Πέμπτη, Φεβρουαρίου 11, 2016

Οι ψαράδες, Chigozie Obioma

…γιατί οι άνθρωποι στις περισσότερες μικρές πόλεις της δυτικής Αφρικής ήταν περιστέρια:
Παθητικά πλάσματα που βοσκούσαν τεμπέλικα εδώ κι εκεί στις αγορές και στις παιδικές χαρές,
σουλατσάροντας, θαρρείς και περίμεναν μια φήμη ή κάποια είδηση,
και πύκνωναν οπουδήποτε έπεφτε στο έδαφος μια χούφτα στάρι.

Οι πάντες σε ήξεραν˙ ήξερες τους πάντες.
 Όλοι ήταν αδερφοί σου˙ ήσουν αδερφός τους.

Απροσδόκητα ελκυστικό και βαθύ αποδείχτηκε το μυθιστόρημα αυτό του ταλαντούχου Νιγηριανού συγγραφέα, που το αγόρασα με την εντύπωση -λόγω του τίτλου- ότι θα αφορά μια ηθογραφικού τύπου περιγραφή της σύγχρονης ζωής στη Νιγηρία, κάτι έτσι κι αλλιώς  ενδιαφέρον.  Πέρα όμως από την επαφή με μια διαφορετική από τη δυτική κουλτούρα – πέρα από μια άλλη θεώρηση του κόσμου δηλαδή που την αντιλαμβάνεσαι σε κάθε γραμμή του βιβλίου, η συναρπαστική πλοκή αλλεπάλληλων τραγικών γεγονότων, η ταυτόχρονη συναισθηματική συμμετοχή του αφηγητή και παράλληλα η αβίαστη και διεισδυτική έκφραση ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Βρισκόμαστε στο Ακούρε, μια μικρή «πόλη» -εντός εισαγωγικών, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας σε συνέντευξή του[1]. Οι «ψαράδες» είναι τέσσερα αδέρφια, αγόρια, από 9 έως 15 ετών και αφηγητής είναι ο μικρότερος, ο Μπεν, που αφηγείται τα γεγονότα εκ των υστέρων. Τα τέσσερα αυτά μεγαλύτερα παιδιά της οκταμελούς οικογένειας επωφελούνται της απουσίας του πατέρα και το σκάνε απ το σχολείο για να ψαρέψουν στο απαγορευμένο ποτάμι. Το ψάρεμα γίνεται πάθος, αν και ο μεγαλύτερος, ο Ικένα, έχει τις επιφυλάξεις του.  Τα τέσσερα αγόρια ανακαλύπτουν μαζί τον κόσμο κι αποκτούν κοινά βιώματα, κοινές συγκινήσεις και αναμνήσεις. Ο συγγραφέας-αφηγητής με πολλή μαεστρία ανακαλεί και εγκιβωτίζει στην αφήγηση σκανταλιές, κοινές εμπειρίες, όνειρα και επεισόδια αλληλοϋποστήριξης και συνωμοσίας, που καταδεικνύουν τους ισχυρούς δεσμούς των τεσσάρων.  
Τα πρώτα σύννεφα έρχονται όταν ο πατέρας τιμωρεί πολύ σκληρά την ανυπακοή των αυτόκλητων «ψαράδων», ιδιαίτερα τους δυο μεγαλύτερους. Ο Ικένα, που μέχρι τώρα σαν μεγαλύτερος ήταν ο μπροστάρης που ξεχυνόταν στον κόσμο πριν από μας και άνοιγε όλες τις πόρτες, αρχίζει να απομακρύνεται˙  αρχικά απ τους δυο μικρούς (μετέβαλε το σχήμα της ζωής μας και ανήγγειλε τη μετάβαση σε μια εποχή που η οργή μαινόταν και τα κενά εκρήγνυντο), αλλά σύντομα αποτραβιέται όλο και πιο μακριά ακόμα κι απ΄ τον μόλις έναν χρόνο μικρότερό του αδερφό (ο Μπότζα έπεσε σαν έκπτωτος άγγελος και προσγειώθηκε εκεί όπου ο Ομπέμπε κι εγώ είχαμε από καιρό φυλακιστεί)˙ αμφισβητεί τη μάνα, γίνεται ατίθασος και ασυνήθιστα επιθετικός απέναντι στα αδέρφια του, βεβηλώνει τα ιερά τους σημάδια.
Δεν είναι όμως η άδικη τιμωρία η μοναδική αιτία της μεταστροφής (αυτό που κατέτρωγε τον Ικένα έμοιαζε με ακαταπόνητο εχθρό που κρυβόταν μέσα του). Καταλυτικό ρόλο σ αυτή την «κατακλυσμιαία» μεταμόρφωση, έπαιξαν τα λόγια του τρελού του χωριού, του Αμπούλου, ότι ο Ικένα θα πεθάνει από τα χέρια «κάποιου ψαρά». Ο μικρός Μπεν δεν έχει βέβαια αντιληφθεί την αιτία αυτής της συμπεριφοράς, ίσως και κανείς από τα αδέρφια, παρά μόνο όταν εξομολογούνται το επεισόδιο στην πανικόβλητη μάνα, που από ένστικτο πιέζει τα παιδιά να μάθει τι έχει συμβεί (τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας κατάφερναν να τρυπώνουν στο μυαλό μας. Ήξεραν να χώνονται τόσο βαθιά στην ψυχή μας όταν ήθελαν να αποκαλύψουν κάτι, που δυσκολευόμασταν καμιά φορά να πιστέψουμε ότι δεν γνώριζαν ήδη την απάντηση σε αυτό που ρωτούσαν και ότι δεν επιδίωκαν απλώς να το επιβεβαιώσουν). Εφόσον ο αφηγητής είναι ο Μπεν, με τον ίδιο τρόπο, σταδιακά και επώδυνα, που αποκαλύπτεται η αλήθεια στον Μπεν, αποκαλύπτεται και στον αναγνώστη.  

Αυτός είναι ο βασικός ιστός, ο καμβάς, η «δέση». Από κει και πέρα τα γεγονότα εξελίσσονται καταιγιστικά, αναπόφευκτα, τραγικά. Γιατί τη μία, πρώτη τραγωδία του πρώτου θανάτου, ακολουθεί  σαν ειμαρμένη ο δεύτερος, ενώ στη συνέχεια γεννιέται η αρχέγονη ανάγκη της αποκατάστασης δικαίου, της «εκδίκησης», που συνοδεύεται από τις συνέπειες του νόμου. Κι ο συγγραφέας έχει μοναδική τέχνη να παρουσιάζει με φυσιολογικό, αβίαστο τρόπο το αναπόδραστο.
Ο τρελός Αμπούλου, βασικός ήρωας
Βασικός καταλύτης όλης αυτής της δραματικής εξέλιξης είναι ο τρελός του χωριού, ο Αμπούλου. Μια μορφή θρυλική, σχεδόν υπεράνθρωπη (ο Αμπούλου ήταν ένας Λεβιάθαν. Μια ακατάβλητη φάλαινα που δύσκολα θα σκοτωνόταν από ένα τσούρμο γενναίους ναυτικούς. Δεν θα πέθαινε τόσο εύκολα όσο άλλοι άνθρωποι με σάρκα και οστά). Ένας άνθρωπος με χίλιες δυο παράξενες ιστορίες στο ενεργητικό του, που τρέφεται συνέχεια με βρωμιές από σκουπίδια, περπατά πάνω σε γυαλιά, αυνανίζεται δημόσια κλπ. Και έχει το τρομακτικό χάρισμα να βλέπει οράματα, να προφητεύει. Μια σειρά επιβεβαιώσεων των φοβερών του ρήσεων τον καθιερώνει ως προφήτη. Ο κόσμος άρχισε να θεωρεί τα δεινά των οραμάτων του αναπόδραστα και πίστεψε ότι ήταν ο μάντης του γραφέα της μοίρας. (…) Με  το πλήρωμα του χρόνου, ο τρελός έγινε απειλή, φόβος και τρόμος για την πόλη.
Είναι σκόπιμο να παραθέσω εδώ όσα λέει ο ίδιος ο Ομπιόμα για τους τρελούς στα χωριά της Δυτικής Αφρικής: «Απ’ άκρη σ’ άκρη της ∆υτικής Αφρικής, άνθρωποι ρημαγμένοι όπως αυτός περιφέρονται ελεύθερα στους δρόμους, και τρέφονται σαν αδέσποτα σκυλιά. Πολλοί χτυπιούνται από αυτοκίνητα, όπως τα ζώα, και πεθαίνουν στον δρόμο σαν αυτά. Η ιστορία του Αμπούλου, αν τα καταφέρει, θα μου προσφέρει την πλατφόρμα ώστε να ξεκινήσω μια δημόσια εκστρατεία με σκοπό οι άνθρωποι αυτοί να φύγουν από τους δρόμους και να στεγαστούν σε μέρη όπου θα έχουν τη φροντίδα που δικαιούνται. (…)Επιδίωξα να χρησιμοποιήσω τον Αμπούλου ως μια μεταφορά για την οντότητα εκείνη που διεισδύει στη ζωή των άλλων, δημιουργώντας χάος με τα λόγια της και μόνο, και προκαλώντας πόνο στους ανθρώπους».
Ο αναγνώστης έχει αρχικά την εντύπωση ότι ο Ομπιόμα, μεταφέροντας την ντόπια παράδοση, θα αρκεστεί στο να εκφράσει την διορατικότητα που έχουν οι ξεχωριστοί, περιθωριακοί και ίσως- ίσως ζωωδώς ενστικτώδεις άνθρωποι (δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο Αμπούλου πριν περιπέσει στην τρέλα είχε κι αυτός έναν αδερφό που υπεραγαπούσε). Μια εκδοχή ελαφρώς απογοητευτική λόγω του μεταφυσικού, αποδεκτού πάντως λόγω πολιτισμικών διαφορών, στοιχείου. Όμως ο συγγραφέας προχωρά παραπέρα: Τα λόγια του Αμπούλου έχουν δύναμη όχι -μόνο;- επειδή είναι προφήτης, αλλά επειδή λειτουργούν τρομοκρατικά, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία: ο φόβος που φωλιάζει πια στην ψυχή του Ικένα, αυτός ο ίδιος ο φόβος είναι που γεννά σπασμωδικές αντιδράσεις και με τη σειρά τους αυτές γεννούν το μίσος στα αδέρφια του, και περισσότερο στον κοντινό του, τον Μπότζα (η προφητεία, σαν οργισμένο θηρίο, μαινόταν και κατέστρεφε το μυαλό του με την αγριότητα της τρέλας, κατεβάζοντας ζωγραφιές, γκρεμίζοντας τοίχους, αδειάζοντας ντουλάπια, αναποδογυρίζοντας τραπέζια). Η πίστη ή ο φόβος είναι αυτό που δίνει μερικές φορές υπόσταση στα πράγματα, που κινεί την «ιστορία».
Το δεύτερο κομβικό σημείο του βιβλίου πιστεύω είναι η ώθηση των δυο μικρότερων αδερφών, του Ομπέμπε και του Μπεν σε μια επιταχυνόμενη ωρίμανση: όταν περνάει το πρώτο σοκ γρήγορα αντιλαμβάνονται  με καθοδηγητή τον μεγαλύτερο βέβαια, τι λογής δύναμη είχαν τα τρομακτικά λόγια του Αμπούλου. Όταν πια το κακό έχει προχωρήσει, δεν ενοχοποιούν τους μεγαλύτερους αδερφούς τους, η αγάπη τους δοκιμάζεται για πολύ λίγο γιατί είναι πολύ στέρεη. Κατανοούν το δηλητήριο που έχει ταξιδέψει βαθιά μέσα στον Ικένα, κατανοούν και την εκδίκηση του Μπότζα που νιώθει βαθιά πληγωμένος. Η άμεσή τους αντίδραση είναι η αρχετυπική, πέρα από το νόμο ανάγκη να «πάρουν το αίμα τους πίσω», και όλη τους η ζωή οργανώνεται γύρω απ αυτό το πεπρωμένο που τους έστησε η μοίρα.   
Η γραφή
Ο συγγραφέας με πολύ ευφυή τρόπο αφηγείται τα γεγονότα από την πλευρά του μικρότερου αδερφού, του Μπεν. Του πιο ευάλωτου, του πιο αθώου, του πιο συναισθηματικού. Με εκπληκτική μαεστρία περιγράφονται τα επεισόδια, υφαίνονται οι συναισθηματικές συγκρούσεις, η αγωνία αλλά και η ορθολογική επεξεργασία των καταιγιστικών γεγονότων. Χωρίς να είμαι υπέρμαχος των «καλολογικών στοιχείων», κρύβουν απίστευτη ζωντάνια οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις του Ομπιόμα, αναπαράγοντας ταυτόχρονα εικόνες από μια ζωή/κουλτούρα τόσο διαφορετική από τη δική μας. Ενδεικτικά: το πάθος που είχαμε αναπτύξει για το ψάρεμα ήτανε πια σαν υγρό που έχει παγώσει μέσα σ ένα μπουκάλι και δύσκολα ξεπαγώνει/κατάπιε τα υπόλοιπα λόγια του σαν βόας/κι άλλες λέξεις κρέμονταν καυτές απ τα χείλη του μα δεν τις ξεστόμισε/ θυμάμαι με αστραφτερή κατοπτρική μνήμη/ένας ανεμοστρόβιλος φόβου με κατάπιε κ.α. Με ποιητικά σχεδόν εκφραστική δύναμη οι μεταφορές αυτές αποδίδουν λεπτές αποχρώσεις συναισθημάτων όπως τον φόβο θανάτου που φώλιασε στην ψυχή του Ικένα (ο Ικένα απ τη μια μέρα στην άλλη είχε γίνει ταξιδιώτης, ένας παράξενος ταξιδιώτης που αρμένιζε έξω από το ίδιο του το κορμί, αφήνοντας τον υπόλοιπο εαυτό του να κείται αδειανός σαν τα δίδυμα κελύφη των φιστικιών καπακωμένα μαζί όταν το περιεχόμενό τους έχει αφαιρεθεί) ή τον φόβο του αφηγητή όταν ο Ομπέμε του ανακοίνωσε την απόφασή του: κάθισα εκεί, παγωμένος από τη δύναμη των λέξεών του, ανήμπορος να πω το παραμικρό/ψέλλισα το λεκτικό προπέτασμα καπνού: «Ας το κάνουμε γρήγορα». Ακόμα, συνταρακτική η απλότητα με την οποία περιγράφει τον σπαραγμό της μάνας: ο χώρος της μητέρας στο δωμάτιο της ύπαρξης σταδιακά συρρικνωνόταν με το πέρασμα των ημερών.
Η ευαισθησία του συγγραφέα όσο αφορά τη γλώσσα φαίνεται κι από τις ουσιαστικές αναφορές που κάνει στις γλωσσικές επιλογές των Νιγηριανών, που ανακατεύουν αγγλικά (υπάρχουν έννοιες που δεν αποδίδονται στις γλώσσες των ντόπιων, ίγκμπο και γιορούμπα, παροιμίες και ρητά στις παραδοσιακές γλώσσες, απόλυτα συνυφασμένες με την πλοκή. Απίστευτη εικόνα το συγκινητικό τραγούδι του Ντέιβιντ (του μικρότερου γιου) στο μνημόσυνο των δύο μεγαλύτερων, ένα θαυμαστό δημιούργημα δοσμένο με ουρανικά μουρμουρητά και λαθεμένη προφορά, κουτσουρεμένες λέξεις, αναποδογυρισμένους συσχετισμούς και στραγγαλισμένα νοήματα.
Και η δομή όπως χαρακτηρίζεται από ένα εύρημα πολύ αβανταδόρικο: κάθε κεφάλαιο (σχεδόν) εστιάζει σ ένα από τα πρόσωπα, καμιά φορά αφιερώνονται και δύο κεφάλαια˙ κάθε πρόσωπο είναι κι ένα ζώο, ένα στοιχείο της φύσης (τι πιο φυσικό ένα παιδί να βρίσκει αναλογίες με βάση τις παραστάσεις του από τη φύση;). Ο Ικένα είναι πύθωνας, ή μάλλον μετατράπηκε μετά το μαστίγωμα. Έγινε κάποιος άλλος, ένα ασταθές και ευερέθιστο άτομο σε αδιάκοπη αναζήτηση λείας. Είναι όμως και σπουργίτι, ένα εύθραυστο πλάσμα που δεν σχεδίασε τη δική του μοίρα. Ο πατέρας είναι αητός, ο γενναίος, ο δυνατός, ο αρχιστράτηγος, ο διοικητής των δυνάμεων της σωματικής πειθαρχίας, ο πνευματικός άνθρωπος. Ο Ομπέμπε είναι λαγωνικό, ένα μυαλό ανήσυχο, που ήταν πάντα δοσμένο στην αναζήτηση της γνώσης. Η τέχνη του συγγραφέα έγκειται στο ότι όταν ο αφηγητής ξεκινάει μ αυτόν τον τρόπο το κεφάλαιό του, ΗΔΗ ο αναγνώστης έχει διαμορφώσει την γνώριμη εικόνα, και η διαπίστωση είναι  σαν αποκάλυψη. Όταν, π.χ., προς το τέλος του βιβλίου λέει ότι δυο μικρότερα αδέρφια του είναι ερωδιοί (τα ολόλευκα πουλιά που εμφανίζονται ανά σμήνη μετά την καταιγίδα, με τα φτερά τους ακηλίδωτα, με τη ζωή τους ανέπαφη), ο αναγνώστης έχει ήδη όλα τα στοιχεία για να το νιώσει αυτό.
Ο συγγραφέας, σε κείμενό του που δημοσίευσε το blog της συγγραφέα Amanda Curtin, εκμυστηρεύεται ότι μια από τις επιδιώξεις του στο βιβλίο αυτό ήταν να σχολιάσει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη Νιγηρία: Η Νιγηρία, τουλάχιστον για μένα, είναι μια παρανοϊκή ιδέα την οποία συνέλαβε ένας τρελός και την οποία πίστεψαν οι λογικοί — εδώ, τον ρόλο του τρελού προφήτη αναλαμβάνουν οι Βρετανοί, και δέκτες του μηνύματος είναι οι λαοί της Νιγηρίας (τρεις μείζονες φυλές, δίχως το παραμικρό κοινό στοιχείο, συγκατοικούν προκειμένου να σχηματιστεί ένα «έθνος»). Σύμφωνα μ αυτήν την οπτική, ο προφητικός «λόγος» του Αμπούλου που διαλύει τις σχέσεις των αδερφών αντιστοιχεί στην Βρετανική εξουσία που διαλύει τις σχέσεις των λαών, που δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν σαν έθνος.
           Μου φάνηκε λίγο τραβηγμένη αυτή η θεώρηση, ωστόσο οι αναφορές στις ιστορικές εκλογές του 1993, στο ίνδαλμα των αδερφών Moshood Abiola (τον περίφημο ΜΚΟ) -μέσα πάντα από το πρίσμα των παιδιών- και στον μετέπειτα δικτάτορα Αμπάτσα   με παρακίνησε να αναζητήσω την ιστορία της Νιγηρίας (μιας πολύπαθης χώρας όπου ζουν 173 εκ. άνθρωποι!), που είναι πράγματι τόσο παρανοϊκή, όσο θέλει να περάσει ο συγγραφέας, μέσα από την εμβληματική φιγούρα του Αμπούλου.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Τσιγκόζι Ομπιόμα: μια πολίχνη (πόλη, στην πραγματικότητα, αν και ανατριχιάζω όταν την αποκαλώ έτσι, έχοντας πλέον δει πολλές πραγματικές «πόλεις») της οποίας την ύπαρξη θα ήταν σχεδόν αδύνατον να γνωρίζει κανείς έστω κι αν ήταν εξοικειωμένος με τη Νιγηρία

Δεν υπάρχουν σχόλια: