Οι φίλοι που συναντήθηκαν κι αγκαλιάστηκαν εδώ
έχουν πια φύγει.
Ο καθένας προς το δικό του λάθος…
W.H. AUDEN, “The crossroads”
Έξυπνο και ενδιαφέρον, αλλά κάπως εγκεφαλικό, ομολογώ ότι με κούρασε κάπως και με απογοήτευσε το «σαρωτικό» τέλος. Η γραφή του έμπειρου συγγραφέα συναρπάζει, αλλά πιστεύω ότι η προσπάθειά του να αναδείξει προβλήματα παθογένειας στην εποχή μας -εστιάζοντας ιδιαίτερα πάντα στο Ηνωμένο Βασίλειο- είναι μεν πετυχημένη, αλλά προσδίδει έναν νατουραλιστικό χαρακτήρα στην όλη πλοκή: υπερβολική εστίαση στα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες- οι άνθρωποι είναι έρμαια των ενστίκτων (μέσα στα οποία συγκαταλέγονται και η φιλοδοξία κοινωνικής ανέλιξης), και εντέλει θύματα των κοινωνικών συνθηκών. Δεν το κρύβω, δεν συμ-πάθησα καθόλου τους ήρωες, ίσως γι’ αυτό και δεν με άγγιξε το μυθιστόρημα αυτό, αν και το διάβασα με γοργό ρυθμό. Ακόμα και η Μόλλυ (διάσημη δημοσιογράφος στον τομέα της γαστρονομίας, γευσιγνώστρια και φωτογράφος), η μοιραία γυναίκα μετά από τον θάνατο της οποίας συσπειρώθηκαν παλιοί εραστές και άσπονδοι φίλοι -κι από δω ξεκινάει η πλοκή του μυθιστορήματος-, πρέπει να ήταν αντιπαθής! Δεν μας επιτρέπει όμως ο συγγραφέας να σχηματίσουμε γνώμη, μάλλον δεν έχει σημασία και μάλλον δεν θέλει να εστιάσει στον ψυχικό κόσμο των ηρώων. Είναι δεδομένο ότι η σχέση του καθένα με την Μόλλυ ήταν ακαταμάχητη, των δύο κεντρικών προσώπων (Βέρνον και Κλάιβ), του επίσης αντιπαθητικού υπουργού Εξωτερικών Τζούλιαν Γκάρμονυ και του συζύγου της Μόλλυ, του επίσης αντιπαθούς ως γλοιώδους Τζορτζ Λέιν. Ασφαλώς υπήρχαν κι άλλοι θαυμαστές ή εραστές, αλλά δεν παίζουν ρόλο στο μυθιστόρημα.
Έχουν περάσει βέβαια πολλά χρόνια από την εποχή των αναρχορομάντζων (δεκαετία 60, νιότη, τρέλα, ελεύθερο σεξ κλπ), κι ο κάθε ήρωας έχει τραβήξει τον δικό του δρόμο, έχοντας στήσει τη δική του οικογένεια. Ο Βέρνον Χάλλιντεϋ είναι δημοσιογράφος, διευθυντής της ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδας «Κριτής», μιας εφημερίδας που τον τελευταίο καρό χαροπαλεύει λόγω ανικανότητας του προηγούμενου διευθυντή. Ο Κλάιβ Λίνλεϋ είναι ένας από τους πιο καταξιωμένους Άγγλους μουσικοσυνθέτες στον οποίο μάλιστα ανατέθηκε η σύνθεση της «Συμφωνίας της χιλιετίας» (λίγα χρόνια από το τέλος της χιλιετίας), η επιτυχία της οποίας θα του διασφαλίσει την αιώνια δόξα και την είσοδο στο πάνθεον των -βρετανών- καλλιτεχνών. Ο συγγραφέας έχει την ευκαιρία να εισχωρήσει στον ευαίσθητο χώρο της δημοσιογραφίας αλλά και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, και να αναδείξει με λεπτομέρειες τις συμβατικότητες και τα τεχνάσματα/κομπίνες στα οποία ανατρέχουν για να επιπλεύσουν όσοι τις υπηρετούν.
Οι δύο παλιοί φίλοι, που τους συνδέει αδιάρρηκτα το ακαταμάχητο παρελθόν, συναντιούνται ξανά μετά από μακρόχρονη σιωπή, με αφορμή την κηδεία της γυναίκας που υπήρξε ο μεγάλος έρωτας για τον καθένα, και που βασανίστηκε από σπάνια εκφυλιστική νόσο χάνοντας κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Είναι κι οι δυο δημοφιλείς, και, καθώς είναι ευάλωτοι μετά την τελετή, και παράλληλα βρίσκονται σε κρίσιμη καμπή της -φιλόδοξης- καριέρας τους, κάνουν μια συμφωνία μεταξύ τους, να απαλλάξουν ο ένας τον άλλον, αν φυσικά υπάρξει ανάγκη, από την βάσανο της χρόνιας αρρώστιας (ιδιαίτερα, μάλιστα, αν φτάσω στο σημείο που να μην μπορώ να λάβω ο ίδιος την απόφαση ή να την υλοποιήσω/σου ζητάω, σαν παλιότερος φίλος μου που είσαι, να με βοηθήσεις αν φτάσουμε ποτέ στο σημείο όπου θα διακρίνεις ότι αυτό είναι το καλύτερο δυνατόν).
Το ζήτημα λοιπόν της ευθανασίας θίγεται από τον συγγραφέα αν και δεν εξετάζεται σε βάθος, όπως θα περίμενε κανείς, παρόλο που έμμεσα δίνει νόημα στον τίτλο (αναρωτιόμουν μέχρι τις τελευταίες σελίδες γιατί τιτλοφορείται «Άμστερνταμ» ένα βιβλίο που βασικά διαδραματίζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο). Η εξήγηση δίνεται στο τέλος: η Ολλανδία είναι η μόνη χώρα όπου οι γιατροί έχουν το ελεύθερο να παρέχουν ουσίες που προκαλούν τον εκούσιο θάνατο[1]. Το χιτσκοκικό τέλος ίσως δίνει και μιαν απάντηση στο ερώτημα αν θα πρέπει να «υποβοηθιέται» η εθελούσια αποχώρηση από τη ζωή.
Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;
Προκύπτουν όμως και άλλα ηθικά διλήμματα, τα οποία αρέσκεται ο συγγραφέας να επεξεργάζεται, όπως έχει αποδειχτεί και σε προηγούμενα μυθιστορήματα[2], όχι μόνο βιοϊατρικής φύσεως όπως επισημαίνει η Νίκη Κώτσιου[3]: το πρώτο είναι σε ποιον βαθμό μπορεί η δημοσιογραφική προβολή να παραβιάσει την ιδιωτική ζωή κάποιου δημόσιου προσώπου, ακόμα κι αν αυτό το άτομο είναι απεχθές/απαράδεκτο πολιτικά. Αυτό φυσικά το δίλημμα αφορά τον Βέρνον, ο οποίος βρέθηκε με φωτογραφίες στο χέρι που εκθέτουν και γελοιοποιούν τον υπ. Εξωτερικών Τζούλιαν Γκάρμονυ, ένα ανθρωπάριο που φιλοδοξεί να γίνει πρωθυπουργός και είναι υπέρ της θανατικής ποινής, εναντίον του Μαντέλα κλπ (μιλάμε για έναν βασανιστή, έναν δήμιο, τον υπερασπιστή των οικογενειακών αξιών, τη μάστιγα των μεταναστών, όσων ζητούν άσυλο, των Τσιγγάνων, των περιθωριακών). Ο Βέρνον δεν φαίνεται να έχει ηθικές αναστολές, εφόσον ο συγκεκριμένος πολιτικός είναι επικίνδυνος, σώζει επομένως κόσμο αν τον καταστρέψει! Αντίθετα, η δημοσίευση αυτή, όπως υπολογίζει, θα ανεβάσει τις πωλήσεις στα ύψη και θα σώσει την εφημερίδα από χρεωκοπία.
Δεν διαφέρει και πολύ η ηθική στάση του Κλάιβ απέναντι στο δίλημμα που του φέρνει η δική του επαγγελματική πορεία: προκειμένου να μη χάσει την έμπνευσή του, που με πολύ κόπο χτίζει για να δώσει ένα αντάξιο φινάλε στη συμφωνία του ψάχνοντας ηρεμία και συγκέντρωση στην αγαπημένη του «περιοχή των Λιμνών», δεν προσέχει ούτε καταγγέλλει καν τον κατ’ επανάληψη βιαστή που ψάχνει η αστυνομία, ο οποίος είχε απομονώσει μια γυναίκα στην έρημη περιοχή όπου ο Κλάιβ έψαχνε την επιφοίτηση της μουσικής δημιουργίας.
Οι δυο φίλοι αποδείχτηκαν «άσπονδοι», εφόσον η πρόθεση αυτή του Βέρνον (που τη μεθόδευσε με επαγγελματικό σαδισμό) έκανε έξω φρενών τον Κλάιβ (εάν είναι γενικώς εντάξει και για έναν ρατσιστή το να είναι τραβεστί, τότε είναι εντάξει και για έναν ρατσιστή ντο να είναι τραβεστί. Αυτό που δεν είναι εντάξει είναι το να είσαι ρατσιστής). Άλλωστε, τις γελοίες φωτογραφίες ο Γκάρμονυ τις εμπιστεύτηκε στη Μόλλυ, ήταν δικές της (δεν έχουν να κάνουν με μένα ή με σένα ή με τους αναγνώστες σου. Θα μισούσε αυτό που κάνεις).
Αντίστοιχα, η σύγκρουση των δύο παλιόφιλων προκαλεί τον εκβιασμό εκ μέρους του Βέρνον, ότι αν δεν καταγγείλει όσα είδε ο Κλάιβ από τον βιαστή (έχεις ηθικό καθήκον/εσύ μου λες ποιο είναι το ηθικό μου καθήκον; Εσύ; Είναι δυνατόν;) θα θεωρηθεί συνεργός σε απόπειρα βιασμού.
Ο συγγραφέας ολοκληρώνει τις δύο διαφορετικές υποθέσεις με ευφυέστατο τρόπο, ανατρέποντας τις προσδοκίες των δύο ηρώων και δίνοντας όπως είπαμε, ένα «χιτσκοκικό» φινάλε, με χιούμορ που αγγίζει το γκροτέσκο.
Χριστίνα Παπαγγελή
[2] Γράφει η Νίκη Κώτσιου: «Ο σπουδαίος βρετανός συγγραφέας Ίαν Μακ Γιούαν, ευαισθητοποιημένος σε φαινόμενα της σύγχρονης ζωής, συχνά θέτει στο έργο του ζητήματα ιατρικής ηθικής, που
να τον απασχολούν πολύ. Στο Σάββατο ένας χειρουργός καλείται να χειρουργήσει και να σώσει τη ζωή ενός ανθρώπου που απείλησε να τον σκοτώσει, ενώ στο Νόμο περί τέκνων μια δικαστίνα καλείται να αποφασίσει για τη ζωή ενός νεαρού ιεχωβά, που αρνείται να δεχθεί μετάγγιση αίματος. Στο Άμστερνταμ (βραβείο Booker 1998), που θα μας απασχολήσει εδώ, επιχειρείται μια προσέγγιση της ευθανασίας, ενώ συγχρόνως τίθενται πολλά ακόμη θέματα ηθικής τάξεως, που παρουσιάζουν πολλές και όχι πάντα ευδιάκριτες πτυχές» (https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/13616-mcewan-ian-patakis-amsterntam-kotsiou).
[3] https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/13616-mcewan-ian-patakis-amsterntam-kotsiou
[3] https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/13616-mcewan-ian-patakis-amsterntam-kotsiou
9 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου