Τρίτη, Οκτωβρίου 22, 2024

Herscht 07769, Λασλό Κραζναχορκάι -Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ

Ήθελε πολλές φορές να σταματήσει να λέει
«ο θαυμαστός κόσμος των σωματιδίων»,
ενώ ο κόσμος των στοιχειωδών σωματιδίων
κάθε άλλο παρά θαυμαστός είναι,
μάλλον φοβερός
     Ένα ακόμα συγκλονιστικό βιβλίο μας χάρισε ο Ούγγρος συγγραφέας, που με την ιδιότυπη γραφή του αγγίζει πάντα θεμελιώδη ζητήματα πολιτικά, κοινωνικά, υπαρξιακά της σύγχρονης εποχής (εδώ θα βρείτε τις αναγνώσεις από το «Πόλεμος και πόλεμος» και το «Η επιστροφή του βαρόνου Βενχάιμ»). Ο Κραζναχορκάι βάζει στον καμβά μια ιστορία με όλες τις πτυχές, όλες τις εικόνες και τις αντιφάσεις των ηρώων του σαν ιμπρεσιονιστής ζωγράφος, συνθέτοντας ένα τεράστιο πίνακα με παράλληλες δυναμικές, με οξυδέρκεια προσεκτικού παρατηρητή και ψυχολόγου, χωρίς να αναλύει, να ερμηνεύει ή να αξιολογεί.
     Όπως έχω αναφέρει και στις προηγούμενες αναρτήσεις, το ιδιαίτερο ύφος με το οποίο πετυχαίνει αυτό το πληθωρικό και πολυδιάστατο αποτέλεσμα, ίσως αποθαρρύνει αρχικά τον αναγνώστη: πρόκειται για μια ατέρμονη, σχεδόν παραληρηματική αφήγηση, χωρίς τελείες και παραγράφους (σ’ αυτό μοιάζει με τον Ζ. Σαραμάγκου), που απαιτεί αργό και προσεκτικό ρυθμό ανάγνωσης. Ωστόσο, υπάρχει πλοκή με ροή, χαρακτήρες ξεκάθαροι, μύχιες σκέψεις και συναισθήματα, χαρακτηριστικές λεπτομέρειες που φωτίζουν τα γεγονότα, αλληλουχία και συνοχή. Όχι, δεν κουράζεται ο αναγνώστης από εξαντλητικές περιγραφές και αναμασήματα σκέψεων και συμπερασμάτων. Ο συγγραφέας είναι σαν να κρατά έναν φακό και να μας φωτίζει σημείο προς σημείο τα μεμονωμένα μέρη ενός μεγαλύτερου όλου, μιας ενότητας που αποκτά στο τέλος τρομακτικό βάθος. Κι αυτό το όλον είναι τρομακτικό γιατί αφορά τα αδιέξοδα της κοινωνίας μας, φτάνει ως τους πιο εσωτερικούς κι υπαρξιακούς τρόμους, και είναι βέβαια δυστοπικό (όπως ακριβώς και στα δυο βιβλία που ανέφερα παραπάνω).
     Στην περίπτωση του «Herscht 07769» ο μεγάλος πίνακας δείχνει την ανησυχητική άνοδο του νεοναζισμού στη Γερμανία, και συγκεκριμένα στην Θουριγγία (όπου ως γνωστόν στις εκλογές της 1ης Σεπτεμβρίου 2024, ανέβασε τα ποσοστά του το AfD[1]). Δεν είναι ωστόσο εμφανές από την αρχή, όπου η αφήγηση φωτίζει τον βασικό -ιδιόρρυθμο- χαρακτήρα και τον μικρόκοσμό του, τον Φλόριαν Χερστ.
     Φλόριαν Χερστ, ή Χερστ 07769
     Ο φακός λοιπόν αρχικά εστιάζει στον Φλόριαν Χερστ, τον πρωταγωνιστή -καθώς υπαγορεύει και ο τίτλος-, έναν γιγαντόσωμο κολοσσό, έναν αγαθό γίγαντα που ζει σε μια μικρή πόλη της Ανατολικής Θουριγγίας, την Κάνα. Δεν έχουμε λεπτομέρειες για την δύσκολη παιδική ηλικία του Φλόριαν πέραν του ότι είναι ορφανός κα τον έβγαλε από κάποιο ίδρυμα ο Μπόσης. Παρόλο όμως που είναι «σπουδασμένος» φούρναρης (τεχνικό λύκειο), τον έχει στη δούλεψή του ο Μπόσης (πρωταγωνιστικό πρόσωπο κι αυτός), που διατηρεί συνεργείο καθαρισμού (θα πλένουμε τοίχους και όλα τα άλλα που μουντζουρώνουν οι πουτ@νι@ρηδες συνομήλικοί σου καλλιτέχνες των γκράφιτι). Ο Μπόσης πρόσφερε όχι μόνο δουλειά τοιχοκαθαριστή στον Φλόριαν, αλλά του βρήκε και διαμέρισμα, του αγόρασε ρούχα και τον εκπαίδευσε στον καθαρισμό επιφανειών, φρόντισε να παίρνει επίδομα ενοικίου και σε γενικές γραμμές τον έχει υπό την προστασία του. Ο Μπόσης (του οποίου την εθνικόφρονα ιδιοσυγκρασία υποψιάζεται από την αρχή ο αναγνώστης) έχει τον Φλόριαν του χεριού του, αξιοποιεί την τεράστια φυσική του δύναμη αλλά και το αγαθό μυαλό του (ξέρω τα πάντα για σένα, του επαναλάμβανε, ακόμα κι όσα ούτε εσύ ξέρεις για τον εαυτό σου, οπότε θα πρέπει πάντοτε να μου λες τα πάντα/ο Μπόσης έκλεινε τα θέματα πάντα με μια φάπα, κι εκείνος μάζευε το κεφάλι ανάμεσα στους ώμους, λες και αποδεχόταν ότι αυτή ήταν η μοίρα του, η μοίρα του ήταν ο Μπόσης, κι αυτό δεν μπορούσες να το αλλάξεις), τον αποκαλεί χαϊδευτικά «γίιιιιγαντα», και δεν του «επιτρέπει» να έχει μυστικά από τον ίδιο.
     Ωστόσο, ο Φλόριαν καταφέρνει να κρατά καλά φυλαγμένο ένα «μεγάλο μυστικό»: κάθε τόσο συντάσσει κρυφά επιστολές στην… Άνγκελα Μέρκελ, όπου της εκθέτει την απειλή αφανισμού όλου του κόσμου, σύμφωνα με τους νόμους της κβαντικής φυσικής -όπως βέβαια τους καταλαβαίνει ο ίδιος από τα εκλαϊκευμένα μαθήματα φυσικής του «χομπίστα» μετεωρολόγου κ. Κόλερ (το κάτι προέρχεται από το τίποτα, άρα το κάτι θα καταλήξει στο τίποτα/με τον ίδιο αναίτιο τρόπο, όπως ακριβώς τη στιγμή της Πρωταρχικής Έκρηξης/η σχετικότητα του χρόνου και του χώρου και των λεγόμενων γεγονότων αργά ή γρήγορα οδηγεί στη σίγουρη εξαφάνιση της πραγματικότητας). Αυτήν την επιστολή με πάνω κάτω ίδιο περιεχόμενο, την γράφει και την ξαναγράφει, την στέλνει και την ξαναστέλνει, και την υπογράφει μόνο με το επώνυμό του και τον κωδικό της Θουριγγίας(«Χερστ 07769»), εξ ου και ο τίτλος. Είναι συναρπαστική έως ξεκαρδιστική/κωμικοτραγική η προσπάθεια κατανόησης του Φλόριαν του «Διαλόγου μεταξύ του Κάτι και του Τίποτα», κι ακόμα περισσότερο η περιγραφή των εσωτερικών σκέψεών του καθώς επιχειρεί να διατυπώσει στη Μέρκελ τη θεωρία του χάους, με την ελπίδα ότι η καγκελάριος θα συγκαλέσει το Συμβούλιο Ασφαλείας κι όλους τέλος πάντων τους ηγέτες του κόσμου γιατί αυτή η υπόθεση δεν παίρνει αναβολή. Ο Φλόριαν ξημεροβραδιάζεται περιμένοντας την ανταπόκριση της καγκελάριου (μοναδική τους ελπίδα ήταν η κυρία καγκελάριος στο Συμβούλιο Ασφαλείας), ωστόσο, όχι μόνο δεν έρχεται ποτέ απάντηση, αλλά στο ταχυδρομείο οι υπάλληλοι -που συμπαθούν και συμπονούν τον καλοκάγαθο γίγαντα- προσπαθούν να τον προσγειώσουν. Η σιωπή εκ μέρους της καγκελάριου οδηγεί τον Φλόριαν στο… Βερολίνο (δεν είναι δυνατόν να πιστεύεις στα σοβαρά ότι η Άνγκελα Μέρκελ θα σου απαντήσει/μα ναι, το πιστεύω στα σοβαρά, δεν μου έχει μείνει τίποτ’ άλλο να πιστεύω).
     Αυτό το «βασανιστικό» ταξίδι του σπαρακτικά αφελούς Φλόριαν στο Βερολίνο, συγκεκριμένα στο Ράιχσταγκ προκειμένου να δει «αυτοπροσώπως» την καγκελάριο, είναι το «μόνο της ζωής του ταξίδιον» που κράτησε κρυφό απ’ όλους, ακόμα κι από τον κ. Κόλερ (ο οποίος με τη σειρά του βασανίζεται από τύψεις γιατί βλέπει ότι ο Φλόριαν έχει «βολευτεί σε μια κοσμοεξήγηση που βασίζεται σε μια παρεξήγηση»). Η περιγραφή αυτής της «επιχείρησης» -που είναι διάσπαρτη σε διάφορα σημεία του μυθιστορήματος-, φαίνεται από όλα τα στοιχεία ότι ήταν περιπετειώδης, ωστόσο η σιγουριά του -γελοίου κατά τ’ άλλα- Φλόριαν δεν κάμφθηκε μπροστά στη θέα του γερμανικού κοινοβουλίου (το αντίκρισε, και ήξερε αμέσως ότι οι επιστολές του δεν άξιζαν φράγκο, απ’ αυτές ήταν αδύνατον να καταλάβουν τι ήθελε). Φυσικά, οι φύλακες τον έδιωξαν κακήν κακώς και κείνος ένιωθε φρικτά γιατί ήξερε ότι κάπου μέσα σ’ εκείνο το κτίριο η κυρία Μέρκελ τον περίμενε…
     Ο άλλος άξονας που διαπερνά τον -ελαφρώς διαταραγμένο- ψυχισμό του Φλόριαν είναι η αγάπη του στη μουσική του Μπαχ. Κάθε Σάββατο ο Μπόσης διευθύνει πρόβες με τους «Συμφωνικούς της Κάνα», ένα συγκρότημα ερασιτεχνών μουσικών που ίδρυσε ο ίδιος, με αποκλειστικό αντικείμενο τη μουσική του Μπαχ («σε κάθε του νότα ή-ταν γραμ-μέ-νο τι είναι η Γερμανική Ιδέα»)! Ο Μπόσης και η «διμοιρία» του είναι υπερήφανοι για το γεγονός ότι ο Μπαχ γεννήθηκε στο Άιζεναχ της Θουριγγίας, όπου βρίσκεται και το μουσείο Bachhaus («τούτη εδώ κατά βάθος είναι μια «Εθνική Περιοχή Μπαχ», ένας αληθινός Γερμανός στην Θουριγγία ασχολείται με τον Μπαχ, κι όχι με το σύμπαν» επαναλαμβάνει στον Φλόριαν). Ο Φλόριαν λοιπόν, άμουσος παράφωνος και ανεπίδεκτος μάθησης κατά τ’ άλλα (πήγαινε κάθε Σάββατο και βελτίωνε το αυτί του, μάταια όμως, το αυτί του δεν βελτιωνόταν), όχι μόνο παρακολουθεί με πάθος και προσήλωση, αλλά όταν πια επιτέλους θα αποκτήσει δικό του κινητό, η μουσική του Μπαχ τον συγκινεί και τα «μηνύματά της» τον ακολουθούν παντού (δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε ο Μπόσης όταν μιλούσε για αποκωδικοποίηση, /η άμεση εντύπωσή του ήταν ότι αυτά τα μηνύματα δεν σήμαιναν κάτι, ήταν από μόνα τους όμορφα, από μόνα τους θαυμαστά, απλά υπήρχαν, δεν μπορούσαν να μεταφραστούν, ούτε και χρειαζόταν). Ωστόσο, και η υπόλοιπη ερασιτεχνική μπάντα δεν τα πολυκαταφέρνει, δημιουργώντας ποικίλα πνιχτά συναισθήματα στον ορμητικό Μπόση.
     Ο Φλόριαν είναι αγαπητός σε όλους τους κατοίκους της Κάνα, τους οποίους γνωρίζουμε σιγά σιγά με τον ευφυή τρόπο του Κρασναχαρκάι, με την αντιστικτική κίνηση της αφήγησης που μεταπηδά ασύνδετα από εικόνα σε εικόνα (αλλά τηρώντας θαυμαστή εσωτερική συνοχή). Γνωρίζουμε αρχικά τον ερασιτέχνη μετεωρολόγο κύριο Κόλερ που ανησυχεί με τις παρανοήσεις του Φλόριαν, τον πιστό φίλο του τον δρα Τιτς, την όμορφη Ναντίρ και τον άντρα της Ροζάριο που κρατούν το φιλόξενο πρατήριο ΑΡΑΛ, την Γιέσικα που μαζί με τον άντρα της τον Φόλκεναντ δουλεύουν στο ταχυδρομείο, τον Εβραίο κύριο Ρίνγκερ και τη βιβλιοθηκάριο γυναίκα του που αγαπούν πολύ τον Φλόριαν, τον ψυχίατρο Γιάκομπ Φρίντριχ, το ζεύγος Χοπφ, τον φερτρέτερ της πολυκατοικίας όπου στον 7ο όροφο μένει ο Φλόριαν, τον ρεβιρφόστερ (=δασολόγο) που δραστηριοποιείται όταν εμφανίζεται στην περιοχή αγέλη λύκων, και διάφορες μοναχικές κυρίες, γειτόνισσες-«θείτσες» κλπ. Ένας ολόκληρος μικρόκοσμος, σαν αρχαίος χορός συμμετέχει στα δρώμενα και όλοι/ες, παρόλο που μέσα τους πιστεύουν ότι ο Φλόριαν είναι «μισότρελο ορφανό», τον συμπαθούν και τον καλούν όταν πρόκειται για μια βαριά εργασία -με το αζημίωτο-, αξιοποιώντας την χειρωνακτική του δύναμη (η Ναντίρ τον αποκαλεί «Γολιάθ»), και οι περισσότεροι τον συμβουλεύουν να παρατήσει τον Μπόση και να βρει μια «αξιοπρεπή δουλειά» (μα πώς θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Ο Μπόσης δεν ήταν μονάχα εργοδότης του αλλά και πατέρας του).
     Ο Μπόσης
     Ο Μπόσης (έτσι απαιτούσε να τον λένε, το πραγματικό του όνομα δεν το ήξερε κανείς), είναι ένας επίσης γιγαντόσωμος τύπος που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, δεν φτάνει όμως σε ρώμη τον Φλόριαν. Γυμνάζεται καθημερινά γιατί ένας «καθαρόαιμος Γερμανός» έχει σωματική δύναμη αλλά καλλιεργεί και τη «δύναμη χαρακτήρα» (μόνο το τσιγάρο δεν μπορούσε να κόψει γιατί μόνο το τσιγάρο μπορούσε να κατευνάσει την ένταση που είχε μέσα του). Είναι παρορμητικός, άξεστος και οξύθυμος (υπήρχαν όρια που δεν μπορούσε κανείς να τα περάσει για να τον πλησιάσει). Ο Μπόσης είναι άνθρωπος της δράσης, σιχαίνεται τις αναλύσεις και τις συζητήσεις, γιατί πιστεύει ότι «ένας άντρας πρέπει να χαρακτηρίζεται από τις πράξεις του και μόνο από τις πράξεις του».
     Η ζωή του Φλόριαν είναι συνυφασμένη με τη ζωή του Μπόση, όμως δεν τον ακολουθεί πιστά σε όλες του τις δράσεις. Δεν κάνει φερειπείν τατουάζ όπως όλοι τους, γιατί «το φοβάται πιο πολύ κι απ’ τον οδοντίατρο» ούτε προσχωρεί στη διμοιρία. Ο Μπόσης αποδέχεται την αποστασιοποίηση αυτή, γιατί όπως λέει στους συντρόφους του, αυτό το παιδί μπορεί από τη μια να είναι ιδιοφυΐα, από την άλλη όμως είναι βλάκας με περικεφαλαία. Είναι κι ο λόγος που -στην αρχή τουλάχιστον- δεν τον αφήνει να αγοράσει λάπτοπ, ούτε κινητό. Είναι αποδεκτό απ’ όλους ότι ο Φλόριαν έχει ένα ιδιαίτερο ψυχισμό, δεν πίνει, και φοβάται τις γυναίκες (τα χάνει σε οποιαδήποτε συζήτηση περί σεξουαλικότητας), δικαιώνοντας τον τίτλο του «μουνουχισμένου μπουνταλά».
     Η «διμοιρία» του Μπόση, οι «κολλητοί» του (ολόκληρη η Κάνα τούς ήξερε, οι ναζί, τους έλεγε ο κόσμος ψιθυριστά) πιστοί εκτελεστές στο να σβήνουν και να καθαρίζουν τους τοίχους, αλλά και σύντροφοι σε άλλες έκτακτες περιπτώσεις, είναι μια παρέα εθνικοφρόνων, που γύρω από την πιο δυναμική προσωπικότητα του Μπόση συσπειρώνονται ποικιλοτρόπως. Μέσα από την αντιστικτική μέθοδο του συγγραφέα (παράλληλες ασύνδετες εικόνες), ο αναγνώστης στοιχειοθετεί τον ψυχισμό και τη νοοτροπία (πέρα από την ιδεολογία) των νεοναζί: περηφάνια για τους προγόνους, ευχές για την «Τέταρτη αυτοκρατορία», αγάπη για οτιδήποτε εθνικό/γερμανικό (μπίρα, σημαία, εθνική ομάδα κα.), λίγα λόγια-πολλή δράση και όχι επίδειξη με στολές στις γιορτές κλπ (ήθελαν πόλεμο, όχι τσίρκο). Το στέκι τους είναι «το Μπουργκ», στο οίκημα της Μπουργκστράσε (19), όπου με άτυπο αρχηγό τον πιο δυναμικό κι εύστροφο Μπόση αναμασούν την ιδεολογία τους (δικός μας στόχος δεν είναι οι μετανάστες αλλά οι Εβραίοι, επειδή αυτοί μας έχουν πάρει ήδη όσα ήταν δικά μας/πίσω απ’ όλα κρύβεται αυτός ο γαμημένος ο Ρίνγκερ, πιστέψτε με, αυτός είναι ο κυριότερος εχθρός μας). Ο Φλόριαν όμως «αποσυνδέεται» νοητικά απ’ αυτές τις βαρετές κουβέντες γιατί το μυαλό του είναι κολλημένο στον αφανισμό του κόσμου (με τον ίδιο αναίτιο τρόπο, όπως στην αρχή της Μεγάλης Έκρηξης) και στο αν εκφράστηκε κατανοητά στις επιστολές του στην Μέρκελ!
     Το αυγό του φιδιού
     Στις πρώτες περίπου εκατό σελίδες λοιπόν έχει ήδη στηθεί το βασικό σκηνικό με τις δυναμικές του, το κοινωνικό περιβάλλον, οι κύριοι χαρακτήρες. Η κυρίως δράση που θα φέρει θύελλα αντιδράσεων, με πρωταγωνιστές πάλι τον Φλόριαν και τον Μπόση, ξεκινά με σχετικά ασήμαντα περιστατικά που σιγά σιγά χτίζουν την ψυχολογία που θα φέρει την «έκρηξη». Έκρηξη ανάμεσα στον Φλόριαν και τον Μπόση, συμπεριλαμβανομένης της ομάδας του. Ουσιαστικά, μέσα από τη σύγκρουση αυτή, το μυθιστόρημα γίνεται βαθιά πολιτικό και επίκαιρο, καθώς διαγράφει ανάγλυφα τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου: η βία του εθνικισμού γεννά τον φόβο που πολώνει και διαλύει τις κοινωνίες και προκαλεί την αφύπνιση των ζωωδών ενστίκτων επιβίωσης και αυτοδικίας.
     Ο πρώτος σπόρος που γεννά το μίσος και φουντώνει την εκδικητικότητα εκ μέρους του Μπόση και της «παρέας» του, είναι τα γκράφιτι που βρίσκονται κάθε τόσο σε διάφορα σημεία της περιοχής, στην αρχή -τυχαία;- σε κτίρια που σχετίζονται με τον Μπαχ, το ίνδαλμα της Θουριγγίας, όπως π.χ. το Μπαχχάουζ[2], και συνήθως τα γκράφιτι αυτά παριστάνουν συν τοις άλλοις κι ένα… κεφάλι λύκου! Το κυνήγι των γκραφιτάδων, σαν ένα κυνήγι μαγισσών, είναι ένας ακόμη από τους άξονες που διατρέχει το πρώτο μισό του βιβλίου χαρίζοντας σπαρταριστές σκηνές στον αναγνώστη. Με το δεύτερο γκράφιτι στον Μύλο Μπαχ του Βέχμαρ ο Μπόσης χτυπάει τον συναγερμό στο κόκκινο, βέβαιος ότι οι «εχθροί», οι μετανάστες, οι Εβραίοι και όποιοι άλλοι, προσπαθούν να καταφέρουν πλήγμα στο εθνικιστικό φρόνημα βεβηλώνοντας το ιερό πρόσωπο του Θουρίγγιου μουσουργού. Η «ομάδα του Μπουργκ», η «διμοιρία» του Μπόση, αναστατώνεται, συσπειρώνεται, οργανώνεται, μοιράζει σκοπιές και παραφυλάει στα πιο απίθανα μέρη προκειμένου να «αποδώσει τη δικαιοσύνη» και να «υπερασπιστεί τις θουριγγικές αξίες», ενώ ο Μπόσης γίνεται όλο και πιο μυστήριος και πιο ακατανόητος για τον Φλόριαν. Σχέδια και στρατηγικές εναλλάσσονται ενώ ο αρχηγός, αποπροσανατολισμένος, εξαντλείται στο να προσπαθεί να προβλέψει τις κινήσεις των «κακοποιών» που δεν καταφέρνει να εντοπίσει (το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε πώς σκέφτεται/το κακό είναι ότι δεν έχουμε καταλάβει για ποιο λόγο το κάνει). Η βεβήλωση των μνημείων με τα γκράφιτι είναι η αφορμή για να ξεδιπλώσει ο συγγραφέας όλη την γκάμα του «πατριωτισμού» των ναζί (έγινες μέλος μιας στρατιωτικής αποστολής μεγάλης εμβέλειας, λέει στον Φλόριαν, σε μυήσαμε τώρα, έχουμε ανάγκη όλους τους Γερμανούς πατριώτες, κι εσύ είσαι πατριώτης, έτσι δεν είναι;!). Ωστόσο ο Φλόριαν έχει ήδη αποτραβήξει το ζωτικό ενδιαφέρον του από τις δουλειές του Μπόση, απορροφημένος από το ενδεχόμενο της καταστροφής του κόσμου, αλλά και τη μυστηριώδη εξαφάνιση του κ. Κόλερ (τώρα πια δεν τον ενδιέφερε καθόλου σε ποιες εφόδους θα έπρεπε να πάρει μέρος, δεν τον ενδιέφερε καθόλου γιατί ήταν τόσο εξημμένος ο Μπόσης). Τέλος, να σημειώσουμε ότι ο (Εβραίος) κ. Ρίνγκερ υποπτεύεται τον … «ανεγκέφαλο παλαιοναζί», τον ίδιο τον Μπόση για τα γκράφιτι (θα μπορούσε να ορκιστεί ότι πίσω από το όλο πράγμα κρυβόταν ένας καθαριστής γκράφιτι, ήταν πασίγνωστος ναζζί εκεί στα μέρη τους, φυσικά δεν είχε καμιά απόδειξη γι’ αυτό). Πράγματι, μέσα από την αφήγηση του Κρασναχορκάι, του «παντογνώστη συγγραφέα» δεν προκύπτει σε καμιά περίπτωση αυτό.
     Υπάρχουν λύκοι (ή Homo homini lupus?)
     Ένα άλλο μοτίβο γύρω από το οποίο περιστρέφεται η αφήγηση και δίνεται αφορμή για πολλά επεισόδια, ενώ εντείνεται η ατμόσφαιρα φόβου και συναγερμού στους κατοίκους της Κάνα, είναι η εμφάνιση λύκων στην περιοχή. Η πρώτη αιφνίδια εμφάνιση/επίθεση ήταν στο ζεύγος Ρίνγκερ καθώς έκαναν πικνίκ, και ο επιτιθέμενος λύκος τούς τραυμάτισε αρκετά σοβαρά. Αυτό που περιπλέκει τα πράγματα είναι ότι αυτός που τους έσωσε τη ζωή ήταν «αυτός ο σιχαμένος ο Μπόσης», δημιουργώντας αντιφατικά συναισθήματα στον Ρίνγκερ που απεχθάνεται τον Μπόση, ενώ ο Φλόριαν γίνεται ακόμα πιο περήφανος για το αφεντικό του (στο μεταξύ η λάμψη του ηρωισμού του Μπόση όλο και μεγάλωνε/ μόνο ο Μπόσης δεν ένιωθε καμιά ικανοποίηση, γινόταν μάλλον ευερέθιστος όταν μάθαινε για την αυξανόμενη φήμη του/ πήγα εκεί για τον λύκο, όχι για τους Ρίνγκερ, τους Ρίνγκερ τους έχω χεσμένους, δεν συνηθίζω να σώζω Εβραίους).
    Το μοτίβο του λύκου επανέρχεται τακτικά στην αφήγηση από κει και πέρα, άλλωστε η τελευταία εικόνα του βιβλίου με τον ετοιμοθάνατο Φλόριαν ανάμεσα στους δυο τυφλούς λύκους είναι καθηλωτική. Ο λύκος είναι το σύμβολο που χρησιμοποιούν οι γκραφιτάδες («λυκοκέφαλο»), είναι το σύμβολο του ζωώδους τρόμου που καταλαμβάνει την κοινωνία της Κάνα και αλλοτριώνει τις συνήθειες και τις συμπεριφορές των κατοίκων. Οι λύκοι εμφανίζονται σε κοπάδια («ρούντελ»), ο δε Μπόσης υποψιάζεται τους πάντες, για την ακρίβεια στρέφει το εθνικιστικό μίσος στους πάντες (έβριζαν το Βραδεμβούργο, τη Βαυαρία, τους Πολωνούς και τους Τσέχους, έβριζαν την αστυνομία, έβριζαν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αλλά περισσότερο το NABU[3]/και οι Εβραίοι φυσικά, δήλωσε ο ήρωας στο Μπουργκ/εδώ πέρα υπάρχει μια συνωμοσία, εδώ πέρα δεν είναι ότι έχουμε έναν μουντζουρομ@λ@κ@ με κουκούλα, εδώ έχουμε το ξεκίνημα μιας επίθεσης). Τέλος, όταν διαδόθηκε η φήμη -ψευδώς- ότι επανεμφανίστηκαν οι λύκοι, και μάλιστα ολόκληρη αγέλη, ο Μπόσης φορτώνει και βρίσκεται εκτός εαυτού, βέβαιος ότι θα αμολούσαν λύκους για να τους εκφοβίσουν, για να πνίξουν μέσα στο χάος οτιδήποτε σημαίνει Θουριγγία, οτιδήποτε Γερμανία, οτιδήποτε πολιτισμό.
     Ο πανικός δεν επισκέπτεται μόνο τον Μπόση αλλά εισχωρεί ύπουλα στα σπίτια όπου η ιμπρεσιονιστική γραφή του Κρασναχαρκάι μας δίνει σκηνές απείρου κάλλους (μέχρι και τον Μαρξ θυμήθηκε ο ρεβιρφόστερ λέγοντας «κι επειδή απορρίψαμε ολόκληρο τον Μαρξ, θα το μετανιώσουμε» (!!)).
     Ένιωσε ότι επιτέλους είχε έρθει η ώρα να ζήσουν μια ιστορική στιγμή
                                                                                                             (Μπόσης)
     Για τον Μπόση δεν έχει σημασία αν υπήρξε ή δεν υπήρξε στα αλήθεια αγέλη λύκων. Για κείνον ο συναγερμός είχε χτυπήσει, όπως και για όλη τη διμοιρία που οργανώνεται όχι μόνο με όπλα (το μάζεμα είχε ως αποτέλεσμα να συγκεντρώσουν τόσα πυρομαχικά που θα μπορούσαν να εξαφανίσουν από προσώπου γης την Κάνα ολόκληρη) αλλά και με την απόφαση να συγκατοικήσουν (σπαρταριστές οι λεπτομέρειες ασυνεννοησίας και ανοργανωσιάς). Οι δύο εκρήξεις που ακολούθησαν το επόμενο διάστημα επιβεβαιώνουν τη θεωρία του ότι «θα τις προκάλεσε η ίδια αντεθνική ομάδα, εκείνοι που θέλουν να καταστρέψουν τη Θουριγγία», ενώ η κοινωνία πολώνεται, ο φόβος αυξάνει τα μίση (π.χ. το μίσος του Ρίνγκερ απέναντι στον Μπόση, παρόλο που ο τελευταίος του έσωσε τη ζωή…). Όλοι όσοι αγαπούν τον Φλόριαν τον συμβουλεύουν να απομακρυνθεί από τον Μπόση, συμπεριλαμβανομένου και του Κόλερ, ο οποίος όσο μυστηριωδώς εξαφανίστηκε, τόσο μυστηριωδώς επανεμφανίστηκε, προς μεγάλη χαρά του Φλόριαν.
     Από την πραγματικότητα είναι εύκολο να παραιτηθεί κανείς,
     από τον φόβο όμως είναι πολύ δύσκολο

     Το επεισόδιο όμως που πυροδότησε το ντόμινο φονικών που ακολούθησε, ήταν ο βιασμός της όμορφης Ναντίρ από τον Γιούργκεν, μέλος της ναζιστικής διμοιρίας (που με τον άνδρα της Ροζάριο είχε το πρατήριο ΑΡΑΛ) και η αντίδραση του Ροζάριο ο οποίος επιτέθηκε στον βιαστή, με μια… συσκευή πυρόσβεσης, καταφέροντάς του ένα μοιραίο χτύπημα. Η έκρηξη που ακολούθησε στο πρατήριο ΑΡΑΛ έχει θύματα το ειρηνικό ζευγάρι, κι από κει και πέρα παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα την διάλυση μιας κοινότητας συνεκτικής, καθώς και τις σκέψεις και τις απίθανες αντιδράσεις φόβου κάθε μέλους της κοινότητας μέχρι που ο φακός πέφτει στον ψιλοαδιάφορο Φλόριαν.
     Γιατί ο ευγενής, αργόστροφος, εκκεντρικός, υπάκουος Φλόριαν, το παιδί «για όλες τις δουλειές» που εξυπηρετεί όλους αγόγγυστα, είναι αυτός που αποκαλύπτει, σχεδόν άθελά του, την απάντηση στα τρομερά εγκλήματα, μέσα στο κινητό που του χάρισε -εντέλει- ο Μπόσης. Κι αυτό που του αποκαλύφθηκε, σταδιακά και με «βήματα» που δεν μπορούσε να τα «χαράξει στο κουτό του το κεφάλι» που βούιζε προσπαθώντας να βρει απαντήσεις, ήταν τόσο αναπάντεχο και αποτρόπαιο που τον μεταμόρφωσε σ’ ένα επιθετικό άγριο ζώο, ένα αρπακτικό αγρίμι όχι μόνο στην εξωτερική εμφάνιση αλλά και «μέσα του είχε πάψει πια να είναι αυτός που γνώριζαν οι κάτοικοι της Κάνα», που χωρίς σκέψη και λογισμό, παρά μόνο για την επιβίωση, συστράτευσε όλες του τις δυνάμεις για να «αποδώσει δικαιοσύνη» με τον πανάρχαιο μοναδικό τρόπο του ζωικού βασιλείου.
     Είμαστε ακόμη στα δύο τρίτα του βιβλίου αλλά δεν είναι σκόπιμο φυσικά να αποκαλύψω την πλοκή περαιτέρω, μόνο θα σταθώ στις ζωικές λειτουργίες όπως διαμορφώθηκαν στον Φλόριαν τη στιγμή της οδυνηρής αποκάλυψης:
     Οι μύες του τον πονούσαν τόσο πολύ που ένιωσε ότι σε λίγο θα ξεσκίζονταν τα πάντα μέσα του, διότι οι μύες του δεν μπορούσαν να αντέξουν όσα είχε δει, ο εγκέφαλός του δεν λειτουργούσε, αλλά οι μύες του τα κατάλαβαν όλα, ο εγκέφαλός του δεν μπήκε μπροστά να λειτουργήσει, απλά αποσυνδέθηκε, αλλά με τους μυς του συνέβη ακριβώς το αντίθετο, αυτοί τινάχτηκαν, ύστερα σφίχτηκαν, και μετά σφίγγονταν τόσο δυνατά, ώστε ήταν αυτονόητο ότι θα του ξέσκιζαν το σώμα, ενώ ο εγκέφαλος βρισκόταν ακόμα σε λειτουργία αφωνίας, δηλαδή απόλυτη παράλυση επάνω, απόλυτη παράνοια κάτω, η πιο οδυνηρή ένταση που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://www.documentonews.gr/article/germania-ano-kato-i-proti-synedriasi-tis-nea-voylis-stin-thoyriggia-me-to-akrodexio-afd/
[2] Δεν πρόκειται για το σπίτι του Μπαχ αλλά «κέντρο διατήρησης της κληρονομιάς» του, ένα είδος μουσείου
[3] Η NABU (The Nature And Biodiversity Conservation Union) ιδρύθηκε το 1899 και είναι η παλαιότερη και μεγαλύτερη περιβαλλοντική ένωση της Γερμανίας

Παρασκευή, Οκτωβρίου 04, 2024

Ατίμωση, J.M. Coetzee

Θέλεις να κάνεις μια πράξη
που φανερώνει ταπεινότητα μπροστά στην ιστορία
     Ένα ακόμα βιβλίο του νομπελίστα νοτιοαφρικάνου συγγραφέα, που αναδεικνύει τις κοινωνικές ανισότητες και την ιδιαίτερη εξέλιξη της χώρας αυτής, όπου ακόμα και μετά τη λήξη του απαρτχάιντ (1949- 1991), συνεχίζονται οι συνέπειες της απίστευτης ρατσιστικής βίας που έχει διαποτίσει την κοινωνία. Ο συγγραφέας με μέθοδο και μαεστρία ενσταλάζει στους βασικούς του ήρωες την παραδοχή ότι το κοινωνικό σύνολο στην πληγωμένη χώρα του νοσεί -επομένως και οι ίδιοι δυσκολεύονται να χτίσουν μια ζωή υγιή και ισορροπημένη…
     Αυτή είναι ουσιαστικά η πιο βαθιά αίσθηση που αφήνει το βιβλίο, αλλά δεν προβάλλεται σε πρώτο επίπεδο, απλώς μένει σαν γεύση όταν ο αναγνώστης διαβάσει πια όλο το μυθιστόρημα και δοκιμάσει διάφορα συναισθήματα. Γιατί ο κεντρικός ήρωας, ο -λευκός- Ντέηβιντ Λούρι, πενήντα δύο χρονών διαζευγμένος (με μια κόρη) και πετυχημένος επίκουρος καθηγητής Επικοινωνίας στην Πολυτεχνική Σχολή του Κέιπ Τάουν, είναι ένας μάλλον συμβατικός τύπος, που στις πρώτες σελίδες εμφανίζεται χωρίς διαφορές από τον πρωταγωνιστή ενός οποιουδήποτε campus novel σε οποιοδήποτε Πανεπιστήμιο της Ευρώπης. Η μόνη ίσως υπενθύμιση ότι πρόκειται για το ιδιαίτερο μετα-απαρτχάιντ καθεστώς, είναι ότι άλλοτε δίδασκε Σύγχρονες Γλώσσες, αλλά επειδή οι Κλασικές Σπουδές και οι Σύγχρονες Γλώσσες καταργήθηκαν στο πλαίσιο ενός εκτεταμένου κύματος ορθολογισμού άλλαξε το αντικείμενό του. Ως ειδικό μάθημα επέλεξε να διδάσκει Ρομαντικούς Ποιητές, ενώ παράλληλα έχει τη φιλοδοξία να γράψει ένα έργο (θεατρικό; μουσικό;) για τον Μπάιρον, και για την ακρίβεια για τις παράνομες ερωτικές περιπέτειες του ρομαντικού ποιητή.
     Ένας τύπος λοιπόν μάλλον συνηθισμένος, μέτριος και μετριοπαθής αλλά με παρελθόν γυναικά, με όχι πολύ σπουδαία επικοινωνία με τους φοιτητές/τριές του, και που τώρα πια στην δεκαετία των πενήντα του ικανοποιεί τακτικά τις σεξουαλικές του ανάγκες με τη νεαρή πόρνη Σοράγια, σε μια ευχάριστη ρουτίνα (οι ανάγκες του αποδεικνύονται αρκετά απλές τελικά, απλές και εφήμερες, σαν τις ανάγκες μιας πεταλούδας). Όταν αυτή η ρουτίνα σπάει για λόγους πέρα από τη θέλησή του, εξακοντίζει τα σεξουαλικά βέλη του σε μια φοιτήτριά του, νόστιμη, μικρή, μελαχρινούλα και επαρκώς παθητική ώστε να μην του αντισταθεί (είναι λίγο τσιμπημένος μαζί της. Δεν είναι ασυνήθιστο. Δεν περνάει τρίμηνο που να μην ερωτευτεί την τάδε ή την δείνα φοιτήτριά του). Είναι όμορφη και τον μαγεύει, αλλά είναι φανερό ότι εκείνη κολακεύεται, χωρίς να έχει άλλα έντονα συναισθήματα. Ο Ντέηβιντ χρησιμοποιεί τις γνώσεις του, την εξουσία του, τα λόγια και τις κολακείες για να την εκμαυλίσει ( π.χ. -Η ομορφιά μιας γυναίκας δεν ανήκει αποκλειστικά στην ίδια. Είναι κομμάτι του δώρου που προσφέρει στον κόσμο. Έχει χρέος να τη μοιράζεται -Και αν τη μοιράζομαι ήδη; -Τότε να τη μοιράζεσαι πιο γενναιόδωρα).
     Δεν χρειάζεται να διαβάσει κανείς περισσότερα για να αντιπαθήσει τον ήρωα, που φέρεται σαν πέφτουλας-σεξιστής-κομπλεξικός, και, όπως θα φανεί και παρακάτω, θεωρητικοποιεί την παραβίαση της θέλησης της μπερδεμένης κοπέλας που δυσκολεύεται -λόγω θέσης; λόγω ηλικίας;- να αντιδράσει (αν και είναι παθητική από την αρχή ως το τέλος, εκείνος απολαμβάνει την πράξη). Αλλά κι από τις επόμενες εκβιασμένες συναντήσεις όπου ο Ντέηβιντ φτάνει ως και στη βία για να «αποκαλύψει τα στρογγυλά, τέλεια μικρά στήθη της», ο κύριος καθηγητής φαίνεται να είναι απορροφημένος από τις ιδεαλιστικές προσεγγίσεις της ομορφιάς που του δίνει ο ρομαντισμός (π.χ. «τέτοιες στιγμές δεν έρχονται αν τα μάτια μας δεν είναι στραμμένα κατά το ήμισυ στα μεγάλα αρχέτυπα της φαντασίας μας που φέρουμε μέσα μας», και από τις θεωρίες του τύπου ότι «και οι πορνόγεροι, οι άστεγοι οι πλάνητες είναι “παιδιά του θεού” και δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τη θέση τους στο θεσπέσιο συμπόσιο των αισθήσεων ή ότι «η λαγνεία είναι σεβαστή, η λαγνεία και το συναίσθημα». Τόσο πωρωμένος είναι  που δεν σκέφτεται στιγμή τον ψυχισμό, τον κόσμο και τη θέληση της νεαρής κοπέλας, δεν σκέφτεται ότι η κατάχρηση της εξουσίας του είναι ένα είδος εξευγενισμένου βιασμού.
     Αυτή η αίσθηση που έχει από την αρχή ο αναγνώστης, ότι δηλαδή η κοπέλα δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο αλλά το λιγότερο βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης, κορυφώνεται όταν η κοπέλα αιφνιδιάζεται τόσο από μια απρόσμενη ερωτική επίθεση, που παραδίδεται αμαχητί, σαν «κουνέλι που του δαγκώνει τον λαιμό αλεπού» (δεν είναι βιασμός, όχι ακριβώς, αλλά κάτι ανεπιθύμητο, απολύτως ανεπιθύμητο). Η περιπλεγμένη θέση στην οποία βρίσκεται η Μέλανι φαίνεται από την αντιφατική της συμπεριφορά στη συνέχεια· δεν αργεί να έρθει σαν κεραμίδα στον καθηγητή η επίσκεψη του θυμωμένου ερωτικού συντρόφου της ο οποίος του ζητά τον λόγο, ενώ η καταγγελία για σεξουαλική κακοποίηση και για βιασμό, που ακολουθεί, χωρίζει τη ζωή του ήρωα στα δυο.
     Η εικόνα που δίνει ο Ντέηβιντ ως χαρακτήρας γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή, καθώς δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη βαρύτητα του παραπτώματός του· όχι μόνο δεν μετανιώνει και δεν κάνει τίποτα για να ελαφρύνει τη θέση του: δηλώνει μεν «ένοχος» στο συμβούλιο των καθηγητών, αλλά υπερασπίζεται το «δικαίωμα στην επιθυμία», το δικαίωμα να ακολουθεί το ένστικτό του, νιώθει «Υπηρέτης του Έρωτα», ενώ, σύμφωνα και με την υπεύθυνη από το Τμήμα των Κοινωνικών Επιστημών, δεν κάνει καμιά αναφορά στον πόνο που προκάλεσε, καμία αναφορά στη μακρά ιστορία εκμετάλλευσης στην οποία συγκαταλέγεται και αυτή η περίπτωση. Αυτή του η αμείλικτη στάση αποδεικνύεται μοιραία γιατί τον οδηγεί σε αναγκαστική παραίτηση από την επαγγελματική του θέση, και από κει και πέρα, ενώ δεν φαίνεται να αναδιπλώνεται από τις απόψεις αυτές περί ενστίκτου και επιθυμίας, η ζωή του παίρνει μια πολύ διαφορετική τροπή.
     Μεταστροφή
 Το μυαλό του έχει γίνει καταφύγιο για παλιές ιδέες, στείρες, λειψές,
που δεν έχουν πού αλλού να πάνε.
Θα έπρεπε να τις αποδιώξει, να κάνει εκκαθάριση.
     Εδώ λοιπόν, σταματά το -ας πούμε- «campus novel» κι ο συγγραφέας μάς οδηγεί στην καρδιά μιας παθολογίας που έχει τις ρίζες της στην Ιστορία και στις πληγές της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης. Το μυθιστόρημα ξετυλίγει την ψυχογραφία του -ηττημένου;- ανθρώπου ο οποίος απεκδύεται, σταδιακά και παρά τη συνειδητή του θέληση, όλους τους ρόλους, απογυμνώνεται από κάθε τίτλο (συζύγου, εραστή, καθηγητή, στη συνέχεια πατέρα και προστάτη) και μπαίνει σε μια κατάσταση μαθητείας: μαθαίνει να αποδέχεται την πραγματικότητα της χώρας στην οποία διάλεξε να ζει, και όπου για χρόνια τις ανθρώπινες σχέσεις τις όριζε το μίσος.
     Καταλύτης σ’ αυτήν την αργή κι επίπονη μεταστροφή είναι η Λούσυ, η κόρη του, στην οποία καταφεύγει μετά αμέσως την αποπομπή του (σημειωτέον ότι η πρώην γυναίκα του και μητέρα της Λούσυ ζει πια στην Ολλανδία). Η Λούσυ μένει σ’ ένα μικρό αγρόκτημα στο Ανατολικό Ακρωτήριο (με καλλιέργειες, ζώα, γεώτρηση, στάβλους, σκυλιά κλπ) και είναι -σχεδόν- αφομοιωμένη με τους ντόπιους. Είναι μια γυναίκα πληθωρική και άξεστη, δεν θυμίζει σε τίποτα την αστική της καταγωγή, αντίθετα είναι βέρα αγρότισσα πια, με τη βρωμιά και την ατημελησιά της κοινωνικής τάξης που επέλεξε (περίεργο που εκείνη και η μητέρα της, άνθρωποι της πόλης, διανοούμενοι, έφεραν στη ζωή αυτό το δείγμα του παρελθόντος, τούτη τη νεαρή, γεροδεμένη άποικο. Αλλά ίσως δεν την γέννησαν αυτοί· ίσως η ιστορία έχει παίξει μεγαλύτερο ρόλο). Έχει ως βοηθό και προσφάτως συν-ιδιοκτήτη τον -ντόπιο- Πέτρους, που συστήνεται ως «ο κηπουρός και ο άνθρωπος των σκυλιών», και κάθε Σάββατο πουλάνε μαζί τα προϊόντα τους σε πάγκο στο παζάρι. Η Λούσυ, εν κατακλείδι, δεν εκπροσωπεί με κανέναν τρόπο το πρότυπο της θηλυκής, κομψής γατούλας που φαίνεται να προσελκύει ερωτικά τον Ντέηβιντ. Άλλωστε, δεν κρύβει ότι είναι λεσβία. Όμως, είναι και κόρη του.
     Η Λούσυ τον υποδέχεται φυσιολογικά και ευγενικά, χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό, αλλά όταν συνειδητοποιεί ότι ο πατέρας της έχει παραιτηθεί και δεν τον δεσμεύει τίποτα πια με την προηγούμενη ζωή του, του προσφέρει «καταφύγιο» για όσον καιρό θέλει στον άγνωστο, για κείνον, κόσμο της. Εκείνος, με τη σειρά του, βλέπει από μιαν απόσταση τις επιλογές της κόρης του, σνομπάρει π.χ. το «Καταφύγιο ζώων» όπου η Λούσυ βοηθάει την διευθύντριά του, την Μπεβ Σο, (είναι αξιοθαύμαστο αυτό που κάνετε αλλά για μένα οι φιλόζωοι είναι κάπως σαν ένα είδος χριστιανών. Είναι όλοι τόσο χαρωποί και καλοπροαίρετοι, που μετά από λίγο σου έρχεται να βιάσεις), και ασκεί σε όλα -αδύναμη- κριτική. Θεωρεί αυτόν τον μοναχικό τρόπο ζωής μέσα στη μαύρη ερημιά, επικίνδυνο για μια κοπέλα μόνη, και του ξυπνάει το ένστικτο της πατρικής προστασίας.
     Ωστόσο, απρόθυμα στην αρχή, στη συνέχεια πιο συνειδητά, εγκαθίσταται για αρκετό χρονικό διάστημα στο αγρόκτημα, βοηθά τον Πέτρους (να βοηθώ τον Πέτρους. Μου αρέσει αυτό. Μου αρέσει η ειρωνική χροιά του πράγματος), προσπαθεί να καταλάβει την Λούσυ παρά τις σεξουαλικές της επιλογές (γίνεται η δεύτερη σωτηρία του, η νύφη της αναγεννημένης νιότης του) και επισκέπτεται και την Φιλοζωική οργάνωση της Μπεβ, μιας γυναίκας που αρχικά αντιπαθεί γιατί είναι απ’ αυτές που δεν κάνουν τίποτα για να φανούν ελκυστικές. Η σχέση της Μπεβ με τα ζώα, κατά βάση σκυλιά, είναι πολύ ιδιαίτερη, σωματική και εν-συναισθηματική· άλλωστε η αποστολή της είναι όχι απλώς να τα φιλοξενεί, αλλά να τα οδηγεί στον θάνατο, όταν δεν υπάρχει η επιλογή της ζωής.
     Disgrace (= ατίμωση)
     Η σταδιακή «απογύμνωση» του κεντρικού ήρωα, τα διάφορα σκαλοπάτια της «ατίμωσης» και της ταπείνωσης που τον εκμηδενίζουν όλο και περισσότερο, τον αποσυνδέουν από την αλαζονεία που χαρακτήριζε τη λευκή φυλή απέναντι στον ντόπιο πληθυσμό, και αποτελούν και την εξιλέωσή του. Ένα είδος «συλλογικής ενοχής» ξυπνάει μέσα του, που αναστέλλει την οργή για όσα συμβαίνουν. Ένας σκληρός πυρήνας μέσα του φυσικά αντιστέκεται, προσπαθεί να «παραμείνει ο εαυτός του», όμως εξαρχής έχει την υποψία ότι ό, τι κάνει η Λούσυ (οι σκύλοι, η κηπουρική, τα βιβλία αστρολογίας, η σεξουαλική της επιλογή) είναι σαν να προσπαθεί να επανορθώσει για τα κρίματα του παρελθόντος. Η σύγκρουση μέσα του, ανάμεσα στον αστικό ασφαλή τρόπο ζωής και τον αγροτικό που περιστοιχίζεται από ντόπιους, σιγά σιγά εξασθενεί μπρος στην ανάγκη να εξιλεωθεί. Ακόμα και η Λούσι αντιλαμβάνεται πως ο πατέρας της είναι ένα είδος «αποδιοπομπαίου τράγου», που τον έδιωξαν οι συνάδελφοι για να νιώθουν ασφαλείς.
     Ένα συμβάν όμως, βαρυσήμαντο και τραυματικό, μια πολύ σκληρή δοκιμασία, είναι αυτό που θα βυθίσει τον Ντέηβιντ ακόμα πιο βαθιά μέσα σ’ αυτό το πηγάδι της ατίμωσης: τρεις άγνωστοι ντόπιοι, μεταξύ τους κι ένα νεαρό αγόρι, μπαίνουν με δόλο στο σπίτι και κλέβουν, σκοτώνουν τα σκυλιά, βιάζουν τη Λούσι και τραυματίζουν τον Ντέηβιντ (είναι ανήμπορος, ένας στόχος, μια καρικατούρα, ένας ιεραπόστολος με ράσο και καπέλο που περιμένει με τα χέρια ενωμένα και τα μάτια στραμμένα στον ουρανό, όσο οι άγριοι τα λένε στη δική του γλώσσα και ετοιμάζονται να τον ρίξουν στο καζάνι που βράζει). Είναι «πράγματα που συμβαίνουν κάθε ώρα, κάθε λεπτό, σε κάθε γωνιά της χώρας», και πρέπει να είναι κι ευχαριστημένοι που επέζησαν…
     Οι συνέπειες είναι απρόβλεπτες, για τον Ντέηβιντ αλλά και για τον αναγνώστη. Η βία και η εκδικητικότητα εκ μέρους των ντόπιων απέναντι στου λευκούς εν γένει, και μάλιστα σε μια γυναίκα λεσβία που τολμά να θέλει να αφομοιωθεί με του ντόπιους αγρότες εξηγούν σε πρώτο επίπεδο την τυφλή βία (μιλούσε η ιστορία μέσω εκείνων. Μια ιστορία γεμάτη αδικίες). Το μέρος είναι επικίνδυνο, πρέπει να φύγουν, αποφαίνεται ο Ντέηβιντ, που υποφέρει που δεν μπόρεσε να βοηθήσει την κόρη του (το μυστικό της Λούσυ· η ατίμωσή του) όσο υποψιαζόταν κλειδωμένος στην τουαλέτα ότι εκείνη έπεφτε θύμα της αβάσταχτης φρίκης (ο βιασμός, ο θεός του χάους, του συνονθυλεύματος, ο βεβηλωτής της ιδιωτικότητας. Ο βιασμός μιας λεσβίας είναι χειρότερος από τον βιασμό μιας παρθένας· το πλήγμα είναι μεγαλύτερο). Ακόμα όμως πιο παράξενη είναι η κατοπινή σιωπή της, η αποστασιοποίησή της από τον πατέρα, και η άρνηση να καταγγείλει στην αστυνομία τον βιασμό. Απλώς, αποξενωμένη, ψυχρή και σιωπηλή, μαζεύει τις δυνάμεις της για να επιστρέψει στο αγρόκτημα και «να συνεχίσει όπως πριν».
     Ο συγγραφέας είναι μάστορας στο να μεταφέρει τα έντονα συγκρουσιακά συναισθήματα του ήρωα, μπροστά σ’αυτήν την «εξοργιστική» στάση της Λούσυ, να παραχωρήσει δηλαδή εντέλει στους βιαστές της το δικαίωμα να σκάνε στα γέλια σε βάρος της, να νιώθουν νικητές. Πρέπει να τονίσουμε ότι μία από τις αρετές του συγγραφέα είναι ότι δεν υπογραμμίζει τα συναισθήματα αυτά, δεν προβαίνει ως παντογνώστης αφηγητής (τριτοπρόσωπη είναι η αφήγηση) σε αναλύσεις κι επεξηγήσεις, αλλά οι μύχιες ψυχικές καταστάσεις συνεπάγονται από τη δράση και τους διαλόγους.
     Το αίσθημα λοιπόν της «disgrace» επιστρέφει τώρα με διαφορετική μορφή: νιώθει εξουθενωμένος, γερασμένος, ότι το ενδιαφέρον του για τον κόσμο αποστραγγίζεται από μέσα του σταγόνα τη σταγόνα. Νιώθει ντροπή, και η ατίμωση έχει κυριολεκτικότερο νόημα από ποτέ (αυτό πέτυχαν οι επισκέπτες τους, αυτό έκαναν σ’ εκείνη τη γεμάτη αυτοπεποίθηση σύγχρονη νέα γυναίκα/λένε ότι την έβαλαν στη θέση της, ότι της έδειξαν τον προορισμό των γυναικών).
     Ακόμα πιο περίπλοκη γίνεται η κατάσταση για τον Ντέηβιντ όταν καταλαβαίνει ότι η Λούσυ έμεινε έγκυος, και ότι δεν προτίθεται να διακόψει την εγκυμοσύνη (αυτό που μου συνέβη είναι εντελώς προσωπικό. Σε μια άλλη εποχή, σε ένα άλλο μέρος, θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς δημόσιο θέμα. Αλλά σε αυτό το μέρος, αυτή τη στιγμή, δεν είναι). Δεν μπορεί να καταλάβει την κόρη του, που από τη μια φοβάται, από την άλλη δεν αντιδρά, δεν καταγγέλλει, δεν φεύγει . Παράλληλα, έχουν εντοπιστεί οι βιαστές, ενώ το αγόρι που ήταν μαζί τους («για να μαθαίνει») αποκαλύπτεται ότι τριγυρνάει στα περίχωρα, και είναι συγγενής του Πέτρους.
     Ένα πρόσωπο-κλειδί είναι ο Πέτρους, που όχι μόνο από υπηρέτης έχει γίνει αφέντης (στην πραγματικότητα ο Πέτρους κάνει όλες τις δουλειές/όπως τον παλιό καιρό: baas en klaas, αφέντης και υπηρέτης. Με τη διαφορά ότι δεν θεωρεί αυτονόητο να δίνει διαταγές στον Πέτρους). Όχι, παρόλο που ο Πέτρους παίρνει μισθό, είναι περισσότερο γείτονας παρά υποτακτικός. Η στάση του Πέτρους απέναντι στην βία που υπέστησαν πατέρας και κόρη κάνει έξαλλο τον Ντέηβιντ: είναι νηφάλιος και ήρεμος, και μεθοδικά δουλεύει στο κτήμα έχοντας τον Ντέηβιντ για βοηθό, με απώτερο σκοπό να γίνει κι ο ίδιος ιδιοκτήτης. Ό δε μέγιστον, προστατεύει τον νεαρό βιαστή (προσπαθώ να διατηρήσω την ειρήνη).
     Η λύση που διαφαίνεται στον ορίζοντα καταρρακώνει ακόμα περισσότερο τον ήρωά μας: ο Πέτρους, που έχει ήδη δυο γυναίκες και παιδιά, προσφέρεται να παρέχει προστασία και στην Λούσυ με το παιδί της, και μόνο μ’ έναν τρόπο μπορεί να συμβεί αυτό: να την παντρευτεί (εδώ είναι επικίνδυνο, πολύ επικίνδυνο. Οι γυναίκες πρέπει να παντρεύονται), μια πρόταση που δεν απορρίπτει η Λούσυ (ο Πέτρους μπορεί να μην είναι σημαντικό πρόσωπο, αλλά είναι πολύ σημαντικός για κάποια τόσο ανίσχυρη όσο εγώ. Τουλάχιστον τον Πέτρους τον ξέρω). Ίσως είναι το «τίμημα», όπως λέει η ίδια, για να μπορέσει να μείνει στον τόπο που αγαπά (θεωρούν ότι τους οφείλω κάτι. Θεωρούν ότι εκείνοι εισπράττουν ένα χρέος, ότι είναι φοροεισπράκτορες). Ίσως είναι η πράξη ταπείνωσης μπροστά στην Ιστορία. Ωστόσο, η Λούσυ δηλώνει απερίφραστα ότι νιώθει σαν νεκρή, αλλά αν εγκαταλείψει τώρα το κτήμα, «θα φύγει ηττημένη και θα γεύεται την ήττα όλη της τη ζωή».
     Ηττημένος νιώθει κι ο Ντέηβιντ, ταπεινωμένος σε όλα τα επίπεδα… Η προσπάθειά του να επιστρέψει στο Κέιπ Τάουν ενδυνάμωσαν ακόμα περισσότερο αυτό το αίσθημα ξενότητας. Το σπίτι του είχε υποστεί επιδρομή και λεηλασία, δεν είχε απομείνει τίποτα. Το ίδιο και στο πρώην γραφείο του στο Πανεπιστήμιο, η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική. Συγκλονιστική είναι η σκηνή όπου ο Ντέηβιντ επισκέπτεται τον πατέρα της Μέλανι, αρχικά με αφοπλιστική ειλικρίνεια κι εξομολογητική διάθεση (ζω σ’ ένα καθεστώς ατίμωσης από το οποίο δεν θα είναι εύκολο να βγω και να σταθώ στα πόδια μου), και ζητά με τον δικό του, προσωπικό τρόπο, συγνώμη. Μια σκηνή που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη, γιατί δεν υπήρχε σ’ όλο το βιβλίο κανένα σημάδι ότι επεξεργάστηκε τη θέση της Μέλανι και των δικών της με ενσυναίσθηση.
     Κι όμως, φαίνεται ότι έχει πλήρη συνείδηση ότι η ατίμωση αυτή, δηλαδή η απογύμνωση από κάθε είδος κύρους, είναι συνέπεια της αρχικής αλαζονείας -της αλαζονείας του αρσενικού που νιώθει επιθυμία και πρέπει να την ικανοποιήσει. Επιστρέφοντας στο κτήμα της Λούσυ, είναι μεταλλαγμένος, μπαίνει στην «υπηρεσία» της Μπεβ αποκτώντας μια ιδιαίτερη σχέση με τα σκυλιά που οδηγούνται στην ευθανασία, και είναι αποφασισμένος για ένα νέο ξεκίνημα:
     Ίσως αυτό πρέπει να μάθω να αποδέχομαι. Να ξεκινώ απ’ το μηδέν. Χωρίς τίποτα. Χωρίς όπλα, χωρίς περιουσία, χωρίς δικαιώματα, χωρίς αξιοπρέπεια.
     «Σαν σκύλος».
     «Ναι, σαν σκύλος»
Χριστίνα Παπαγγελή