Αγαπώ τους μπάτσους
υπογραφή η πέτρα
Παρίσι μπλουζ (Paris Blues),
ή «Το μπλε Παρίσι» -για να ταιριάζει με
τα άλλα δύο νουάρ μυθιστορήματα της τριλογίας του Αττιά (Το μαύρο Αλγέρι και Η Κόκκινη Μασσαλία)- είναι το τρίτο και τελευταίο βιβλίο του
συγγραφέα, που διαδραματίζεται αυτή τη φορά στο Παρίσι μετά τα γεγονότα του Μάη
του ’68. Κεντρικός ήρωας κι εδώ ο αστυνομικός Πάκο, γιος ισπανού αναρχικού και μητέρας από φασιστική
οικογένεια που τον εγκατέλειψε στα έξι
του χρόνια. Όποιος έχει διαβάσει τα δύο προηγούμενα βιβλία, μπορεί να καταλάβει
γιατί ο Πάκο δεν είναι ένας συνηθισμένος μπάτσος. Η λαϊκή του καταγωγή και η προσωπική,
συναισθηματική του εμπλοκή στις υποθέσεις που αναλαμβάνει τον κάνουν ξεχωριστό. Αντιτάχτηκε στην
εγκληματική οργάνωση OAS στην Αλγερία (υπεύθυνη για τη δολοφονία του καλύτερού
του φίλου) αλλά και το γκωλικό παρακράτος στη Μασσαλία. Δεν δίστασε άλλωστε να
έρθει σε κόντρα με τις εντολές της αστυνομίας και με το «βαθύ κράτος», να πάρει τη δικαιοσύνη στα χέρια του με
κόστος και να μπει σε διαθεσιμότητα, και μάλιστα δύο φορές. Η μετάθεσή του στο
Παρίσι έχει ως αίτιο την αντιδεοντολογική (δηλαδή ανυπάκουη) συμπεριφορά του ως
αστυνομικού. Το μεγαλύτερο όμως κόστος ήταν ο αποτρόπαιος βιασμός του μεγάλου
του έρωτα, της Ιρέν, η οποία του
καταλόγισε ακέραιη την ευθύνη κι εξαφανίστηκε από τη ζωή του…
Έτσι, το «μπλε» Παρίσι ταιριάζει στη μελαγχολική διάθεση του Πάκο, που βρίσκεται
σε δυσμένεια λόγω των γεγονότων στη Μασσαλία, που νοσταλγεί την Αλγερία, τη
Μασσαλία, αλλά κυρίως την Ιρέν… (στην
πραγματικότητα, εδώ κι ένα χρόνο, είχα βουλιάξει σε βαθιά μελαγχολία. Η αλλαγή
πόλης, όσο ωραία πόλη κι αν ήταν, δεν άλλαξε τη ζωή μου, μια ζωή διαποτισμένη
από πόνο κι ενοχή. (…) Πάνω από έναν χρόνο και βάλε, ο μπάτσος ήταν σε λήθαργο,
ο άντρας σε χειμερία νάρκη. Πάνω από έναν χρόνο και βάλε, ο Πάκο Μαρτίνεθ δεν
υπήρχε πια...).
Βρισκόμαστε στο
καλοκαίρι του 1968 και ο απόηχος από τα γεγονότα του Μάη είναι αισθητός (η πόλη μόλις είχε συνέλθει από τις
εξεγέρσεις, τα οδοφράγματα και τις απεργίες της, η χώρα από το μαύρο φόβο της
για τους κόκκινους). Στο Πανεπιστήμιο της Βενσέν, με αφορμή τον μυστηριώδη
θάνατο ενός κινηματογραφιστή, του Ζακ Κουβερτύρ, από… τσίμπημα μυγαλής (είδος
μύγας) η αστυνομία προσπαθεί να διεισδύσει στους εξτρεμιστές, στους
αριστερίστικους κύκλους. Η αποστολή που
αναθέτει τώρα η αστυνομία στον Πάκο είναι αρκετά προκλητική και πρωτότυπη: να παριστάνει
τον φοιτητή και να διεισδύσει στους κύκλους αυτούς. Έτσι, ο Πάκο δέχεται με χαρά (ετούτη η αποστολή ήταν ένα θεόσταλτο δώρο
που μου επέτρεπε να ξεφύγω από την υποτιθέμενη πλήξη)∙ μεταμφιέζεται
αφήνοντας μακριά μαλλιά, και, με στρατιωτική τσάντα, καινούρια ταυτότητα, και
με την πολιτική ταυτότητα του… λουξεμπουργκιστή (συμπαθών από τις συναναστροφές
του στη Μασσαλία), εγγράφεται στη σχολή
κινηματογράφου του πανεπιστημίου (ο συγγραφέας επινοεί ένα πανέξυπνο τέχνασμα
για να αφιερώσει κάμποσα κινηματογραφικά σχόλια, άλλωστε ο Πάκο και στ άλλα
βιβλία φαίνεται να έχει πάθος με τον κινηματογράφο).
Αυτό είναι το
στοιχειώδες σκηνικό, κι από κει και πέρα, ο Αττιά βλέπουμε ότι αναπτύσσει
παράλληλα κι αλληλομπλεκόμενα διάφορα επίπεδα: Ο Πάκο είναι πρώτα απ’ όλα
φοιτητής, παρακολουθεί μαθήματα για την ιστορία του κινηματογράφου, παριστάνει
τον μελετηρό σπουδαστή κι όλα αυτά σε μια
εποχή όπου η πρωτοπορία ψάχνεται. Ο συγγραφέας σατιρίζει ιδιαίτερα τα
μαθήματα π.χ. ψυχανάλυσης όπου ο λακανιστής ψυχαναλυτής το παίζει αυθεντία
βασανίζοντας το ακροατήριό του. Ιδιαίτερα διασκεδαστικό το μάθημα «σωματικής
έκφρασης», όπου όλοι, με την περιβολή του Αδάμ, κάνουν αναπνοές και μυϊκή
χαλάρωση (φροντιστηριακές ασκήσεις σε μια
προσομοίωση παρτούζας(…) Βγήκα από το μάθημα εξουθενωμένος, σαν έφηβος μετά το
ξεπαρθένεμα του). Κατά δεύτερον, έρχεται σε επαφή με κάθε είδους
αριστερίστικη τάση, αλλά κυρίως με μαοϊκούς, στους οποίους εντάσσεται με
«πάθος», στρατεύεται μάλιστα υιοθετώντας την επαναστατική φρασεολογία τους
και γράφοντας την «αυτοκριτική» του! (ξαναδιαβάζοντας
την αυτοκριτική μου, ντράπηκα, όχι εξαιτίας του πλέγματος των ψευδών που
έγραψα, αλλά από τον γραπτό λόγο που αμφιταλαντευόταν μεταξύ στόμφου και
αδέξιας επαναστατικής φρασεολογίας. Συνέχισα το εγχείρημα, απαλείφοντας τις
βεβαιότητές του, παρεμβάλλοντας ερωτηματικά, πασπαλίζοντάς το με
συναισθηματικές νότες. Φαινόταν πιο ανθρώπινο, αποκαλύπτοντας μια αδυναμία που
μου έμοιαζε περισσότερο. Οι πραγματικές και προσωπικές αναφορές ήταν προφανείς
όνο για μένα, αλλά μου άρεσε που ξεπρόβαλλαν μέσα από γραμμές και λέξεις, τελείες
και κόμματα. Λες κι έπρεπε να υπάρχω, έστω και λίγο, μέσα σε τούτη την
επαναστατική μυθοπλασία…). Για να
γίνει μάλιστα πιο πιστευτός και πιο αποδεκτός από τους αριστεριστές, σκηνοθετεί
ένα επεισόδιο όπου τις τρώει από τους συναδέρφους του!!! Αφ ης στιγμής οι
μαοϊκοί τον αποδέχτηκαν, του ανέθεσαν τα «βασικά καθήκοντα», μοίρασμα
προκηρύξεων, συνεδριάσεις όπου
εκφράζονταν αντιμαχόμενες απόψεις για τον διεθνισμό με άλλα γκρουπούσκουλα, ιδεολογικές
διαμάχες για το ρόλο της χειρωνακτικής εργασίας κλπ. Παράλληλα όμως, ο ήρωάς
μας δεν παύει να είναι μπάτσος! κυνηγά το νήμα του μυστηρίου του φόνου,
παρακολουθώντας διακριτικά τα άτομα όπου
τον οδηγεί η έρευνά του.
Μέσα λοιπόν απ αυτές
τις τρεις ιδιότητες (του φοιτητή, του μαοϊκού, του μπάτσου), γνωρίζει γυναίκες
που τις ερωτεύεται και τον ερωτεύονται, κάθε μια με την ιδιαιτερότητά της. Με ένα
σωρό ψέματα τις προσεγγίζει, ιδιαίτερα την Ιζαμπέλ, καθηγήτρια ιππασίας (σχέση παράταιρα… ταιριαστή), ενώ στο φόντο τη σκέψη του
βασανίζει η εξαφανισμένη Ιρέν… Αυτή η σύγχυση ταυτοτήτων στην αρχή τον βοηθά
να ξεχάσει ένα παρελθόν οδυνηρό, στη συνέχεια όμως, ίσως επειδή η Ιζαμπέλ, η
Κάρεν, η Βιρζινί τον παρασύρουν να εμπλακεί και συναισθηματικά, ο Πάκο διαλογίζεται
συχνά:
Ένιωθα τουλάχιστον άσχημα γιατί δεν έπαιζα καθαρό
παιχνίδι μαζί του. Ούτε με κανέναν άλλον, άλλωστε. Άφησα το αφεντικό μου να
πιστεύει ότι η αποστολή παρείσφρησης με ενδιέφερε, την κολεκτίβα του σινεμά ότι
ο στρατευμένος κινηματογράφος ήταν το πάθος μου, τη Βιρζινί ότι η Προλεταριακή
Αριστερά ήταν αυτό που μου ταίριαζε, την Ιζαμπέλ ότι ήμουνα μυθιστοριογράφος.
Και:
Μισούσα τα πάντα σε μένα, το κοντανάσασμά μου, τη
στάση μου, στάση επισκέπτη στραπατσαρισμένου από μια άγρυνη νύχτα, τα δάχτυλά
μου που έπλεκα για να καταλαγιάσω το τρέμουλό τους, τον γιο που υπήρξα για τόσο
λίγο διάστημα, όχι πολύ, μα αρκετό, τον απόντα εγγονό και φίλο, τον
απογοητευτικό εραστή, τον μπάτσο, τον σφετεριστή που είχα γίνει. Τα πάντα.
Η αστυνομική πλοκή
φαίνεται να μπαίνει σε δεύτερο πλάνο (άλλωστε η λύση της παράξενης δολοφονίας
του κινηματογραφιστή αλλά και των τεσσάρων αλόγων της Ιζαμπέλ αργότερα είναι
χλιαρή), ενώ ο συγγραφέας φαίνεται να επιδιώκει να κλείσει ο Πάκο όλους τους «ανοιχτούς
λογαριασμούς» του με το παρελθόν. Πρώτα πρώτα γνωρίζεται πιο βαθιά με τον
πατέρα της Ιζαμπέλ, τον Φιλίπ, που ήταν μέλος της OAS, φίλος και θαυμαστής του Ντελγκέντρ, του επικεφαλής των κομάντος
Δέλτα (θα ‘πρεπε να σηκωθώ και να φύγω επί
τόπου. Να ουρλιάξω μπροστά σε τούτη την κοπέλα ότι ο Ντελγκέντρ ήταν δολοφόνος
του χειρίστου είδους: σκότωσε όλους όσοι δεν ασπάστηκαν τον αγώνα του για τη
γαλλική Αλγερία. Η αποαποικιοποίηση ήταν μια ανθρώπινη καταστροφή εξαιτίας
ανθρώπων όπως ο Ντελγκέντρ και ο Σαλάν. Εξαιτίας της εγκληματικής επιμονής των
στρατιωτικών νοσταλγών της Αυτοκρατορίας και της κυνικής αποφασιστικότητας ενός
πολιτικού στρατιωτικού, του Ντε Γκωλ. Αλλά δεν είπα τίποτα, απλώς έμεινα
άναυδος. Με τη γλώσσα παράλυτη και τους μυς να έχουν πάθει τετανία. Στοιχειωμένος
από έναν θυμό παγερό, βουβό. Όχι πια μπάτσος, απλώς ένας άνθρωπος που
δυσκολευόταν να ελέγξει την οργή του).
Η σχέση του Πάκο με τον Φιλίπ περνά διάφορα στάδια, όπως και της Ιζαμπέλ με
τους δύο άντρες.
Η αιφνιδιαστική
εμφάνιση της μητέρας του και η πρόσκλησή της μετά από δεκαετίες απουσίας στη
Μαδρίτη, αποδιοργανώνει ακόμα
περισσότερο τον Πάκο, ενώ η συναισθηματική ένταση κορυφώνεται όταν συναντά
και την Ιρέν (έγκυος που ετοιμάζεται να παντρεφτεί), κι αποφασίζει να μην την
ξαναχάσει ποτέ.
(Ιρέν): Ο ακρωτηριασμός μου, το κώμα του Πάκο, ο
βιασμός, ο θάνατος του Μαξ με είχαν διδάξει ότι κάθε πρόβλεψη για τη ζωή μου ήταν μια απάτη. Τα πάντα
μπορούσαν να συμβούν παντού, οπουδήποτε. Έπρεπε να ζω το τώρα. Carpe diem. Κι ό, τι
είναι να γίνει, ας γίνει. Έτσι οδήγησα τη ζωή μου. Όπως και το αυτοκίνητό μου,
δίχως στέγη, δίχως νόμο…
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου