Μερικές φορές είναι πιο εύκολο να βάζουμε τις φωνές
παρά τα κλάματα
Πρόκειται για ένα ζοφερό βιβλίο, σκοτεινό και ασφυκτικά στενάχωρο εφόσον μπαίνουμε στην καρδιά της ψυχολογίας μιας ηλικιωμένης γυναίκας που έχει Πάρκινσον. Και μάλιστα μιας σπάνιας μορφής Πάρκινσον, που δεν χαρακτηρίζεται από το γνώριμο τρέμουλο, αλλά νεκρώνονται σιγά σιγά ομάδες κυττάρων του νευρικού συστήματος. Η Ελένα, η κεντρική ηρωίδα, είναι μεν μια έξυπνη γυναίκα αλλά είναι βαριά άρρωστη∙ μπορεί να μιλήσει, να επικοινωνήσει και φυσικά να σκεφτεί, αλλά στο αφηγηματικό παρόν, δηλαδή το εικοσιτετράωρο που διαρκεί η αφήγηση, δεν μπορεί να κινηθεί παρά μονάχα λίγη ώρα αφού πάρει τα χάπια λεβοντόπας, τέσσερα την ημέρα: πρωί-μεσημέρι-απόγευμα-βράδυ. Έτσι λοιπόν και η συγγραφέας με ιδιαίτερα ευφυή τρόπο έχει χωρίσει το σύντομο μυθιστόρημά της (νουβέλα;) σε τρία μέρη: Το πρωί (δεύτερο χάπι), Το μεσημέρι (τρίτο χάπι), Το απόγευμα (τέταρτο χάπι). Η λεπτομερής περιγραφή του τιτάνιου αγώνα επιβίωσης και οι απίθανες δυσκολίες που συναντά η Ελένα στις απλές καθημερινές κινήσεις, ακόμα κι αν έχει πάρει το χάπι, είναι πέρα από κάθε φαντασία… ( Κανένας δεν φαντάζεται ότι είναι άθλος να ανοίγει τα μάτια για μια ακόμα φορά. Το φως είναι το προμήνυμα της μάχης που έχει για άλλη μια φορά μπροστά της, απ’ τη στιγμή που προσπαθεί να σηκωθεί από το κρεβάτι, τραβώντας τα λουριά για να ξεκολλήσει τη νεκρή της πλάτη απ’ το τσαλακωμένο σεντόνι κλπ κλπ). Τόσο μακριά μας και τόσο κοντά σε κάθε άνθρωπο βρίσκεται το φάσμα της χρόνιας αρρώστιας, της φθοράς χωρίς επιστροφή. Γι’ αυτό και το βιβλίο, μόνο και μόνο επειδή χτυπά το υπαρξιακό καμπανάκι της ευγνωμοσύνης για τον βαθμό υγείας που έχει ο καθένας μας, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αξία (μπορεί κάποιος να φανταστεί τον πόνο, την ενοχή, την ντροπή, την ταπείνωση. Τα μαθαίνει όμως μόνο όταν η ζωή τα φέρει μπροστά του, η ζωή είναι η μεγάλη δοκιμασία του ίδιου μας του εαυτού).
Στον εσωτερικό κόσμο της Ελένας, επομένως, αναδιατάσσονται οι έννοιες, παίρνει άλλη τάξη ο κόσμος. «Αυτή» είναι η αρρώστια -ή αλλιώς, «αυτή η πουτάνα»-, η ντοπαμίνη είναι οι τσάσκι[1] ενώ ο «εκθρονισμένος βασιλιάς» είναι ο εγκέφαλος, στον οποίο δεν υπακούνε πια τα μέλη του σώματος. Μαθαίνει τα μικρά και μεγάλα μυστικά της επίδρασης των χαπιών, και χτίζει μια αξιοθαύμαστη ρουτίνα που να της επιτρέπει να κινείται στον χώρο. Βέβαια, δεν μπορεί να κινήσει το κεφάλι προς τα πάνω, περπατά πάντα καμπουριαστή και σκυφτή κι επομένως έχει περιορισμένο οπτικό πεδίο, ενώ απ’ το στόμα της τρέχουν ασυγκράτητα σάλια.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτός ο στόχος της συγγραφέα, ούτε τόσο μονοδιάστατο το ενδιαφέρον. Η Ελένα έχει μια μεσήλικη κόρη, τη Ρίτα, που από την τρίτη κιόλας σελίδα μαθαίνουμε ότι «τώρα είναι νεκρή». Βρέθηκε κρεμασμένη στο καμπαναριό της εκκλησίας, ένα βράδυ που είχε καταιγίδα, κι όλοι πίστεψαν ότι αυτοκτόνησε. Μόνο η «Ελένα ξέρει» ότι δεν μπορεί να ισχύει αυτό, για τον απλούστατο λόγο ότι η Ρίτα φοβόταν απίστευτα τη βροχή και τους κεραυνούς. Παράλληλα με την ψυχολογία της Ελένα, επομένως, βλέπουμε στη διάρκεια της αφήγησης, μέσα από τις μνήμες της Ελένα, να διαγράφεται αρκετά ανάγλυφα και ο χαρακτήρας της κόρης της, που έχει επωμιστεί το δυσάρεστο και τιτάνιο έργο να προστατεύει, να φροντίζει και να μαλώνει μια μάνα τελείως ανήμπορη τώρα πια, τελείως αδύναμη και απόλυτα εξαρτώμενη –και κρατάει βέβαια πάρα πολύ καιρό αυτό. Είναι αναγκαστικά ένα αχώριστο δίδυμο, εφόσον μοιράζονται τις λίγες στιγμές απόλαυσης (π.χ. των διακοπών που επιλέγουν, επιβάλλοντας μια διαφορετική ρουτίνα), πάντα βέβαια… καυγαδίζοντας (Καβγάδιζαν. Ασταμάτητα, κάθε απόγευμα. Για όλα και για τίποτα. Το σημαντικό δεν ήταν το θέμα, αλλά εκείνος ο τρόπο με τον οποίο είχαν διαλέξει να επικοινωνούν, μέσα απ’ τον καβγά, έναν καβγά που καμουφλάριζε μια άλλη διαμάχη, εκείνη που έκαιγε κρυφά και γεμάτη λαχτάρα μέσα τους κι έκανε κάθε τους κουβέντα να παρατραβάει).
Η Ρίτα είναι νευρική, είναι απότομη, φέρεται πολύ άσχημα στις διάφορες υπηρεσίες όπου τραβολογιούνται (αν ο προϊστάμενός σου σού δώσει μια ηλίθια εντολή κι εσύ την υπακούσεις, τότε είσαι κι εσύ ηλίθια και μετά λύπης μου σε πληροφορώ ότι η ηλιθιότητα χρήζει επίσης μακροχρόνιας θεραπείας), φέρεται με σκαιό τρόπο ακόμα και στην Ελένα. Όμως, «τώρα» η Ρίτα είναι νεκρή. Κατά το εικοσιτετράωρο που εκτυλίσσεται στο μυθιστόρημα, η Ελένα έχει σχεδιάσει μια υπεράνθρωπη, για την ίδια, αποστολή: να πάρει το τρένο και να μεταβεί σε άλλη πόλη, όπου θα συναντήσει την Ισαμπέλ, την γυναίκα που πιστεύει ότι μπορεί να τη βοηθήσει, εφόσον εκείνη δεν μπορεί να κάνει έρευνα, δεν ορίζει το σώμα της (χρειάζομαι ένα κορμί που δεν έχω, τούτο δω μετά βίας με έφερε σήμερα ίσαμε το σπίτι σας, αύριο δεν ξέρω αν θα μπορούσε, δεν μπορεί να κάνει και πολλά πια). Η ανάγκη της Ελένας να αποκαλυφθεί η αλήθεια για την κόρη της είναι τόσο επιτακτική, που δεν την σταματάει το γεγονός ότι έχει να δει είκοσι χρόνια την Ισαμπέλ, ότι δεν ξέρει καν αν θα την βρει, αν εξακολουθεί να μένει στο παλιό σπίτι στο Μπελγκράνο, ούτε καν αν ακόμα… ζει.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την Οδύσσεια της Ελένα να κάνει αυτές τις αυτονόητες, καθημερινές κινήσεις –την ταπείνωση της αδυναμίας του κορμιού που σε φέρνει σε θέση να χάσεις κάθε αξιοπρέπεια. Την επιμονή της να γίνουν έρευνες, το πείσμα της απέναντι στον πατέρα Χουάν που προσπαθεί να τη συνετίσει με τον «λόγο του θεού» (η Ελένα δεν μπορεί να σκεφτεί ότι κάποιος χωρίς κορμί είναι η ψυχή του. Επειδή δεν πιστεύει ούτε στην ψυχή, ούτε στην μετά θάνατον ζωή) και στον αστυνόμο Αβεγιανέδα, που έχει αναλάβει να την συντροφεύει τρεις μέρες τη βδομάδα. Με απίστευτη προσπάθεια αναστοχάζεται ξανά και ξανά τα ελάχιστα στοιχεία που κατάφερε να συγκεντρώσει, που μπορούν να αποδείξουν ότι η κόρη της δολοφονήθηκε. Όλες της οι ελπίδες ωστόσο στρέφονται στην Ισαμπέλ, κι αυτό γιατί κάποτε, παλιά πριν εικοσαετία, η Ρίτα αντίστοιχα βοήθησε την Ισαμπέλ να κάνει παιδί.
Είναι πολύ μικρές οι πιθανότητες να τα καταφέρει η Ελένα, αλλά όταν πια αυτό συμβαίνει, μπορεί και να εύχεται ο αναγνώστης να μην τα κατάφερνε. Γιατί η συνάντηση με την Ισαμπέλ είναι ανατρεπτική. Στο ψυχολογικό επίπεδο και όχι γιατί η Ισαμπέλ δεν δέχεται να μιλήσει ή να εξηγήσει, τη σχέση της με τη Ρίτα και το δικότης παρελθόν που φωτίζει την αλήθεια. Γιατί η Ισαμπέλ, με τα λίγα λόγια που λέει βοηθά την Ελένα να δει μια πραγματικότητα που αρνιόταν να δει. Μια πραγματικοτητα που την κάνει να αναφωνήσει, στο τέλος, σαν αρχαία τραγωδός:
Εγώ, ξέρετε, θέλω να ζήσω, παρά τούτο το κορμί, παρά τη νεκρή μου κόρη,
πάλι διαλέγω να ζήσω
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Ειδικοί αγγελιοφόροι στην αυτοκρατορία των Ίνκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου