Πέμπτη, Μαΐου 31, 2007

Γκράχαμ Σουίφτ, Το φτερωτό μπαλάκι

Κεντρικός ήρωας και αφηγητής είναι ένας μέσος "ανθρωπάκος" που εργάζεται στα γραφεία της αστυνομίας, για την ακρίβεια σ’ ένα υποκατάστημα όπου φυλάσσονται αρχεία από παλιές υποθέσεις κλεισμένες, αλλά που έχουν πιθανότητα να αναθεωρηθούν. Είναι δηλαδή ένα είδος ειδικευμένου υπαλλήλου, ένας αρχειοφύλακας.
Σε πολύ απλό, καθημερινό, οικείο και εξομολογητικό τόνο, ο συμβατικός ήρωας καταγράφει τη ζωή του, την καθημερινότητά του, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Σ’ εξαναγκάζει έτσι να ταυτιστείς μαζί του, ενώ η συμπεριφορά του είναι αθέμιτη ως απαράδεκτη μερικές φορές, ιδιαίτερα απέναντι στα παιδιά του (βλ. πρώτο κεφ.) και στη γυναίκα του. Σ’ εκπλήσσει η αυταρχικότητά του και η ευκολία του να την ξεπερνάει, ο τρόπος που τη δικαιολογεί, αλλά και η ευαισθησία του όταν περιγράφει τη σχέση τη δική του με τον πατέρα του ή με τη δουλειά του. Καθώς μας δείχνει έμμεσα ότι η οικογενειακή ζωή δεν τον ικανοποιεί, εστιάζει στη σχέση με τον προϊστάμενό του (μυστήριος, τυπικός, απρόσιτος) και με τον πατέρα του, τέως ήρωα του πολέμου και νυν τρόφιμο του ψυχιατρείου, όπου βρίσκεται επειδή αρνείται να μιλήσει και να επικοινωνήσει με οποιονδήποτε.
(σελ. 45):
Φυσικά, υπάρχει κάτι φοβερά ενστικτώδες, φοβερά άσκοπο και μηχανικό σ’ αυτές τις δισεβδομαδιαίες επισκέψεις. Μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι δεν είναι άνθρωπος αυτός που περπατάει δίπλα μου, αλλά ένα ομοίωμα, που εγώ σπρώχνω και τσουλάω πάνω στο καροτσάκι, κι ότι τελικά εγώ είμαι ο παλαβός γιατί φαντάζομαι πως αυτή η βουβή κούκλα είναι ζωντανή, και πως είναι ο ίδιος μου ο πατέρας. Όταν καθόμαστε στον πάγκο μας υπάρχει αυτή η αίσθηση της απελπισμένης παντομίμας (…). Είναι περίεργο, αλλά προτού ο μπαμπάς πάψει να μιλάει, ποτέ δεν είχα αισθανθεί αυτή την ανάγκη να του λέω πράγματα. Κι ακριβώς επειδή ο μπαμπάς δεν μου απαντάει, επειδή ούτε απορρίπτει ούτε επικροτεί αυτά που του λέω, τον χρησιμοποιώ σαν εξομολόγο. Πηγαίνω στον μπαμπά να πω πράγματα που ποτέ δεν θα ‘έλεγα οπουδήποτε αλλού. (Ίσως εγώ να είμαι παλαβός τελικά)
Καθώς ο ήρωας –Πρέντις- απομονώνεται όλο και περισσότερο από την οικογένειά του, προσπαθεί ν’ ανακαλύψει την προσωπικότητα του πατέρα του μες απ’ το βιβλίο που έκανε τον τελευταίο –κάπως- διάσημο, όπου ο τελευταίος αφηγείται τις περιπέτειές του στον πόλεμο.
(σελ.55):
Θα πρέπει να το’ χω διαβάσει πάνω από μια ντουζίνα φορές και κάθε φορά μού φαίνεται ότι μου γίνεται, όχι πιο οικείο, αντίθετα, πιο ασύλληπτο και μακρινό. Υπάρχουν χιλιάδες ερωτήσεις που θέλω να κάνω για πράγματα που δεν αναφέρονται μέσα στο βιβλίο. Πώς ο μπαμπάς αισθανόταν εκείνη την εποχή, τι γινόταν μέσα του. Γιατί ο μπαμπάς δεν γράφει για τα συναισθήματά του.(…)
Περίεργο, όλα τα χρόνια που μπορούσα να τον έχω ρωτήσει δεν το έκανα- σα να μη μ’ ενδιέφερε όλη η αλήθεια. Και τώρα που δεν πρόκειται να πάρω καμιά απάντηση, τώρα είναι που θέλω να κάνω χιλιάδες ερωτήσεις. Γιατί αυτό; Είναι γιατί για πρώτη φορά συνειδητοποιώ πως ο Μπαμπάς βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το βιβλίο ( με το συνθηματικό όνομα «Φτερωτό μπαλάκι»). Όταν πιάνω το βιβλίο στα χέρια μου είναι σα να ξανάχω τον Μπαμπά, να τον κρατάω, αν κι αυτός έχει φύγει μακριά, μέσα στην αδιαπέραστη σιωπή
.
Παράλληλα, παρακολουθούμε την –καφκικού τύπου- επαγγελματική του ζωή, όπου όλοι εργάζονται υπό το βλέμμα ου φοβερού Κουίν (προϊστάμενου), εκτελώντας παράλογες εντολές, που ενίοτε δεν μπορούν να διεκπεραιωθούν. Ο Πρέντις, δεύτερος στη ιεραρχία, κάποια στιγμή αντιμετωπίζεται απ’ τον ανώτερό του ως ξεχωριστός, και γίνεται μια νύξη για προαγωγή (στη θέση του αφεντικού που θα συνταξιοδοτηθεί), πράγμα που τον αναστατώνει αλλά και τον γεμίζει χαρά. Παρακολουθούμε την ιστορία κάποιων υποθέσεων, οι οποίες, αν κι έχουν κλείσει, δημιουργούν ερωτηματικά στους υπαλλήλους του αστυνομικού γραφείου, ενώ γίνεται υπαινιγμός ότι ο Κουίν αποκρύπτει σκόπιμα στοιχεία, ή «κατασκευάζει» στοιχεία, δίνοντας δική του διάσταση στα γεγονότα.
(σελ. 124):
- Υπήρξαν στιγμές στη ζωή σου, Πρέντις, που αναρωτήθηκες το πολύ απλό: Είναι καλύτερα να ξέρω πράγματα ή όχι; Πολλές φορές, δε θα ήμασταν πιο ευτυχισμένοι αν δεν τα ξέραμε;
- (…) Δεν ξέρω. Είναι ανάλογα με την περίσταση. Μπορεί να είναι μαρτύριο το να μην ξέρεις πράγματα.
- Α, ναι. Έτσι είναι. Όπως και να’ χει, υποφέρεις.
Ο κεντρικός όμως πυρήνας του βιβλίου, το βασικό ερώτημα που τίθεται, βρίσκονται στις σελ. 180 και εξής:
-Κατακρατούσατε- ή καταστρέφατε πληροφορίες για να γλιτώσετε τον κόσμο από άχρηστες, οδυνηρές γνώσεις.
(…) Βλέπεις, υπάρχουν δυο είδη τρέλας για δύναμη. Όχι, όχι, μην αντιλέγεις, για δύναμη μιλάμε, και μάλιστα για άσχημα χρησιμοποιημένη δύναμη. Υπάρχει σίγουρα διαφθορά. Όλοι το ξέρουμε. Σκέψου τη ζημιά, τη φοβερή καταστροφή που θα μπορούσες να προξενήσεις αν ήσουνα στη θέση μου. Όλοι θα συμφωνούσαμε πως αυτό είναι λάθος, έτσι δεν είναι; αλλά τι γίνεται με το εντελώς αντίθετο; Τι γίνεται αν διαστρεβλώσεις τη δύναμή σου και υπερβείς τα όρια της ευθύνης σου νομίζοντας ότι κάνεις καλό;
(…) Το καλύτερο το ασφαλέστερο είναι να μην ξέρεις. Αλλά άπαξ και μάθεις, δεν μπορείς να κάνες τίποτα πια. Δε μπορείς να ξεφορτωθείς τις γνώσεις.
(σελ. 184):
Ξέρεις σε ποιο σημείο αυτή η αναζήτηση δύναμης – αυτό το μικρό μου εγχείρημα για το καλό της ανθρωπότητας – κλονίστηκε; Ήταν πολύ καλό, βλέπεις, να κάνεις καλό σε ανθρώπους που ήταν απλά ονόματα σε φακέλους. Τότε δεν είχα καθόλου ενδοιασμούς, πως αυτό που έκανα τους κρατούσε μακριά απ΄την αλήθεια. Πίστευα ότι μπορούσαν να κάνουν και χωρίς την αλήθεια. Αλλά μου συνέβη να πρέπει να κρύψω την αλήθεια από κάποιον που ήξερα, τότε άλλαξαν τα πράγματα. Άρχισα να κλονίζομαι.
Αυτό που ο Κουίν ήξερε ήταν ο πατέρας του Πρέντις, για τον οποίο είχε στοιχεία και πληροφορίες ότι άλλαξε το παρελθόν του ήρωα στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο, ενώ υπήρχαν γράμματα από συγκρατούμενούς του όπου κατηγορείται ότι πρόδωσε. Κι αυτή όμως η αλήθεια γίνεται σχετική, γιατί, αφενός δεν αποδεικνύεται ότι ο κατήγορος λέει την αλήθεια (έχει συμφέρον), αλλά και γιατί η προδοσία, τη στιγμή αυτή της κατάρρευσης του μετώπου και της παράδοσης των Γερμανών (λήξη πολέμου όπου οι Γερμανοί σκοτώνουν παράλογα κι εκδικητικά) δεν έχει νόημα.
(σελ. 192):
Γιατί τα τελευταία κεφάλαια είναι πιο πειστικά, πιο ειλικρινή από τα υπόλοιπα; Διότι εδώ βρίσκεται η αληθινή απόδραση. Οι πραγματικοί άθλοι, όλα τα γενναία και τολμηρά κατορθώματά του, πόσο μετράνε; Αυτά είναι δυνατόν να θεωρηθούν αποκυήματα της φαντασίας, όμως για το μέρος του βιβλίου που είναι στην πραγματικότητα ψεύτικο –να πού βρίσκεται όλη η προσπάθεια. Εδώ είναι που προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του. Γι’ αυτό φαίνεται σαν αληθινή απόδραση. Διότι είναι απόδραση, μια κατά κάποιον τρόπο εντελώς αληθινή απόδραση.
Οι διαστάσεις των «πραγματικών» συμβάντων αποκαλύπτονται με τέτοιον τρόπο, που γίνεται φανερό ότι η πραγματικότητα είναι κάτι που κατασκευάζεται κι ότι δεν έχει νόημα, ιδιαίτερα όταν παρέλθουν πολλά χρόνια, η εξακρίβωση της αντικειμενικής αλήθειας.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Μαΐου 20, 2007

Νεμιρόβσκι Ιρέν, Γαλλική σουίτα

Ευνοϊκά σε προδιαθέτει η «ιστορία» του μυθιστορήματος αυτού, εφόσον πρόκειται για ένα έργο φιλόδοξο που η ουκρανοεβραία συγγραφέας του το είχε γράψει με μικροσκοπικά γράμματα την εποχή του β’ παγκοσμίου πολέμου σε κακής ποιότητας χαρτί, δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί και να το ολοκληρώσει γιατί συνελήφθη και εκτελέστηκε, αλλά το χειρόγραφο σώθηκε από τις εγγονές της σαν από θαύμα και εκδόθηκε μόλις πριν από λίγα χρόνια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ημερολόγιο που κράταγε η συγγραφέας σχετικό με το βιβλίο, γιατί φαίνεται αφενός πώς δουλεύουν κάποιοι συγγραφείς, αφετέρου παίρνεις μια ιδέα για το περιεχόμενό του εφόσον είναι ημιτελές.
Προοριζόταν να έχει τέσσερα μέρη, εκ των οποίων γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν εντέλει τα δυο. Είναι ωστόσο ευδιάκριτα και αρκετά αυτόνομα μεταξύ τους, επομένως ο αναγνώστης δε μένει με κενά ή απορίες, δεν έχει καν την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα έργο που δεν το επεξεργάστηκε η συγγραφέας. Ακόμα και οι αβλεψίες, που τις επισημαίνει ο επιμελητής, είναι ασήμαντες.
Κατά τη γνώμη μου, το πρώτο μέρος έχει πιο ενδιαφέρον θέμα (η «έξοδος» των κατοίκων του Παρισιού ενόψει της γερμανικής εισβολής), αλλά το δεύτερο είναι πιο καλογραμμένο.
Το πρώτο μέρος λοιπόν είναι σπονδυλωτό, μια «αλληλουχία από πίνακες με θέμα την κατάρρευση του μετώπου», όπως γράφει η Ανισσίμοφ στην κατατοπιστικότατη εισαγωγή της, Καθώς εναλλάσσονται τα κεφάλαια, εναλλάσσονται και οι ήρωες, χαρακτηριστικοί τύποι ανθρώπων των οποίων παρακολουθούμε τις αντιδράσεις απέναντι στην ήττα, απειλή, τον εκπατρισμό, την απώλεια της περιουσίας, την αντίσταση κλπ. Οι προθέσεις τής συγγραφέως είναι ξεκάθαρες και –κατά τη γνώμη μου- λίγο σχηματικές: ν’ αποδώσει τη μικροψυχία και την αδυναμία κάποιων –των περισσότερων-ανθρώπων, σε ακραία αντίθεση με το μεγαλείο και τον ιδεαλισμό κάποιων άλλων. Έτσι, βλέπουμε τον ιδεαλιστή παπά (αβά), τον δεκαεπτάχρονο ήρωα που θέλει να θυσιαστεί για την πατρίδα, αλλά και τους «αλήτες» του αναμορφωτηρίου που εντέλει θαμπώνονται από τα πλούτη και σκοτώνουν ομαδικά τον παπά, τον πλούσιο που κλαίει τα πλούτη του, τον δειλό, τον δωσίλογο, κλπ. κλπ. Το ύφος καθαρά νατουραλιστικό, οι χαρακτήρες τυποποιημένοι και άκαμπτοι, προβλέψιμοι όπως συμβαίνει συνήθως στα νατουραλιστικά έργα ( βλ. αλήτες). Ενώ οι καταστάσεις και οι εικόνες της «εξόδου» αυτής των Παριζιάνων είναι συγκλονιστικές από μόνες τους, το μέρος αυτό με κούρασε, το βαρέθηκα:
(σελ. 70, δείγμα σχηματοποιημένου, ισοπεδωτικού νατουραλισμού):
Έβρισκε φρικαλέα τη φαινομενική υπακοή τους. Παρά τη βάπτιση, παρά τη θεία μετάληψη και τη μετάνοια, καμιά αχτίδα σωτηρίας δεν έφτανε ως τις καρδιές τους. Παιδιά του ερέβους, δεν είχαν καν τη δύναμη ν’ ανυψωθούν ως την επιθυμία για φως· δεν το διαισθάνονταν, δεν το εύχονταν, δεν τους έλειπε. (…) Ήξερε ότι μέσα στις νεαρές εκείνες ψυχές το κακό είχε ήδη γερές ρίζες, κλπ.
Παρόλ’ αυτά, υπάρχουν σε κάποια σημεία δείγματα γραφής γεμάτης ευαισθησίας και παρατηρητικότητας, (που συναντάμε περισσότερο στο β’ μέρος του βιβλίου), όπως η σκηνή όπου ετοιμάζεται η οικογένεια Περικάν για το «φευγιό», σελ.81:
«Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα, έλεγε η κυρία Περικάν. Αλλά τη μια διαπίστωναν πως είχαν ξεχάσει το κουτί με τις δαντέλες, την άλλη τη σανίδα για το σιδέρωμα. Έτρεμαν από το φόβο, ήθελαν να φύγουν, όμως η ρουτίνα ήταν ισχυρότερη από τον τρόμο, επέμεναν να τηρήσουν την τελετουργία που τηρούσαν όταν ετοιμάζονταν να φύγουν για διακοπές στην εξοχή. Δεν είχαν καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε. Θα έλεγε κανείς πως ενεργούσαν σε δυο χρόνους, μισοί στο παρόν και μισοί βυθισμένοι στο παρελθόν, λες και τα γεγονότα είχαν διεισδύσει μόνο σ’ ένα μικρό κομμάτι της συνείδησής τους, το πιο επιφανειακό, αφήνοντας τα βαθύτερη περιοχή της να κοιμάται μακαρίως.
Ή, στη σελ. 294:
«Τι θέλεις να καταλάβεις; Δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβεις», είπε εκείνος. «υπάρχουν νόμοι που διέπουν τον κόσμο και που δεν είναι φτιαγμένοι ούτε υπέρ μας ούτε εναντίον μας. Όταν ξεσπά μια καταιγίδα δεν τα βάζεις με κανέναν, ξέρεις ότι ο κεραυνός είναι προϊόν δυο αντίθετων ηλεκτρισμών, τα σύννεφα δε σε γνωρίζουν προσωπικά. Δεν μπορείς να τα κατηγορήσεις για τίποτα. Θα ήταν άλλωστε γελοίο, αφού δε θα σε καταλάβαιναν».
Νομίζω, λοιπόν, ότι με πολλή διεισδυτικότητα και ευαισθησία παραθέτει βιώματα που μάλλον έζησε και η ίδια, ενώ είναι απελπιστικά αδύναμα, ως εκτός τόπου και χρόνου, περιστατικά που δεν έζησε η ίδια, όπως ο φόνος του παπά ή η ντροπή του 15χρονου ήρωα.

Το δεύτερο μέρος κατά τη γνώμη μου ήταν πολύ καλύτερο, όχι γιατί υπήρχε το αισθηματικό suspense (η σχέση της πρωταγωνίστριας με τον Γερμανό που επέταξε το σπίτι), αλλά γιατί το γράψιμο της Νεμιρόβσκι εδώ είναι πολύ πιο μεστό και βαθύ, και πρoσεγγίζει πιο «διαλεκτικά» τις καταστάσεις, όχι τόσο απόλυτα. Δε διστάζει να περιγράψει αντιφάσεις και ψυχικές συγκρούσεις, φτάνοντας σ’ έναν ανθρωπισμό μέσα απ’ το συναίσθημα, όταν π.χ. οι Γερμανοί κατακτητές αποκτούν υπόσταση, προσωπικότητα και ανθρώπινες σχέσεις με τους ήρωες (σε διάφορες αποχρώσεις φυσικά). Και πάλι όμως, δεν τυποποιεί αυτό το σχήμα, οι σχέσεις ανατρέπονται και ξανά όταν σκοτώνει ένας συντοπίτης Γάλλος έναν Γερμανό στρατιώτη. Τότε οι εξατομικευμένες σχέσεις πάλι αποπροσωποποιούνται, για να μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για κατάσταση κατοχής.
Δείγματα γραφής:
(σελ. 348):
ένας στρατιώτης του εχθρού δεν έμοιαζε ποτέ μόνος- ένα ανθρώπινο ον απέναντι σ’ ένα άλλο, ήταν σαν να έσερνε μαζί του έναν αμέτρητο λαό φαντασμάτων που συνωθούνταν, τα φαντάσματα των απόντων και των νεκρών. Δεν απευθυνόσουν σ’ έναν άνθρωπο, αλλά σ’ ένα αόρατο πλήθος· γι’ αυτό και τα λόγια που πρόφερες δεν ήταν ποτέ απλές λέξεις, ούτε ακούγονταν απλά. Είχες διαρκώς την παράξενη αίσθηση ότι ήσουν ένα στόμα που μιλούσε για λογαριασμό τόσων άλλων, βουβών.
(σελ. 368):
Ήταν σκληρός, αλλά με την σκληρότητα της εφηβείας, αυτή που πηγάζει από μια πολύ ζωηρή φαντασία στραμμένη αποκλειστικά στον εαυτό σου, στη δική σου μόνο ψυχή· έτσι που να μη λυπάσαι τους άλλους, να μη βλέπεις τα βάσανά τους· να βλέπεις μόνο τον εαυτό σου.
(σελ. 501):
Το μισώ αυτό το συλλογικό πνεύμα για το οποίο μας τρώνε τ’ αυτιά. Γερμανοί, Γάλλοι, γκολικοί, όλοι συμφωνούν σ’ ένα σημείο: πρέπει να ζούμε, να σκεφτόμαστε, να αγαπάμε μαζί με τους άλλους, με αναφορά ένα Κράτος, μια πατρίδα, ένα Κόμμα. Ω Θεέ μου! Εγώ δε θέλω! Είμαι μια φτωχή, άχρηστη γυναίκα· δεν ξέρω τίποτα, θέλω όμως να είμαι ελεύθερη.
(σελ. 444):
Ο στρατιώτης μένει παιδί σε κάποιες πλευρές του, και σε κάποιες άλλες είναι γέρος, πολύ γέρος… Δεν έχει ηλικία πια.
(σελ.558):
Τελικά, υπάρχει μια άβυσσος ανάμεσα στον νέο άντρα που βλέπω εδώ και στον αυριανό πολεμιστή. Όλοι ξέρουμε πόσο σύνθετο είναι το ανθρώπινο ον, πόσο πολύπλοκο, διχασμένο, με εκπλήξεις, χρειάζεται όμως να ζήσουμε εποχές πολέμου ή μεγάλων ανακατατάξεων για να το δούμε. Και αυτό είναι το πιο συναρπαστικό και το πιο τρομακτικό θέαμα. Το πιο τρομακτικό, γιατί είναι αληθινό. Δεν μπορείς να καυχιέσαι ότι ξέρεις τη θάλασσα αν δεν την έχεις ζήσει όχι μόνο ήρεμη αλλά και τρικυμισμένη.
Νομίζω ότι η Νεμιρόβσκι κατάφερε να δείξει αυτή την ανθρώπινη πολυπλοκότητα που ξεδιπλώνεται πιο ξεκάθαρα σε εποχή πολέμου, μέσα από την πλοκή και τις διάφορες καταστάσεις. Για την εποχή της οι απόψεις της αλλά κι αυτή η απόσταση από τ’ ανθρώπινα πάθη, η αποδοχή του διαφορετικού, νομίζω ότι την τοποθετούν στους προοδευτικούς συγγραφείς, κι ας είναι κάπως «κλασικός» ο τρόπος γραφής.

Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Μαΐου 09, 2007

Ιζζό Ζαν Κλωντ, τριλογία

α. Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας
(αυθεντικός τίτλος «Total Kheops»)

Δεν είναι πόλη για τουρίστες η Μασσαλία. Δεν έχει κάτι να δεις. Δεν μπορείς να φωτογραφίσεις την ομορφιά της. Απλά, τη μοιράζεσαι. Σ’ αυτά εδώ τα μέρη πρέπει να είσαι οπαδός. Να σε πιάνει το πάθος. Να είσαι υπέρ, να είσαι κατά. Να είσαι-βίαια. Τότε μόνο σου προσφέρονται να δεις όσα είναι να δεις. Αλλά τότε, ο ταγμένος χρόνος έχει περάσει, είναι αργά, και βρίσκεσαι πια στην καρδιά του δράματος. Ενός δράματος αρχαίου, με ήρωα τον θάνατο. Στη Μασσαλία πρέπει να ξέρεις να μάχεσαι ακόμα και για να χάσεις..

Μυθιστόρημα «νουάρ», που σε μεταφέρει στη Μασσαλία, στον κόσμο και τον υπόκοσμό της. Φόνοι, εγκλήματα, Μαφία, πορνεία, βία, ρατσισμός, αλλά και «συναίσθημα»: φιλία μεταξύ τριών μικροαπατεώνων, βαθιά και ουσιαστική, μέχρι τη στιγμή που γίνεται ο πρώτος φόνος. Τότε, ο ήρωας της τριλογίας αποκόπτεται και γίνεται …μπάτσος. Ένας καλός, συναισθηματικός μπάτσος που ενεργοποιείται από μόνος του για να διαλευκάνει το μυστήριο της δολοφονίας των παιδικών του φίλων.
Παρόλο που το βιβλίο κινείται σε γνώριμα καλούπια (ο καλός-συναισθηματικός μπάτσος, ο «bon viveur», ο ανικανοποίητος έρωτας, κλπ.), το βιβλίο συναρπάζει ιδιαίτερα, γιατί: α) είναι πολύ συμπαθητικός ο πρωταγωνιστής β) υπάρχει «ατμόσφαιρα», συναίσθημα όχι κραυγαλέο, έρωτας, νοσταλγία, και γενικώς «στυλ»! γ) υπάρχει φυσικά suspense, και η πλοκή έναι …πολύπλοκη (κρατούσα σημειώσεις για να θυμάμαι τα ονόματα), θυελλώδης, και ο συγγραφέας σε κάνει να ταυτίζεσαι συναισθηματικά με τον κυρίως ήρωα δ) αγάπη για την Μασσαλία, μια ζωντανή, μεσογειακού ταμπεραμέντου πόλη.
Ο αυθεντικός τίτλος, «Total Kheops», είναι τραγούδι και παραπέμπει στον φαραώ Χέοπα, του οποίου η πυραμίδα είναι η μεγαλύτερη απ’ αυτές που σώθηκαν. Ονομάστηκε «επικατάρατος», γιατί απαιτούσε σκληρή δουλειά η οικοδόμησή της.
Δεν ήξερα τον συγγραφέα, ο οποίος σημειωτέον αυτοκτόνησε πολύ νέος. Το πνεύμα του μου θυμίζει αόριστα τον Καμύ.

β. Το τσούρμο

Το καλύτερο της τριλογίας κατά τη γνώμη μου, ούτε τόσο βίαιο όσο το 1ο και το 3ο, ούτε τόσο συναισθηματικό όσο το 3ο. Το suspense αρχίζει απ’ τις πρώτες σελίδες. Ο κεντρικός ήρωας, ο Φαμπιό, έχει παραιτηθεί πια από μπάτσος, αλλά γίνεται άθελά του μάρτυρας του φόνου ενός «εκπαιδευτή νέων με κοινωνικά προβλήματα», που τον ήξερε από παλιά.
Δεν αξίζει ούτε είναι σκόπιμο ν’ αναφερθώ στην πλοκή, άλλωστε είναι κι εδώ πολύ σύνθετη, με πάρα πολλά πρόσωπα, φόνους κλπ. Μες από τα γεγονότα ωστόσο αναδίνεται ένα συναίσθημα, ένα μηδενιστικό πνεύμα, ένας απελπισμένος (;) λυρισμός, ενώ γίνεται διαρκώς ανακατάταξη του παρελθόντος και των αναμνήσεων ιδωμένων πια μέσα από ένα καινούριο πρίσμα. Ποίηση.
(σελ. 73):
Ν’ αναρωτιέσαι για τοπαρελθόν δε χρησιμεύει πουθενά. Τις ερωτήσεις πρέπει να τις απευθύνουμε στο μέλλον. Χωρίς μέλλον, το παρόν δεν είναι τίποτα παραπάνω από αταξία. Ναι, βέβαια. Όμως, εγώ δεν τα κατάφερα με το παρελθόν μου κι αυτό είναι το πρόβλημά μου.
(σελ. 86):
Το «παστίς» και η «κεμιά»- μαύρες και πράσινες ελιές, αγγουράκια τουρσί και κάθε λογής λαχανικά βρασμένα στο ξύδι- αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της μαρσεγιέζικης καλοζωίας. Την εποχή που οι άνθρωποι ήξεραν ακόμα να κουβεντιάζουν, όπου είχαν πράγματα να λένε. Και βέβαια, αυτό σ’ έκανε να διψάς. Άσε που ήθελε χρόνο. Αλλά ο χρόνος δε λογαριαζόταν. Τίποτα δεν ήταν βιαστικό. Όλα μπορούσαν να περιμένουν πέντε λεπτά. Ήταν μια εποχή ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη απ’ τη δική μας. Όμως απλά, οι χαρές και οι λύπες μοιράζονταν, χωρίς ψευτολεπτότητες. Ακόμα και τη μιζέρια σου μπορούσες να την πεις. Αρκούσε να’ ρθεις στου Φελίξ.
Έτσι περίπου αποδίδεται η «μαρσεγέζικη καλοζωία» και , πρέπει να επισημάνω ότι σ’ αυτό το βιβλίο, παρουσιάζονται και άπειρες λαχταριστές… συνταγές σε ανύποπτο χρόνο.

γ. Solea

Το τρίτο και τελευταίο βιβλίο της σειράς «νουάρ» μυθιστορημάτων του Ιζζό· ο ίδιος πρωταγωνιστής, με πολλές αναφορές στο παρελθόν που μας είναι ήδη γνωστό από τα προηγούμενα βιβλία του, δίνει ανάγλυφα μια εικόνα του εαυτού του καθώς εμπλέκεται σε μια ιστορία εκβιασμών με Μαφία κλπ. Στο τρίτο αυτό μέρος της τριλογίας, ο συγγραφέας είναι πιο «μελό», πιο συναισθηματικός, οι παρεκβάσεις και οι θυμοσοφίες κάπως πλεονάζουν, ενώ το τέλος είναι πολύ βίαιο, απελπισμένο, μαύρο.
Συγκριτικά δηλαδή με τα δυο πρώτα, όπως ήταν αναμενόμενο, επειδή κινείται σε γνώριμα πλαίσια δε συναρπάζει τόσο πολύ. Παρόλ’ αυτά, αξίζει ασφαλώς τον κόπο!
(σελ. 184):
Τώρα το συνειδητοποιούσα. Για το παιδί θα σκότωνα. Γι’ αυτό και μόνο. Για όλα όσα δε μπορεί να καταλάβει σ’ αυτήν την ηλικία. Το θάνατο. Τους αποχωρισμούς. Την απουσία. Αυτήν την προπατορική αδικία που είναι η απουσία του πατέρα, της μητέρας.
Το τέλος είναι κορύφωση βίας, έντασης αλλά και συναισθημάτων και λυρισμού.

«Λολ, δες, κάνε να πέσει η αυλαία της ζωής μας. Στο ζητώ, σε παρακαλώ. Είμαι κουρασμένος.
Σε παρακαλώ, Λολ.»


Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Μαΐου 05, 2007

Βλάχου Παναγιώτη, Καλή σας νύχτα, κύριε Φρόιντ

Βιέννη, 1913. Μυθιστόρημα που φιλοδοξεί να ανασυστήσει την εποχή και την πνευματική ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Δεν τα καταφέρνει και άσχημα, χωρίς όμως να μεταδίδει αυτόν τον «οργανικό» παλμό που βρίσκεις σε αντίστοιχες προσπάθειες. Το όλο εγχείρημα μοιάζει σα να’ χει στόχο να κάνει ευχάριστη και απλουστευτική την προσέγγιση της ψυχανάλυσης στους αμύητους, να δώσει «σάρκα και οστά» σε κλασικές ιστορίες πρώιμης ψυχανάλυσης, όπως η ιστορία της θεραπείας της Έλενορ από τους πόνους στα πόδια (που οφείλονταν σε αισθήματα ενοχής και καταπιεσμένων σεξουαλικών ενστίκτων). Η μυθιστορηματική ιστορία της Έλενορ βασίζεται, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, σε ιστορία που παραθέτει ο ίδιος ο Φρόιντ στο έργο του «Μελέτες για την υστερία». Ο χαρακτήρας της Έλενορ αποδίδεται αρκετά πειστικά (Η ζωή σα να είχε χάσει τη μαγεία της… Σαν να έκλεινε σιγά σιγά εκείνο το παράθυρο που στέκει ορθάνοιχτο στα νοήματα της ζωής) όχι όμως και του …αμαξά της, που κατά τη γνώμη μου παραείναι κουλτουριάρης και οι λεπτομέρειες της ζωής του μάλλον άσχετες στον βασικό κορμό του βιβλίου.
Ήταν το τρίτο βιβλίο στη σειρά τέτοιου τύπου που διάβασα (ιστορική ατμόσφαιρα, χαλαρή υπόθεση, πληροφορίες εποχής κλπ.) και ομολογώ ότι αυτό το στυλ με κούρασε. Κάποιοι διάλογοι, αν και είναι προσεγμένοι και καλοδουλεμένοι, φαίνεται ότι το μόνο που εξυπηρετούν είναι η απόδοση της πνευματικής ατμόσφαιρας που είπαμε. Ο Φρόιντ, βέβαια, από μόνος του είναι εστία ενδιαφέροντος, καθώς και η κρίσιμη εποχή πριν τον Α’ Παγκόσμιο κατά την οποία συνυπάρχουν η ψυχανάλυση, ο μαρξισμός, ο «μεσμερισμός», ο υπερρεαλισμός, ο «παγγερμανισμός» το εβραϊκό ζήτημα κ.α. Έχει ενδιαφέρον, φερειπείν, ο διάλογος Φρόιντ-Τρότσκι (σελ.130-138), παρόλο που σ’ αυτές τις περιπτώσεις αμφιβάλλεις για την ιστορική αλήθεια! για την ακρίβεια, ο αναγνώστης μένει πάντα με την απορία για το πού τελειώνει η πραγματικότητα (που υποθέτω βασίζεται σε πηγές, αν πάρει κανείς υπόψη την πλούσια βιβλιογραφία) και πού αρχίζει η φαντασία του συγγραφέα! Ή , μήπως πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε ανάλογα εγχειρήματα όπως τις δημηγορίες του Θουκυδίδη, που τις έγραψε όπως θα «μπορούσε» να τις εκφωνήσει ο ομιλητής, μιμούμενος το «ήθος» του («ηθοποιία»);
Κλασικός, λοιπόν, αποβαίνει ο διάλογος Τρότσκι-Φρόιντ, όπου παρακολουθούμε βέβαια την διαλεκτική αντίθεση μεταξύ των δυο αυτών ρευμάτων της εποχής:
-Ο μαρξισμός είναι ένα εργαλείο κατανόησης του κόσμου μας, αλλά με πρωτεύοντα στόχο την αλλαγή του, και όχι απλώς μια ερμηνεία του…. Θυμηθείτε τι έλεγε ο Καρλ Μαρξ: "Η δουλειά των φιλοσόφων περιορίζεται στο να ερμηνεύουν τον κόσμο, εμείς όμως πρέπει να κάνουμε κάτι για να τον αλλάξουμε".
-Το λαμβάνω υπόψη μου, αλλά θα ήθελα να τελειώσω πρώτα αυτό που σας έλεγα… Ήθελα να τονίσω πως η υπεροχή του μαρξισμού βρίσκεται στη σαφέστατη διορατικότητά του για την καθοριστική επιρροή που ασκούν οι οικονομικοί όροι στις διανοητικές, ηθικές και καλλιτεχνικές αναζητήσεις του ατόμου. Αλλά τι είναι εκείνο που μας διαβεβαιώνει ότι αυτός είναι ο μόνος καθοριστικός παράγοντας; Υπάρχει κάτι που δε λαμβάνετε υπόψη σας…Τους ψυχολογικούς παράγοντες. Την ίδια τη φύση του ανθρώπου…

Ο διάλογος συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο, κάπως μηχανιστικά σε βάρος της αληθοφάνειας, σαν να πρόκειται δηλαδή για εγχειρίδιο με θέμα την αντιπαράθεση των δυο απόψεων, ωστόσο είναι αξιόλογο το τέλος του:
- Αναζητάτε, φίλε μου, την ιδανική κοινωνία. Κακώς. Αυτό είναι το λάθος σας. Γιατί δεν υπάρχουν ιδανικοί άνθρωποι… και τον πλέον ιδανικό μύθο να κατασκευάσει κανείς για την κοινωνία, οι άνθρωποι θα τον κατανοήσουν διαφορετικά. Οι άνθρωποι φίλε μου δίνουν προσωπικές ερμηνείες. Δεν υπάρχουν απόλυτα νοήματα. Υπάρχουν συλλογικά οράματα, ναι, φυσικά, συλλογικές επιθυμίες, συμφωνώ. Αλλά όχι απόλυτα νοήματα. Απόλυτες βεβαιότητες έχουν μόνο οι τρελοί… Ακόμα και ο Κρέοντας, μπροστά στο λαό του, την απόλυτη βεβαιότητά του την έθεσε ως ερώτημα: Η πόλη δεν ανήκει στον άρχοντά της;
- Ο άρχοντας ανήκει στην πόλη.
- Κανείς δεν ανήκει σε κανέναν, φίλε μου…
- Καλή σας νύχτα, κύριε Φρόιντ. (εξ ου και ο τίτλος)
Αυτό που προσωπικά μου άρεσε και το σημείωσα ιδιαίτερα, ήταν η αναφορά στον Κλιμτ, με αφορμή την επίσκεψη της Έλενορ σε μια έκθεση όπου παρευρισκόταν κι ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Η περιγραφή των αινιγματικών γυναικείων μορφών του Κλιμτ και η προσπάθειά του ν’ αποδώσει τον κρυμμένο τους ερωτισμό συνδέεται άμεσα με την απώθηση των σεξουαλικών επιθυμιών της Έλενορ και όποιας άλλης. Γίνεται πολύ ενδιαφέρουσα αναφορά στο προκλητικό έργο του Κλιμτ «Υγεία», όπως και στην αισθησιακή Δανάη, κ.α.
(σελ. 147)
Ο Φρόιντ χαμογέλασε. Του άρεσε ο Κλιμτ. Ο αισθησιασμός του. Το πάθος του για τη γυναίκα και συνάμα ο φόβος του για ό, τι αυτή υπαινισσόταν και δεν αποκάλυπτε. (…+++)Όλη αυτή η σειρά των πορτρέτων του δεν ήταν μόνο μια ανδρική αναζήτηση, μια ανδρική φαντασίωση. Αισθανόταν ότι- όπως πιθανολογούσε ο ίδιος όσο και ο Κλιμτ, αν και από διαφορετικούς δρόμους, αν και χωρίς να μπορούν ακόμα να το διατυπώσουν με βεβαιότητα- σε αυτό το αιώνιο ανδρικό ερώτημα τι θέλει η γυναίκα απαντούσε ασυνείδητα η ίδια η γυναίκα. Αυτή που μοιάζει να λέει: Αυτό που επιζητώ, αυτό που μέσα στα βάθη της ψυχής μου είναι η ανομολόγητη επιθυμία μου, θα βρω χίλιους τρόπους να μην το εκπληρώσω ποτέ. Και απ’ αυτό το πράγμα παίρνω ευχαρίστηση. Προκαλούν με το γυμνό τους σώμα, ψιθυρίζουν λόγια τρυφερά και ερωτικά, μα, όταν είναι να γευτούν αυτό το θεσπέσιο έδεσμα του πάθους, πάντα εφευρίσκουν έναν τρόπο να λένε όχι. Αυτό μάλλον γνώριζε ο Κλιμτ, κι αυτό ζητούσε να εκφράσει στους πίνακές του.
Πέρα απ’ αυτές τις άξιες λόγου παρεκβάσεις, τις οποίες προσπαθεί φιλότιμα ο συγγραφέας να εντάξει στον βασικό πυρήνα του βιβλίου, προχωρά με κλασικά βήματα η θεραπεία της Έλενορ και ολοκληρώνεται με την δικαίωση του ψυχοθεραπευτή της.

Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Μαΐου 01, 2007

Μακ Κορτ Φρανκ, Οι στάχτες της Άντζελα

Αν δεν είχα γράψει τις Στάχτες της Άντζελας, θα είχα πεθάνει παρακαλώντας, Δώσε μου άλλον ένα χρόνο μόνο, Θεέ μου, άλλον ένα χρόνο μόνο, γιατί αυτό το βιβλίο είναι το ένα και μοναδικό πράγμα που θέλω να κάνω στη ζωή μου.
(από τον πρόλογο του βιβλίου «Ο δάσκαλος»)

Το αγόρασα υπό το κράτος του ενθουσιασμού για το άλλο βιβλίο του ίδιου που διάβασα πρόσφατα («Ο δάσκαλος»), έχοντας κατά νου ότι ίσως με κουράσει η επανάληψη του ίδιου ύφους γι’ άλλες εξακόσιες σελίδες. Πράγματι, στην αρχή η σύγκριση με τον «Δάσκαλο», του οποίου το θέμα είναι εξ ορισμού συναρπαστικό, ήταν αναπόφευκτη. Στη συνέχεια όμως, με κέρδισε το περιεχόμενο γι’ άλλη μια φορά, η απίστευτη παιδική ηλικία και η ενηλικίωση του αφηγητή/συγγραφέα Φρανκ Μακ Κορτ. Πρόκειται δηλαδή για την καταγραφή πάλι των προσωπικών βιωμάτων του Κορτ, που από μόνα τους είναι συγκλονιστικά και δε νομίζω ότι αυτό μειώνει τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου, που έτσι κι αλλιώς υπάρχει: αν έχεις όντως κάτι να πεις, το λες, κι αυτό έχει πρώτιστη σημασία. Άλλωστε, χιλιάδες άλλοι είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν παρόμοιες εμπειρίες, και δεν το’ καναν. Ο Μακ Κορτ, ωστόσο, έχει και το κατάλληλο ύφος ώστε αυτό το «κάτι» να μην εξαντλείται στη μοναδικότητα της εμπειρίας ή στον αυτοοικτιρμό, θα έλεγα ότι δουλεύει τις σιωπές.
Βρισκόμαστε αρχικά στο Μπρούκλιν, μέχρι που ο μεγαλύτερος γιος, ο Φρανκ, γίνεται περίπου πέντε (ακολουθούν ο Μάλαχι, δυο δίδυμα κι ένα κοριτσάκι) και στη συνέχεια η οικογένεια μεταφέρεται στην Ιρλανδία, στο Λίμερικ απ’ όπου κατάγεται η μάνα (Άντζελα). Είναι απερίγραπτη η φτώχεια, η ανεργία, η πείνα, η γύμνια, το κρύο, η βρωμιά στην οποία αναγκάζονται να ζουν, αλλά και η σκληρή αντιμετώπιση των συγγενών οι οποίοι περιφρονούν και δείχνουν ανοιχτά την προκατάληψή τους απέναντι στον πατέρα της οικογένειας που είναι από τη Β. Ιρλανδία, ένας ακόμα μπεκρούλιακας που, όταν πού και πού βρίσκει δουλειές της πλάκας ξοδεύει και την τελευταία του δεκάρα στο ποτό, ενώ, ακόμα κι όταν πεθαίνει το ΤΡΙΤΟ του παιδί από την πείνα (έχουν ήδη πεθάνει απ’ τη φτώχεια άλλα δυο) εξαφανίζεται με τα λεφτά για το φέρετρο και γυρνά μετά την κηδεία στο σπίτι πιωμένος. Η μάνα, μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση απ’ την κούραση και τη θλίψη πολλές φορές παραιτείται, αποσύρεται, αρρωσταίνει κι απομένει στο δύστυχο Φρανκ να τα βγάλει πέρα ζητιανεύοντας για ξεροκόμματα ή για κάρβουνα που έχουν πέσει στο δρόμο κλπ. Η βρωμιά και οι συνθήκες διαμονής είναι ανεκδιήγητες, κι είναι απορίας άξιον πώς, σ’ ευρωπαϊκή χώρα του 20ου αι. και σε περίοδο ειρήνης υπήρξαν τέτοιες καταστάσεις. Επίσης, αναρωτιέται κανείς, πώς, σε τέτοιες συνθήκες ανατροφής, χειρότερες κι από του τελευταίου ζητιάνου, ο Φρανκ κατάφερε να μορφωθεί, να γίνει δάσκαλος, καθηγητής σε Πανεπιστήμιο (έστω και με τις αποτυχίες που μας περιγράφει στο άλλο του βιβλίο) και να γράψει τα βιβλία που έγραψε. Ίσως βέβαια, αυτοί είναι οι βαθύτεροι κοινωνικοί λόγοι της καρτερικότητας, της ταπεινοσύνης και της βαθιάς κατανόησης που δείχνει με αυθεντικό τρόπο ως δάσκαλος (θυμήσου ιστορία με σάντουιτς!!)
Η αφήγηση, όπως και στο «Δάσκαλο», σε λίγα σημεία εκπίπτει σε συναισθηματισμούς και ερμηνείες, παρόλο που τα γεγονότα αυτά καθαυτά προσφέρονται. Καταγράφονται ωστόσο με τόσο συγκλονιστικές λεπτομέρειες, λεπτομέρειες που μιλάνε από μόνες τους, που δεν «περισσεύει» χώρος για μπλα- μπλα. Ένα τυχαίο παράδειγμα: όταν πέθανε το πρώτο παιδί, ένα πανέμορφο κοριτσάκι, το μόνο στο οποίο έδειξε τόση αδυναμία ο πατέρας ώστε δεν ξενυχτούσε για να πίνει:
Δυο ημέρες αργότερα ο μπαμπάς γύρισε από τη βόλτα για τσιγάρα.
Αυτή η λιτή φράση, λέει τόσα πολλά που δεν χρειάζεται εξηγήσεις. Έτσι, μ’ ένα γλυκόπικρο χιούμορ που φτάνει καμιά φορά και σε κυνισμό, σε σαρκασμό (βλ. 1η σελίδα:…μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία δεν αξίζει τον κόπο να τη ζη κανείς. Και ακόμη χειρότερη από μια δυστυχισμένη παιδική ηλικία είναι η ιρλανδική δυστυχισμένη παιδική ηλικία. Όμως, χειρότερη κι απ’ αυτή είναι η καθολική ιρλανδική παιδική ηλικία), αυτό το παραμελημένο παιδί που σηκώνει στις πλάτες του το βάρος όλης της οικογένειας πολλές φορές, καταθέτει όλες αυτές τις μνήμες που τον διαμόρφωσαν, τον έκαναν συμπονετικό κι όχι σκληρό όπως θα περίμενε κανείς, τον έκαναν να’ χει ένα ιδιαίτερο δεσμό με τον απίστευτο πατέρα.
Πολλά σημεία του βιβλίου είναι ξεκαρδιστικά, όπως οι ιστορίες με την εκμάθηση χορού, με την προσπάθεια του μικρού Φρανκ να γίνει παπαδοπαίδι, σκηνές με τους διάφορους ιδιόρρυθμους δασκάλους, με τη «δουλειά» που βρήκε να διαβάζει σ’ ένα κουλτουριάρη γέρο κλπ. Θα τολμούσα να πω ότι η εξιστόρηση, το ύφος σε συνδυασμό με το περιεχόμενο αφήνουν τη γεύση που αφήνει ο Καραγκιόζης, ή καλύτερα ο Σαρλό, ο Χοντρός και λιγνός (λιγότερο, γιατί εδώ υπάρχει πολύ έντονο το στοιχείο της φάρσας).
Όσο μεγαλώνει ο Φρανκ και κοινωνικοποιείται, ως πρώτο παιδί της οικογένειας, διακρίνουμε το ενδιαφέρον του για τη γνώση, δεν το προβάλλει ωστόσο ιδιαίτερα. Φερειπείν, έμμεσα συνειδητοποιεί την αγάπη του για τη λογοτεχνία όταν αναγκάζται να διαβάζει βιβλία στον κύριο Τιμόουνι, κερδίζοντας το φοβερό ποσόν των έξι πενών. Όταν έχασε τη δουλειά (άλλη ξεκαρδιστική ιστορία, σελ. 287):
Έτσι τέλειωσαν τα σαββατιάτικα εξάπενά μου, αλλά εγώ είχα αποφασίσει να συνεχίσω το διάβασμα στον κ. Τ. ανεξάρτητα από τα χρήματα.(…) Περπατάω μίλια ολόκληρα μέχρι τον Οίκο της Πόλης για να μη χάσει το διάβασμά του.
Με αφορμή τη φοβερή έκθεση που έγραψε «Ο Ιησούς και ο καιρός» (πώς να την αντιγράψω όλη; Θυμίζει πάντως τις εκθέσεις στο «Εγώ ελπίζω να τη βολέψω»!), τον μεταφέρουν από την Πέμπτη στην έκτη τάξη όπου ο δάσκαλος:
Πρέπει να διαβάζετε και να μαθαίνετε ώστε να διαμορφώσετε τη δική σας άποψη σχετικά με την ιστορία και οτιδήποτε άλλο αλλά δεν μπορείτε να διαμορφώσετε ένα άδειο μυαλό. Γεμίστε το μυαλό σας, γεμίστε το μυαλό σας. Είναι το δικό σας θησαυροφυλάκιο και κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να μπει μέσα του. Αν αγοράζατε ένα σπίτι που χρειαζόταν επίπλωση θα το γεμίζατε με χαρτιά και διάφορα άλλα σκουπίδια; Το μυαλό σας είναι το σπίτι σας κι αν το γεμίσετε με σκουπίδια θα σαπίσει μέσα στο κεφάλι σας. Μπορεί να είστε φτωχοί, τα παπούτσια σας μπορεί να είναι σκισμένα, όμως το μυαλό σας είναι ένα παλάτι.
Το βιβλίο τελειώνει όταν ο δεκαπεντάχρονος πια Φρανκ εγκαταλείπει την Ιρλανδία και μπαίνει στη «χώρα της επαγγελίας», στο λιμάνι της Νέας Υόρκης.

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Απριλίου 27, 2007

Ντάρελ Τζέραλντ, Η οικογένειά μου κι άλλα ζώα

Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου ο Τζέραλντ Ντάρελ, μικρότερος αδελφός του Λώρενς Ντάρελ (βλ. Αλεξανδρινό Κουαρτέτο) καταγράφει τις αναμνήσεις του από την παραμονή της οικογένειας (μητέρα και τέσσερα παιδιά) επί πέντε χρόνια στην Κέρκυρα. Φαίνεται ότι πρόκειται όντως για μια πολύ ιδιόρρυθμη οικογένεια (η μητέρα, αρχικά, είναι «αφασία», πάρα πολύ ευκολόπιστη, αλλάζει σχέδια-σπίτια σαν πουκάμισα, πολύ πράος (coool) τύπος, ανεκτική στις ιδιοτροπίες των παιδιών της κλπ κλπ ), αν κρίνουμε από το ότι ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Λώρενς, παρουσιάζεται ως η τυπική εικόνα του αιθεροβάμονα συγγραφέα που «ζει στον κόσμο του»:
(σελ. 18):
Ο Λάρι είχε απ’ τη θεία Πρόνοια την αποστολή να περνάει μες ’ απ’ τη ζωή σα μικρό ξανθό βεγγαλικό που σκορπά ιδέες σαν βόμβες στο μυαλό των άλλων, κι έπειτα να κουλουριάζεται σα βελουδένιος γάτος και να αρνείται οποιαδήποτε ευθύνη για τις συνέπειες.
Ότι πρόκειται για «πραγματικές» αναμνήσεις, ιδωμένες βέβαια μες από το πρίσμα του μικρότερου Τζέραλντ, επιβεβαιώνεται κι απ’ το γεγονός ότι η τρέλλα του Τζ. με τα ζώα που εκδηλώθηκε ως μανία στην Κέρκυρα και τον οδήγησε να μετατρέψει τα εκάστοτε σπίτια σε μικρούς ζωολογικούς κήπους), όπως κι οι πληροφορίες για τη ζωή στον μικρόκοσμο των ζώων και των εντόμων, τον οδήγησαν στο να διευθύνει στη συνέχεια αποστολή για την παρατήρηση άγριων ζώων και στο να ιδρύσει ζωολογικό πάρκο και Εταιρία Προστασίας Άγριων Ζώων (βλ. βιογραφικό).
Με πολλή παρατηρητικότητα, περιεκτικό και χιουμοριστικό/ξεκαρδιστικό ύφος (τυπικά «αγγλικό» χιούμορ) περιγράφει επεισόδια από την παραμονή τους στην Κέρκυρα, όπου η γνήσια ιδιορρυθμία καθενός από τα μέλη της οικογένειας τούς οδηγεί αβίαστα και «κατ’ ανάγκην» σε πολύ κωμικές καταστάσεις (π.χ. βλ. φιλοξενία κουλτουριάρηδων φίλων του Λάρι, σ. 108, σκηνή με κυνήγι του Λάρι, ή όταν το σπίτι πιάνει φωτιά κλπ).
Πραγματικά απολαυστικό!

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Απριλίου 22, 2007

Μακ Κορτ Φρανκ, Ο δάσκαλος

Συναρπαστικό από τις πρώτες σειρές και ως προς το γράψιμο, αλλά και ως προς το περιεχόμενο, ιδιαίτερα για τους εκπαιδευτικούς, εφόσον πρόκειται για την άμεση καταγραφή των βιωμάτων τoύ ιρλανδικής καταγωγής συγγραφέα, ως καθηγητή της αγγλικής σε διάφορα δημόσια –κυρίως- λύκεια της Νέας Υόρκης. «Είναι μακρύς ο δρόμος της παιδαγωγίας» επιγράφεται το πρώτο κεφάλαιο, και δεν ξέρω αν είναι σκόπιμα μεταφρασμένο έτσι, πάντως είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος για να δηλώνει την οπτική γωνία. Για του λόγου το αληθές, οι πρώτες γραμμές:
Έρχονται.
Και δεν είμαι έτοιμος.
Πώς θα μπορούσα;
Είμαι καινούριος δάσκαλος και τώρα μαθαίνω τη δουλειά.

Την πρώτη μέρα της διδασκαλικής μου σταδιοδρομίας, λίγο έλειψε να με απολύσουν επειδή έφαγα το σάντουιτς ενός μαθητή. Τη δεύτερη μέρα λίγο έλειψε να με απολύσουν επειδή αναφέρθηκα στο ενδεχόμενο φιλίας μ’ ένα πρόβατο. Κατά τα’ άλλα, δεν υπήρξε τίποτα αξιοπρόσεκτο στα τριάντα χρόνια που πέρασα μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας των λυκείων της Νέας Υόρκης. Συχνά αμφέβαλλα αν έπρεπε να βρίσκομαι εκεί. Στο τέλος, απόρησα πώς άντεξα τόσο πολύ.
Ακολουθεί η ξεκαρδιστική περιγραφή των επεισοδίων αυτών σε προσωπικό, εξομολογητικό τόνο, σαν κάποιος που μιλά βέβαια για τα βιώματά του όπως τα θυμάται μετά από τριάντα χρόνια. Η χρονική αυτή απόσταση, επιτρέπει στον ήρωα ν’ αυτοσατιρίζεται ή να σαρκάζει τις εξωφρενικές καταστάσεις που αντιμετωπίζει, [που ισχύουν ανά τον κόσμο στα σχολεία, και δή στα δημόσια σχολεία και μάλιστα τα επαγγελματικά](Για τον θεό άνθρωπέ μου. Δεν χρειάζεσαι παραγράφους σ’ ένα μηχανουργείο αυτοκινήτων). Έτσι, oi ξεκαρδιστικές πρώτες 50 σελίδες είναι απλώς η εισαγωγή σε μια γλυκόπικρη θεώρηση του θέματος, εφόσον ο συμπαθέστατος Φρανκ Κορτ είναι ένας «loser», ένας εκ γενετής περιθωριακός (διαφωτιστικό το αυτοβιογραφικό του έργο «Οι στάχτες της Άντζελα» που γυρίστηκε και ταινία) και δεν κάνει τίποτα για να μας πείσει ότι είναι σωστός ή δικαιολογημένος, γιατί κι ο ίδιος φαίνεται να «μαθαίνει», να κοινωνικοποιείται μέσα σ΄έναν κόσμο που του φαίνεται παράλογος, ξένος. Έτσι τον βλέπουμε να αποκλίνει από την πεπατημένη, να καθηλώνει την τάξη με το να αφηγείται ιστορίες από τη ζωή του και να μην κάνει το προβλεπόμενο μάθημα.
(σελ. 103):
Αν υψώσεις τον τόνο της φωνής ή τους αποπάρεις, τους χάνεις. Αν σου ανταποδώσουν το χτύπημα με τη σιωπή τους, έχεις ξοφλήσει μέσα στην τάξη. Οι εκφράσεις αλλάζουν κι έχουν έναν μοναδικό τρόπο να σκληραίνουν τα μάτια τους. Πες τους ν’ ανοίξουν τα τετράδιά τους. Καρφώνουν το βλέμμα τους στο άπειρο. Δεν βιάζονται. Καλά, θ’ ανοίξουν τα τετράδιά τους. (…)Εσύ ρωτάς, Υπάρχουν απορίες; Κι ολόγυρά σου στην αίθουσα αντικρίζεις εκείνο το αθώο βλέμμα. Στέκεσαι όρθιος και περιμένεις. Ξέρουν ότι είναι μια αναμέτρηση σαράντα λεπτών, εσύ εναντίον αυτών, τριάντα τεσσάρων Νεοϋρκέζων εφήβων, των μελλοντικών μηχανικών και τεχνιτών της Αμερικής.

Η βροχή αλλάζει την ατμόσφαιρα του σχολείου, σιγάζει τα πάντα. Οι μαθητές της πρώτης ώρας μπαίνουν σιωπηλοί. Ένας δυο λένε καλημέρα. Τινάζουν τα μπουφάν τους να διώξουν τις σταγόνες. Είναι σε κατάσταση ονείρου. (…) Κανένας δεν παραπονιέται, δεν προκαλεί, δεν αντιμιλά. Η βροχή είναι μαγική. Η βροχή είναι βασιλιάς. Αφέσου στον ρυθμό της δάσκαλε. Μη βιάζεσαι. Χαμήλωσε τη φωνή σου. Ούτε που να το σκεφτείς να διδάξεις αγγλικά. Ξέχνα τις παρουσίες. Αυτό είναι το κλίμα που επικρατεί σ’ ένα σπίτι ύστερα από κηδεία. Σήμερα δεν έχει πομπώδεις τίτλους. Η βροχή κροταλίζει πάνω στα τζάμια. Κάθισε στην έδρα σου κι άσε την ώρα να κυλήσει. Ένα κορίτσι σηκώνει το χέρι του. Λέει, Κύριε Μακ-Κορτ ερωτευτήκατε ποτέ σας; Είσαι καινούριος στο επάγγελμα, αλλά ήδη ξέρεις πως όταν κάνουν τέτοιες ερωτήσεις σκέφτονται τον εαυτό τους. Λες, ναι.
Έτσι, λοιπόν, από μια έμφυτη ταπεινοσύνη (;), μια αν-αρχική αντίληψη για τη ζωή αλλά και μια γνήσια αίσθηση του ουσιαστικού, ο Κορτ «προσαρμόζεται» στο ρυθμό, δε βιάζεται. Δεν προβάλλεται, δεν υπερασπίζεται τίποτα, ζει τα λάθη του, κάνει σκληρή κριτική μερικές φορές στον εαυτό του (Δεν υπάρχει σεβασμός για τους δασκάλους που σε στέλνουν στο γραφείο του διευθυντή ή καλούν τους γονείς σου. Αν δεν μπορείς να χειριστείς μόνος σου τα προβλήματα της τάξης, ας μη γινόσουν δάσκαλος) και τις αντιφάσεις του, παραδέχεται πολλές φορές ότι «είναι ένας ηττημένος». Κάνει ένα μάθημα αντισυμβατικό, όχι γιατί διατυμπανίζει καμιά θεωρία, αλλά γιατί … δεν μπορεί να κάνει αλλιώς! Η ζωή αλλά και ο ίδιος του ο εαυτός τον φέρνουν προ εκπλήξεων, ή τουλάχιστον έτσι τα προσλαμβάνει.
(σελ. 61):
-Γιατί ο Σαίξπηρ έπρεπε να γράφει σ’ εκείνη την παλιά γλώσσα που κανένας δεν μπορούσε να την καταλάβει; Γιατί;
Δεν μπορούσα ν’ απαντήσω. Οι μαθητές μου ξαναρώτησαν, Γιατί; Ένιωθα παγιδευμένος, αλλά το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τους πω ότι δεν γνώριζα. Αν περίμεναν, θα προσπαθούσα να βρω την απάντηση. Κοιτάχτηκαν. Ο δάσκαλος δεν γνωρίζει; Πώς γίνεται αυτό; Είναι πραγματικός; Πώς κατάφερε να γίνει δάσκαλος;
Και στη σελίδα 285:
Ίσως σε παίρνει να ξεγελάσεις κάποια απ’ τα παιδιά για λίγο, όμως, σε γενικές γραμμές, ξέρουν πότε φοράς μάσκα, κι εσύ ξέρεις ότι το ξέρουν. Σε αναγκάζουν να είσαι αληθινός. Αν φάσκεις και αντιφάσκεις, φωνάζουν, Ε, άλλα μας έλεγες την προηγούμενη βδομάδα. Βρίσκεσαι αντιμέτωπος με χρόνια πείρας και με τη συλλογική τους αλήθεια, κι αν επιμείνεις να κρύβεσαι πίσω από τη μάσκα του δασκάλου, τους χάνεις. Ακόμα κι αν οι ίδιοι κοροϊδεύουν τον εαυτό τους και τον κόσμο, από τον δάσκαλο περιμένουν ειλικρίνεια.
Όταν γνώρισε τον συγγραφέα Έντουαρτ Ντάλμπεργκ με την προσδοκία (της φιλενάδας του) να τον βοηθήσει να πάρει διδακτορικό:
(σελ. 153):
Ήμουν μπερδεμένος κι αναρωτιόμουν γιατί έπρεπε να φερθεί έτσι ο Ντ. Ήταν ανάγκη να εξευτελίσει ένεα άγνωστο; Και γιατί εγώ το ανέχτηκα;
Επειδή είχα λιγότερη αυτοπεποίθηση κι από το τσόφλι ενός αυγού. Εκείνος ήταν εξήντα χρονών, εγώ τριάντα. Ήμουν σαν κάποιον που μόλις έφτασε στον πολιτισμό από τη ζούγκλα. Ποτέ δεν θα αισθανόμουν άνετα στους λογοτεχνικούς κύκλους. Ήμουν σαν το ψάρι έξω από το νερό και υπερβολικά αδαής για ν’ ανήκω σε κείνην την ομάδα θαυμαστών που μπορούσαν με τόση ευκολία να ξεφουρνίζουν ονόματα του λογοτεχνικού στερεώματος στον Ντ.
(σελ. 229):
Είχα ζαλιστεί απ’ την σαμπάνια κι όταν το πλοίο άρχισε ν’ απομακρύνεται από την προβλήτα κουνούσα το χέρι χωρίς να ξέρω τι χαιρετάω. Αυτή ήταν η ζωή, μου, συλλογίστηκα. Να κουνάω το χέρι χωρίς να ξέρω τι χαιρετάω.
Τα επεισόδια όμως της σχολικής ζωής του δασκάλου δεν είναι μόνο ιστορίες ηττοπάθειας. Μέσα στην αμηχανία και την προσπάθεια προσαρμογής, επινοεί μοναδικούς τρόπους «παιδαγωγίας», όπως η εξάσκηση στο να γράφουν τα παιδιά δικαιολογητικά σημειώματα και η μουσική επένδυση των συνταγών μαγειρικής στο μάθημα της δημιουργικής γραφής! Η περιγραφή της τελικής εκδήλωσης είναι εκπληκτική (Υπήρχε κάτι στα χοιρινά μπριζολάκια που ζητούσε τη συνοδεία της φυσαρμόνικας, και ήταν εκπληκτικό, τώρα που τον σκέφτονταν, το πώς μπορούσες να σκεφτείς ένα μουσικό όργανο που να ταιριάζει με το κάθε φαγητό. Μάγκα μου, αυτή η εμπειρία σε καλούσε ν’ αναπτύξεις έναν νέο τρόπο σκέψης).
Παρακάτω:
Μην ανησυχείτε για το «πραγματικό» νόημα του ποιήματος. Ακόμα κι ο ποιητής δεν θα ξέρει ποιο είναι. Όταν διαβάσατε αυτό το ποίημα, ή κάτι συνέβη ή δεν συνέβη τίποτα.
(σελ. 348):
Μου υπενθύμισε ότι θα χρησιμοποιούσε τη γλώσσα του δρόμου και μήπως είχα πρόβλημα;
Εγώ είπα, Τίποτα από τα ανθρώπινα δεν μου είναι ξένο, και πρόσθεσα ότι δεν μπορούσα να θυμηθώ από ποιον Ρώσο συγγραφέα το είχα πάρει.

Καθώς το βιβλίο προχωρά προς το τέλος του, νιώθουμε ότι κι ο Φρανκ έχει πια ωριμάσει, έχει αποκτήσει αυτοπεποίθηση, και οι αποκλίνουσες επιλογές του είναι πιο συνειδητές. Αποκορύφωμα οι σελίδες 352-4:
Οι σοβαροί μαθητές σηκώνουν το χέρι και ρωτάνε πώς θ’ αξιολογήσω την απόδοσή τους για να τους βάλω βαθμό. Στο κάτω-κάτω, δεν τους βάζω τα συνηθισμένα τεστ: ούτε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής· ούτε ασκήσεις με δυο στήλες λέξεων κλπ (…)
Εγώ λέω στους σοβαρούς μαθητές, Ν’ αξιολογείτε μόνοι σας τον εαυτό σας.
Το κάνετε όλη την ώρα. Όλοι το κάνουμε. Τελούμε σε συνεχή διαδικασία αυτοαξιολόγησης. Έλεγχος συνειδήσεως, λέτε στον εαυτό σας, ειλικρινά, Έμαθα τίποτα διαβάζοντας συνταγές μαγειρικής σαν να ήταν ποίηση, συζητώντας τη Μικρή Μπο Πηπ σαν να ήταν στροφή από ποίημα του Έλιοτ, κλπ (…)
Οι σοβαροί μαθητές δεν είναι ικανοποιημένοι. Αντιτείνουν ότι σε άλλες τάξεις ο δάσκαλος σου λέει ό, τι υποτίθεται πως πρέπει να ξέρεις. Ο δάσκαλος σου το διδάσκει κι εσύ υποτίθεται ότι το μαθαίνεις. Ύστερα ο δάσκαλος σου βάζει ένα τεστ και παίρνεις τον βαθμό που σου αξίζει.
Οι σοβαροί μαθητές λένε ότι νιώθεις ικανοποίηση όταν γνωρίζεις εκ των προτέρων τι πρέπει να ξέρεις, ώστε να μπορείς να στρωθείς στη μελέτη και να το μάθεις. Λένε, Σ’ αυτήν την τάξη ποτέ δεν ξέρεις τι πρέπει να ξέρεις, οπότε πώς μπορείς να μελετήσεις και πώς είναι δυνατόν να αξιολογήσεις τον εαυτό σου; Σ’ αυτήν την τάξη ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου προκύψει απ’ τη μια μέρα στην άλλη.
(…)
Εδώ είναι που ο δάσκαλος σοβαρεύει και θέτει το Μέγα Ερώτημα: Τι είναι μόρφωση, σε τελευταία ανάλυση; Τι κάνουμε σ΄ αυτό το σχολειό; Μπορείτε να πείτε ότι προσπαθείτε ν’ αποφοιτήσετε, ώστε να πάτε στο κολλέγιο και να προετοιμαστείτε για μια επαγγελματική σταδιοδρομία. Όμως, φίλοι μου, και συνοδοιπόροι μου στο δρόμο της γνώσης, η μόρφωση είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Χρειάστηκε κι εγώ να θέσω στον εαυτό μου το ερώτημα τι στην ευχή κάνω μέσα σ’ αυτή την αίθουσα. Επεξεργάστηκα μια εξίσωση, για προσωπική μου χρήση. Στην αριστερή πλευρά του μαυροπίνακα γράφω ένα κεφαλαίο Φ, στη δεξιά ένα κεφαλαίο Ε. τραβάω ένα βέλος από τα’ αριστερά προς τα δεξιά, από το ΦΟΒΟ προς την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Δεν νομίζω ότι κανένας μας κατορθώνει ποτέ να φτάσει στην τέλεια ελευθερία, όμως αυτό που εγώ προσπαθώ να κάνω μαζί σας είναι να ξορκίσω τον φόβο και να τον διώξω σε μια απόμερη γωνιά.
Ο κίνδυνος σ’ αυτά τα βιβλία, όπου πρωταγωνιστεί ένας δάσκαλος και καταθέτει τις εμπειρίες του (όπως και τα ψυχολογικά βιβλία με αφηγητή κάποιον ψυχαναλυτή ή ψυχίατρο, φερειπείν του Γιάλομ) είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να μην υπάρχει, έστω κι έμμεσα, κάποιος διδακτισμός. Αυτό πιστεύω ότι το πέτυχε ο Κορτ, ως δάσκαλος και ως συγγραφέας, λόγω του αντι-ηρωικού του χαρακτήρα, κι αν προς το τέλος το απόσταγμα της εμπειρίας του παρουσιάζεται σαν θέσφατο (μιλώ για το τελευταίο απόσπασμα που παρέθεσα), ωστόσο προκύπτει «επαγωγικά», δηλαδή ήδη έχει πειστεί ο αναγνώστης για το κύρος των λόγων του.

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Απριλίου 20, 2007

Γκάλικο Πολ, Αγάπη από εφτά κούκλες

Μια έξυπνη ιστορία, ένα τρυφερό παραμύθι αγάπης. Η υπόθεση πολύ ευρηματική: μια νέα κοπέλα, ορφανή, φτωχή και αδικοχτυπημένη, ετοιμάζεται ν’ αυτοκτονήσει όταν τη σταματάνε … εφτά κούκλες κουκλοθέατρου (η καθεμιά εκπροσωπεί έναν διαφορετικό τύπο ανθρώπου). Η εξιστόρηση μέχρι στιγμής προσεγγίζει το παραμύθι, όταν ξαφνικά αρχίζει να συμμετέχει και ο πραγματικός πρωταγωνιστής, ο άνθρωπος που κινεί τις κούκλες του θεάτρου, ένας τύπος στυγνός, κυνικός, σχεδόν απάνθρωπος, ο οποίος όμως δεν παύει να δίνει ζωή στις ευαίσθητες κούκλες. Η μικρή ακολουθεί τον κουκλοθίασο, συμμετέχει στις παραστάσεις και συντελεί ώστε να γίνουν περιζήτητοι και να θριαμβεύσουν. Η αθωότητα και η παιδικότητα της κοπέλας προκαλούν τον κάπτεν Κοκ ο οποίος την εκμεταλλεύεται τα βράδια, τη βιάζει και της φέρεται άσχημα, χωρίς όμως να καταφέρει αυτό που βασικά θέλει: να την κάνει σκληρή και χυδαία σαν κι αυτόν (σελ.62). Όσο πιο σκληρά τής φερόταν το βράδυ, όσο πιο αθώα και καλόπιστα τον δεχόταν η Μους, τόσο πιο φιλικές γίνονταν οι κούκλες το πρωί.
Ο κουκλοθίασος γνωρίζει μεγάλη επιτυχία (εκπληκτικά αποσπάσματα σκηνών), ενώ η Μους ταπεινώνεται ολοένα και περισσότερο. Τέλος, γνωρίζει έναν νεαρό ακροβάτη τσίρκου που τη θέλει και αποφασίζουν να παντρευτούν και να φύγουν μακριά. Στη αποχαιρετιστήρια παράσταση οι κούκλες είναι συγκινητικές, ενώ το βράδυ, μετά την παράσταση ακολουθεί μια σκηνή κάθαρσης, με τις κούκλες απελπισμένες και αποκαρδιωμένες και τον κάπτεν Κοκ (που φυσικά βρίσκεται πίσω πό τις κούκλες) σε οριακή κατάσταση ν’ αποκαλύπτει –επιτέλους- γυμνή την τρυφερότητά του.
Οι τελευταίες σελίδες εκπληκτικές, το γράψιμο θεατρικό, ελλεπτικό-ποιητικό, βαθύ, παραμυθένιο, τρυφερό.

Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2007

Γκόρντιμερ Ναντίν, Ξύπνα!

Όχι, δεν είναι από τα καλύτερα βιβλία της Γκόρντιμερ, χωρίς να είναι κακό. Το γράψιμό της είναι πάντα διεισδυτικό κι ενδιαφέρον, χωρίς όμως «εξάρσεις». Χαρακτηριστικό, ότι δεν σημείωσα σχεδόν τίποτα. Φαίνεται σαν να είχε μια αρχική ιδέα καλούτσικη (η απομόνωση του ήρωα μετά από χημειοθεραπεία για να προστατεύσει την οικογένειά του από την ακτινοβολία, αφορμή για ενδοσκόπηση), αλλά δεν κατάφερε να το κεντράρει, να το συμμαζέψει. Έτσι, ενώ φαίνεται ότι πρόθεσή της ήταν να δείξει τη συνειδητότητα όπου τον οδήγησε τον οικολόγο- ακτιβιστή αυτόν η περιπέτεια υγείας του, ξανοίγεται -κοινώς πετιέται- στη σχέση μάνας και πατέρα του στο παρελθόν (μοιχεία μάνας, ανεκτικότητα συζύγου= βαθιοί δεσμοί αγάπης, εγκατάλειψη μετά από πολλά χρόνια της συζυγικής εστίας από μέρους του πατέρα, υιοθέτηση ενός μικρού κοριτσιού που πάσχει από aids, θάνατος πατέρα). Όλα αυτά παρουσιασμένα ελαφρώς άτονα, άχρωμα, χωρίς όμως να είναι τελείως ανούσια. Θαρρείς προσπαθεί μέσα απ’ αυτά τα γεγονότα να δείξει τις στροφές της ζωής, την τυχαιότητα και ίσως-ίσως, στην καλύτερη περίπτωση την έλλειψη νοηματικής σύνδεσης των γεγονότων. Απ’ την άλλη, φαίνεται σα να «προτείνει» ως αντιστάθμισμα στο παράλογο της ζωής τον ακτιβισμό (ο πρωταγωνιστής Πολ, όταν επανεντάσσεται στο κοινωνικό περιβάλλον ασχολείται με την απόφαση της κυβέρνησης να επιτρέψει την εξόρυξη τιτανίου και άλλων μεταλλευμάτων, ενώ η μητέρα του υιοθετεί το βιασμένο και πάσχον κοριτσάκι). Ο έμμεσος διδακτισμός, ή τέλος πάντων η «στράτευση» αυτή φαίνεται βεβιασμένη και ενοχλεί, αλλά πάντα την Γκόρντιμερ την απασχολούσαν τα προβλήματα της Ν. Α. Ένωσης και ίσως είναι δικαιολογημένο.

Χριστίνα Παπαγγελή

Γκρην Γκράχαμ, Ταξίδια με τη θεία μου

Προφανώς είναι ένα από τα «ήσσονα» έργα του Γκράχαμ Γκρην, χωρίς να παύει ποτέ να είναι απολαυστικό το γράψιμό του. Ο ήρωας, ένας φιλήσυχος και μοναχικός άνθρωπος, συνταξιούχος, που μόλις έχασε τη μάνα του συναντά μετά από χρόνων απουσία τη «φοβερή θεία» του, κοτσονάτη εξηνταπεντάρα, οπότε πέφτει από τη μια έκπληξη στην άλλη σχετικά με την καταγωγή του και την οικογένειά του γενικότερα. Φοβερά διασκεδαστικό ήταν όλο το κεφάλαιο με την τέφρα της μάνας, αλλά και η στάση του ήρωα, τελείως «γκραχαμγκρηνική», αποστασιοποιημένη, με το χιούμορ του αφηγητή που διαρκώς καταπλήσσεται με όσα του φέρνει η ζωή, χιούμορ που φτάνει τον κυνισμό. Ο ήσυχος ανθρωπάκος, που μέχρι τώρα το πιο δημιουργικό του ενδιαφέρον ήταν να φροντίζει τα λουλούδια του μετατρέπεται σ΄έναν υπερδραστήριο τύπο, ακολουθεί τη θεία σ’ όλα τα περίεργα και ύποπτα ταξίδια της (Παρίσι, Κωνσταντινούπολη, Παραγουάη) καθώς και στις μικρές και μεγάλες απατεωνιές της!
Δέιγμα γραφής:
Θυμήθηκα πως όταν ήμουν παιδί, αναρωτιόμουν συχνά αν υπήρχε στ’ αλήθεια πτώμα θαμμένο στο κενοτάφιο, καθώς οι κυβερνήσεις κάνουν συνήθως οικονομίες όταν πρόκειται για συναισθήματα και προσπαθούν να τα’ αφυπνίσουν με τον φτηνότερο δυνατό τρόπο. Τι το θες το πτώμα όταν έχεις ένα έξυπνο διαφημιστικό σύνθημα; Και μια κάσα γεμάτη χώμα είναι ό, τι πρέπει γι’ αυτόν τον σκοπό. Και να που τώρα άρχισα ν’ αναρωτιέμαι και για τον θείο Τζο. Μήπως η φαντασία της θείας μου κάλπαζε; Μήπως οι ιστορίες για τον Τζο, για τον πατέρα μου και την μητέρα μου δεν ήταν καθ’ ολοκληρίαν αλήθεια;
Χωρίς να σπάσω τη σιωπή, ήπια με όλο το σεβασμό ένα ποτήρι Σαμπερτέν στη μνήμη του θείου Τζο, υπαρκτού ή ανύπαρκτου. Το κρασί, στο οποίο δεν ήμουν συνηθισμένος, μιλούσε ανεύθυνα στο κεφάλι μου. Τι σημασία είχε η αλήθεια; Όλα τα πρόσωπα, άπαξ και πεθάνουν, αν εξακολουθούν να ζουν στη μνήμη μας, μεταβάλλονται σε πλάσματα της φαντασίας. Ο Άμλετ δεν είναι πρόσωπο λιγότερο υπαρκτό από τον Ουίνστον Τσώρτσιλ, κ.λ.π. κ.λ.π.
Το διασκέδασα πολύ μέχρι και μετά τη μέση, αλλά στη συνέχεια μπερδεύονται οι υποθέσεις και οι κομπίνες/εκπλήξεις σε βαθμό που δυσκολεύεσαι πια να παρακολουθήσεις τις ανατροπές και τα απρόοπτα στα οποία εμπλέκεται η φοβερή θεία (πράκτορες, CIA, κ.λ.π.) Δεν το τέλειωσα!

Χριστίνα Παπαγγελή

Γκρην Γκράχαμ, Το τέλος μιας υπόθεσης

Βαθύ, διεισδυτικό, ουσιώδες, ενδιαφέρον (με την έννοια ότι σε συναρπάζει). Ιστορία «αγάπης και μίσους», όπως επιμένει ν’ αναφέρει ο συγγραφέας. Ένας τρομερός έρωτας (πολύ δυνατά παρουσιασμένος, βλ. ιστορία με κρεμμύδια, σελ. 56) συνδέει μια παντρεμένη γυναίκα κι έναν σκεπτικιστή, άθεο συγγραφέα- παρατηρητή (που διακρίνει την ουσία σε κάποιες λεπτομέρειες και επεξεργάζεται συναισθήματα και πράξεις εκ των υστέρων). Η κοπέλα είναι άμεση κι αυθόρμητη, τον εκπλήσσει με την ευθύτητά της και την ειλικρίνειά της (σ’ αντίθεση μ’ αυτόν που, όντας αθεράπευτος ζηλιάρης, «παίζει παιχνίδια» και υποδύεται ρόλους κρύβοντας τα’ αληθινά του αισθήματα) και δε φέρει καμιά ενοχή που απατά τον άνδρα της.
σελ. 56:
Είναι δυνατόν να ερωτευτεί κάποιος πάνω από ένα πιάτο με κρεμμύδια; Μοιάζει απίθανο, κι όμως, θα μπορούσα να ορκιστώ πως εκείνη ήταν η στιγμή που την ερωτεύτηκα. Δεν ήταν βέβαια, απλώς τα κρεμμύδια- ήταν η ξαφνική συνειδητοποίηση της ξεχωριστής γυναίκας, της ειλικρίνειας που τόσο συχνά αργότερα θα μου έδινε δυστυχία κι ευτυχία μαζί.
σελ. 38:
- Με τον υπόγειο είναι πιο γρήγορα, είπα.
- Το ξέρω, μα δεν ήθελα να έρθω γρήγορα.
Πολύ συχνά μ’ έφερνε σε αμηχανία λέγοντάς μου την αλήθεια.(…) Όμως, ποτέ δεν έπαιζε το παιχνίδι της υποκρισίας, και ξαφνικά, χωρίς να το περιμένω, τσάκιζε τις επιφυλάξεις μου λέγοντάς μου κάτι τόσο γλυκό και μεγάλο
.
σελ. 65:
«Ποτέ δεν αγάπησα τίποτα και κανέναν, όπως αγαπώ εσένα». Έτσι όπως ήταν καθισμένη στην καρέκλα, με το μισοφαγωμένο σάντουιτς στο χέρι της, έμοιαζε να παραδίνεται τόσο απόλυτα, όσο απόλυτα μου’ χε δοθεί πριν πέντε λεπτά στο πάτωμα. Οι περισσότεροι από εμάς διστάζουν να κάνουν μια τόσο ξεκάθαρη δήλωση. Θυμόμαστε, προβλέπουμε, αμφιβάλλουμε. Εκείνη δεν είχε αμφιβολίες. Μονάχα η στιγμή είχε σημασία. Λένε πως η αιωνιότητα δεν είναι μια παράταση του χρόνου αλλά μια απουσία του, και πολλές φορές μου φαινόταν πως αυτή της η παράδοση άγγιζε τούτο το άγνωστο μαθηματικό σημείο του άπειρου, ένα σημείο δίχως διάσταση, που δεν καταλαμβάνει κανένα χώρο.
σελ. 59:
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε. Έπιανε πάντα γρήγορα το νόημα που κρυβόταν πίσω από ένα φιλί•τον ψίθυρο μέσα στη σκέψη.
Το κεντρικό επεισόδιο είναι η σκηνή του όρκου. Η κοπέλα, που δε φαίνεται καθόλου θρήσκα, αντίθετα, δεν έχει καμιά ενοχή, όταν μετά από κάποιο βομβαρδισμό βλέπει τον αγαπημένο της νεκρό, ορκίζεται στον θεό ότι, αν της τον φέρει πίσω, δεν πρόκειται να τον ξαναδεί ποτέ. Έτσι, όταν ξαφνικά τον βλέπει μπροστά της ολοζώντανο, συμπεριφέρεται παράξενα κι εξαφανίζεται από τη ζωή του.
Από κει και πέρα αρχίζει η παρεξήγηση. Η σχέση αγάπης και μίσους. Το βιβλίο φαίνεται να πραγματεύεται αυτή τη χέση, και βασικά τη δύναμη της αγάπης σε όλα τα επίπεδα (φιλία, ερωτική σχέση, θεό). Ο σκεπτικισμός του ήρωα σώζει το βιβλίο από το να είναι προπαγάνδα υπέρ της θρησκείας. Αυτό που κατά τη γνώμη μου προβάλλεται πρωταρχικά στο βιβλίο είναι πώς η ζωή σού θέτει ερωτήματα τα οποία καλείσαι επειγόντως να απαντήσεις με πράξεις• πώς, το μόνο που διαθέτει ο άνθρωπος ως όπλο είναι η δύναμη που δεσμεύεται στην απόφαση μιας θυσίας• πώς, μόνο εξω-λογικά μπορείς να πιστέψεις σ’ αυτή τη δύναμη και πώς η λογική διαρκώς ελέγχει την αξιοπιστία της. Ο συγγραφέας, μέσα από τον ήρωα θέτει συνέχεια σε αμφισβήτηση την ύπαρξη του θεού ( δε συζητάμε για την εκκλησία και τους εκπροσώπους της, τους οποίους κυριολεκτικά γελοιοποιεί) ενώ η υπόθεση- πλοκή («τιμωρία» της κοπέλας που τελικά «παρέβη» τον όρκο, θεραπεία των ανάπηρων κ.λ.π.) δίνει λαβή στο να θεωρήσεις ότι δικαιώνει τελικά τη θρησκεία. Βέβαια/όμως, η «τιμωρία» αυτή, παρουσιάζεται και σαν αυτοτιμωρία, δηλαδή φαίνεται ότι η κοπέλα, απ’ τις ενοχές της και τη σύγκρουση που δεν μπορεί ν’ αντέξει, παραιτείται κι αφήνει τον εαυτό της ν’ αρρωστήσει. Κάποιος δηλαδή ορθολογιστής θα μπορούσε να ερμηνεύσει έτσι την κατάληξη (εφόσον δίνει τέτοια στοιχεία ο Γκρην) και νομίζω, αυτή η τέλεια ισορροπία, η αμφισημία,(η αλληλεξουδετέρωση των δογμάτων) μεταξύ ορθολογισμού και θρησκοληψίας αποτελεί και το μεγαλείο του βιβλίου.(στην αντίστοιχη ταινία, ο σκηνοθέτης «δικαιώνει» τη χριστιανική οπτική, κατά τη γνώμη μου απαράδεκτη κι αυθαίρετη παρέμβαση)
σελ. 224, για τον παπά:
(…)…για να γλυτώσω απ’ αυτήν την καταπιεστική παρουσία. Είχε πάντα έτοιμη την απάντηση κι ένας ερασιτέχνης δε μπορούσε ποτέ να τον στριμώξει. Ήταν σαν τον ταχυδακτυλουργό που σου φέρνει πλήξη με τη μεγάλη του επιδεξιότητα.
σελ. 235-6:
Όταν πιάνω να γράψω ένα βιβλίο, υπάρχει πάντα κάποιος απ’ τους χαρακτήρες μου που αρνείται πεισματικά να ζωντανέψει.(…). Οι άγιοι, θα έλεγε κανείς, Δημιουργούνται μόνοι τους κατά κάποιον τρόπο. Ζωντανεύουν. Είναι ικανοί να αιφνιδιάσουν με μια τους πράξη ή με μια τους κουβέντα. Στέκονται έξω από την πλοκή, χωρίς αυτή να τους επηρεάζει. Όμως εμείς χρειαζόμαστε σκούντημα. Είμαστε αλυσοδεμένοι με την πλοκή και αποκαμωμένος θεός μας σπρώχνει εδώ κι εκεί, σύμφωνα με τους σκοπούς του- νούμερα χωρίς ποίηση, δίχως ελεύθερη βούληση, που η μοναδική μας ίσως αξία είναι ότι κάποτε, κάπου, εξυπηρετούμε σαν κομπάρσοι μια σκηνή στην οποία ένας χαρακτήρας ζωντανός κινείται και μιλά.
Η δομή είναι κάπως πρωτότυπη: ο ήρωας αφηγείται τοποθετώντας το «τώρα» τη στιγμή που ξανασυναντά τον απατημένο σύζυγο-φίλο του μετά από δυο χρόνια εξαφάνισης. Κάνει φλας-μπακ αλλά και αναφορές στο μέλλον, στο τέλος δηλαδή της ιστορίας, όπως κάποιος που εξιστορεί κάποιος που γνωρίζει ήδη την κατάληξη.* Η συνοχή δηλαδή είναι οργανική με βάση τις σκέψεις του πρωταγωνιστή, όχι τη χρονολογική σειρά. Η ροή παρόλ’ αυτά και η συνοχή της αφήγησης είναι αξιοθαύμαστα.

* Χαρακτηριστική η αρχή: «Μια διήγηση δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος. Αυθαίρετα διαλέγουμε τη στιγμή που θα κοιτάξουμε πίσω ή μπροστά».

Ζατέλη Ζυράννα, Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους

Ήδη από τις πρώτες σελίδες τα σημάδια ήταν δυσοίωνα: βασικό στοιχείο η εκζήτηση, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στο ύφος. Η εικόνα ακινητοποιείται σε ρυθμό αφύσικο και περιγράφεται εκ-κεντρικά, στοιχείο που κουράζει και ταυτόχρονα δημιουργεί μια αποστασιοποίηση.
Σταμάτησα στις 130 σελίδες, νιώθοντας ότι ό, τι είχε να μου δώσει το βιβλίο μού το έδωσε· ατμόσφαιρα μυστηριακή όπου κυριαρχούν μεταφυσικές συμπτώσεις, μοτίβο θανάτου αλλά και παιχνιδιού με το θάνατο, ηθογραφική περιγραφή μιας εξωπραγματικής κοινωνίας «μοιραίων», ή τέλος πάντων σημαδεμένων από τη μοίρα, ανθρώπων εξαιρετικών με κάποιο τρόπο αλλά όχι και πολύ ανθρώπινων. Το εξυπνακίστικο, λογοπαιγνιώδες κι εξεζητημένο ύφος σε αποτρέπει από κάθε είδους ταύτιση, επομένως από πολύ νωρίς παύεις να περιμένεις συναισθηματικές μεταπτώσεις ή εξελίξεις ή ένα είδος ωρίμανσης. Οτιδήποτε είναι συναισθηματικό, εκφράζεται μόνο μέσα από «έξυπνες» θυμοσοφίες.
Ενόχλησε επίσης το ότι οι διάλογοι είναι άκρως αφύσικοι, ακόμα κι όταν συζητάνε μικρά παιδιά- ακόμα και στο επίπεδο της σύνταξης. Με κούρασε ο μακροπερίοδος λόγος και τα διανοητικά γυμνάσματα.
Δεν μπορώ να καταλάβω … γιατί το’ γραψε!

Κάσδαγλη Νίκου, Οι κεκαρμένοι

«Ανατομία» της στρατιωτικής ζωής, της στρατιωτικής νοοτροπίας και της στρατιωτικής «ηθικής». Κεντρικό πρόσωπο ο Γιαννήλος, ένας αιωνόβιος φαντάρος που όλοι τον φοβούνται, τον σέβονται και τον εξυπηρετούν. Υπάρχει αντιπαλότητα ανάμεσα στο στρατό και στην ΕΣΑ, μίση, καρφώματα.
Η πρωτοτυπία του Κάσδαγλη έγκειται στη δομή του βιβλίου: η αφήγηση περνά στα στόματα όλων των πρωταγωνιστών, οι οποίοι κεντράρουν στο βασικό επεισόδιο, τον ξυλοδαρμό του Γιαννήλου και την εξαφάνισή του. Υπάρχει ο αδύναμος και δειλός φαντάρος, η πόρνη την οποία προστατεύει ο Γιαννήλος, ο μάγειρας που τον καρφώνει, ο ίδιος ο «Ψηλός» και άλλα δυο πρόσωπα που εμπλέκονται ως αφηγητές, αλλά και εμφανίζονται στα λεγόμενα των άλλων.
Το ύφος είναι απλό, μεστό, λογοτεχνικό- αποδίδει τη σκληρότητα της στρατιωτικής ζωής χωρίς ν’ αφήνει έξω τα συναισθήματα. ( το σύστησα σε μαθητή, προκειμένου να τον πείσω να μην πάει σε …στρατιωτική σχολή:! τελικά πέρασε φιλολογία!!! –είναι άραγε καλύτερα;)

Κιουρτσάκη Γιάννη, Εμείς οι άλλοι

Το βιβλίο αυτό αποτελεί συνέχεια του αυτοβιογραφικού έργου του Κοιυρτσάκη «Σαν μυθιστόρημα». Ξεκινά «in medias res”, με μια σκηνή όπου ο ήρωας στέκεται κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του – αρκετά προσελκυστικό. Στη συνέχεια σε ξενίζει το γ’ ενικό, σε συνδυασμό με τον πολύ προσωπικό, ημερολογιακό, εσωτερικό τόνο. Δηλαδή, ενώ το συγγραφικό εγώ συμπίπτει με τον ήρωα, υπάρχει η απόσταση του γ’ ενικού.
Ο πρωταγωνιστής εκφράζει τις πιο εσωτερικές σκέψεις με αφορμή κάποια επιλεγμένα, οριακά περιστατικά (όχι τόσο σημαντικά/βαρύγδουπα με πρώτη ματιά). Σου δίνει την αίσθηση ότι φλυαρεί και περιττολογεί, ενώ παρ/λα υπεργενικεύει και βγάζει αφοριστικά συμπεράσματα (π.χ. τον απέπεμψαν οι γονείς της φιλενάδας του και, χωρίς να περιγράχει καθαρά το περιστατικό, αναλύεται σε συμπεράσματα περί Γάλλων, Ελλάδας, ελλην. φιλοξενίας, κ.λ.π. )
Η ανωριμότητα του νεαρού – τότε- ήρωα αντανακλά (σκόπιμα;) και στο γράψιμο, στο ύφος. Το πρώτο μισό είναι κάπως κουραστικό, αν και σε κρατεί ο εσωτερικός τόνος και η ελπίδα ότι θα «καθαρίσει» αυτό που αναζητά, δηλαδή κάποιο νόημα. Έχεις πειστεί δηλαδή, για τις ειλικρινείς προθέσεις του ήρωα- συγγραφέα να βρει μιαν «αλήθεια», μια «διαχρονική αξία».
Παρόλο που είναι κουραστικό αυτό το μέρος του βιβλίου, ξεχωρίζουν φράσεις που προοιωνίζουν κάποια ωριμότητα:
(σελ. 16):
Πόσο θα’ θελε να είχε έρθει τώρα αυτή η μέρα, να ήταν κιόλας ώριμος! Για την ώρα, το τραγούδι του (στην κοπέλα), δεν είναι παρά μια αδύναμη υπόσχεση, ένα μπουμπούκι εκτεθειμένο σε άπειρους κινδύνους- τάχα θα φτάσει μια μέρα ίσαμε τον καρπό; (…) Γιατί, γιατ’ι να μην μπορεί να πει εδώ και τώρα τις ανεκτίμητες στιγμές που ζει μαζί της και που περνάνε τόσο γρήγορα- ποιος ξέρει αν δεν έχουν κιόλας οριστικά περάσει; Γιατί να μην μπορείς να εκφράσεις τη ζωή όσο τη ζεις;
σελ 70:
Πώς να πεις στην ξένη γλώσσα τα αισθήματα που έδωσαν σ’ εσένα η χειμωνιάτικη λιακάδα και τα δρομάκια της δικής σου πόλης κ.λ.π.(…)
Να όμως που η γλώσσα του τα θυμάται όλα τούτα.(…) Η γλώσσα του τον ακολουθεί κάθε στιγμή- ακόμα κι όταν αυτός δεν το συναισθάνεται. Η γλώσσα του τον «ξέρει»- κι ας μην την ξέρει όσο θα’ πρεπε αυτός.
Όσο ο ήρωας συγγραφέας ενηλικιώνεται, η σκέψη του, τα θέματα που τον απασχολούν αλλά και το ύφος του ωριμάζουν. Ακόμα κι όταν καταπιάνεται με χιλιοειπωμένα και τετριμμένα θέματα (π.χ. η αλλοτρίωση, ο καταναλωτισμός, το σούπερ μάρκετ κ.α.), υπάρχουν φράσεις «γνήσιες», που δηλώνουν μια εσωτερικότητα και σου θυμίζουν κάτι, οπωσδήποτε, από τη δική σου ενηλικίωση. Επιλέγω τυχαία:
(σελ.250-1) Πώς να συναρμολογήσεις όλες αυτές τις ασύνδετες εικόνες κι όλα τα πρόσωπα: τους βοσκούς της Κρήτης και τους ανθρώπους- ρεκλάμες της Βουλιαγμένης, τους μεροκαματιάρηδες της Ομόνοιας και τους αργόσχολους νεαρούς του Κολωνακίου κ.λ.π. (…)
Τώρα λοιπόν το καταλαβαίνει: αυτό το αίσθημα του κενού, που τον βασάνιζε από τα χρόνια του σχολείου όταν περιπλανιόταν μόνος στους δρόμους της Αθήνας, δεν ήταν μόνο η μεταφυσική αγωνία της δικής του εφηβείας· καθρέφτιζε πριν απ’ όλα μέσα του το κενό της σημερινής Ελλάδας, την αντικειμενική αδυναμία της να υπάρξει, έτσι που χτιζόταν και γκρεμιζόταν και ξαναχτιζόταν πάλι απ’ την αρχή, σαν το γεφύρι της Άρτας, χωρίς να πατάει ποτέ σε κάποιο στέρεο θεμέλιο.
Το ενδιαφέρον εντείνεται στις 100 τελευταίες σελίδες, όπου τα βασικά θέματα είναι η σχέση Ανατολής/ Δύσης, η ελληνική ταυτότητα, σχέση παράδοσης και σύγχρονου κόσμου, λαϊκότητα, καρναβάλι, Καραγκιόζης. Η προσέγγιση είναι βιωματική (κορυφαίο βίωμα η «χειραψία του άγνωστου βοσκού, του «Τραμουντάνη»- «που τον σταμάτησε καταμεσής της αγοράς, του έσφιξε με δύναμη το χέρι και, κρατώντας το έτσι για πολλή ώρα, βάλθηκε να του τραγουδάει – να τραγουδάει γι’ αυτόν προσωπικά- το αποκριάτικο κι όμως αργόσυρτο, λυπητερό, θα’ λεγες πένθιμο τραγούδι της Κορέλας – κοιτάζοντάς τον με μεθυσμένο βλέμμα επίμονα, βαθιά μέσα στα μάτια».
Ασφαλώς το γεγονός αυτό καθαυτό κάποιον άλλον δεν θα τον συγκλόνιζε, ιδιαίτερα αν είχε βιώματα από την παιδική ηλικία τέτοια. Ο αστικής όμως καταγωγής Κιουρτσάκης σημαδεύεται από παρόμοια περιστατικά (που του δίνουν έναυσμα ν ‘ασχοληθεί και θεωρητικά με τους μύθους, τον Καραγκιόζη κ.λ.π.)
(σελ. 274):
Έπρεπε να’ ρθει εκείνη η νύχτα με το πρωτόγονο καρναβάλι της (…), έπρεπε ν’ ακούσω το σχεδόν πένθιμο τραγούδι μεσ’ στην ομόθυμη χαρά, για να δοκιμάσω μέσα μου αυτήν την παρουσία που ξεπερνά τη νόησή μου…
Η περιγραφή αυτών των συνειδητοποήσεων είναι πολύ αναλυτική, σχεδόν φλύαρη, αλλά έχει μια γνησιότητα. Αν δεν υπήρχε αυτό το στίγμα της αυθεντικής αναζήτησης, θα προβάλλονταν οι αδυναμίες του ύφους, ενός ύφους υπερ- αναλυτικού, υπέρ- κατονομαστικού, υπέρ- εμφατικού (ωστόσο, αυτή η υπερ-ανάλυση, η έμφαση, η κατονομασία, αποτελεί και την αρετή του βιβλίου στις τελευταίες σελίδες). Έντονο προφορικό ύφος, με πολλές ρητορικές ερωτήσεις κι επιφωνηματικές προτάσεις του τύπου «Πώς θα’ θελε να…» ή «Γιατί να μην μπορεί να…» κ.λ.π.
Η ενότητα η τελευταία («Όπου η ιστορία ξαναρχίζει αλλιώς») είναι και η πιο «ζουμερή». Οριοθετείται από τη μεταπολίτευση, και ουσιαστικά από την αλλαγή της θεώρησης του κόσμου, μετά την καταλυτική συνάντηση με τον Τραμουντάνη. Οι σελίδες 320-325 περικλείουν όλο το απόσταγμα της αναζήτησης του συγγραφέα, κι ασφαλώς δεν μπορώ να τ’ αντιγράψω όλα («Τώρα ήξερε καλά ότι το δράμα που του είχε αποκαλύψει η χούντα δε μπορούσε να τελειώσει με την κατάρρευση της χούντας, γιατί παιζόταν πολύ πέρα από την Ελλάδα (…) ένιωθε όλο και πιο επιτακτική την ανάγκη να πάρει τις αποστάσεις του από την τρέχουσα ζωή και να κοιτάξει απ’ όσο γινόταν πιο μακριά τον κόσμο μας (…) να διακρίνει πίσω απ’ τη σύγχυση των γεγονότων το οικουμενικό μας δράμα».)
(σελ. 325):
Ο Καραγκιόζης δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα «κλαράκι» στο πελώριο δέντρο της ελληνικής παράδοσης. Άραγε, αν μελετούσε σε βάθος το «κλαράκι του», αν το παρατηρούσε προσεκτικά στο μικροσκόπιο για να μάθει πώς και από τι ήταν καμωμένο, δε θα γνώριζε καλύτερα όχι μόνο το δέντρο, αλλά και το απέραντο δάσος που το περιείχε;- τον ίδιο τον πολιτισμό και την ανθρώπινη δημιουργία γενικά.
Στις σελίδες 339 και μετά το «κλαδάκι» τον έχει οδηγήσει πια στη γνώση ότι «κάθε ‘εγώ’ χάνεται και συνάμα διασώζεται μέσα στον άλλον, ο άλλος μέσα στον άλλον και τελικά όλοι μαζί στο ‘εμείς’ ενός ασύλληπτου συλλογικού δημιουργού. Η «άλλη φωνή» είναι η φωνή της ίδιας της κοινότητας».
Στη σελίδα 343 αναφέρεται με στρωτό και αβίαστο τρόπο, όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, στον τίτλο: «όμως δεν φτάνει να λέμε ‘εμείς’ και προπαντός, δεν πρέπει να μένουμε προσκολλημένοι εσαεί στο ‘εμείς οι άλλοι’, αφού οι ‘άλλοι’ δεν παύουν να μας μεταμορφώνουν· αφού, χωρίς αυτούς τους ‘άλλους’, εμείς δεν θα υπήρχαμε».
Και παρακάτω, η μεγαλειώδης φράση: «Όχι, το ‘κλαδάκι’» του δεν τον πρόδωσε- σωστά το είχε προαισθανθεί από την αρχή πως θα του δίδασκε κάτι σπουδαίο για το δάσος (…) αρκεί να προσηλωθείς σ’ ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, όσο μικρό κι αν είναι, και ν’ αναζητάς σ’ αυτό με πάθος τον πυρήνα, το πρώτο πρώτο κύτταρο, που -δεν μπορεί- κάποτε θα σου φανερώσει την υφή του κόσμου».
Το απρόσωπο γ’ ενικό, στη σελίδα 359, μετά την αποκάλυψη δηλαδή που γίνεται στον συγγραφέα και με τη βοήθεια των γραμμάτων του νεκρού αδελφού, γίνεται πρόσωπο, γίνεται «Γιάννης». Το όνομα «χτυπάει», και δεν μπορείς παρά να σκεφτείς ότι ο ήρωας, μετά από τόση αναζήτηση, ανασφάλειες, πισωγυρίσματα, αμφιβολίες και αγωνίες βρίσκει την ταυτότητά του. Είναι το σημείο όπου συνειδητοποιεί ότι « όσο εξειδικευμένες κι αν ήταν οι μελέτες του, του έδωσαν τη δυνατότητα ν’ ατενίσει απέραντες εκτάσεις και να μιλήσει για πράγματα που μήτε μπορούσε να τα φανταστεί σαν ξεκινούσε» και «το πιο θαυμάσιο: απόψε έγραψε, για πρώτη φορά ίσως, λίγες γραμμές λογοτεχνίας». Ο Γιάννης επομένως, αποκτά ταυτότητα, ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι στη σκάλα της αυτογνωσίας. Και δεν είναι τυχαίο που και στην τελευταία σελίδα υπάρχει για μοναδική φορά το «εγώ» ένα παιχνίδι ανάμεσα στο γ’ ενικό («σε τούτη τη στιγμή- αιωνιότητα που μόλις έζησε- γι’ αυτόν πέρασε κιόλας- κι ωστόσο διαρκεί πάντα για μένα που γράφω» κ.λ.π.), μια νέα βαθμίδα δηλ. στη συνειδητοποίηση του εαυτού.
Τέλος, θέλω να επισημάνω ότι, από ιδεολογικής άποψης, οι θέσεις του συγγραφέα περί ελληνικότητας, παράδοσης, λαϊκού πολιτισμού κ.λ.π., σε μα εποχή εθνικιστικών εξάρσεων και αναζητήσεων, είναι όχι μόνο πολύ «υγιείς» και προοδευτικές, αλλά πολύ βαθιά στηριγμένες, θεμελιωμένες και αναλυμένες. Αυτό είναι ένα στοιχείο που οπωσδήποτε εντυπωσιάζει, δηλαδή ότι δεν υπάρχει ίχνος δογματισμού σχετικά μ’ αυτά τα τόσο λεπτά ζητήματα, αλλά βάθος και ουσία.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κουμανταρέα Μένιου, Σεραφείμ και Χερουβείμ

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτό, χωρισμένο σε κεφάλαια, που έχουν ως τίτλο ένα όνομα- ιστορία, από το περιβάλλον του συγγραφέα- αφηγητής, Σεραφείμ, Σάββας, Η στρατηγίνα, Χρήστος, Ευδοκία, Ο γυμναστής, Πολύβιος, Η Εβραία, Χερουβείμ.
Οι ιστορίες- αναμνήσεις που αφορούν τον καθένα έχουν αρχή- μέση- τέλος, και, πέρα από το ότι σε οδηγούν σε μια ατμόσφαιρα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας «δοκιμάζεται» συναισθηματικά στα περισσότερα. Θαυμάζει τον Σάββα σαν ‘ένα παιδί που γοητεύεται από έναν «ξεβγαλμένο» μεγαλύτερό του, γοητεύεται από τη χήρα Στρατηγίνα που ζωγραφίζει στο μπαλκόνι της αλλά και αιφνιδιάζεται όταν διαπιστώνει ότι κι εκείνη πρόσεξε από τη βεράντα της ότι ο ίδιος «μουτζουρώνει» χαρτιά και ξεσηκώνει μέσα του θύελλα συναισθημάτων (σελ. 61). Προκαλείται από την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά που βλέπει στο σινεμά και την ταυτίζει με τη συμπεριφορά ή μάλλον το ήθος του γυμναστή, και, του φεύγει το μυαλό με τη μυστηριώδη συμπεριφορά της Εβραίας, που παρακολουθεί κάθε Κυριακή πρωί στα «Ολύμπια» συναυλίες κλασικής μουσικής. Βλέμματα, σιωπές, συναντήσεις που μετατίθενται, πρόσωπα που χρωματίζουν την καθημερινότητα αλλά φεύγουν από μια σύμπτωση. Το τελευταίο κεφάλαιο κάνει κύκλο με το πρώτο, εφόσον επανεμφανίζεται ο Σεραφείμ, υπάλληλος στον ηλεκτρικό μαζί με το συμπληρωματικό του «δίδυμο», που ο συγγραφέας αποκαλεί «Χερουβείμ» (σελ. 232: Κοιτάζω τα πρόσωπα του χ. και του Σ. αυτού του δίδυμου της αποτυχίας).
Το crescendo ολοκληρώνεται με το Προσκλητήριο, ένα λυρικό κάλεσμα όλων αυτών τω μοναχικών μορφών απ’ το βάθος του χρόνου στο σήμερα, καθώς ο αφηγητής πλανιέται στα γνωστά στέκια του κέντρου της Αθήνας. Καθώς σουρουπώνει:
«Όταν κάποτε βρίσκομαι σπίτι μου, έχει για τα καλά σουρουπώσει. Κλείνω τα ρολά, τραβώ και τις κουρτίνες. Σκεπάζω και τη γραφομηχανή μου. Είμαι μόνος κι ακουμπώ σ’ ένα βιβλίο (…). Σάμπως αλλιώτικο μοιάζει αυτό το βιβλίο. Και πάνω απ’ όλα, παράξενο που το έχω γράψει εγώ. Κλείνω το βιβλίο. Κλείνω τα μάτια.
Καληνύχτα, Σεραφείμ. Καληνύχτα, Χερουβείμ. Καληνύχτα σας όλοι».

Το ιδιαίτερο βλέμμα του Κουμανταρέα πέφτει με αγάπη πάνω στους «κομπάρσους» της ζωής του, και σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι για τους κομπάρσους της δικής σου ζωής, αλλά κι αν εσύ ο ίδιος παίζεις αυτό το ρόλο στις ζωές άλλων.

Χριστίνα Παπαγγελή

Λιόσα Μάριο Βάργκας, Η γιορτή του τράγου

Πολύ συναρπαστικό και καλογραμμένο μυθιστόρημα , «μελέτη» πάνω στο φαινόμενο της εξουσίας και της κατάχρησής της. Βρισκόμαστε στον Άγιο Δομήνικο, Μαίο του 1961, όταν δολοφονήθηκε ο δικτάτορας Τρουχίλιο Μολίνα, ο οποίος ήταν στην εξουσία επί τριάντα χρόνια. Η εξιστόρηση κινείται σε τρία χρονικά πλαίσια: περιγράφεται το τελευταίο 24ωρο του δικτάτορα, η εξύφανση της συνωμοσίας εναντίον του και η δολοφονία του από την πλευρά των επαναστατών, και η ανάμνηση των γεγονότων 30 χρόνια μετά, από την Ουρανία, κόρη κάποιου τρουχιλιανού βουλευτή που «αυτοεξορίστηκε» την ίδια εποχή.
«Τράγος» είναι ο Τρουχίλιο, που είναι σχεδόν θεοποιημένος, «πατέρας» όλων, ανανεωτής, ελευθερωτής (από τους Αϊτινούς) κ.λ.π. αλλά και γυναικάς, «κατακτητής» σε όλα τα επίπεδα. Επιβεβαιώνει κάθε τόσο τον ανδρισμό του με το να πηδά όποια γυναίκα γουστάρει, άσχετα αν είναι γυναίκα ή κόρη φίλου του. Αυτοί, αντίστοιχα, θεωρούν τιμή τους να προσφέρουν ένα τέτοιο δώρο στον αρχηγό. Γύρω- γύρω από τον πρόεδρο βρίσκονται όλοι οι ανθρώπινοι τύποι που μπορεί να πλαισιώνουν έναν δικτάτορα: άνθρωποι που τον θαυμάζουν, που τον φοβούνται, που ξέρουν τ’ αδύνατα σημεία του και τον συμβουλεύουν, άνθρωποι που τους βρίσκει ο ίδιος γλοιώδεις αλλά ωστόσο τον εξυπηρετούν, άνθρωποι που ενώ συνωμοτούν εναντίον του στο τέλος δειλιάζουν και προδίδουν τους συνεργάτες τους κ.λπ. κ.λ.π. Ο πατέρας της Ουρανίας είναι ένας πιστός τρουχιλικός, που ξαφνικά, χωρίς να καταλάβει γιατί, πέφτει σε δυσμένεια (όπως αφήνει να διαφανεί ο Λιόσα, αυτό γίνεται εν είδει δοκιμασίας).
Η σκληρότητα, η βαναυσότητα της δικτατορίας είναι απίστευτη, και ξεδιπλώνεται σ’ όλο της το μεγαλείο όταν πιάνουν τους εκτελεστές του Τρουχίλιο. Η αγωνία είναι πολύ μεγάλη, η αγριότητα ανάλογη. Σώζονται δύο από τους έξι βασικούς πρωτεργάτες, ενώ το καθεστώς μετατρέπεται με αργά και προσεκτικά βήματα σε φιλοαμερικανικό- «φιλελεύθερο», χάρη στις κινήσεις του προέδρου Μπαλαγέρ (ανδρείκελου την εποχή του Τρουχίλιο, πιο δυναμικού σ’ αυτήν τη φάση).
Το βιβλίο, πέρα από το ιστορικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει, μια και απ’ ό,τι φαίνεται βασίζεται σε ιστορικές πηγές και σέβεται τα γεγονότα, παρουσιάζει και πολιτική σκέψη και στάση, (παρόλο που ο Λιόσα αμφισβητήθηκε ως πολιτικό πρόσωπο) και είναι γραμμένο σε πολύ διεισδυτικό και λογοτεχνικό ύφος.
(σελ. 119, αναφέρεται στον πατέρα της Ουρανίας):
Έκανε μεταβολή και με τον ίδιο νηφάλιο τρόπο επέστρεψε στο γραφείο του. Γιατί δεν του χίμηξε όταν τον είχε κοντά; Ακόμα αναρωτιόταν, τεσσεράμισι χρόνια μετά. (…) Όχι από φόβο μην πεθάνει, ήταν κάτι πιο λεπτό και ακαθόριστο από τον φόβο: ήταν η παράλυση, το μούδιασμα της θέλησης, της λογικής και της ελεύθερης βούλησης, που εκείνο το περιποιημένο μέχρι σημείου γελοιότητας ανθρωπάριο, με τη διαπεραστική φωνή και μάτια υπνωτιστή, ασκούσε πάνω στους δομινικανούς, είτε ήταν πλούσιοι, είτε ήταν φτωχοί, μορφωμένοι ή αμόρφωτοι, φίλοι ή εχθροί, αυτό που τον έκανε να μένει ακινητοποιημένος εκεί, βουβός, απαθής, να ακούει εκείνα τα μυθεύματα, μοναχικός θεατής εκείνης της παραχάραξης της αλήθειας, ανίκανος να μεταστρέψει σε πράξη η βούλησή του να ορμήσει καταπάνω του και να βάλει για πάντα ένα τέλος σ’ εκείνη τη σύναξη μαγισσών στη οποία είχε μετατραπεί η ιστορία της χώρας.

Χριστίνα Παπαγγελή

Μιχαηλίδη Τεύκρου, Πυθαγόρεια εγκλήματα

Πραγματικά «μαθηματική λογοτεχνία» (!!), - για να μπω κατευθείαν στη διαμάχη Δοξιάδη/Μιχαηλίδη και να συμφωνήσω με τον τελευταίο που προσπαθεί να ορίσει το τι θα πει «μαθηματική λογοτεχνία»! Κατ’ αρχάς, ναι, είναι «λογοτεχνία», όχι ιστορία των μαθηματικών με μυθιστορηματικό τρόπο (όπως είναι κατά τη γνώμη μου το «Θεώρημα του παπαγάλου» ή το «Χαμόγελο του Τούριγκ» ή σε φιλοσοφικό επίπεδο «Ο κόσμος της Σοφίας»). Και μάλιστα, αστυνομική λογοτεχνία θα’ λεγε κανείς, όπου βασικό, πρωταγωνιστικό και θεμελιώδη ρόλο στο μυστήριο και τη λύση του παίζουν τα … μαθηματικά.
Ένα κλασικό, καλογραμμένο, συναρπαστικό και «συνεπές» βιβλίο, με «αρχή, μέση και τέλος», χωρίς δηλαδή διακοσμητικά περιστατικά και τυχαίες λύσεις να αιωρούνται και να υπονοούνται, με ενδιαφέρον που δεν ατονεί αλλά αυξάνεται ιδιαίτερα προς το τέλος και δεν διαψεύδει τις προσδοκίες. Οι πρωταγωνιστές, δυο φίλοι λάτρεις της μαθηματικής σκέψης, γνωρίζονται αρχικά στο Παρίσι, όπου έρχονται σ’ επαφή με τους κύκλους της διανόησης (ασήμαντοι τότε ο Πικάσο, ο Απολλιναίρ κ.λ.π.) και για τον αναγνώστη έχει πρόσθετο ενδιαφέρον η μεταφορά στην αναβράζουσα καλλιτεχνική ατμόσφαιρα της πόλης του φωτός στην αυγή του 20ου αι. Οι συζητήσεις για την πορεία των μαθηματικών μέσα στο Moulin Rouge ή στα bistrot και τα καμπαρέ, και μάλιστα ενώπιον γυναικών «ελαφρών ηθών» θα ξένιζαν πολύ αν δεν ήταν πολύ ανάλαφρα γραμμένες (κι ένας τελείως αδαής θα καταλάβαινε θεμελιώδεις μαθηματικές έννοιες) αλλά και ενταγμένες σ’ ένα αληθοφανές πλαίσιο, με διάφορες παρεμβολές κ.λ.π., κ.λ.π.
Πχ. (σελ. 89):
- Συνέδριο μαθηματικών; Πετάχτηκε τσαχπίνικα η Αντουανέτ. Δηλαδή, σχετικά με τι συνεδριάζετε; Αποφασίζετε πόσο κάνει ένα κι ένα;
(…)
Εγώ ανέκαθεν απέφευγα να μιλάω για μαθηματικά με μη ειδικούς. Οι μορφασμοί αποδοκιμασίας ενόψει μιας μαθηματικής συζήτησης, που και τώρα είδα να ζωγραφίζονται στα πρόσωπα των κοριτσιών, ανέκαθεν με ενοχλούσαν. Το σχόλιο της Α. για το «ένα κι ένα» με είχε μάλλον εκνευρίσει- δεν ήξερα βέβαια πως μερικά χρόνια αργότερα ο Ράσελ θα αφιέρωνε στο βιβλίο του πάνω από εκατό σελίδες σε αυτό ακριβώς το πρόβλημα.(!)
Οι διάλογοι κατά κανόνα δεν είναι «ενημερωτικοί», δηλαδή στριμωγμένοι μέσα στην πλοκή για να βοηθηθεί ο άσχετος αναγνώστης, αλλά προκύπτουν -σχεδόν- αβίαστα από τις διαφωνίες και τις αντιθέσεις των ηρώων. Πολύ έντεχνα, εμπλέκει τους καλλιτέχνες ο Μιχαηλίδης να ενδιαφέρονται με τον τρόπο τους για τη γεωμετρία, υπηρετώντας την αληθοφάνεια (ασφαλώς, το μόνιμο πρόβλημα σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πού σταματά η αλήθεια, και πού αρχίζει η φαντασία, π.χ. όσον αφορά την ερωτική ζωή του Πικάσο κ.α.)
Το βιβλίο κατάφερε να μου αναζωογονήσει το ενδιαφέρον για τα μαθηματικά εφόσον θέτει τα θεμελιώδη ερωτήματα, όπως αν υπάρχει τρόπος να ελέγξει κανείς τα αξιωματικά συστήματα (ένα από τα οποία είναι π.χ. το ευκλείδιο) αν είναι συνεπή ή αντιφατικά. Έχει, π.χ. ενδιαφέρον να συνειδητοποιήσει ποιες εφαρμογές έχει σ’ έναν δισδιάστατο κόσμο (όπου τα δισδιάστατα όντα κατοικούν στην επιφάνεια μιας σφαίρας),το αξίωμα ότι η ευθεία είναι η συντομότερη οδός ανάμεσα σε δυο σημεία: η ευθεία σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ένας κύκλος που διέρχεται απ’ αυτά τα σημεία και το κέντρο του είναι το κέντρο της σφαίρας τους. Φυσικά, στον κόσμο αυτό, δεν υπάρχουν παράλληλες! Ούτε έχει νόημα ότι αν θεωρήσουμε τρία σημεία σε μια ευθεία, το ένα βρίσκεται ανάμεσα στα δυο άλλα, εφόσον βρίσκονται σ’ έναν …κύκλο!
Μαθηματικό, ή μάλλον φιλοσοφικό ενδιαφέρον έχει και η συνειδητοποίηση ότι το ν’ αποδείξεις ότι … κάτι δεν μπορεί ν’ αποδειχτεί είναι εξίσου σημαντικό με το να βρεις την ποθητή απόδειξη. Στη διαμάχη αυτή των μαθηματικών των αρχών του αι. , ο Χίλμπερτ (που παίζει αρκετά βασικό ρόλο στο βιβλίο) ισχυρίζεται στην περίφημη διάλεξή του ότι «είναι αδύνατον να μην υπάρχει η ζητούμενη λύση»! Πρώτη φορά-λέει-στην ιστορία των μαθηματικών τολμούσε κάποιος ν’ αποδείξει την ύπαρξη ενός μαθηματικού αντικειμένου χωρίς να δώσει και τον τρόπο κατασκευής του (σελ. 76-77):
Ο ίδιος ο Χίλμπερτ έγινε φανατικός υποστηρικτής των αποδείξεων υπάρξεως. «Μέσα σε αυτήν την αίθουσα»,μας έλεγε συχνά στις παραδόσεις του, υπάρχει ένας τουλάχιστον μαθητής που έχει στο κεφάλι του περισσότερες τρίχες απ’ όλους τους άλλους. Δεν ξέρουμε ποιος είναι αυτός και δεν υπάρχει πρακτικός τρόπος να το μάθουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει!»
Ο βασικός πυρήνας του βιβλίου στηρίζεται στο πρόβλημα που προφανώς απασχόλησε τη μαθηματική κοινότητα, αν μπορεί να βρεθεί ένας αλγόριθμος που να «αποφαίνεται σε πεπερασμένο πλήθος βημάτων αν ένα συγκεκριμένο πλήθος αξιωμάτων είναι ή όχι πλήρες και μη αντιφατικό, ένας αλγόριθμος που θα εξασφαλίζει τη μη αντιφατικότητα». Αυτό είναι και το όνειρο του φίλου του αφηγητή, αλλά ο χειρότερος εφιάλτης του ίδιου (σελ. 193):
Τα όνειρά του για μια απόλυτα «νοικοκυρεμένη» μαθηματική επιστήμη, ήταν ο χειρότερος εφιάλτης μου. Το θεώρημα της πληρότητας και μη αντιφατικότητας, με το οποίο μας απειλούσε, ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την αισθητική μου αντίληψη για τα μαθηματικά.
Πάνω στο ίδιο θέμα αντιπαράθεσης, προς το τέλος του βιβλίου (σελ. 260):
Ο προσωπικός θρίαμβος του Στέφανου θα σήμαινε και το τέλος των δημιουργικών μαθηματικών. Δεκάδες ατάλαντοι, μέτριοι ερευνητές, θα εξασφάλιζαν την καριέρα τους συντάσσοντας αυθαίρετες συλλογές αξιωμάτων που θα ήλεγχαν μηχανικά τη συνέπειά τους μέσω της μεθόδου του Στέφανου. Τα μαθηματικά από πεμπτουσία της σκέψης θα γίνονταν ένα μηχανικό παιχνίδι ρουτίνας.
Είναι βέβαια εις βάρος της αληθοφάνειας η αναλυτική έκθεση όλης της συλλογιστικής του εγκληματία στην επιστολή του προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Όπως και, γενικότερα, τα κίνητρα του φόνου (και της αυτοκτονίας στη συνέχει, κάποιος θα μπορούσε να τα βρει υπερβολικά, όπως η Μάρη Θεοδοσοπούλου στην κριτική της στο Βήμα. Προσωπικά, έχω υπόψη πολύ … πιο ασήμαντα κίνητρα για φόνο ή ακόμα και γι’ αυτοκτονία (μην ξεχνάμε ότι στην αυτοκτονία έχει προστεθεί ως κίνητρο ο φόνος του φίλου!). Άλλωστε, υπάρχει μια «σύμβαση» στα μυθιστορήματα αυτού του τύπου, τα αστυνομικά, που επιτρέπει τέτοια «παιχνίδια» που υπερβαίνουν δηλαδή τη ρεαλιστική απόδοση, είναι «μες στο παιχνίδι».
Υπάρχουν και κάποια δευτερεύοντα θέματα που τα βρήκα άξια λόγου και …μνείας, όπως τα παράδοξα του Ζήνωνα (σελ.151- ιδιαίτερα αυτό που αφορά τον ταξιδιώτη που διανύοντας μια καθορισμένη απόσταση συρρικνώνεται αναλογικά κι έτσι την βλέπει πάντα ολόκληρη, επομένως δεν φτάνει ποτέ!) αλλά και τα σχόλια του Στέφανου για τον πίνακα του Ιακωβίδη, σελ. 102:
Αυτός ο πίνακας είναι μια σκηνή από τη ζωή μου. Αυτό το σπίτι είναι το σπίτι μου. Οι πιτσιρικάδες είναι οι φίλοι μου. Η γυναίκα είναι η μάνα μου. Ρωτάς αν μου αρέσει. Με συγκινεί. Όταν θα είμαι μόνος στο κρύο μου δωμάτιο, απελπισμένος γιατί έχω κολλήσει στη λύση ενός προβλήματος, θα τον φέρνω στη μνήμη μου και θα μου φτιάχνει το κέφι. Όμως αυτός ο πίνακας δεν είναι … μαθηματικός. Με ηρεμεί, δεν με προβληματίζει. Δεν νομίζω πως θα ξυπνήσω κάποια νύχτα για ν’ ανακαλύψω σ’ αυτόν κάτι που ως τότε μου διέφευγε. Θα τον σκέφτομαι πάντοτε με τρυφερότητα, ποτέ με αμφιβολία.
Σοβαρό είναι και το θέμα που θίγεται στη σελίδα 108, με αφορμή τον …βρωμοχαρακτήρα του …Νεύτωνα!:
Δεν συμφωνούσα. Είμαι κι εγώ αυστηρός στην κρίση μου για τους ανθρώπους. Πιστεύω όμως πως ένα πνευματικό δημιούργημα υπάρχει ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα του δημιουργού του.
Η τελική μου εκτίμηση είναι ότι είναι ένα ενδιαφέρον βιβλίο, κάπως «παιγνιώδες», όπως «παίκτες» είναι και οι λάτρεις της μαθηματικής σκέψης, και είναι πολύ αυστηροί όσοι ισχυρίζονται ότι αμαυρώνεται η ιστορική αλήθεια με τα παραθέματα από την αρχαιότητα, κι ότι παρουσιάζεται η σχολή των πυθαγορείων ως κλίκα εγκληματιών.

Χριστίνα Παπαγγελή

Μιχαλοπούλου Αμάντα, Όσες φορές αντέξεις

Βιβλίο βασικά «εσωτερικό», εφόσον πρόκειται για την περιήγηση- περιπλάνηση (εξωτερική και εσωτερική) μιας γυναίκας «ώριμης», (σαραντάρας) αλλά που «με τα μέτρα της ενηλικίωσης των άλλων δεν είχε περάσει τα είκοσι». Μοναχική, εκκεντρική, με διάφορες εμμονές (π.χ. μαζεύει τα γράμματα των αναγνωστών στις εφημερίδες και τα ταξινομεί). Γνωρίζει λοιπόν σ’ ένα μπαρ τον Τσέχο Ίβο κι αρχίζει ένας σφοδρός έρωτας (που τον αποδίδει με μεγάλη μαεστρία, όχι περιγραφικά, αλλά «επαγωγικά»). Το εμπόδιο της γλώσσας (γερμανικές φράσεις διανθισμένες με τσέχικες λέξεις) στην αρχή φαίνεται να εξυπηρετεί ηθογραφικούς στόχους, αλλά στη συνέχεια αποδεικνύεται ένα γοητευτικό παιχνίδι: γίνεται ένας ολόκληρος κόσμος, ένας σπάνιος κώδικας, προσωπικός, ποιητικός, ουσιαστικός κι ολοκληρωμένος. (σελ. 77: Ένα φιλοσοφικό νηπιαγωγείο, να τι ήμασταν).
(σελ. 60):
- Πού θέλεις να πάμε;
- Παντού.
Η απάντηση του με αναστάτωσε τόσο, ώστε αγκάλιασα τον ορίζοντα με το βλέμμα, για να εντοπίσω αυτό το «παντού». Επειδή δεν ξέραμε τις αποχρώσεις της γερμανικής γλώσσας, χρησιμοποιούσαμε ολοστρόγγυλες λέξεις – πάντα, τίποτα, ναι- και μ’ αυτές κατασκευάζαμε ένα νέο κόσμο όπου όλα ήταν αναπάντεχα και δεσμευτικά
.
(σελ. 37):
Εκείνη τη στιγμή, αν μου έβαζαν στο χέρι ένα σκαλιστήρι, θα μπορούσα να σκαλίσω τ’ αυλάκια ενός οποιουδήποτε στόχου. Αυτό το φαινόμενο ονομάζεται διαύγεια, κι αν το εκμεταλλευτείς κατάλληλα ίσως ευτυχήσεις. Ό,τι δε σου αρέσει το καις, ό,τι ονειρεύεσαι το έχεις.
Αυτός ο μικρόκοσμος έσβησε όταν ο Ίβο αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του. («Τόσα μισοαρχινισμένα μαθήματα γραμματικής είχαν θρυμματίσει τη σύνταξη όχι μόνο της φράσης, αλλά και του κόσμου»). Έτσι, η «μούι μπρόουτσκου» ξεκινά ένα ταξίδι περιπλάνησης- αναζήτησης στην Πράγα (οικογένεια του Ίβο), Μόναχο, (όπου φιλοξενείται από την φράου Έρικα), Γενεύη και Μαδέρα, στα ίχνη του αγαπημένου της, ο οποίος, όπως στο τέλος αποκαλύπτεται, είναι μπλεγμένος σ΄ένα οικογενειακό μυστήριο.
Η πλοκή σε κάποια σημεία είναι παρατραβηγμένη, εξεζητημένη, αλλά σώζεται από το κάπως ποιητικό, ανάλαφρα γλυκόπικρο ύφος. Όπου αναζητιέται ο παράδοξος ρόλος των αντικειμένων, οι σχέσεις των συμπτώσεων, το νόημα των αιφνιδιασμών, αλλά όλα αυτά μ’ ένα ποιητικό περίβλημα.
Η πρωταγωνίστρια, μετά απ’ την ατέλειωτη σωματική και ψυχική περιπλάνηση, βρίσκει επιτέλους τον Ίβο, βουτηγμένο μέσα σε μια τραγική παραδοξότητα [κουφή πλοκή: έχει ανακαλύψει ότι είναι αδελφός μιας συγγραφέως (Γκρέτε Σάμσα) για την οποία ισχυρίζονται οι κριτικοί ότι είναι …μετενσάρκωση του Κάφκα κι έχει δημιουργήσει σάλο, αλλά όταν πάει να τη συναντήσει, τη χτυπά με το αυτοκίνητο κι αυτή περιέρχεται στην κατάσταση …φυτού για πολύ καιρό, τελικά επιβιώνει!!!]. Απλώς τον αγγίζει (από πίσω) και:
Άρχισα να πισωπατώ πανικόβλητη, ξενυχιάζοντας μερικούς θεατές, εισπράττοντας αγκωνιές και βρισιές. Ξέφυγα απ’ το πλήθος κι ακούμπησα λαχανιάζοντας στον κορμό ενός δένδρου. Γιατί ήρθα μέχρι εδώ για να τον βρω, αφού έκανα ό, τι περνούσε από το χέρι μου για να τον χάσω; Στάθηκα στην άκρη του γκρεμού κι ύστερα καταντροπιασμένη απ’ την ίδια μου τη δειλία, αποφάσισα να μην πηδήξω.
Και…
Αφού δε μπορούσα να πολεμήσω τη ματαιότητα, της έκανα μικρές υποκλίσεις…
Το βιβλίο δεν τελειώνει με την τελευταία φράση της συγγραφέως: «Τώρα μπορώ να επιστρέψω πια σ’ ένα οποιοδήποτε σπίτι». Ακολουθεί ένα επίμετρο (πλαστό),- κριτική απέναντι στο βιβλίο που προηγήθηκε, που υποτίθεται ότι το έγραψε η …αληθινή Γκρέτε Σάμσα. Δε νομίζω ότι πρόσθεσε τίποτα αυτή η προσθήκη, δε θυμάμαι τίποτα ενδιαφέρον, νομίζω ήταν περιττό.

Χριστίνα Παπαγγελή

Νικολαϊδη Νίκου, Ο οργισμένος Βαλκάνιος

Βιβλίο «σκληρό», με κεντρικό ήρωα ένα «σκληρό καρύδι», τσαμπουκά μηχανόβιο, που δουλεύει όλη τη βδομάδα και ζει για το Σαββατοκύριακο, οπότε ξεφαντώνει σε μπουρδέλα, φλιπεράκια, και μπαρ. Μέχρι που γνωρίζει … την Τερέζα, ιδίου μήκους κύματος (που πουλάει κρυφά το κορμί της και γενικώς ψάχνεται κι αυτή!!) και αποφασίζουν να την «κάνουν» μαζί.
Παρόλη την ωμότητα των σκηνών και την κυνικότητα των ηρώων (ίσως ακριβώς γι’ αυτό), το βιβλίο σε μεταφέρει σε μια πραγματικότητα υπαρκτή, υποβάλλει μια ατμόσφαιρα αληθινή. Έχει ρυθμό και ζωντανούς διαλόγους, σασπένς, χιούμορ και πικρό ρεαλισμό. Ο συναισθηματικός κόσμος του Φάνη και της Τερέζας, παρότι σκληρός είναι διάφανος. Βασική η σκηνή στη φυλακή για την ανάδειξη της ψυχοσύνθεσης του Φάνη (αν και φαινομενικά είναι ξεκρέμαστη).
Η σύγκρουση και επανασύνδεση με την Τερέζα, πολύ διάφανη, ψυχολογημένη, ουσιαστική. Έρωτας, παιχνίδι, ακρότητες, απελπισία και χιούμορ στις σωστές δόσεις. Η στημένη από την Τεράζα ληστεία, για να διασωθεί το γόητρο του Φάνη, ευφυέστατη, άλλωστε με κόστος για την ίδια (εφόσον «έκλεψε» τον πατέρα της).
Στοιχεία ιδιόμορφου «ήθους» όπως στη σελίδα 192:
Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Γύρισε μετά και την κοίταξε:
- Εντάξει, όμορφα τα λες, αλλά βρε παιδάκι μου, άλλο να χτυπήσεις τράπεζα κι άλλο μπακάλικο. Είναι ξεφτίλα, καταλαβαίνεις;

Προυστ Μαρσέλ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο

Η πρώτη αίσθηση αρχίζοντας αυτό το βιβλίο, είναι ότι μπαίνεις σ’ ένα διαφορετικό κόσμο, έναν διαφορετικό τρόπο αντίληψης, πρόσληψης της πραγματικότητας. Αν είσαι ανέτοιμος, δυσκολεύεσαι και σε κουράζει. Το γράψιμο σού επιβάλλει έναν συγκεκριμένο ρυθμό, ένα είδος αφοσίωσης και αυτοσυγκέντρωσης. Ο αφηγητής είναι ο κεντρικός ήρωας, η συνείδηση μέσω της οποίας πλάθονται τα «γεγονότα», ή μάλλον ο κόσμος. Γρήγορα καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία: πρόκειται για ένα υπερευαίσθητο, φιλάσθενο παιδί, μοναχικό, που υποφέρει εξαιρετικά όταν δεν τον καληνυχτίζει π.χ. η μητέρα του με το καθιερωμένο φιλί, που βρίσκεται σε απόσταση από τον ασταθή πατέρα, που τον συνοδεύουν στις βόλτες, δεν τον αφήνουν να πάει στο θέατρο μήπως και κουραστεί κ.λ.π.
Υπάρχει ένας σκελετός, και μάλιστα αρκετά «γήινος», (ποτέ δηλαδή οι ιδέες δεν είναι ξεκομμένες, πάντα είναι σε σχέση με κάποιο περιστατικό, ή μάλλον με κάποια εικόνα) όπου , βέβαια, η μοναδικότητα του ύφους έγκειται στο ότι η «μάτια» του ήρωα, υπερευαίσθητη, διεισδυτική, συνθετική, μεταμορφώνει και δίνει ουσία στις πιο απίθανες λεπτομέρειες, στις πιο άσημες αποχρώσεις. Πρώτη φορά συνειδητοποίησα, μέσω του βιβλίου αυτού, ότι μπορεί να υπάρξει αντιστοιχία ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική. Όχι γιατί οι περιγραφές του Προυστ «ζωντανεύουν έναν πίνακα», είναι δηλαδή παραστατικές και ολοκληρωμένες (πράγμα που μπορεί και να ισχύει), αλλά γιατί σου δίνουν μια νέα προοπτική, φωτίζουν συγκεκριμένες σχέσεις, είναι σαν να βλέπεις τον κόσμο μέσα από ένα συγκεκριμένο φίλτρο. Οι λεπτομέρειες όπου εστιάζει η αφήγηση είναι μερικές φορές απίστευτες, και, αν δεν ακολουθείς τον επιβαλλόμενο ρυθμό, αγγίζουν τα όρια της εκζήτησης- κοινώς το παρατραβάει. Αν, δηλαδή, διαβάζεις «διαγώνια», με στόχο να παρακολουθείς τη βασική «πλοκή», τότε το βιβλίο σου φαίνεται βαρύ και κουραστικό- αν όμως δεν αφήνεις κενά και παρακολουθείς όλους τους μαιάνδρους των λέξεων με την ίδια βαρύτητα, μένεις εκστατικός μπροστά στη σύνθεση των εννοιών, των εικόνων, των σχέσεων, νιώθεις να «γεμίζεις» από τη μεστότητα της ουσίας.
Για να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου περί λογοτεχνίας- ζωγραφικής, το έργο μου έδωσε μια αίσθηση ιμπρεσσιονιστική: σημασία δεν έχει αυτή – καθαυτή η ιστορία- πλοκή, δεν δίνει καθόλου βάρος στη ρεαλιστική- αντικειμενική εξιστόρηση. Είναι φανερό, δηλαδή, ότι αυτού του είδους η θεώρηση δεν έχει καθόλου σημασία. Υπάρχει ένα περίγραμμα πραγματικότητας (δηλαδή δεν έχουμε φανταστικό ή ονειρικό πλαίσιο), αλλά σαφώς ιδωμένο μες από τις υπερευαίσθητες κεραίες του αφηγητή ή, σπάνια, του απρόσωπου συγγραφέα. Αυτός θυμάται, φωτίζει σχέσεις, μεταβαίνει απ’ το παρόν στο παρελθόν κι ανάποδα, εξαντλεί μια εικόνα, την ίδια, σ’ όλα τα χρονικά επίπεδα της μνήμης, καταδεικνύοντας την πολύπλευρη διάστασή της και τη σχετικότητά της.
Διάβασα τους τρεις πρώτους τόμους του έργου, δηλαδή σχεδόν το μισό. Ομολογώ ότι, παρά τον ενθουσιασμό μου, ειδικά μέχρι και τον δεύτερο τόμο,στη συνέχεια με …κούρασε. Η ατμόσφαιρα εξαντλείται στο βαρύ μεγαλοαστικό κλίμα της οικογένειας του Προυστ, εμπλέκονται κάποια ιδεολογικά στοιχεία με τη βασιλεία και τη μοναρχία που βαριόμουνα να παρακολουθήσω, και, έχω την εντύπωση, ότι, όπως στο «Μαγικό βουνό» του Τόμας Μαν, το ύφος εφόσον ακοπουθέι στενά τη συνείδηση του αποκλίνοντος και νοσούντος ήρωα, γίνεται κι αυτό όλο και πιο σκοτεινό και νοσηρό.