Πέμπτη, Δεκεμβρίου 08, 2022

Οι εκατό μέρες, Joseph Roth

Ναι, παντού μιλούσαν για πόλεμο.
Και τον φοβούνταν. Ο αυτοκράτορας έφερνε πόλεμο!
Ήταν υπερβολικά μεγάλος για την ειρήνη.
Δεν προχωρούσε σαν άνθρωπος,
σαν άνεμος ορμούσε στη χώρα.
     Σίγουρα η προσωπικότητα του Ναπολέοντα και τα απόνερα που άφησαν οι δύο περίοδοι της αυτοκρατορικής του θυελλώδους διακυβέρνησης στην ιστορία της Γαλλίας αλλά και όλης της Ευρώπης, είναι ένα ιστορικό φαινόμενο που δημιουργεί μεγάλη έκπληξη και πολλές απορίες. Ελάχιστα χρόνια μετά τη γαλλική επανάσταση που έφερνε τον λαό στην εξουσία κάτω από τα συνθήματα «Ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα», ο Ναπολέων επέβαλε αργά και μεθοδικά μια μονοκρατορία, καταλύοντας κάθε θεσμό δημοκρατικής διακυβέρνησης· μα το αξιοπερίεργο δεν είναι αυτό, είναι ότι παρόλ’ αυτά, ο γαλλικός λαός σχεδόν σύσσωμος λάτρεψε σαν θεό τον Ναπολέοντα, τον ασήμαντης καταγωγής Κορσικανό στρατηλάτη, τον θεώρησε ελευθερωτή από την κυριαρχία των Βουρβώνων, του εμπιστεύτηκε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, θυσιάστηκε γι’ αυτόν, φανατίστηκε, πένθησε όταν εξορίστηκε τον Απρίλιο του 1814, και τον υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες όταν επανήλθε στον θρόνο τον Μάρτιο του 1815 (ο Αυτοκράτορας πλησίαζε, ο ίσκιος του προπορευόταν –κι ήταν ίσκιος βαρύς. Σκίαζε απ’ άκρη σ’ άκρη τη Γαλλία, τον κόσμο ολόκληρο. Τον ήξεραν στη χώρα του και παντού στη γη. Η μεγαλοσύνη ήταν αλλιώτικη από κείνη των βασιλιάδων: είχε δική του τη μεγαλοσύνη της δύναμης. Το στέμμα του δεν το είχε κληρονομήσει· το’χε κατακτήσει, το’ χε αποκτήσει με τη βία. Ήταν από άσημη και ασήμαντη οικογένεια). Αυτή είναι τουλάχιστον η εικόνα του Βοναπάρτη που δίνει ο συγγραφέας, εστιάζοντας στην ψυχολογία της καθημερινότητας ενός θεοποιημένου ινδάλματος. Δεν ενδιαφέρεται τόσο για τα γεγονότα που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ιστορικά», τις επιχειρήσεις, τις μάχες, τις ήττες, τις νίκες αλλά τα συναισθήματα του μονοκράτορα, ενώ διαρρέει ένας κρυφός θαυμασμός απέναντι στη δαιδαλώδη προσωπικότητά του.
     Ο Γιόζεφ Ροτ, αντιναζιστής μεν αλλά γνωστός για τις φιλομοναρχικές/ρομαντικές του αντιλήψεις, περιγράφει με απίστευτη γλαφυρότητα την επάνοδο του αυτοκράτορα στην εξουσία τις 100 μέρες μέχρι την τελική πτώση του, από τις 21 Μαρτίου 1815 μέχρι τις 21 Ιουνίου. Όπως γράφει ο ίδιος ο Ροτ στη Γαλλίδα μεταφράστριά του απαντώντας στην ερώτηση τι τον έκανε να γράψει για τον Ναπολέοντα, ήθελε να καταγράψει τη μεταμόρφωση του Ναπολέοντα, το πώς από θεός έγινε άνθρωπος Θέλω να δείξω πίσω από τον μεγάλο άνδρα τον ταπεινό άνθρωπο»).
     Ο Βοναπάρτης, αγαπητός ιδιαίτερα στα γυναίκες -οι οποίες κατά την περιγραφή του συγγραφέα με την επιστροφή του αγαπημένου τους ξαναβρήκαν τη νιότη τους-, εισέρχεται στο Παρίσι σ’ ένα απίστευτο κλίμα θριάμβου, ωστόσο, λόγω της προηγούμενης προδοσίας, ίσως περίμεναν απ’ αυτόν και συγχώρεση, σα να’ ταν θεός, εκείνος όμως «δεν είχε καιρό». Δεν είχε καιρό να φερθεί σαν θεός, να οργιστεί, να τιμωρήσει, να συγχωρήσει. Γιατί, όπως λέει στη συνέχεια, η οργή είναι πιο χρονοβόρα από την γενναιοδωρία. Γενναιόδωρος λοιπόν.
     Τον παρακολουθούμε να ξανασμίγει με τον λαό που τόσο αγάπησε (αυτός ήταν ο λαός της Γαλλίας, τους ήξερε. Ικανοί ν’ αγαπήσουν και να μισήσουν στη στιγμή. Εύκολοι να τους ενθουσιάσεις και δύσκολοι να τους πείσεις. Περήφανοι τον καιρό της δυστυχίας και γενναιόδωροι τον καιρό της ευτυχίας, αφοσιωμένοι κι απερίσκεπτοι στη νίκη, πικρόχολοι κι εκδικητικοί στην ήττα, χαρούμενοι σαν παιδιά στην ειρήνη, άσπλαχνοι κι ανυποχώρητοι στη μάχη), να τους αγκαλιάζει και να θυμάται ως και τα μικρά ονόματα ορισμένων· τον βλέπουμε να νιώθει τρυφερά απέναντι στον γιο του, να συναντιέται με τη μητέρα του γεμάτος σεβασμό και δέος (Ξέρω, δεν έχεις χρόνο. Ποτέ δεν είχε χρόνο γιε μου. Από ανυπομονησία έγινες τόσο μεγάλος, τόσο σπουδαίος. Πρόσεξε μη σε καταστρέψει η ανυπομονησία σου). Παρά τις επιφυλάξεις, του δίνει την ευλογία της για αιφνιδιαστικό πόλεμο, γιατί, όπως λέει κι ο ίδιος ο Ναπολέων, «Αν περιμένω κι άλλο, θα εισβάλουν!». Τον βλέπουμε επίσης να νιώθει μόνος στο ψηλό βήμα-θρόνο του, νιώθοντας όμως συγκίνηση καθώς βλέπει τη λατρεία των στρατιωτών και του πλήθους (Ζήτω ο αυτοκράτορας! Μια ιαχή που «ακούγεται’ μέσα στις σελίδες του βιβλίου 52 φορές σύμφωνα με το επίμετρο του Richard Panchyk).
Ανήκε στον μεγάλο αυτοκράτορα,
αλλά αυτός δεν την ήξερε, δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτήν.
Ήταν μικρή και ασήμαντη, πιο ασήμαντη από τις ασήμαντες μυγούλες
που ζουζούνιζαν στην κάμαρα του αυτοκράτορα (…).
Αλλά η καρδιά της την πρόσταζε να μένει κοντά στην ευλογία της παρουσίας του,
όσο κι αν ήταν ασήμαντη και αόρατη γι’ αυτόν.
Γιατί ήταν στ’ αλήθεια ευτυχία η ζωή στη χρυσή σκιά του,
στη χρυσή σκιά που μόνο αυτός έριχνε γύρω του.
     Συμπρωταγωνίστρια στο βιβλίο είναι η νεαρή πλύστρα Αντζελίνα Πιέτρι, μέλος του κατώτερου υπηρετικού στο αυτοκρατορικό παλάτι. Με συμμετρία ο συγγραφέας αφιερώνει δύο κεφάλαια στον Ναπολέοντα και δυο κεφάλαια στην Αντζελίνα, προσδίδοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ενδιαφέρον και ιδιαίτερο βάθος στις δυο προσωπικότητες αλλά και στην εποχή. Ανιψιά της αρχιπλύστρας και περίφημης χαρτορίχτρας Βερονίκ Καζιμίρ, πλένει κι αυτή ρούχα στο παλάτι, ως μέλος της ομάδας των 36 υπηρετών και υπηρετριών. Εισβάλλουμε λοιπόν στα ενδότερα του αυτοκρατορικού οίκου (από την πρώτη περίοδο της θητείας του Βοναπάρτη) αλλά και στην καρδιά της Αντζελίνας, που είναι στραμμένη με λατρεία στον αυτοκράτορα. Το εφηβικό ξύπνημα του πόθου συνοδεύεται από λιγοστές αισθησιακές εμπειρίες (το μαντίλι του αυτοκράτορα, το γυμνό κορμί μιας κυρίας της Αυλής στο λουτρό κλπ) που στεριώνουν την απόλυτη αφοσίωση (κάθε μέρα, κάθε ώρα μπορούσε να συμβεί το θαύμα και να δει η Αντζελίνα τον αυτοκράτορα).
     Το θαύμα έγινε, μα ο αυτοκράτορας δεν συγκινήθηκε από τα θέλγητρα της Αντζελίνας όπως με άλλες κοπέλες (από κείνη την αλλόκοτη νύχτα και μετά η καρδιά της μικρής Αντζελίνας ήταν μουδιασμένη και πονεμένη/ακάλεστες έρχονταν και ξανάρχονταν στο μυαλό της οι λεπτομέρειες, αλύπητες της έδειχναν και της ξανάδειχναν το πρόσωπό τους, το σκληρό τους περίγραμμα/έπαψε να κοιτάζει το πρόσωπό της, όλοι οι καθρέφτες διαμιάς τυφλώθηκαν). Μα είναι συνηθισμένες οι υπηρέτριες σε τέτοιες συμπεριφορές… Όλες λίγο πολύ έχουν δοκιμάσει τα «ερωτικά του ξεσπάσματα» (δεν ξεχνούσαν ότι ήταν θεός-κι είναι στη φύση των θεών να’ αγαπούν βιαστικά και γρήγορα). Η γνωριμία της Αντζελίνας με τον λοχία Σοστέν που την άφησε έγκυο (χωρίς εκείνη να το θέλει) δεν έσβησε την αγάπη προς τον Βοναπάρτη, αντίθετα, στο καφέ όπου μεθοκοπούσε η συντροφιά του λοχία και τον κακολογούσαν, ύψωσε με απρόβλεπτη παρρησία τη φωνή της και ξεσπάθωσε: «Θα έπρεπε να ντρέπεστε που μιλάτε έτσι για τον αυτοκράτορα. Δεν θα ήσασταν τίποτα –θα ήσασταν λιγότερο κι από τίποτα χωρίς αυτόν. Χωρίς τον αυτοκράτορα δεν θα είχατε ούτε σπαθιά, ούτε κράνη, ούτε ζώνες ούτε λεφτά να πληρώσετε το κρασί που πίνετε κλπ κλπ».
     Εφτά χρόνια αργότερα, στη διάρκεια των 100 ημερών, ο μικρός Πασκάλ είναι πια εφτά χρονών. Παθιασμένος με τα στρατιωτικά μπαινοβγαίνει στα στρατόπεδα, μαθαίνει εμβατήρια και στρατιωτικά σαλπίσματα και μετατρέπεται σιγά σιγά σε «μικρό τυμπανιστή» (ένα από τα πολλά αγόρια που είχε ο αυτοκρατορικός στρατός). Η νεαρή Αντζελίνα, απόλυτα αφιερωμένη στον μεγάλο της έρωτα (ένιωσε ότι μπορούσε να αγαπήσει τον έναν, τον μοναδικό που υπήρχε γι’ αυτήν –και ότι η αγάπη τούτη από μόνη της, η ικανότητά της να παραδοθεί ψυχή τε και σώματι σ’ αυτήν την αγάπη ήταν ένα γεγονός τόσο μεγάλο που αμαρτία, σφάλμα, πλάνη και ντροπή δεν είχαν καμιά σημασία πια) έχει τη μοίρα που έχουν εκατοντάδες νεαρές γυναίκες στην εποχή της (ανύπαντρη μητέρα, γιος εξαφανισμένος στο στρατόπεδο, περιστασιακές σχέσεις). Η κρυφή της λατρεία στον αυτοκράτορα παίρνει σάρκα και οστά σ’ ένα μαντίλι δικό του, που το υπέκλεψε κατά το πλύσιμο. Όταν δε την ερωτεύεται «με όλη τη δύναμη της απλοϊκής ψυχής του» ο χωλός και λίγο τρομακτικός Γιαν Βοκούρκα, Πολωνός τσαγκάρης, και θέλει να την κάνει γυναίκα του, στην αρχή η Αντζελίνα ανταποκρίνεται χλιαρά (είδε τα γκρίζα μάτια του. Ήταν πολύ διαφορετικά από τα μάτια που τόσο καιρό νόμιζε πως ήξερε. Μέσα τους δεν είχαν τη σπίθα του άπληστου πόθου, αλλά φως χαμογελαστό/ξυπνούσε μέσα της πολύ φόβο, λίγη απέχθεια, πάρα πολλή λύπηση), στη συνέχεια δέχεται να φύγει μαζί του στην Πολωνία, αλλά γρήγορα συνειδητοποιεί ότι η καρδιά της ανήκει πάντα στον έκπτωτο, οσονούπω, αυτοκράτορα. Οι εχθρικές δυνάμεις οδεύουν πια προς το Παρίσι και, όταν η Αντζελίνα συναντά επιτέλους τον γιο της δεν κλαίει μόνο από συγκίνηση, αλλά θρηνώντας τον θάνατο ενός ολόκληρου κόσμου, που τον είχε πιστέψει αιώνιο/για τους κρίνους του βασιλιά. Κλαίει για τις άσπρες σημαίες των Βουρβώνων που ανέμιζαν στην είσοδο του στρατώνα, για την πτώση του αυτοκράτορα.
     Γιατί έχει φτάσει πια η πτώση. Το Βατερλώ σηματοδοτεί την οριστική ήττα και τα είκοσι χιλιάδες αδέρφια μεγαλωμένα στα ίδια πεδία μαχών, στη χρυσή, ματωμένη και θανάσιμη σκιά του αυτοκράτορα τα αγκαλιάζει πια «ένας άλλος πολύ δυνατότερος αυτοκράτορας, ο αυτοκράτορας Θάνατος». Παρακολουθούμε τις μεταλλαγές της διάθεσης και των συναισθημάτων του θεοποιημένου στρατηλάτη καθώς νιώθει το αναπότρεπτο (λαχανιάζει, πονά η μέση, είναι πελιδνός, καλπάζει, προσεύχεται, συνειδητοποιεί… οι ήχοι της δυστυχίας συνέχισαν απ’ όλες τα μεριές να πέφτουν πάνω του). Ο παραλληλισμός με τον έκπτωτο Ιώβ είναι συγκλονιστικός (Είναι ο Ιώβ, είναι ο Ιώβ/όλοι μια μέρα είμαστε Ιώβ/Τι σκληρός που ήταν ο ακατανόητος Θεός και πόσο ειρωνικά χλεύαζε τον αυτοκράτορα!).
     Ίσως θα μου ήταν τελείως αδιάφορα τα συναισθήματα ενός ιμπεριαλιστή τις «τραγικές» στιγμές που βλέπει να χάνει το παιχνίδι της κατάκτησης του κόσμου. Η συνειδητοποίηση της χιλιάδων θυμάτων είναι πιο ισχυρή από την ψυχογράφηση ενός φιλόδοξου/ματαιόδοξου στρατηλάτη. Ούτε στην προσωποκεντρική εποχή που έγραψε το βιβλίο ο Ροτ (1936), εκείνο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό, ούτε η εποχή μας -παρόλο που το ενδιαφέρον για την «ανατομία του κακού» έχει αυξηθεί μετά τη ναζιστική φρίκη- μπορεί να συμμεριστεί την προσωπολατρία, τον ηρωισμό της εποχής της γαλλικής επανάστασης και των κατοπινών χρόνων. Σίγουρα οι εποχές είναι διαφορετικές.
     Ωστόσο αυτό που κρατά το ενδιαφέρον σ αυτό το -αξιόλογο εντέλει- βιβλίο είναι η συναρπαστική γραφή, αυτές οι σχεδόν παντού παρούσες συναισθηματικές πινελιές. Πουθενά δεν υπάρχουν περιγραφές κουραστικές, εικόνες που να μη συνδέονται με τον εσωτερικό κόσμο, είτε του Ναπολέοντα, είτε της Αντζελίνας είτε του «λαού», των στρατιωτών, του συλλογικού ασυνείδητου. Ο Ροτ καταφέρνει, καθώς οι δυο του ήρωες του οδηγούνται στη συναισθηματική σκοτεινιά, στην «κατάμαυρη αιωνιότητα, γεμάτη σκοτεινή σιωπή», να δώσει μια καθολικότητα που επιτρέπει στον καθένα να αναγνωρίσει τον εαυτό του. Γιατί ο καθένας μας έχει το Βατερλώ του, και καθένας μας έχει/είχε μια αγάπη στην οποία δίνουμε και χάνουμε την καρδιά μας. Γιατί η Αντζελίνα ίσως είναι μια ακόμα πιο τραγική φιγούρα, εκείνη που ήξερε ότι
τίποτα δεν ήταν πιο δυνατό από κείνη την ξαφνική αγάπη, που έκλεινε μέσα της όλα τ’ άλλα: πόθο και νοσταλγία, περηφάνια και ντροπή, λαχτάρα και θλίψη, ζωή και θάνατο.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2022

Χάθηκε βελόνι, Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

Τσίμπι -τσιμπιτόνι
Χάθηκε βελόνι
Πήγα να το βρω
Χάθηκα κι εγώ
     Την πολύπαθη πορεία μιας πολυμελούς οικογένειας Αλβανών, που κάτω από την πίεση των ιστορικών γεγονότων αναγκάστηκαν να εκπατριστούν, ξεδιπλώνει εδώ ο Αλβανικής καταγωγής καταξιωμένος συγγραφέας. Μοναδική ιστορία μεν που απηχεί ωστόσο τη μοίρα χιλιάδων συμπατριωτών του, που έζησαν σε συνθήκες στέρησης και φτώχειας λόγω της πολιτικής κατάστασης (η Αλβανία για μισόν αιώνα βρισκόταν σε άλλη διάσταση. Από το 1946 μέχρι και το 1991 ήταν αποκομμένη, φρούριο) και μετά την κατάρρευση του καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα πήραν τον δρόμο της μετανάστευσης, δρόμο που τις περισσότερες φορές τους οδήγησε στην Ελλάδα της δεκαετίας του ΄90.
     Η ιστορία είναι ουσιαστικά μία αλλά το έργο είναι σπονδυλωτό, χωρισμένο σε πέντε κεφάλαια που παρουσιάζουν διακριτές ανομοιότητες μεταξύ τους: στο «μηδέν» κεφάλαιο που ονομάζεται «Πέτρος», ο αφηγητής -ο Πέτρος-, Έλληνας φοιτητής και συμφοιτητής του κεντρικού ήρωα, του Αλβανού Αλέξανδρου, μιλά για τον μυστηριώδη φίλο του και την αιφνίδια εξαφάνισή του από την χώρα. Ο Πέτρος είναι και το μόνο πρόσωπο που δεν έχει σχέση με την οικογένεια, ενώ στη συνέχεια δεν επανεμφανίζεται καθόλου. Είναι σαν να μας κάνει μια «εισαγωγή», μια θεατρική ή μάλλον βιωματική παρουσίαση του ήρωα, καθώς μας κάνει να τον δούμε με τα μάτια ενός συνομήλικου Έλληνα, ανοιχτόμυαλου σαφώς, φοιτητή. Παράλληλα μας δίνει με σύντομες πινελιές την κατάσταση στην Ελλάδα και τον φοιτητόκοσμο την εποχή αυτή, και αντίστοιχα τον κόσμο της Αλβανίας με την ιδιαίτερη ιστορική εξέλιξη, ενώ με έναν ευρηματικό τρόπο (τη μαρτυρία Έλληνα περιπτερά) μάς παρουσιάζει και τον πατέρα του Αλέξανδρου, τον Παύλο (ο Παύλος ήτανε απ’ τους πρώτους που μπήκανε στην Ελλάδα όταν ανοίξανε τα σύνορα της Αλβανίας, μαζί με την φαμίλια του. Μίλαγε ούλη η φαμίλια ελληνικά κανονικότατα αφού ήτανε Βορειοηπειρώτες).
      Στην πρώτη ενότητα/κεφάλαιο (εφόσον το προηγούμενο «μηδέν» λειτουργεί ως εισαγωγή), το φως πέφτει στον παππού Βασίλη (γεννημένο το 1924) και την τραγική ιστορία που τον άφησε ανάπηρο. Η δομική πρωτοτυπία εδώ είναι ότι σταματάμε σε ημερομηνίες-κλειδιά, ξεκινώντας από το «σήμερα» που είναι το 1985 και κάνοντας φλας μπακ στο 1932, 1938, 1939, 1945 κλπ. φτάνοντας μέχρι το καλοκαίρι του 1989, οπότε, όπως μαθαίνουμε αργότερα, ο Βασίλης βρέθηκε νεκρός. Η αφήγηση, σε αντίθεση με την προηγούμενη και την επόμενη ενότητα, είναι κάπως απρόσωπη: έχουμε τον παντογνώστη αφηγητή δηλαδή τριτοπρόσωπη παρουσίαση, με ελαφρώς ποιητικό και αφαιρετικό λόγο. Γιατί ο βίος του Βασίλη είναι γεμάτος απρόοπτα και πολύ πόνο.
     Στη συνέχεια αφηγήτρια είναι η Τέτα, η νύφη του Βασίλη, η μητέρα των έξι παιδιών. Μάνα για όλους, με ενσυναίσθηση και αγάπη βαθιά, πηγαία, ανεπιτήδευτη. Έντιμη και ντόμπρα όπως και τα λόγια της, κι ας είναι ντιπ αγράμματη. Ο λόγος της, σε ιδιωματική (βορειοηπειρώτικη) γλώσσα, ένας εσωτερικός μονόλογος με τον οποίο περιγράφει γεγονότα και συναισθήματα, είναι σπαραχτικός.
     Στο επόμενο κεφάλαιο παρακολουθούμε τον νεαρό πια Αλέξανδρο να περιπλανιέται στην πολύβουη και πληθωρική Αμερική, κρατώντας ένα λεπτό νήμα στα ίχνη του αδερφού που δεν γνώρισε ποτέ, ενώ στο πέμπτο μέρος κρυφοκοιτάζουμε στο μαύρο σημειωματάριό του (του Αλέξανδρου), γεμάτο με τρυφερά, χειρόγραφα ποιήματα που αποκαλύπτουν την αθεράπευτη μοναξιά του.

     Ο Βασίλης, η Τέτα και ο Αλέξανδρος είναι λοιπόν οι κύριοι άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται όλο το βιβλίο. Τρεις άνθρωποι που ανήκουν σε τρεις διαφορετικές γενιές, γενιές που διατρέχουν την ιστορία και τη μοίρα της Αλβανίας. Με τον διαφορετικό τρόπο γραφής που χαρακτηρίζει κάθε ενότητα και με τις ακραίες πολιτισμικές αντιθέσεις (σκληροτράχηλο ορεινό χωριό στην Αλβανία, φτώχεια και περιορισμοί στο εμβερικό καθεστώς από τη μια, μετανάστευση στην Ελλάδα, και πληθωρική καταναλωτική κοινωνία της Νέας Υόρκης στο τέταρτο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «electric blue»), ο αναγνώστης βιώνει, μαζί με τους ήρωες, και κυρίως μαζί με τον κεντρικό ήρωα τον Αλέξανδρο, τις αντιφάσεις του σύγχρονου κόσμου. Ενός κόσμου που κουβαλάει στις αποσκευές του μνήμες από παππούδες μιας εποχής που μοιάζει μακρινή, αλλά είναι γεμάτη πληγές και σημάδια που καλούν, που προσκαλούν τον σύγχρονο άνθρωπο να τα «θεραπεύσει» για να μπορέσει να προχωρήσει. Όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας στη συνέντευξή του στην Ελένη Γκίκα, «Δεν ήρθαμε μόνο από μια άλλη χώρα, ήρθαμε από μια άλλη εποχή, ήταν σαν να μπήκα σε μια κάψουλα και να βγήκα ξαφνικά μετά από 50 χρόνια μες στον χρόνο. Αυτή η διαφορά φάσης υπήρχε και σε σχέση με την οικογένειά μου, μιας και εγώ ήμουν με διαφορά ο μικρότερος και ο μόνος που πήγε σχολείο και μεγάλωσε στην Ελλάδα». Ο Αλέξανδρος λογικά είναι ένα από τα alter ego του συγγραφέα, λοιπόν.
     Βασίλης Ζέφος, ο παππούς
     Με καταγωγή από το Δρεπένι της Νότιας Αλβανίας (Βορείας Ηπείρου) και από πλούσια αρχοντική οικογένεια ο γεννημένος το 1924 Βασίλης -που από μικρό παιδί θέλει να φύγει από το Δρεπένι- είναι προορισμένος από τα 14 του χρόνια να παντρευτεί αυτήν που του υποδεικνύει ο πατέρας του Παύλος και να αυγατίσει την περιουσία που εμπιστεύτηκαν στους προγόνους του οι δημογέροντες του Δρεπενιού, για την «ζηλευτή» ανδρεία του παππού του στην Απελευθέρωση (έδωσαν στον μοναχογιό του και στη χήρα του έναν λόφο ολόκληρο σε καλή τοποθεσία και τη γύρω γη να τη δουλέψουν)! Ο Βασίλης θέλει να σπουδάσει, αλλά λίγο μετά τον ανεπιθύμητο αρραβώνα ένα απίθανο περιστατικό τον καθηλώνει, ανάπηρο σε καροτσάκι, με κρίσεις επιληψίας και χωρίς διάθεση για ζωή. Η ανημπόρια και ο φόβος των κρίσεων (την επόμενη στιγμή μπορεί να έρθει. Όσο τον περιμένει, ο αέρας μπαίνει κρύος στο στόμα του και ο φόβος τού παγώνει το αίμα) αλλάζουν πρόσωπο καθώς διανύουμε τις δεκαετίες, ο πατέρας του καταφέρνει να τον παντρέψει με την κουτσή Ρόζα, και γεννιέται κι ένα παιδί, ο Παύλος. Παρακολουθούμε τις διαλείψεις, τις εικασίες της προβληματικής του διανόησης, την επικοινωνία με τον επίσης ξέμπαρκο, τον Κοσμά, οσφραινόμαστε την αθέλητη βία που ασκεί στον μικρό Παύλο.
     Με τον ιμπρεσσιονιστικό τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται το δεύτερο κεφάλαιο διατρέχουμε τις δεκαετίες και βρίσκουμε τον Παύλο παντρεμένο με τέσσερα παιδιά (τα άλλα δύο έρχονται αργότερα) και τη νύφη Τέτα να αγκαλιάζει στοργικά τον ανήμπορο Βασίλη με τη μεγάλη της καρδιά, να τον ταΐζει, να τον προσέχει, να του μιλάει· να του κάνει παρέα και να του έχει μαλακώσει την καρδιά. Τον κάνει να νιώθει άνθρωπος, ένας άνθρωπος ακέραιος, με αξιοπρέπεια (αυτή η γυναίκα είναι ό, τι καλύτερο του συνέβη από τη μέρα που έφαγε τη σφαίρα (…) Η Τέτα είχε μια ψυχραιμία που σ’ εκείνο το σπίτι έλαμπε όπως τα κάρβουνα κάτω απ’ τη στάχτη του τζακιού. Δεν ύψωνε ποτέ τη φωνή της, ακόμα κι όταν διαφωνούσαν ή τσακωνόντουσαν με τον Παύλο/η Τέτα ό, τι ήθελε να πάρει ή να πει απλώς το έκανε, χωρίς να το μολύνει με αμφιβολία).
      Ο Βασίλης, αυτός ο έξυπνος άνθρωπος που η κακοτυχιά τον χτύπησε σαν κεραυνός ανατρέποντας κάθε επίγεια χαρά συθέμελα, φεύγει από τη ζωή κάνοντας μια πράξη απίστευτης μεγαλοψυχίας, ουσιαστικά συγχωρώντας την πρώην αρραβωνιαστικιά του-αιτία της κακοδαιμονίας του, κατανοώντας και θαυμάζοντας «αυτή της την αδάμαστη θέληση για ζωή. Τη ζήλευε και τη θαύμαζε. Αυτός. Θαύμαζε εκείνη».
     Το τρίτο κεφάλαιο (όπως και το δεύτερο), που επιγράφεται «τσιμπιτόνι», μπορεί να σταθεί αυτόνομο, και κατά τη γνώμη μου είναι κορυφαίο μέσα στο χώρο της ελληνικής διηγηματογραφίας. Ήδη όμως, από τα προηγούμενα κεφάλαια, έχουμε αποκτήσει ένα απαραίτητο περίγραμμα, ένα πλαίσιο όπου κινούνται οι ήρωες, κι αυτό προσδίδει ιδιαίτερο βάθος. Εδώ τώρα βλέπουμε την οπτική γωνία μιας γυναίκας, μιας γυναίκας ψημένης, έξυπνης, νοικοκυράς, με ισχυρό το μητρικό ένστικτο και μεγάλη αγάπη για τη ζωή.
     Τέτα/Ηλέκτρα, η νύφη. Γυναίκα του Παύλου, μητέρα του Αλέξανδρου
     Η Τέτα, αφηγείται όπως είπαμε στη λαϊκή ντόπια γλώσσα και με αρχετυπικό λόγο. Αυτοσυστήνεται ξεκινώντας με την περιεκτική φράση «μου’ λαχε μένα να φτιάσω τη μοίρα των Ζεφαίων». Μόνο κορίτσι σε πολυμελή οικογένεια, μεγάλωσε κάνοντας δουλειές (εγώ να μαγειρεύω, εγώ να πλένω, εγώ να σκομίζω για τόσους νοματαίους του σπιτιού. Σο χωράφι από τα δώδεκα, να κουβαλάω ξύλα για την κοπερατίβα. Να φορτώνω στην μπλάτη σαφύλια και πατάτες, κλπ κλπ). Μιλά για όλα, για τον «Ενβέρη», για τον αδερφό της τον άθεο, για τον κακοτράχαλο τόπο καταγωγής της. Αφηγείται με τον δικό της τρόπο την «ιστορία των Ζεφάδων», φωτίζοντας το μυστήριο της κακοδαιμονίας του Βασίλη και δίνοντας κι άλλη εκδοχή (κάποιος τον έφα, λέει, επειδή δεν ήθελε την Ένωση με την Ελλάδα. Τον είχαν ακούσει να λέει σα παιδία που τους έκανε μάθημα σο σκολείο ότι το Δρεπένι είχε και από παλαία Αλβανούς. Ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε μονοιασμένοι αναμεταξύ μας. Ότι άμα μάθουμε να δείχνουμε σέβα ο ένας σον άλλονε, θα είμεσα όλοι νούρι (μια χαρά). Πού ηκούστη!).
     Η Τέτα μιλά με τρυφερότητα για τον Παύλο, για τη γνωριμία τους και την θετική της απάντηση να τον παντρευτεί παρόλο που ήταν ανήκουστο να θελήσει γυναίκα να «πάρει Ζέφο», άνθρωπο σημαδεμένο και ανάπηρο. Με συμπόνια και σπάνια καλοσύνη όμως μιλάει για τον πεθερό της τον Βασίλη, παρόλο που είναι τρομακτικός. Στη συνέχεια μιλά για τα παιδιά της που γεννιούνται ένα ένα, και φέρνουν αγάπη και χαρά στο σπιτικό, κι όλοι από τότε «γλύκαναν», ακόμα κι μισότρελη η Ρόζα.
     Με τον θάνατο του Εμβέρ (κλάμα που ρίξαμε όλοι! Αναΐα!), βάζει πείσμα να κατέβουν στην Ελλάδα, πιο πολύ σκεπτόμενη τα παιδιά (ήδη είχαν γεννηθεί τα δυο μικρά, ο Αλέξανδρος κιο Μενέλαος), να μάθουν τέχνη, να σπουδάσουν. Η μεγάλη πληγή της απώλειας του τρίχρονου Μενέλαου, αγιάτρευτη. Παρόλ’ αυτά σφίγγουν τα δόντια, νιώθουν σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα αλλά συνεχίζουν για τη Μεθενιά (φανταστικό χωριό στην Πελοπόννησο). Οι δυσκολίες ανυπέρβλητες, η προσαρμογή δύσκολη, οι ταπεινώσεις συνεχείς και απροσδόκητες (το ήγλεπες στα μάτια τους ότι μας είχανε για Αλβανούς, για ξένους, για φτύματα).
     Ο μονόλογος της Τέτας είναι συγκλονιστικός. Όχι μόνο γιατί διατρέχει όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς (μέχρι το 2014 που επιστρέφει χήρα πια στο Δρεπένι), της εξοντωτικής δουλειάς, της απίστευτης προσπάθειας να εξοικειωθούν και να βρουν τον πραγματικό τους εαυτό, να κάνουν φίλους, να σπουδάσουν τα παιδιά, να τα βλέπουν να φεύγουν και να εκπατρίζονται ξανά κλπ κλπ, αλλά γιατί κρατά μέσα σ’ όλες αυτές τις αντιξοότητες σαν σπάνια φλόγα την ανθρωπιά, την κατανόηση, την αγάπη της για όλους και για όλα. Μέσα στη δίνη μιας δύσκολης επιβίωσης καταφέρνει να δίνει την καρδιά της και να προσαρμόζεται σε κάθε αλλαγή, σε κάθε αναποδιά, να κάνει όνειρα, να βλέπει μπροστά.
     Αλέξανδρος
Κάποτε είχε πιστέψει, είχε ελπίσει μάλλον ότι το μίσος θα έφτανε για να τον κάνει να σηκώνεται απ’ το κρεβάτι το πρωί, όμως τώρα το ξέρει:
Το μίσος δεν αρκεί, κι η αγάπη είναι τόσο δύσκολη

     Μεταφερόμαστε απότομα στο «σήμερα», στο τέταρτο μέρος του βιβλίου (“Electric blue”) όπου ο αφηγηματικός λόγος είναι κλασικός (όπως και στο κεφάλαιο «Πέτρος»), σ’ ένα όμως τελείως φουτουριστικό σκηνικό, στον ουρανοξύστη Χάνκοκ της Βοστόνης. Μαθαίνουμε για τον νεαρό Αλέξανδρο ότι αγαπούσε μια Άννα αλλά χώρισε, ότι η σημερινή σύντροφός του απαιτεί κουβέντα κι όχι μόνο σεξ («Είσαι σαν μηχανή» του λέει. «Ναι ρε φίλε, σαν μηχανή»), ότι τον απασχολεί το γράψιμο καθώς κρατά ποιήματα σ΄ένα «μικρό μαύρο τετράδιο» (το γράψιμο, αυτή η ανάδευση κα το κλώσιμο του πόνου, είχε σταθεί η καλύτερη αφορμή που του είχε εμφανιστεί προκειμένου να μη ζει). Γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι ο χαμένος, χωρίς πατρίδα Αλέξανδρος, εξαφανισμένος για όλους, αναζητά ίχνη από την μυστήρια εξαφάνιση του μικρού αδερφού (τον οποίο βέβαια δεν θυμάται): λένε ότι ο Μενέλαος χάθηκε στα σύνορα –χάθηκε; Πώς χάθηκε;- λοιπόν αν ο Μενέλαος είναι έκκεντρος, ο Μενέλαος είναι πιο έκκεντρος, αν ο Αλέξανδρος είναι ευερέθιστος, ο Μενέλαος είναι πιο ευερέθιστος. Μέσα στους συλλογισμούς του Αλέξανδρου αναδεύεται σαν σε όνειρο η εκδοχή του Μενέλαου, της πορείας του σαν μικρό παιδάκι που χάθηκε, το μεγάλωμά του, η ζωή του προβάλλει σαν σε ονειροφαντασία. Για τον Αλέξανδρο και για τον αναγνώστη.
     Μια φωτογραφία τυχαία, μοιραία γίνεται αφορμή για να ξεδιπλώσει ο Αλέξανδρος την εμμονή του (με τον Μενέλαο μαζί θα μπορούσαν να γεμίσουν τις ξεχειλωμένες ρωγμές του χρόνου) και να ακολουθήσει το αμφίβολο νήμα της μέσα στις μεγαλουπόλεις της Αμερικής. Ο συγγραφέας, πέρα από το αίσθημα του «αδύνατου νόστου» μάς χαρίζει τρεις απίστευτες σελίδες όπου μεταφέρεται ο παλμός της Αμερικής, όλος αυτός ο πολύχρωμος σύνθετος κόσμος: ναι εδώ καταλήγουν, εδώ συσσωρεύονται όλα, σκόνη γίνονται και λιώνουν και χυλώνουν για να απλωθούν και να σκεπάσουν σαν μια αόρατη βλέννα στο τέλος τους δρόμους, τους ανθρώπους και τα κτίρια.
     «Βρόμικο φως», το πέμπτο μέρος
     Είναι το μαύρο σημειωματάριο που ξεφορτώνεται κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος, γεμάτο «κείμενα γι΄αυτούς τους λίγους που μπόρεσε να αγγίξει». Αντιγράφω, από το ποίημα γραμμένο για την Άννα:
     Ποιος μου το κάρφωσε, 
όταν γεννήθηκα 
αυτό το σύννεφο στην πλάτη; 
Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Νοεμβρίου 02, 2022

Το αδύνατο, Erri de Luca

Αδύνατο είναι
ο ορισμός ενός γεγονότος μία στιγμή προτού συμβεί.
Όσα μηδενικά κι αν θέλετε να βάλετε,
ούτε η στατιστική ούτε εσείς μπορείτε να αρνηθείτε τις συμπτώσεις.
Υπάρχουν σε πείσμα των μηδενικών.
     Ένα μικρό βιβλίο που ισορροπεί ανάμεσα στον ορθό λόγο και στον λυρισμό, στη στεγνή μαθηματική δικανική γλώσσα και τη συναισθηματική εξομολόγηση. Ένα κείμενο-διάλογος, σχεδόν θεατρικός, όπου κάθε φράση αποκτά πολιτική και ηθική διάσταση, και που διακόπτεται από ανεπίδοτες επιστολές στο αγαπημένο πρόσωπο γραμμένες με σπάνια τρυφερότητα και εσωτερικό, ποιητικό ύφος.
     Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας μεσήλικας αγωνιστής του αντιεξουσιαστικού χώρου (δεν κατονομάζονται λεπτομέρειες) που έχει εκτίσει στο παρελθόν πολλά χρόνια φυλάκισης για πολιτικούς λόγους, και σήμερα, περίοδο πολιτικής ηρεμίας, θεωρείται υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος για φόνο. Συγκεκριμένα, στο απόκρημνο βουνό όπου ως φανατικός ορειβάτης και λάτρης της φύσης ανέβαινε τα τελευταία χρόνια, βρέθηκε «συμπτωματικά» την ίδια μέρα σε δύσβατο κι επικίνδυνο μέρος νεκρός ένας άντρας, καθόλου άγνωστος: ήταν ένας παλιός φίλος του και συναγωνιστής του με τον οποίο είχαν διαρραγεί οι σχέσεις, εφόσον ο τελευταίος πρόδωσε τον αγώνα και κατέδωσε πολλούς συντρόφους, μέσα στους οποίους και τον ήρωά μας. Δεν υπάρχει λοιπόν μόνο ακραία, ακατανόητη σύμπτωση, αλλά και ισχυρό κίνητρο.
Θα σας φανεί παράξενο: 
όντας σε μειονεκτική θέση, ως κρατούμενος,
πιστεύω ότι απέναντί σας πλεονεκτώ.
Έχω περισσότερες ικανότητες να αντικρούω κατηγορίες
απ’ όσες έχετε εσείς να τις αποδεικνύετε.
     Στον διάλογο που διαβάζουμε (χωρίς καθόλου πρόζα) ο δικαστής προβαίνει σε πιεστική ανάκριση, προκειμένου να αναγκάσει τον ήρωα να ομολογήσει. Η περιγραφή των γεγονότων από μεριάς του ανακρινόμενου, δηλαδή η παράθεση των γεγονότων της μέρας του «εγκλήματος» διακόπτεται από ερωτήσεις παγίδες στις οποίες ο ήρωάς μας απαντά με νηφαλιότητα, ετοιμότητα και σταθερότητα. Πέρα από την αφήγηση, που αποκτά σιγά σιγά σπάνια γλαφυρότητα, ο προδομένος αγωνιστής ξεδιπλώνει όχι μόνο έναν αμετανόητο, ανυποχώρητο και σταθερό στις πολιτικές του αξίες άνθρωπο, αλλά και κάποιες εσωτερικές σκέψεις που αποκαλύπτουν σπάνιο χαρακτήρα (καθένας από μας έχει έναν δικό του λόγο που πηγαίνει (στο βουνό). Ο δικός μου είναι να γυρίζω την πλάτη σε όλα, να πάρω αποστάσεις. Αφήνω πίσω μου όλον τον κόσμο. Μετακινούμαι σ’ έναν τόπο κενό και σ’ ένα χρόνο κενό. Βλέπω πώς ήταν ο κόσμος χωρίς εμάς, πώς θα είναι μετά. Ένας τόπος που θα έχει την ανάγκη να τον αφήνουμε στην ησυχία του). Πρόκειται για έναν αγωνιστή που ανήκει σε μια γενιά που έδρασε συλλογικά (γι’ αυτό θεωρώ ασήμαντες τις ατομικότητες, τις προσωπικότητες).
     Καθώς προχωράει η ανάκριση, ο διάλογος παίρνει φιλοσοφική χροιά. Ο κατηγορούμενος αποδεικνύεται πολύ ευαίσθητος στη χρήση των λέξεων,  επαναπροσδιορίζει τους όρους, π.χ. ο νεκρός που τον κατέδωσε δεν είναι «συνεργάτης της δικαιοσύνης» αλλά ξεκάθαρα προδότης (ένα άτομο που καρφώνει τους συντρόφους του για να εξασφαλίσει το πλεονέκτημα να μειωθεί η ποινή του, να ανακτήσει την ελευθερία του, τον χαρακτηρίζω προδότη), η «μετάνοια» ανήκει σε κάτι πολύ προσωπικό και δεν εμπορεύεται τον εαυτό της, κι όταν ο δικαστής τον χαρακτηρίζει «αδιαπραγμάτευτο», απαντά «αδιαπραγμάτευτη ήταν η ποινή που μου επιβλήθηκε –δεν μου χαρίστηκε ούτε μια μέρα. Αρνούμαι τον ορισμό σας, ο οποίος αξιώνει να κρίνει τη γνώμη που έχω για τον πολιτικό μου αγώνα». Διαφωνούν για το τι σημαίνει «εχθρός» και τι «προδότης», τι σημαίνει «θύμα». Το «νεολαιίστικο κίνημα διαμαρτυρίας» -κατά τον δικαστή- ήταν «επαναστατικό κίνημα όχι φοιτητική διαμαρτυρία», ενώ η ισότητα είναι μια πολιτική ιδέα που σημαίνει ισοδυναμία, δηλαδή ίσες ατομικές αξίες. Τα συναισθήματά του προς τους καταδότες δεν είναι περιφρόνηση/μίσος/μνησικακία, αλλά λύπηση (τέτοια άτομα καταλαβαίνουν τον ξεπεσμό τους. Κουβαλούν πάνω τους το βάρος μιας ατίμωσης). Εκείνος, παρά τον εγκλεισμό, δεν νιώθει ίχνος ταπείνωσης, αντίθετα, όπως επαναλαμβάνει πολλές φορές ο δικαστής «εκτίει την ποινή της συμμετοχής του στην οργάνωση». Και η ανάκριση κάποια στιγμή μετατρέπεται σε φιλοσοφική διερεύνηση του κατά πόσο ένα έγκλημα, έστω κι αν έχει διαπραχθεί συλλογικά, παραμένει στο πλαίσιο της προσωπικής ευθύνης. Για τον αγωνιστή μας, εξέχουσα αξία έχει βέβαια η ελευθερία (μπορείτε να μου στερήσετε λίγη από την ελευθερία κινήσεων, όχι όμως την ελευθερία να έχω τις απόψεις μου και τις πεποιθήσεις μου) και η ισότητα, αλλά κυρίως η αδερφοσύνη (είναι το συναίσθημα που συγκρατεί τα νήματα μιας κοινωνίας, ενισχύει την ενότητά της και παράγει την ενέργεια που της είναι απαραίτητη για να πολεμήσει για ελευθερία και ισότητα).
     Η διαφορά ηλικίας ανάμεσά τους δίνει το προβάδισμα στον ήρωά μας που ανταπαντά με αυτοπεποίθηση και μ’ έναν αέρα ειρωνείας (το να μαθαίνεις τα γεγονότα μέσα από δικογραφίες είναι σα να μελετάς τα άστρα κοιτάζοντάς τα να καθρεφτίζονται σ΄έναν βάλτο)· στα επιχειρήματα του δικαστή ότι τον συμφέρει να ομολογήσει την ενοχή του, δίνει την απίστευτη απάντηση «να καταδώσω τον εαυτό μου, δηλαδή, πρωτόγνωρη εμπειρία». Καθώς ο κατηγορούμενος αρνείται την παρουσία δικηγόρου υπεράσπισης (που ορίστηκε φυσικά αυτεπάγγελτα), ο δικαστής, φανερά γοητευμένος από την ισχυρή προσωπικότητα που έχει απέναντί του προχωρά σε πιο προσωπικές ερωτήσεις, που ανασκαλεύουν το παρελθόν και προσπαθούν να αλώσουν τον συναισθηματικό κόσμο. Αποκαλύπτεται ότι οι δυο παλιοί σύντροφοι (ο κατηγορούμενος και ο νεκρός) γνωρίζονταν ήδη από τα μαθητικά θρανία (όσο καλά μπορούν να γνωρίζονται όποιοι υποστηρίζουν τις ίδιες ιδέες), και σε κάποιες περιπτώσεις ο απολογούμενος δεν κρύβει τον θαυμασμό που έτρεφε στο παρελθόν για το θύμα. Ο δικαστής διεισδύοντας στην προσωπική του ζωή και στο παρελθόν, με πολύ προσωπικές ερωτήσεις προσπαθεί να σπάσει τον προστατευτικό φλοιό του κατηγορούμενου ελπίζοντας ότι κάποιο μυστικό θα διαρρεύσει, επί ματαίω όμως (υπάρχει σε σας ένα κράμα αποφασιστικότητας και απόγνωσης που για πρώτη φορά συναντάω).
Μαζί σου έμαθα τη λέξη αγάπη
και τις μέρες-πασχαλινά αυγά,
καθεμιά με μια έκπληξη κρυμμένη μέσα της
     Οι ενδιάμεσες επιστολές που απευθύνονται στην αγαπημένη γυναίκα, σαν ιντερλούδια μας μεταφέρουν σ’ έναν κόσμο τρυφερό, γεμάτο ποίηση και συναισθήματα, σε αντίθεση με το στεγνό, μαχητικό και αμυντικό χαρακτήρα των διαλόγων (αν και προς το τέλος σπάει το τσόφλι). Όπως και στο βιβλίο «Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια», η μεγάλη διάνοιξη της συνείδησης γίνεται μέσα από την αγάπη στο «πρόσωπο» (σε αντίθεση με τον απρόσωπο χαρακτήρα του συλλογικού αγώνα). Μέσα στο κελί της απομόνωσης, όπως επισημαίνει κι ο ίδιος, έχει την δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τις «αποχρώσεις ανεπανάληπτων στιγμών». Μας μεταφέρει ριπές απ’ αυτές τις στιγμές, μονάκριβες αναμνήσεις που τον κάνουν ακόμα ευτυχισμένο· μιλάει ελεύθερα από καρδιάς, εκμυστηρεύεται ότι το να πηγαίνεις στο βουνό, να το ανεβαίνεις, να φτάνεις στην κορφή του, είναι μια προσπάθεια με τις ευλογίες του ανώφελου, κυρίως όμως της μιλάει για τις αποχρώσεις της αγάπης του, μια κατάσταση που δεν την είχε γνωρίσει προτού τη συναντήσει. Που πάει πέρα από τους καυγάδες, τις συγκρούσεις τα ελαττώματα, ώσπου φτάνει ν’ αγαπήσει ακόμα κι αυτά (είναι όπως στο βουνό, μου αρέσει κάθε έκφρασή του, ακόμα κι η βροχή, που σε μουσκεύει καθώς κινείσαι, δε σου παγώνει το σώμα και δε σε αναγκάζει να προφυλαχτείς κάπου/έτσι αποφάσισα αυτός είναι ο δικός μου ορισμός της λέξης αγάπη: εσύ).
     Μιλάει στην αγαπημένη του για τον χρόνο του μέσα στην απομόνωση, τις κουβέντες που αντάλλαξε με τον ανακριτή, κι εκφράζει τις ενδόμυχες σκέψεις του και  τη φαντασία του που στήνει εικόνες και παιχνίδια μέσα στη μοναξιά του (εδώ μέσα είσαι παντού. Δε σε φανταζόμουν τόσο σταθερή). Κυρίως όμως την ευτυχία του να την σκέπτεται, μια ευτυχία που τον κάνει να μην καταλαβαίνει τους συγκρατούμενούς τους που ζηλεύουν τις γυναίκες τους: ένα σωρό στιγμές ευτυχίας έζησα μαζί σου, δεν μου τις στέρησες ποτέ, αντίθετα σκαρφίστηκες τόσες, που δεν μπορούσα καν να τις φανταστώ. 
Εκείνες είναι δικές μου, καταδικές μου, με κανέναν άλλον δεν μπορούν να υπάρξουν ξανά.
     Μέσα από την τελευταία επιστολή στη Λαβίνια μαθαίνουμε και ότι η σχέση ανακριτή και ανακρινόμενου ξεπερνάει τα συνήθη όρια κι έχει απροσδόκητη κατάληξη, αντάξια του ήθους του ήρωα και αρκετά αμφίσημη.
Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2022

Αποδοχή κληρονομιάς, Ανδρέας Νικολακόπουλος

     Πρόκειται για δεκαέξι ευφάνταστα διηγήματα, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους (ως προς τον χώρο, τον χρόνο και τις ιστορικές συνθήκες), που έχουν όμως ως κοινό στοιχείο ότι, ενώ ξεκινούν από μια ρεαλιστική βάση, εκτοξεύονται στο παραμυθιακό/μυθολογικό επίπεδο, αγγίζοντας τις παρυφές του υποσυνείδητου και του συλλογικού ασυνείδητου. Επίσης, είναι άξιο παρατήρησης ότι τα 14 από τα 16 καταλήγουν σε θάνατο του κεντρικού προσώπου, πολλές φορές τόσο αποτρόπαιο που σχηματίζεις την εντύπωση ότι αρέσκεται ο συγγραφέας σ’ ένα είδος διαστροφής.
     Όμως όχι. Ας μην νομίσει όποιος διαβάζει αυτήν την ανάρτηση ότι το πρόσημο της ανάγνωσής μου είναι αρνητικό, κάθε άλλο. Η μεστή γραφή και η καταβύθιση μέσα στην άβυσσο της ανθρώπινης φύσης, η διερεύνηση της ψυχής στις ακραίες της εκφάνσεις, η αναζήτηση της γνησιότητας και των δεσμών με τη Φύση -που έχει χαθεί στους αλλοτριωμένους μας καιρούς-, τέλος η μεταφορά μέσα από το γήινο και το λαϊκό στο υπερ-φυσικό και το άπιαστο· όλα αυτά μας μεταφέρουν στο σύμπαν των θρύλων, των μύθων και κατά συνέπεια σε άλλο πνευματικό σύμπαν, μη ρεαλιστικό αλλά ίσως πιο πραγματικό. Πρόκειται για μια «κραυγή στο ανείπωτο» όπως γράφει ο Χρίστος Παπαγεωργίου στην εύστοχη παρουσίασή του.
     Ο συγγραφέας φαίνεται να διερευνά τα όρια της ανθρώπινης συνείδησης, εκεί που την απειλεί ο αρχέγονος φόβος των φυσικών στοιχείων, των άγριων ζώων, η φρίκη του φονιά· η φρίκη της αγιάτρευτης αναπηρίας, η φρίκη της εκμετάλλευσης και του βασανισμού· η σαγήνη που φτάνει στη διαστροφή, η ψυχοφθόρος ζήλεια, η ύβρις, η παντοδύναμη κατάρα, η δίψα για εκδίκηση. Και φυσικά η φρίκη του πολέμου. Όλα τα διηγήματα, εκτός από την «Αποδοχή κληρονομιάς», αγγίζουν αυτές τις πρωταρχικές, ανεξέλεγκτες δυνάμεις, φυσικές και ψυχικές, που ταλανίζουν και δοκιμάζουν τον άνθρωπο: στο διήγημα «Αλησμονιά», ο «διαβολοπαρμένος» Λουκάς από χωριό του Κορινθιακού, νιώθει τέτοιο υπερφυσικό φόβο για τη θάλασσα (οι γονείς του σκυλοπνίγηκαν στη μέση του Κορινθιακού ενώ η θάλασσα ήταν λάδι) ώστε αυτοεξορίζεται στο Τρανό Λαγκάδι· η θάλασσα είναι που καταπίνει και τον νεαρό Οντυσσέα, σφουγγαρά στον Εμπορειό της Καλύμνου, στο διήγημα «Η μάστιγα», καθώς προσπαθεί να ξεριζώσει μαγικό βοτάνι από τον βυθό της θάλασσας, για να σώσει τον πατέρα του απ’ την κακιά αρρώστια (καθώς η θάλασσα ρουφούσε μέσα της τον Οδυσσέα, μαζί με όλα του τα νιάτα, τα κύματα έξω της χαμήλωναν την ορμή της, ώσπου ΄φταναν ξέπνοα στην ακτή. Σαν να χάιδευε τη γη η Αγια- Θαλασσινή για το στερνό της δώρο) · στο διήγημα «Πικρά χαμπέρια» η δολοφονική χιονοθύελλα είναι που υποδέχεται τον Σωτήρη, μετανάστη από την Αμερική, που μετά από απίστευτη οδύσσεια επιστρέφει στα πάτρια· και το διήγημα «Του λύκου» τοποθετημένο καθόλου τυχαία στη Λυκόσουρα Αρκαδίας, έχει να κάνει με τον πανάρχαιο εχθρό και τη μόνιμη απειλή των βουνίσιων περιοχών, τον λύκο.
     Δεν είναι όμως μόνο η Φύση αυτό που τυραννά τον άνθρωπο αλλά και τα δικά του, ιδιαίτερα ανθρώπινα πάθη. Τα ακατέργαστα ένστικτα και οι ανεξέλεγκτες δυνάμεις που αποτελούν προέκταση των γήινων καταβολών. Όπως είπαμε παραπάνω, πρώτα πρώτα η ζήλεια που πυροδοτεί αρχαίες κατάρες και πατροπαράδοτα μάγια, όπως στο διήγημα «Η ασημοκεντήστρα», τοποθετημένο στα 1909 (μετά τον «ατυχή πόλεμο»), στην Καστάνιτσα της Αρκαδίας (τσακωνοχώρι)· παρόμοιες μεθόδους μετέρχεται και η γερόντισσα στο «Μαυρονέρι της Στυγός» που έστειλε στον άλλο κόσμο τον «διαβολεμένο» Κωνσταντάκη δίνοντάς του μια περίεργη «συνταγή» για να ακολουθήσει και να απαλλαγεί από την ενοχή αθέλητου φόνου· και από λύσσα για φρικτή εκδίκηση, στο διήγημα «Θεός 92 μιλίων», διέπραξε αιματηρό φόνο ο προδομένος Σταμάτης, που σκότωσε αδίστακτα την γυναίκα του και τον εραστή της (Αφροδίτη και Άρης τα ονόματά τους, τυχαίο;), προτού πάρει την BSA Gold Star μηχανή, για να φύγει μακριά με 92 μίλια την ώρα και συνεπιβάτη τον θάνατο.
     «Μια σύγχρονη ιστορία» ονόμασε ο συγγραφέας το υπερ-φυσικό διήγημά του που αναδεικνύει τη διαστροφή του χήρου Αλεβίζου προς την όμορφη και μονάκριβη κόρη του, θέλοντας ίσως να δείξει τη διαχρονική κατάρα που στοιχειώνει την ανθρωπότητα, να σαγηνεύεται ο πατέρας από την ανυποψίαστη κόρη. Ανατρέφοντάς την με παραμύθια και αρχαίους μύθους, της διηγήθηκε την φρικιαστική ιστορία των Είκοσι Τριών Θανατικών προτού την οδηγήσει στη σπηλιά όπου διαπράχτηκε το πολλαπλό έγκλημα και να επαναλάβει με τραγικό τρόπο τα στοιχεία του θρύλου.
     Το διήγημα «Θάνατος στις καλαμποκιές» αναφέρεται στον μυστηριώδη θάνατο του μικρού Κλεομένη, του γιου του κύριου Αγησίλαου που ήταν το αφεντικό σε αρχοντικό της Λακωνίας, με πάρα πολλά στρέμματα με καλαμπόκι, δίνοντας δουλειά σε όλα τα χωριά γύρω γύρω. Ο κύριος Αγησίλαος έχει φοβερή αδυναμία στον μοναδικό του γιο, ο οποίος όμως «γεννήθηκε λειψός. Όχι στο σώμα μα στο μυαλό». Η ταύτισή του με το αρχαίο πνεύμα των Σπαρτιατών έρχεται σε βίαιη αντίθεση με την πραγματικότητα, κι έτσιο ίδιος δίνει μια απρόσμενη λύση στην εσωτερική του σύγκρουση. Τέλος, η ύβρις, με την αρχαιοελληνική έννοια είναι το βαθύτερο υπόστρωμα στο διήγημα «Ελάφια αγριεμένα», όπου ο ήρωας και αφηγητής, «γουρουνάς» -δηλαδή κυνηγός αγριόχοιρου-, προσβάλλει το πνεύμα της αρχαία θεότητας (της Αλφειαίας, Ελείας, Λιμνάτιδας κλπ), που κατοικεί ακόμα στο εκκλησάκι της Παναγιάς της Κλωκοβίτισσας. Ελάφια θηλυκά, έλεγε ο θρύλος, έτρεχαν σε σχηματισμό κυκλικό παραμονές των εννιάμερων της Παναγίας. Και ο ιερέας πατέρας του ήρωα, φανατικός παπάς αλλά που κρατά πολλά βιβλία «για άλλους, θεούς, παλιούς και ελληνικούς», κάνει σπονδή στην «κόρη του Διός με τα πολλά ονόματα, την Τιτανίδα, την τοξότρια…».
     Δεν είναι το μοναδικό διήγημα όπου η αρχαιοελληνική παράδοση και θρησκευτική λατρεία φαίνεται να έχει ακόμα επιρροή στους ανθρώπους. Στις καθαρά αγροτικές περιοχές, όπου ο εξευμενισμός των θεών ήταν μέρος του τελετουργικού επιβίωσης, οι βαθιά ριζωμένες πίστεις απλώς αντικαθίστανται από αντίστοιχες χριστιανικές. Έτσι, βλέπουμε τον ήρωα στο «Μαυρονέρι της Στυγός» να καταφεύγει για λύτρωση στα Ύδατα της Στυγός, για να αντιμετωπίσει τις Ερινύες, και να εξευμενίσει την Στύγα, (που, όπως επισημαίνεται και στο διήγημα, γέννησε ένα παιδί που το ονόμασε Έχιδνα). Αλλά και στο διήγημα «Θάνατος στις καλαμποκιές», όχι μόνο τα ονόματα της οικογένειας στη γη τη Λακωνίας είναι αρχαία σπαρτιάτικα, αλλά ο πατέρας Αγησίλαος, άρχοντας μορφωμένος με ιστορικές γνώσεις, θέλει να γαλουχηθεί ο γιος του ώστε «να γίνει απόγονος άξιος των Λακεδαιμονίων». Η Λυκόσουρα, η πόλη όπου διαδραματίζεται το διήγημα «Του Λύκου», είναι σύμφωνα με τον Παυσανία «η πρώτη πόλη που ιδρύθηκε στον κόσμο».
     Δεν είναι τυχαίο ότι τα διηγήματα δεν αναφέρονται καθόλου στην αστική ζωή, αλλά εκκινούν από έναν τόπο τοποθετημένο στην επαρχία, πάντα πολύ συγκεκριμένο –έψαξα από περιέργεια τα τοπωνύμια και την ιστορία των τόπων αδρομερώς, και διαπίστωσα ότι είναι υπαρκτά και με στοιχεία τεκμηριωμένα. Ακόμα και στο διήγημα «Προγονικό», το μόνο τοποθετημένο εκτός Ελλάδος (αλλά που αφορά την ιστορία των Σμυρνιών κυρίως και άλλων Ελλήνων που το 1768 ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Άντριου Τέρνμπουλ, του Σκοτσέζου γιατρού που με τη Σμυρνιά γυναίκα του έδωσαν εργασία στο τεράστιο κτήμα τους στην σημερινή[1]Νέα Σμύρνη της Φλόριντα), τα στοιχεία είναι ιστορικά ακριβή. Έτσι, παρακολουθούμε με ενδιαφέρον ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία της Καλύμνου-Τελένδου στο διήγημα «Μάστιγα», βλέπουμε ότι ο Κλωκός του διηγήματος «Ελάφια αγριεμένα» είναι όντως μια κορφή κρημνώδης κοντά στον Σελινούντα ποταμό, κλπ κλπ.
     Το μόνο που αγγίζει έμμεσα την αστική ζωή είναι το τελευταίο, το ομότιτλο «Αποδοχή κληρονομιάς» που λειτουργεί και σαν επίλογος (όχι μόνο επειδή είναι το τελευταίο του βιβλίου). Εδώ ο ήρωας, με καταβολές απ’ το χωριό, έχει απαρνηθεί την ζωή στο χωριό (εκείνο το καταραμένο μέρος), παρόλο που διατηρεί ζεστές, παιδικές αναμνήσεις. Με αφορμή όμως τον θάνατο του παππού επιστρέφει, κι αυτός ο «νόστος» τον φέρνει μπροστά σε δυνατές συγκινήσεις (μαζί με τα δάκρυα κύλησαν στο πάτωμα τα ψέματα που με τάιζε η ζωή σαράντα χρόνια), αλλά και σε μεταστροφή με ακραίες συνειδητοποιήσεις. Καυτές αλήθειες είναι αυτές που ξεστομίζονται από τον καρδιακό φίλο του παππού του: "Άκου λοιπόν για να μαθαίνεις. Αυτός ήταν ο ήρωας κι ο αγωνιστής. Αυτός κι όλοι αυτοί οι γέροι εδώ έξω.. αν θες παράσημα να δεις, για κοίτα τα κορμιά τους. Κοίτα τις χαρακιές και τα στραβωμένα δάχτυλα. Κοίτα τις σκορπιδαγκωματιές και τα κοψίματα από τα κλαδευτήρια. Θες μάχες να δεις; Τα δικά μας τα πεδία μαχών είναι τα αλώνια. Εκεί ματώσαμε εμείς για μια ιδέα. Να χτίσουμε στα ερείπια του τόπου κάτι, για να τα’ αφήσουμε σ΄εσάς, να μη μας λησμονάτε".
     Άφησα για το τέλος την αναφορά σε τέσσερα διηγήματα, που έχουν είτε άμεσα είτε έμμεσα αντιπολεμική, ανθρωπιστική χροιά.
     Στο διήγημα «Μαΐστρος», ο νεκρός πια ήρωας είναι και ο αφηγητής. Νεκρός από τα πυρά των συντρόφων του, όταν εκείνος όχι μόνο αρνήθηκε να σκοτώσει τους ανυποψίαστους δερβίσηδες που βρέθηκαν να χορεύουν κοντά στο στρατόπεδο των Ελλήνων, αλλά στράφηκε ενάντια στους Έλληνες στρατιώτες που «γάζωναν τους λευκοντυμένους άντρες». Ζωγράφος πριν την Μικρασιατική εκστρατεία, μας ξεναγεί αρχικά στο εγκαταλελειμμένο του ατελιέ σ’ ένα πολύ μικρό κι ασήμαντο χωριό κοντά στα Καλάβρυτα, δίνοντας έτσι το στίγμα του, την αφετηρία: ένας απλός στρατιώτης ανάμεσα σε όλους όσους ζούσαν ευτυχισμένα, μέχρι που τον κάλεσαν στην επιστράτευση (Τον καιρό που ακολούθησε είδαν πολλά τα μάτια μου. Χωριά να καίγονται, βρέφη να σφαγιάζονται πριν καν πουν λέξη, γυναίκες να ατιμάζονται και άντρες να εκτελούνται μέσα στα δάκρυά τους χωρίς κανένα έλεος/κτήνη με στολές καταντήσαμε όλοι/άκουγα το τραγούδι και μου ερχόταν να σπάσω το Ένφιλντ μου και να κλοτσήσω το κράνος μου μακριά, μπας και ξανάβρισκα τον άνθρωπο που είχα μέσα μου). Ο απλός ορεσίβιος ήρωας βλέπει τους γραμματιζούμενους με καχυποψία (έρχονταν από αστικά μέρη, με την ιδέα της Μεγάλης Ελλάδας σφηνωμένης μέσα τους.(…) Είχαν τη γνώση μέσα στα σπίτια τους, δεν έψαξαν το μέσα τους καθόλου.(…) Αυτοί δεν είχαν ιερό και όσιο την ώρα της σφαγής).
     Έτσι άμεσα αντιπολεμικό, αντιηρωικό κι αντεθνικιστικό είναι και το διήγημα «Λευκός θάνατος». Και πάλι ο κεντρικός ήρωας είναι και αφηγητής, με καταγωγή από τη Νικομήδεια/Ιζμίτ, στην περιοχή που στην αρχαία ιστορία γνωρίζουμε ως Βιθυνία (η ιστορία του μέρους μεγάλη κι απ’ ό, τι έμαθα κι εγώ εδώ κι εκεί χιλιοκατακτημένος ο τόπος μου). Γευόμαστε κι εμείς οι αναγνώστες τον αέρα από μια ιστορική περιοχή, με πολλούς λαούς που συγκατοικούσαν «μονιασμένα», δουλεύοντας σε ορυχεία και εκτρέφοντας άλογα. Άλογα ελεύθερα στα βουνά τον χειμώνα (αυτή η παλιά συνήθεια ερχόταν από τα παλιά χρόνια, όταν οι Κιρκάσιανς, ο παλιός εδώ λαός, ημέρωσε τα άλογα των βουνών). Ο ήρωάς μας έγινε ειδικός στα άλογα, εκπαιδευτής και γιατρός, και ανάμεσα στα πολλά άλογα της οικογένειας ξεχώρισε τον Αρχοντή, ένα μοναδικό, κατάλευκο, περήφανο άλογο (εμένα ο καλύτερός μου φίλος λεγόταν Αρχοντής, λέει στην αρχή του διηγήματος).
     Ώσπου ξέσπασε η Εκστρατεία του Καυκάσου, το 1914 (εμείς στο Παραλί προσπαθήσαμε να μην μπλεχτούμε, μα το μπλέξιμο ήρθε σε μας). Αρμένηδες, Τούρκοι, Ρώσοι. Όταν οι Τσέτες άρχισαν να σφάζουν τον κόσμο του χωριού (τους άνδρες που μέχρι χθες έπιναν καφέ και σαλέπι μαζί, κι ανάμεσά τους βρισκόταν ο πατέρας μου, τα δυο μου αδέρφια κι ο παππούς μου), ο ήρωας είχε κρυφτεί σε σπηλιά και σώθηκε. Μέσα στη δίνη της καταστροφής έμεινε ολομόναχος, με μοναδική συντροφιά τον Αρχοντή, το μόνο άλογο της ράτσας του που επιβίωσε. Η συμμετοχή του αργότερα στη Μικρασιατική εκστρατεία μαζί με τον Αρχοντή, δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να υπαινιχτεί και τον αμφίσημο ρόλο του «ένδοξου ελληνικού στρατού», τον χαμό στην καταστροφή της Σμύρνης, κυρίως όμως να εστιάσει στην αθλιότητα του πολέμου με επιστέγασμα τον αποχαιρετισμό στον πιστό του σύντροφο, εκείνον που δεν τον νίκησε καμιά αρρώστια, κανένας διωγμός και καμία μάχη, μα των πολιτικών η αχρηστιά κι εκείνο το πικρό κρασί κάποιας χαμένης νίκης…
     Την αγωνία του κατακτημένου λαού μάς μεταφέρει και το διήγημα «Ο Νικολής το σκιάχτρο», όπου ο ήρωας ο Νικολής υπερφυσικά ψηλός και λιγνός, και ολίγον αποκλίνων, είναι αυτός που αυτοθυσιάζεται όταν στη διάρκεια του Β΄ παγκόσμιου πολέμου -που η πείνα, και ο φόβος θερίζουν όλο το χωριό-, μια φάλαγγα Γερμανών περνά ξυστά από το εξαφανισμένο στην ομίχλη χωριό.
     Συγκλονιστικό στην αμεσότητα με την οποία βιώνει τη φρίκη του πολέμου είναι ο «Τρωγλοδύτης». Εδώ ο ήρωας, φοιτητής στο Λονδίνο το 1936, παρατάει τις σπουδές και κατατάσσεται με ενθουσιασμό στην ισπανική λεγεώνα, στον Δημοκρατικό Στρατό, παρασυρμένος από την ξεσηκωτική φράση που οδήγησε χιλιάδες νέους απ΄όλον τον κόσμο στον αγώνα κατά του φασισμού: «Ο ισπανικός λαός ετοιμάζεται για την έφοδο στον ουρανό». Η σπαραχτική εικόνα του ανυποψίαστου νεαρού παιδιού που σκότωσε με μαχαίρι, μέσα σε τούνελ κάτω απ’ το χώμα ήταν το βίωμα που του ανέτρεψε όλη τη ζωή (ζωντανό νεκρό μ’ έστειλαν πίσω στη χώρα μου). Ο ήρωάς μας οδηγήθηκε σαν τρελός κουρελής μέσα από τις Άλπεις στην πατρίδα του, όπου έζησε από κει και πέρα διαβολοπαρμένος, αλαφροΐσκιωτος, τρωγλοδύτης. Όμως στη διευρυμένη του συνείδηση, μέσα στα χαμένα λογικά του παρελαύνουν όλοι οι αδικοχαμένοι των πολέμων (οι ατραγούδιστοι νεκροί και των εχθρών χαμένοι), νεκροί από τον Γρανικό κι απ’ την Τριπολιτσά κι απ’ τον Τρωικό πόλεμο ακόμα (Μέσα στις λάσπες είδα το πτώμα του Έκτορα σκυλοφαγωμένο, που άλλο τίποτα δεν έκανε πέρα από το να τιμήσει το σπιτικό του. Είδα την Εκάβη και την Κασσάνδρα αιματοκυλισμένες, να με κοιτούν με απέχθεια. Ποιον, εμένα, τον απόγονο αυτών που πήγαν να μοιράσουν τον πολιτισμό εκεί στα πέρα μέρη). 
      Κι εδώ ο αφηγητής/συγγραφέας μας χαρίζει από τις σπαραχτικότερες μεταστροφές και αναδιπλώσεις της ανθρώπινης συνείδησης:
     Πέρασε ο καιρός κι εγώ σα να΄μουνα χαμένος. Ξυπνούσα μέσα σε όνειρα θολά και μπερδεμένα. Ακόμη και στον ύπνο μου έσκιζα τα στέρνα της γης με το φτυαράκι μου. Έσκαβα και κοιμισμένος, για να βρω τον νεαρό Ισπανό που είχα σκοτώσει και να του πω συγνώμη. Συγγνώμη ου τον σκότωσα και δεν με τιμωρήσαν. Συγγνώμη που έσφαξα ένα παιδί που απλά έκανε απ’ την άλλη μεριά ό, τι είχαν ζητήσει και σε μένα να κάνω απ΄τη δική μας την πλευρά. Να του πω ευχαριστώ που μέσα στην κοιλιά της γης μού έδειξε την αλήθεια. (…) να του πω ευχαριστώ που μ’ έκανε και αγάπησα τον εχθρό μου κι άκουσα τη φωνή του. (…) Γιατί πάνω απ’ τους νόμους τους ανθρώπινους και τις λαμπρές ιδέες υπάρχει η φύση κι η ζωή, που σ΄αυτές το Δίκιο υπακούει.
Χριστίνα Παπαγγελή

1] https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%B9%CE%BF%CF%85_%CE%A3%CE%BC%CE%AF%CF%81%CE%BD%CE%B1_%CE%9C%CF%80%CE%B9%CF%84%CF%82_(%CE%A6%CE%BB%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BD%CF%84%CE%B1)?fbclid=IwAR0OqL8jkD130yqVd0QIXtxRBiVsUnGdSuelOETMYDFRc6Q0jz_8RjEbHzE

Σάββατο, Οκτωβρίου 22, 2022

μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη, Αλκιβιάδης Τσαπούλης

     Βαθιά συγκίνηση μου προκάλεσε το βιβλίο αυτό, του οποίου ο συγγραφέας μού είναι όχι ακριβώς φίλος, αλλά ένα αγαπημένο πρόσωπο από το παρελθόν: υπήρξε για πολλά χρόνια ο γυναικολόγος μου, 
αυτός που με συνέτρεξε σε πολύ δύσκολες και πολύ προσωπικές στιγμές, μέσα στις οποίες συγκαταλέγονται και οι γέννες των δύο κοριτσιών μου.
     Ήταν λοιπόν ευχάριστη έκπληξη η πρόσφατη επικοινωνία μας μετά από πολύ καιρό, προκειμένου να έρθει στα χέρια μου το «Μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη, κατοχικά και μετακατοχικά». Το ενδιαφέρον μου ήταν διπλό: η βαθύτερη γνωριμία με έναν άνθρωπο που του οφείλω πολλά αλλά που κυρίως συμμετείχε σε κρίσιμες φάσεις/αποφάσεις της ζωής μου, και η βαθύτερη γνωριμία με την πόλη της Θεσσαλονίκης που εξ ορισμού είναι γητεύτρα και πλανεύτρα, και μάλιστα την μακρινή αυτή περίοδο των κατοχικών χρόνων.
     Ωστόσο, το βιβλίο είναι κάτι παραπάνω από μια απλή βιογραφία. Δεν είναι καν αυτοβιογραφία, όπως επισημαίνει με οξυδέρκεια ο συγγραφέας (π.χ. μπορεί να παραλείπονται ολόκληρες περίοδοι και σταθμοί κλασικοί στη ζωή του), αλλά μια απόπειρα καταγραφής των βιωμάτων που καθόρισαν τη συνολική ψυχική πορεία του συγκεκριμένου ανθρώπου, που ένιωσε την ανάγκη να συνοψίσει, να ανακεφαλαιώσει, να αναστοχαστεί το νόημα της ύπαρξής του. Μια ανασκόπηση που νοηματοδοτεί τον βίο, όπως θα’ πρεπε να κάνουμε όλοι συνέχεια στη ζωή μας, και που κάνουμε ίσως αναπόφευκτα όταν ο κίνδυνος ή ο Χρόνος μάς χτυπάει την πόρτα.
     Η καταγωγή και οι οικογενειακές καταβολές είναι αυτό όπου αρχικά προστρέχει ο καθένας μας προκειμένου να νιώσει τις ρίζες του, τη σύνδεσή του με το γήινο και με τον Χρόνο. Η πρώτη έκπληξη ήταν ότι και οι δυο προπάπποι ήταν Βλάχοι. Ο παππούς της μητέρας, Γιάννης Βογιατζής,από το Μοναστήρι («απίθανο Βαλκανικό καζάνι»), που τότε βέβαια ήταν υπό την οθωμανική κυριαρχία, κι έτσι υπήρχαν μέχρι τα νεότερα χρόνια παρακλάδια της πολυπληθούς οικογένειας στη Σερβία. Από την πλευρά του πατέρα, ο Δημήτριος Τσαπούλης (τσάπος =τράγος) από το Λιβάδι του Ολύμπου, το Κουτσολίβαδο. Ένας πλούσιος ζωοτρόφος, της εποχής εκείνης, ένας καουμπόη των Βαλκανίων, κινούμενος μέσα στην Τουρκο- Αλβανική επικράτεια/από κοντά και η μύηση στις Αδελφότητες και τις Μυστικές Εταιρείες τις ταγμένες στον Αγώνα για την ανεξαρτησία και την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Ο συγγραφέας υπολογίζει ότι ο συνθήκες αλλά και ο χαρακτήρας του προπάππου του, που ήταν καρδιακός φίλος με τον γιατρό Θανάση Αστερίου -ηγετική φυσιογνωμία στον αγώνα για την ανεξαρτησία-, συμμετείχε στις εξεγέρσεις που προηγήθηκαν της ένωσης της Θεσσαλίας με την Ελλάδα, το 1881. Ο Δημήτριος Τσαπούλης μετά την ένωση της Θεσσαλίας δεν διάλεξε την προσφυγιά στη νότια Ελλάδα (το Λιβάδι έμεινε στην οθωμανική επικράτεια), αλλά μετοίκησε με τη πολυπληθή φαμελιά του στη Θεσσαλονίκη, όπου με τη ρευστοποιημένη, μεγάλη περιουσία οι απόγονοι έζησαν άνετα, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 20ου αι., ιδρύοντας έναν αλευρόμυλο. Όταν πια η εβραϊκή επιχείρηση ΑΛΛΑΤΙΝΗ εκτόπισε τις μικρές αλευροβιομηχανίες, ίδρυσαν το ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ, που έγινε σύντομα κέντρο διερχομένων (αβίαστα μου προκύπτει η έμπνευση των παππούδων μου να κατευθύνουν τη βιοποριστική τους προσπάθεια ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ, το πιο γραφικό αλλά και νευραλγικό σημείο της πόλης).
     Ο συγγραφέας αποδίδει τιμή σε όλους τους προγόνους που ακολούθησαν τον προπάππο (και αντίστοιχα βέβαια τους προγόνους της μητέρας), αναφέροντας ό, τι θυμάται και διασώζοντας την αντικειμενικότητα αναφέροντας σε ποιο βαθμό οι πληροφορίες είναι ελλιπείς. Και οι δύο κλάδοι της οικογένειας είχαν χρήματα και αρχοντικές καταβολές, τηρουμένων των αναλογιών. Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων και των βίων συνοδεύεται από φωτογραφίες της εποχής. Παράλληλα με την ατμόσφαιρα του φευγαλέου που γευόμαστε κι εμείς οι αναγνώστες, καθώς βλέπουμε τις γενιές να διαδέχονται η μια την άλλη, τους άπειρους συγγενείς -και την άγνωστη έκβαση της τύχης τους πολλές φορές- δίνεται και ο παλμός της εποχής, εποχής χρωματισμένης με σημαδιακά γεγονότα: φυματίωση, μετανάστευση, πόλεμος, μεσοπόλεμος, Β’ παγκόσμιος, μετακομίσεις, οικονομικές καταστροφές. Και οι κοπέλες, οι κόρες της οικογένειας σκορπισμένες στον τόπο καταγωγής των συζύγων τους.
     Μέσα από τα σπίτια που αλλάζει η οικογένεια παρακολουθούμε και την μικροϊστορία της Θεσσαλονίκης: η πυρκαγιά του ’17 έδιωξε τους Τσαπούληδες από τα «ξύλινα Μακεδονίτικα και Τούρκικα» σπίτια, μετακόμισαν στην περιοχή του Αγίου Νικολάου (στο ίδιο σπίτι όπου είχε γεννηθεί ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ενώ μαθαίνουμε ότι εκεί κοντά μεγάλωσαν κι ο Κώστας Βουτσάς και Τάκης Κανελλόπουλος). Ακολουθούμε τον γέρο πια και παροπλισμένο παππού Αλκιβιάδη να κατηφορίζει μπροστά από το φαρμακείο του Γαβριήλ Πεντζίκη (και όσους συγγραφείς και ποιητές ήταν μαζωμένοι εκεί μέσα) για να κάνουμε στάση στο στιλβωτήριο του φίλου του Λάζου. Ήδη, έχει πια γεννηθεί ο αφηγητής και συνοδεύει τον παππού του στις στιγμές της ραστώνης και της ουζοκατάνυξης (αναρωτιόμουν, καθώς τόσο λίγα ήξερα για τη ζωή του, τι να ονειροπολούσε ο γέρος, οπού να’ τρεχε ο λογισμός του, ποιες μνήμες, ποιες εικόνες και από πού τάχα τις ανακαλούσε. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές είχα τη βεβαιότητα ότι τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβαινε· ο παππούς παραδίδονταν στο τίποτε, όπως παραδινόμαστε στον ήλιο, στη θάλασσα, στη μουσική ή σε μια ωραία οπτασία). Στο «ευρύχωρο πρατήριο του Μπουτάρη, γεμάτο αναθυμιάσεις οινοπνευματωδών ποτών με εξάρχουσα τη μυρωδιά της ρακής», ο μικρός εγγονός κουβάλαγε στον παππού του νταμιτζάνα στο μισό του μπόι γεμάτη με ρακή.
     Καθώς όμως μεγαλώνει και πλησιάζει ο πόλεμος, οι επιχειρήσεις των παππούδων παρακμάζουν, ο πατέρας φεύγει για το μέτωπο (πέμπτη φορά στη ζωή του που ντύνονταν στα χακί) και η οικογένεια μετακομίζει σε μικρότερο σπίτι της οδού Μενελάου. Στη συνέχεια, λόγω των βομβαρδισμών καταφεύγουν στις Κονίστρες Ευβοίας, με την εκτεταμένη οικογένεια της μητέρας και του παππού Γιάννη (άλλον πάτερ-φαμίλια). Μια περίοδος έξι μηνών που ο συγγραφέας καταγράφει ως «η πιο μακρά περίοδος εξοχικής, και μοναδική περίοδο αγροτικής ζωής, που είχα στη ζωή μου». Επιστρέφοντας από την Εύβοια (δύσκολο κι επεισοδιακό ταξίδι λόγω πολέμου), επειδή η οικογένεια είχε ξενοικιάσει στη Μενελάου, κατέφυγαν συν γυναιξί και τέκνοις στο εργοστάσιο χρωμάτων του ίδιου πολυμήχανου παππού, του Γιάννη -δεν είναι τυχαίο ότι τον λένε Βογιατζή/Μπογιατζή-, στην άνω Τούμπα (που κατά τις περιγραφές του συγγραφέα ήταν εξοχή ακόμα). Είναι πραγματικά αξιομνημόνευτες οι αναμνήσεις αυτού του «παιδικού παραδείσου» (φυσικά θαυμάζω πόσο μαλακιά κι εγχάρακτη μπορεί να είναι η μνήμη ενός εξάχρονου παιδιού), που αφορούν όχι μόνο την υπέροχη φύση και τα παιχνίδια, αλλά και την ανεξίτηλη επαφή με τους μεγαλύτερους νεαρούς της οικογένειας (θείους και θείες). Αργότερα, το αρχοντικό των Βογιατζαίων, στη σκιά του Άη Δημήτρη, φιλοξενεί την πυρηνική οικογένεια και αργότερα, ως τελευταία διαμονή πριν όλοι σχεδόν μετακομίσουν στην Αθήνα, η κεντρική κατοικία γωνία Τσιμισκή και Αριστοτέλους. Αντικείμενα- κειμήλια συνοδεύουν τις μνήμες του συγγραφέα, όπως το «αθάνατο, ελβετικό ρολόι», δώρο του παππού του το 1947, το γραφείο από ξύλο λεμονιάς.
     Μέσα από τα μάτια του συγγραφέα, που είναι ακόμα παιδί, βλέπουμε την αναχώρηση των Γερμανών από τη Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του 1944 (είχα ένα αίσθημα για εκείνους τους Γερμανούς που σέρνονταν πάνω στην Εγνατία Οδό, ότι ήταν περισσότερο νεκροί παρά ζωντανοί ή ότι σε κάθε περίπτωση βάδιζαν στον σίγουρο όλεθρό τους) και τη σύντομη περίοδο που επικράτησε στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη το ΕΑΜ, μέχρι τη συμφωνία της Βάρκιζας. Οι οικογενειακές ατυχίες που ακολούθησαν όταν ελευθερώθηκε πια η Θεσσαλονίκη, η παραίτηση του πατέρα από τη θέση του δημόσιου υπαλλήλου , η συμμετοχή στην επιχείρηση του παππού, η επακόλουθη οικονομική πτώση χρόνια μετά διαλύει τους συνεκτικούς δεσμούς που είχαν όλες οι οικογένειες τα χρόνια εκείνα.
     Στην οικογενειακή ιστορία σημαίνοντα και πολύ εξέχοντα ρόλο για τη διαμόρφωση κι ενηλικίωση του ήρωα είχε η παρουσία της κυρα- Δέσποινας, στην οποία αφιερώνεται ειδικό κεφάλαιο, με αφηγήτρια την ίδια. Η Δέσποινα Σύρμου, προσφυγοπούλα από το Αϊδίνι, με μπόλικο τσαγανό και πηγαία αγάπη για τη ζωή, για τα παιδιά, για τη δουλειά της είχε μια μοναδική προσωπική ιστορία (μια από τις πάμπολλες τραγωδίες της ιστορικής συγκυρίας). Αριστερή («Δηλαδή κομμουνίστρια;» έκανε η μάνα μου ταραγμένη), μπήκε οικονόμος και παραμάνα των παιδιών στο σπίτι των Τσαπουλαίων (χαρακτηρισμοί όπως υπηρεσία, υπηρέτρια, δούλα να μην ακούγονται στο σπίτι μας). Πολιτικοποιημένη, πιστή σ΄έναν «αυτοσχέδιο κομμουνισμό», ερχόταν σε αντιπαράθεση πολιτική με τον προέφηβο συγγραφέα, ο οποίος τότε δήλωνε δεξιός, πατριώτης και θρήσκος (Εκείνη περηφανεύονταν ότι ήταν λαϊκιά, εγώ παρίστανα τον αστό «αριστοκράτη»). Η εμβόλιμη ιστορία/αφήγηση της Δέσποινας είναι καθηλωτική, καθώς και η υποστήριξή της μέχρι αυτοθυσίας στον «ανεξαγόραστο» κύριο Παγιανό, αριστερό που τον εξόρισαν στην κόλαση του Άι- Στράτη.
     Ευρηματικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδονται και τα σχολικά, τα γυμνασιακά χρόνια στο Πειραματικό Θεσσαλονίκης: μια επιστολή που έγραψε, ώριμος πια ο συγγραφέας στον αγαπημένο του δάσκαλο, ανεπίδοτη μεν, πολύ γλαφυρή όμως, συγκινεί τον αναγνώστη με τα μικρά και μεγάλα επεισόδια που ανασύρει το μνημονικό, και που μπορεί να είναι σημαντικά μέσα στην ασημαντότητά τους ακριβώς επειδή τα απαθανατίζει η μνήμη. Σκιαγραφείται ένας πολύ ενδιαφέρων χαρακτήρας, με τα πάθη και τις αντιφάσεις του, καθώς και η χαρακτηριστική φιγούρα του «ιερού τέρατος», του διευθυντή Ιω. Ξ., κυρίως όμως μια εποχή μοναδική με τα ήθη της, τις αξίες της, τις αγωνίες και τις χαρές της: ο λαθραίος ποδοσφαιρικός αγώνας με το Ανατόλια· η θεατρική παράσταση στην επέτειο του ΄21 με έργο που έγραψαν οι ίδιοι οι μαθητές (στην περίπτωση ο συγγραφέας)· η σχολική εκδρομή στο Άγιο Όρος και τέλος, η μεγάλη εκδρομή των τελειόφοιτων στην Πελοπόννησο. Σπαρταριστά επεισόδια, στιγμές συγκίνησης κι ένα μεγάλο έμμεσο -και άμεσο- ευχαριστώ στον «μεγάλο και μοναδικό δάσκαλο» (μου έλειψε ο δάσκαλος μετά από σας. Τον αναζήτησα στις μετέπειτα σπουδές μου, στην επιστημονική μου θητεία, στην επαγγελματική, ας ήταν οπουδήποτε. Κι αν χρειαζόμουν έναν δάσκαλο στην επιστήμη που διάλεξα!)
    Με την ίδια επιλεκτική μέθοδο παρακολουθούμε τα φοιτητικά χρόνια, την οδύσσεια του φοιτητή της ιατρικής (και όχι μόνο!) να περάσει την εποχή εκείνη π.χ. το μάθημα ανατομίας (δίνονταν σημειώσεις χωρίς καν ένα σχέδιο ανατομικό)· τα εργαστήρια με τα δυσεύρετα πτώματα και τα οστά που κροτάλιζαν μέσα σε ετοιμόρροπες βαλίτσες για να μελετήσει ο φοιτητής· τις απίστευτες προφορικές εξετάσεις στον καθηγητή-σφαγέα, όπου περνούσες συνήθως κατά σύμπτωση· το μάθημα Ζωολογίας με τους στρυφνούς επιστημονικούς όρους, η μάταιη παρακολούθηση και τα άθλια τεφτέρια (δεν υπήρξε φοιτητής που να μη ναυάγησε μέσα στην παράλογη πολυπραμοσύνη και την ασάφεια του πονήματος).
     Και η φοιτητική ζωή περιγράφεται με αδρές γραμμές, με τις εξόδους, τη «γλώσσα της Πεταλούδας» (ιδιόλεκτος νεανική της εποχής), τις βόλτες στην παραλία. Είναι η ηλικία της πολιτικής συνειδητοποίησης, των ατέλειωτων συζητήσεων και αναζητήσεων. Δύο επεισόδια πολύ χαρακτηριστικά ξεχωρίζουνε αυτήν την περίοδο. Γιατί όπως είπαμε, ο συγγραφέας επιλέγει να αποδώσει παραστατικά με κάποιες πινελιές ανεξάλειπτα, και γι αυτό πολύτιμα περιστατικά. Που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τον αναγνώστη.
     Με τον ίδιο τρόπο βλέπουμε και στο κεφάλαιο «Ένας έρωτας», την ερωτική περιπέτεια του πιο ώριμου πλέον αφηγητή (απόφοιτου και στρατευμένου, πριν την ειδικότητα) με την Τάνια. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια καταγράφει ο συγγραφέας τα συναισθήματα, τις διακυμάνσεις, τις αγωνίες, τις περιπέτειες που έζησε κοντά σ’ αυτό το νέο πρόσωπο, έναν όμορφο άνθρωπο με τον οποίο αγαπήθηκαν, αλλά βίωσαν και την οδύνη του χωρισμού. Εδώ μάλιστα ακολούθησε και συγγραφικό τέχνασμα: το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης το ανέλαβε, σε γ΄ενικό, ο φίλος του ο Γιάννης που γνώρισε καλά τον Άλκη μέσα από ατέλειωτες νυχτερινές εξομολογήσεις (και όχι μόνο), αλλά και την Τάνια.
     Ο χρόνος συμπυκνώνεται προς το τέλος του βιβλίου, καθώς παρακολουθούμε την πορεία και την έκβαση των αγαπημένων προσώπων σχεδόν μέχρι σήμερα. Κορυφαία στιγμή, ο εκτενής μονόλογος της Τάνιας μετά από χρόνια, που συνοψίζει τη γραμμή βαθιάς επικοινωνίας με τον Άλκη (βλέπω ότι εξακολουθείς να φοβάσαι και τώρα αυτό που έτρεμες τότε. Μήπως κάποια στιγμή η τέχνη υποκαταστήσει τη ζωή σου). Αποκαλύπτονται έτσι, με εύσχημο και έμμεσο τρόπο, οι καλλιτεχνικές ανησυχίες (και επιδόσεις) του συγγραφέα, ενώ το τελευταίο ταραχώδες και αγχωτικό επεισόδιο με την περιπέτεια του ληγμένου διαβατηρίου στην Νέα Υόρκη αναδεικνύει μια φράση, κατά τη δική μου κρίση, «κλειδί» στην προσωπικότητά του:
     Ζήτησα από την Αγγέλα, ως έσχατη γραμμή άμυνας, να επιλέξουμε την αξιοπρέπεια.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Οκτωβρίου 16, 2022

Τελευταία αναγγελία για Σαν Φρανσίσκο, Guillaume Musso

          Για δυο τρία δευτερόλεπτα ο χρόνος πάγωσε. Εκείνα τα ευλογημένα δευτερόλεπτα που κι οι δυο ήταν δεκαπεντάρηδες. Που χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον. Που ο Ντάνιελ δεν είχε σκοτώσει ακόμα κανέναν. Που εκείνη δεν είχε γίνει ακόμη μπάτσος. Που η Άλις δεν είχε εξαφανιστεί. Εκείνα τα δυο τρία δευτερόλεπτα που η ζωή ήταν ακόμα γεμάτη υποσχέσεις.

     Πρόκειται για ένα κλασικό αστυνομικό που φτάνει στα όρια του θρίλερ, με τις χαρακτηριστικές κουφές συμπτώσεις και τα ανθρωποκυνηγητά, με πολύ πρωτότυπη και έξυπνη υπόθεση που μετά τις πρώτες 100 σελίδες περίπου συναρπάζει τον αναγνώστη, και δεν μπορεί πλέον να τ’ αφήσει απ’ τα χέρια του.
     Η αλήθεια είναι ότι μέχρι εκείνο το σημείο που κάποια ανατροπή πυροδοτεί το ενδιαφέρον (σελ. 200), η πλοκή έχει μεν πλάκα αλλά η γραφή είναι τυποποιημένη έως προβλέψιμη και προσωπικά, επειδή τα αστυνομικά δεν είναι και το είδος που προτιμώ, ήμουν έτοιμη να το παρατήσω.
     Πρωταγωνιστές είναι η Μάντλιν, ανθοπώλισσα στο Παρίσι και ο Τζόναθαν, από το Σαν Φρανσίσκο, διάσημος -κάποτε- σεφ, παντρεμένος και σε διάσταση, με έναν μικρό αγόρι, τον Τσάρλι. Η αφετηρία του μυθιστορήματος είναι ένα απλό γεγονός, δηλωτικό της ταχύτητας στις ζωές μας και την σύγχρονη εξάρτηση από την τεχνολογία: Στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης, με την αναγγελία των πτήσεών τους για τις χώρες όπου ζουν σκοντάφτουν ο ένας πάνω στον άλλον με αποτέλεσμα να μπερδευτούν τα κινητά τους! Καθώς αναχωρούν βιαστικά ο καθένας για τον προορισμό τους, καταλαβαίνουν τι έγινε όταν πια έχουν φτάσει στον τόπο κατοικίας τους. Βιώνουμε την έκπληξή τους όταν αρχίζουν να λαμβάνουν και να διαβάζουν τα μηνύματα που απευθύνονται στον άλλον/άλλην: ο Τζόναθαν παραγγελία για λουλούδια, η Μάντλιν μήνυμα απολογητικό/παρακλητικό της συζύγου Φραντσέσκα στον Τζόναθαν, φυσικά. Ακολουθούν διάφορες γαργαλιστικές παρεξηγήσεις, επικοινωνούν φυσικά μεταξύ τους αλλά η απόσταση είναι αποθαρρυντική για άμεση αποκατάσταση του λάθους, και με δεδομένο ότι κυριαρχεί και στους δύο η περιέργεια και η αδιακρισία στον ίδιο βαθμό, αρχίζουν και ψαχουλεύουν ο καθένας το κινητό του άλλου.
     Στο γνώριμο, κοφτό και σβέλτο ύφος των αστυνομικών, ελαφρώς εξυπνακίστικο, αποκαλύπτονται στους δύο ήρωες πλευρές του χαρακτήρα του άλλου προσώπου, μη αναμενόμενες: η όμορφη και ποζάτη σα μοντέλο Μάντλιν δεν είναι σαχλοκούδουνο όπως δείχνει η αρχική εικόνα της, αλλά φαίνεται άτομο καλλιεργημένο. Αντίστοιχα ο Τζόναθαν, ενώ ήταν πολύ διάσημος και με πάρα πολλά χρήματα σεφ αποσύρθηκε από το επάγγελμα για άγνωστους λόγους, ενώ η γυναίκα του η Φραντσέσκα, με την οποία μίλησε η Μάντλιν και που κατά τα φαινόμενα (κατά τα στοιχεία του κινητού) απάτησε την Τζόναθαν με κάποιον Τζορτζ Λα Τούλιπ, φαίνεται ειλικρινής κι ευάλωτη.
     Ο καθένας λοιπόν τραβά σαν μαγνήτης το ενδιαφέρον του άλλου, ίσως μάλιστα υπερβολικά όπως είθισται στις ιστορίες μυστηρίου. Το πραγματικό σασπένς ξεκινάει όταν με τα πολλά ο Τζόναθαν ανακαλύπτει ότι η Μάντλιν ήταν αστυνομικός που παραιτήθηκε (μάλλον πρόκειται για την ίδια ηρωίδα και σε άλλο αστυνομικό έργο του συγγραφέα), καταφέρνει να σπάσει τον κωδικό μυστικών αρχείων στο κινητό της και να ανακαλύψει την υπόθεση που την έκανε να παραιτηθεί: η εξαφάνιση/απαγωγή και βίαιη θανάτωση ενός δεκατετράχρονου κοριτσιού, της Άλις Ντίξον που πλήγωσε το φιλότιμο της αστυνομικού και την γέμισε τραυματικές εικόνες και ενοχές. Η έκπληξή του είναι και δική μας έκπληξη, γιατί αυτήν την κοπέλα ο Τζόναθαν την ΗΞΕΡΕ, με άλλο όνομα βέβαια αλλά αναγνώρισε σαφώς την φωτογραφία της. Την ήξερε καλά, την είχε γνωρίσει για λίγες μέρες, ΑΦΟΥ είχε δηλωθεί στην αστυνομία όχι μόνο η εξαφάνισή της αλλά ο φρικτός της θάνατος, και η υπόθεση είχε κλείσει.
     Αντίστοιχα η Μάντλιν, που με όλα αυτά το αστυνομικό της δαιμόνιο έχει ξυπνήσει για τα καλά, προσπαθεί να ανιχνεύσει τα αίτια της απιστίας της Φραντσέσκα, παρακολουθώντας τον εραστή της στο πολυτελές του εστιατόριο που κατά σύμπτωση είναι στο Παρίσι, και αντιλαμβανόμενη γρήγορα ότι κάτι περίεργο συμβαίνει: η Φραντσέσκα έχει σκηνοθετήσει την απιστία για να κρύψει κάποιο άλλο μεγάλο μυστικό, και βασικά για να προστατέψει την οικογένειά της.
     Πρόκειται λοιπόν για δυο μεγάλα μυστήρια, που μοιραία φέρνουν τους δύο πρωταγωνιστές κοντά -και… κάτι περισσότερο- μετά από τραγελαφικό επεισόδιο (ο ένας γυρεύει ταυτόχρονα τον άλλον στην πατρίδα του… άλλου!). Η πορεία προς τη λύση του μυστηρίου της εξαφανισμένης κοπέλας κινείται παράλληλα με την αποκάλυψη του μυστηρίου της υποτιθέμενης απιστίας της Φραντσέσκα, και βέβαια, εκτός του ότι υπάρχει κινηματογραφικού τύπου επιτάχυνση, βία, φόνοι και σασπένς το μυθιστόρημα αποκτά στοιχεία νουάρ, μιας και βαθύτερα κίνητρα των εγκλημάτων είναι οικονομικά συμφέροντα που σχετίζονται με τον υπόκοσμο -με εκβιασμούς, μαστροπεία και με το εμπόριο ναρκωτικών.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2022

Ο κήπος των ψυχών, Βασίλης Τσιαμπούσης

Και οι πιο δικοί μας άνθρωποι,
παρά την προσωπική τους αξία
και την ανάγκη μας να τους θαυμάζουμε και να τους συγχωρούμε,
δεν είναι κατά βάθος όπως δείχνουν.
Δεν είναι δηλαδή ούτε ευθύγραμμοι, ούτε διάφανοι…
     Την τοπική ιστορία της Δράμας από την εποχή του Μεσοπολέμου μέχρι τις μέρες μας διατρέχει ο συγγραφέας μέσα από την αφήγηση του -ανώνυμου;- κεντρικού ήρωα, που γεννήθηκε το 1929 και αναθυμάται τα γεγονότα της πολυτάραχης ζωής του. Μια βιογραφία λοιπόν, μέσα από την οπτική γωνία του ώριμου σήμερα πρωταγωνιστή, που ακολουθεί τους συνειρμούς, τις σημαδιακές φάσεις, τις συναισθηματικές εντάσεις και τα χρονικά άλματα που προκαλούν οι αναμνήσεις. Μια βιογραφία που μέσα από το βιωματικό στοιχείο αγγίζει όχι μόνο την τοπική ιστορίας -της Δράμας- με τις ιδιαιτερότητές της, αλλά και τις παρυφές της μεγάλης Ιστορίας, κατά τα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν την δεκαετία του ΄30. Στο σκηνικό αυτό παρελαύνουν διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικούς χαρακτήρες και διαφορετικές καταβολές, που συνιστούν τον «κήπο των ψυχών» του ήρωα. Έναν παρόμοιο κήπο με αυτόν που κρύβουμε όλοι μέσα μας.
     Ο αφηγηματικός λόγος, σε α΄ενικό, έχει τη λιτότητα του προφορικού λόγου, που εμπεριέχει βέβαια την ένταση των συναισθημάτων αλλά πρωτογενώς, χωρίς αναστοχασμούς κι εσωτερική επεξεργασία. Ο αναγνώστης νιώθει ότι έχει δίπλα του τον ώριμο πια ήρωα που εξιστορεί τις εμπειρίες του, φιλτραρισμένες μέσα από τη μνήμη και τα χρόνια που πέρασαν. Όπως είπε κι ο Δημήτρης Βλάχος στην εξαιρετική του ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου στη Δράμα στις 18 Σεπτεμβρίου, «απουσιάζει ο εντυπωσιασμός, ο συναισθηματισμός και ο τόσο συνηθισμένος στη μοντέρνα λογοτεχνία λυρισμός της φρίκης. (…)Το να μιλήσεις απλά δεν είναι το εύκολο και το απλοϊκό, αλλά είναι αυτό που μένοντας ακλόνητο ανθίσταται στην αποδομητική ανάλυση και αποτείνεται σιωπηλό στην ψυχή μας. Το απλό στη λογοτεχνική αφήγηση είναι αυτό που μένει όταν θα έχει διαλυθεί το νέφος των ευφυολογημάτων, των καρυκευμένων συναισθημάτων και των εντυπωσιακών ιδεολογικών κατασκευών. (…)το απλό είναι πανίσχυρο γιατί είναι αληθινό, όπως είναι η αγάπη κι ο θάνατος αληθινός, και στον πυρήνα αυτού του μυθιστορήματος-νουβέλας του Β. Τσιαμπούση, βρίσκονται ο έρωτας και ο θάνατος».
     Υπάρχουν βέβαια στη νουβέλα και η αγάπη, η φιλία και ο έρωτας, με διάφορες μορφές, αλλά βασικά κυριαρχούν η απουσία και ο θάνατος, γιατί τα χρόνια κατά τα οποία ενηλικιώνεται ο ήρωας, είναι ποτισμένα με αίμα, πόλεμο, διωγμούς και απώλειες. Μέσα στο ιστορικό πλαίσιο μιας πόλης που λίγο πριν γεννηθεί ο πρωταγωνιστής είχε πρόσφατα αλλάξει πληθυσμιακά (με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1922, αλλά και με προηγούμενες αφίξεις πληθυσμών της Θράκης και του Πόντου), μιας πόλης που στη δεκαετία του ΄30 ψάχνει την ταυτότητά της και που είχε ήδη υποστεί δυο σκληρές βουλγαρικές κατοχές,[1] εκείνος βρίσκεται ορφανός από μητέρα, στα δέκα του χρόνια (η αναφορά είναι σπαραχτικά λιτή, στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου). Μέχρι τα δώδεκά του χρόνια (1941, αρχή της βουλγαρικής κατοχής), ζει με τον φωτογράφο πατέρα του στους Αμπελόκηπους, μια γειτονιά κοντά στον σταθμό του τρένου, όπου είχαν καταφύγει οι πρόσφυγες από τη Θράκη (να τονίσουμε εδώ ότι ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Δράμας ήταν και του φωτογράφου, πλανόδιου στην κεντρική πλατεία).
     Οι πολιτισμικές διαφορές (Θρακιώτες, ντόπιοι, Πόντιοι, Εβραίοι) αλλά και οι ιδεολογικές αποχρώσεις παίρνουν σχήμα και οξύνονται καθώς περνούν τα χρόνια, αλλά ταυτόχρονα το επιβάλλουν και οι ιστορικές περιστάσεις. Ο πατέρας του ήρωα είναι εθνικόφρων και υποστηρίζει τον Μεταξά, αλλά οι καλύτεροί του φίλοι είναι ο Κώστας, γιος κομμουνιστή που με την νίκη του Άξονα παίρνει τα βουνά, ενώ ο τρίτος της παρέας, ο Σάλμο, είναι Εβραίος με θείο κρυπτοκομμουνιστή, τον Γιακόβ.
     Κατά τα δίσεχτα χρόνια λοιπόν που ακολουθούν, όλες αυτές οι αντιθέσεις εντείνονται ή δοκιμάζονται μέσα στις έκτακτες και κρίσιμες συνθήκες της τρίτης, πιο βάναυσης και μεγαλύτερης διάρκειας βουλγαρικής κατοχής. Οι Βούλγαροι όχι μόνο εγκατέστησαν στη Δράμα το 2ο Σώμα στρατού, αλλά έφεραν κι εκατοντάδες πολίτες βούλγαρους, που επιτάξανε τα σπίτια των Δραμινών καθώς η διέξοδος προς την θάλασσα ήταν πάντα μέσα στα σχέδια της βουλγαρικής πολιτικής (οικονομικός και πολιτικός εκβουλγαρισμός). Η σκληρότητα των κατακτητών ήταν απαράμιλλη: άλλαξαν τα ονόματα στα χωριά, ανάγκασαν τους πολίτες να γραφούν Βούλγαροι πολίτες ( οι λεγόμενοι «βουλγαρογραμμένοι»), εκτελούσαν αδιακρίτως (μέχρι και τη γάτα του οκτάχρονου ήρωα, τελευταίο δώρο της μητέρας του λίγο πριν πεθάνει), κλπ. Τα γεγονότα ακολουθούν σαν χιονοστιβάδα: η εξέγερση και σφαγή της Δράμας τον Σεπτέμβρη του ΄41[2], αντίποινα στις γύρω περιοχές, δίωξη των Εβραίων της Δράμας (μαζί μ’ αυτούς και η οικογένεια του Σάλμο), μυστηριώδης κι αιφνίδια φυγή του πατέρα και η αναπάντεχη είδηση ότι τον εκτέλεσαν.
     Ο δεκατριάχρονος τότε αφηγητής, ορφανός για δεύτερη φορά, μπαίνει μονάχος στην βιοπάλη. Αρχικά τον συνέτρεξαν ο μπαρμπα- Χαράλαμπος και η γυναίκα του, η κυρία Ευθυμία μα του υπέδειξαν να μείνει μόνος του (είναι ευκολότερο να βρει δουλειά ένα παιδί ορφανό κι εγκαταλειμμένο παρά ένα που ζει με οικογένεια). Στη συνέχεια δουλεύει στον φούρνο του «βουλγαρογραμμένου» κου Νικηφόρου, κι όταν επιτάξανε το σπίτι ο υπολοχαγός Άντον με τη γυναίκα του , τη Βάλια, συγκατοικεί αναγκαστικά μαζί τους προσφέροντάς τους υπηρεσίες.
     Είναι ένα έξυπνο παιδί με ανεξίτηλη ψυχική καθαρότητα και ρουφάει τη ζωή, με περιέργεια και αγνότητα, αλλά και με την εγρήγορση του νεαρού ανθρώπου που προσπαθεί να επιβιώσει. Οι άνθρωποι που βρίσκονται δίπλα του σ αυτήν την κρίσιμη ηλικία (υποκαθιστώντας ίσως ίσως την μητέρα και τον πατέρα), με τις αντιφάσεις τους και τον αμφίσημο ρόλο του ο καθένας, αφήνουν σημάδια σε διάφορες αποχρώσεις, που δεν είναι μαύρο ή άσπρο, αναδεικνύοντας αυτό που ο ώριμος πια ήρωας θα συνειδητοποιήσει αργότερα, ότι οι άνθρωποι δεν είναι «ούτε ευθύγραμμοι, ούτε διάφανοι». Πιο ακραίο και χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο 25χρονος Βούλγαρος Άντον, π.χ., ο μισητός εχθρός που τον εγκαθιστά στο υπόγειο του ίδιου του σπιτιού και τον προορίζει για δούλο. Μετά από πέντε μήνες, σε άσχετη συζήτηση, φανέρωσε ότι κι εκείνος είχε χάσει τη μάνα του όταν ήταν μικρός. Δεν περνούν πολλές μέρες και σχεδόν τον αναγκάζει να παίξουν σκάκι, δείχνοντας όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα ικανότητες του μικρού. Τέλος, προσφέρεται να του κάνει μαθήματα… βουλγαρικών και σκακιού. Το ενδιαφέρον του με τον καιρό γίνεται σχεδόν πατρικό, του φέρεται με καλοσύνη και του εκμυστηρεύεται κάποιες φορές τις ανησυχίες του (ένιωθα για εκείνον μεγάλη οικειότητα κι εμπιστοσύνη. Ενώ, δηλαδή, μισούσα όλους τους Βουλγάρους, προτιμούσα να σκέφτομαι ότι αυτός δεν έφταιγε για όσα είχαν συμβεί. Εξάλλου, πάντα ανάμεσα στους κακούς είναι κάποιοι που διαφέρουν).
     Η γυναίκα του η Βάλια, «στυφή και αγέλαστη», «κακιά» με τον ήρωα αλλά… θερμή στο κρεβάτι (κάποιες φορές τα βογκητά της τρυπούνε το πάτωμα) φανέρωσε κι αυτή στον μικρό ήρωα τις ευάλωτες πλευρές της μ’ έναν παράδοξο τρόπο. Η Κριστίνα, η 18χρονη αδερφή του Άντον που έρχεται για επίσκεψη τον αναστατώνει ερωτικά (την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα) με την ομορφιά της, αλλά γρήγορα τον απωθεί με τον χαρακτήρα της.
     Η οικειότητα του Έλληνα έφηβου με τους εχθρούς της πατρίδας, όπως ήταν αναμενόμενο, δημιούργησε αντιδράσεις και σχόλια από τους ντόπιους, που κάποιες φορές τις εισέπραττε ως μίσος. Ο ίδιος ο μπαρμπα- Χαράλαμπος που βοήθησε τον 12χρονο όταν έμεινε ορφανός, τώρα τον μέμφεται. Η Ιστορία όμως προχωράει, φτάνουμε στα 1944 (κι ο ήρωας έχει γίνει τώρα 15χρονών), στην εποχή που ο Άντον έφυγε απ’ το σπίτι για να λάβει μέρος στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά των εθνικιστών ανταρτών που δρούσαν στα βουνά της Δράμας. Είναι η εποχή που δρα στα βουνά της Δράμας ο Αντώντσαους. Ο ήρωάς μας περνά διπλή αγωνία: δεν θέλει φυσικά να νικήσουν οι Βούλγαροι, αλλά δεν θέλει και να σκοτωθεί ο Άντον. Η επιστροφή του τελευταίου γεμίζει τον νεαρό αφηγητή μας ευφορία, που κορυφώνεται στα λόγια: Όποιος κι αν κερδίσει τον πόλεμο, εγώ θα σας αγαπώ και τους δύο για πάντα.
     Μετά απ’ αυτήν τη σκηνή, η δίνη της Ιστορίας σημαίνει την αντίστροφή μέτρηση. Προχωράμε προς την απελευθέρωση, την αποχώρηση των Βουλγάρων από τη Δράμα (Οκτώβρης 1944) παρά τις φρούδες τους ελπίδες ότι ακόμα και χαμένοι θα έχουν έξοδο στο Αιγαίο. Εντωμεταξύ ο ΕΛΑΣ έχει ελευθερώσει την πόλη, ενώ οι πολιτικές εξελίξεις στην Βουλγαρία έχουν αλλάξει τους συσχετισμούς[3] (το «Πατριωτικό Μέτωπο», τον Σεπτέμβριο του΄44 τερμάτισε τη συνεργασία με τον Άξονα και προσχώρησε στους συμμάχους). Για το τραγικό τέλος της Βάλιας θεωρείται ύποπτος ο ήρωάς μας, τον οποίο γλυτώνει από τη φυλακή και τις ανακρίσεις ο θείος Αλέξανδρος, ως από μηχανής θεός, που είναι πια πολιτικός καθοδηγητής του Κομμ. Κόμματος.
     Όταν πια βγαίνει από το νοσοκομείο, είναι πια μόνος στο σπίτι. Οι ισορροπίες έχουν αλλάξει. Ο Κώστας κι ο πατέρας του (πρόεδρος του λαϊκού δικαστηρίου), κομμουνιστές και άρα διεθνιστές δέχονται πρόθυμα την συνύπαρξη με τους Βούλγαρους, κομμουνιστές τώρα πια (αν βγει και στην Ελλάδα σοσιαλιστική κυβέρνηση και συνεργαζόμαστε, ποιο είναι το πρόβλημα; Ή αν η Μακεδονία γίνει ανεξάρτητη;), πιθανότητα που αναστατώνει τον ήρωα. Ο Άντον, ως εκπρόσωπος της «παλιάς φρουράς» βρίσκεται στη φυλακή.
     Ο πόλεμος προχωράει στη λήξη του αλλά τα γεγονότα εξακολουθούν να είναι καταιγιστικά. Οι εξαφανίσεις , οι προδοσίες, οι δίκες. Ιστορική για τη Δράμα η δίκη κι η εκτέλεση των Γκλέτσκοφ και του Ντόντσεφ, υπεύθυνων για τη σφαγή της Δράμας τον Σεπτέμβρη του 1941. Οι λίγες μέρες μέχρι τη συμφωνία της Βάρκιζας σηματοδοτούνται από το ποδοσφαιρικό αγώνα (το δημοκρατικότερο όλων των αθλημάτων: ήταν παιχνίδι της φτωχολογιάς και, κυρίως, για να κερδίζει μια ομάδα έπρεπε να συνεργάζονται όλοι οι παίχτες της αρμονικά. Να μπαίνει το «εγώ» κάτω από το «εμείς»), με τον ήρωά μας να εντάσσεται στη «Φλόγα». Εδώ υπάρχει η λεπτή αίσθηση ότι ο συγγραφέας σατιρίζει την κομματική «φιέστα» που ετοίμασε το ΕΑΜ (στο τέλος μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο και κάνα δυο υψηλά ιστάμενοι στον ΕΛΑΣ για να φανεί ότι όλοι -με πλήρη ισότητα- συμμετείχαν στις λαϊκές εκδηλώσεις), με αποκορύφωμα στημένο γκολ για να χαρεί ο διοικητής της φρουράς της Ξάνθης.
     Ο διχασμός πριν τη συμφωνία της Βάρκιζας είναι έντονος και στη Δράμα (αγωνιούσαμε, οι μισοί για εκείνους που ανήκαν στη μια παράταξη και οι άλλοι για τους αντιπάλους τους), με απήχηση και στην ψυχή του ήρωα που όχι μόνο διαφωνεί με τον φίλο του Κώστα, αλλά υποψιάζεται βαθιά μέσα του, πως ίσως εκείνος πρόδωσε τη Βάλια. Άλλωστε, ακολούθησε ο εμφύλιος, στον οποίο εντάχτηκαν και ο Κώστας και ο πατέρας του (ο φίλος μου ένιωσε στην πράξη πώς λειτούργησαν τα μέτρα για την «εθνική συμφιλίωση»). Ο ανήλικος ακόμα πρωταγωνιστής μας (16 χρονών) παίρνει «προσωρινό μηνιαίο βοήθημα» και ορίζεται κηδεμόνας του ο μπαρμπα- Χαράλαμπος. Ο εμφύλιος είναι παρών (αντάρτες έκαψαν σπίτια στη γειτονιά, οι Μάυδες αντέδρασαν ακαριαία κλπ), ο Κώστας και ο Γιώργος διωγμένοι τώρα πια από το κράτος ζητούν βοήθεια για να το σκάσουν. Οι αγριότητες δεν λείπουν εκατέρωθεν. Ο θείος Αλέξανδρος εκτελέστηκε, κι ο ομοϊδεάτης του Γιώργος εκφράζει την αντιπάθειά του (ενώ κι οι δυο ήταν ενταγμένοι στον ίδιο πολιτικό χώρο, ανήκαν σε διαφορετικό κοινωνικό χώρο και, κυρίως, είχαν διαφορετική κουλτούρα).
     Θα μπορούσε κάποιος να προσάψει τον συγγραφέα για τήρηση μιας "ουδέτερης"/μεσοβέζικης στάσης ή έστω, απολιτίκ, στα πολιτικά διλήμματα της εποχής. Κάποιοι θα έβρισκαν και πατήματα για υποτίμηση του ρόλου των αριστερών (π.χ. τονίζεται ο ρόλος του ΚΚΕ στην "ηρωική αλλά τελείως παράλογη" εξέγερση της Δράμας ενώ επισήμως γνωρίζουμε ότι το ΚΚΕ δεν ανέλαβε κεντρικά την ευθύνη, ο ποδοσφαιρικός αγώνας ήταν τραγελαφική προσομοίωση αγώνα κ.α.), για απόκρυψη των αγριοτήτων των εθνικιστών κλπ. Η προσωπική μου αίσθηση  είναι ότι υπάρχει μια ισορροπία, δεν αποκρύπτεται ουδόλως η τυχούσα άδικη συμπεριφορά εκπροσώπων των διαφορετικών ιδεολογιών. Αντίθετα, δίνεται η ανθρώπινη διάσταση κι όχι ένα εγχειρίδιο πολιτικής θεωρίας, καθώς ο συγγραφέας καταπιάνεται με τόλμη με ένα δύσκολο έργο, να αποδώσει ανάγλυφα μια εποχή που άφησε πολλές πληγές. Η επιλογή του ορφανού ήρωα που ψάχνει τον εαυτό του και του ανθρώπους ήταν πολύ ευφυής, προκειμένου να επιτευχτεί αυτός ο στόχος.  
     Η μητέρα, ο πατέρας, ο μπαρμπα- Χαράλαμπος, η κα Ευθυμία, ο φούρναρης, η Θεανώ. Ο Άντον, η Βάλια, η Κριστίνα. Ο Σάλμο και ο Γιακόβ, ο θείος Αλέξανδρος. Άνθρωποι που σημάδεψαν τα τρυφερά κι ευαίσθητα χρόνια του ήρωα μέχρι την ενηλικίωσή του, και για τους οποίους εκείνος, ώριμος πια, αποτίει φόρο τιμής στη μνήμη τους, προσπαθώντας να βρει τα ίχνη τους μετά από χρόνια και να απαντήσει στα ερωτηματικά του. Έκπληξη για όλους το αντάμωμα με τον Σάλμο τον Εβραίο φίλο που κατάφερε να διασωθεί. Μέσα μάλιστα από τα παλιά φιλμ του πατέρα του συναντά και την αρχέγονη πατρική ψυχή, ανακαλύπτοντας μια κρυμμένη διάσταση.
     Προς το τέλος του βιβλίου, βρίσκονται πια στα 1994 γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι οι τρεις φίλοι με τις οικογένειές τους, με περίσσια συγκίνησης και ανεξίτηλες αναμνήσεις. Μια εικόνα βακχική που ξεχειλίζει συναισθήματα που δεν καταγράφονται. 
     Τέλος, στον κήπο των ψυχών, σαν τελευταία εικόνα, μέσα στις τριανταφυλλιές και τις ροδιές βλέπουμε την όμορφη Ελπίδα, την φιλενάδα του γιου του. Ο ήρωάς μας είναι πια 67 χρονών.
Χριστίνα Παπαγγελή  

[1] Α΄Βουλγαρική κατοχή: Οκτώβριος 1912-Ιούνιος 1913 (1ος βαλκανικός, ελευθερώθηκε με τον ΄βαλκανικό)
Β΄ βουλγαρική κατοχή: 1916-1918
[2] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CF%83%CF%86%CE%B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%94%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%B1%CF%82
[3] Ο ξαφνικός θάνατος του Βόρις Γ΄ το καλοκαίρι του 1943 ώθησε τη χώρα σε πολιτική κρίση καθώς ο πόλεμος έπαιρνε τροπή κατά της Γερμανίας και κέρδιζε έδαφος το Κομμουνιστικό αντάρτικο κίνημα. Η κυβέρνηση του Μπόγκνταν Φίλοφ απέτυχε στη συνέχεια να συνάψει ειρήνη με τους Συμμάχους. Η Βουλγάρικη κυβέρνηση δεν συμμορφώθηκε με τις Σοβιετικές εκκλήσεις να εκδιώξει τα Γερμανικά στρατεύματα από το έδαφός της, με αποτέλεσμα την κήρυξη πολέμου και την εισβολή από την ΕΣΣΔ το Σεπτέμβριο του 1944. Το Πατριωτικό Μέτωπο, στο οποίο την ηγεμονία είχαν οι Κομμουνιστές, πήρε την εξουσία, τερμάτισε τη συμμετοχή στον Άξονα και πήρε το μέρος των
Συμμάχων μέχρι το τέλος του πολέμου.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 05, 2022

Φόβος, Στέφαν Τσβάιχ

Όπως συμβαίνει με όλους του ψυχρούς ανθρώπους,
της άρεσε να φουντώνουν γύρω της τα
πάθη, αλλά η ίδια να μην καίγεται ποτέ

     Μία ακόμα χαρακτηριστική νουβέλα του μεγάλου συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ (Επικίνδυνος οίκτος, Το χρέος που ξεπληρώθηκε αργά, Σκακιστική νουβέλα/Ταξίδι στο παρελθόν), του απαράμιλλου ψυχογράφου που διεισδύει με μαεστρία στην ανθρώπινη ψυχή δίνοντας όλες τις πτυχές, τις προεκτάσεις και τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων στους ήρωές του, οι οποίοι δοκιμάζονται από ανθρώπινα πάθη.
     Στη συγκεκριμένη νουβέλα η ηρωίδα, η Ιρένε, είναι μια μεγαλοαστή της Βιεννέζικης μπουρζουαζίας, παντρεμένη με συμβατικό γάμο, με υπηρέτριες, με δυο παιδιά που τα μεγαλώνουν νταντάδες κλπ. Η μαλθακότητα όμως, η «χλιαρή ευτυχία» που κυριαρχεί στην ακύμαντη και γεμάτη ασφάλεια ζωή της, την ωθεί σε μια εξωσυζυγική σχέση, χωρίς ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό και χωρίς πάθος: η απουσία κινδύνου και η ασφάλεια ήταν εκείνα που ξύπνησαν την περιέργειά της για περιπέτεια. Η ανατριχίλα, μια δόση ρομαντισμού και ο αισθησιασμός τρέφουν το «συναρπαστικό αυτό παιχνίδι», παρόλο που τα υπόλοιπα στοιχεία του εραστή τον έκαναν σχεδόν «αντιπαθή στην αστική της αισθητική» (το εκκεντρικό ντύσιμό του, το τσιγγάνικο νοικοκυριό του, η αστάθεια των οικονομικών του). Έτσι λοιπόν, συναντιέται με τον Έντουαρντ χωρίς να είναι ευτυχισμένη, χωρίς να είναι απογοητευμένη.
     Ο φόβος αρχικά είναι μικρής διάρκειας· από την πρώτη φράση του βιβλίου χαρακτηρίζεται παράλογος, γιατί είναι σε σχεδόν μηδενικό βαθμό: διαρκεί όσο να κατέβει η Ιρένε το κατώφλι του διαμερίσματος του εραστή και να πάρει τον δρόμο για το σπίτι της (ούτε στον καθρέφτη δεν τολμούσε να κοιταχτεί, από φόβο μην αντικρίσει την δυσπιστία μέσα στο ίδιο της το βλέμμα). Στη συνέχεια όμως ο αρχικός αυτός φόβος αποκτά αιτία και υπόσταση, και καθώς αυξάνονται οι αφορμές μετατρέπεται σε τρόμο και πανικό, που επηρεάζει όλες τις λειτουργίες και τον ψυχισμό της μέχρι την παράλυση. Κι αυτό γιατί εμφανίζεται μπροστά της μια γυναίκα που συστήνεται ως η φιλενάδα του εραστή, και που προχωρά αδίστακτα σε κάθε είδους εκβιασμό.
     Τον πρώτο εκβιασμό τον ξεπερνά γρήγορα. Δίνει τα χρήματα και όταν πια βρίσκεται στο ασφαλές περιβάλλον του σπιτιού της, ανακτά εύκολα την αυτοκυριαρχία της. Μάλιστα, σχεδόν απολαμβάνει την συνάντηση που όρισε με τον εραστή της για να του αναγγείλει την απόφασή της να διακόψουν (νιώθει μια μαχητική, επικίνδυνα γαργαλιστική διάθεση, όμοια με κείνη που νιώθει κανείς όταν ψηλαφεί την ψυχρή όψη ενός στιλέτου). Συνεχίζει το παιχνίδι της με μούτρα και υπαινιγμούς, ενώ η νέα περιπέτεια την κάνει να νιώθει μια ασυνήθιστη ζωντάνια (πύρωσε μέσα της ένα πολύ σπάνιο συναίσθημα, που είχε να το νιώσει από μικρό κορίτσι).
     Όμως οι εκβιασμοί συνεχίζονται. Η σιχαμερή εκβιάστρια με το «αποκρουστικό πρόσωπο της προλετάριας» γνωρίζει το όνομά της, το σπίτι της, την πλησιάζει όλο και συχνότερα ενώ το τίμημα του εκβιασμού γίνεται όλο και μεγαλύτερο! Φτάνει στο σημείο να στείλει σημείωμα στο ίδιο τους το σπίτι την ώρα του δείπνου, ζητώντας υπέρογκο χρηματικό ποσόν, κι όταν πια εμφανίζεται και η ίδια ενώ όλη η οικογένεια είναι παρούσα, η έντρομη Ιρένε φτάνει στο σημείο να δώσει το ίδιο της το δαχτυλίδι των αρραβώνων (την επόμενη στιγμή, ο σύζυγος: «Πού είναι το δαχτυλίδι σου;»). Η Ιρένε αρχίζει και χάνει την ηρεμία της, το άγχος εισβάλλει σε κάθε στιγμή της καθημερινότητας, απομονώνεται και νιώθει ξένη ακόμα και μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Σε κάποιον χορό όπου συνοδεύει τον άνδρα της νιώθει ξαφνικά απελευθερωμένη, χορεύει τόσο έντονα και γελά τόσο νευρικά (ένα φυλακισμένο γέλιο που έψαχνε τρόπο να ελευθερωθεί/πετάχτηκε σαν φελλός από μπουκάλι σαμπάνιας και μετατράπηκε γρήγορα σε μικρές κελαρυστές κολορατούρες) που ο συνετός, διακριτικός και μετρημένος άντρας της άρχισε να υποπτεύεται ότι κάτι δεν πάει καλά. Ακόμα πιο βλοσυρός ήταν στην αντίδρασή του όταν την είδε να καίει το γράμμα της εκβιάστριας στο τζάκι («Θέλω μονάχα να σου επισημάνω πως δεν είσαι υποχρεωμένη να μου δείχνεις τα γράμματά σου»), καταπίνοντας με αξιοπρέπεια τον εσωτερικό του θυμό.
Ο φόβος είναι χειρότερος από την τιμωρία
     Από δω και στο εξής η Ιρένε χάνει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Το άγχος την κάνει να μην θέλει να σκέφτεται, βλέπει εφιάλτες, τα νεύρα της είναι κλονισμένα, νιώθει κυριολεκτικά άρρωστη, παράλυτη, κι αυτό είναι αισθητό πια και στους γύρω της (αυτός ο διαβρωτικός φόβος είχε καταφέρει, σαν νιτρικό οξύ, να διαλύσει τη ζωή της στα εξ ων συνετέθη).
     Όμως το μεγαλείο του συγγραφέα είναι ότι δεν αποδίδει μόνο ο συγγραφέας την γκάμα μιας συναισθηματικής ταραχής από το μηδέν στο άπειρο -την αυξανόμενη ένταση, τις μύχιες διακυμάνσεις, τις αυξομειώσεις και τις αντιφάσεις που προκαλεί στην ψυχή η ντροπή, ο φόβος και η ενοχή. Μέσα στις λίγες σελίδες της σύντομης νουβέλας, ο Τσβάιχ καταφέρνει να μας δείξει με εσωτερικό τρόπο πόσο η ψυχρή και επίπεδη προσωπικότητα της Ιρένε ξαφνικά αποκτά βάθος. Πώς αρχίζει και νιώθει «πραγματικά συναισθήματα», πώς συνειδητοποιεί ότι η ζωή της μέχρι τώρα ήταν ρηχή (σιγά σιγά η ζωή της έπαιρνε ένα καινούργιο νόημα, όλα τα πράγματα αποκάλυψαν ξαφνικά το γεμάτο σοβαρότητα πρόσωπό τους). Μέσα στις έξι αυτές μέρες που διαρκεί η αφήγηση, η Ιρένε επαναπροσδιορίζει τις αξίες της. Αρχίζει και βλέπει το παρελθόν της με διαφορετικό τρόπο, νιώθει αηδία για τις κενές ενασχολήσεις των αργόσχολων και για τη ρηχότητα των προηγούμενων προτιμήσεών της (αυτό είναι κι ένα κοινωνικό σχόλιο για την κενότητα της μεγαλοαστικής συζυγικής ζωής)· συνειδητοποιεί ότι δεν είχε ποτέ ουσιαστικά ασχοληθεί με τα παιδιά της, κι ότι έχει έναν σύζυγο που δεν τον γνωρίζει πραγματικά. Με λίγα λόγια διευρύνεται η αυτογνωσία και η αυτοσυνειδησία της.
     Όταν πια ο φόβος γίνεται παροξυσμός, όταν οι εφιάλτες είναι αφόρητοι και το αδιέξοδο απροσπέλαστο, η Ιρένε παίρνει την απόφαση που της χαρίζει «κρυστάλλινη ηρεμία», την απόφαση που την κάνει να νικήσει τον φόβο. Και τότε έρχεται η κάθαρση, μια λύση απροσδόκητη· απροσδόκητη μεν για την ίδια, αλλά ίσως όχι τόσο για τον προσεκτικό αναγνώστη, που έχει επισημάνει την έκπληξη του εραστή όταν η Ιρένε τον επέπληξε για τους εκβιασμούς με τη «φιλενάδα», και τους χειρισμούς του συζύγου, ο οποίος παρουσίασε μια ιδιάζουσα -σχεδόν φιλική- συμπεριφορά τις τελευταίες μέρες.
     Το τέλος λοιπόν που επέλεξε ο συγγραφέας είναι λυτρωτικό, γεμάτο ελπίδα και φως:
     Μέσα της ένιωθε ακόμη έναν ελαφρύ πόνο, αλλά ήταν ένας πόνος θετικός και ευοίωνος, καυτός αλλά και γλυκός, σαν τις πληγές που καίνε, προτού κλείσουν για πάντα.
Χριστίνα Παπαγγελή

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 28, 2022

Η Ελένα ξέρει, Κλαούδια Πινιέιρο

Μερικές φορές είναι πιο εύκολο να βάζουμε τις φωνές
παρά τα κλάματα
     Πρόκειται για ένα ζοφερό βιβλίο, σκοτεινό και ασφυκτικά στενάχωρο εφόσον μπαίνουμε στην καρδιά της ψυχολογίας μιας ηλικιωμένης γυναίκας που έχει Πάρκινσον. Και μάλιστα μιας σπάνιας μορφής Πάρκινσον, που δεν χαρακτηρίζεται από το γνώριμο τρέμουλο, αλλά νεκρώνονται σιγά σιγά ομάδες κυττάρων του νευρικού συστήματος. Η Ελένα, η κεντρική ηρωίδα, είναι μεν μια έξυπνη γυναίκα αλλά είναι βαριά άρρωστη∙ μπορεί να μιλήσει, να επικοινωνήσει και φυσικά να σκεφτεί, αλλά στο αφηγηματικό παρόν, δηλαδή το εικοσιτετράωρο που διαρκεί η αφήγηση, δεν μπορεί να κινηθεί παρά μονάχα λίγη ώρα αφού πάρει τα χάπια λεβοντόπας, τέσσερα την ημέρα: πρωί-μεσημέρι-απόγευμα-βράδυ.
     Έτσι λοιπόν και η συγγραφέας με ιδιαίτερα ευφυή τρόπο έχει χωρίσει το σύντομο μυθιστόρημά της (νουβέλα;) σε τρία μέρη: Το πρωί (δεύτερο χάπι), Το μεσημέρι (τρίτο χάπι), Το απόγευμα (τέταρτο χάπι). Η λεπτομερής περιγραφή του τιτάνιου αγώνα επιβίωσης και οι απίθανες δυσκολίες που συναντά η Ελένα στις απλές καθημερινές κινήσεις, ακόμα κι αν έχει πάρει το χάπι, είναι πέρα από κάθε φαντασία… ( Κανένας δεν φαντάζεται ότι είναι άθλος να ανοίγει τα μάτια για μια ακόμα φορά. Το φως είναι το προμήνυμα της μάχης που έχει για άλλη μια φορά μπροστά της, απ’ τη στιγμή που προσπαθεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, τραβώντας τα λουριά για να ξεκολλήσει τη νεκρή της πλάτη απ’ το τσαλακωμένο σεντόνι κλπ κλπ). Τόσο μακριά μας και τόσο κοντά σε κάθε άνθρωπο βρίσκεται το φάσμα της χρόνιας αρρώστιας, της φθοράς χωρίς επιστροφή. Γι’ αυτό και το βιβλίο, μόνο και μόνο επειδή χτυπά το υπαρξιακό καμπανάκι της ευγνωμοσύνης για τον βαθμό υγείας που έχει ο καθένας μας, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αξία (μπορεί κάποιος να φανταστεί τον πόνο, την ενοχή, την ντροπή, την ταπείνωση. Τα μαθαίνει όμως μόνο όταν η ζωή τα φέρει μπροστά του, η ζωή είναι η μεγάλη δοκιμασία του ίδιου μας του εαυτού).
     Στον εσωτερικό κόσμο της Ελένας, επομένως, αναδιατάσσονται οι έννοιες, παίρνει άλλη τάξη ο κόσμος. «Αυτή» είναι η αρρώστια -ή αλλιώς, «αυτή η πουτάνα»-, η ντοπαμίνη είναι οι τσάσκι[1] ενώ ο «εκθρονισμένος βασιλιάς» είναι ο εγκέφαλος, στον οποίο δεν υπακούνε πια τα μέλη του σώματος. Μαθαίνει τα μικρά και μεγάλα μυστικά της επίδρασης των χαπιών, και χτίζει μια αξιοθαύμαστη ρουτίνα που να της επιτρέπει να κινείται στον χώρο. Βέβαια, δεν μπορεί να κινήσει το κεφάλι προς τα πάνω, περπατά πάντα καμπουριαστή και σκυφτή κι επομένως έχει περιορισμένο οπτικό πεδίο, ενώ απ’ το στόμα της τρέχουν ασυγκράτητα σάλια.
     Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτός ο στόχος της συγγραφέα, ούτε τόσο μονοδιάστατο το ενδιαφέρον. Η Ελένα έχει μια μεσήλικη κόρη, τη Ρίτα, που από την τρίτη κιόλας σελίδα μαθαίνουμε ότι «τώρα είναι νεκρή». Βρέθηκε κρεμασμένη στο καμπαναριό της εκκλησίας, ένα βράδυ που είχε καταιγίδα, κι όλοι πίστεψαν ότι αυτοκτόνησε. Μόνο η «Ελένα ξέρει» ότι δεν μπορεί να ισχύει αυτό, για τον απλούστατο λόγο ότι η Ρίτα φοβόταν απίστευτα τη βροχή και τους κεραυνούς. Παράλληλα με την ψυχολογία της Ελένα, επομένως, βλέπουμε στη διάρκεια της αφήγησης, μέσα από τις μνήμες της Ελένα, να διαγράφεται αρκετά ανάγλυφα και ο χαρακτήρας της κόρης της, που έχει επωμιστεί το δυσάρεστο και τιτάνιο έργο να προστατεύει, να φροντίζει και να μαλώνει μια μάνα τελείως ανήμπορη τώρα πια, τελείως αδύναμη και απόλυτα εξαρτώμενη –και κρατάει βέβαια πάρα πολύ καιρό αυτό. Είναι αναγκαστικά ένα αχώριστο δίδυμο, εφόσον μοιράζονται τις λίγες στιγμές απόλαυσης (π.χ. των διακοπών που επιλέγουν, επιβάλλοντας μια διαφορετική ρουτίνα), πάντα βέβαια… καυγαδίζοντας (Καβγάδιζαν. Ασταμάτητα, κάθε απόγευμα. Για όλα και για τίποτα. Το σημαντικό δεν ήταν το θέμα, αλλά εκείνος ο τρόπο με τον οποίο είχαν διαλέξει να επικοινωνούν, μέσα απ’ τον καβγά, έναν καβγά που καμουφλάριζε μια άλλη διαμάχη, εκείνη που έκαιγε κρυφά και γεμάτη λαχτάρα μέσα τους κι έκανε κάθε τους κουβέντα να παρατραβάει).
     Η Ρίτα είναι νευρική, είναι απότομη, φέρεται πολύ άσχημα στις διάφορες υπηρεσίες όπου τραβολογιούνται (αν ο προϊστάμενός σου σού δώσει μια ηλίθια εντολή κι εσύ την υπακούσεις, τότε είσαι κι εσύ ηλίθια και μετά λύπης μου σε πληροφορώ ότι η ηλιθιότητα χρήζει επίσης μακροχρόνιας θεραπείας),  φέρεται με σκαιό τρόπο ακόμα και στην Ελένα. Όμως, «τώρα» η Ρίτα είναι νεκρή. Κατά το εικοσιτετράωρο που εκτυλίσσεται στο μυθιστόρημα, η Ελένα έχει σχεδιάσει μια υπεράνθρωπη, για την ίδια, αποστολή: να πάρει το τρένο και να μεταβεί σε άλλη πόλη, όπου θα συναντήσει την Ισαμπέλ, την γυναίκα που πιστεύει ότι μπορεί να τη βοηθήσει, εφόσον εκείνη δεν μπορεί να κάνει έρευνα, δεν ορίζει το σώμα της (χρειάζομαι ένα κορμί που δεν έχω, τούτο δω μετά βίας με έφερε σήμερα ίσαμε το σπίτι σας, αύριο δεν ξέρω αν θα μπορούσε, δεν μπορεί να κάνει και πολλά πια). Η ανάγκη της Ελένας να αποκαλυφθεί η αλήθεια για την κόρη της είναι τόσο επιτακτική, που δεν την σταματάει το γεγονός ότι έχει να δει είκοσι χρόνια την Ισαμπέλ, ότι δεν ξέρει καν αν θα την βρει, αν εξακολουθεί να μένει στο παλιό σπίτι στο Μπελγκράνο, ούτε καν αν ακόμα… ζει.
     Ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την Οδύσσεια της Ελένα να κάνει αυτές τις αυτονόητες, καθημερινές κινήσεις –την ταπείνωση της αδυναμίας του κορμιού που σε φέρνει σε θέση να χάσεις κάθε αξιοπρέπεια. Την επιμονή της να γίνουν έρευνες, το πείσμα της απέναντι στον πατέρα Χουάν που προσπαθεί να τη συνετίσει με τον «λόγο του θεού» (η Ελένα δεν μπορεί να σκεφτεί ότι κάποιος χωρίς κορμί είναι η ψυχή του. Επειδή δεν πιστεύει ούτε στην ψυχή, ούτε στην μετά θάνατον ζωή) και στον αστυνόμο Αβεγιανέδα, που έχει αναλάβει να την συντροφεύει τρεις μέρες τη βδομάδα. Με απίστευτη προσπάθεια αναστοχάζεται ξανά και ξανά τα ελάχιστα στοιχεία που κατάφερε να συγκεντρώσει, που μπορούν να αποδείξουν ότι η κόρη της δολοφονήθηκε. Όλες της οι ελπίδες ωστόσο στρέφονται στην Ισαμπέλ, κι αυτό γιατί κάποτε, παλιά πριν εικοσαετία, η Ρίτα αντίστοιχα βοήθησε την Ισαμπέλ να κάνει παιδί.
     Είναι πολύ μικρές οι πιθανότητες να τα καταφέρει η Ελένα, αλλά όταν πια αυτό συμβαίνει, μπορεί και να εύχεται ο αναγνώστης να μην τα κατάφερνε. Γιατί η συνάντηση με την Ισαμπέλ είναι ανατρεπτική. Στο ψυχολογικό επίπεδο και όχι γιατί η Ισαμπέλ δεν δέχεται να μιλήσει ή να εξηγήσει, τη σχέση της με τη Ρίτα και το δικότης παρελθόν που φωτίζει την αλήθεια. Γιατί η Ισαμπέλ, με τα λίγα λόγια που λέει βοηθά την Ελένα να δει μια πραγματικότητα που αρνιόταν να δει. Μια πραγματικοτητα που την κάνει να αναφωνήσει, στο τέλος, σαν αρχαία τραγωδός:
Εγώ, ξέρετε, θέλω να ζήσω, παρά τούτο το κορμί, παρά τη νεκρή μου κόρη,
πάλι διαλέγω να ζήσω
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Ειδικοί αγγελιοφόροι στην αυτοκρατορία των Ίνκας