Ίσως η πραγματικότητα να μην είναι παρά ομαδική παραίσθηση
«Νέα Αποικία», «Κοινοπραξία των 75», πολύτιμο… βιολετί αλάτι, Πορφυρά Άστρα… είναι κάποιοι βασικοί όροι που οδηγούν τον αναγνώστη στη δυστοπική χώρα του «αλλόκοτου» αυτού μυθιστορήματος, -όπως το χαρακτηρίζει η Guardian- που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε φαντασίας, αλλά σίγουρα όχι επιστημονικής (δεν έχει φερειπείν διαστημόπλοια, υψηλή τεχνολογία κλπ). Όπως ισχυρίζεται η ίδια η συγγραφέας, που του αποδίδει τον χαρακτηρισμό «υπερβατικός ρεαλισμός», στη σφαίρα της φαντασίας/υπέρβασης ανήκει μία αρχική/βασική συνθήκη γύρω από την οποία περιστρέφονται όλες οι αλλαγές στις ανθρώπινες σχέσεις, που, υποθετικά, έρχονται ως αναγκαστική συνέπεια, με βάση την υπάρχουσα ανθρώπινη ψυχολογία (κι εδώ έχουμε το ρεαλιστικό στοιχείο). Παρόλο που ο αγαπημένος μου συγγραφέας Ζοζέ Σαραμάγκου κατά κανόνα ακολουθεί αυτήν την τεχνοτροπία (βλ. π.χ. Περί τυφλότητος) προσωπικά είμαι επιφυλακτική στα έργα φαντασίας, κι έτσι, με απροθυμία ξεκίνησα το βιβλίο/επιλογή της Λέσχης ανάγνωσης Δράμας, κρατώντας σημειώσεις για να θυμάμαι τα ανεξήγητα και «αυθαίρετα» στοιχεία της δυστοπικής χώρας στην οποία μας ξεναγεί η συγγραφέας. Γρήγορα η αρχική μου δυσφορία έγινε ενθουσιασμός, και λόγω της υπόθεσης αλλά κυρίως λόγω της απολαυστικής, σχεδόν καρναβαλικής γραφής. Παράλληλα, η ψυχογράφηση του ανθρώπου που στέκεται απέναντι σε μια άτεγκτη εξουσία κερδίζει το ενδιαφέρον και ξυπνά τον προβληματισμό για τα όρια και τη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής. Σ’ αυτό συντελεί και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση των επιστολών, που οδηγεί σ’ ένα είδος «ταύτισης» (ο επιστολογράφος δεν είναι επαγγελματίας συγγραφέας, δεν ξέρει να συγκρατείται και καταλήγει πάντα να αποκαλύπτει περισσότερα απ’ όσα είχε αρχικά αποφασίσει).
Η «αυθαίρετη», εξωτερική συνθήκη που ανήκει στη σφαίρα του φανταστικού είναι η εξής: μια τεράστια γεωλογική μεταβολή, ένα πελώριο ρήγμα στο σημείο όπου παλιά ήταν η «Νεκρά θάλασσα», δημιούργησε ένα υπερφυσικό κύμα σαν ιπτάμενο χαλί βυθίζοντας Ισραήλ, Αίγυπτο, Τουρκία και όλη την Ευρώπη μέχρι… το Παρίσι στο νερό, πνίγοντας αργά αργά εκατομμύρια ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να διαφύγουν, και αλλάζοντας τελείως τη γεωγραφική κατάτμηση των τριών ηπείρων. Από την περιοχή του ρήγματος άρχισε να αναβλύζει ένα σπάνιο, εύθραυστο αλλά πολύτιμο υλικό, το βιολετί αλάτι, που αμέσως γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την εξουσία. Η ανώτερη αυτή υπερσυγκεντρωτική εξουσία (η απλοϊκότητα του απόλυτου συγκεντρωτισμού είναι ακριβώς η ιδιοφυΐα του), η «Κοινοπραξία των εβδομήντα πέντε», εδρεύει στο Παρίσι που έχει γίνει πια λιμάνι και ανώτερο διοικητικό κέντρο, ενώ στην περιοχή του ρήγματος ιδρύεται η απρόσιτη από τον πολύ κόσμο «Αποικία», που βρίσκεται «τρεις βδομάδες πίσω από την επικαιρότητα», χωρίς επικοινωνία και συγκοινωνία εφόσον είναι προσβάσιμη μόνο με πολύ δυσκίνητα καράβια. Εκεί εργάτες (αλατωρύχοι και λιμενεργάτες) και διοικητικό προσωπικό δουλεύουν αγόγγυστα και ακατάπαυστα, μέσα σε κανόνες σκληρούς και απαράβατους, για να αντεπεξέλθουν στις συνθήκες διαβίωσης που είναι ανελέητες (δεν επιβιώνει κανένα φυτό ή ζώο, υπάρχει απίστευτη υγρασία, δύσπνοια, αναθυμιάσεις, νερό με υπερβολική άνωση), με σκοπό να εξορύξουν, συντηρήσουν και μεταφέρουν με ασφάλεια το νέο αυτό «χρήμα». Εάν οι κάτοικοι δεν πάρουν το χάπι που χορηγεί το Υγειονομείο, κινδυνεύουν να βλαφτούν από το «μοβ σύννεφο» των αλυκών, ιδιαίτερα όταν φυσάει ανατολικός άνεμος. Το νερό, πόσιμο και για πλύσιμο, το ιχθυέλαιο (η μόνη νόμιμη πηγή ενέργειας), τα φρούτα κλπ δίνονται με δελτίο διανομής. Η Αποικία ή μάλλον η «επιχείρηση» (είναι υπάλληλοι κε Μπουκ, όχι άποικοι, είναι έμμισθοι υπάλληλοι της Κοινοπραξίας) εξυπηρετείται και από τους ατίθασους ποδηλάτες (αποδεικνύονται συστηματικά αμελείς στη λήψη του χαπιού/παρήγορα τυφλοί, κουφοί και αδιάφοροι απέναντι σε όσους συμβαίνει γύρω τους) ενώ οι μεγάλοι εχθροί, που κλέβουν το αλάτι και αντέχουν τις συνθήκες της ερήμου είναι οι «μαμελούκοι του Σουέζ».
Η αφήγηση προχωράει με επιστολές έξι αξιωματούχων που υπηρετούν τον απόλυτο άρχοντα της Αποικίας, τον Κυβερνήτη Βερά, του οποίου ο λόγος είναι νόμος, και που παίρνει εντολές από ένα μυστηριώδες «πράσινο κουτί» που πηγαινοέρχεται στο Παρίσι με απόλυτη μυστικότητα κάθε τρεις βδομάδες. Παράλληλα, κάθε τόσο μεταφέρεται ο αναγνώστης (με απρόσωπη αφήγηση) στο Παρίσι, όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ο απλός πολίτης Φιλέας Μπουκ καταγόμενος από τη Ν. Γαλλία, που με την καταστροφή έχασε τους δικούς του αλλά εκείνος σώθηκε γιατί έτυχε να βρίσκεται στην Ιρλανδία. Έχοντας αρχικά ισχυρό κίνητρο να ψάχνει τις επιστολές, «αυτές τις κάψουλες συσσωρευμένης μνήμης» (οι επιστολές, εν αγνοία των συντακτών, απορρόφησαν ολόκληρο τον κόσμο που χάθηκε, μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια), αναπτύσσει ένα σπάνιο είδος διαίσθησης, μήπως διακρίνει κάποιο κρυφό μήνυμα από τους δικούς του (αφουγκράζομαι πίσω από το θέμα, το νόημα, τις λέξεις ή την πρόθεση, το πώς βοά και παφλάζει ένας μελωδικός και πολύχρωμος ποταμός/αυτόν τον παφλασμό αποκωδικοποιώ). Καθώς η έρευνα αυτή του γίνεται εμμονή, επινοεί ένα τύπο «σταυρολέξου» με ερωτήματα, που λέγεται «επιστολόλεξο» και που γίνεται πολύ αγαπητό και δημοφιλές στο περιοδικό «Times» όπου δημοσιεύεται. Οι έξι αξιωματούχοι, όλοι με σκοτεινό παρελθόν πριν την Υπερχείλιση, είναι αυτοί που φοράνε το «Πορφυρό Άστρο», διακριτικό που τους δίνει κάποια προνόμια σε σχέση με τους εργάτες κι έχουν πολύ συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Έξι φιλόδοξα καθάρματα, διεφθαρμένα και αδίστακτα –ιδανικές επιλογές για αυλικοί του Κυβερνήτη, έχουν διαφορετικό όνομα ως άποικοι αλλά για λόγους πρακτικούς θα τους αναφέρω εδώ με το παλιό τους όνομα: είναι ο δικαστής Μπατώ (ισπανικής καταγωγής), ο φρούραρχος Ντρέικ (τουρκικής καταγωγής), ο γιατρός Φαμπρίτσιο (ιταλικής καταγωγής), ο ιερέας Μοντενέγκρο (Βαλκάνιος) και η Βρετανή Ρεγγίνα. Αρμοδιότητες αλλά χωρίς πορφυρό άστρο έχει και ο «ιδιαίτερος γραμματέας» Σικουάν, από τη Μασσαλία, ενώ παρακολουθούμε έμμεσα (δεν γράφει επιστολές) και την πορεία της κόρης του Μπατώ, την Λευκή, που είναι το μόνο πλάσμα που γεννήθηκε στην αποικία, με χαρακτηριστικές ιδιαιτερότητες και με απόκοσμη εμφάνιση (λευκό δέρμα, μάτια χωρίς κόρες). Η Λευκή τελεί χρέη καμαριέρας της Ρεγγίνας.
Καθώς ξεδιπλώνουν με τις επιστολές τους ο καθένας τις έγνοιες του, το παρελθόν του και τα κρυφά του πάθη, βλέπουμε όχι μόνο τις πολύ ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής στην «Αποικία» αλλά και τη γραμμική εξέλιξη μιας ιστορίας γεμάτης ανατροπές (ελπίζω η επιστολή μου να φωτίσει τα σκοτεινά και ανεξήγητα γεγονότα που συνέβησαν στην Αποικία τις τελευταίες δεκαπέντε ημέρες και μ’ έκαναν ν’ αμφιβάλλω ακόμα και για την ύπαρξη του θεού), έντονα συναισθήματα και συγκρούσεις -εσωτερικές και εξωτερικές-, που αναστατώνουν την φαινομενική ρουτίνα και ηρεμία.
Αυτό είναι το πλαίσιο, και δεν θα έλεγε κανείς ότι είναι τρομερά ελκυστικό για κάποιον που δεν του αρέσουν τα έργα φαντασίας… ΟΜΩΣ:
Όταν πια ο διστακτικός αναγνώστης, δηλαδή εγώ, ξεμπερδέψει με τις εξωτερικές συμβάσεις που δημιουργούν απορίες και όταν φτιάξει έναν πίνακα στοιχειώδους κατανόησης, ξεκινά ένα απολαυστικό ταξίδι που απευθύνεται και στην καρδιά και στο μυαλό. Με μια λεπτή σάτιρα που γίνεται πολλές φορές κωμικοτραγική σε βαθμό παρωδίας, σε μεστό ύφος όπου ξεχειλίζουν τα συναισθήματα (συνήθως έκπληξης, καχυποψίας, φόβου που αγγίζει τον πανικό, αλλά και αναστοχασμού) παρακολουθούμε, σε μια ατμοσφαιρα μυστηρίου, έξι ανθρώπους να εξομολογούνται τις πιο μύχιες σκέψεις και τις ψυχικές διακυμάνσεις τους, ενώ παράλληλα το ένστικτο της επιβίωσης τούς καλλιεργεί μια απίστευτη παρατηρητικότητα που αποβαίνει διασκεδαστική.
Γιατί συμβαίνουν συνέχεια απρόοπτα που διαταράσσουν τη μέχρι τώρα ρουτίνα, που ανατρέπουν και αναδιαμορφώνουν τις μέχρι τώρα σχέσεις τους (που δεν ήταν και οι καλύτερες) και οι αισθήσεις των έξι πρωταγωνιστών φτάνουν στο κόκκινο, προκειμένου να επιπλεύσουν. Πρώτη πρόκληση, η εμφάνιση του μυστηριώδους «αγοριού» με το κόκκινο πουκάμισο και το χρυσό σκουλαρίκι. Στη συνέχεια, ο περίεργος θάνατος του Κυβερνήτη που δημιουργεί απίστευτη αμηχανία και άγχος (είχαμε μόλις συνειδητοποιήσει ότι η -«βιολετί»- κόλαση που ζούσαμε υπηρετώντας τον ήταν τελικά γλυκιά κι ευχάριστη, σε σύγκριση με το τρομαχτικό χάος που δημιουργούσε η απουσία του)∙ η δυσκολία να εξαφανίσουν το πτώμα (τραγέλαφος)∙ οι ξεκαρδιστικές προσπάθειες να ανοίξουν το πράσινο κουτί∙ η αιφνιδιαστική εμφάνιση του νέου Κυβερνήτη και το μπάχαλο που επακολούθησε (νέος τραγέλαφος απονενοημένων αντιδράσεων)∙ η επερχόμενη αλλοίωση των χαρακτήρων και αλλαγή των συσχετισμών (το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει κάθε πειραματόζωο: αδυνατεί το ίδιο να μελετήσει εκείνους που το μελετούν)∙ η εμφάνιση του Μαύρου Καραβιού που δεν ξέρουν αν ήταν παραίσθηση (εμένα πάλι θα μου έστριβε αν δεχόμουν ότι βίωσα ομαδική παραίσθηση με πέντε ανθρώπους), και τέλος η παράλογη εντολή να μεταφέρουν το αλάτι στην επικίνδυνη έρημο… Όλα αυτά επαυξάνουν τη σύγχυση και αποδιοργανώνουν τελείως τους ήρωες, αναζητούν απεγνωσμένα τον… εαυτό τους, ενώ στον αναγνώστη, πέρα από την αναγνωστική απόλαυση χαρίζουν και την αγωνία που έχουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα ή έστω οι ιστορίες μυστηρίου: τι συμβαίνει στην πραγματικότητα τέλος πάντων, τι είδε εντέλει η γυναίκα του Λωτ (τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα τα έχουμε δει να μετακινούνται τόσες φορές τις τελευταίες μέρες, που έχω αρχίσει να πιστεύω ότι ίσως και να μην υπάρχουν).
Η λύση όλου αυτού του κουβαριού και η επερχόμενη «κάθαρση» είναι έξυπνη, αξιοπρεπής και όλα τα ερωτήματα που μοιάζουν αναπάντητα ξαφνικά φωτίζονται, αλλά για τα δικά μου -ακαλλιέργητα στα έργα φαντασίας- κριτήρια, η τελική έκβαση είναι αρκετά τραβηγμένη. Ωστόσο, όπως είπαμε παραπάνω, ο αναγνώστης απολαμβάνει σκηνές από κωμικές ως τραγελαφικές, που ενσαρκώνουν την ανθρώπινη ψυχολογία σε έκτακτες καταστάσεις πανικού και ανάγκης επιβίωσης, απολαμβάνει καυστικά σχόλια για τη σχέση ανθρώπου-εξουσίας ή και θρησκείας/εκκλησίας, ενώ η τελική λύση αφήνει ελπίδα για το ανθρώπινο είδος και τη δύναμη της συλλογικής δράσης.
Στον διαφορετικό, δυστοπικό και ενδεχόμενο αυτόν κόσμο που περιγράφεται, το φλεγόμενο/βιολετί αλάτι αποκτά μια υπερφυσική σημασία (η ενοχή της γνώσης, το αλάτι της τιμωρίας/σάμπως το αλάτι να είναι το τίμημα της γνώσης) που χρήζει σημειολογικής ανάλυσης. Ασύμβατο με κάθε μορφή ζωής αλλά συμβατό με τον ανθρώπινο οργανισμό, ιδιότροπο, ευπαθές στον ηλεκτρισμό, στη ραδιενεργή ακτινοβολία, στα δηλητήρια των καυσίμων. Όλη η διαβίωση οργανώνεται για να μη χάσει τις πολύτιμες ιδιότητές του αυτό το σπάνιο υλικό, παραγκωνίζοντας τις απλές ανθρώπινες ανάγκες, τις αξίες, κι εντέλει την ανθρώπινη ζωή, την ανθρώπινη ελευθερία (το πρώτο πράγμα που κάνει η δημοκρατία, όταν απειλείται η ασφάλεια, είναι να καταλύει τα ατομικά δικαιώματα και να περιορίζει τις ελευθερίες). Αλλά και ο μύθος των "αμαρτωλών" Σόδομων και Γόμορων (των «Δίδυμων Πόλεων») όπως επανεμφανίζεται σε διάφορες μορφές μέσα στο βιβλίο (υπάρχει αντίστοιχος μύθος και στην Τορά, και στο Κοράνι), αποκτά μια συμβολική σημασία:
...ίσως τα Σόδομα δεν είναι μύθος. Ίσως να υπάρχει το έσχατο βασίλειο με τη μορφή εσωτερικού ορίου, που όταν το περάσεις δεν συμβαίνει κάτι τρομερό ή υπερφυσικό, απλώς στεγνώνει η ζωή σου σαν έρημος.
Και η γυναίκα του Λωτ;
Υπάρχει η «γυναίκα του Λωτ» στο μυθιστόρημα, είναι ο άνθρωπος που καταφέρνει και λύνει τον γρίφο:
Ένα έγκλημα τιμής απέναντι στου Εβδομηνταπέντε χρειάζεται τουλάχιστον έναν αυτόπτη μάρτυρα για να νομιμοποιηθεί, να μην αφήνει αμφιβολίες ότι πραγματοποιήθηκε. Χρειάζεται μια γυναίκα του Λωτ, που θα στρέψει την κρίσιμη στιγμή το κεφάλι για να βεβαιωθεί ότι τα Σόδομα καταστράφηκαν, χωρίς να φοβάται αν η ίδια μετατραπεί σε στήλη άλατος.
Και η γυναίκα του Λωτ;
Υπάρχει η «γυναίκα του Λωτ» στο μυθιστόρημα, είναι ο άνθρωπος που καταφέρνει και λύνει τον γρίφο:
Ένα έγκλημα τιμής απέναντι στου Εβδομηνταπέντε χρειάζεται τουλάχιστον έναν αυτόπτη μάρτυρα για να νομιμοποιηθεί, να μην αφήνει αμφιβολίες ότι πραγματοποιήθηκε. Χρειάζεται μια γυναίκα του Λωτ, που θα στρέψει την κρίσιμη στιγμή το κεφάλι για να βεβαιωθεί ότι τα Σόδομα καταστράφηκαν, χωρίς να φοβάται αν η ίδια μετατραπεί σε στήλη άλατος.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου