Παρασκευή, Αυγούστου 22, 2025

Αλλαγή: Μέθοδος, Εντουάρ Λουί

Είχα θελήσει να φύγω από την παιδική μου ηλικία,
είχα θελήσει να δραπετεύσω από τον γκρίζο ουρανό του Βορρά,
και την καταδικασμένη ζωή των παιδικών μου φίλων,
που η κοινωνία τους είχε στερήσει τα πάντα.
     Ένα ακόμα αυτοβιογραφικό κείμενο του καταξιωμένου και αγαπημένου νεαρού συγγραφέα, που τίμησε με την πληθωρική του παρουσία και τον περιεκτικό του λόγο το αντιρατσιστικό φεστιβάλ του 2024, και του οποίου το συγκεκριμένο έργο («Αλλαγή: Μέθοδος») ανέβηκε φέτος τον χειμώνα στο θέατρο (σκηνοθεσία: Άγγελος Χατζάς)[1]. Ο Εντουάρ Λουί, που ξεκίνησε ως Εντύ Μπεγκέλ από μια πολύ φτωχή και άξεστη οικογένεια της Β. Γαλλίας («Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»), κατέθεσε με εξομολογητικό τρόπο στα περισσότερα βιβλία του (πλην των δοκιμιακών) την εμπειρία του, την δική του αρχικά και των γονιών του («Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας», «Η Μονίκ δραπετεύει», «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου») στον αγώνα προς την ελευθερία, την απελευθέρωση δηλαδή εκείνου και της μητέρας του από τα δεσμά της κοινωνικής τους τάξης.
     Ο Εντύ Μπελγκέλ κατάφερε να ξεφύγει από τις ταπεινώσεις της φτώχειας, της αμορφωσιάς αλλά κυρίως από την κοινωνική κατακραυγή (επειδή -από μικρός φαινόταν ότι -ήταν ομοφυλόφιλος), μπαίνοντας στο Λύκειο της Αμιέν. Ήταν ο μόνος από την γενέτειρά του που κατάφερε να ανέβει σχολική βαθμίδα κι αυτή η επιτυχία είναι αξιοθαύμαστη, για όσους τον παρακολουθήσαμε από κοντά (βλ. πρώτο βιβλίο) όχι μόνο γιατί το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας ήταν μηδενικό, αλλά γιατί προϋπέθετε ισχυρή θέληση, ψυχικό σθένος, επιμονή και αγωνιστικό πνεύμα.
     Αυτό όμως δεν ήταν όμως παρά το «πρώτο σκαλί». Ο Εντύ απαλλάσσεται φαινομενικά από τα φαντάσματα του παρελθόντος (εν μέρει βέβαια), από τον απορριπτικό πατέρα κι απ’ τους εφιαλτικούς συμμαθητές του, αλλά στη μεγάλη πόλη είναι σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα. Όπως γράφει στην πρώτη πρώτη σελίδα ο εικοσιεξάχρονος πια Εντουάρ, το παρελθόν πάντα τον κυνηγάει – οι συμπεριφορές, η προφορά στη γλώσσα, οι μνήμες, οι συνήθειες, οι στρεβλές ιδεολογίες, η άγνοια, οι αναμνήσεις. Ό, τι κάνει από δω και πέρα ο ενήλικος Εντουάρ είναι «για να σωθεί», για να βρει ή -όπως ο ίδιος διατυπώνει- να επανεπινοήσει τον εαυτό του, να χτίσει την ταυτότητά του, την προσωπικότητά του. Για να επιβιώσει από το εφιαλτικό του παρελθόν όπου μέλη της οικογένειάς του είναι φυλακισμένοι, αλκοολικοί ή ρατσιστές, και οπωσδήποτε φτάνει σε αποκρουστικές ακρότητες, τις οποίες όμως παραδέχεται και εκθέτει στον δημόσιο λόγο.
     Έτσι, μας αιφνιδιάζει δυσάρεστα το «ξεπούλημα» που ομολογεί στον «δεύτερο πρόλογο» του βιβλίου, όπου περιγράφει με λεπτομέρειες τον αγοραίο έρωτα που χάρισε (ή τουλάχιστον προσπάθησε) σ’ έναν σιχαμερό τύπο που γνώρισε σε σχετικό σάιτ, προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα για… τον οδοντίατρο. Το περιστατικό είναι κωμικοτραγικό, και όπως ομολογεί κι ο ίδιος ο Εντουάρ «δεν ήταν και τόσο σοβαρό/δε ήταν παρά μια δυσάρεστη στιγμή που μπορεί κανείς να τη ζήσει σε οποιαδήποτε κατάσταση». Κι όμως, φαίνεται ότι ήταν τόσο κομβικό που έκανε τον ήρωά μας, πρώτα πρώτα να κλάψει «για όλες εκείνες τις φορές που δεν το είχε κάνει, που είχε συγκρατηθεί», κυρίως όμως γιατί τον έσπρωξε στο να συνειδητοποιήσει πόσο μακρινή ήταν αυτή η σκηνή από το παιδί που είχε υπάρξει (υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως μια μέρα θα διηγηθώ όλα όσα με οδήγησαν ως αυτή τη σκηνή και όλα όσα συνέβησαν μετά). Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι το κίνητρο για να γραφτεί αυτό το βιβλίο είναι να εξομολογηθεί όλες τις προσπάθειες, μέσα στις οποίες περιλαμβάνονται και ντροπιαστικές καταστάσεις, ψέματα, προδοσίες, αδυναμίες και πισωγυρίσματα, με σκοπό να «ξεφύγει, να σωθεί»: ήθελα να πετύχω για να εκδικηθώ. Ήθελε δηλαδή να πάρει τη ρεβάνς απέναντι σε όσους τον υποτιμούσαν, τον πρόσβαλλαν και τον περιφρονούσαν (με προσβάλατε, αλλά σήμερα είμαι πιο ισχυρός από σας/θα υποφέρετε που δεν με αγαπήσατε). Άλλωστε, ακόμα και στο περιβάλλον του χωριού, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να επιπλεύσει· γράφεται σε ομάδες και εργαστήρια, «για να ξεχωρίσει» όπως λέει (ένιωθα αυτό το απροσδιόριστο συναίσθημα πως σε ένα από αυτά τα εργαστήρια θα μπορούσα να βρω μια κλίση ή να ανακαλύψω ένα ταλέντο που θα μου επέτρεπε να φύγω, να ζήσω μια άλλη ζωή, να γίνω πλούσιος και ισχυρός). Η επιβράβευσή του από τη δασκάλα του αλλά και από τους θεατές, όταν έγραψε ένα θεατρικό, τον έκανε να νιώθει ότι τον αγαπούν.
     Στους ανθρώπους που τον πρόσβαλλαν και τον ταπείνωναν ήταν βέβαια μέσα και ο πατέρας, ο άξεστος, αυταρχικός, και τρομερά σεξιστής πατέρας… που αποκαλούσε τον Εντύ «αδερφή», σαφώς υποτιμητικά (αυτή η λέξη με ακολουθούσε παντού). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το πρώτο μέρος του βιβλίου απευθύνεται σε β΄ενικό στον πατέρα του («Φανταστικοί μονόλογοι») αν και επιγράφεται «Έλενα». Γιατί η Έλενα, μια συμμαθήτριά του στην Αμιέν, ήταν η γνωριμία που λειτούργησε ως σημείο αναφοράς για τη μεταμόρφωση του Εντύ. Όλη η σχολική ζωή στο Λύκειο είναι συνδεδεμένη με την Έλενα, άλλωστε ο Εντύ έκανε παρέα κυρίως με κορίτσια στην παιδική ηλικία. Οι αγορίστικες παρέες δεν τον ήθελαν, ωστόσο στην Αμιέν καταφέρνει να έχει κι ένα αγόρι φίλο, τον Ρομαίν.
     Ο κόσμος της Έλενας είναι ριζικά διαφορετικός απ’ ό, τι μέχρι τώρα ήξερε ο Εντουάρ: σπίτι αστικό, χιλιάδες βιβλία άγνωστων συγγραφέων, πίνακες ζωγραφικής, άλλες εξευγενισμένες συνήθειες, άλλη κουλτούρα. Όλα αυτά τον απομακρύνουν απ’ τον κόσμο της παιδικής ηλικίας, αλλά παράλληλα διευρύνουν το κοινωνικό χάσμα (σε κατηγορούσα επειδή δεν μπορούσα να σου διηγηθώ αυτά που ένιωσα μπαίνοντας για πρώτη φορά στο σπίτι της Έλενας). Νιώθει έως και αποστροφή για τους γονείς του, υιοθετεί τους τρόπους της οικογένειας της Έλενας, μιμείται την προφορά, μαθαίνει πώς να κρατάει το… μαχαίρι και το πιρούνι, ακόμα και να… γελάει πιο εξευγενισμένα κάνοντας πρόβες στον καθρέφτη, τέλος με την προτροπή της Νάντια, της μητέρας της Έλενας, αλλάζει το όνομά του! Ντρέπεται για την οικογένειά του και υπερβάλλει στην περιγραφή, τους παρουσιάζει μίζερους και αλκοολικούς (αν κατάφερνα να ανήκω στον κόσμο της, θα σωζόμουν από την παιδική μου ηλικία -μπορείς άραγε να με συγχωρέσεις;)
     Συγγνώμη
     Οι τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, η κοινωνική απομόνωση εξαιτίας της φτώχειας -αλλά κυρίως εξαιτίας της διαφορετικότητάς του-, δικαιολογούν αυτήν την άκαρδη στάση απέναντι στους ανθρώπους που με τον τρόπο τους τον αγάπησαν, ουσιαστικά καθώς ενηλικιώνεται όμως ο Εντουάρ αναδιπλώνεται. Είναι συγκινητικό αυτό το υποκεφάλαιο που επιγράφεται «Συγγνώμη», σαν εκτεταμένη αίτηση συγχώρεσης από τους γονείς, τους οποίους πρόδωσε, απαρνήθηκε, και όχι μια αλλά πολλές φορές (θα δούμε αργότερα ότι ζητούσε από κάποιον «μέντορα» να τον υιοθετήσει, αλλά κι ότι κι άλλες φιγούρες λειτούργησαν ως πατρικό πρότυπο).
     Καταλαβαίνει λοιπόν τις υπερβολές του, αλλά η ανάγκη να «προχωρήσει», να ξεχωρίσει, να μεταμορφωθεί και να πετύχει όσα κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί, είναι ακατανίκητη. Στην αρχή δυσκολεύεται στο Λύκειο, έχει μέτριους βαθμούς, όμως τη δεύτερη χρονιά που επιλέγει ως μαθήματα θέατρο, λογοτεχνία, ξένες γλώσσες και ιστορία, με πολύ διάβασμα και πείσμα πάντα, τα πράγματα βελτιώνονται. Όμως ο Εντύ/Εντουάρ βαδίζει πάνω στον δρόμο της φιλοδοξίας, του αριβισμού. Δεν αρκείται στο ότι πέρασε εντέλει στο Πανεπιστήμιο στο τμήμα της Ιστορίας, θέλει να πάει στην Οξφόρδη (θέλω να υπάρχω, και υπάρχω σημαίνει να ξεχωρίζω). Ακόμα και η έντονη πολιτικοποίησή του αυτή την εποχή ενδόμυχα κρύβει την ανάγκη να διαφοροποιηθεί από τον συντηρητισμό του χωριού του, κυρίως όμως να ξεχωρίσει. Εντάσσεται στην άκρα αριστερά (ενώ η κυρίαρχη ιδεολογία στο χωρίο και την οικογένεια είναι η άκρα ομοφοβική και ρατσιστική δεξιά), εκφωνεί λόγους και εκφράζει ηγετικές τάσεις (απεχθανόσουν την πολιτική μου στράτευση στην αριστερά, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με τη θεώρησή σου του κόσμου), σοκάρει τον πατέρα του όταν βγαίνοντας στην τηλεόραση μιλά υπέρ των μεταναστών.
     Η πορεία του Εντύ/Εντουάρ προς τη μεταμόρφωση συνεχίζεται σταθερά («Είχα γίνει ένας άλλος»). Αραιώνει τις επισκέψεις στους γονείς γιατί νιώθει ότι εμποδίζουν τις αλλαγές του, πιάνει δουλειά στο θέατρο στην «Εστία Πολιτισμού» (ταξιθέτης), κι ενθουσιάζεται που έχει στενή επαφή με την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Δεν νιώθει πια παρακατιανός και φτωχός (με κολάκευε η φτώχεια μου, ήμουν διανοούμενος, μποέμ). Έρχεται όμως η στιγμή που δεν τον ικανοποιεί πια η Αμιέν και η ζωή δίπλα στην Έλενα. Κομβικό σημείο αποτελεί η διάλεξη του φιλοσόφου Ντιντιέ Εριμπόν που παρακολούθησε, ο οποίος τον συγκίνησε γιατί είχε παράλληλη πορεία με τον Εντύ (θα ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν, θα ήθελα να είμαι αυτός). Κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον γνωρίσει, τα καταφέρνει και γίνονται φίλοι. Ο Εντουάρ δεν είναι πια ο ίδιος. Θέλει να πάει στο Παρίσι (η ρεβάνς μου ήταν ακόμα στην αρχή/για μένα το διακύβευμα ήταν η αλλαγή και η απελεθέρωση, όχι τα βιβλία ή το λογοτεχνικό ταλέντο), να σπουδάσει φιλοσοφία, να γράψει βιβλία, να διαβάσει, να γίνει διανοούμενος.
     Έτσι, θα αφήσει για άλλη μια φορά πίσω του πρόσωπα που τον αγαπούν, συγκεκριμένα την Έλενα, με την οποία είχαν δώσει εφηβικές υποσχέσεις αιώνιας αγάπης. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η εσωτερική σύγκρουση καθώς απομακρύνεται συναισθηματικά από την Έλενα (η μαμά της ισχυρίζεται ότι τους «χρησιμοποίησε»), οι ενοχές του ανακυκλώνονται, προσπαθεί συνέχεια να συνειδητοποιήσει τι ένιωθε… ήταν αγάπη;;;
     Ωστόσο, αναδείχθηκε κι άλλο ένα μείζον θέμα, η ομοφυλοφιλία (η έλξη για τα άλλα αγόρια και για τους άντρες ήταν πάντα ξεκάθαρη για μένα). Τέσσερα χρόνια στην Αμιέν κράτησε μυστικό εφτασφράγιστο τους κρυφούς του πόθους, μάλιστα σε συγκεκριμένες φάσεις αντιδρούσε σχεδόν ομοφοβικά, ωστόσο μέσω ίντερνετ αρχικά και στη συνέχεια δια ζώσης σε γκέι μπαρ κλπ έσπασε το φράγμα του οικογενειακού ταμπού (κάνοντας έρωτα με έναν άντρα απέρριπτα όλες τα αξίες του περιβάλλοντός μου, γινόμουν αστός). Άλλο ένα παράθυρο λοιπόν ανοίγεται στον Εντουάρ, καθώς γνωρίζει ένα σωρό άντρες από διαφορετικούς κόσμους (ο φιλόσοφος Ζυλ Ντελέζ λέει κάπου πως ένα τοπίο ερωτευόμαστε κάθε φορά που γνωρίζουμε κάποιον ένα τοπίο με τα δικά του χαρακτηριστικά, τη δική του γεωγραφία, τις δικές του ιδιαιτερότητες).
     Μετάβαση
Πρέπει να αλλάξω
     Μετά τη γνωριμία με τον Ντιντιέ, το σαράκι της μεταμόρφωσης ξανακυριεύει τον ήρωά μας. Θέλει να φύγει για το Παρίσι, διαβάζει ακατάπαυστα, κάνει απογοητευτικές προσπάθειες να γράψει για να νικήσει τις ιστορίες του παρελθόντος. Είναι αστείρευτη η πηγή των οδυνηρών αναμνήσεων, κι ο αναγνώστης επανέρχεται στο πνεύμα του πρώτου βιβλίου [2], σαν να θέλει να εξευμενίσει τις τύψεις του για το ότι προδίδει την Έλενα και την Αμιέν (μήπως είχα γίνει ένας απεχθής άνθρωπος;). Στα ταξίδια στο Παρίσι τα σαββατοκύριακα νιώθει πως μπαίνει σε μια ολότελα καινούργια ζωή, που απέχει από της Αμιέν όσο απείχε η ζωή στο χωριό από τη μικρή πόλη. Σύντομα θα νιώθει ελεύθερος, μποέμ· συναναστρέφεται ανθρώπους που ποτέ δεν φανταζόταν, πηγαίνει σε κουλτουριάρικα μπαρ, περπατάει με τις ώρες και κυρίως ξενοκοιμάται σε διαφορετικά σπίτια με διαφορετικούς άντρες, κάθε Σαββατοκύριακο.
     Η νέα του φιλοδοξία είναι ένα άπιαστο όνειρο ακόμα και για την Έλενα, η Εκόλ Νορμάλ, μια Σχολή όπου μόνο παιδιά από πολύ πλούσιες αστικές οικογένειες καταφέρνουν να μπουν. Επηρεάζεται φυσικά από τον Ντιντιέ, τον οποίο μιμείται σε όλα τα επίπεδα, μέχρι και στο πώς παραγγέλνει τον καφέ! Γνωρίζει βέβαια και άλλους άντρες, κάποιοι γίνονται και πιο σταθεροί εραστές, διαβάζει με πάθος, και… τα καταφέρνει.
     Παρίσι
     Ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι από γνωριμίες, φιλοδοξίες, εμπειρίες μεγαλοαστικής ζωής αλλά και απογοητεύσεις είναι από δω και πέρα η πορεία του Εντουάρ, καθώς οδεύει συνέχεια «προς μια άλλη ζωή». Ομολογώ ότι σ’ αυτό το κομμάτι της ζωής του ναι, γίνεται αντιπαθητικός («απεχθής», όπως είπε κι ο ίδιος), σνομπ, αλλά και ξεκάθαρα εκμεταλλεύεται τους ανώτερους κοινωνικά για να επωφεληθεί, πουλώντας έρωτα. Έφτασε στο σημείο να αναρωτιέται αν αγαπά τους άλλους ή αν τους έχει ανάγκη επειδή τον βοηθούν και τονωθούν «στη μεγάλη ζωή», έφτασε στο σημείο να κοιμάται για τα λεφτά με όποιον να’ ναι, ώσπου αηδιασμένος βρήκε δουλειά σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Κατάφερε να μπει στην Εκόλ Νορμάλ αλλά δεν καταλαβαίνει πολλά, «νιώθει αδέξιος, αφελής» (ξαναγίνομαι το αγόρι που ήμουν όλα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, χωρίς αναφορές, χωρίς γνώσεις, χωρίς παρελθόν από το οποίο θα μπορούσα να αντλήσω κάτι). Θέλει να σβήσει κάθε ίχνος του Εντύ, φτιάχνει τα δόντια, αλλάζει και το επώνυμό του. Φτάνει σε ακραία σημεία κραιπάλης αλλά και οι νυχτερινές γνωριμίες, καθώς βρίσκεται πάλι σε μια πόλη χωρίς λεφτά, δεν είναι παρά ένα κυνηγητό της κοινωνικής ανόδου.
     Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να μην εκτιμήσει την ειλικρίνεια, την παρρησία με την οποία παραδέχεται όχι μόνο τα σφάλματα και τις αμφιβολίες, τα ψέματα και τους απονενοημένους τρόπους να «πετύχει» μεγαλεπήβολους στόχους, αλλά βλέπουμε ότι καθώς εισχωρεί όλο και πιο βαθιά στον ψεύτικο μεγαλοαστικό κόσμο, μέσω του Φιλίπ -και όχι μόνο- (ο Φιλίπ μού σύστηνε τον κόσμο του στον οποίο συνυπήρχαν η γαλλική μεγαλοαστική τάξη και η αριστοκρατία), διαμορφώνει και τα κριτήρια που τον κάνουν μια μέρα να απαρνηθεί αυτόν τον τρόπο ζωής και να τον αντικρίσει με κριτική ματιά. Ένα σχετικά ασήμαντο επεισόδιο τον διώχνει μακριά, τον φέρνει στον πυρήνα του εαυτού του. Εκεί όπου το παρελθόν δεν είναι ξένο, είναι ένα κομμάτι της αλήθειας, της προσωπικής του αλήθειας.
     Είναι η ώρα της ωρίμανσης, είναι η ώρα της συγγραφής, η ώρα κατά την οποία ο Εντουάρ βρήκε την ταυτότητά του, βρήκε το σθένος να παραδεχτεί όλο το ψέμα μέσα από το οποίο αναγκάστηκε να περάσει, για να ξεκινήσει τον προσωπικό του δρόμο.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]https://www.theatermag.gr/2025/04/22/eva-fraktopoulou-to-allagi-methodos-einai-ena-ergo-polypsimantiko/
[2] «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»

Κυριακή, Αυγούστου 03, 2025

το παιδί, Φερνάντο Αραμπούρου

Δε ζητώ τίποτε άλλο
-να έχω νόημα, ν’ αφήσω μια γρατζουνιά
σ’ αυτήν ή σ’ εκείνη τη συνείδηση.
      Μια ανείπωτη συμφορά -μάλλον πραγματική αλλά δεν έχει σημασία- που έπληξε τους κατοίκους της Ορτουέγια (περιοχή της χώρας των Βάσκων) στις 23 του Οκτώβρη του 1980, έδωσε το κίνητρο στον αγαπημένο συγγραφέα να προσπαθήσει να εισχωρήσει σε ανείπωτες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, που δύσκολα περιγράφονται με λόγια: την απώλεια ενός μικρού, εξάχρονου παιδιού.
     Δεν ήταν βέβαια ένα μόνο το νεκρό παιδί αλλά πενήντα (!) αδιαμόρφωτες ψυχούλες, μαθητές της πρώτης τάξης του δημοτικού, που μαζί με τρεις ενήλικες σκοτώθηκαν ακαριαία μετά την έκρηξη σε σωλήνες προπανίου κάτω από τις τάξεις του δημοτικού σχολείου της περιοχής. Ωστόσο, ο συγγραφέας θα εστιάσει στα πρόσωπα μιας και μόνο οικογένειας, που εμπλέκονται άμεσα σ’ αυτήν την τραγωδία. Συγκεκριμένα, η βασική ηρωίδα είναι η μάνα, η Μαριάχε, και ο πατέρας της, δηλαδή ο παππούς του μικρού παιδιού, του Νούκο, για το οποίο, πέρα από το ότι ήταν πανέμορφο δεν μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο (τι όμορφο παιδάκι, με τις αφέλειές του, τα μαλακά μάγουλα και τα δοντάκια που ξεπρόβαλλαν στη μέση του χαμόγελου! Κι όμως, το άθροισμα όλων των χαμογελαστών χαρακτηριστικών συνέθετε μια έκφραση ελαφρά θλιμμένη, σαν ο Νούκο να ήξερε από νωρίς ότι δε θα ζούσε πολύ). Τέλος, είναι και ο σύζυγος της Μαριάχε, (πατέρας του Νούκο), ο Χοσέ Μιγκέλ.
     Ο συγγραφέας, με την ψυχογραφική δεινότητα που τον διακρίνει, εξατομικεύει τις ψυχικές διακυμάνσεις του πόνου, της βαθύτερης οδύνης που μπορεί να νιώσει άνθρωπος, δίνοντάς μας πολλά στοιχεία της προσωπικής ζωής των ηρώων. Προχωρά όμως πέρα απ’ αυτό, στο θέμα της ύπαρξης ή της απουσίας του παιδιού στην ψυχοσύνθεση του γονιού, και προς το τέλος του βιβλίου, καθώς έχουν περάσει οι πρώτοι μήνες του πένθους, του πόθου να υπάρχει ένα παιδί. Αγγίζει τα μεταίχμια της μητρότητας, της πατρότητας, της σχέσης του παππού –κι όλα αυτά με την επιφύλαξη ότι ανήκουν στον χώρο του ανείπωτου.
     Το κείμενο, ένας από τους πρωταγωνιστές
     Για να στηρίξει αυτήν την ιδέα, ότι υπάρχουν ψυχικές καταστάσεις που δεν αντιστοιχούν στα λόγια, μεσολαβούν δέκα μικρά κεφάλαια, με διαφορετική γραμματοσειρά, όπου μιλάει το… ίδιο το κείμενο! Ομολογώ ότι δεν με ενθουσίασε αυτό το -μεταμοντέρνο;- εύρημα! Το «κείμενο», σαν Πρόσωπο, έχει γνώμη, έχει και συναισθήματα, εξεγείρεται απέναντι στην αλήθεια που κρύβεται πίσω από τη μυθοπλασία, εκφράζει την επιδοκιμασία του όταν το ύφος είναι περιεκτικό, διαμαρτύρεται στον συγγραφέα για υπερβολές ή αποκρύψεις (κρίνω ότι ο κίνδυνος να υποπέσω στη συναισθηματική υπερβολή ή σε στομφώδεις εκφράσεις δεν είναι μικρός). Αυτό όμως που διασώζει περισσότερο ο συγγραφέας μ’ αυτόν τον τρόπο είναι οι ενοχές του καλλιτέχνη, όταν αυτός νιώθει ότι «αξιοποίησε» μια τραγωδία που αποτέλεσε πλήγμα για τη ζωή πολλών οικογενειών, πιθανόν για να γνωρίσει τη συγγραφική επιτυχία, όπως θα τον κατηγορούσαν πρώτα πρώτα οι γονείς. Ακόμη, το πρόσωπο /κείμενο, θεωρεί ότι η προσέγγιση τραγωδιών με ρεαλιστικό τρόπο τροφοδοτεί τις νοσηρές τάσεις των πιθανών αναγνωστών. Δεν έχει σημασία επίσης, όπως ισχυρίζεται, πόση δόση πραγματικότητας ή φαντασίας εμπεριέχει. Ωστόσο, εξανίσταται όταν συνειδητοποιεί ότι ο συγγραφέας αρχικά χρησιμοποίησε τα πραγματικά ονόματα (μα δεν αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια αδιακρισία για τους κατονομαζόμενους;).
     Με τον τρόπο των εμβόλιμων κεφαλαίων, στα οποία μιλάει ουσιαστικά ο ίδιος ο συγγραφέας, αποκαλύπτεται μια αυτολογοκρινόμενη εσωτερική φωνή που αμφισβητεί, κρίνει, καθοδηγεί τον αναγνώστη ή προοικονομεί την πλοκή. Άλλοτε είναι σαν να απολογείται στον αναγνώστη, γιατί δεν είναι σε κάποια σημεία π.χ. αναλυτικός, ή απόλυτα πιστός στα γεγονότα, άλλοτε μας εξηγεί σε ποιο βαθμό ο ίδιος ερεύνησε ώστε να γίνουν κατανοητές κάποιες συμπεριφορές. Άλλο μείζον θέμα είναι σε ποιον βαθμό η βασική πληροφοριοδότρια, δηλαδή το πραγματικό πρόσωπο που βρίσκεται πίσω από τη Μαριάχε, νιώθει εκτεθειμένο, ή προδομένο από τη λογοτεχνική μεταφορά της προσωπικής της τραγωδίας, που σημειωτέον, ξεκινά πολύ πριν την απώλεια του παιδιού, κορυφώνεται με τον αιφνίδιο θάνατο του Νούκο αλλά συνεχίζεται και με την τραγική απώλεια του Χοσέ Μιγκέλ.
     Θα λέγαμε λοιπόν ότι ο συγγραφέας, μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο, εκφραζει απόψεις και προβληματισμούς που θα μπορούσαν να διατυπωθούν σ’ ένα δοκίμιο, σχετικά με τις ηθικές διαστάσεις του να μεταφράσεις στο χαρτί με λόγια, μια τεράστια τραγωδία.
     Μαριάχε-Χοσέ
Το σχέδιο της ζωής μου συντρίφτηκε από τη μια μέρα στην άλλη
/εγώ όμως δεν έχω συντριβεί,
εγώ στέκομαι ακόμα όρθια αναπνέοντας
και απολαμβάνοντας με ηρεμία τη συνταξιοδότησή μου
     Η Μαριάχε είναι το επίκεντρο της πλοκής, κι όχι μόνο επειδή είναι η τραγική μητέρα, αλλά επειδή είναι το «δοχείο» όπου εκβάλλουν οι προσωπικές τραγωδίες και του Νικάσιο και του Χοσέ, στις οποίες θα αναφερθώ -σύντομα- παρακάτω. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι τα κεφάλαια όπου παρακολουθούμε τη Μαριάχε είναι γραμμένα πρωτοπρόσωπα. Ο συγγραφέας την παρουσιάζει χρόνια μετά (πάνω από εβδομήντα χρονών) να αφηγείται, όταν πια ο κουρνιαχτός όλων των γεγονότων, και όσων ακολούθησαν, έχει κατακάτσει.
      Αρχικά, βλέπουμε με ρεαλισμό σ’ ένα σύντομο «χρονικό», πώς βίωσε η Μαριάχε τις φοβερές στιγμές, αλλά και τη συναισθηματική αστάθεια που ακολούθησε (δεν θα μπορούσα να διακρίνω το σημαντικό από το ασήμαντο). Όχι, τον πρώτο καιρό δεν μπορεί να ασχοληθεί με τίποτα (με καμία δραστηριότητα, ούτε καν την πιο απλή από τις απλές, γιατί τον χρόνο και τη δύναμή μου θα τις καταλάμβανε εξ ολοκλήρου ο πόνος/μπροστά μου εκτεινόταν μια ολόκληρη μέρα αδράνειας, απόλυτης έλλειψης κινήτρων κατά τη διάρκεια της οποίας κατά διαστήματα θα έβαζα τα κλάματα). Καθώς περνάνε ωστόσο οι μήνες, και καθώς ο διαταραγμένος πατέρας της και ο μελαγχολικός Χοσέ καταλαμβάνουν το πεδίο δράσης της, αρχίζει και ψάχνει διεξόδους (π.χ. να απασχολείται στο κομμωτήριο της φίλης της, της Γκαρμπίνιε).
     Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο κλυδωνισμός της σχέσης με τον Χοσέ. Ο Χοσέ Μιγκέλ περιγράφεται σαν ένας «αγαθός γίγαντας»· είναι σωματώδης, ήρεμος, στοργικός, αφοσιωμένος σύζυγος, τρυφερός και πολύ καλός πατέρας. Από την άλλη είναι πειθήνιος, ντροπαλός, και αδέξιος, «χωρίς γούστο ή στυλ», σύμφωνα με τη Μαριάχε βαρετός, τον αποκαλεί «βασιλιά της πλήξης». Ωστόσο, η Μαριάχε εκτιμά και την έλλειψη βιασύνης στο σεξ, αλλά και ότι στέκεται δίπλα της προστατευτικά· είναι «απλός σαν κρίκος» όπως θα έλεγε ο Νερούντα, και νιώθει ασφάλεια δίπλα του.
     Καθώς η πληγή κρυώνει και μπαίνουν πια σε μια φαινομενική κανονικότητα, έχουν να αντιμετωπίσουν την απουσία του παιδιού, π.χ. να αδειάσουν το δωμάτιό του. Ο Χοσέ ζητά απλά να προσπαθήσουν να κάνουν άλλο παιδί. Οι προσπάθειες αυτές βάζουν το ζευγάρι σε νέα δοκιμασία και ανάγκη μιας νέας ισορροπίας. Η Μαριάχε ξέρει όμως αυτό που δεν ξέρει ο Χοσέ, και η κατάσταση οδηγείται σε μια νέα τραγωδία, που δεν θα συνέβαινε αν δεν είχε σκοτωθεί ο εξάχρονος γιος.
     Νικάσιο
     Οι συνέπειες του τραγικού δυστυχήματος στον παππού (και νονό) του μικρού Νούκο, είναι ψυχολογημένες αλλά απρόσμενες. Ο Νικάσιο δεν μπορεί να δεχτεί τη νέα πραγματικότητα, εξακολουθεί να συμπεριφέρεται καθημερινά σα να ζει ο εγγονός του: εμφανίζεται το πρωί στο σπίτι για να τον συνοδεύσει στο σχολείο, του μιλάει στο δρόμο και χειρονομεί σα να υπάρχει δίπλα του, ξημεροβραδιάζεται στο νεκροταφείο και, το πιο ανησυχητικό, ανασυνθέτει το δωμάτιο του Νούκο όπως ακριβώς ήταν, στο δικό του σπίτι, υπερβάλλοντας σε εμμονές άσκοπες και κουραστικές.
     Έχει ενδιαφέρον πώς ψυχογραφεί ο συγγραφέας τη Μαριάχε αλλά και τον Χοσέ μπροστά σ’ αυτήν την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά.
     Καθώς όμως ο Νικάσιο γερνάει, με όλα τα προβλήματα της ηλικίας (πτώση, εγχείρηση, ανημπόρια κλπ), η αποκλίνουσα αυτή συμπεριφορά που φτάνει στα όρια της διανοητικής βλάβης, γίνεται στόχος του κοινωνικού περίγυρου. Ο κόσμος τον περιγελά, φτιάχνει περιπαιχτικά δίστιχα- ο Νικάσιο γίνεται ο «τρελός του χωριού». Ωστόσο, η Μαριάχε είναι πεπεισμένη ότι ο πατέρας της δεν είναι δεν έχει χάσει τα μυαλά του, και ότι ακριβώς για να μην τα χάσει, προσκολλάται με πλήρη επίγνωση των πράξεών του στην παρηγοριά της άρνησης του θανάτου του παιδιού, πράγμα που της Μαριάχε δεν της φαίνεται κακό.
     Πένθος
     Δεν θα έλεγα ότι είναι από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει του Αραμπούρου (βλ. Η πατρίδα, Τα χρόνια της βραδύτητας, Τα πετροχελίδονα), αλλά καθώς το πένθος είναι ένα θέμα καθολικό, που αφορά κάθε ανθρώπινο ον, και όχι μόνο, ταυτόχρονα όμως ο καθένας το βιώνει με τον δικό του προσωπικό κι εξατομικευμένο τρόπο, βρήκα στοιχεία που ήταν συγκλονιστικά και μοναδικά. Ναι, ουσιαστικά πρωταγωνιστεί το πένθος για το αγαπημένο πρόσωπο, που άλλος απωθεί, άλλος του μιλάει συνέχεια όπως ο Νικάσιο, άλλος γίνεται εγωιστής (το να έχει υποστεί κανείς μια τόσο μεγάλη απώλεια και να είναι συντετριμμένος δε δικαιολογεί τα πάντα)· άλλος πετάει τα πράγματα του νεκρού κι άλλος τα φυλάει σαν φυλαχτό· άλλος κλαίει συνέχεια, άλλος τρώει συνέχεια, άλλος κοιμάται συνέχεια, άλλος λατρεύει τις φωτογραφίες, άλλος προσεύχεται. Άλλος δεν θα αποδεχτεί ποτέ την απώλεια, άλλοι μιλούν για τον νεκρό κι άλλοι σωπαίνουν. Κι όλα αυτά σε χιλιάδες αποχρώσεις όσοι είμαστε οι άνθρωποι και οι συγκεκριμένοι εκλείποντες.
     Η Μαριάχε είναι το πρόσωπο του μυθιστορήματος που έχασε μάνα, πατέρα, παιδί και σύζυγο, κι ωστόσο η ζωή, συνεχίζεται γι’ αυτήν την τριαντατριάχρονη γυναίκα, έτσι όπως την παρακολουθούμε μέχρι το τέλος, καθώς το «ερωτικό της ένστικτο», αντίρροπο στο ένστικτο του θανάτου, όπως θα έλεγε ο Χρήστος Μαλεβίτσης [1] «στην ακατάβλητη εμμονή του, δεν περιχωρείται από τίποτα που θα το αναχαίτιζε». Είναι βέβαια τσακισμένη, αλλά:
     Δεν μ’ ένοιαζε αν πήγαινα κάπου ή αν δεν πήγαινα πουθενά. Ωστόσο, δεν μπορούσα να σταματήσω γιατί αυτό ακριβώς είναι η ζωή, να κινούμαστε, ν’ αναπνέουμε είτε το θέλουμε είτε όχι, ν’ ανοιγοκλείνουμε τα βλέφαρα χωρίς να το συνειδητοποιούμε και να βαδίζουμε, άντε, μπρος, προς την επόμενη προέκταση της διαδρομής, με την ελπίδα να βρούμε πίσω απ’ τον ορίζοντα έναν λόγο, έναν στόχο, ίσως ένα σημείο άφιξης.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Βλ. «Επιστροφή στο Χάος», Χρήστος Μαλεβίτσης (Ο φεγγαροχτυπημένος)

Κυριακή, Ιουνίου 29, 2025

Ένα πτώμα στην αυλή της Αμαλίας, Τεύκρος Μιχαηλίδης

Αναμφίβολα, οι κανόνες της ηθικής και του δικαίου
θα απαιτούσαν να γίνουν τα πράγματα διαφορετικά,
θα έπρεπε ο δολοφόνος και οι συνένοχοί του να υποστούν τη δίκαιη τιμωρία τους·
όμως ξέρεις πολύ καλά ότι δικαιοσύνη και πολιτική σπάνια συμβαδίζουν.
     Γλαφυρό κι ανάλαφρο το «ιστορικό» αυτό αστυνομικό μυθιστόρημα του αγαπητού συγγραφέα (Πυθαγόρεια εγκλήματα, Τα τέσσερα χρώματα του φεγγαριούΑχμές, ο γιος του φεγγαριού), γνωστού για την «μαθηματική μυθοπλασία» σε πολλά έργα του, αυτό που συμβατικά λέμε «μαθηματική λογοτεχνία». Όπως όμως λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας σε σχέση με άλλο έργο του, είναι άτοπο να προσπαθεί να βάλει κανείς μια «ταμπέλα», να κατηγοριοποιήσει δηλαδή τη λογοτεχνία.
     Είναι γεγονός πάντως ότι υπάρχει ένα ενδιαφέρον ιστορικό πλαίσιο, κι αυτό είναι η εποχή του Όθωνα. Πολλά ιστορικά πρόσωπα αναφέρονται, όπως του Κρίστιαν Άντερσεν, του Φλωμπέρ, του ζεύγους Χιλλ που ίδρυσαν το πρώτο Ελληνικό παρθεναγωγείο, και φυσικά του Όθωνα και της Αμαλίας -εφόσον το έργο διαδραματίζεται όπως υπαγορεύει κι ο τίτλος- στην αυλή του βασιλικού ζεύγους-, πρόσωπα που αλληλεπιδρούν με τους πλασματικούς, τους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες. Άλλωστε η κεντρική ηρωίδα, που τελεί και χρέη ντετέκτιβ στην μυστηριώδη πλοκή, είναι η γνωστή από την ιστορία εθελόντρια νοσηλεύτρια Φλόρενς Νάιτιγκεϊλ[1] (1820-1910), μια δυναμική γυναίκα για τα δεδομένα της εποχής, με ισχυρή θέληση και πρωτοφανή παιδεία, που σύμφωνα με την Wikipedia ήξερε ελληνικά, και σύμφωνα με το σημείωμα του συγγραφέα βρέθηκε στην Αθήνα το 1850, την εποχή δηλαδή του Όθωνα. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται για την Ιστορία, αντλεί ευχαρίστηση από τα ιστορικά/λαογραφικά στοιχεία κι από τις πολύ αναλυτικές σημειώσεις –παραπομπές που πληροφορούν για το πού σταματά η μυθοπλασία και πού η τεκμηριωμένη ιστορία (πολύ βασικό στοιχείο στα ιστορικά μυθιστορήματα, αν ο συγγραφέας θέλει να σέβεται τον αναγνώστη). Έτσι, υπάρχουν αναφορές π.χ. στην «θρησκευτική κοινότητα των διακονισσών του Κάιζερσβερτ», σε λογοτεχνικά κείμενα της εποχής, στην μισαλλόδοξη υπόθεση «Πατσίφικο» που οδήγησε την Αθήνα σε ναυτικό αποκλεισμό από τους Άγγλους, στην τραγική μοίρα του Θεόφιλου Καΐρη, στους λήσταρχους της εποχής, στις φυλακές στο Παλαμήδι. Επίσης, είναι μια εποχή που γίνονται πολιτικά παιχνίδια, κυκλοφορούν μυστικές επιστολές, γίνονται πολιτικές δολοφονίες και επομένως υποβόσκει ο φόβος του βασιλικού ζεύγους ότι θα πέσουν οι ίδιοι θύματα δολοφονικής επίθεσης. Οι μεγάλες δυνάμεις, κυρίως Αγγλία και Γαλλία (μην ξεχνάμε ότι υπήρχε το γαλλικό, αγγλικό και ρωσικό κόμμα) διαγκωνίζονται ποιος θα ωφεληθεί περισσότερο από το νεοσύστατο κράτος («δεν καταλαβαίνουν ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να θέσουμε την Ελλάδα κάτω από τον πλήρη έλεγχό μας»). Τέλος, ο συγγραφέας μάς ζωγραφίζει πολύ παραστατικά την τότε Αθήνα, που από ένα ασήμαντο χωριό 20.000 κατοίκων έγινε η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
     Η αστυνομική πλοκή αν και είναι κλασική, διατηρεί την αγωνία και την περιέργεια σε υψηλά επίπεδα: υπάρχει πτώμα, (η Αγγελική Δελβενιώτη, δεσποινίς επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας), υπάρχει το ενδεχόμενο δολοφονίας κι όχι ατυχήματος ή αυτοκτονίας, υπάρχουν ύποπτοι, υπάρχουν μάρτυρες, συνεργάτες, πληροφοριοδότες, πικάντικες ιστορίες. Είναι αριστοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας εμπλέκει την Φλόρενς Νάτινγκειλ στην εξιχνίαση του εγκλήματος (καθαρά μυθοπλαστικό στοιχείο), στην οποία αναθέτει την υπόθεση η ίδια η βασίλισσα προτείνοντάς της κι έναν έμπιστο βοηθό, τον Φραντς Κέσελ.
     Η Φράνσις Νάιτινγκεϊλ φέρεται να αναλαμβάνει την υπόθεση ενώ είναι ακόμα νεαρή, πριν δηλαδή το φιλανθρωπικό νοσηλευτικό της έργο, και δέχεται πρόθυμα από την ίδια την Αμαλία να απαντήσει στα καίρια ερωτήματα με το κοφτερό της μυαλό (τα άγχη της, οι αγωνίες, οι καταθλίψεις της είχαν ως αφετηρία την ανάγκη της να αισθανθεί χρήσιμη, ν’ απαλλαγεί από τη ράθυμη ευδαιμονία της αριστοκράτισσας/από τη στιγμή που ανάλαβα αυτήν την υπόθεση νιώθω άλλος άνθρωπος. Η ζωή μου απέκτησε, έστω και προσωρινά, κάποιο σκοπό). Έτσι, δεν διστάζει να αγνοήσει τους μικροτραυματισμούς, ακόμα και να βάλει σε κίνδυνο και τη ζωή της, προκειμένου όχι μόνο να βρει τον δολοφόνο και τους συνεργάτες του, αλλά και τους πληροφοριοδότες των εχθρικών βλέψεωνπου πιθανώς υπήρχαν μέσα στο βασιλικό περιβάλλον.
     Ασφαλώς, σ’ αυτό το προσωπικό σημείωμα δεν θα αποκαλύψω τον δολοφόνο ούτε καν τα κίνητρά του, θα αναφερθώ όμως στην επιδεξιότητα του συγγραφέα να δώσει πολιτική διάσταση στο επινοημένο έγκλημα, πατώντας γερά στα ιστορικά στοιχεία της εποχής, και κυρίως στην βρετανική πολιτική απέναντι σε Ελλάδα και Γαλλία, και τις διπλωματικές διαφωνίες (εποχή ναυτικού αποκλεισμού του Πειραιά με δυσβάσταχτους όρους[2]) αφήνοντας μια γλυκόπικρη γεύση στον αναγνώστη για τη μοίρα των αδύναμων λαών.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A6%CE%BB%CF%8C%CF%81%CE%B5%CE%BD%CF%82_%CE%9D%CE%AC%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BD%CE%B3%CE%BA%CE%B5%CF%8A%CE%BB
[2] Στις 25 Ιουνίου 1850, ο λόρδος Πάλμερστον, Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, μετέπειτα πρωθυπουργός, σε μια ιστορική ομιλία-ρεκόρ (5 ωρών) εξήγησε στο βρετανικό Κοινοβούλιο γιατί είχε ηθική υποχρέωση να προχωρήσει στον ναυτικό αποκλεισμό της Ελλάδας (διακινδυνεύοντας πόλεμο με Γαλλία και Ρωσία). Και καταχειροκροτήθηκε. Το εις βάρος του αρνητικό κλίμα είχε μετατραπεί σε θετικό.

Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2025

Τον καιρό του θεού, Sebastian Barry

Μακάρι να το’ χε κρατήσει κρυφό, για τον εαυτό του μόνο,
αυτό το συναίσθημα.
Το’ νιωσε να γλιστράει σβέλτο μέσα του,
σαν βίδρα σε χείμαρρο.
     Ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα του -πολυαγαπημένου- Ιρλανδού συγγραφέα, περισσότερο γνωστού από το συγκλονιστικό "Η μυστική γραφή"  (βλ. στο μπλογκ και «Μακριά, πολύ μακριά»  , «Εις γην Χαναάν»)
     Όλα τα παραπάνω βιβλία του Μπάρι διακρίνονται για την λεπτοφυή γραφή με την οποία αποδίδονται πολύ ιδιαίτερες εσωτερικές, συγκρουσιακές καταστάσεις, στις οποίες οδηγούνται οι ήρωες μέσα από τις αντιφατικές ιστορικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν την Ιστορία της Ιρλανδίας. Μια χώρα όπου τα όρια του πατριωτισμού και της προδοσίας πολλές φορές ήταν ρευστά, μια χώρα που με πολλούς αγώνες, εμφύλιο αλληλοσπαραγμό και οδύνη απέκτησε την ανεξαρτησία της[1]έναν αιώνα μόλις πριν. Ωστόσο η εξάρτηση από τη βρετανική κοινοπολιτεία οδήγησε σε δράση τις πολύ ισχυρές ένοπλες επαναστατικές ομάδες (ΙΡΑ[2], Σιν Φέιν) που, με πολλούς αιματηρούς αγώνες, διασπάσεις, θυσίες, λάθη, προδοσίες κλπ, αγωνίζονταν ενάντια στην αγγλική κυριαρχία μέχρι το 2005[3].
     Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό στα βιβλία του Μπάρι είναι ότι κατά κανόνα κρύβουν οδυνηρά μυστικά, μνήμες και ενοχές, και η πλοκή χτίζεται αργά και μεθοδικά, καθώς ξεκινάει από έναν αργό ρυθμό που εντείνεται σε κρεσέντο με πολλές ανατροπές και αποκαλύψεις. Ο αναγνώστης δεν έχει το σκηνικό έτοιμο μπροστά του, αλλά καθώς προχωρά η αφήγηση, είναι σα να φωτίζονται σκοτεινές πλευρές του πίνακα ή του κεντρικού ήρωα, μέχρις που συμπληρώνεται όλη η εικόνα αναδεικνύοντας εσωτερικές αντιφάσεις, επώδυνες μνήμες, σφάλματα απελπισίας και ανθρώπινες αδυναμίες.
      «Οι άνθρωποι παθαίνουν φρικτά πράγματα, και μετά δεν μπορούν ούτε να μιλήσουν γι΄ αυτά. Οι πραγματικές ιστορίες του κόσμου είναι χτισμένες στη σιωπή. Οι σοβάδες είναι σιωπή, και μερικές φορές τους τοίχους τίποτα δεν μπορεί να τους διαπεράσει».
     Έτσι, στο «Στον καιρό του Θεού», ο κύριος, μοναχικός ήρωας είναι ένας ηλικιωμένος άντρας, ο Τομ Κετλ, συνταξιούχος αστυνομικός της Γκάρντα Σιοχάνα, (της Εθνικής Αστυνομίας της Ιρλανδίας), με υψηλή τιμητική διάκριση (Μετάλλιο Σκοτ Εξαιρετικής Ανδρείας, ανώτερη διάκριση), που έχει αποσυρθεί σε μια ερημική ακτή και ζει εδώ και εννιά μήνες σ’ έναν ψαρότοπο (αυτό το παράσπιτο ήταν το μέρος όπου η ζωή είχε ξεβράσει τον Τομ Κετλ). Χάρη στη συναρπαστική γραφή του Μπάρι, παρακολουθούμε με ενδιαφέρον την ήσυχη, γαλήνια ρουτίνα του ήρωα, που απολαμβάνει την απραξία, «την ατάραχη μοναξιά» (ήθελε να ζήσει τον πλούτο των λεπτών του, όσων τέλος πάντων του είχαν μείνει. Ήθελε λίγο ευλογημένο, ήσυχο χρόνο). Πληροφορούμαστε ακόμα, μέσω των εσωτερικών του σκέψεων ότι έχει χάσει την πολυαγαπημένη του γυναίκα, την Τζουν, αλλά και τα δυο του παιδιά, τη Γουίνι και τον Τζόε, που αρχικά νομίζουμε ότι είναι ακόμα εν ζωή (ο Τομ είχε δει πόνο, πολύ πόνο, καντάρια πόνο στη ζωή του). Έτσι, η ηρεμία αυτή είναι η ηρεμία μιας λίμνης που κρύβει πολύ βαθύ πένθος (στη ψάθινη πολυθρόνα του ήταν βασιλιάς του χρόνου. Διατηρούσε την εύνοια, το πλεονέκτημα του παρόντος).
     Αυτή η μακάρια αταραξία διακόπτεται απότομα (η πρωτύτερη ευτυχία του τον είχε αφήσει ορφανό) από την αιφνίδια επίσκεψη δύο νεαρών αστυνομικών, του Γουίλσον και του Ο’ Κέισι, που διερευνούν μια περίεργη «βρόμικη, φριχτή» υπόθεση, και ήρθαν σταλμένοι από τον αρχιφύλακα Φλέμινγκ (συνάδελφο και φίλο) για να ζητήσουν τη βοήθεια του έμπειρου Τομ. Μια υπόθεση που ξανάνοιξε μετά από χρόνια, και που ανασύρει πολύ οδυνηρές μνήμες από το απώτερο προσωπικό παρελθόν του Τομ (με γυρνάτε πίσω –κι εγώ δεν ξέρω πού. Στη φρίκη, στην αθλιότητα των πραγμάτων), ωστόσο δεν τις μαθαίνει, όπως είπαμε, αμέσως ο αναγνώστης, ο οποίος αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι ο Τομ συμπαθεί τους νεαρούς αστυνομικούς, τους βλέπει σαν παιδιά του και βρίσκει οικείες τις μεθόδους τους, αλλά η επιθυμία του να τους βγάλει έξω, να φύγουν από το σπίτι του, τον εξουθένωνε. Η πρώτη νύξη για το περιεχόμενο της αστυνομικής έρευνας είναι ότι πρόκειται για «τους αναθεματισμένους παπάδες της δεκαετίας του ‘60» (δεν είμαι καν βέβαιος ότι ήταν αδίκημα, στις μέρες σας). Η δεύτερη νύξη σχετικά με το οδυνηρό παρελθόν είναι ο «γαμημένος Αδελφός από το Τιπερέρι». Και πάλι οι εξηγήσεις για τον αναγνώστη έρχονται πολύ αργότερα.
     Αυτό είναι ένα δείγμα της γραφής, αποκαλυπτικής και σπαραχτικής, του Σεμπάστιαν Μπάρι, μιας γραφής που εστιάζει στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, στο αφηγηματικό παρόν. Μέσα όμως από τους συνειρμούς, τις αντιδράσεις και τα παροντικά συναισθήματα ο αναγνώστης συνθέτει μια απίστευτη ιστορία, σχεδόν αστυνομικής φύσης, θεμελιωμένη όμως στην ανθρώπινη διαστροφή και τις κοινωνικές της προεκτάσεις. Γιατί ο κεντρικός πυρήνας του μυθιστορήματος είναι η κατ’ εξακολούθηση κακοποίηση μικρών παιδιών, αγοριών και κοριτσιών, μέσα στους κύκλους της καθολικής εκκλησίας, φαινόμενο γνωστό σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης[4]. Στην Ιρλανδία όμως, το έγκλημα ήταν τόσο εκτεταμένο που αποτελεί σχεδόν συλλογικό τραύμα, δεδομένου ότι οι ποντίφικες και οι ανώτεροι στην ιεραρχία συγκάλυπταν συνειδητά και επί χρόνια τέτοιου είδους εγκλήματα[5].
     Το όνομα του «αρχιεπίσκοπου του κώλου, της καταστροφής», του ΜακΚουέιντ (κι αυτός «γαμημένος»), εμφανίζεται στον εσωτερικό μονόλογο του ήρωα, σηματοδοτώντας την πηγή της οδύνης. Με τη γνώριμη τακτική του συγγραφέα, μαθαίνουμε πολύ αργότερα τον σκοτεινό του ρόλο, σίγουρα όμως υποψιαζόμαστε. Είναι ο υπεύθυνος των συγκαλύψεων στο μυθιστόρημά μας, όταν έσκασε η ιστορία με τους παπάδες, όταν έσκασε μες στα χέρια τους και τους ζεμάτισε, όταν ο Τομ και ο φίλος του συνάδελφος Μπίλι Ντρούρι ήταν ακόμα τριαντάχρονα παλληκαράκια, κουβαλώντας στην πλάτη τους μια απίστευτα τραυματική παιδική ηλικία και μια εξίσου ζοφερή ενηλικίωση (Πίστευε ότι όλες τις οδυνηρές αποκαλύψεις τις είχαν κρύψει στις μέσα τσέπες τους κι ότι μπορούσαν να τις κουβαλάνε χωρίς πρόβλημα. Τους βιασμούς, τους καταραμένους παπάδες, τις καλόγριες, τις κακουχίες, τον πόνο, την κακία, το χαμό). Προϊστάμενοι λοιπόν της αστυνομίας και ιθύνοντες, μαζί με τον αρχιεπίσκοπο ΜακΚουέιντ κουκούλωσαν κι έκλεισαν την υπόθεση άσεμνων φωτογραφιών με μικρά -εξάχρονα πολλές φορές παιδάκια, που αποδείκνυαν την ασέλγεια των παπάδων. Και πιο συγκεκριμένα στην περίπτωσή μας, του Μπερν (διακόνου στο Κουλμάιν) και του πάτερ Θαδδαίου Μάθιους (πήγαιναν τα παιδιά στο εξομολογητήριο όπου αυτός τους έκανε διάφορα).
     Αυτή είναι η υπόθεση που βγαίνει ξανά στην επιφάνεια, μετά από τριάντα χρόνια, κι ο Φλέμινγκ ζητά τη βοήθεια και την εμπειρία του Τομ. Όμως ο Τομ δεν έχει απλώς ασχοληθεί με την υπόθεση ως αστυνομικός, ο Τομ ήταν πάλαι ποτέ θύμα. Κι αυτό το μαθαίνουμε (αν και το υποψιαζόμαστε βέβαια) σταδιακά καθώς προχωράει η αφήγηση. Η επίσκεψη των δύο αστυνομικών διακόπτει επομένως τη μακαριότητα του Τομ (μια αλύπητη χειρονομία της μοίρας τού την είχε αρπάξει μεσ’ απ’ τα χέρια) κι αναμοχλεύει αυτό το παρελθόν, που το μαθαίνουμε κι εμείς βήμα βήμα, μέσα από τον άξονα του συναισθήματος: ταραχή, αβεβαιότητα, θυμός, κλάματα με λυγμούς, αναγούλα από αηδία, μέχρι που αναφέρεται και η λέξη «προδοσία». Μέχρι που αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι υπάρχει στον Τομ ένα είδος παγίδευσης, μια «θηλιά στον λαιμό», μια βαθιά ενοχή.
     Ωστόσο, παρά το σκοτεινό προαίσθημα, ο ηλικιωμένος πια Τομ, άριστος επαγγελματίας άλλοτε, αποφασίζει να βοηθήσει την έρευνα στην υπόθεση που θεωρείται ακόμα ανεξιχνίαστη και ξαναβγαίνει στο φως: την άγρια δολοφονία του σατανικού Μάθιους Θαδδαίου στη δεκαετία του ’60 (σωματικές βλάβες οφειλόμενες σε επίθεση μανίας), μετά από βίαιη επίθεση στο βουνό όπου πήγε με τον άλλον ιερέα παιδεραστή, τον Μπερν. Πολλά στοιχεία αναξιοποίητα αλλά και η ανάπτυξη της τεχνολογίας των γενετικών ελέγχων (DNA), εφόσον υπήρχαν «λεκέδες από αίμα», δίνουν ελπίδες στον Φλέμινγκ ότι, με τη βοήθεια και του Τομ, που είχε τότε ασχοληθεί με την υπόθεση, θα βρεθούν οι ένοχοι. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον λοιπόν η «αστυνομική πλευρά» της πλοκής του βιβλίου, ή μάλλον καλύτερα η αποκατάσταση της αλήθειας, που φανερώνεται βήμα βήμα στους αναγνώστες, και σίγουρα δεν είναι κάτι που μπορεί να υποψιαστεί ο αναγνώστης, ο οποίος έχει ήδη προϊδεαστεί για την εμπλοκή του ήρωα. είναι μια αλήθεια που δεν μπορεί κανείς να πιστέψει, που δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, ούτ καν οι πρωταγωνιστές της.
     Ωστόσο… υπάρχουν και χειρότερα, πολύ χειρότερα…
     Αν δεν είχες δει με τα μάτια σου τέτοιο ζόφο, 
τέτοια κρυφή κακία, 
δεν υποψιαζόσουν καν την ύπαρξή τους. 
Και δεν υπήρχε πόλεμος πιο τρομακτικός 
από τα όσα είχαν ήδη ζήσει.
     Οι πιο σπαρακτικές αναφορές είναι αυτές που αφορούν την κακοποίηση των μικρών παιδιών, το σκάνδαλο της καθολικής εκκλησίας. Δεν υπάρχει βέβαια κλασική περιγραφή παρά μόνο θραύσματα αναμνήσεων και συναισθημάτων, και δεν σχετίζονται μόνο με τον ίδιο τον Τομ και την τραγική του παιδική ηλικία, αλλά και την γυναίκα του Τζουν, η οποία αποκάλυψε πολύ αργά στον Τομ, όταν πια είχε θεμελιωθεί η σχέση τους, ότι ήταν εξάχρονο κοριτσάκι όταν άρχισε επί σειρά ετών να την βιάζει ο πατήρ Θαδδαίος με την ανοχή των καλογριών (το είχε δει με τα μάτια του, τ’ αγόρια που βίαζαν οι Αδελφοί, πώς έσβηνε το φως στα μάτια τους. Αγόρια που οι Αδελφοί ξέσκιζαν με τη ρομφαία της λαγνείας τους. για πάντα. Το είχε δει. Το είχε δει με τα μάτια του, όταν ακόμα δεν ήξερε τις λέξεις γι’ αυτά τα πράγματα, όταν ακόμα δεν μπορούσε να περιγράψει σε κανέναν τι είχε δει. Τα μικρά φιτιλάκια στα μάτια τους μέσα σβηστά. Στους αιώνες των αιώνων).
     Οι «φριχτές ιστορίες» είναι -ή μάλλον ήταν- η δουλειά του Τομ (οι άνθρωποι παθαίνουν φριχτά πράγματα, και μετά δεν μπορούν να μιλήσουν γι’ αυτά. Οι πραγματικές ιστορίες του κόσμου είναι χτισμένες στη σιωπή). Έχουν δει τα μάτια του εγκλήματα απίστευτα, φρίκη απερίγραπτη π.χ. όταν βόμβες σε αυτοκίνητα από ομάδες εξέγερσης εξόντωναν περαστικούς (αυτές οι γονατιστές φιγούρες ήταν για τον Τομ ο χειρότερος πόνος (…) και ξαφνικά οι φωνές των τρομερά, φριχτά τραυματισμένων άρχισαν να μπαίνουν στ’ αυτιά του, και τώρα τα ουρλιαχτά τα λόγια των ετοιμοθάνατων κλπ κλπ). Άλλωστε είναι εξοικειωμένος με τον φόνο κι από τον «ύποπτο πόλεμο» της Μαλαισίας όπου είχε πάρει μέρος πριν από πολύ καιρό, εμποδίζοντας τους αντάρτες να βρουν βοήθεια από τους χωριάτες (η δική του δουλειά ήταν ν’ ανεβαίνει με σκοινιά και τροχαλίες σ’ ένα ψηλό δέντρο, να κουρνιάζει εκεί και να σημαδεύει με το όπλο του τα δρομάκια που έμπαιναν στο χωριό). Άφταστος στο σημάδι, ο εικοσάχρονος τότε Τομ σκότωσε τόσους πολλούς, που οικονόμησε και το μετάλλιο (σκοτώνοντας αντάρτες είχε εξασφαλίσει τη δική του ζωή στην Ιρλανδία, αφήνοντας πίσω του την ντροπή και τα συντρίμμια της παιδικής του ηλικίας). Ναι, είχε διαπράξει φόνους (δεν μπορείς να σκοτώσεις λιγάκι- όταν σκοτώνεις, σκοτώνεις τελείως. Μια τόση δα λεξούλα για μια πράξη τεράστια).
     Όμως τίποτα δεν ήταν τόσο φριχτό, όσο η σκιά ενός Αδελφού με μαύρο ράσο δίπλα στο κρεβάτι σου μέσα στ’ άγρια μεσάνυχτα που σε ξυπνούσε για να σε δείρει ή να σε γαμήσει. Εικόνες φριχτές, με μωρά παιδιά ημίγυμνα δεμένα σε καρεκλάκια…
     Ο πάτερ Τζόζεφ Μπερν κι ο πάτερ Θαδδαίος Μάθιους, δυο τσακάλια μες στο κοτέτσι. Δυο τσακάλια που κατασπάραζαν κλωσόπουλα. Μια κατάσταση που ανέκαθεν, αλλά και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, τον γεμίζει «καθαρή, σκέτη οργή». Έμαθε μάλιστα ότι κι ο Θαδδαίος βίαζε κατ' εξακολούθηση και την Τζουν, «αυτός είναι, Τομ, αυτός είναι ο άντρας που μου’ κανε το κακό»…
Το χέρι της δεν ήταν φυσικά φωτιά,
αλλά το άγγιγμά του τον έκαιγε σαν να’ ταν φωτιά,
του’ καιγε το χέρι.
     Σε αντιστάθμισμα όμως αυτού του ζόφου, ο αναγνώστης απολαμβάνει τις υπέροχες ερωτικές σελίδες όπου ο ήρωας αναπολεί την Τζουν του, σελίδες γεμάτες ζωή και φως! Μαγεμένος από τη μορφή της, τα μάτια, το δέρμα, τα δάχτυλα, τα πόδια και το απίστευτο πρόσωπο, το τέλειο πρόσωπο, που του κοβόταν η ανάσα στη σκέψη ότι ένα πλάσμα τόσο όμορφο ήταν μαζί του. Όταν τη γνώρισε, άργησαν πολύ να μιλήσουν ο καθένας για τον εαυτό του, γιατί τι είχαν να πούνε; Σύντομα όμως κατάλαβαν πως η αιτία αυτής της σιωπής ήταν η ίδια και για τους δύο, η ίδια και στις δυο υποθέσεις.
    Είναι μια όαση η σχέση του με την Τζουν, αυτός ο συναισθηματικός πλούτος που έζησε κοντά της και εξακολουθεί να ζει τώρα μέσω των αναμνήσεων, γιατί την σκέφτεται και την ποθεί ακόμα και διαρκώς. Και μόνο η εξωτερική περιγραφή γεμίζει ερωτισμό και χρώματα την αφήγηση: Οι χρυσαφιές πιτσιλιές στα μάτια της σαν χρυσόσκονη σε ποτάμι του Γουίκλοου/τα χρυσά μαλλιά/το φωτεινό, το λαμπερό της δέρμα/ κι ούτε ένα δάκρυ τα μάγουλά της, λες κι είχε αφήσει οριστικά πίσω της όλα τα δάκρυα/η παγανιστική άνοιξη, η πρώτη. Η άνοιξη της Τζουν/πώς το χαμόγελο φώτιζε τα πράσινα μάτια της και σπίθιζαν απ’ την τόση καλοσύνη της, την τρελή, μια στάλα μόνο, σκληρότητά της, την παράνομη παραζάλη και την ελάχιστη αγριάδα της όταν έφτανε σε οργασμό/η θέρμη του κορμιού της διαπερνούσε τα ρούχα της/Η θάλασσα, το νησί, τα βράχια, ο φάρος, τον καλημέρισαν. Ολόλαμπρη ήταν η χαρά του -και δεν τον ένοιαζε που θα’ κανε κι αυτή τον κύκλο της και θα τελείωνε, σαν όλες τις χαρές.
     Πρόκειται για μια γνήσια, βαθιά αγάπη, αλλά και για έναν τρελό, αμοιβαία μανιασμένο έρωτα, ανάμεσα σε δυο πρόσωπα που είχαν ίδια –αναγνωρίσιμα- τραύματα, κι ας το συνειδητοποίησαν πολύ αργότερα από όταν γνωρίστηκαν. Μια αγάπη που τη βιώνει ο Τομ σαν να μην έχει τέρμα, αθάνατη, για μια γυναίκα «με απόλυτο αίσθημα δικαίου» που ακολούθησε μια τραγική μοίρα, στην προσπάθειά της να «είναι δίκαιη μπροστά στον θεό. Ίσως όχι μπροστά στους ανθρώπους». Τον ίδιο δρόμο που ακολούθησε κι ο Τομ αποδίδοντας με αυτοδικία τη δικαιοσύνη σε ένα περιστατικό της όψιμης ζωής του, στο αφηγηματικό παρόν.
     Η οικογενειακή τραγωδία δεν σταματά για τον Τομ, εφόσον και τα δυο του παιδιά είχαν πολύ τραγική πορεία, που παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα. Κι ο κόσμος συνεχίζει χωρίς την Γουίνι, χωρίς τον Τζόε. Ο συγγραφέας μάς χαρίζει ανάλογες σελίδες σταθερά εστιασμένος στο επώδυνο παρόν του 60χρονου ήρωα, που με θάρρος αντικρίζει πια κατάματα όλη του τη ζωή.
     Οδύνη αλλά και ευτυχία.
Γιατί περιέργως ήθελε να ζήσει.
Ήθελε να ζήσει κι άλλο,
όσο χρειαζόταν για να βγει από το σκοτεινό δάσος,
σαν τα παιδιά στα παλιά,
μεσαιωνικά παραμύθια.
     Είναι αυτή η ηλικία των αναστοχασμών, όπου ασήμαντες στιγμές τελικά αναδεικνύονται ως «οι πιο σημαντικές» (ένα τίποτα που είχε μάθει να αγαπάει/ήταν σπουδαία αυτά τα πράγματα, περασμένα στο κορδόνι του χρόνου –ήταν το πολύτιμο περιδέραιο φτιαγμένο με τα γεγονότα των ημερών τους). Τι είναι τελικά σημαντικό στη ζωή (τι θα κρατούσε ο θεός απ’ την ιστορία του;); Όσο κι αν νιώθει χαμένος, είχε πάψει να απορεί, να προσπαθεί να εξιχνιάσει τη ζωή του.
     Μια παράξενη «φλόγα ελευθερίας», «ένα περίεργο χαρμάνι αυτού που συνήθως ονομάζεται ευτυχία» συνοδεύει τον Τομ σ’ αυτήν την πορεία προς τη λύτρωση από το παρελθόν, και την ευγνωμοσύνη για όλα αυτά που είχε ζήσει.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%81%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%82
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%81%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82_%CE%A3%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%8C%CF%82
3] Στις 28 Ιουλίου του 2005, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός κήρυξε τον τερματισμό οποιασδήποτε ένοπλης ενέργειας και ανακοίνωσε πως, στο μέλλον, θα προσπαθούσε να επιτύχει τους στόχους του μόνο με ειρηνικά μέσα.
[4] Την δεκαετία του 1990, οι περιπτώσεις άρχισαν να εμφανίζονται στο φως της δημοσιότητας σε χώρες όπως την Ιρλανδία, τον Καναδά, την Αυστραλία, και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ την δεκαετία του 2000 έλαβαν ακόμη μεγαλύτερη κάλυψη. Η εκκλησιαστική ιεραρχία υποστήριξε ότι η κάλυψη από τα ΜΜΕ ήταν υπερβολική και δυσανάλογη, ενώ επιχειρηματολόγησε πως μια τέτοια κατάχρηση, υπάρχει και σε άλλες θρησκείες . Μια σειρά τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ της δεκαετίας του 1990, όπως Υποφέρουν τα παιδιά (UTV, 1994), έφερε το θέμα για την εθνική προσοχή στην Ιρλανδία (https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CF%80%CE%BF%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CF%80%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7%CF%82_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%BA%CE%B1%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1)
[5] Η ηγεσία της Καθολική Εκκλησίας αρκετές φορές κάλυψε τα γεγονότα και μετακίνησε τους ιερείς που είχαν κακοποιήσει ανηλίκους σε άλλες ενορίες, όπου και συνέχισαν την κακοποίηση (βλ. παραπάνω πηγή)

Σάββατο, Μαΐου 31, 2025

Τα πράσινα παντζούρια, Georges Simenon

     Ένα αξιόλογο έργο γραμμένο το 1950 από τον δεξιοτέχνη της πλοκής, μάστορα των αστυνομικών μυθιστορημάτων -και όχι μόνο-, τον πολυγραφότατο Ζωρζ Σιμενόν (έχει γράψει πάνω από εκατόν δέκα «σκληρά μυθιστορήματα», όπως ονομάζει ο ίδιος τα μη αστυνομικά του, χώρια τις αστυνομικές περιπέτειες με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, και άλλες ιστορίες μυστηρίου).
     Τα «πράσινα παντζούρια» δεν είναι αστυνομικό, είναι όμως εξαιρετικό ψυχογράφημα ενός δύστροπου ήρωα, του δημοφιλούς ηθοποιού Εμίλ Μωζέν. Ο συγγραφέας μάλιστα σπεύδει σε μια εισαγωγική «προειδοποίηση» να ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται για «roman à clef», δηλαδή για καμουφλαρισμένο πραγματικό πρόσωπο, παρόλο που κάποιος θα μπορούσε να αναγνωρίσει κάποια επί μέρους χαρακτηριστικά γνωστών ηθοποιών.
     Ο Εμίλ Μωζέν είναι ηθοποιός κωμικός, μεγάλου βεληνεκούς, πάρα πολύ δημοφιλής και… πάρα πολύ αντιπαθητικός! Ένας αντι-ήρωας λοιπόν, που είναι ήδη 57 χρονών με σοβαρά προβλήματα υγείας, αθεράπευτος πότης, αηδιαστικά γυναικάς (κουτουπώνει σε πάσα ευκαιρία υπηρέτριες, κλπ), με πλούσιο… συζυγικό παρελθόν (δύο νόμιμες γυναίκες), αλλά και… συζυγικό παρόν: πρόσφατα έχει παντρευτεί την 22χρονη Αλίς που έχει μια μικρή κόρη από άλλον άντρα, την Μπάμπα. Όμως, καθώς ο συγγραφέας πλέκει τη σύνθετη καθημερινότητα του πρωταγωνιστή του, αποκαλύπτεται ότι (μέσα στις πολλές περιπέτειές του) υπήρξε ακόμα μια μοιραία γυναίκα, όταν ακόμα ήταν φτωχός και άστεγος. Μια γυναίκα ανεπιθύμητη και φορτική, με την οποία έχει έναν καρπερό γιο, ενήλικο τώρα, με πέντε παιδιά και που δεν τον έχει αναγνωρίσει επισήμως αλλά τον βοηθάει -απρόθυμα- υποκύπτοντας σε ένα είδος συναισθηματικού εκβιασμού (αν η τύχη τα έφερνε αλλιώς, πιθανόν η κυρία Καντό να ήταν η κυρία Μωζέν και ο κρετίνος που κατέβαλλε προσπάθεια να πιει το κρασί του χωρίς να βήχει θα ονομαζόταν Μωζέν αντί για Καντό).
     Δύο είναι τα στοιχεία στο μυθιστόρημα που μου προσείλκυσαν προσωπικά το ενδιαφέρον. Το πρώτο είναι ότι αυτός ο αθεράπευτα εγωιστής, αλαζόνας, «παρτάκιας», που τους γράφει όλους και τους υποτιμά, σέβεται «σαν Παναγιά» την τελευταία του γυναίκα την 22χρονη Αλίς, την προσεγγίζει και τη φροντίζει όταν τη βρίσκει σε αδύναμη φάση, δεν την αγγίζει καν σεξουαλικά αλλά την ποθεί, τη ζηλεύει αφόρητα και ονειρεύεται τη ζωή μαζί της. Μάλιστα, όταν νιώθει υπερβολικά ευάλωτος και ίσως μπουχτισμένος από τις χιλιάδες ευθύνες του, φεύγει μαζί της σε ταξίδι από το οποίο δεν σχεδιάζει επιστροφή (είχαν εγκαταλείψει το Παρίσι αμέσως, την επομένη της τελευταίας παράστασης στο θέατρο, χωρίς να πάρουν τίποτα μαζί τους, σαν φυγάδες).
     Δεν εμβαθύνει ψυχολογικά ο συγγραφέας στον ήρωά του, απλώς καταγράφει τη δράση του, -χωρίς ερμηνείες και προεκτάσεις. Η πλοκή , οι αντιδράσεις, οι διάλογοι αποκαλύπτουν ωστόσο έντεχνα έναν ψυχισμό γεμάτο φορτία και αντιφάσεις, που διεγείρει όντως την περιέργεια. Μέσα στα μύχια αυτού του ψυχισμού, στέκουν σαν σύμβολο τα «πράσινα παντζούρια», το σπίτι που ονειρεύτηκε η πρώτη του δυναμική γυναίκα, η Υβόν Ντελομπέλ, ένα «ιδανικό σπίτι» που παραπέμπει στην ήσυχη, τρυφερή οικογενειακή ζωή (οι τοίχοι, οι πόρτες τού δημιουργούσαν αίσθημα ανασφάλειας, άγχους). Ίσως αυτήν την τρυφερή οικογενειακή ζωή με την Αλίς αναζητά προς το τέλος ο άξεστος ήρωάς μας, έχοντας σπαταλήσει προκλητικά τη ζωή του και την υγεία του.
     Το δεύτερο στοιχείο είναι αυτό το εκπληκτικό φινάλε, φινάλε του βιβλίου αλλά και του ήρωα. Οι τελευταίες σελίδες είναι ένα υπαρξιακό ταξίδι του τρομερού και φοβερού Μωζέν στο παρελθόν, πραγματικό και νοερό καθώς ο Μωζέν έχοντας πέσει εντέλει σε κώμα, αποχαιρετά τους ανθρώπους του, αλλά κυρίως τα ευάλωτα και τραυματικά κομμάτια του εαυτού του, προτού βυθιστεί στο σκοτάδι της ασυνειδησίας.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Μαΐου 14, 2025

Άνοιξη με μια σπασμένη γωνία, Mario Benedetti

Όλος αυτός ο σεισμός μάς έχει αφήσει κουτσούς,
ημιτελείς, εν μέρει άδειους, άυπνους.
Ποτέ δεν θα ξαναγίνουμε αυτοί που ήμασταν προηγουμένως.
Καλύτεροι ή χειρότεροι, αυτό θα το κρίνει ο καθένας.
     Βαθύ, διεισδυτικό, ποιητικό. Και ατμοσφαιρικό. Και άκρως πολιτικό.
     Εγκλεισμός και εξορία, είναι οι βασικοί άξονες. Εξορία κυριολεκτική/εξωτερική, αλλά κυρίως εξορία εσωτερική.
     Ο Ουρουγουανός ποιητής, δημοσιογράφος, ακτιβιστής και συγγραφέας Μπενεντέτι μάς συμπυκνώνει την πικρή ιστορία της χώρας του, αλλά βασικά της Λατινικής Αμερικής, μέσα από την βιωματική εμπειρία πέντε κεντρικών προσώπων. Η διαφορετική οπτική διευκολύνεται από τη δομή που επέλεξε: μικρά κεφάλαια όπου κάθε κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στον καθένα από τους ήρωες, με εναλλαγή, και με ύφος που προσιδιάζει στον καθένα. Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι στα εννέα κεφάλαια με διαφορετική γραμματοσειρά που ονομάζονται «Εξορίες», μιλάει πρωτοπρόσωπα ο ίδιος ο συγγραφέας, καταθέτοντας μαρτυρίες που φωτίζουν το ιστορικό πλαίσιο. Αυτές οι μαρτυρίες είναι άσχετες με την «πλοκή», αλλά σχετικές με την πολιτική ατμόσφαιρα, που σίγουρα επηρεάζει τα συναισθήματα των ηρώων/ίδων, δημιουργώντας ένα δίκτυο αλληλεγγύης.
     Ο Σαντιάγο, ο κύριος πρωταγωνιστής, είναι πολιτικός κρατούμενος εδώ και πέντε χρόνια περίπου. Τα κεφάλαια που τον αφορούν άμεσα (ονομάζονται «Μέσα στους τοίχους») είναι οι επιστολές που γράφει στη γυναίκα του τη Γρασιέλα μέσα από τη φυλακή. Αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για ένα άτομο που παρά την απελπισία του εγκλεισμού, έχει «ικανότητα να προσαρμόζεται», όπως λέει κι ο ίδιος, έχει τη δύναμη να βλέπει, να παρατηρεί με θετικό τρόπο τις αλλαγές (το σώμα προσαρμόζεται πιο εύκολα από την ψυχή. Το σώμα είναι το πρώτο που συνηθίζει στα καινούρια ωράρια, στις καινούριες στάσεις του, στον καινούριο ρυθμό των αναγκών του), την παρέα των συγκρατούμενων, ζει στο παρόν ατενίζοντας με αισιόδοξη διάθεση το μέλλον, παρά τα σκληρά βασανιστήρια.
     Η Γρασιέλα είναι καμιά 35αριά χρονών και με την κόρη τους Μπεατρίς είναι πολιτική εξόριστη σε μια χώρα μάλλον της Ευρώπης που δεν κατονομάζεται, όπως επίσης κι ο 67χρονος πατέρας του Σαντιάγο, συνταξιούχος δάσκαλος, ο χήρος Δον Ραφαέλ (θέλησαν να με στριμώξουν σε μια εξορία ξένη. Μάταιη προσπάθεια. Τη μετέτρεψα σε δική μου/εγώ θα έλεγα πως πρέπει κανείς να αρχίσει κάνοντας δικούς του τους δρόμους. Τις γωνίες. Τον ουρανό. Τα καφενεία. Τον ήλιο, και το πιο σημαντικό, τη σκιά).
     Η Μπεατρίς είναι ένα πανέξυπνο εννιάχρονο κοριτσάκι, που μιλάει στα αντίστοιχα κεφάλαια σε α΄ ενικό, ενώ το ύφος προσιδιάζει στον τρόπο σκέψης της ηλικίας της. Ως εκ τούτου είναι διασκεδαστική η αφήγηση καθώς βλέπουμε την αγνή οπτική ενός τετραπέρατου παιδιού που προσλαμβάνει τα γεγονότα με τη γνώριμη αθωότητα και συναισθηματική καθαρότητα της προ-εφηβείας, απολαμβάνουμε την ανεμελιά και την αναζήτηση ουσίας, όπως και εξηγήσεων πάνω στα παράλογα του κόσμου των ενηλίκων. Από τις έξυπνες παρατηρήσεις της Μπεατρίς θα αναφερθώ μόνο στην συγκλονιστική ερώτηση που θέτει στον «θείο» Ρολάνδο, «Θείε, ποια είναι η δική μου πατρίδα; Η δική σου το ξέρω, είναι η Ουρουγουάη, αλλά εγώ λέω στη δική μου περίπτωση που ήρθα πολύ μικρούλα από εκεί, για πες μου λοιπόν στ’ αλήθεια, ποια είναι η δική μου πατρίδα;»
     Τέλος είναι ο Ρολάνδο, φίλος του Σαντιάγο από παλιά, στην παρέα “in illo tempore” (τον καιρό εκείνο), λίγο προτού το μέλλον γίνει αμετάκλητα ανθυγιεινό. Ο καλός μα αφελής Σίλβιο, ο αιχμηρός Μανόλο, ο Σαντιάγο και ο Ρολάνδο ήταν η συντροφιά που τις πολιτικές τους ιδέες πλήρωσαν αργότερα ακριβά. Ο Ρολάνδο Ασουέρο, επαγγελματίας εργένης», που αποκαλούσε τους φίλους του «φρενοβλαβοτάγκους», είναι κι αυτός εξόριστος μετά από χρόνια φυλακής (γαμημένο πράγμα η εξορία, έτσι δεν είναι;).
Η νίκη, η δική τους νίκη θα είναι πύρρειος.
Θα νικήσουν και δεν θα ξέρουν τι να κάνουν με το τρόπαιο.
Θα νικήσουν στα χαρτιά και θα χάσουν τον λαό.
Θα χάσουν οριστικά και αμετάκλητα.
     Παρακολουθούμε λοιπόν την καθημερινότητα ανθρώπων που οι πολιτικές τους επιλογές τούς απέκοψαν από κάθε είδος κανονικότητας, βλέπουμε και νιώθουμε μέσω της αναλυτικής γραφής του Μπενεντέτι τον αντίκτυπο της στράτευσης ενάντια στη δικτατορία (που στη Λατινική Αμερική ήταν ο κανόνας) στον συναισθηματικό κόσμο των ανθρώπων που εμπλέκονται. Ιστορίες πραγματικές (στα κεφάλαια που αφηγείται ο ίδιος ο Μπενεντέτι) αλλά και αληθοφανείς, σ’ όλο το φάσμα των πιθανοτήτων…
     Κυρίαρχο ρόλο κατά τη γνώμη μου παίζει ο Σαντιάγο, που τον βρήκα τον πιο αξιόλογο και ενδιαφέροντα σαν άνθρωπο, όχι μόνο γιατί είναι ο αριστερός αντικαθεστωτικός μαρξιστής φυλακισμένος, αυτός που υφίσταται πιο άμεσα την οδύνη της στρατιωτικής εξουσίας, αλλά γιατί όντας στην «κόψη του ξυραφιού», στην αβεβαιότητα δηλαδή ανάμεσα στη φθορά και την αφθαρσία, δοκιμάζει τα πιο κοφτερά και αντιφατικά συναισθήματα: φόβο και βαθιά θλίψη (ο φόβος είναι η χειρότερη άβυσσος/ο φόβος μήπως περιφρονήσω τον εαυτό μου μήπως προτιμήσω να πεθάνω απ’ το να μείνω χωρίς τον κόσμο/η θλίψη είναι κι αυτή τρομακτική), αγωνία, νοσταλγία για την οικογένεια και την ομαλότητα, οδυνηρές αναμνήσεις, αγάπη στη ζωή, πίστη στο μέλλον. Είναι ευφυής η επιλογή να μιλάει όχι μόνο σε α΄ενικό, αλλά σε εσωτερικό μονόλογο εφόσον εκμυστηρεύεται στη Γρασιέλα και στον Δον Ραφαέλ τον συναισθηματικό του κόσμο, τους τρόπους που επινοεί για να παραμένει όχι μόνο ζωντανός αλλά και δυνατός. Προσωπικά με εντυπωσίασε από τα πρώτα κεφάλαια η σημασία που δίνει στο παρόν, στα σχήματα π.χ. που έχουν οι κηλίδες στον τοίχο (πρέπει να καταλάβεις ότι όταν βρίσκεται κανείς εδώ, τα πάντα μπορούν να φτάσουν να έχουν ενδιαφέρον), ή τη σημασία να μοιράζεσαι με τους συγκρατούμενούς σου τις εμπειρίες σου (δεν ξέρω, όταν γελάει κανείς με αληθινή όρεξη είναι σα ν’ αλλάζουν ξαφνικά όλα μέσα του, σαν να υπάρχουν λόγοι να είναι αισιόδοξος). Θεωρεί το να μην μπορεί να κλάψει «συναισθηματική δυσκοιλιότητα», που τον προβληματίζει όχι γιατί δεν έχει φόβους, ανησυχίες, αγωνίες αλλά γιατί ξεπερνάει τις κρίσεις μέσα από την ορθολογική σκέψη (είναι και φορές όπου δεν υπάρχει ορθολογική σκέψη που να βοηθάει).
     Σε μια του επιστολή ο Σαντιάγο λέει με ποιον τρόπο κατάφερε να «απελευθερωθεί από την εξουσία των αναμνήσεων»! Πολλές φορές βέβαια οι αναμνήσεις, η νοσταλγία τον συνταράζει, αλλά από ένα σημείο κι έπειτα προσπάθησε να «προγραμματίζει τη μνήμη» (δηλαδή να αποφασίζω εγώ τι να θυμηθώ/χαίρομαι εν κενώ/μετά με πιάνει κατάθλιψη). Ο αναγνώστης βυθίζεται σ’ αυτό το «ποτάμι» όπως ονομάζει ο Σαντιάγο το σύστημα να βυθίζεται στις αναμνήσεις χωρίς να τις απωθεί, που δεν είναι άλλο από μια καταβύθιση στα βάθη του εαυτού, της παιδικής ηλικίας και σε ό, τι άλλο τον διαμόρφωσε… Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η ίδια η Γρασιέλα μιλώντας για τον Σαντιάγο λέει «Είναι στη φυλακή και γράφει λες και η ζωή έρχεται καταπάνω του. Εμένα, αντίθετα, που είμαι, ας πούμε, ελεύθερη, μου φαίνεται μερικές φορές σαν αυτό το τοπίο να απομακρύνεται, να διαλύεται, να σβήνει». Άλλωστε, κι ο ίδιος λέει ότι όταν κανείς είναι αναγκασμένος να είναι αθεράπευτα ακίνητος, είναι εντυπωσιακή η πνευματική ευκινησία που μπορεί να αποκτήσει. Μπορεί να διευρύνει το παρόν όσο θέλει ή να ριχτεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο μέλλον, ή να πάει προς τα πίσω που είναι το πιο επικίνδυνο. Και είναι επικίνδυνο γιατί εκεί υπάρχει η αγάπη, η αφοσίωση, αλλά και η προδοσία. Υπάρχει διαστολή του χρόνου, γιατί εκεί που ο χρόνος ήταν λίγος και συμπυκνωμένος, υπάρχει τώρα άφθονος χρόνος για αναστοχασμό υνατότητα να ωριμάσεις, να αρχίσεις σιγά σιγά να μαθαίνεις τα όριά σου, τις αδυναμίες και τις δυνάμεις σου, να αρχίσεις λίγο λίγο να πλησιάζεις στην αλήθεια για τον ίδιο σου τον εαυτό κλπ κλπ). Δεν είναι λοιπόν απλώς απόλαυση αλλά και επίγνωση, να «ακούμε» τις σκέψεις του Σαντιάγο για τις λέξεις-έννοιες, όπως τη λέξη πόρτα, τη λέξη κάγκελα, τον εγκλεισμό, τη σιωπή, την κατάθλιψη ή την θλίψη (είχαμε πάντα επίγνωση ότι δεν υπήρχαν συγκεκριμένες αιτίες να νιώθουμε θλίψη, εκτός από τις εκ γενετής, αυτές που είναι εγγεγραμμένες στο γεγονός και μόνο ότι ζούμε και πεθαίνουμε).
     Υπάρχει όμως κάτι ακόμα πιο συνταρακτικό, είναι η επιστολή-εξομολόγηση προς τον πατέρα του, τον δον Ραφαέλ, όπου του φανερώνει το «μεγάλο μυστικό» του (δεν μαθαίνουμε πώς αποφεύχθηκε η λογοκρισία): ενός ειδεχθούς φόνου που ο ήρωάς μας διέπραξε σε κατάσταση άμυνας, του Εμίλιο, του ξαδέρφου του με τον οποίο έπαιζαν μαζί όταν ήταν παιδιά, αργότερα όμως έγινε δήμιος από τους πιο σκληρούς, κάθαρμα κατά γενική ομολογία (εγώ το αγνοούσα αυτό και τον σκότωσα απλώς για να επιζήσω, αυτόν που είχε ονειρευτεί μαζί μου κοινά σχέδια για να δραπετεύσουμε από το σπίτι μου…).
 Κι εγώ, ένας γέρος που όλο ξαναρχίζει από την αρχή,
που ξαναγίνομαι νέος
     Ο πατέρας του Σαντιάγο, ο δον Ραφαέλ, είναι εξίσου ενδιαφέρων γιατί, λόγω ηλικίας και επαγγελματικής απραξίας (συνταξιούχος) αναστοχάζεται με την ίδια διεισδυτικότητα την τρέχουσα πραγματικότητα, παρατηρεί την νύφη του, την εγγονή του αλλά και την πολιτική κατάσταση. Όντας εξόριστος προσπαθεί να αγγίξει το βάθος των πραγμάτων (εκεί βρίσκονται οι εικόνες, οι εύγλωττες, αυτές που είναι μόνο για μένα. Η καθεμία σαν μια αποκάλυψη που δεν κατάλαβα και δεν έλαβα υπόψη μου). Κυρίως όμως συμπάσχει με τον γιο του (κάθε φορά που ξυπνάω μέσα στη νύχτα δεν μπορώ να ξεφύγω από τον φόβο, από την αίσθηση, ή το κακό προαίσθημα, δεν ξέρω, πως ίσως εκείνη ακριβώς τη στιγμή τον βασανίζουν). Σκέφτεται για τον γιο του ότι συνεχίζει να έχει τα λογικά του επειδή έχει οχυρωθεί με τρόπο ηθελημένο από την πνευματική υγεία. Και καθορίζει τη δοσολογία του μίσους του με τρόπο συνετό και έξυπνο, αυτό είναι κρίσιμο. Και ασφαλώς νιώθουμε ότι έχει δίκιο…, όπως πολύ σοφά μας έχει υποβάλει ο συγγραφέας.
     Ο Ραφαέλ είναι χήρος, είναι βετεράνος, είναι «αρχειοφύλακας των λέξεων», αλλά έχει ένα «γενναιόδωρο» παρελθόν απ’ το οποίο αντλεί γνώση. Έχει συγκροτημένες και πολύ αξιόλογες σκέψεις για τον αγώνα, την αυτοθυσία αλλά και τη μοναξιά των αγωνιστών, και τον κανιβαλισμό των βασανιστών (έχουν οδηγήσει στη σήψη τα θεμέλια ολόκληρης κοινωνίας). Σ’ αυτόν πιστώνει ο συγγραφέας τον όρο disexilio, δηλαδή από-εξορία, για να εκφράσει την προσαρμογή της δεύτερης και τρίτης γενιάς στον ξένο τόπο (είναι πιθανό η από-εξορία να είναι εξίσου σκληρή με την εξορία/η αναγκαστική μεταφύτευση είναι σκληρή σε οποιαδήποτε ηλικία). Τίποτα, σκέφτεται, δεν θα είναι ποτέ πια ίδιο, γιατί για τα παιδιά και τους εφήβους εκείνη η σκοτεινή πατρίδα θα είναι πάντα ένα αίνιγμα (από μέσα μας, και μερικές φορές απ’ έξω μας, πέρασε μια καταιγίδα, μια θύελλα, και αυτή η τωρινή ηρεμία έχει πεσμένα δέντρα, γκρεμισμένες στέγες, ταράτσες χωρίς κεραίες, μπάζα, πολλά μπάζα).
     Το βλέμμα του Ραφαέλ είναι πολύτιμο γιατί είναι αντικειμενικό. Διατηρεί μια σοφή απόσταση, διατηρεί μια φρέσκια, προοδευτική ματιά, νιώθει, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό, ένας ηλικιωμένος νέος. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι εκ νέου ερωτευμένος. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ακόμα και η νύφη του καταφεύγει σ’ αυτόν όταν βρίσκεται σε αδιέξοδο. Και η Γρασιέλα βρίσκεται σε αδιέξοδο, καθώς μεγαλώνει μόνη της ένα τετραπέρατο πλάσμα στην προεφηβεία, χωρίς τον άντρα της σε ξένο τόπο, και με μια βαρετή δουλειά. Παρακολουθούμε κι εκείνης τα -διαφορετικά απ’ του Σαντιάγο- αντιφατικά συναισθήματα, στοργή και ανάγκη/ες και αλλά και ενοχές, καθώς προσεγγίζει σιγά σιγά συναισθηματικά και ερωτικά τον Ρολάνδο, αυτόν τον αδιάφορο και αποστασιοποιημένο, αθεράπευτο γυναικά.
     Είναι ομολογουμένως μεγάλη η μαεστρία του συγγραφέα στο πώς χτίζει τις σχέσεις, πώς εξελίσσονται και ωριμάζουν οι ήρωες, και παίρνουν νέες αποφάσεις, καθώς μετά το δημοψήφισμα του Νοεμβρίου του 1980, ο Σαντιάγο αφήνεται ελεύθερος! Όλα πράγματι θα είναι διαφορετικά για τους ήρωές μας και παρακολουθούμε με απίστευτο ενδιαφέρον τις διαφορετικές σκέψεις του καθένα για τη νέα κατάσταση. Το βιβλίο ωστόσο ολοκληρώνεται προτού ο Σαντιάγο συναντήσει τους δικούς του στο αεροδρόμιο και ο συγγραφέας, που αγαπά τις μεταιχμιακές καταστάσεις, μας δίνει υπέροχες σελίδες στο τέλος του βιβλίου, με τις θραυσματικές σκέψεις του ελεύθερου πια Σαντιάγο μέσα στο αεροπλάνο (ωστόσο, «Έξω απ’ τους τοίχους»), καθώς πλησιάζει στον νέο του τόπο εξορίας:
     --η άνοιξη είναι σαν ένας καθρέφτης αλλά ο δικός μου έχει τη μία γωνία σπασμένη/ήταν αναπόφευκτο δεν θα μπορούσε να μείνει άθικτος μετά απ’ αυτήν την τόσο γεμάτη πενταετία
     --πρέπει να γυρίσω αλλά σε ποια χώρα σε ποια ουρουγουάη, θα έχει κι αυτή μια σπασμένη γωνία και παρ’ όλ’ αυτά θα αντανακλά περισσότερες πραγματικότητες απ’ ό, τι όταν ο καθρέφτης ήταν ανέπαφος…\
Χριστίνα Παπαγγελή

Τρίτη, Απριλίου 29, 2025

Οι μάγισσες του Βάρντε, Κίραν Μίλγουντ Χαργκρέιβ

    Πολύ συναρπαστικό και ενδιαφέρον μυθιστόρημα, σχεδόν «μας αφορά», παρόλο που τοποθετείται στις αρχές του… 17ου αιώνα, σε μια περιοχή σχεδόν ξωτική για μας: το Βάρντε ήταν (και είναι) μια απομονωμένη περιοχή βραχωδών νησιών στο βορειοανατολικότερο σημείο της Νορβηγίας (στην καμπή που κάνει πάνω από Φινλανδία και φτάνει ως τις Ρωσικές ακτές), με ελάχιστες κατοικημένες περιοχές κάποια χιλιόμετρα μακριά (Κίμπεργκ και Βάρντεχους), όπου οι λιγοστές οικογένειες ζούσαν βασικά από το ψάρεμα, που γινόταν σε δύσκολες συνθήκες (καταιγίδες, φάλαινες, καρχαρίες, πάγοι): Το Βάρντε είναι νησί, ο όρμος του στη μια μεριά όμοιος με δαγκωνιά, οι υπόλοιπες ακτές του πολύ απόκρημνες ή πολύ βραχώδεις για να ρίξει κανείς βάρκες.
     Το ότι η συγγραφέας μάς ταξιδεύει στον χρόνο αλλά κυρίως στον χώρο, ζωντανεύοντάς μας μια κοινωνία τελείως διαφορετική από τη δική μας (μην ξεχνάμε ότι πέραν των καιρικών συνθηκών υπάρχει και η εξάμηνη νύχτα, ενώ η «μέρα» είναι ένα εξάμηνο φως, χλωμό σε σχέση με τον μεσογειακό ήλιο), από μόνο του προσελκύει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ωστόσο, η Χαργκρέιβ προχωρά πολύ περισσότερο: εμπνέεται από πραγματικά ιστορικά γεγονότα: μια τρομερή καταιγίδα έπληξε τον Δεκέμβριο του 1617 την περιοχή, πνίγοντας όλους τους άντρες που είχαν βγει για ψάρεμα, κι αφήνοντας καμιά 40αριά γυναίκες να τα βγάλουν πέρα με τη φύση, την πείνα και τις σκληρές συνθήκες, ενώ από ανδρικό πληθυσμό απέμειναν μόνο μικρά παιδιά κι ανήμποροι γέροι. Η συγγραφέας διεισδύει με επιδεξιότητα στον ψυχισμό των ηρώων της (βασικά των ηρωίδων της), δίνοντας με πολλή ευαισθησία τον συναισθηματικό κόσμο, τον μόχθο της επιβίωσης αλλά και τις συγκρούσεις με τους «κοινωνικούς κανόνες». Γιατί οι γυναίκες, μεταξύ αυτών και κάποιες πιο τολμηρές, αναγκάζονται να ενστερνιστούν αντρικούς ρόλους, προκαλώντας έτσι τα ήθη της εποχής, κι όταν έρχεται πια από το «μακρινό» Μπέργκεν ο επίτροπος Αβεσσαλώμ Κορνέτ (διορισμένος από τον κυβερνήτη του Βάρντεχους Τζον Κάννιγχαμ) για να επιβάλει την τάξη (δηλαδή τις χριστιανικές αξίες), η κατάσταση είναι κρίσιμη: έχουν περάσει πια κάποια χρόνια, οι γυναίκες έχουν πετύχει μια αξιοπρεπή αυτάρκεια, ωστόσο ο διορισμένος από τον βασιλιά της Δανίας (Χριστιανό Α΄) επίτροπος έρχεται αποφασισμένος να πατάξει τη μαγεία.

     Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή, όλα τα φυσικά φαινόμενα που ήταν ανεξήγητα αποδίδονταν σε δαιμονικές ή μαγικές δυνάμεις, ιδιαίτερα σ’ αυτήν την περιοχή, που ανήκε στη χώρα που αργότερα ονομάστηκε Δανία-Νορβηγία. Οι ντόπιοι κάτοικοι, οι Σαάμι (Λάπωνες) είχαν πρακτικές, βότανα, και τελετές εξευμενισμού των καιρικών φαινομένων, καλούσαν τα πνεύματα της θρησκείας τους και αρνούνταν να γίνουν χριστιανοί. Κυρίαρχος όμως της περιοχής ήταν ο φιλόδοξος βασιλιάς Χριστιανός Δ΄[1]-φανατικός λουθηρανός που είχε «σκοπό να εδραιώσει απόλυτα την Εκκλησία του», όπως γράφει η συγγραφέας στο ιστορικό σημείωμα-, που στην σχεδόν εξηκονταετή βασιλεία του δεν δίστασε να εξαπολύσει διωγμούς και να προχωρήσει σε σφαγές των απίστων. Δεξί του χέρι σ’ αυτές τις επιχειρήσεις ήταν ο Τζον Κάννιγχαμ, ο οποίος οδήγησε στον θάνατο 91 ανθρώπους (Σαάμι και Νορβηγούς, εκ των οποίων 77 γυναίκες), με την κατηγορία της μαγείας! Υπήρχε μάλιστα και νομικό πλαίσιο, στηριγμένο στην πραγματεία του βασιλιά Ιακώβου Στ΄, «Δαιμονολογία»! Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι η καταστροφική καταιγίδα του 1917 ήταν ιστορικό γεγονός, και πράγματι τα αίτιά της αποδόθηκαν σε μαγεία, εφόσον ήταν ανεξήγητο ένα τόσο έντονο φαινόμενο (ζητούν απεγνωσμένα κάποια λογική ερμηνεία, κάποια τάξη στη ζωή τους που ήρθε τα πάνω κάτω, ακόμα κι αν την τάξη αυτή τη φέρει κάποιο ψέμα) .
     Αυτό λοιπόν είναι το πλαίσιο από το οποίο εμπνεύστηκε η συγγραφέας, δίνοντάς μας από κει και πέρα ανάγλυφους χαρακτήρες και σπάνιες συναισθηματικές καταστάσεις. Η κύρια ηρωίδα είναι η Μάρεν (η Μάρεν πρώτα έμαθε τα δίχτυα και μετά τι θα πει πόνος, πρώτα έμαθε να διαβάζει τον καιρό και μετά τι θα πει αγάπη), που έχασε στην καταιγίδα πατέρα, αρραβωνιαστικό και αδερφό, κι έμεινε με τη μάνα της, τη νύφη της την Σαάμι (Λαπωνέζα) Ντίινα και τον μικρό ανιψιό της τον Έρικ. Στις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης ξεχωρίζει η Κίρστεν, μια αντρογυναίκα στην όψη και στην ψυχή, που εμψυχώνει τις υπόλοιπες και αναλαμβάνει όλες τις σκληρές δουλειές, καθώς και το κοπάδι ταράνδων τού επίσης πνιγμένου Μαντς Πίτερσον. Μοναδική αρσενική παρουσία είναι ο διορισμένος, νωθρός πάστορα Κούρτσον (μοιάζει σαν να φοβάται όλο αυτό το γυναικομάνι που έρχεται κάθε Κυριακή και γεμίζουν την εκκλησία του), και προσωρινά οι άντρες που έρχονται, όταν τελειώνει πια η εξάμηνη νύχτα, να βοηθήσουν στην ταφή των νεκρών, που τους ξέβρασε το κύμα.
    Ξεχωρίζουν κι άλλες προσωπικότητες, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος του βιβλίου όταν αναλαμβάνει ο επίτροπος Κορνέτ που εμφανίζεται με τη γυναίκα του, αλλά βασικό επίσης πρόσωπο, συμπρωταγωνίστρια και με σημαντικό ρόλο, είναι η γυναίκα του Επίτροπου, η Ούρσα από το Μπέργκεν, που την παντρεύτηκε από προξενιό και την πήρε μαζί του στη δύσκολη αυτή αποστολή στο Βάρντε. Σε ξεχωριστό κεφάλαιο λοιπόν παρακολουθούμε τον τρόπο ζωής της 20χρονης Ούρσα στο Μπέργκεν, κόρη ξεπεσμένου εμπόρου και ορφανή από μητέρα, δεμένη με την αγαπημένη της αδερφή Άγκνετ, που όμως είναι πολύ ευαίσθητη αλλά ανάπηρη. Δυο μικρά κορίτσια ορφανά από μητέρα, με πατέρα ξεπεσμένο έμπορο, που κάνουν όνειρα έχοντας το μέλλον μπροστά τους, σε μια κοινωνία όχι μόνο ανδροκρατούμενη αλλά και πολύ συντηρητική.
     Απολαμβάνουμε το μακρινό ταξίδι της άπειρης Ούρσα με το εμπορικό πλοίο, τους τρόμους, τις νοσταλγίες και τις προσδοκίες της στη διάρκεια του ταξιδιού, ενώ η άφιξη του επίσημου ζευγαριού στην γυναικεία κοινότητα αποβαίνει ιστορικό γεγονός που διαμορφώνει τις σχέσεις των κατοίκων. Η Ούρσα έχει πολύ μεγάλη δυσκολία να προσαρμοστεί στον τρόπο ζωής, αλλά και στις δουλειές του πρωτόγονου -στον αφιλόξενο και άγονο αυτόν τόπο- νοικοκυριού, μιας και ήταν μαθημένη να έχει υπηρέτρια. Γρήγορα όμως, με τη βοήθεια και την αγάπη της Μάρεν βρίσκει τον εαυτό της και εξοικειώνεται.
     Αυτό που έχει ιδιαίτερο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον και η συγγραφέας το δείχνει με πολλή τέχνη, είναι ότι και οι ντόπιες γυναίκες διχάζονται στις «βασιλικότερες του βασιλέως» που πειθαρχούν σε κάθε νεύμα του φανατικού και φιλόδοξου επίτροπου και στις πιο ανθρώπινες και αλληλέγγυες όπως είναι η Μάρεν. Γιατί ο Αβεσσαλώμ Κορνέτ, υπακούοντας στον επίσης σκληροπυρηνικό Κάννιγχαμ, θα στιγματίσει και θα συλλάβει με την κατηγορία της μαγγανείας και των παγανιστικών τελετών όχι μόνο τις Σαάμι κι όποιον κατέχει τα ύποπτα σύμβολά τους (ρούνοι, ανεμοκλώστες, κούκλες), αλλά και όσες γυναίκες είναι ανεξάρτητες, ανυπάκουες, ύποπτες με κάθε παράλογο τρόπο για μαγεία. Το κυνήγι των μαγισσών έχει ξεκινήσει κι έχει ξαμολήσει τα πιο άγρια ένστικτα που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος: τη δίψα του για το αίμα των συνανθρώπων του.
     Μέσα σ’ αυτό το μεσαιωνικό κλίμα που απειλεί τις γυναίκες με θάνατο στην πυρά, διχάζει την κοινότητα και οδηγεί με κρεσέντο προς το τέλος σε ένα όργιο βίας, ξεχωρίζει η τρυφερή σχέση της Ούρσας με την Μάρεν, μια σχέση που χτίζεται με αριστοτεχνικό τρόπο από την συγγραφέα. Η Χαργκρέιβ έχει επιδεξιότητα να ανάγει σε καθολικό και επίκαιρο το θέμα όχι μόνο της ανισότητας, της καταπίεσης των γυναικών, της υποταγής και της πατριαρχικής εξουσίας, αλλά και της αλληλεγγύης, της αγάπης, της ελευθερίας:
     Το μυστικό της δεν την βασανίζει. Νιώθει πως μάλλον τη δυναμώνει, πως την κάνει πολύτιμη, σπάνια. Δεν ομολογεί στον εαυτό της ότι αγαπά την Ούρσα, ξέρει όμως πως αυτό που νιώθει είναι ό, τι πιο κοντινό έχει νιώσει ποτέ της σε αγάπη. Μ αυτό το αίσθημα μέσα της, αισθάνεται γενναία σαν την Κίρστεν που φορά παντελόνια, και, παρόλο που το απολαμβάνει, ξέρει πως είναι επιπόλαιο –και επικίνδυνο.
                                                                                                                               Χριστίνα Παπαγγελή

[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CF%8C%CF%82_%CE%94%CE%84_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%94%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82

Δευτέρα, Απριλίου 21, 2025

Πας (ειρήνη), Caryl Férey

     Η βία και η θηριωδία στην Κολομβία, δηλαδή η απουσία της ειρήνης παρά τις προσπάθειες των τελευταίων δεκαετιών, είναι οι πρωταγωνίστριες αυτού του συγκλονιστικού μυθιστορήματος του γνωστού συγγραφέα νουάρ/πολάρ, που κλείνει με τον ειρωνικό τίτλο «Πας (=ειρήνη)» την τριλογία της Λατινικής Αμερικής (Μαπούτσε, Κόνδωρ, τα άλλα δύο). Η έρευνα και η αξιοποίηση κοινωνικοπολιτικών/ιστορικών στοιχείων είναι χαρακτηριστικά του είδους αυτού, και, όπως επισημαίνει και στον επίλογο ο Καρίλ Φερέ, οι πληροφορίες που περιέχονται στο βιβλίο βασίζονται σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα, ωστόσο ο συγγραφέας φρόντισε να απαλύνει κάποιες πολύ βίαιες πλευρές (!!!). Κλείνοντας το βιβλίο, αναρωτιέται κανείς με τρόμο τι είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος στον άλλον άνθρωπο, και τι είναι ικανός να αντέξει…
     Ιστορικά στοιχεία
     Η πλοκή κινείται στη σύγχρονη εποχή (2019), εποχή ανακατατάξεων και αναδιαρθρώσεων σε μια Κολομβία καθημαγμένη από τις εμφύλιες διαμάχες μισού αιώνα τουλάχιστον, από τα καρτέλ ναρκωτικών, από τους πολιτικούς διαξιφισμούς, από τις συμμορίες, τις κτηνωδίες και τις ατελέσφορες προσπάθειες να υπάρξει ειρήνη. Η Κολομβία, μια χώρα πλούσια σε ορυκτά και φυσικό πλούτο, υπέφερε από λογιώ λογιώ δυνάστες από την εποχή ακόμη της ισπανικής κυριαρχίας. Η αιματηρή σύγκρουση ανάμεσα σε Φιλελεύθερους και Συντηρητικούς (οι Συντηρητικοί, από φοβία στους Αφρικανούς και αυτόχθονες απογόνους, εποφθαλμιούσαν τις χασιέντες και τα κοινοτικά κτήματα με τη στήριξη της Εκκλησίας και συχνά του Στρατού) μετά τη δολοφονία του υποψήφιου προέδρου Γκαϊτάν (1948), έριξε τη χώρα σε μια εξαιρετικής βίας περίοδο (1948-1953 περίπου) αποτρόπαιων δολοφονιών κι εγκλημάτων, γνωστή στην ιστορία σαν «Λα βιολένσια» (βία). Ονομαστή είναι η παραστρατιωτική οργάνωση «Los chulavitas», της οποίας στόχος ήταν η πλήρης εξάλειψη των φιλελεύθερων και των κομμουνιστών.
      Αντιγράφω από την Wikipedia: «Η βία εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα και ο αριθμός των θυμάτων έφτασε τους 180.000. Από το 1953 ως το 1964, οι εντάσεις ανάμεσα στα δύο κόμματα μειώθηκαν, αρχικά με την παύση του Γκουστάβο Ρόχας με πραξικόπημα από την προεδρία και τις διαπραγματεύσεις του με τους αντάρτες, και στη συνέχεια με τη στρατιωτική δικτατορία του στρατηγού Γκαμπριέλ Παρίς Γκορδίγιο. Μετά την πτώση του Ρόχας, τα δύο πολιτικά κόμματα, οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι, συμφώνησαν στη δημιουργία ενός εθνικού μετώπου με στόχο την κοινή διακυβέρνηση της χώρας. Η προεδρία θα εναλλασσόταν μεταξύ των υποψηφίων των κομμάτων κάθε τέσσερα χρόνια, για τέσσερις θητείες, ενώ ο αριθμός των θεσμικών θέσεων θα κατανέμονταν ισοδύναμα. Η ίδρυση του εθνικού μετώπου έβαλε τέλος στην εποχή της Λα Βιολένσια και οι κυβερνήσεις του προσπάθησαν να θεσμοθετήσουν ριζικούς κοινωνικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς σε συνεργασία με την παράταξη της Προοδευτικής Συμμαχίας. Τελικά, οι αντιθέσεις μεταξύ των διαδοχικών διοικήσεων συντηρητικών και φιλελευθέρων αλλοίωσαν τα πραγματικά αποτελέσματα για τη χώρα, με συνέπεια τη διαιώνιση κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων, παρά την πρόοδο σε ορισμένους τομείς. Σε αντίδραση, δημιουργήθηκαν επίσημες ομάδες ανταρτών, όπως η FARC[1], η ELC και η M-19, με ένοπλη αντίσταση απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Οι περισσότερες ομάδες είχαν μαρξιστικό χαρακτήρα».
     Δεν ήταν λοιπόν καθόλου απλά τα πράγματα μετά την καθαυτό περίοδο της βίας. Όλη αυτή η συσσωρευμένη κτηνωδία και το μίσος ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, όπως επίσης και τα τεράστια οικονομικά συμφέροντα, ήταν αδύνατον να εκμηδενιστούν διαμιάς. Το κόμμα του Ουρίμπε[2] (2002-2010), όταν ανέλαβε την εξουσία το 2002, κατέστρωσε το «Σχέδιο Κολομβία»[3], έναν πόλεμο κατά των ναρκωτικών, με την οικονομική και τεχνολογική υποστήριξη των ΗΠΑ, που στόχευε όμως κυρίως στους FARC[4]. Οι θηριωδίες συνεχίζονται τώρα σε πιο ήπιο ρυθμό, και δεκαπέντε χρόνια αργότερα γίνονται διαπραγματεύσεις ειρήνης με την FARC: σύμφωνα με την «ιστορική» συμφωνία που υπογράφτηκε στην Αβάνα το 2016, οι αμνηστευθέντες γκεριγέρος προστατεύονταν από την κυβέρνηση, που είχε αναλάβει να παρέχει σωματοφύλακες στους διοικητές των FARC όταν θα εγκατέλειπαν τα στρατόπεδα όπου τους είχαν συγκεντρώσει, ενώ οι διεθνείς ΜΚΟ και ο ΟΗΕ φρόντιζαν για την ομαλή εξέλιξη της διαδικασίας της αποκατάστασης της ειρήνης.
     Και πάλι όμως κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι επανήλθε η ειρήνη στη χώρα… Πρώτα πρώτα, δεν συμφωνούν μ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις όλα τα μέλη της FARC, και κάποιοι απ’ αυτούς ανακυκλώνονται στις μπίζνες των ναρκωτικών. Συμμορίες ανεξάρτητων δολοφόνων οδηγούνται σε φρικτές σφαγές εξυπηρετώντας τα καρτέλ, παραστρατιωτικές ακροδεξιές οργανώσεις δολοφονούν αστυνομικούς κατά των ναρκωτικών, πρώην μπάτσοι ή μέλη της μαφίας που καταδικάστηκαν τις δεκαετίες 2000 και 2010 και ξαναβγήκαν στην πιάτσα «έτοιμοι να ενσωματωθούν στα διάφορα καρτέλ»· κάποιοι «γκεριγιέρος», αρνήθηκαν να καταθέσουν τα όπλα και εξακολουθούσαν τις εγκληματικές τους δραστηριότητες. Υπάρχει ακόμα η μαοϊκή οργάνωση EPL που συνεργάστηκε με τους ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς , απ’ όπου ξεπήδησε η «Συμμορία του Κόλπου», το πιο ισχυρό καρτέλ της Κολομβίας (παράνομες εξορύξεις, κυκλώματα πορνείας, εμπόριο κοκαΐνης), ανέπτυξε μάλιστα το «σχέδιο Πιστόλα», να σκοτώνει όσο το δυνατόν περισσότερους αστυνομικούς/ένα αδιέξοδο την εποχή που η χώρα αποζητούσε ειρήνη[5].
     Η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο έκρυθμη ανάμεσα στον Στρατό και τους υπόλοιπους: απαγωγές των FARC ως προειδοποίηση στους πλούσιους που αρνούνταν να πληρώσουν φόρο στους αντάρτες· πριμοδότηση για κάθε σκοτωμένο αντάρτη με αντίτιμο 100 δολαρίων, επομένως ανεξέλεγκτες εκτελέσεις απ’ τον στρατό καθενός που ήταν «ύποπτος εχθρός της «ειρήνης»» (έφηβοι, διανοητικά ανάπηροι, τοξικομανείς ή αυτόχθονες, γύρω στα δύο με τρεις χιλιάδες άτομα δολοφονήθηκαν έτσι…). Οι έμποροι των ναρκωτικών, όπως ξέρουμε, είναι ικανοί για όλα,έχουν άλλωστε και την οικονομική δύναμη.
     Στον αντίποδα, ιδρύεται η Επιτροπή για Δικαιοσύνη και Ειρήνη (ΜΚΟ μάλλον επικριτική για την εξουσία), που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των χωρικών και των κοινοτήτων ενάντια στους έμπορους (και καλλιεργητές ναρκωτικών), χωρίς να καταφεύγει στη βία.
     Αυτό είναι το πολιτικοκοινωνικό κουβάρι στην Κολομβία του 2019, την εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας. Όμως, ο Καρίλ Φερέ, μπορεί σε όλα του τα βιβλία να επιλέγει ως ιστορικό υπόβαθρο κοινωνίες που βρίσκονται σε έντονη κρίση, αλλά δεν κάνει Ιστορία. Οι ήρωές του διαγράφονται ως ολοκληρωμένες προσωπικότητες, εξελίσσονται στη διάρκεια του βιβλίου, ωριμάζουν, συγκρούονται, ανακαλύπτουν τον εαυτό τους. Διεγείρει δηλαδή παράλληλα, το ενδιαφέρον του αναγνώστη να κατανοήσει ιστορικοπολιτικές συνθήκες πολύ ιδιαίτερες και μάλιστα στον σύγχρονο κόσμο (που επηρεάζουν σίγουρα και τη δική μας κοινωνία), αλλά και το ψυχογραφικό ενδιαφέρον, εφόσον ανατέμνει τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων που εμπλέκονται μέσα σε τόσο ακραίες καταστάσεις.
     Πατέρας και δυο γιοι
     Σαούλ. Λαουτάρο. Άνχελ.
     Είναι οι βασικοί πρωταγωνιστές, πατέρας (Σαούλ) και οι δυο γιοι, που ο καθένας έχει πάρει τον δικό του δρόμο μέσα σ’ αυτόν τον πολιτικό κυκεώνα. Πρόκειται, όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο, για μια οικογενειακή τραγωδία, που φέρνει ουσιαστικά σε αντιπαράθεση τα δύο αδέρφια, ενώ ο άνθρωπος που κινεί τα νήματα, ο άνθρωπος-κλειδί που ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τη μοίρα τους αλλά και κρατά κλειδωμένα τα μεγαλύτερα μυστικά, είναι ο πανίσχυρος πατέρας, ο Σαούλ Μπαγκαδέρ.
     Ο Σαούλ είναι επικεφαλής της Γενικής Εισαγγελίας, προΐσταται στο σώμα Fiscalia General de la Nacion (ανεξάρτητο δικαστικό σώμα της Κολομβίας για την εφαρμογή του νέου Συντάγματος της χώρας και την εφαρμογή των συμφωνιών ειρήνης), κι είναι ενταγμένος στο κόμμα «U» του Ουρίμπε[6], με τον οποίο τελειοποίησαν το «Σχέδιο Κολομβία». Ο μεγάλος γιος, ο Λαουτάρο, πρώην παραστρατιωτικός, διορίστηκε αρχηγός του Εγκληματολογικού τμήματος της αστυνομίας στην Μπογκοτά, κι έχει στενή επαφή με τον Γενικό εισαγγελέα-πατέρα του εκτελώντας τις εντολές του. Αναφέρεται στα media άλλοτε ως βάρβαρος (είχε φήμη εγκληματία στον στρατό) και άλλοτε ως ήρωας, εφόσον ένα από τα μεγάλα του επιτεύγματα όταν ήταν ακόμα στις ειδικές δυνάμεις του στρατού, ήταν η «εξουδετέρωση» του Λίνο, του δεύτερου στην ιεραρχία αρχηγού των FARC και στην εξάλειψη του Μετώπου 26, στο Ναρίνιο. Κι έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό γιατί ο αδερφός του, ο μικρότερος γιος ο Άνχελ, ως πρώην μέλος των FARC είναι εξαφανισμένoς 20 χρόνια, κι όλοι πιστεύουν ότι ήταν θύμα των μεγάλων εκκαθαρίσεων που έκανε τότε ο στρατός στους αντάρτες. Γρήγορα όμως μαθαίνει ο αναγνώστης ότι ο Άνχελ επέζησε μέσα από πολύ σκληρή κράτηση, ως μέλος της FARC. Έζησε μια κόλαση στο Ναρίνιο, όπου για 8 χρόνια ο αξιωματικός «Ελ Ντιάμπλο» που ηγούνταν του στρατοπέδου, υπέβαλλε σε τρομερά μαρτύρια τους κρατούμενους (ήταν ο πιο βάναυσος ανάμεσά τους/τα βασανιστήρια μαζί του είχαν άλλο πρόσωπο). Ο Άνχελ «Κάτσο» Μπαγκαδέρ είναι ο τελευταίος επιζών του Μετώπου 26, αλλά τώρα πια, μετά από σκληρές συνθήκες κράτησης (δικαιούνταν ειδικής μεταχείρισης, ένα πρωτόκολλο που το επινόησε κάποιο αρρωστημένο μυαλό), ζει ελεύθερος χάρη στο σχέδιο Κολομβία, απομονωμένος, με απόλυτη μυστικότητα και με καινούργια ταυτότητα: ονομάζεται Ορλάντο Μερσέρ. Βρίσκεται σε κέντρο εκπαίδευσης, όπου η συντονίστριά του, Φλόρα Ιμπόνιες, είναι υπεύθυνη για να τον βοηθήσει να αφομοιώσει τους κοινωνικούς κώδικες των συνανθρώπων του.
     Αναμφίβολα ο πιο συμπαθής είναι ο Άνχελ/Ορλάντο Μερσέρ. Πήγε στο Πανεπιστήμιο Νάτσο, γνωστό για τις αριστερές του ιδέες, ήθελε να γίνει καθηγητής, έπαιζε μουσική, αγαπούσε το θέατρο και την τέχνη… θεωρούνταν το «ευαίσθητο πνεύμα» μέσα σ’ έναν κόσμο λύκων, μέσα σε μια οικογένεια αριβιστών όπου πίστευαν ότι οι FARC ήταν «διασωθέντες ενός τριτοκοσμικισμού που θεωρούσαν ότι είναι αντιστασιακό κίνημα κατά του νεοφιλελεύθερου ουριμπιστικού φασισμού, σύμφωνα με τη γλώσσα τους». Είναι άλλωστε και ο λιγότερο εμπαθής και βίαιος, αν και βέβαια και ως αγωνιστής-μέλος των FARC, αλλά και ως Ορλάντο Μερσέρ, -όντας σε άμυνα- άσκησε κι αυτός βία.
     Ο συγγραφέας, με πολλή τέχνη ενσωματώνει στον κύριο κορμό της αφήγησης στοιχεία από το παρελθόν, τη ζωή δηλαδή ουσιαστικά του Λαουτάρο και του Άνχελ από την παιδική ακόμα ηλικία, πώς έφτασαν εκεί που έφτασαν, δηλαδή όχι μόνο να υποστηρίζουν με πάθος αντίπαλες δυνάμεις, αλλά να μισιούνται, να μην έχουν καθόλου επαφή καθώς ο καθένας έχει τραυματικές αναμνήσεις από το παρελθόν. Μαθαίνουμε επίσης αποσπασματικά ότι ο Άνχελ έχει μια κόρη, τη Λουσία, που είναι τώρα 15 χρονών κι έχει εξαφανιστεί κι αυτή, ενώ με τον Σαούλ μένει κι ένας εγγονός του, ο Ντάμιαν, ένα εικοσάχρονο παλληκαράκι χαμένο κι αλλοπρόσαλλο, που δεν είναι ξεκάθαρο ποιανού γιος είναι.
     Μια σιωπή διέσχισε τη νύχτα
     Στο αφηγηματικό «σήμερα» βρισκόμαστε στα 2019, και ενώ ο Ορλάντο Μερσέρ (Άνχελ) είναι «εξαφανισμένος», οι ήρωές μας βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα νέο κύμα αποτρόπαιων δολοφονιών, που απηχούν τις φρικαλεότητες της εποχής της «La violencia» (1948-1953). Η τυφλή βία, συνηθισμένη στην καθημερινότητα της Κολομβίας, δίνει τη θέση της σε μια μεθοδευμένη σειρά από δολοφονίες περίπου 40 γυναικών σε τακτά διαστήματα (η βία ήταν σκληρό ναρκωτικό), των οποίων τα κατακρεουργημένα σώματα στέλνουν μηνύματα πανικού στον εισαγγελέα Σαούλ (προσπάθειες ειρήνευσης, πολιτικά οφέλη), στον αρχιαστυνόμο Λαουτάρο (έχει αναλάβει την υπόθεση με πολιτικά οφέλη βέβαια) αλλά και στον Άνχελ, ο οποίος ανησυχεί για την τύχη της κόρης του. Όλα δείχνουν ότι πρόκειται για μια συμμορία με πολύ χρήμα (π.χ. κάποιο πανίσχυρο καρτέλ κόκας), αλλά όπως είπαμε παραπάνω, υπάρχουν διάφοροι ύποπτοι.
     Δύο άξονες ενδιαφέροντος λοιπόν προσελκύουν τον αναγνώστη καθώς ξεδιπλώνεται η συναρπαστική, από κάθε άποψη, αφήγηση: το οικονομικοπολιτικό θρίλερ που κρύβεται πίσω από τις κτηνώδεις δολοφονίες σε καιρό «ειρήνης», δηλαδή η διαλεύκανση της διαπλοκής κυκλωμάτων ναρκωτικών και πορνείας από τη μια, κι από την άλλη το οικογενειακό μυστήριο (ψυχολογικού ενδιαφέροντος) που κρύβεται πίσω από τις μυστηριώδεις συνθήκες και ανύπαρκτες -έως προβληματικές- σχέσεις των τριών κεντρικών ηρώων.
     Η πλοκή είναι θυελλώδης, όπως άλλωστε όλα τα βιβλία του συγγραφέα, με πολλές ανατροπές, αγωνία και ανείπωτη φρίκη. Στην υπόθεση εμπλέκονται ενεργά κι άλλοι δυο χαρακτήρες: είναι η Ντιάνα, δημοσιογράφος, η οποία γνώρισε τον Λαουτάρο μέσω της πλατφόρμα γνωριμιών Tinder, μαγνητίστηκε από την αντιφατική προσωπικότητά του (δεν ήξερε αν ήταν ήρωας ή κάθαρμα) και με την επαγγελματική ιδιότητά της διερευνά την ιστορία του, αποκαλύπτοντας σιγά σιγά (καθώς ο συγγραφέας αποκαλύπτει και σε μας) τα κομμάτια ενός πολυποίκιλου παζλ. Ο άλλος χαρακτήρας είναι η Φλόρα, η εκπαιδεύτρια του Άνχελ, η οποία ερωτεύεται τον Άνχελ, ή μάλλον καλύτερα τον Ορλάντο Μερσέρ, κι όταν εκείνος εξαφανίζεται πάλι με μυστηριώδη τρόπο (βασικά τον συναντά μετά από τόσα χρόνια ο μισητός αδερφός του, αλλά τον ωθεί σε μια δύσκολη αποστολή που θα τον φέρει κοντά στη Λουσία), έχει κι εκείνη κίνητρο να κυνηγήσει την υπόθεση.
     Οι δύο γυναίκες, με ισχυρό το κίνητρο του έρωτα, μοιραία θα συναντηθούν και θα αποκαλύψουν ότι ο Ορλάντο είναι ο Άνχελ, επομένως οι δύο άντρες είναι αδέρφια, οι γιοι του εισαγγελέα. Όμως αυτήν την εποχή, ο Άνχελ έχει εισχωρήσει πολύ βαθιά μέσα στο κύκλωμα των καρτέλ, σταλμένος από τον αινιγματικό αδερφό του, με τον οποίο είχε μια αιφνιδιαστική συνάντηση. Ο Άνχελ, αν και σιχαίνεται τον Λαουτάρο (σιχαινόταν το χιούμορ του, το ψεύτικο χαμόγελό του, το ρόλο του αθώου, το κουστούμι του των χιλίων δολαρίων) αναλαμβάνει τη δύσκολη αποστολή να εντοπίσει τους «δολοφόνους του Ναρίνιο», κι ο Άνχελ δέχεται σκεπτόμενος ότι είναι ένας τρόπος να σώσει τη Λουσία (με στέλνεις στο Ναρίνιο γiα να ξαναβρώ την κόρη μου ή για να με βγάλουν απ’ τη μέση;). Η αποστολή αυτή τον ρίχνει σ’ένα νέο κύμα απίστευτων περιπετειών απ’ όπου σώθηκε από θαύμα. Έχει όμως μπροστά του ακόμα πολύ δρόμο…
     Οι τέσσερις -ουσιαστικά- ήρωες συγκλίνουν όλο και περισσότερο στην αποκάλυψη του κυκλώματος που είναι υπεύθυνο για τα τρομακτικά αυτά εγκλήματα. Δεν είναι όμως σκόπιμο να αποκαλυφθεί σ’ αυτήν την ανάρτηση η λύση του μυστηρίου. Αυτό που αξίζει να ειπωθεί είναι ότι δίνεται στον αναγνώστη η ευκαιρία να γνωρίσει μια από τις πιο κακόφημες και επικίνδυνες περιοχές του κόσμου, τη γειτονιά Μπρονξ στην Μπογκοτά, όπου κατέφυγαν φύρδην μίγδην (με άναρχη δόμηση) και στοιβάχτηκαν έξι εκατομμύρια άνθρωποι, για να αποφύγουν τις σφαγές της Λα Βιολένσια. Το λαθρεμπόριο, η βία και οι μαφιόζικες συμμορίες εξουσιάζουν με τις κλοπές, την πορνεία, τις δολοφονίες, τις απαγωγές (αυτό που συνέβαινε εδώ δεν το χωρούσε ανθρώπινος νους).
     Τέλος, με πολύ έντεχνο τρόπο δίνεται η λύση όλων αυτών των ερωτηματικών και των οικογενειακών μυστικών στα οποία περιμένει ο αναγνώστης απάντηση (π.χ. ποιος πρόδωσε ποιον, τι απέγινε η Λουσία, τι απέγινε ο εγγονός, ποια τα όρια της εξουσίας του πατέρα τους δηλαδή του Σαούλ κλπ). Εκτός από την αγωνία που κορυφώνεται στις εκατό τελευταίες σελίδες, εκτός δηλαδή από το ανθρωποκυνηγητό των δολοφόνων, που ζητά κάθαρση και δικαίωση, ξεκαθαρίζουν και οι προσωπικές σχέσεις του ψυχολογικού τριγώνου, του πατέρα και των δύο γιων, που αναδεικνύονται και οι δυο σε τραγικές φιγούρες-θύματα των απίστευτων συγκυριών, και που πλήρωσαν με πολύ υψηλό κόστος τις τραγικές ιστορικές συνθήκες που επικράτησαν στη χώρα τους.
Χριστίνα Παπαγγελή
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%BF_%CE%9F%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%BC%CF%80%CE%B5
[3] https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/O-5-2000-0124_EL.html?redirect
[4] Η ένοπλη επαναστατική ομάδα FARC (όπως και η EP) ιδρύθηκε το 1964, σταμάτησε την ένοπλη δράση το 2016 κι ένα χρόνο αργότερα ανακηρύχτηκε νόμιμο κόμμα. Ωστόσο δεν συμφώνησαν όλοι σ’ αυτήν την πολιτική ειρήνης και κάποια μέλη συνέχισαν τον ένοπλο αγώνα. https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82_%CE%88%CE%BD%CE%BF%CF%80%CE%BB%CE%B5%CF%82_%CE%94%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CF%82_%CE%9A%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BC%CE%B2%CE%AF%CE%B1%CF%82
[5] https://www.naftemporiki.gr/kosmos/1359384/o-varonos-tis-symmorias-tou-kolpou-diatassei-apo-ti-fylaki-stamatiste-tis-dolofonies-astynomikon/
[6] Ο Άλβαρο Ουρίμπε Βέλες (ισπανικά: Álvaro Uribe Vélez, 4 Ιουλίου 1952 - ) ήταν πρόεδρος της Κολομβίας από το 2002 μέχρι τις 7 Αυγούστου 2010. Ο Ουρίμπε προώθησε μια συνταγματική αναθεώρηση ώστε να μπορέσει να είναι υποψήφιος για μια δεύτερη θητεία.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%86%CE%BB%CE%B2%CE%B1%CF%81%CE%BF_%CE%9F%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%BC%CF%80%CE%B5