιστράει / αυτή η ανεξήγητη ευκολία του να ενσαρκώνει τον Τόμι με τη φωνή, το βάδισμα, τα βλέμματα, αυτή η δυσφορία του που ήταν πέρα από το παίξιμο με συγκίνησε).  Ο ήρωάς μας (και εννοώ πάντα τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή/σκηνοθέτη) αποκτά μια δευτερογενή επικοινωνία με τον Τόμι μέσω του Γκάμπριελ, και φυσικά φτάνει στο σημείο να αγαπήσει τον Γκάμπριελ σαν ξεχωριστό πρόσωπο, ανεξάρτητα από τον Τόμι (πίσω από την ψυχρή όψη του σκέιτερ, κάτω από τη μάσκα του ηθοποιού με τα σχεδόν υπερφυσικά χαρίσματα, η θλίψη που φώλιαζε μέσα του μ’ έκανε να τον αγαπήσω).
Ενδιαφέρον από ψυχολογική άποψη έχει η θερμή σχέση του Γκάμπριελ με την Βίλμα (ηθοποιό που υποδύεται τη μητέρα του Τόμι), σχέση που αντανακλά κατ’ αναλογία τη σχέση του Τόμι με τη μάνα του (η αλήθεια βρισκόταν εκεί, σ’ αυτό τον φλογερό δεσμό ανάμεσα σ’ έναν γιο τέτοιο να δώσει τη ζωή του και μια μητέρα τρελά ερωτευμένη, γεμάτη ζήλια για την άβυσσο που χόρευε μαζί του). Σχέση που μάλλον καθορίζει την προσωπικότητά του, σχέση ιδιαίτερης στοργής και θαυμασμού, σχέση όπου ο γιος βλέπει τη μητέρα σα γυναίκα. Ο πατέρας είναι ανύπαρκτος αν και μαθαίνουμε ότι ζούσε, πράγμα που εντοπίζει και υπογραμμίζει με τον τρόπο του ο Γκάμπριελ. Ίσως όμως είναι φυσικό, εφόσον η πηγή πληροφοριών ήταν η μάνα Ελέν, σαφώς μπλεγμένη σε οιδιπόδειο.
Οι συναισθηματικές εντάσεις, οι μεταπτώσεις αλλά συνολικά η ωρίμανση του Γκάμπριελ καθώς η ταινία προχωρά κι ο κλοιός σφίγγει γύρω από τον «Τόμι»  (ο οποίος από ένα σημείο και μετά περιμένει τη σύλληψη, τα βασανιστήρια και την εκτέλεση) δημιουργούν νέες διαστάσεις στο όλο «συμβάν». Κάποια στιγμή μάλιστα ο δεκαεφτάχρονος ηθοποιός γίνεται ιδιαίτερα επιθετικός, όταν ρωτάει τον σκηνοθέτη γιατί είχε διαλέξει τον Τόμι. Η απάντηση τον κάνει να ξεσπαθώσει: Δεν μπορείς να πεις ποιος αλήθεια ήταν ο Τόμι σε μια ταινία. Ήταν πολύ πιο σπουδαίος απ’ ό, τι θα τον παρουσιάσεις εσύ. Εσύ τον κάνεις να δείχνει πιο μικρός, δεν τα λες όλα, δεν μπορείς να τα εξηγήσεις όλα στον κόσμο. Είναι άκυρο να κάνεις μια ταινία γι’ αυτόν. Καλύτερα να τον ξεχνούσαμε εντελώς. Η ανυπομονησία του έφηβου για απαντήσεις είναι σπαραξικάρδια (ξαφνικά είχα την εντύπωση ότι απέναντί μου στεκόταν ένας έφηβος που έκανε επίθεση στον πατέρα του), όπως σπαραξικάρδια είναι κάθε κίνηση του Γκάμπριελ μέχρι τη σύλληψη και τα βασανιστήρια: η εξαφάνισή του στο διαμέρισμα όπου ανακάλυψε ότι έμενε μόνος του ο Τόμι, η αρρώστια του, η δυσκολία να ενσαρκώσει έναν Τόμι στερημένο από την ιδιότητα του εκτελεστή, ηττημένο, ταπεινωμένο… Η φλόγα του όμως σβήνει σιγά σιγά όπως και του Τόμι όταν τον συνέλαβαν, αρχίζει και εξαντλείται η ενέργειά του˙ η όψη παραμορφώνεται, η νευρικότητα κλιμακώνεται. Το «αίνιγμα Γκάμπριελ» που σιγά σιγά χάνεται στο όνειρό του σα να υπνοβατεί, αρχίζει και στοιχειώνει σιγά σιγά τον σκηνοθέτη: υποψιαζόμουν τώρα ότι η αλλαγή του Γκάμπριελ –αυτό το γαλήνεμα, η αποστασιοποίηση την οποία είχα αποδώσει στην παρηγοριά  που του πρόσφερε η δική μου, ας το πούμε, τρυφερότητα- δεν ήταν παρά η χαλάρωση του ηττημένου αγωνιστή, που, παραιτημένος, αφήνει τον νικητή ν’ αποφασίσει για την τύχη του. Ήρωας και ηθοποιός έφευγαν παρέα.

Γ΄ Η ζωή και η γραφή
Δεν είναι λοιπόν η αντίσταση στον κατακτητή, δεν είναι η ιστορική αλήθεια, δεν είναι η χαμένη ομορφιά και τα χαμένα νιάτα, ο ηρωισμός, ή ο αγώνας ο πυρήνας του βιβλίου. Το κεντρικό θέμα αγγίζει όλα αυτά αλλά ξεγλιστράει, ενώ ανατέμνεται το πώς "η ανάγκη γίνεται ιστορία", και κυρίως "πώς η ιστορία γίνεται σιωπή". Ίσως γι’ αυτό και ο γαλλικός τίτλος είναι «Le tombeau de Tommy”, ο τάφος του Τόμι. 
Η αναβίωση αυτής της συνταρακτικής σελίδας της ιστορίας, με αποκορύφωμα τις τελευταίες στιγμές πριν την εκτέλεση, έχει την ιερότητα ενός μνημόσυνου...

Δεν πρέπει να εξηγούνται τα πάντα σε μια ταινία.
Η ίδια η πραγματικότητα δεν σου τα εξηγεί ποτέ όλα.
 Γι’ αυτό και συγκινεί περισσότερο από το σινεμά.
 Μέσα σε μία ημέρα, από τις χιλιάδες εικόνες που συλλαμβάνει το βλέμμα μας,
εκατοντάδες παραμένουν ανεξήγητες.
Γι’ αυτό και οι ταινίες που περιέχουν μόνο σκηνές απαραίτητες και κατανοητές
 δεν κατορθώνουν στ’ αλήθεια να συγκινήσουν.

2 σχόλια:

Πάπισσα Ιωάννα είπε...

Χριστίνα,
ουσιαστικές οι παρατηρήσεις-σου.
Ευχαριστώ για την αναφορά,
αν και "αφήγηση" δεν είναι μόνο η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος, όπως και πολλοί άλλοι λόγοι.
Καλές αναγνώσεις.
Π.Φ.

Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Ευχαριστώ, Φώτιε, νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο, άλλωστε! (και είπα ότι θα μου τα ψάλεις επειδή η ανάρτηση είναι πάλι τεράστια!)