Αφού δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου,
καλό είναι που προσπαθείς να τον ανακαλύψεις
Μια έντονη ερωτική ιστορία της σύγχρονης καθημερινότητας, δοσμένη με αρκετά πρωτότυπο τρόπο από τον νεαρό συγγραφέα. Μια σύντομη ιστορία, που κράτησε έξι μήνες αλλά άφησε και στους δυο σημάδια ανεξίτηλα και όπου, όπως υποβάλλει και ο τίτλος, το παρελθόν είναι ζωντανό κι επίμονο, κι αναζητά να βγει στην επιφάνεια. Έτσι, όταν ο Μιχάλης και η Αλεξάνδρα συναντιούνται το 2015 στο Παρίσι μετά από 11 χρόνια πλήρους αποστασιοποίησης, αναθυμούνται το πρωτόγνωρο πάθος που τους έφερε κοντά όταν ήταν ακόμα φοιτητές, και αναστοχάζονται βήμα βήμα κάθε λεπτομέρεια, κάθε πτυχή συναισθήματος που τους ένωσε και τους χώρισε, από την απόσταση της διαφορετικής ηλικίας, των διαφορετικών βιωμάτων, του διαφορετικού χωροχρόνου.
Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητα της γραφής: με αλλεπάλληλα φλας μπακ μεταφερόμαστε από το καλοκαίρι του 2004 στις 8 Νοεμβρίου του 2011, ημερομηνία κατά την οποία οι δυο πρώην εραστές ξανασυναντιούνται "για ένα ποτό" και αναφερόμενοι στα γεγονότα, μιλάνε για το τότε και το τώρα, για το «αν» και το «εφόσον», για τις παράξενες δυναμικές που μας καθορίζουν τη ζωή, συνειδητά ή υποσυνείδητα. Παρόλο που ο αφηγητής είναι «παντογνώστης» -παρόλο που υπερισχύει, δηλαδή, το αποστασιοποιημένο γ΄ενικό-, η ζωντάνια των διαλόγων υποκαθιστά τη συναισθηματική συμμετοχή που συνήθως έχουμε στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και δίνει το περίγραμμα της «πλοκής». Είναι φανερό επίσης, ότι στην αφήγηση κυριαρχεί η οπτική του Μιχάλη, που άλλωστε φαίνεται και ο πιο ευάλωτος στη σχέση∙ είναι αυτός που κεραυνοβολήθηκε από την περαστική Αλεξάνδρα στο μετρό, αυτός που κίνησε γη και ουρανό για να συναντηθούν, αυτός που ένιωθε λίγο τον χρόνο που περνούσαν μαζί, αυτός που δεν θα επέλεγε τον χωρισμό, κι αυτός που βαθιά μέσα του παρουσιάζεται να θέλει να ξανασμίξουν. Η σημερινή Αλεξάνδρα του εξομολογείται ότι «κάποια στιγμή ξεφούσκωσε η λαχτάρα της να βρεθούν. Αυτό το απροσδιόριστο που σε απογειώνει…». Αυτό το «κάτι», το άπιαστο, για το οποίο ο σοφότερος, σημερινός Μιχάλης απαντά «μα αν έχεις καταφέρει να έχεις τη μαγεία της στιγμής, έχεις κατακτήσει και τη μαγεία της ζωής». Είναι άλλωστε και ο πιο συμπαθής, όχι μόνο γιατί είναι ευάλωτος αλλά γιατί παραδέχεται πιο άμεσα τα συναισθήματά του –η γυναικεία ψυχολογία στην περίπτωση της Αλεξάνδρας εκφράζεται με κάποια «αυτοσυγκράτηση» που εκφράζεται από την πρώτη ερωτική συνεύρεση (η κλασική αίσθηση της γυναίκας ότι ο άντρας «βιάζεται») κι επιβεβαιώνεται ρητά στο τέλος, που η ίδια παραδέχεται ότι η επιμονή της να ανέβει μόνο για ένα ποτό ήταν «κλασική γυναικεία τακτική» (λες ότι δεν θες κάτι, αλλά στην πραγματικότητα το θες).
Με τον υπεραναλυτικό και αναστοχαστικό διάλογο, όπου διακρίνουμε ψήγματα ωρίμανσης, (π.χ. έχει αποδειχτεί ούτως ή άλλως ότι σε μια σχέση δεν αγαπούν και οι δυο με τον ίδιο τρόπο), οι δύο φίλοι-εραστές καθώς ξανασμίγουν, ολοκληρώνουν τον ανεκπλήρωτο, λειψό κύκλο που τους άφησε η ανάμνηση της σχέσης τους.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου