Πάει ο Μπιλ μου.
Είναι η πρώτη, απέριττη και συγκλονιστική πρόταση του κειμένου. Αυτή που διαποτίζει όλη την ύπαρξη, όλες τις αναμνήσεις κι όλες τις αφηγήσεις της ηλικιωμένης Ιρλανδέζας ηρωίδας του μυθιστορήματος. Και τα κεφάλαια τιτλοφορούνται ως εξής: πρώτη μέρα χωρίς τον Μπιλ, δεύτερη μέρα χωρίς τον Μπιλ κ.ο.κ.
Τι ήχο να κάνει μια ογδοντaεννιάχρονη καρδιά που ραγίζει; Μπορεί να μη διαταράσσει καν τη σιωπή, και το δίχως άλλο ως ήχος θα είναι αχνός πολύ.
Κι αυτή είναι η δεύτερη πρόταση.
Έτσι μπαίνουμε κατευθείαν στην καρδιά του εσωτερικού μονόλογου της υπερήλικης γυναίκας, που έχει μείνει μόνη και καταγράφει τη θυελλώδη της ζωή προσπαθώντας να αποδώσει ένα τελικό νόημα. Η εξιστόρηση απλώνεται θαρρείς σε ομόκεντρους κύκλους, κι έχει ως κέντρο/αφετηρία το πιο πρόσφατο σκάνδαλο, το σκάνδαλο του θανάτου του μοναδικού δικού της ανθρώπου, του εγγονού της Μπιλ, που αυτοκτονεί αναπάντεχα μετά τη συμμετοχή του στον πόλεμο του Κόλπου.
Τίποτ’ άλλο στον κόσμο δε θα μ’ έκανε να πιάσω το γράψιμο. Μ’ αρέσουν οι ιστορίες που λέει ο κόσμος, από στόμα σε στόμα- ή από την πάνω τρύπα, όπως το λέγαμε στην Ιρλανδία. Απλές ιστορίες, αυθόρμητες, αστείες. Όχι ψυχοπλανταγμένα παραμύθια της Ιστορίας.
Κι έχω χορτάσει Ιστορία όλη μου τη ζωή από τη ζωή μου την ίδια.
Η ταραγμένη ιστορία της Ιρλανδίας του 20ου αι. αφήνει τα αποτυπώματά της στις ζωές των ηρώων του Σεμπάστιαν Μπάρυ, όπως άλλωστε είδαμε και στα δυο άλλα του βιβλία, τη Μυστική γραφή (κι εδώ ηρωίδα είμαι μια υπερήλικη γυναίκα) αλλά και στο «Μακριά, πολύ μακριά». Η ιδιαιτερότητα της ιστορίας της Ιρλανδίας με την ιδιότυπη συμμετοχή της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (βλ. «Πασχαλινή εξέγερση» του 1916, που δίχασε τους Ιρλανδούς σ’ αυτούς που πολεμούσαν το γερμανικό ιμπεριαλισμό ως Βρετανοί στρατιώτες και σ’ αυτούς που πολεμούσαν στο πλευρό της Γερμανίας τον ιμπεριαλισμό των Βρετανών) ενέπνευσε τον συγγραφέα να δώσει οριακές ψυχικές καταστάσεις των πρωταγωνιστών του, που βιώσαν επώδυνα τις αντιφάσεις της ιστορίας. Έτσι, όπως κι ο Γουίλι στο «Μακριά, πολύ μακριά» και η Ροσίν στη «Μυστική γραφή», η ορφανή από μητέρα Λίλι Μπιρ ζει έντονη τη συναισθηματική σύγκρουση λόγω πολιτικών αντιθέσεων, στην τρυφερή -λόγω ορφάνιας- σχέση της με τον πατέρα της. Πρώτη φορά που καταλαβαίνει ότι ο πατέρας της έχει εχθρούς, τη μέρα που ο πατέρας χρίστηκε αστυνομικός διευθυντής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου.
Τίποτα δεν συγκρίνονταν με το αίσθημα που με πλημμύριζε στο θέαμα του πατέρα μου με την καινούρια του επίσημη στολή μέχρι που ο νους σκοντάφτει στην αλλόκοτη σκηνή που κάνει την ανάμνηση να ξινίζει, κι αναρωτιέμαι μέχρι σήμερα κατά πόσον είδα όντως αυτό που νόμισα πως είδα. Μέλη της νέας πολιτοφυλακής, άνθρωποι του ίδιου του Λάρκιν [1] αμαυρώνουν τον θρίαμβο του πατέρα αμολώντας μέσα στο καινούριο σπίτι του μιαν… αρκούδα.
… τον ίδιο τον Λάρκιν τον οποίο ο πατέρας μου είχε συλλάβει στην οδό Σάκβιλ πριν από χρόνια, τον καιρό των ταραχών και του σάλου που’ χε ξεσπάσει με τις ανταπεργίες στο Δουβλίνο. Και δε νομίζω, κι ας βρισκόταν πλέον στην κορφή της σταδιοδρομίας του, ότι ξέφυγε ποτέ στ’ αλήθεια από κείνη τη στιγμή, κι ούτε τα μάτια του καθάρισαν ποτέ απ’ την καινούρια σκόνη και τα κυνηγόσκυλα της λύπης.
Η Λίλι Μπιρ βιώνει επώδυνα τις ιδιοτροπίες της ιστορίας, όπως άλλωστε υπαγορεύει η ταραγμένη και ματωμένη πορεία της Ιρλανδίας. Ο πατέρας, υπάλληλος του «Στέμματος» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, την εποχή που φουντώνει ο ιρλανδικός αγώνας για ανεξαρτησία ("δεν θα απολογηθώ εκ μέρους του, αλλά ούτε θα τον απαρνηθώ, λέει τώρα η ογδονταεννιάχρονη Λίλη, που «στραγγίζει τα κατακάθια του παρελθόντος"). Ο αδερφός Γουίλι που, παιδί ακόμα, πέφτει θύμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου στο πλευρό των Βρετανών. Η πρώτη αγάπη της, ο Τατζ Μπιρ, φίλος και συμπολεμιστής του Γουίλι (τον είδε να σκοτώνεται), παρόλο που ο πατέρας του ήταν Εθελοντής, διορίζεται με τη βοήθεια του πατέρα της Λίλι του στην «βοηθητική αστυνομία» στους ονομαζόμενους «Μαύρους».
Ήταν περήφανος που δούλευε, κάνοντας κάτι συγγενικό με τη στρατιωτική του θητεία, κάτι που θα του επέτρεπε να υπηρετήσει την πατρίδα του. Ένιωθε πως έκανε ένα νέο ξεκίνημα. Δεν πίστευε σε καμιά νέα Ιρλανδία, αγαπούσε με κατάνυξη την παλιά. Το νέο σώμα είχε αξιοπρεπείς απολαβές, μα κατά τα’ άλλα είχε ελάχιστους πόρους και είχε οργανωθεί με υπερβολική βιασύνη. Ούτε στολές δεν είχαν καλά καλά, και το πρώτο διάστημα φορούσαν ό, τι περίσσευε από το στρατό και την αστυνομία, μισά- μισά, και τους είχε βγει το παρατσούκλι Μαύροι.
Η απερισκεψία αυτή αποδεικνύεται μοιραία, γιατί ο Τατζ καταδικάζεται σε θάνατο από τον ΙΡΑ, σε αντίποινα για το φόνο τεσσάρων παλληκαριών του ΙΡΑ∙ και η καταδίκη αφορά και τη Λίλι και «δεν έχει σημασία αν είναι αλήθεια ή ψέμα παιδί μου». Το αρραβωνιασμένο ζευγάρι φεύγει κρυφά για Αμερική, ενώ ακόμα καλά καλά δε γνωρίζονται (δε γνωρίζω μετά βεβαιότητος ποια ήταν η γνώμη μου για τον Τατζ ως εκείνο το βράδυ. Και είναι άσκοπο να μιλήσω γι αγάπη, γιατί αυτή δεν υπάρχει άνθρωπος που να την κατέχει απόλυτα. Τα νιάτα λεν τη λέξη σα να μην κρύβει μυστήριο κανένα, σαν κάτι το δεδομένο, όπως η καλόγρια που λέει «Θεός»).
Η ωρίμανση της σχέσης των δυο νέων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εφόσον είναι σχεδόν παιδιά όταν φτάνουν στην «Γη Χαναάν», και χωρίς έντονους ψυχικούς δεσμούς μεταξύ τους∙ άλλωστε, υπάρχει σιωπή γύρω από τα επίμαχα θέματα. Η ογδονταεννιάχρονη Λίλι αναπολεί την περίοδο εκείνη κι αποκαλύπτει πλούσια συναισθήματα κι έντονο λυρισμό, παρόλη την αθωότητα και την άγνοια (παραδέρναμε στην Αμερική- κυνηγημένοι ίσως, μολονότι ο Τατζ ισχυριζόταν με κάποια αισιοδοξία ότι είχαμε περάσει απαρατήρητοι, δεν ήμασταν πλέον ενωμένοι όπως πριν, μα παράδοξα χωρισμένοι απ’ την ίδια την απειλή της σαρκικής μας ένωσης).
Και παρακάτω, όταν πια προσαρμόστηκαν:
Ήταν πιο εύκολα τα πράγματα για μας εκεί, το δίχως άλλο, διότι δεν υπήρχε προϊστορία. Συνειδητοποιούσα λίγο λίγο ότι ως κόρη του πατέρα μου, ασυναίσθητα, είχα περάσει ως κοριτσάκι και αργότερα ως νέα κοπέλα μια κάποια τραγική ιστορία, όπου το κάθε τι προσέκρουε πάντα σε κάτι άλλο. όπου ο σεβασμός το πατέρα μου στον Βασιλιά προσέκρουε στο ότι ο πατέρας του Τατζ ήταν μέλος των Ιρλανδών Εθελοντών, όπου το φευγιό του Γουίλι στον πόλεμο προσέκρουε στον θάνατό του, όπου ακόμα και το Γουίκλοου προσέκρουε στη ζωή μας στο Δουβλίνο, και τα ρείκια που μας κουβαλούσαν με το λεωφορείο προσέκρουαν με το αναπόφευκτο μαύρισμά τους, με τα μικρά μαυρισμένα ανθάκια τους να λένε: ο καιρός έρχεται και παρέρχεται. Όπου το ίδιο το γεγονός της ζωής μου προσέκρουε στο γεγονός ότι η μητέρα μου είχε πεθάνει για να με φέρει σ’ αυτή τη ζωή.
Τα γεγονότα ωστόσο εξακολουθούν να πέφτουν σαν καταιγίδα στη ζωή της Λίλι, και οδηγούν σε μια διαρκή ερήμωση: ο Τατζ δολοφονείται μπροστά στα μάτια της από τους πολιτικούς διώκτες που γυρεύουν εκδίκηση, δίνοντας το σήμα κινδύνου και για τη δική της ζωή. Αγωνίζεται μόνη της, σε μια άγνωστη ήπειρο για την αξιοπρέπεια και την επιβίωση. Ο πατέρας του παιδιού της, ο Τζο Κίντερμαν εξαφανίζεται εγκαταλείποντάς την έγκυο. Ο Εντ, ο γιος της, ζωντανός- νεκρός μετά τη συμμετοχή του στον πόλεμο του Βιετνάμ, εξαφανίζεται και αποκαλύπτει, όταν πια η Λίλι είναι σε μεγάλη ηλικία, ότι δε μπορεί να μεγαλώσει το δικό του γιο, τον Μπιλ (το Βιετνάμ, που είχε αφήσει το γιο μου κούφιο απομεινάρι ανθρώπου, ήταν ένας πόλεμος παρατεταμένος και φαινομενικά ατέλειωτος, κι ακόμα κι όταν τέλειωσε, τέλειωσε με αυτό που λέμε ήττα (…) πόσο χειρότερο πρέπει να ήταν για τα παιδιά του Βιετνάμ, που’ χαν περάσει αδιάκοπες σφαγές και συντριβές, μόνο και μόνο για να τους περιφρονούν και να τους παραγκωνίζουν στην ίδια τους την πατρίδα. Αυτό τον έστειλε στα βουνά τον Εντ, εν μέρει τουλάχιστον. Είμαι σίγουρη).
Εγκαταλείψεις και συναντήσεις γεμάτες φόρτιση, αγάπη, ομορφιά και αντιφάσεις. Όταν π.χ. ξανασυναντά μετά από χρόνια τον Τζο, τυχαία στο δρόμο, η ένταση κορυφώνεται. Τα ανάμεικτα συναισθήματα της Λίλι δεν την εμποδίζουν να παρατηρήσουν τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά του, τα εξωφρενικά όμορφα χέρια του. Τέτοιου είδους εντάσεις και απρόοπτα συνεχίζονται μέχρι το σήμερα (που η υπερήλικη γυναίκα γράφει τις αναμνήσεις της), οπότε στο πρόσωπο του έμπιστου γείτονα αποκαλύπτεται ο… δολοφόνος του Τατζ!
Η πλοκή μπορεί να φαίνεται υπερβολική, με πολλές συμπτώσεις και ανατροπές αλλά ο συγγραφέας για άλλη μια φορά χειρίζεται με μεγάλη επιδεξιότητα την ένταση των συγκινήσεων. Άλλωστε, η γραφή (τόσο της Λίλι όσο και του συγγραφέα) επικεντρώνεται στον τρόπο πρόσληψης των γεγονότων κι όχι στα γεγονότα αυτά καθαυτά. Οι άνθρωποι που αγάπησε και μίσησε παίρνουν τη θέση τους σιγά σιγά μέσα στην παραιτημένη ψυχή, ωριμάζουν δίνοντας μια νέα γαλήνη.
Και το σκοτάδι ήταν τόσο σκοτεινό που’ μοιαζε με φως, μολονότι δεν ήταν, ήταν ένα σκότος καθ’ όλα κατανοητό, ήταν το μέσα των πραγμάτων(…)
Είναι η πρώτη, απέριττη και συγκλονιστική πρόταση του κειμένου. Αυτή που διαποτίζει όλη την ύπαρξη, όλες τις αναμνήσεις κι όλες τις αφηγήσεις της ηλικιωμένης Ιρλανδέζας ηρωίδας του μυθιστορήματος. Και τα κεφάλαια τιτλοφορούνται ως εξής: πρώτη μέρα χωρίς τον Μπιλ, δεύτερη μέρα χωρίς τον Μπιλ κ.ο.κ.
Τι ήχο να κάνει μια ογδοντaεννιάχρονη καρδιά που ραγίζει; Μπορεί να μη διαταράσσει καν τη σιωπή, και το δίχως άλλο ως ήχος θα είναι αχνός πολύ.
Κι αυτή είναι η δεύτερη πρόταση.
Έτσι μπαίνουμε κατευθείαν στην καρδιά του εσωτερικού μονόλογου της υπερήλικης γυναίκας, που έχει μείνει μόνη και καταγράφει τη θυελλώδη της ζωή προσπαθώντας να αποδώσει ένα τελικό νόημα. Η εξιστόρηση απλώνεται θαρρείς σε ομόκεντρους κύκλους, κι έχει ως κέντρο/αφετηρία το πιο πρόσφατο σκάνδαλο, το σκάνδαλο του θανάτου του μοναδικού δικού της ανθρώπου, του εγγονού της Μπιλ, που αυτοκτονεί αναπάντεχα μετά τη συμμετοχή του στον πόλεμο του Κόλπου.
Τίποτ’ άλλο στον κόσμο δε θα μ’ έκανε να πιάσω το γράψιμο. Μ’ αρέσουν οι ιστορίες που λέει ο κόσμος, από στόμα σε στόμα- ή από την πάνω τρύπα, όπως το λέγαμε στην Ιρλανδία. Απλές ιστορίες, αυθόρμητες, αστείες. Όχι ψυχοπλανταγμένα παραμύθια της Ιστορίας.
Κι έχω χορτάσει Ιστορία όλη μου τη ζωή από τη ζωή μου την ίδια.
Η ταραγμένη ιστορία της Ιρλανδίας του 20ου αι. αφήνει τα αποτυπώματά της στις ζωές των ηρώων του Σεμπάστιαν Μπάρυ, όπως άλλωστε είδαμε και στα δυο άλλα του βιβλία, τη Μυστική γραφή (κι εδώ ηρωίδα είμαι μια υπερήλικη γυναίκα) αλλά και στο «Μακριά, πολύ μακριά». Η ιδιαιτερότητα της ιστορίας της Ιρλανδίας με την ιδιότυπη συμμετοχή της στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (βλ. «Πασχαλινή εξέγερση» του 1916, που δίχασε τους Ιρλανδούς σ’ αυτούς που πολεμούσαν το γερμανικό ιμπεριαλισμό ως Βρετανοί στρατιώτες και σ’ αυτούς που πολεμούσαν στο πλευρό της Γερμανίας τον ιμπεριαλισμό των Βρετανών) ενέπνευσε τον συγγραφέα να δώσει οριακές ψυχικές καταστάσεις των πρωταγωνιστών του, που βιώσαν επώδυνα τις αντιφάσεις της ιστορίας. Έτσι, όπως κι ο Γουίλι στο «Μακριά, πολύ μακριά» και η Ροσίν στη «Μυστική γραφή», η ορφανή από μητέρα Λίλι Μπιρ ζει έντονη τη συναισθηματική σύγκρουση λόγω πολιτικών αντιθέσεων, στην τρυφερή -λόγω ορφάνιας- σχέση της με τον πατέρα της. Πρώτη φορά που καταλαβαίνει ότι ο πατέρας της έχει εχθρούς, τη μέρα που ο πατέρας χρίστηκε αστυνομικός διευθυντής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου.
Τίποτα δεν συγκρίνονταν με το αίσθημα που με πλημμύριζε στο θέαμα του πατέρα μου με την καινούρια του επίσημη στολή μέχρι που ο νους σκοντάφτει στην αλλόκοτη σκηνή που κάνει την ανάμνηση να ξινίζει, κι αναρωτιέμαι μέχρι σήμερα κατά πόσον είδα όντως αυτό που νόμισα πως είδα. Μέλη της νέας πολιτοφυλακής, άνθρωποι του ίδιου του Λάρκιν [1] αμαυρώνουν τον θρίαμβο του πατέρα αμολώντας μέσα στο καινούριο σπίτι του μιαν… αρκούδα.
… τον ίδιο τον Λάρκιν τον οποίο ο πατέρας μου είχε συλλάβει στην οδό Σάκβιλ πριν από χρόνια, τον καιρό των ταραχών και του σάλου που’ χε ξεσπάσει με τις ανταπεργίες στο Δουβλίνο. Και δε νομίζω, κι ας βρισκόταν πλέον στην κορφή της σταδιοδρομίας του, ότι ξέφυγε ποτέ στ’ αλήθεια από κείνη τη στιγμή, κι ούτε τα μάτια του καθάρισαν ποτέ απ’ την καινούρια σκόνη και τα κυνηγόσκυλα της λύπης.
Η Λίλι Μπιρ βιώνει επώδυνα τις ιδιοτροπίες της ιστορίας, όπως άλλωστε υπαγορεύει η ταραγμένη και ματωμένη πορεία της Ιρλανδίας. Ο πατέρας, υπάλληλος του «Στέμματος» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, την εποχή που φουντώνει ο ιρλανδικός αγώνας για ανεξαρτησία ("δεν θα απολογηθώ εκ μέρους του, αλλά ούτε θα τον απαρνηθώ, λέει τώρα η ογδονταεννιάχρονη Λίλη, που «στραγγίζει τα κατακάθια του παρελθόντος"). Ο αδερφός Γουίλι που, παιδί ακόμα, πέφτει θύμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου στο πλευρό των Βρετανών. Η πρώτη αγάπη της, ο Τατζ Μπιρ, φίλος και συμπολεμιστής του Γουίλι (τον είδε να σκοτώνεται), παρόλο που ο πατέρας του ήταν Εθελοντής, διορίζεται με τη βοήθεια του πατέρα της Λίλι του στην «βοηθητική αστυνομία» στους ονομαζόμενους «Μαύρους».
Ήταν περήφανος που δούλευε, κάνοντας κάτι συγγενικό με τη στρατιωτική του θητεία, κάτι που θα του επέτρεπε να υπηρετήσει την πατρίδα του. Ένιωθε πως έκανε ένα νέο ξεκίνημα. Δεν πίστευε σε καμιά νέα Ιρλανδία, αγαπούσε με κατάνυξη την παλιά. Το νέο σώμα είχε αξιοπρεπείς απολαβές, μα κατά τα’ άλλα είχε ελάχιστους πόρους και είχε οργανωθεί με υπερβολική βιασύνη. Ούτε στολές δεν είχαν καλά καλά, και το πρώτο διάστημα φορούσαν ό, τι περίσσευε από το στρατό και την αστυνομία, μισά- μισά, και τους είχε βγει το παρατσούκλι Μαύροι.
Η απερισκεψία αυτή αποδεικνύεται μοιραία, γιατί ο Τατζ καταδικάζεται σε θάνατο από τον ΙΡΑ, σε αντίποινα για το φόνο τεσσάρων παλληκαριών του ΙΡΑ∙ και η καταδίκη αφορά και τη Λίλι και «δεν έχει σημασία αν είναι αλήθεια ή ψέμα παιδί μου». Το αρραβωνιασμένο ζευγάρι φεύγει κρυφά για Αμερική, ενώ ακόμα καλά καλά δε γνωρίζονται (δε γνωρίζω μετά βεβαιότητος ποια ήταν η γνώμη μου για τον Τατζ ως εκείνο το βράδυ. Και είναι άσκοπο να μιλήσω γι αγάπη, γιατί αυτή δεν υπάρχει άνθρωπος που να την κατέχει απόλυτα. Τα νιάτα λεν τη λέξη σα να μην κρύβει μυστήριο κανένα, σαν κάτι το δεδομένο, όπως η καλόγρια που λέει «Θεός»).
Η ωρίμανση της σχέσης των δυο νέων έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εφόσον είναι σχεδόν παιδιά όταν φτάνουν στην «Γη Χαναάν», και χωρίς έντονους ψυχικούς δεσμούς μεταξύ τους∙ άλλωστε, υπάρχει σιωπή γύρω από τα επίμαχα θέματα. Η ογδονταεννιάχρονη Λίλι αναπολεί την περίοδο εκείνη κι αποκαλύπτει πλούσια συναισθήματα κι έντονο λυρισμό, παρόλη την αθωότητα και την άγνοια (παραδέρναμε στην Αμερική- κυνηγημένοι ίσως, μολονότι ο Τατζ ισχυριζόταν με κάποια αισιοδοξία ότι είχαμε περάσει απαρατήρητοι, δεν ήμασταν πλέον ενωμένοι όπως πριν, μα παράδοξα χωρισμένοι απ’ την ίδια την απειλή της σαρκικής μας ένωσης).
Και παρακάτω, όταν πια προσαρμόστηκαν:
Ήταν πιο εύκολα τα πράγματα για μας εκεί, το δίχως άλλο, διότι δεν υπήρχε προϊστορία. Συνειδητοποιούσα λίγο λίγο ότι ως κόρη του πατέρα μου, ασυναίσθητα, είχα περάσει ως κοριτσάκι και αργότερα ως νέα κοπέλα μια κάποια τραγική ιστορία, όπου το κάθε τι προσέκρουε πάντα σε κάτι άλλο. όπου ο σεβασμός το πατέρα μου στον Βασιλιά προσέκρουε στο ότι ο πατέρας του Τατζ ήταν μέλος των Ιρλανδών Εθελοντών, όπου το φευγιό του Γουίλι στον πόλεμο προσέκρουε στον θάνατό του, όπου ακόμα και το Γουίκλοου προσέκρουε στη ζωή μας στο Δουβλίνο, και τα ρείκια που μας κουβαλούσαν με το λεωφορείο προσέκρουαν με το αναπόφευκτο μαύρισμά τους, με τα μικρά μαυρισμένα ανθάκια τους να λένε: ο καιρός έρχεται και παρέρχεται. Όπου το ίδιο το γεγονός της ζωής μου προσέκρουε στο γεγονός ότι η μητέρα μου είχε πεθάνει για να με φέρει σ’ αυτή τη ζωή.
Τα γεγονότα ωστόσο εξακολουθούν να πέφτουν σαν καταιγίδα στη ζωή της Λίλι, και οδηγούν σε μια διαρκή ερήμωση: ο Τατζ δολοφονείται μπροστά στα μάτια της από τους πολιτικούς διώκτες που γυρεύουν εκδίκηση, δίνοντας το σήμα κινδύνου και για τη δική της ζωή. Αγωνίζεται μόνη της, σε μια άγνωστη ήπειρο για την αξιοπρέπεια και την επιβίωση. Ο πατέρας του παιδιού της, ο Τζο Κίντερμαν εξαφανίζεται εγκαταλείποντάς την έγκυο. Ο Εντ, ο γιος της, ζωντανός- νεκρός μετά τη συμμετοχή του στον πόλεμο του Βιετνάμ, εξαφανίζεται και αποκαλύπτει, όταν πια η Λίλι είναι σε μεγάλη ηλικία, ότι δε μπορεί να μεγαλώσει το δικό του γιο, τον Μπιλ (το Βιετνάμ, που είχε αφήσει το γιο μου κούφιο απομεινάρι ανθρώπου, ήταν ένας πόλεμος παρατεταμένος και φαινομενικά ατέλειωτος, κι ακόμα κι όταν τέλειωσε, τέλειωσε με αυτό που λέμε ήττα (…) πόσο χειρότερο πρέπει να ήταν για τα παιδιά του Βιετνάμ, που’ χαν περάσει αδιάκοπες σφαγές και συντριβές, μόνο και μόνο για να τους περιφρονούν και να τους παραγκωνίζουν στην ίδια τους την πατρίδα. Αυτό τον έστειλε στα βουνά τον Εντ, εν μέρει τουλάχιστον. Είμαι σίγουρη).
Εγκαταλείψεις και συναντήσεις γεμάτες φόρτιση, αγάπη, ομορφιά και αντιφάσεις. Όταν π.χ. ξανασυναντά μετά από χρόνια τον Τζο, τυχαία στο δρόμο, η ένταση κορυφώνεται. Τα ανάμεικτα συναισθήματα της Λίλι δεν την εμποδίζουν να παρατηρήσουν τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά του, τα εξωφρενικά όμορφα χέρια του. Τέτοιου είδους εντάσεις και απρόοπτα συνεχίζονται μέχρι το σήμερα (που η υπερήλικη γυναίκα γράφει τις αναμνήσεις της), οπότε στο πρόσωπο του έμπιστου γείτονα αποκαλύπτεται ο… δολοφόνος του Τατζ!
Η πλοκή μπορεί να φαίνεται υπερβολική, με πολλές συμπτώσεις και ανατροπές αλλά ο συγγραφέας για άλλη μια φορά χειρίζεται με μεγάλη επιδεξιότητα την ένταση των συγκινήσεων. Άλλωστε, η γραφή (τόσο της Λίλι όσο και του συγγραφέα) επικεντρώνεται στον τρόπο πρόσληψης των γεγονότων κι όχι στα γεγονότα αυτά καθαυτά. Οι άνθρωποι που αγάπησε και μίσησε παίρνουν τη θέση τους σιγά σιγά μέσα στην παραιτημένη ψυχή, ωριμάζουν δίνοντας μια νέα γαλήνη.
Και το σκοτάδι ήταν τόσο σκοτεινό που’ μοιαζε με φως, μολονότι δεν ήταν, ήταν ένα σκότος καθ’ όλα κατανοητό, ήταν το μέσα των πραγμάτων(…)
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Στις 26 Αυγούστου 1913 ξεκίνησε η μεγαλύτερη απεργία στην ιστορία της Ιρλανδίας, που διήρκεσε μαζί με την ανταπεργία των εργοδοτών έως τις 18 Ιανουαρίου 1914. Της απεργιακής κινητοποίησης ηγούνταν οι τραμβαγιέρηδες, με επικεφαλής τον συνδικαλιστικό θρύλο της Ιρλανδίας Τζέιμς Λάρκιν. Την Κυριακή 31 Αυγούστου σε μία από τις διαδηλώσεις τους στην οδό Σάκβιλ του Δουβλίνου (σήμερα οδός Ο' Ντόνελ) χτυπήθηκαν βάναυσα από την αστυνομία, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο απεργοί και να τραυματισθούν εκατοντάδες. Η ανταπεργία (λοκάουτ) των εργοδοτών προκάλεσε δυσεπίλυτα προβλήματα στους εργαζομένους, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την απεργία και να επιστρέψουν στις δουλειές τους στις 18 Ιανουαρίου 1914
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου