Άπειρες ιστορίες αγάπης, πάθους αλλά και φτώχιας και μιζέριας έρχονται στο μυαλό των δυο αφηγητριών καθόσον μας εκμυστηρεύονται τους καημούς τους, συνθέτοντας έναν ολόκληρο κόσμο «με πολλές διαστρωματώσεις», όπως λέει ο Τάκης Σπετσιώτης. Μάστορας στην τεχνική του μονόλογου, ο Κώστας Ταχτσής μας κάνει κοινωνούς της ατμόσφαιρας της μικροαστικής Αθήνας από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι την Κατοχή και τον εμφύλιο (ελάχιστες οι αναφορές, εφόσον η αφηγήτρια είναι απολιτίκ: ελπίζω, αν φτιάξει ποτέ αυτή η βρωμοκατάσταση, αυτό το τρομερό χάος αδερφός να σφάζει αδερφό, να μ’ αξιώσει ο θεός να ξαναπάω στην Κορώνη). Χωρίς να γίνεται ηθογράφος (Το Τρίτο Στεφάνι δεν είναι ηθογραφία. Προσπάθησε όμως να διατηρήσεις αυτό το χρώμα που έχω βάλει λέει ο συγγραφέας στον μεταφραστή του έργου του στα γαλλικά, Ζακ Λακαριέρ) ούτε νατουραλιστής σαν τον Καραγάτση, παρόλο που η ατμόσφαιρα (μικροαστικά πάθη, φτώχεια κλπ) ευνοούν το πνεύμα του νατουραλισμού. Η αφήγηση απορρέει άμεσα απ’ τον τρόπο που συνειδητοποιεί τα γεγονότα η Νίνα, χωρίς άλλα φίλτρα, ιδεολογικά. Μας δείχνει ακόμα έναν κόσμο «γυναικών», που κινείται παράλληλα με τον «κόσμο των αντρών», τον συμπληρώνει, τον πλουτίζει, τον χρωματίζει. Είναι η κοινωνία όπου τα κατώφλια είναι τόσο κοντά το ένα με το άλλο ώστε οι οικογενειακοί δεσμοί μπλέκονται με τους γειτονικούς- ο κόσμος του μουχαμπετιού, του κουτσομπολιού, με τις μικροκακίες και τις προκαταλήψεις, αλλά και τη μεγάλη καρδιά, τη φιλοξενία και το κιμπαρλίκι.
Από τις πρώτες γραμμές (δεν μπορώ, όχι, δεν μπορώ να την υποφέρω πια!... τι πληγή είναι αυτή που μου έστειλες θέ μου;) εισβάλλουμε στην ψυχοσύνθεση μιας γυναίκας βασανισμένης, τόσο, ώστε και η ίδια της η κόρη (η κόμισα, η Μέδουσα) να της είναι μπελάς (έχοντας την κόρη μου που έχω, είμαι σε θέση να ξέρω ότι απ’ όλα τα πλάσματα του θεού δεν υπάρχει ίσως κανένα που να μας καταλαβαίνει λιγότερο από κείνα που βγήκαν μέσα απ’ την κοιλιά μας). Σε οικονομική απόγνωση μετά το χωρισμό της από τον πρώτο της άντρα (πώς έκανα τη στραβωμάρα να πάω να πέσω απάνω στο Φώτη, αυτό είναι άλλη ιστορία), παντρεύεται τον Αντώνη για λόγους μάλλον οικονομικούς, και φτάνει στο σημείο να τον αγαπήσει και να τον πονέσει όταν αρρωσταίνει και πεθαίνει.
Παρόλο που πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια είναι η Νίνα, κεντρική μορφή είναι η Εκάβη, η μάνα του Θεόδωρου (του τρίτου συζύγου), που πολύ μετά τη γνωριμία της με τη Νίνα γίνεται και πεθερά της. Η επονομαζόμενη «Κοψού» από την υπηρέτρια (κοψούδες έλεγε όλες τις γνωστές και άγνωστες, που δεν τις γέμιζαν το μάτι), μια γυναίκα «βίος και πολιτεία», με τα καλαμπούρια της, την πίστη για τη ζωή αλλά και τα πάθη της. Η κυρα- Εκάβη τρελαινόταν να δραματοποιεί τη ζωή της, μα όσο περισσότερο τη δραματοποιούσε, τόσο περισσότερα αστεία έκανε- πάντα εις βάρος του εαυτού της, ποτέ των άλλων. Κι όμως η ζωή της είναι γεμάτη τραγικά γεγονότα… έφτασε σε σημείο να κλέψει τον εγγονό της από την κόρη της, επειδή τη θεωρούσε ανάξια να τον μεγαλώσει! Δυο είναι οι μεγάλες πληγές που την τυραννάνε, η εγκατάλειψή της από τον άντρα της που το σκασε με την ξαδέρφη της τη Φρόσω, και ο αλανιάρης γιος της ο Δημήτρης, που σάπισε στη φυλακή (στο τέλος κυνηγήθηκε και για τις αριστερές του ιδέες).
Καημένη κυρα- Εκάβη! είπα με το νου μου. Σ’ άρεσε να τον έχεις μέσα στη φυλακή, όπως ο κόσμος που βάζει τα πουλιά μέσα στο κλουβί με τη δικαιολογία πως έτσι τα προφυλάει από τους εχθρούς τους. Μα ο Δημήτρης δε φαίνεται να είναι από κείνα τα πουλιά που κάθονται αγογγύστως μέσα στο κλουβί. Είναι γεράκι. Άστον ν’ ακολουθήσει κι αυτός τη μοίρα του όπως όλοι μας. Τι εγωίστριες που είναι μερικές φορές οι μανάδες! Συλλογιζόμουν όταν έφυγε. Μήπως είμαι κι εγώ το ίδιο με την κόρη μου; Μήπως την αδικώ; Στάθηκα για μια στιγμή κι εξήτασα τον εαυτό μου και τη συνείδησή μου. Δε μ’ άρεσε ποτέ να κάνω ατά που κορόιδευα. Κάτά βάθος, ένας θεός ήξερε πόσο την αγαπούσα, πόσο τη αγαπώ ακόμα και τώρα.
Ο Ταχτσής δεν παρουσιάζει μονοκόμματους τους χαρακτήρες. Η κυρα Εκάβη, φερειπείν, φανερώνει πολλά ελαττώματα. Μπορεί να είναι και μικροπρεπής και ζηλιάρα ή να είναι κυριαρχική με τα παιδιά της, αλλά παρουσιάζει και στοιχεία μεγαλείου. Η αφηγήτρια, μέσα σ’ αυτήν την παραληρηματική αφήγηση γεγονότων, αφήνει να διαφανούν ελαττώματα και προτερήματα από μια απόσταση, χωρίς να ηθικολογεί. Προβάλλει όμως ιδιαίτερα και σκηνές που εξιλεώνουν και συγχωρούν κάθε ελάττωμα, όπως στη παρακάτω σκηνή (μετά το θάνατο του άντρα της, επισκέπτεται το σπίτι της ξαδέρφης/ξελογιάστρας και βλέπει μια φωτογραφία που η Φρόσω της είχε κλέψει):
Φορτώσαμε τα πράματά μας στον αραμπά κι ήμασταν έτοιμοι να κινήσουμε, όταν θυμήθηκα ξαφνικά τη φωτογραφία. «Στάσου μια στιγμή», λέω στον αραμπατζή και τρέχω μέσα, την ξεκρεμάω από τον τοίχο, βγαίνω έξω και τη δίνω στον Άκη που καθόταν πάνω στους μπόγους. Η Φρόσω άλλαξε χρώμα, αλλά δεν τόλμησε να πει λέξη. Πριν ανέβω στον αραμπά έσκυψα και τη φίλησα. Όχι από υποκρισία. Στο ορκίζομαι, Νίνα μου, στη ζωή του Δημήτρη που τρέμω και λαχταράω, δεν ξέρω κι εγώ τι μ’ είχε πιάσει ξαφνικά. Ήμουνα τρομερά συγκινημένη, αισθανόμουνα πως εκείνη τη μέρα τελείωνε μια ολόκληρη εποχή της ζωής μου κι άρχιζε μια καινούρια. Κι είχα τόσες έγνοιες στο κεφάλι μου, τόση ανάγκη απ’ τη βοήθεια του θεού, ώστε δεν ήθελα να κάνω μια αρχή με την καρδιά γεμάτη μίσος και κακίες. Ξαφνικά μου φάνηκε ότι η Φρόσω δεν ήταν η γυναίκα που μου είχε κλέψει τον άντρα μου κι μου είχε καταστρέψει τη ζωή μου, αλλ’ ένα θύμα κι αυτή, ποιος ξέρει ποιου διαβόλου, και τη λυπήθηκα. Αλλά φυσικά δεν της το’ δειξα. Το’ ριξα στ’ αστείο.
Κάτι που εντυπωσιάζει αρνητικά είναι ότι, παρόλο που το ύφος έχει την προφορικότητα και τη λαϊκότητα μιας αμόρφωτης γυναίκας, παρεισφρέουν λέξεις και φράσεις πολύ λόγιες, που ξενίζουν, όπως «εξήτασα», «αναφανδόν», «καθόσουν κι αἰτιᾶσο αδίκως τον εαυτό σου» κ.α. Ίσως αξίζει να θυμίσουμε εδώ ότι ο Κώστας Ταχτσής είχε ταχτεί υπέρ του Γλωσσικού Ομίλου, (που επιχείρησε το 1986 να επαναφέρει τη διδασκαλία των αρχαίων στο γυμνάσιο, αποδίδοντας την κακοδαιμονία της γλώσσας στην έλλειψη διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής) κι ότι επίσης ήταν υπέρμαχος του πολυτονικού.
Τέλος, ένα θέμα που σόκαρε την κοινωία της δεκαετίας του ’60 και κατά τη γνώμη μου υπερτονίστηκε στις διασκευές που έγιναν για τηλεόραση και θέατρο, είναι το στοιχείο της ομοφυλοφιλίας. Στο βιβλίο τουλάχιστον, πολύ επιφανειακά και σύντομα θίγεται αυτό το ζήτημα, καθώς ο χαμένος αδερφός της Νίνας, ο Ντίνος, φαίνεται να είχε αυτήν την τάση. Δεν υπάρχει καμία έμφαση, αντίθετα μια προσπάθεια ψυχολογικής κατανόησης του φαινομένου:
Καημένε μπαμπά! Καλύτερος άνθρωπος απ’ αυτόν δεν υπήρχε στον κόσμο. Το μόνο σφάλμα που έκανε στη ζωή του είναι ότι έδιωξε τον Ντίνο απ’ το σπίτι. Εκείνο που δεν παραδέχομαι είναι ότι έφταιγε μόνο εκείνος για την καταστροφή του. Η καταστροφή του Ντίνου είχε συντελεστεί πολύ πιο πριν, και γι’ αυτή μόνος υπεύθυνος ήταν η μαμά κι η παθολογική αγάπη
που του είχε.
[1] (από τη Wikipedia) Αρχικά διασκευάστηκε για το Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου το 1979 με την Ρένα Βλαχοπούλου και την Σμαρώ Στεφανίδου η οποία απέδωσε με ευρηματικότητα το δράμα της πονεμένης λαϊκής γυναίκας.
Στη συνέχεια το 1995 μεταφέρθηκε με πιστότητα στην τηλεόραση από τον ΑΝΤ1 σε σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη με τη Νένα Μεντή στο ρόλο της Νίνας και τη Λήδα Πρωτοψάλτη στο ρόλο της Εκάβης.
Το χειμώνα του 2009 έγινε η θεατρική του διασκευή από τον Σταμάτη Φασουλή για το Εθνικό Θέατρο, με τη Νένα Μεντή αυτή τη φορά στον ρόλο της Εκάβης και την Φιλαρέτη Κομνηνού στο ρόλο της Νίνας.