Όπως συμβαίνει με όλους του ψυχρούς ανθρώπους,
της άρεσε να φουντώνουν γύρω της τα
πάθη, αλλά η ίδια να μην καίγεται ποτέ
Στη συγκεκριμένη νουβέλα η ηρωίδα, η Ιρένε, είναι μια μεγαλοαστή της Βιεννέζικης μπουρζουαζίας, παντρεμένη με συμβατικό γάμο, με υπηρέτριες, με δυο παιδιά που τα μεγαλώνουν νταντάδες κλπ. Η μαλθακότητα όμως, η «χλιαρή ευτυχία» που κυριαρχεί στην ακύμαντη και γεμάτη ασφάλεια ζωή της, την ωθεί σε μια εξωσυζυγική σχέση, χωρίς ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό και χωρίς πάθος: η απουσία κινδύνου και η ασφάλεια ήταν εκείνα που ξύπνησαν την περιέργειά της για περιπέτεια. Η ανατριχίλα, μια δόση ρομαντισμού και ο αισθησιασμός τρέφουν το «συναρπαστικό αυτό παιχνίδι», παρόλο που τα υπόλοιπα στοιχεία του εραστή τον έκαναν σχεδόν «αντιπαθή στην αστική της αισθητική» (το εκκεντρικό ντύσιμό του, το τσιγγάνικο νοικοκυριό του, η αστάθεια των οικονομικών του). Έτσι λοιπόν, συναντιέται με τον Έντουαρντ χωρίς να είναι ευτυχισμένη, χωρίς να είναι απογοητευμένη.
Ο φόβος αρχικά είναι μικρής διάρκειας· από την πρώτη φράση του βιβλίου χαρακτηρίζεται παράλογος, γιατί είναι σε σχεδόν μηδενικό βαθμό: διαρκεί όσο να κατέβει η Ιρένε το κατώφλι του διαμερίσματος του εραστή και να πάρει τον δρόμο για το σπίτι της (ούτε στον καθρέφτη δεν τολμούσε να κοιταχτεί, από φόβο μην αντικρίσει την δυσπιστία μέσα στο ίδιο της το βλέμμα). Στη συνέχεια όμως ο αρχικός αυτός φόβος αποκτά αιτία και υπόσταση, και καθώς αυξάνονται οι αφορμές μετατρέπεται σε τρόμο και πανικό, που επηρεάζει όλες τις λειτουργίες και τον ψυχισμό της μέχρι την παράλυση. Κι αυτό γιατί εμφανίζεται μπροστά της μια γυναίκα που συστήνεται ως η φιλενάδα του εραστή, και που προχωρά αδίστακτα σε κάθε είδους εκβιασμό.
Τον πρώτο εκβιασμό τον ξεπερνά γρήγορα. Δίνει τα χρήματα και όταν πια βρίσκεται στο ασφαλές περιβάλλον του σπιτιού της, ανακτά εύκολα την αυτοκυριαρχία της. Μάλιστα, σχεδόν απολαμβάνει την συνάντηση που όρισε με τον εραστή της για να του αναγγείλει την απόφασή της να διακόψουν (νιώθει μια μαχητική, επικίνδυνα γαργαλιστική διάθεση, όμοια με κείνη που νιώθει κανείς όταν ψηλαφεί την ψυχρή όψη ενός στιλέτου). Συνεχίζει το παιχνίδι της με μούτρα και υπαινιγμούς, ενώ η νέα περιπέτεια την κάνει να νιώθει μια ασυνήθιστη ζωντάνια (πύρωσε μέσα της ένα πολύ σπάνιο συναίσθημα, που είχε να το νιώσει από μικρό κορίτσι).
Όμως οι εκβιασμοί συνεχίζονται. Η σιχαμερή εκβιάστρια με το «αποκρουστικό πρόσωπο της προλετάριας» γνωρίζει το όνομά της, το σπίτι της, την πλησιάζει όλο και συχνότερα ενώ το τίμημα του εκβιασμού γίνεται όλο και μεγαλύτερο! Φτάνει στο σημείο να στείλει σημείωμα στο ίδιο τους το σπίτι την ώρα του δείπνου, ζητώντας υπέρογκο χρηματικό ποσόν, κι όταν πια εμφανίζεται και η ίδια ενώ όλη η οικογένεια είναι παρούσα, η έντρομη Ιρένε φτάνει στο σημείο να δώσει το ίδιο της το δαχτυλίδι των αρραβώνων (την επόμενη στιγμή, ο σύζυγος: «Πού είναι το δαχτυλίδι σου;»). Η Ιρένε αρχίζει και χάνει την ηρεμία της, το άγχος εισβάλλει σε κάθε στιγμή της καθημερινότητας, απομονώνεται και νιώθει ξένη ακόμα και μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Σε κάποιον χορό όπου συνοδεύει τον άνδρα της νιώθει ξαφνικά απελευθερωμένη, χορεύει τόσο έντονα και γελά τόσο νευρικά (ένα φυλακισμένο γέλιο που έψαχνε τρόπο να ελευθερωθεί/πετάχτηκε σαν φελλός από μπουκάλι σαμπάνιας και μετατράπηκε γρήγορα σε μικρές κελαρυστές κολορατούρες) που ο συνετός, διακριτικός και μετρημένος άντρας της άρχισε να υποπτεύεται ότι κάτι δεν πάει καλά. Ακόμα πιο βλοσυρός ήταν στην αντίδρασή του όταν την είδε να καίει το γράμμα της εκβιάστριας στο τζάκι («Θέλω μονάχα να σου επισημάνω πως δεν είσαι υποχρεωμένη να μου δείχνεις τα γράμματά σου»), καταπίνοντας με αξιοπρέπεια τον εσωτερικό του θυμό.
Ο φόβος είναι χειρότερος από την τιμωρία
Από δω και στο εξής η Ιρένε χάνει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Το άγχος την κάνει να μην θέλει να σκέφτεται, βλέπει εφιάλτες, τα νεύρα της είναι κλονισμένα, νιώθει κυριολεκτικά άρρωστη, παράλυτη, κι αυτό είναι αισθητό πια και στους γύρω της (αυτός ο διαβρωτικός φόβος είχε καταφέρει, σαν νιτρικό οξύ, να διαλύσει τη ζωή της στα εξ ων συνετέθη).
Όμως το μεγαλείο του συγγραφέα είναι ότι δεν αποδίδει μόνο ο συγγραφέας την γκάμα μιας συναισθηματικής ταραχής από το μηδέν στο άπειρο -την αυξανόμενη ένταση, τις μύχιες διακυμάνσεις, τις αυξομειώσεις και τις αντιφάσεις που προκαλεί στην ψυχή η ντροπή, ο φόβος και η ενοχή. Μέσα στις λίγες σελίδες της σύντομης νουβέλας, ο Τσβάιχ καταφέρνει να μας δείξει με εσωτερικό τρόπο πόσο η ψυχρή και επίπεδη προσωπικότητα της Ιρένε ξαφνικά αποκτά βάθος. Πώς αρχίζει και νιώθει «πραγματικά συναισθήματα», πώς συνειδητοποιεί ότι η ζωή της μέχρι τώρα ήταν ρηχή (σιγά σιγά η ζωή της έπαιρνε ένα καινούργιο νόημα, όλα τα πράγματα αποκάλυψαν ξαφνικά το γεμάτο σοβαρότητα πρόσωπό τους). Μέσα στις έξι αυτές μέρες που διαρκεί η αφήγηση, η Ιρένε επαναπροσδιορίζει τις αξίες της. Αρχίζει και βλέπει το παρελθόν της με διαφορετικό τρόπο, νιώθει αηδία για τις κενές ενασχολήσεις των αργόσχολων και για τη ρηχότητα των προηγούμενων προτιμήσεών της (αυτό είναι κι ένα κοινωνικό σχόλιο για την κενότητα της μεγαλοαστικής συζυγικής ζωής)· συνειδητοποιεί ότι δεν είχε ποτέ ουσιαστικά ασχοληθεί με τα παιδιά της, κι ότι έχει έναν σύζυγο που δεν τον γνωρίζει πραγματικά. Με λίγα λόγια διευρύνεται η αυτογνωσία και η αυτοσυνειδησία της.
Όταν πια ο φόβος γίνεται παροξυσμός, όταν οι εφιάλτες είναι αφόρητοι και το αδιέξοδο απροσπέλαστο, η Ιρένε παίρνει την απόφαση που της χαρίζει «κρυστάλλινη ηρεμία», την απόφαση που την κάνει να νικήσει τον φόβο. Και τότε έρχεται η κάθαρση, μια λύση απροσδόκητη· απροσδόκητη μεν για την ίδια, αλλά ίσως όχι τόσο για τον προσεκτικό αναγνώστη, που έχει επισημάνει την έκπληξη του εραστή όταν η Ιρένε τον επέπληξε για τους εκβιασμούς με τη «φιλενάδα», και τους χειρισμούς του συζύγου, ο οποίος παρουσίασε μια ιδιάζουσα -σχεδόν φιλική- συμπεριφορά τις τελευταίες μέρες.
Το τέλος λοιπόν που επέλεξε ο συγγραφέας είναι λυτρωτικό, γεμάτο ελπίδα και φως:
Μέσα της ένιωθε ακόμη έναν ελαφρύ πόνο, αλλά ήταν ένας πόνος θετικός και ευοίωνος, καυτός αλλά και γλυκός, σαν τις πληγές που καίνε, προτού κλείσουν για πάντα.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου