Τα πράγματα δεν χρειάζεται να τα
προσέχουμε
για να είναι όμορφα και αληθινά.
Ούτε τις πράξεις.
Συναρπαστικό κι ευρηματικό κι
αυτό το μυθιστόρημα του μεγάλου Γερμανού συγγραφέα, στου οποίου τα βιβλία, όπως
γράφει και η anagnostria, «σε όλα σχεδόν, όποιο κι αν είναι το κύριο θέμα, πάντα παρεισφρέει,
άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, η αναφορά στο γερμανικό παρελθόν. Σαν να
αισθάνεται να τον βαραίνει μια ενοχή για την οποία θέλει να εξιλεωθεί. Σαν να
κουβαλάει τη συλλογική ευθύνη του έθνους του από την οποία θέλει να το
απαλλάξει».
Η Όλγα, μια έξυπνη και
αυτόνομη γυναίκα, υπήρξε κατεξοχήν θύμα των ιστορικών συγκυριών στις οποίες
βρέθηκε. Οι δυο άντρες που αγάπησε, ο εραστής της και ο γιος της, ήταν αυτοί
που κυνήγησαν με κόστος ζωής το «γερμανικό» όνειρο, το συλλογικό φαντασιακό
αρσενικής κυριαρχίας που κυριαρχούσε στη γερμανική επικράτεια τον 20ο
αιώνα, πριν ακόμα καλά καλά ανακηρυχθεί το Γερμανικό Ράιχ (1871) και ο Μπίσμαρκ
συνενώσει σε μια εθνότητα τα σκόρπια γερμανικά φύλα. Έχοντας γερή συναισθηματική
κράση, αποφασιστικότητα, θέληση και
εξυπνάδα που καλλιεργείται με την αγάπη της στη γνώση, κυρίως όμως «καθαρή
ματιά», βρίσκει κάθε φορά το δρόμο της μέσα στις δύσκολες ανατροπές της
ιστορίας, χωρίς να χάνει τον εαυτό της.
Η δομή έχει πρωτοτυπία που
είναι οργανικά συνδεδεμένη με το περιεχόμενο. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη,
εκ των οποίων το πρώτο είναι «αντικειμενικό», περιγραφικό και αποστασιοποιημένο
ενώ το δεύτερο και το τρίτο προχωρούν όλο και πιο βαθιά στην υποκειμενική,
προσωπική, συγκινησιακή οπτική του βιώματος.
Στην αρχή λοιπόν, ο
παντογνώστης συγγραφέας, στο απωθητικό τρίτο ενικό και με ύφος ιδιαίτερα
«αναφορικό» μας δίνει το βιογραφικό των δύο ηρώων της Όλγας και του Χέρμπερτ
που βιώνουν έναν εξαιρετικό, παιδικό/εφηβικό έρωτα, στις αρχές του 20ου
αιώνα, στη σημερινή Β. Ανατολική Γερμανία (Πομερανία)[1]. Καθώς
μεγαλώνουν διακρίνεται έντονη η ταξική διαφορά, εφόσον η Όλγα, ορφανή από πολύ
μικρή μεγαλώνει φτωχικά με τη γιαγιά της, ενώ ο Χέρμπερτ, γιος
παρασημοφορημένου στρατιώτη με το μετάλλιο του Σιδηρού Σταυρού, ανήκει σε
οικογένεια γαιοκτημόνων που νιώθουν υπερήφανοι για τη Γερμανία, τη νεοσύστατη
αυτοκρατορία[2] και τον
νέο αυτοκράτορα. Ήδη από την περιγραφή του συγγραφέα νιώθουμε τις διαφορές που
οδηγούν σε χάσμα ανάμεσα στους δυο ήρωες: η Όλγα θέλει να κρατήσει το σλαβικό
της όνομα, θέλει να μορφωθεί, θέλει να γίνει δασκάλα, και διαβάζει με ακόρεστη
φιλοπεριέργεια ό, τι βρεθεί στο δρόμο της εφόσον είναι αυτοδίδακτη. Ακολουθεί
τον δρόμο της μόρφωσης έχοντας εμπόδιο τη γιαγιά της (θα ήθελα πολύ να την είχα αγαπήσει, αν με άφηνε να την αγαπήσω),
και με απίστευτες στερήσεις (ήταν διατεθειμένη
να διανύει κάθε πρωί με τα πόδια την απόσταση των επτά χιλιομέτρων μέχρι το Ανώτατο
Παρθεναγωγείο κλπ), ενώ ο ματαιόδοξος
Χέρμπερτ, που δεν ήθελε να είναι απλώς
ένας Σρέντερ ανάμεσα στους πολλούς, κάνει ασκήσεις ιπποτισμού, ακολουθεί
κατ’ οίκον διδασκαλία, εκπαιδεύεται να είναι γαιοκτήμονας, και δεν του αρέσουν
τα βιβλία. Κι όταν ενηλικιώνεται παρουσιάζεται στη Φρουρά του Συντάγματος
Πεζικού.
Παρόλ’ αυτά, η επικοινωνία
που άρχισε από την παιδική ηλικία και άνθισε μέσα στη μοναξιά της εφηβείας
είναι αξιοζήλευτη. Οι συναντήσεις γίνονται στη φύση, στο βουνό, όπου η Όλγα
καταφεύγει για να έχει ησυχία στο διάβασμα. Είναι δυο παιδιά με μεγάλα όνειρα
για τη ζωή, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους
αλλά αυτό είναι ίσα ίσα που τους δένει. Η επικοινωνία τους βασίζεται και
στον διάλογο, και αποκτά και μεταφυσική διάσταση, εφόσον ο Χέρμπερτ δηλώνει ότι
είναι άθεος κι αναρωτιέται για το άπειρο, προοιωνίζοντας έτσι την αγάπη του για
την απεραντοσύνη και τα ταξίδια που εγκυμονούσε το μυαλό του.
Η ενηλικίωση τους συμπίπτει
με την αλλαγή του αιώνα και τους βρίσκει σε διαφορετικά πόστα: η Όλγα μετά την
φοίτηση στην Παιδαγωγική ακαδημία γίνεται δασκάλα κι εργάζεται (πρωτοποριακό
για την εποχή), ενώ ο Χέρμπερτ είναι στη Φρουρά, γοητεύεται απ τις εθνικιστικές
ιδέες (επιτέλους η Γερμανία καταλάμβανε
στον κόσμο τη θέση που της άξιζε) και κατατάσσεται στη δύναμη προστασίας
της Γερμανικής Νοτιοδυτικής Αφρικής. Πλαγιάζουν μαζί μετά από τρία χρόνια
ερωτικών παιχνιδιών, παρόλο που η Όλγα αποδοκιμάζει την κατάταξή του στη δύναμη
«προστασίας» (τι γύρευε λοιπόν εκεί; Τι
κακό του είχαν κάνει οι Χερέρο;)[3]Εντωμεταξύ,
με πρωτοβουλία της φθονερής αδελφής του Χέρμπερτ, η Όλγα μετατίθεται στο τέλος του κόσμου , στο Τιλσίτ, που
βρίσκεται στην τότε Ανατολική Πρωσία, σημερινή ΒΔ. Πολωνία, σύνορα με Λιθουανία
(!). Ενώ η Όλγα επιδίδεται με χαρά και προοδευτικό πνεύμα στη διδασκαλία και σε
πάμπολλες δραστηριότητες (κήπος, χορωδία, μουσικά όργανα, κοντσέρτα), και
δένεται με ένα μικρό αγοράκι του χωριού, τον Άικ, ο Χέρμπερτ είναι απών
(γενοκτονία των Χερέρο). Η Όλγα βέβαια ταυτίζεται με την άποψη των
σοσιαλδημοκρατών που απέρριπταν τις αποικίες, αλλά αρνιόταν να φανταστεί ότι ο Χέρμπερτ συμμετείχε σε «αναπόφευκτες»
θηριωδίες. Δεν παραπονιέται που δεν βλέπει τον Χέρμπερτ: μέσα της έλεγε ότι αγάπη δεν σημαίνει μόνο
παρουσία, αλλά και το να προσφέρει ο ένας στον άλλον τον εαυτό του.
Οι συναντήσεις τους είναι
λιγοστές, οι ιδεολογικές διαφορές κρέμονται στον αέρα, η Όλγα παραμένει
ανεπιθύμητη στο περιβάλλον του Χέρμπερτ (οι οποίοι κλασικά του ετοιμάζουν
κάποια άλλη για νύφη), κι ενώ αρχίζει ο αναγνώστης να διακρίνει καθαρά πια το ιδεολογικό βάραθρο που υπάρχει
ανάμεσα στους δυο ερωτευμένους, αν κι αυτοί βρίσκονται μέσα στη δίνη της
ιστορίας, δεν γνωρίζουν τι θα ακολουθήσει και δεν μπορούν καν να το φανταστούν.
Όμως, και για τον αναγνώστη υπάρχει ανατροπή. Γιατί δεν ακολουθεί τον δρόμο του
εθνικισμού ο Χέρμπερτ, όπως θα υποψιαζόμασταν πολύ σωστά! Η μεγαλομανία του
προχωρά ακόμα πιο πέρα, στη ρομαντική κατάκτηση της Αρκτικής κι έτσι δεν
προλαβαίνει να ζήσει τον γερμανικό ιμπεριαλισμό (όπου ασφαλώς θα προσχωρούσε
ασμένως). Μετά από αναγνωριστικά ταξίδια σε Αργεντινή, Βραζιλία, Σιβηρία (!)
κ.α., όπου χάνεται μέσα σε αχανείς
ερημικές εκτάσεις, του καρφώνεται η ιδέα να ηγηθεί μιας νέας αποστολής της Γερμανίας
στην Αρκτική, εκπληρώνοντας το όνειρο της γερμανικής τόλμης, του γερμανικού
ηρωισμού κλπ κλπ γιατί… Γερμανία,
Γερμανία υπεράνω όλων (Όλγα: Εσύ τι γυρεύεις εκεί;).
Ο Χέρμπερτ ξεκινά το ταξίδι τον Αύγουστο του 1913, με την υπόσχεση
ότι θα έχει επιστρέψει ως τα Χριστούγεννα. Η Όλγα παρακολουθεί τις προσπάθειες
διάσωσης απ’ τις ειδήσεις, συνεχίζει αδιάλειπτα τις δραστηριότητές της και κυρίως στέλνει γράμματα στο Τρόμσο, ποστ
ρεστάντ, χωρίς ποτέ να πάρει ούτε μια απάντηση. Εντω μεταξύ ξεκινά ο πόλεμος
και όλα τα προβλήματα της πολύπαθης αυτής περιοχής.
Η αφήγηση στο τέλος αυτού το
μέρους γίνεται αναφορική και συνοπτική, εφόσον καλύπτονται όλα τα χρόνια του
μεσοπολέμου σε λίγες σελίδες. Αφήνουμε την Όλγα να έχει απολυθεί λόγω κώφωσης,
και να έχει αποσυρθεί ασχολούμενη με ραπτική και με τον προστατευόμενό της,
Άικ, ο οποίος μεγαλώνοντας προσχωρεί στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και στις δυνάμεις
των Ες Ες. Αυτό βέβαια προς μεγάλη απογοήτευση της Όλγας, που κόβει κάθε δεσμό
μαζί του.
Και… επιτέλους το δεύτερο
μέρος. Γιατί, πρέπει να ομολογήσω ότι ως αναγνώστρια είχα αρχίσει ελαφρώς να
απογοητεύομαι από το ψυχρό ύφος της «εξωτερικής εστίασης», και από το όχι και
τόσο πρωτότυπο περιεχόμενο. Στο δεύτερο λοιπόν μέρος η εστίαση είναι εσωτερική,
εφόσον αφηγητής είναι ένας νεαρός, ο Φερντινάντ, που γνώρισε την Όλγα απ’ τα
παιδικά του χρόνια, όταν εκείνη ήταν μοδίστρα. Παρόλα τα προβλήματα ακοής, η
ζεστή της παρουσία, τα παραμύθια και οι διηγήσεις για τον Χέρμπερτ, οι σιωπές της,
η διακριτική της στήριξη στις σχέσεις του Φερντινάντ με τους γονείς του καθώς
έμπαινε στη δύσκολη περίοδο της εφηβείας δένουν τον νεαρό με τη μυστηριώδη αυτή
δυναμική γυναίκα. Γιατί η Όλγα, τρυφερή και αποφασιστική μαζί, δεν έπαψε να
αδράχνει τη ζωή και να αντλεί ό, τι
μπορούσε απ αυτήν: όταν εγκαταλείπει πια το ράψιμο, διαβάζει πολύ, πηγαίνει
κινηματογράφο, παίζει μουσική, πηγαίνει σε εκθέσεις, κατεβαίνει στα
συλλαλητήρια. Ο Φερντινάντ γοητεύεται από την πλούσια σε συναισθήματα αυτή
γυναίκα, με την κοφτερή κρίση (δεν είστε
καλύτεροι απ’τους άλλους, μου έλεγε. Αντί
να κοιτάξτε να λύσετε τα προβλήματά σας, θέλετε να σώσετε τον κόσμο. Δεν βλέπετε
ότι κι εσείς τελικά δεν αποφεύγετε τις υπερβολές;) που της αρέσουν οι
ουσιαστικές συζητήσεις. Κι όσο μεγαλώνει ο αφηγητής, εισχωρεί όλο και
περισσότερο στον εσωτερικό κόσμο της Όλγας: ήθελα
να μάθω περισσότερα σχετικά με την αγάπη της για τον Χέρμπερτ, να μου εξηγήσει
πώς συμβάδιζε η αγάπη της προς εκείνον με την απόρριψη των φαντασιώσεών του. Έμαθα
λοιπόν ότι η αγάπη δεν αποτελεί το άθροισμα των καλών και κακών χαρακτηριστικών
του άλλου (αχ, παιδί μου, δεν ορίζουν
τα χαρακτηριστικά που διαθέτει κανείς το αν δυο άνθρωποι ταιριάζουν μεταξύ τους.
Η αγάπη το αποφασίζει/δεν πενθώ τον Χέρμπερτ, ζω μαζί του).
Καθώς κι ο Φερντινάντ
μεγαλώνει, σπουδάζει, παντρεύεται κλπ συναντά περιστασιακά την Όλγα, και,
εφόσον αυτή έχει φτάσει πια στα 90, κάθε συνάντηση μπορεί να είναι πια η
τελευταία. Το τέλος της είναι παράδοξο και άξιο της ζωής της, άλλωστε η ίδια
λέει στον αφηγητή μας «καθόλου άσχημος
τρόπος να πεθαίνει κανείς», μαθαίνουμε όμως λεπτομέρειες γι αυτό το τέλος
που η ίδια η ηρωίδα επέλεξε, στο τρίτο, και συγκλονιστικό μέρος του βιβλίου.
Γιατί στο τρίτο μέρος, με συγγραφικό τέχνασμα που
δεν είναι σκόπιμο να περιγράψω εδώ, έχουμε την ίδια την Όλγα να μιλά μέσα από
επιστολές, στον Χέρμπερτ -αλλά κυρίως
στον εαυτό της- από τη μέρα της εξαφάνισης του Χέρμπερτ, δηλαδή από το 1913. Βλέπουμε
λοιπόν να ξεδιπλώνεται το μεγαλείο ενός ανθρώπου που αγαπάει, που αγαπάει τον
σύντροφό της με όλες του τις αντιφάσεις, αλλά κυρίως αγαπάει τη ζωή. Έτσι, καθώς η εστίαση είναι ακόμα πιο
εσωτερική, δηλαδή μέσα από το βίωμα της ίδιας της Όλγας κι όχι κάποιου που την γνώρισε,
φωτίζονται ακόμα περισσότερο τα γεγονότα που στην ψυχρότητά τους τα ξέρουμε από
πριν, και δεν έπαψαν να είναι συγκλονιστικά, αλλά τώρα τα βλέπουμε μέσα από την
πάλλουσα υποκειμενικότητα αυτού που τα έζησε.
Βλέπουμε τις ψυχικές
διακυμάνσεις του ανθρώπου που προσπαθεί να καταλάβει το ακατανόητο, που πάει να
«γκρινιάξει», αλλά συμμαζεύεται στη σκέψη ότι ο άλλος μπορεί να υποφέρει (δεν το καταλαβαίνεις, το ξέρω, και ο νου μου
μου λέει ότι δεν μπορώ να σου επιρρίψω ευθύνες. Η καρδιά μου όμως σε κατηγορεί).
Τον άνθρωπο που αντλεί αισιοδοξία από κάθε λεπτομέρεια της σκέψης. Όπως λέει
και στον Φερντινάντ, ΖΕΙ μαζί με τον Χέρμπερτ καθώς του περιγράφει τις έγνοιες της,
τα καθημερινά σχέδιά της, τις χαρές της και τις ανησυχίες της, και με έκπληξη
βλέπουμε να ωριμάζει μέσα από τα «κενά», αναπάντητα γράμματα. Είναι συγκλονιστική
η συνάντηση του πατέρα του Χέρμπερτ με την Όλγα, όπως περιγράφει η ίδια τον
αγέρωχο ηλικιωμένο άνδρα που λυγίζει απ’ τον πόνο. Μιλώντας για την άνοιξη και για τη φύση,
θυμίζει τα γράμματα της Ρόζας Λούξεμπουργκ από τη φυλακή, που ξεχειλίζουν αγάπη
για τη ζωή.
Αλλά υπάρχουν και ενδείξεις ότι
η Όλγα είναι ένα συνειδητοποιημένο «πολιτικό ζώον», με ιστορική συνείδηση, που
βλέπει τις φαντασιοκοπίες των εθνικιστών, θυμώνει με τις αερολογίες που
στηρίζουν έναν πόλεμο αλλά δικαιολογεί τον Χέρμπερτ. Για την ακρίβεια, «διορθώνει»
την απόρριψη αυτών των κενών περιεχομένου στόχων με το να τονίζει, στο επόμενο
γράμμα όλα αυτά που αγαπά στον Χέρμπερτ: λάμψη, αποφασιστικότητα, παιδικότητα, αφοσίωση, άλλωστε είναι «εραστής γεμάτος πάθος».
Και βρίσκει τη δύναμη να αγαπήσει κι
αυτό που δεν καταλαβαίνει: η καρδιά σου
πρώτα και πάνω απ’ όλα χτυπά για τη γερμανία και μετά ενθουσιάζεσαι με τη γερμανίδα
γυναίκα και τη γερμανική της πίστη. Τότε μου χαρίζεις ένα χαμόγελο και μου
πιάνεις το χέρι.
Κι όσο ο χρόνος περνάει, και
φτάνουμε στα 1915, οπότε η Όλγα παίρνει απόφαση ότι ο Χέρμπερτ δεν ζει πια, τα
γράμματα αποκτούν μια τραγικότητα, που
κορυφώνεται συνήθως στην τελευταία παράγραφο:
·
Ξέρω πώς θα με κοιτούσες αν με άκουγες: νιώθοντας ανασφάλεια
για το τι θέλω από σένα, αδικία επειδή δεν έκανες τίποτα που να δικαιολογεί τις
κατηγορίες μου, ενοχή γιατί δεν με αγαπάς όσο σ’ αγαπώ εγώ, ελπίζοντας ότι
σύντομα όλα θα φτιάξουν. Ένα παιδί είσαι Χέρμπερτ.
·
Σιβηρική φιγούρα της φαντασίας μου, όνειρο και εφιάλτη
μου, τρελέ, χαμένε, παγωμένε, πεθαμένε μου άντρα, πατέρα του γιου μου
ακατάλληλε, παράλογη ελπίδα κι έρωτά μου, δεν μπορώ, δεν θέλω να σε
εγκαταλείψω. Μείνε δικός μου, όπως μένω εγώ δική σου.
·
Πρέπει να μάθω να μη σου γράφω για το καλοκαίρι, για
τον πολύ θερμό Ιούνιο και για τον πολύ ψυχρό Ιούλιο, (…) για τους ρώσους
αιχμαλώτους, (…), για τα παιδιά που καταλαβαίνουν ότι ο κόσμος καταρρέει, ότι
οι νίκες δεν φέρνουν την ειρήνη, ότι ο Χάρος έχει εγκατασταθεί σα σπίτια μας σαν
να είναι ο πνευματικός μας πατέρας, ότι οι έννοιες πατρίδα, ηρωικός θάνατος,
τιμή, πίστη δεν είναι παρά μόνο λέξεις. Πρέπει να μάθω να μη σου μιλάω για τη
ζωή μου. Έτσι κι αλλιώς το έκανα όλο και λιγότερο… όχι εγώ, αλλά κάτι μέσα μου
που έχει αρχίσει από καιρό να συνειδητοποιεί ότι έχεις πεθάνει.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B5%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B3%CE%BF-%CE%94%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%A0%CE%BF%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1
[2] Μετά τον Γάλλο-Πρωσικό πόλεμο του 1871/72 ιδρύεται η Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία με πρώτη δύναμη την Πρωσία και δίχως την Αυστρία. Το ίδιο
έτος οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακηρύσσουν στα ανάκτορα των Βερσαλλιών το Γερμανικό Ράιχ (το
Ράιχ) και προσφέρουν το στέμμα στον Γουλιέλμο Α΄ της
Πρωσίας. O Ότο φον Μπίσμαρκ ονομάζεται καγκελάριος
της αυτοκρατορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου