Βαθιά συγκίνηση μου προκάλεσε το βιβλίο αυτό, του οποίου ο συγγραφέας μού είναι όχι ακριβώς φίλος, αλλά ένα αγαπημένο πρόσωπο από το παρελθόν: υπήρξε για πολλά χρόνια ο γυναικολόγος μου,
αυτός που με συνέτρεξε σε πολύ δύσκολες και πολύ προσωπικές στιγμές, μέσα στις οποίες συγκαταλέγονται και οι γέννες των δύο κοριτσιών μου.
Ήταν λοιπόν ευχάριστη έκπληξη η πρόσφατη επικοινωνία μας μετά από πολύ καιρό, προκειμένου να έρθει στα χέρια μου το «Μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη, κατοχικά και μετακατοχικά». Το ενδιαφέρον μου ήταν διπλό: η βαθύτερη γνωριμία με έναν άνθρωπο που του οφείλω πολλά αλλά που κυρίως συμμετείχε σε κρίσιμες φάσεις/αποφάσεις της ζωής μου, και η βαθύτερη γνωριμία με την πόλη της Θεσσαλονίκης που εξ ορισμού είναι γητεύτρα και πλανεύτρα, και μάλιστα την μακρινή αυτή περίοδο των κατοχικών χρόνων.
Ωστόσο, το βιβλίο είναι κάτι παραπάνω από μια απλή βιογραφία. Δεν είναι καν αυτοβιογραφία, όπως επισημαίνει με οξυδέρκεια ο συγγραφέας (π.χ. μπορεί να παραλείπονται ολόκληρες περίοδοι και σταθμοί κλασικοί στη ζωή του), αλλά μια απόπειρα καταγραφής των βιωμάτων που καθόρισαν τη συνολική ψυχική πορεία του συγκεκριμένου ανθρώπου, που ένιωσε την ανάγκη να συνοψίσει, να ανακεφαλαιώσει, να αναστοχαστεί το νόημα της ύπαρξής του. Μια ανασκόπηση που νοηματοδοτεί τον βίο, όπως θα’ πρεπε να κάνουμε όλοι συνέχεια στη ζωή μας, και που κάνουμε ίσως αναπόφευκτα όταν ο κίνδυνος ή ο Χρόνος μάς χτυπάει την πόρτα.
Η καταγωγή και οι οικογενειακές καταβολές είναι αυτό όπου αρχικά προστρέχει ο καθένας μας προκειμένου να νιώσει τις ρίζες του, τη σύνδεσή του με το γήινο και με τον Χρόνο. Η πρώτη έκπληξη ήταν ότι και οι δυο προπάπποι ήταν Βλάχοι. Ο παππούς της μητέρας, Γιάννης Βογιατζής,από το Μοναστήρι («απίθανο Βαλκανικό καζάνι»), που τότε βέβαια ήταν υπό την οθωμανική κυριαρχία, κι έτσι υπήρχαν μέχρι τα νεότερα χρόνια παρακλάδια της πολυπληθούς οικογένειας στη Σερβία. Από την πλευρά του πατέρα, ο Δημήτριος Τσαπούλης (τσάπος =τράγος) από το Λιβάδι του Ολύμπου, το Κουτσολίβαδο. Ένας πλούσιος ζωοτρόφος, της εποχής εκείνης, ένας καουμπόη των Βαλκανίων, κινούμενος μέσα στην Τουρκο- Αλβανική επικράτεια/από κοντά και η μύηση στις Αδελφότητες και τις Μυστικές Εταιρείες τις ταγμένες στον Αγώνα για την ανεξαρτησία και την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Ο συγγραφέας υπολογίζει ότι ο συνθήκες αλλά και ο χαρακτήρας του προπάππου του, που ήταν καρδιακός φίλος με τον γιατρό Θανάση Αστερίου -ηγετική φυσιογνωμία στον αγώνα για την ανεξαρτησία-, συμμετείχε στις εξεγέρσεις που προηγήθηκαν της ένωσης της Θεσσαλίας με την Ελλάδα, το 1881. Ο Δημήτριος Τσαπούλης μετά την ένωση της Θεσσαλίας δεν διάλεξε την προσφυγιά στη νότια Ελλάδα (το Λιβάδι έμεινε στην οθωμανική επικράτεια), αλλά μετοίκησε με τη πολυπληθή φαμελιά του στη Θεσσαλονίκη, όπου με τη ρευστοποιημένη, μεγάλη περιουσία οι απόγονοι έζησαν άνετα, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 20ου αι., ιδρύοντας έναν αλευρόμυλο. Όταν πια η εβραϊκή επιχείρηση ΑΛΛΑΤΙΝΗ εκτόπισε τις μικρές αλευροβιομηχανίες, ίδρυσαν το ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ, που έγινε σύντομα κέντρο διερχομένων (αβίαστα μου προκύπτει η έμπνευση των παππούδων μου να κατευθύνουν τη βιοποριστική τους προσπάθεια ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ, το πιο γραφικό αλλά και νευραλγικό σημείο της πόλης).
Ο συγγραφέας αποδίδει τιμή σε όλους τους προγόνους που ακολούθησαν τον προπάππο (και αντίστοιχα βέβαια τους προγόνους της μητέρας), αναφέροντας ό, τι θυμάται και διασώζοντας την αντικειμενικότητα αναφέροντας σε ποιο βαθμό οι πληροφορίες είναι ελλιπείς. Και οι δύο κλάδοι της οικογένειας είχαν χρήματα και αρχοντικές καταβολές, τηρουμένων των αναλογιών. Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων και των βίων συνοδεύεται από φωτογραφίες της εποχής. Παράλληλα με την ατμόσφαιρα του φευγαλέου που γευόμαστε κι εμείς οι αναγνώστες, καθώς βλέπουμε τις γενιές να διαδέχονται η μια την άλλη, τους άπειρους συγγενείς -και την άγνωστη έκβαση της τύχης τους πολλές φορές- δίνεται και ο παλμός της εποχής, εποχής χρωματισμένης με σημαδιακά γεγονότα: φυματίωση, μετανάστευση, πόλεμος, μεσοπόλεμος, Β’ παγκόσμιος, μετακομίσεις, οικονομικές καταστροφές. Και οι κοπέλες, οι κόρες της οικογένειας σκορπισμένες στον τόπο καταγωγής των συζύγων τους.
Μέσα από τα σπίτια που αλλάζει η οικογένεια παρακολουθούμε και την μικροϊστορία της Θεσσαλονίκης: η πυρκαγιά του ’17 έδιωξε τους Τσαπούληδες από τα «ξύλινα Μακεδονίτικα και Τούρκικα» σπίτια, μετακόμισαν στην περιοχή του Αγίου Νικολάου (στο ίδιο σπίτι όπου είχε γεννηθεί ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ενώ μαθαίνουμε ότι εκεί κοντά μεγάλωσαν κι ο Κώστας Βουτσάς και Τάκης Κανελλόπουλος). Ακολουθούμε τον γέρο πια και παροπλισμένο παππού Αλκιβιάδη να κατηφορίζει μπροστά από το φαρμακείο του Γαβριήλ Πεντζίκη (και όσους συγγραφείς και ποιητές ήταν μαζωμένοι εκεί μέσα) για να κάνουμε στάση στο στιλβωτήριο του φίλου του Λάζου. Ήδη, έχει πια γεννηθεί ο αφηγητής και συνοδεύει τον παππού του στις στιγμές της ραστώνης και της ουζοκατάνυξης (αναρωτιόμουν, καθώς τόσο λίγα ήξερα για τη ζωή του, τι να ονειροπολούσε ο γέρος, οπού να’ τρεχε ο λογισμός του, ποιες μνήμες, ποιες εικόνες και από πού τάχα τις ανακαλούσε. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές είχα τη βεβαιότητα ότι τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβαινε· ο παππούς παραδίδονταν στο τίποτε, όπως παραδινόμαστε στον ήλιο, στη θάλασσα, στη μουσική ή σε μια ωραία οπτασία). Στο «ευρύχωρο πρατήριο του Μπουτάρη, γεμάτο αναθυμιάσεις οινοπνευματωδών ποτών με εξάρχουσα τη μυρωδιά της ρακής», ο μικρός εγγονός κουβάλαγε στον παππού του νταμιτζάνα στο μισό του μπόι γεμάτη με ρακή.
Καθώς όμως μεγαλώνει και πλησιάζει ο πόλεμος, οι επιχειρήσεις των παππούδων παρακμάζουν, ο πατέρας φεύγει για το μέτωπο (πέμπτη φορά στη ζωή του που ντύνονταν στα χακί) και η οικογένεια μετακομίζει σε μικρότερο σπίτι της οδού Μενελάου. Στη συνέχεια, λόγω των βομβαρδισμών καταφεύγουν στις Κονίστρες Ευβοίας, με την εκτεταμένη οικογένεια της μητέρας και του παππού Γιάννη (άλλον πάτερ-φαμίλια). Μια περίοδος έξι μηνών που ο συγγραφέας καταγράφει ως «η πιο μακρά περίοδος εξοχικής, και μοναδική περίοδο αγροτικής ζωής, που είχα στη ζωή μου». Επιστρέφοντας από την Εύβοια (δύσκολο κι επεισοδιακό ταξίδι λόγω πολέμου), επειδή η οικογένεια είχε ξενοικιάσει στη Μενελάου, κατέφυγαν συν γυναιξί και τέκνοις στο εργοστάσιο χρωμάτων του ίδιου πολυμήχανου παππού, του Γιάννη -δεν είναι τυχαίο ότι τον λένε Βογιατζή/Μπογιατζή-, στην άνω Τούμπα (που κατά τις περιγραφές του συγγραφέα ήταν εξοχή ακόμα). Είναι πραγματικά αξιομνημόνευτες οι αναμνήσεις αυτού του «παιδικού παραδείσου» (φυσικά θαυμάζω πόσο μαλακιά κι εγχάρακτη μπορεί να είναι η μνήμη ενός εξάχρονου παιδιού), που αφορούν όχι μόνο την υπέροχη φύση και τα παιχνίδια, αλλά και την ανεξίτηλη επαφή με τους μεγαλύτερους νεαρούς της οικογένειας (θείους και θείες). Αργότερα, το αρχοντικό των Βογιατζαίων, στη σκιά του Άη Δημήτρη, φιλοξενεί την πυρηνική οικογένεια και αργότερα, ως τελευταία διαμονή πριν όλοι σχεδόν μετακομίσουν στην Αθήνα, η κεντρική κατοικία γωνία Τσιμισκή και Αριστοτέλους. Αντικείμενα- κειμήλια συνοδεύουν τις μνήμες του συγγραφέα, όπως το «αθάνατο, ελβετικό ρολόι», δώρο του παππού του το 1947, το γραφείο από ξύλο λεμονιάς.
Μέσα από τα μάτια του συγγραφέα, που είναι ακόμα παιδί, βλέπουμε την αναχώρηση των Γερμανών από τη Θεσσαλονίκη, τον Οκτώβριο του 1944 (είχα ένα αίσθημα για εκείνους τους Γερμανούς που σέρνονταν πάνω στην Εγνατία Οδό, ότι ήταν περισσότερο νεκροί παρά ζωντανοί ή ότι σε κάθε περίπτωση βάδιζαν στον σίγουρο όλεθρό τους) και τη σύντομη περίοδο που επικράτησε στην ελεύθερη Θεσσαλονίκη το ΕΑΜ, μέχρι τη συμφωνία της Βάρκιζας. Οι οικογενειακές ατυχίες που ακολούθησαν όταν ελευθερώθηκε πια η Θεσσαλονίκη, η παραίτηση του πατέρα από τη θέση του δημόσιου υπαλλήλου , η συμμετοχή στην επιχείρηση του παππού, η επακόλουθη οικονομική πτώση χρόνια μετά διαλύει τους συνεκτικούς δεσμούς που είχαν όλες οι οικογένειες τα χρόνια εκείνα.
Στην οικογενειακή ιστορία σημαίνοντα και πολύ εξέχοντα ρόλο για τη διαμόρφωση κι ενηλικίωση του ήρωα είχε η παρουσία της κυρα- Δέσποινας, στην οποία αφιερώνεται ειδικό κεφάλαιο, με αφηγήτρια την ίδια. Η Δέσποινα Σύρμου, προσφυγοπούλα από το Αϊδίνι, με μπόλικο τσαγανό και πηγαία αγάπη για τη ζωή, για τα παιδιά, για τη δουλειά της είχε μια μοναδική προσωπική ιστορία (μια από τις πάμπολλες τραγωδίες της ιστορικής συγκυρίας). Αριστερή («Δηλαδή κομμουνίστρια;» έκανε η μάνα μου ταραγμένη), μπήκε οικονόμος και παραμάνα των παιδιών στο σπίτι των Τσαπουλαίων (χαρακτηρισμοί όπως υπηρεσία, υπηρέτρια, δούλα να μην ακούγονται στο σπίτι μας). Πολιτικοποιημένη, πιστή σ΄έναν «αυτοσχέδιο κομμουνισμό», ερχόταν σε αντιπαράθεση πολιτική με τον προέφηβο συγγραφέα, ο οποίος τότε δήλωνε δεξιός, πατριώτης και θρήσκος (Εκείνη περηφανεύονταν ότι ήταν λαϊκιά, εγώ παρίστανα τον αστό «αριστοκράτη»). Η εμβόλιμη ιστορία/αφήγηση της Δέσποινας είναι καθηλωτική, καθώς και η υποστήριξή της μέχρι αυτοθυσίας στον «ανεξαγόραστο» κύριο Παγιανό, αριστερό που τον εξόρισαν στην κόλαση του Άι- Στράτη.
Ευρηματικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδονται και τα σχολικά, τα γυμνασιακά χρόνια στο Πειραματικό Θεσσαλονίκης: μια επιστολή που έγραψε, ώριμος πια ο συγγραφέας στον αγαπημένο του δάσκαλο, ανεπίδοτη μεν, πολύ γλαφυρή όμως, συγκινεί τον αναγνώστη με τα μικρά και μεγάλα επεισόδια που ανασύρει το μνημονικό, και που μπορεί να είναι σημαντικά μέσα στην ασημαντότητά τους ακριβώς επειδή τα απαθανατίζει η μνήμη. Σκιαγραφείται ένας πολύ ενδιαφέρων χαρακτήρας, με τα πάθη και τις αντιφάσεις του, καθώς και η χαρακτηριστική φιγούρα του «ιερού τέρατος», του διευθυντή Ιω. Ξ., κυρίως όμως μια εποχή μοναδική με τα ήθη της, τις αξίες της, τις αγωνίες και τις χαρές της: ο λαθραίος ποδοσφαιρικός αγώνας με το Ανατόλια· η θεατρική παράσταση στην επέτειο του ΄21 με έργο που έγραψαν οι ίδιοι οι μαθητές (στην περίπτωση ο συγγραφέας)· η σχολική εκδρομή στο Άγιο Όρος και τέλος, η μεγάλη εκδρομή των τελειόφοιτων στην Πελοπόννησο. Σπαρταριστά επεισόδια, στιγμές συγκίνησης κι ένα μεγάλο έμμεσο -και άμεσο- ευχαριστώ στον «μεγάλο και μοναδικό δάσκαλο» (μου έλειψε ο δάσκαλος μετά από σας. Τον αναζήτησα στις μετέπειτα σπουδές μου, στην επιστημονική μου θητεία, στην επαγγελματική, ας ήταν οπουδήποτε. Κι αν χρειαζόμουν έναν δάσκαλο στην επιστήμη που διάλεξα!)
Με την ίδια επιλεκτική μέθοδο παρακολουθούμε τα φοιτητικά χρόνια, την οδύσσεια του φοιτητή της ιατρικής (και όχι μόνο!) να περάσει την εποχή εκείνη π.χ. το μάθημα ανατομίας (δίνονταν σημειώσεις χωρίς καν ένα σχέδιο ανατομικό)· τα εργαστήρια με τα δυσεύρετα πτώματα και τα οστά που κροτάλιζαν μέσα σε ετοιμόρροπες βαλίτσες για να μελετήσει ο φοιτητής· τις απίστευτες προφορικές εξετάσεις στον καθηγητή-σφαγέα, όπου περνούσες συνήθως κατά σύμπτωση· το μάθημα Ζωολογίας με τους στρυφνούς επιστημονικούς όρους, η μάταιη παρακολούθηση και τα άθλια τεφτέρια (δεν υπήρξε φοιτητής που να μη ναυάγησε μέσα στην παράλογη πολυπραμοσύνη και την ασάφεια του πονήματος).
Και η φοιτητική ζωή περιγράφεται με αδρές γραμμές, με τις εξόδους, τη «γλώσσα της Πεταλούδας» (ιδιόλεκτος νεανική της εποχής), τις βόλτες στην παραλία. Είναι η ηλικία της πολιτικής συνειδητοποίησης, των ατέλειωτων συζητήσεων και αναζητήσεων. Δύο επεισόδια πολύ χαρακτηριστικά ξεχωρίζουνε αυτήν την περίοδο. Γιατί όπως είπαμε, ο συγγραφέας επιλέγει να αποδώσει παραστατικά με κάποιες πινελιές ανεξάλειπτα, και γι αυτό πολύτιμα περιστατικά. Που έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τον αναγνώστη.
Με τον ίδιο τρόπο βλέπουμε και στο κεφάλαιο «Ένας έρωτας», την ερωτική περιπέτεια του πιο ώριμου πλέον αφηγητή (απόφοιτου και στρατευμένου, πριν την ειδικότητα) με την Τάνια. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια καταγράφει ο συγγραφέας τα συναισθήματα, τις διακυμάνσεις, τις αγωνίες, τις περιπέτειες που έζησε κοντά σ’ αυτό το νέο πρόσωπο, έναν όμορφο άνθρωπο με τον οποίο αγαπήθηκαν, αλλά βίωσαν και την οδύνη του χωρισμού. Εδώ μάλιστα ακολούθησε και συγγραφικό τέχνασμα: το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης το ανέλαβε, σε γ΄ενικό, ο φίλος του ο Γιάννης που γνώρισε καλά τον Άλκη μέσα από ατέλειωτες νυχτερινές εξομολογήσεις (και όχι μόνο), αλλά και την Τάνια.
Ο χρόνος συμπυκνώνεται προς το τέλος του βιβλίου, καθώς παρακολουθούμε την πορεία και την έκβαση των αγαπημένων προσώπων σχεδόν μέχρι σήμερα. Κορυφαία στιγμή, ο εκτενής μονόλογος της Τάνιας μετά από χρόνια, που συνοψίζει τη γραμμή βαθιάς επικοινωνίας με τον Άλκη (βλέπω ότι εξακολουθείς να φοβάσαι και τώρα αυτό που έτρεμες τότε. Μήπως κάποια στιγμή η τέχνη υποκαταστήσει τη ζωή σου). Αποκαλύπτονται έτσι, με εύσχημο και έμμεσο τρόπο, οι καλλιτεχνικές ανησυχίες (και επιδόσεις) του συγγραφέα, ενώ το τελευταίο ταραχώδες και αγχωτικό επεισόδιο με την περιπέτεια του ληγμένου διαβατηρίου στην Νέα Υόρκη αναδεικνύει μια φράση, κατά τη δική μου κρίση, «κλειδί» στην προσωπικότητά του:
Ζήτησα από την Αγγέλα, ως έσχατη γραμμή άμυνας, να επιλέξουμε την αξιοπρέπεια.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου