Κυριακή, Φεβρουαρίου 11, 2024

Δρολάπι, Ευάγγελος Αυδίκος

Είμαστε λαθραίοι στη ζωή.
Ξεφύγαμε απ’ τον θάνατο, μας αγνοεί η ζωή.
Ο νόμος μάς εντόπισε, είναι σκληρός όταν θέλει.
Αλλιώς τον περιμέναμε.
Να ανοίξει την πόρτα του σκοταδιού,
να μας δανείσει φως.
     Δυνατό ανεμόβροχο με χαλάζι και πιθανώς καταιγίδα, ομίχλη, σύθαμπο, δυνατή βροχή είναι οι εικόνες που συνοδεύουν σαν σκηνικό την πλοκή αυτού του τρυφερού μυθιστορήματος, αλλά το δρολάπι (υδρολαίλαψ= βρόχινη λαίλαπα) γίνεται και συμβολικό δομικό στοιχείο, εφόσον η ζωή των ηρώων έρχεται «τα πάνω κάτω» σαν χτυπημένη από καταιγίδα, στην σύγχρονη εποχή της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας.
     Η παράξενη τεθλασμένη πορεία των έξι βασικών προσώπων του μυθιστορήματος που η ζωή/τύχη τούς έφερε κάποια στιγμή κοντά, είναι η αφορμή για να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας ερωτήματα σχετικά με τη μνήμη, την ταυτότητα, την αξιοπρέπεια, τη μοίρα του ανθρώπου και το «νόημα» να παραμένεις «άνθρωπος». Παράλληλα, καυτά κοινωνικά ζητήματα της πρόσφατης νεοελληνικής ιστορίας (άστεγοι, ρακοσυλλέκτες, νεοφασίστες, φράχτης του Έβρου, ανεμογεννήτριες κ.α.) έρχονται στο προσκήνιο, ή μάλλον, αποτελούν τον καμβά της πλοκής, επισημαίνοντας τις ιδιαίτερες αντιθετικότητες του σύγχρονου κόσμου.
     Αρχικά ο αναγνώστης γνωρίζει την Αρσινόη και τον Λυσίμαχο, ανθρώπους χωρίς… ταυτότητα (τα ονόματά τους είναι συμβατικά/καλύτερα από το όνομα που είχε η καρτέλα ασθενείας τους, Γ1 και Δ1), ή καλύτερα χωρίς παρελθόν, εξαιτίας ενός καθοριστικού αυτοκινητιστικού δυστυχήματος στην Β. Ελλάδα, στην Ασπροβάλτα, που άφησε την μεν Αρσινόη χωρίς καθόλου μνήμη παρελθόντος, τον δε Λυσίμαχο σε αναπηρικό καροτσάκι, με σοβαρότερα προβλήματα υγείας, χωρίς μνήμη αλλά και χωρίς καν τη δυνατότητα ομιλίας. Καθώς το αυτοκίνητο έπιασε φωτιά, όλα τα αρχεία (ταυτότητες, βιβλιάρια κλπ) καταστράφηκαν. Κανένας δεν τους αναζήτησε και κανένας δεν τους αναγνώρισε, ενώ παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τις προσπάθειες της Αρσινόης -βασικά- να προσαρμοστεί μαζί με τον -μάλλον- σύντροφό της σ’ έναν άγνωστο κόσμο, στη Θεσσαλονίκη όπου βρέθηκαν προσωρινά μετά τη νοσηλεία στη ΜΕΘ, με γιατρούς, ψυχολόγο και δικηγόρο. Ενδεικτική των δυσκολιών η πληροφορία του δικηγόρου ότι «το εφετείο απέρριψε την αγωγή» γιατί δεν τους αναγνωρίζει ως άτομα, δεν έχουν ταυτότητα και δεν υπάρχει ληξιαρχική πράξη (δεν έχετε υπόσταση)!
     Ένας άξονας λοιπόν που απολαμβάνει ο αναγνώστης -καθώς οι διαφορετικές προσωπικές ιστορίες των έξι ατόμων πλέκονται αντιστικτικά, ή μάλλον ιμπρεσιονιστικά, με πολλά φλας μπακ και μεταφορές σε διαφορετικούς τόπους- είναι η αναγέννηση των δύο βασικότερων, κατά τη γνώμη μου, ηρώων από το σκοτάδι της πλήρους «ανυπαρξίας» σε μια νέα ζωή. Είναι άλλωστε ο άξονας που συντηρεί το βασικό μυστήριο (ποια είναι η προσωπική τους ιστορία, το παρελθόν τους) αλλά και το ψυχολογικό ενδιαφέρον, πώς δηλαδή μπορούν να επιβιώσουν και να κοινωνικοποιηθούν άτομα «χωρίς υπόσταση», χωρίς μνήμη... (είχε την αίσθηση πως βίωνε μια νέα παιδική ηλικία). Παρακολουθούμε π.χ. τις προσπάθειες των δύο να μάθουν τη νοηματική γλώσσα, ή να βρουν λύση στην σεξουαλική ενόρμηση που έχει ανασταλεί, κλπ κλπ.
     Αρχικά, η έλλειψη χρημάτων προστίθεται στις κινητικές και σωματικές δυσκολίες, αυξάνοντας το άγχος της Αρσινόης, που σήκωσε το βάρος της ευθύνης και για τους δυο. Στο σούπερ μάρκετ δεν μπόρεσε να δουλέψει μόνιμα, λόγω του ότι χωρίς ταυτότητα ήταν ανασφάλιστη· για τον ίδιο λόγο δεν μπόρεσε να την κρατήσει ο Λευτέρης ο ψυχολόγος στο γραφείο του όπου την κάλεσε χαριστικά (θα είστε οι πελάτες μου, αυτό να το έχεις υπόψη/η φράση που αναβόσβηνε σαν το κίτρινο φανάρι, σταθερά κι επανειλημμένα. Είστε λαθραίοι, τους υπενθύμιζε, μην το ξεχνάτε. Υπάρχετε χάρη στην ελεημοσύνη των άλλων. Παρασύρθηκε στο σούπερ μάρκετ, πίστεψε πως δεν διέφεραν. Ήρθε όμως η επίσημη πολιτεία να τους τοποθετήσει εκεί που ανήκαν. Σ’ αυτούς που δεν είχαν ταυτότητα). Μετά από σύντομη θητεία στην κάστα των ρακοσυλλεκτών (τους άρεσε η δουλειά, γνώρισαν νέους φίλους) δέχονται να πάνε στο Κανάλι της ορεινής Λευκάδας, να δουλέψουν στην ταβέρνα των γονιών του Λευτέρη.
     Από το Κανάλι στον Παντοκράτορα της Λευκάδας, κι από κει εκδρομή για κοινωνικούς λόγους (με τη συμβουλή του ψυχολόγου) στα Τζουμέρκα, κι η ζωή τους αρχίζει να παίρνει έναν ρυθμό, αλλά ουσιαστικά να τέμνεται με τη ζωή των άλλων ηρώων/ίδων του μυθιστορήματος. Η γνωριμία με τον Κώστα και την Ρήνα (που παλιά ήταν Ιρένε και στο αφηγηματικό «τώρα» ζει με τον Κώστα), αποβαίνει μοιραία για την εξέλιξη των δύο. Τα Τζουμέρκα άλλωστε, ο Άραχθος ποταμός και οι φουσκονεριές του, είναι ο τόπος όπου διαδραματίζεται ένα άλλο κομβικό επεισόδιο του μυθιστορήματος: καθοριστικό και πραγματικό ιστορικό γεγονός, η κατάρρευση του Γεφυριού της Πλάκας μια θυελλώδη μέρα του Φλεβάρη του 2015[1], όπου μάρτυρες του συνταρακτικού γεγονότος έγιναν ο Κώστας, πάντα ακραία παράτολμος και απρόβλεπτος, και η Αρσινόη που αψήφησε τις επικίνδυνες συνθήκες και τον ακολούθησε στην τρομερή καταιγίδα που φούσκωνε τον Άραχθο και ταρακούναγε τη γέφυρα (η ίδια αργότερα δεν μπορούσε να δώσει απάντηση στην απορία, επικαλέστηκε μια εσωτερική δύναμη, κάτι σαν ανεμόβροχο της ψυχής που την παρέσυρε να επιχειρήσει την έξοδο).
     Ήδη όμως με άλματα στον χώρο και τον χρόνο έχουμε γνωριστεί και με τα υπόλοιπα πρόσωπα: Ο Κώστας έχει καταγωγή από την Ροδόπη από οικογένεια Σαρακατσάνων/βοσκών, και ενώ σπούδασε Νομική στην Κομοτηνή, με την κρίση απολύθηκε από την δικηγορική εταιρεία όπου δούλευε στην Αθήνα και βρέθηκε να ζει άστεγος. Παρακολουθήσαμε τις προσπάθειες να οργανώσει τη ζωή του στους δρόμους (διάβασμα με βιβλία που βρίσκει στα σκουπίδια, πώληση του περιοδικού Σχεδία, υιοθεσία του σκύλου Θαλή) ενώ η συμμετοχή του στο συλλαλητήριο για το μνημόνιο που κατέληξε στην πυρκαγιά στην τράπεζα Marfin σηματοδοτεί την αρχή μιας διαφορετικής πορείας. Γιατί εκεί θα συναντήσει την Ιρένε/Ρήνα η οποία εκεί γνώρισε τον Κώστα κι άλλαξε φύλλο η ζωή της.
     Μα και η Ιρένε έχει μια ανάλογη δαιδαλώδη πορεία στη ζωή της: την πρωτοβλέπουμε ως δημοσιογράφο με εξεζητημένη εμφάνιση (ψηλά τακούνια, κατακόκκινα χείλη κλπ), να αντιμετωπίζει με σνομπισμό την ατημέλητη ερευνήτρια Μίκα αλλά μαθαίνουμε στη συνέχεια (με τον αντιστικτικό τρόπο που αναφέραμε) ότι γεννήθηκε στην Βουλγαρία σε οικογένεια πολιτικού πρόσφυγα (με καταγωγή από την Πίνδο, είχε εκεί σε κάποιο χωριό ένα μικρό σπιτάκι) και τις τραγικές μέρες που πάσχιζε για τον επαναπατρισμό του νεκρού πατέρα της (από την Βουλγαρία) ένιωσε το κύμα του καταναλωτισμού, που είχε βέβαια στερηθεί, να την κατακυριεύει (της άρεσε να περπατάει στους κεντρικούς δρόμους, εκστασιαζόταν με τις λαμπερές βιτρίνες, ένας κόσμος που τον στερήθηκε στη Σόφια/ αν είχε τη δυνατότητα θα φόρτωνε ένα φορτηγό με φορέματα, τσάντες και παπούτσια, να φοράει κάθε μέρα κάτι διαφορετικό, να κερδίσει ό, τι δεν απόλαυσε). Η σύγκρουση με τον ιδεολόγο πατέρα γίνεται αναπόφευκτη αλλά ο θάνατός του ήταν μια λύτρωση (αμέσως όσα την καταπίεζαν χύθηκαν στο πεζοδρόμιο, οι υποχρεώσεις, το δάχτυλο που υψωνόταν απειλητικά). Η συμμετοχή της σε μια εκπομπή ως κόρη πολιτικού πρόσφυγα την οδήγησε σε γραφείο υπουργού ο οποίος την προσέλαβε ως γραμματέα και εκπρόσωπό του, παρέχοντάς της πολύτιμες εμπειρίες. Όταν όμως ο υπουργός στιγματίστηκε κι αποσύρθηκε, για την Ιρένε, που ήταν δημοφιλής πια, άνοιξε η πόρτα προς την δημοσιογραφία. Η δημοσιογραφία είναι ο καινούριος της δρόμος χάρη στον οποίο θα γνωρίσει την Μίκα, και αργότερα τον Κώστα (στην πυρκαγιά στο Μάρφιν) όπου θα αλλάξει ρότα η ζωή της, για άλλη μια φορά. Θα «μετονομαστεί» σε Ρήνα, και δίπλα στον Κώστα θα γίνει πιο απλή και θα έρθει πιο κοντά στη φύση.
     Η Μίκα αμερικανικής καταγωγής με γιαγιά Ελληνίδα, παππού Ιρλανδό (βλέπουμε και την εκεί οικονομική κρίση) και πατέρα Βραζιλιάνο έχει σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο Οχάιο με άριστα και ασχοληθεί στο διδακτορικό της με τη μετανάστευση μεταξύ Λατινικής Αμερικής και ΗΠΑ, ενώ ως μέλος ΜΚΟ δούλεψε μια χρονιά για την προστασία του Αμαζονίου, με λαμπρά αποτελέσματα. Η προϋπηρεσία της αυτή την έκανε το κατάλληλο πρόσωπο για να ταξιδέψει στην Αθήνα, να κάνει έρευνα για τα σύνορα και τη μετανάστευση. Συγκεκριμένα, η ΜΚΟ της νοίκιασε αυτοκίνητο να πάει στον Έβρο, να «στείλει άρθρα» γιατί είχε αρχίσει στην Αμερική να υπάρχει ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για την μετακίνηση προσφύγων και μεταναστών από τις χώρες της Ασίας. Μαζί της θα ταξίδευε η Ιρένε, ως ανταποκρίτρια της ελληνικής εφημερίδας, κι έτσι γνωρίστηκαν.
     Η «ζωντανή Μπίμπι Μπο» λοιπόν, η Ιρένε, που ξεχειλίζει από ενέργεια, που αφηγείται ωραία και υπερασπίζεται με πάθος τις απόψεις της γοητεύει την Μίκα, που είναι απλή, συνεσταλμένη και ατημέλητη, με μοναδικό έρωτα την δουλειά της (είμαστε διαφορετικές, αλλά μ’ αρέσεις, είσαι τυπάκι). Στο κοινό τους ταξίδι, καθώς περνάνε από την Ασπροβάλτα, η Ιρένε θυμάται «κάποιο τρομερό δυστύχημα» στην Ασπροβάλτα, στο πρώτο της ταξίδι στην Ελλάδα από τη Σόφια για τη διπλωματική της εργασία. Το σοκ τότε ήταν τόσο μεγάλο, που η Ιρένε δεν μπόρεσε να συνεχίσει την εργασία της στην Ελλάδα.
     Η μοιραία αυτή σύμπτωση, της παρουσίας της Ιρένε στο δυστύχημα που στέρησε τη μνήμη των δύο ηρώων (Αρσινόης και Λυσίμαχου) θα είναι το τρίτο κομβικό επεισόδιο γύρω από το οποίο χτίζεται το μυθιστόρημα, κι ο υποψιασμένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι αυτή η σύμπτωση κρατάει και το κλειδί των αναπάντητων ερωτημάτων.
     Μέσα από τις απλές βιογραφίες των προσώπων βλέπουμε να περνάει η σύνθεση της νεοελληνικής κοινωνίας (πολιτική προσφυγιά, μετανάστευση στην Αμερική, συνέπειες οικονομικής κρίσης, απολύσεις, υποβάθμιση περιβάλλοντος), ενώ καθοριστικό ρόλο παίζει όχι μόνο η έντονη παρουσία της φύσης με τις βροχές και τις φουσκονεριές, τις ομίχλες μέσα κι έξω, τη θάλασσα και τα κύματα, τα δέντρα αλλά και η συντροφιά των ζώων… Η Αρσινόη συνομιλεί με τα σπουργίτια και δένεται με το κοράκι («Αίσωπο») που επισκέπτεται το σπίτι στη Θεσσαλονίκη, ο Κώστας αγαπάει τόσο το κατσικάκι του που σχεδόν διακινδυνεύει τη ζωή του για να το σώσει, ο σκύλος Θαλής είναι μια πολύτιμη συντροφιά του όσο είναι άστεγος. Ίσως αυτός είναι κι ένας εσωτερικός δεσμός των ηρώων, η αγάπη για τη φύση, κι ο λόγος που θα ξαναβρεθούν και οι έξι (στην παρέα έχει προστεθεί κι ο τεχνοκράτης Κρις, ο σύντροφος της Μίκα), πέντε χρόνια μετά την κατάρρευση της γέφυρας, στα Τζουμέρκα, όπου ζουν μόνιμα πια η Ρήνα με τον Κώστα (Ρηνούλα, το δικό μας φως γινόταν όλο και πιο σκούρο στην Αθήνα, είχαν απέλθει τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος, ήρθαμε εδώ για να ξανασυναντήσουμε το φως, το θυμάσαι αυτό;).
     Η εξέλιξη των δυαδικών σχέσεων Ρήνας- Κώστα, Κώστα-Αρσινόης, Μίκας-Ρήνας αλλά και της παρέας στο σύνολό της θα οδηγήσει σε αποκαλύψεις, σε βήματα που οδηγούν στην «αναγνώριση» και ουσιαστικά στην «λύση» και στην κάθαρση. Η Αρσινόη και ο Λυσίμαχος αναδεικνύονται ως θύματα όχι μόνο μιας άτυχης συγκυρίας, αλλά και της κοινωνικής μέγγενης που στραγγαλίζει την ελεύθερη επιλογή της ταυτότητας. Η αποκάλυψη του παρελθόντος τους δεν θα επιλύσει ακριβώς το ζήτημα της ταυτότητας, αλλά θα θέσει επί τάπητος άλλα καίρια επίκαιρα ζητήματα που αφορούν τη ζωή που προχωρά προς τα μπρος.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://www.sansimera.gr/articles/888

1 σχόλιο:

evangelosavdikos.blogspot είπε...

Ευχαριστώ , κυρία Παπαγγελη, για την τιμή της Ανάγνωσης κσι της ευαισθησίας σας.Ε.Αυδικος