Δευτέρα, Οκτωβρίου 27, 2008

Το κοινόβιο, Μάριος Χάκκας

Διαβάζοντας ακόμα και την πρώτη μόνο γραμμή αυτής της μικρής συλλογής αφηγημάτων («τα γραφτά μου μικρά σαν κουτσουλιές· στη δεύτερη, το πολύ στην τρίτη σελίδα εξαντλούνται») αισθάνεσαι το σπαραγμό ενός ανθρώπου που ψάχνει τις λέξεις για να χωρέσουν το άρρητο, το ανείπωτο: μια ζωή «σπαταλημένη», ηττημένη σε αγώνες αδικαίωτους, μια χαμένη νιότη που παλεύει τόσο πρώιμα (41 ετών) με το θάνατο. Είναι φανερό από τις πρώτες σελίδες ότι δεν πρόκειται ακριβώς για «διηγήματα», όπως επισημαίνουν οι εκδότες, δεν πρόκειται δηλαδή για μυθοπλασία αλλά για μαρτυρία, κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου.[1]

1. ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΟΥ
Είναι το δεύτερο στη σειρά αφήγημα, που επιγράφεται με τον λιτό και απροκάλυπτο τίτλο «Τα τελευταία μου», και συγκλονίζει με τη γενναιότητα του ανθρώπου που βρίσκει το κουράγιο να μιλήσει απλά, λαϊκά και καθημερινά για το επικείμενο τέλος του (το ξέρω, δε γλιτώνω με τίποτα. Όχι που λένε να σταματήσω το κάπνισμα, μια λεπτομέρεια στις δυνάμεις που με σπρώχνουν στο χαμό
και παρακάτω
δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, αυτή ήταν η φυσική του εξέλιξη: ξεκίνησε σα ρεβύθι, έγινε τάλιρο, μετά σαν αυγό, τώρα είναι μέγεθος γροθιάς. Ξεφτάνε οι ελπίδες).
Σελ.64:
Μου είπαν πως θα με κάνουν καλά, τρόπος του λέγειν, θα μπορώ ν’ αναπνέω, θα κουνάω τα χέρια μου, πού και πού θα πηγαίνω κανένα περίπατο, αρκεί φυσικά να μη σπαταλιέμαι, και κυρίως στο γράψιμο. (..) Τους εξήγησα ότι δεν πρόκειται, δε θέλω χάρη καμιά, αλλά επειδή ξεκίνησα να γράφω λίγο μεγάλος, τριαντάρης και βάλε, κι επειδή όπως φαίνεται δεν μπορώ να πάω πέρα από τα σαράντα, μ’ άλλα λόγια δεν προλαβαίνω κι έχω πέντε δέκα εικόνες στο μυαλό μου, να μην πάνε χαμένες, κάτι παράξενες σκέψεις που ίσως δεν τις κάνει άλλος μετά από μένα, ίσα ίσα ένα βιβλιαράκι ακόμα, όχι μεγάλο πολύ, λίγο πιο χοντρό από το προηγούμενο, όλο κι όλο δυο δάχτυλα πάχος.
(…)
Το πρόσωπό του στεγνό, «άρρηκτον τείχος», κι εγώ ν’ αποζητάω κάποια ρωγμή, μια μικρή σύσπαση για να γλιστρήσω και να περάσω σώος από την άλλη μεριά ίσαμε να γραφτεί αυτό το βιβλίο, όχι για πάντα, ούτε για το μέσο ποσοστό ηλικίας δε συζητάμε, μια μικρή εξαίρεση στο μεγάλο κανόνα, μια μικρή εξαίρεση, κάποιο φάρμακο που θα κρατάει τον όγκο για τέσσερα πέντε χρόνια στο ίδιο σημείο, όχι ίαση, αναζητώντας μια χαραμάδα κι όσο δεν τη βρίσκω να φυραίνω από εφίδρωση σε εφίδρωση μέχρι τον τελικό ρόγχο καταγραμμένο κι αυτόν.
Το απλό «κουβεντιαστό», καθημερινό κι εξομολογητικό ύφος γίνεται άλλοτε λυρικό, άλλοτε κωμικοτραγικό, άλλοτε χιούμορ, ειρωνεία, σαρκασμός. Ο αφηγητής Μάριος Χάκκας/στιχουργός και αυτοκτόνος [2] καταθέτει σαν σε ημερολόγιο τις περιπλανήσεις του σώματος και του πνεύματος στις τελευταίες αυτές στιγμές:
Είναι να μη μπλέξεις με τη μεταφυσική. Ψάχνω μήπως κι ανακαλύψω αυτόν που μου βάζει το αίνιγμα. Βλέπω μια επιγραφή «καγώ αναπαύσω υμάς». Όχι, να λείπει τέτοια ανάπαυση. Το ξέρω, το σώμα μου στα θυμαράκια και θα μου περισώσουν λέει την ψυχή. Το πρόβλημα για μένα είναι ακριβώς το αντίθετο, αν γίνεται να σώσω το σώμα, για την ψυχή αδιαφορώ, στα καζάνια, στις πίσσες, ας μην αναπαυτεί ποτέ κλπ. κλπ.
Η αφήγηση διακόπτεται από οράματα με γυναίκες, χωρίς μεταφυσικό χαρακτήρα, αλλά μάλλον σουρρεαλιστικό (!), με πολλά λογοπαίγνια (Σκωτία/σκοτία, Αλέξης/ ἅ λέξεις κ.α.)
Σελ.56:
Έτσι συνεχίστηκε ο αγώνας με τις λέξεις κι ο άλλος, η πάλη με τις γυναίκες· αυτά τα δυο μ’ έβγαζαν έξω από τα όρια του κόσμου, με σφεντόνιζαν στα χάη κι έλεγα πως δε θα επιστρέψω ποτέ από κει, ώσπου για λίγο επέστρεφα στην πραγματικότητα, ασχολιόμουν με την αρρώστια και πάλι αναχωρούσα.
Σελ. 66:
Αριστερά η γυναίκα μου, δεξιά η άλλη εκείνη η ψηλή, θα μου πλένουν τα πόδια με μια κολόνια πανάκριβη. (…) Αυτές οι τρεις γυναίκες κάνουν τον πρώτο κλοιό γύρω μου, με παραστέκουν ασυμφιλίωτες πάντα μεταξύ τους, η μάνα μου γιατί η γυναίκα μου της πήρε το γιο της, η γυναίκα μου γιατί η φιλενάδα μου της πήρε τον άντρα. Αύριο κάποιος άλλος θα με πάρει κι έτσι θα μπορέσουν να συμφιλιωθούμε. Τελικά όλο και κάπου ανήκω, δικός μου δε μπόρεσα να υπάρξω ποτέ.
(…)
Θα ρθει καιρός που θα πάω να προσπέσω παρακαλώντας για μια μόνο μέρα. Μόλις ακούσω τους γύρω μου να ψιθυρίζουν «μέχρις εδώ ήτανε», τότε θα ξαναπάω ζητιανεύοντας έστω μια μέρα μονάχα, κι αν είναι φιλεύσπλαχνος θα μου τη δώσει κι ας του έχω σούρει τόσα και τόσα.
Ο τραγικός λόγος του Χάκκα δεν ξεπέφτει σε μελόδραμα, ο λυρικός του τόνος δεν εγείρει την εύκολη συγκίνηση, αν και η περίσταση είναι πρόσφορη. Ο αναγνώστης κατακλύζεται από ένα αίσθημα ιερότητας μπροστά στο δράμα του συνανθρώπου που στέκει γυμνός και ανήμπορος μπροστά στη μοίρα του, με απόγνωση, με αγωνία αλλά και με ανάλαφρο χιούμορ, αντίφαση που επιβεβαιώνει την αυθεντικότητά του. Η τελευταία σελίδα του αφηγήματος, καθαρή ποίηση, κλονίζει με την -αιρετική- τόλμη της και την απελπισία της (παρατίθεται στο τέλος)*

2. ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ

Δεν αργεί ο αναγνώστης να καταλάβει ότι το «ιδιόρρυθμο κοινόβιο» που οραματίζεται ο συγγραφέας δεν είναι παρά ένα «ανακάλεμα» παλιών φίλων, συντρόφων που βαδίσαν στον ίδιο δρόμο της φυλακής και της εξορίας, της «σπατάλης» (κι όμως: μ’ εξυπνάδες και κουταμάρες, αλήθειες και ψεύδη, αυτό είναι τελικά το βιβλίο σου, καλή κακή αυτή είναι η ζωή σου, πώς να τη διαγράψεις και να ξαναρχίσεις). Ο γνωστός εξομολογητικός τόνος προσδίδει την ένταση του προηγούμενου αφηγήματος αλλά τώρα εστιασμένος στους συντρόφους. Έτσι, μέσα σ’ ένα παραληρηματικό μονόλογο μαθαίνουμε για τον γερο- Παγγουρέλια, τον Φαίδωνα, τον γιατρό, τον Θωμά, τον Τσαούση, τον Νότη, τον Νεόφυτο κλπ. …και
… ξέρω πολλούς που σπατάλησαν τη ζωή τους, μήπως και ξαναφτάσουν σε κείνη την έξαρση. Μάταια. Ήταν οι τελευταίες βροντές μιας μπόρας που πέρασε. Κάπου αλλού έβρεχε. Μερικοί νόμιζαν πως το σύνεφο γύριζε. Οι αρχηγοί μάλιστα καλέσαν και βροχοποιό να το φέρει οπωσδήποτε πίσω. Τελικά δεν ήρθε εκείνος ο ομαδικός ψυχισμός, κι ούτε φυσικά θα ξανάρθει. Από τη μια οι αρχηγοί, από την άλλη οι ξένοι, χαντακώθηκε η υπόθεση, χάθηκε η ευκαιρία για πάντα και μόνο η ανάμνηση μένει, μια διαρκής ελεγεία γι’ αυτούς που σκοτώθηκαν, τα νιάτα που σπαταλήθηκαν χωρίς αποτέλεσμα.
Πέρα όμως απ’ το περιεχόμενο, κάποιες φράσεις είναι ανεπανάληπτες:
· (…) χαλούν τα πλήκτρα της μηχανής, φθείρεται η ταινία, τελειώνει το χαρτί κι εγώ
ακόμα δεν έχω αρχίσει, δεν έχω πει ούτε το ένα εκατοστό από κείνα που στριμώχνονται μέσα μου.
· Από τη μια η αρρώστια, από την άλλη η ηλικία, τώρα πολλές φορές δεν έχουν και νόημα, γι’ αυτό αποφεύγω τους χώρους που κάποτε εκδήλωνα την αυτοπεποίθησή μου.
· Να το έχουν υπόψη τους όσοι θα οικοδομήσουν στο μέλλον κοινόβια, έστω και στο φεγγάρι, τους αρχηγούς απ’ το ποδάρι σαβουρντιστούς μες στον κρατήρα.
· Δάσκάλε μου, ελπίζω να είσαι στο πόστο σου, καθισμένος στο κότσι, διδάσκοντας το αιώνιο κλάμα κι ας στερείσαι το μπουζούκι. Δεν έχουν σημασία τα μέσα. Μόνο το μεράκι να υπάρχει, και βρίσκεται τρόπος για έκφραση.
· Για δικούς μου εντελώς προσωπικούς λόγους βρέθηκα ανάσκελα στη ρίζα ενός δέντρου.
Σ’ αυτό το δέντρο βρίσκεται στο τέλος του αφηγήματος ο αφηγητής με τη θέλησή του, και νιώθοντας σταδιακά να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του αποχαιρετά έναν έναν.

3. ΕΝΟΧΟΣ ΕΝΟΧΗΣ

Μια υποθετική, φανταστική κι εφιαλτική δίκη και καταδίκη, με πικρό χιούμορ μέσα στο παράλογο σκηνοθετεί εδώ ο Μ. Χάκκας, κι ίσως είναι το μόνο της σειράς αφήγημα που έχει ένα «μύθο», δεν αποτελεί δηλαδή άμεση εξομολόγηση. Μέσα από το υποβλητικό ελλειπτικό σκηνικό, μέσα από τις σουρεαλιστικές περιστάσεις που σατιρίζουν σαφώς το ανακριτικό σύστημα ανατολής και δύσης, ορθώνει μια αδύναμη αλλά σταθερή φωνή ο υπόδικός/κατάδικος Χ, ομολογώντας όλες τις μικρές και μεγάλες ενοχές και οδηγώντας πειθήνια τον εαυτό του στην εκτέλεση.

4. ΡΕΤΑΛΙΑ
Πέντε μικρότερης έκτασης αφηγήματα αποτελούν την ενότητα αυτή όπου διαγράφεται πιο ξεκάθαρα η πολιτική πορεία του αφηγητή.
Από το «Τσιλιμπίκ ή Τσιλιμπάκι»:
Δε μου αρέσουνε οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές κι οι αρμονίες. Όλα να πάσχουνε κάπου, σώματα, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού, κι επιπλέον καμιά όρεξη για νέο στήσιμο. Αντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς κι αυτοί που λένε πως σιάχνουνε, κυβερνήσεις, παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκορπίζουνε τριγύρω τους.
Δε με εκφράζει πια καμιά σκοπιμότητα και καμιά λογική.

Από το «Με τη θέλησή μου»:
«Μα γιατί, είσαι δικός τους», επέμεναν οι άλλοι από πάνω, «είσαι δικός μας», έλεγαν οπι άλλοι από κάτω . «Κανενός. Επιτέλους, είμαι δικός μου».

Δεν ξέρω αν είναι σκόπιμος ο όρος «γενιά της ήττας», που αποδόθηκε βασικά στον Αναγνωστάκη (εκείνος όμως τον απαρνιόταν όσον αφορά τον εαυτό του) αλλά πιστεύω ότι αντίστοιχα στην πεζογραφία εκφράζεται στο ακέραιο στον Μ. Χάκκα, τουλάχιστον όπως φανερώνεται στο τελευταίο του αυτό έργο. Ασφαλώς, οι έννοιες ήττα/νίκη είναι σχετικές,και δεν είναι οι μόνες που μπορούν να χαρακτηρίσουν τη γενιά, γιατί η σκοπιά του Μ. Χάκκα, πέρα από το μηδενισμό στο υπαρξιακό επίπεδο, προδίδει κι έναν "αναρχισμό", όπως φαίνεται από τα παραπάνω αλλά κι από τα παρακάτω αποσπάσματα:
Μόλις στα τριάντα πέντε μπόρεσα να λυτρωθώ από την ανελευθερία, κι αυτό όχι πλήρως. Δεν είναι εύκολο ν’ αποτινάξεις τον ζυγό του κόμματος.
(…)
Τώρα που βάρυνα, όλο και χάνω, βλέπω τους στόχους μου ν’ απομακρύνονται, ξαναπερνάω αντίστροφα τα ίδια σημεία, ίσως πάω και παρακάτω από κει που ξεκίνησα, θα βρεθώ στο τέλος στον πάτο. Κι όλ’ αυτά γιατί δεν πήρα τις σκάλες που ανέβαιναν. Ήθελα προφανώς να παρουσιαστώ για μαγκιόρος, κι ως φαίνεται δεν ήμουν τέτοιος, δεν ήμουν.

Κλείνω επιστρέφοντας στο αφήγημα «Τα τελευταία μου» -που μαζί με «Το κοινόβιο» αλλά και το Ένοχος ενοχής» νομίζω ότι έχει περισσότερο υπαρξιακό χαρακτήρα-, για να παραθέσω αυτούσια την τελευταία σελίδα, μια σελίδα ποίησης, το απόσταγμα της μαρτυρίας, του περάσματος του Μ. Χάκκα από τη ζωή προς το θάνατο:

*Δε θέλω έλεος, δε θέλω έλεος, Θεέ µου (Το Θεέ µου, αναστεναγμός από τα φύλλα της καρδιάς κι όχι επίκληση)
Γιατί δεν έχω ανομήματα να εξαλείψεις
ανοµίες να µου ξεπλύνει ς
κι αµαρτίες να µου καθαρίσεις.
Εγώ πρώτος θα γνώριζα τις ανοµίες µου και τις αµαρτίες µου κι αυτές θα µε καταδίκαζαν στα µάτια µου για πάντα.
Κανέναν, κανέναν δεν έβλαψα και τίποτα το πονηρό σε
βάρος άλλου δεν έπραξα έτσι που να δικαιώσω τα λόγια σου και να δεχτώ την κρίση σου.
Δε δέχοµαι πως φταίνε οι γονείς µου κι ότι η μητέρα
µου αμαρτωλά µ' έφερε µέσα στην κοιλιά της.
Ψάχνω και δεν βρίσκω την αλήθεια, τα κρυφά και τ
αφανέρωτα µού µένουν πάντα άγνωστα
. Ραντίστε µε τη ρίγανη και της μυρτιάς το σπόρο, τού
θυµαριού τη σκόνη, τη µούχλα τού βουνού κι ίσως καθαριστώ κι ίσως ακόµα γίνω πιο άσπρος απ' το χιόνι.
'Ακούω µμουσικές κι ευφραίνομαι, τα κουρασμένα κοκαλάκια µου αγάλλονται.
Κοίταξε, κοίταξε στο πρόσωπό µου καθρεφτίζεται η ,
καθαρή µου καρδιά κι από µέσα βαθια µου αναδύεται το ντόµπρο µου πνεύµα.
Μη βάζεις εµπόδιο το πρόσωπό σου, άφησέ µε να δώ και πέρα απ' αυτό.


Χριστίνα Παπαγγελή


[1] «ο ίδιος ο Μάριος Χάκκας που κινείται μέσα στις σελίδες, όσα διαβάζω δεν είναι πλαστά, αποκύημα φαντασίας, είναι η ίδια του η ύπαρξη που κατατίθεται και γίνεται λέξεις, λόγος», Βασ. Συμεωνίδης, 237 λέξεις για το Κοινόβιο του Μ.Χάκκα
[2] «Το κοινόβιο», σελ.37

Σάββατο, Οκτωβρίου 25, 2008

481 λέξεις για την «αυλή μας» της Μαρίας Ιορδανίδου

Το αστικό τοπίο και οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ενοίκους των πολυκατοικιών είναι το θέμα του βιβλίου. Η απλότητα της προσέγγισης με τη λιτή αφήγηση και τις εύστοχες περιγραφές δίνει στο βιβλίο ζωντανό χαρακτήρα, τέτοιο που οι διαπιστώσεις του είναι και σήμερα επίκαιρες.
Αυλή είναι ο «ακάλυπτος» χώρος μεταξύ επτά πολυκατοικιών. Εκεί διαδραματίζονται τα συμβάντα της καθημερινότητας όπου τίποτα δε μοιάζει ξεχωριστό. Οι επιπλήξεις των παιδιών, η δυσκολίες που δημιουργεί ο στενεμένος χώρος των διαμερισμάτων όπου τα έπιπλα περισσεύουν, η διασκέδαση της νεολαίας με τη μουσική της μόδας, ο νέος καταναλωτισμός που καθοδηγείται από τη διαφήμιση, οι καυγάδες και οι μικροχαρές, οι μετακομίσεις… Αυτές οι πτυχές της ζωής αποτελούν και το υλικό του βιβλίου.
Ο ένας γνωρίζει τον άλλο, η «αυλή» χαρτογραφείται και οι συνήθειες του καθενός είναι λίγο ή πολύ γνωστές. Ταυτόχρονα ισχύει η αντίφαση κανείς να μη μιλά στον άλλο και τα βλέμματα να μη διασταυρώνονται. Η αποξένωση της μεγαλούπολης.
Αφορμή επαφής θα γίνουν οι σεισμοί, οπότε και η ασυναίσθητη οικειότητα της καθημερινής συνύπαρξης θα εκδηλωθεί ως ενδιαφέρον για τον άλλον και ως αλληλεγγύη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημιουργία παιδικού σταθμού που θα εξυπηρετήσει τις ανάγκες των μικρών παιδιών και των εργαζόμενων μητέρων.
Ανεκδοτολογικό χαρακτήρα έχει το περιστατικό με τη «φυτεία» που ενοχοποιεί τον κηπουρό. Η παρέμβαση της αστυνομίας θα παραξενέψει τους ενοίκους αλλά η παρεξήγηση θα λυθεί καθώς θα δοθεί η εξήγηση. Αιτία της φυτείας είναι η τροφή των ωδικών πουλιών που πολλοί ένοικοι έχουν στα μπαλκόνια τους. Επίσης παρόμοιου χιουμοριστικού χαρακτήρα είναι το περιστατικό που εξελίσσεται στις σελίδες 112-114, η αστυνομία περιφρουρεί την αφισοκόληση που προπαγανδίζει συγκέντρωση αριστερών το Δεκέμβριο του ’44.
Το αφήγημα δίνει την ευκαιρία μιας έμμεσης κριτικής ματιάς σε πολλές όψεις των σύγχρονων κοινωνιών. Ας δούμε σχετικά τη θέση της γυναίκας. Παλαιότερα η θέση της στο σπίτι την καθιστούσε νοικοκυρά – κυρία και παρά την απουσία ευκολιών, όπως οι ηλεκτρικές συσκευές ο ρόλος της είχε κάτι το αρχοντικό σε αντίθεση με τη δουλικότητα του άνδρα που έπρεπε να δουλέψει εκτός σπιτιού, να σκλαβώσει το χρόνο του. Τώρα με όλες τις σύγχρονες ανέσεις της τεχνολογίας το σπίτι έγινε αβάσταχτη υποχρέωση για τη γυναίκα, η φροντίδα του οποίου είναι ένα καθήκον που προστίθεται σε αυτό της εργασίας.
Επίσης σε πολλά σημεία η συγγραφέας συγκρίνει τις συνθήκες ζωής με αυτές που έζησε η ίδια στην Κωνσταντινούπολη, στα Ταταύλα. Η νοσταλγία για ένα χαμένο τρόπο ζωής και για το χαμένο αστικό τοπίο της Πόλης διαφαίνονται κυρίως στις σελίδες 48-54 όπου οι αναμνήσεις αφήνονται με απλότητα στο χαρτί. Έχουμε την περιγραφή ενός σπιτιού στα Ταταύλα και των απλών αναμνήσεων με τις οποίες είναι δεμένο. Η θλίψη όταν η συγγραφέας αναφέρεται στα επεισόδια του 1955 και στη συνακόλουθη καταστροφή μιας πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής σχεδόν τεσσάρων αιώνων.
Η ανάγνωση του βιβλίου αφήνει μια αίσθηση ευχάριστη που πηγάζει από την αίσθηση οικειότητας που προκαλεί. Και είναι τόσες πολλές οι πλευρές αυτής της οικειότητας... που μόνο το τυπωμένο χαρτί μπορεί να μεταδώσει.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 24, 2008

535 λέξεις για «του κύκλου τα γυρίσματα» της Μαρίας Ιορδανίδου

Είναι το τέταρτο από τα πέντε βιβλία της Μαρίας Ιορδανίδου και κυκλοφόρησε το 1979. Μπορεί να διαβαστεί ως ιστορική μαρτυρία και ταυτόχρονα ως καταγραφή της προσωπικής ιστορίας της συγγραφέα κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου.
Ξεκινά με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα και το φόβο της αφηγήτριας μήπως συλληφθεί εξαιτίας της εργασίας της στη Σοβιετική Πρεσβεία. Αυτό δίνει την αφορμή για να παρουσιαστούν αναδρομικά περιστατικά και καταστάσεις σχετικές με τη δουλειά της στην πρεσβεία. (ως τη σελ. 37) Ο φόβος της σύλληψης επαληθεύεται και ακολουθεί η φυλάκισή της στις φυλακές Λάρισας και Τρικάλων από όπου θα αφεθεί ελεύθερη το Φλεβάρη του 1942 (σελ. 38-67). Στις σελίδες αυτές θέλω να ξεχωρίσω το περιστατικό που η συγγραφέας διδάσκει γραφή και ανάγνωση στις συγκρατούμενές της και για να το πετύχει υιοθετεί τη φωνητική γραφή («όλα τα «ε» με έψιλον, όλα τα «ι» με γιώτα, όλα το «ο» με όμικρον») και στην διαπίστωση που επανέρχεται ως μότο σε πολλά σημεία των βιβλίων της ότι σημασία έχει να είσαι άνθρωπος, ανθρωπιά να έχεις μέσα σου. Εδώ γίνεται με αφορμή τον ενωμοτάρχη που τήρησε την υπόσχεσή του να ειδοποιήσει τους οικείους για τη μεταγωγή της.
Η επιστροφή στην Αθήνα κατά το δύσκολο χειμώνα που έμεινε στην ιστορία για την εξαντλητική πείνα που οδήγησε πολλούς στο θάνατο δίνει πολύ χαρακτηριστικές εικόνες από αυτό το δράμα. Επίσης η δράση των Γερμανοτσολιάδων που σε πολλές περιπτώσεις υπήρξαν χειρότεροι από τους κατακτητές. Περιγράφονται τα χρόνια της Κατοχής ως την απελευθέρωση και τον ερχομό της εξόριστης κυβέρνησης υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου (σελ. 68-91). Ακολουθούν τα Δεκεμβριανά (σελ. 92-108) και ο Εμφύλιος (σελ. 109-144). Οι εικόνες δίνονται μόνο με τη δική τους δραματικότητα, εκτελέσεις, διώξεις, εξορίες, δράση παρακρατικών, έλεγχος του τύπου. Ικαρία, Μακρόνησος, Γιούρα, κλπ, κλπ. Ακολουθεί και σύντομη αναφορά πέντε σελίδων στη δεκαετία του ’50 με χαρακτηριστικότερη έμφαση στα γεγονότα του ’55 στην Κωνσταντινούπολη. Η συγγραφέα συχνά αναλογίζεται τη ζωή της, τα σημαντικά γεγονότα, όπως o α΄ Παγκόσμιος, η ρωσική επανάσταση, η κατοχή, ο Εμφύλιος. Ζωή γεμάτη περιπλανήσεις και νέους τόπους, νέα πρόσωπα. Έτσι το παρελθόν γίνεται αχνό και partir c'est mourir un peu. (φεύγοντας είναι λίγο σα να πεθαίνεις, κράτησα τη γαλλική φράση που μου άρεσε).
Εδώ το περιεχόμενο του βιβλίου αλλάζει και έχουμε δύο κεφάλαια αφιερωμένα στις ρίζες της Ιορδανίδου. Το τέταρτο είναι ένα ταξίδι στην Ύδρα όπου αναζητά και βρίσκει στοιχεία της καταγωγής της (σελ. 149-176). Ψάχνει εφημερίδες και έγγραφα για να ανακαλύψει ίχνη του πατέρα της Νικολάκη Κριεζή και το κατορθώνει.
Το τελευταίο (σελ. 177-207) με μία εκδρομή μεταφερόμαστε στην Κωνσταντινούπολη, στην άλλη ρίζα της συγγραφέα όπου συναντάμε ξανά και τη γιαγιά της, τη Λωξάντρα. Η παραγγελιά που έχει για υλικά ώστε η θεία Πολυξένη να φτιάξει καλά κόλλυβα θα είναι και ένας λαογραφικός οδηγός. Η Πόλη έχει αλλάξει και οι γειτονιές, οι πλατείες, τα κτήρια είναι άλλα από ό, τι είχε κρατήσει στη μνήμη της. Βέβαια υπάρχουν ακόμη το Πέρα Παλάς, η Μονή της Χώρας, η Γέφυρα του Γαλατά... Έχουν καταστραφεί η εκκλησία στο Μπαλουκλί, έχει αλλάξει το Τάκσιμ και το Καράκιοϊ...
Επιστέφει στην Αθήνα φέρνοντας τα μικροδώρα στους οικείους της.
Νομίζω ότι «του κύκλου τα γυρίσματα» είναι από τις καλές προτάσεις για να αποκτήσει ένας νέος μιαν εικόνα της ιστορίας μας των δύσκολων χρόνων Κατοχής και Εμφυλίου.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 23, 2008

708 λέξεις για τη Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου

Με απλό και λιτό τρόπο καταγράφεται η ζωή της ηρωίδας και η καθημερινότητα των Ελλήνων της Πόλης στο δεύτερο μισό του 19ου αι. και ως τον α΄ παγκόσμιο πόλεμο.
Πλήθος από λαογραφικά στοιχεία, όπως η διαμόρφωση των σπιτιών, η κουζίνα και η διατροφή, οι γυρολόγοι επαγγελματίες κλπ, συντελούν στην απόδοση του μικροϊστορικού περιβάλλοντος. Έμφαση δίνεται εξαρχής στο φαγητό. Στη σελίδα 41 παρατίθεται το ενδιαφέρον τετράστιχο: «Μουχαλεμπί και γκιούλ σερμπέτ ο αναστεναγμός σου / και του Χατζή Μπεκίρ λοκούμ ο τρυφερός λαιμός σου. / Ο κάθε λόγος σου γλυκός, σαν ραβανί αφράτος, / και σαν Αιβάν – Σεράι λοκμάς με μέλι μυρωδάτος.» και στη συνέχεια αναφορά στον Κομφούκιο που υποστήριζε ότι η τύχη μας δεν είναι στα χέρια των θεών αλλά εκείνων που μαγειρεύουν την τροφή μας. Στο τέλος του βιβλίου στη σελ. 244 η Λωξάντρα που όλοι τη θεωρούσαν ετοιμοθάνατη τρώει κρυμμένη από την κατσαρόλα τους λαχανοντολμάδες.
Επίσης, τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται αδρά και βοηθούν την τοποθέτηση της μυθοπλασίας μέσα στον ιστορικό χρόνο. Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (σελ.80), η σφαγή των Αρμενίων, ο πόλεμος του 1897, (σελ. 150), οι ταραχές των αρχών του 20ου αι. στην Αθήνα, η εκλογική νίκη του Δηλιγιάννη (σελ. 200) και η δολοφονία του, η επανάσταση στο Γουδί (σελ. 219) κ.α. Οι αναφορές σε όλα αυτά δεν είναι τόσες και τέτοιες ώστε να κυριαρχήσει η ιστορία, ή για να μιλάμε για κάποια εκδοχή του ιστορικού μυθιστορήματος.
Το ενδιαφέρον παραμένει στη Λωξάνδρα και το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον της. Αυτό το συνθέτουν η Κλειώ, η Ελεγκάκη, ο Θόδωρος, ο Ταρνανάς, η Σουλτάνα κλπ. Αλλά και ο μπεχτσής (νυχτοφύλακας), ο Αλή, ο Μουσταφά που είναι ο γιουμουρτατζής (αυγουλάς) και άλλους. Παρακολουθούμε τη ζωή της από τα νεαρά της χρόνια στο Μακροχώρι, που βρίσκεται στην παλιά Πόλη, το γάμο της, τη μετακόμιση στο Πέρα όπου «οι δρόμοι ως το πρωί είναι γεμάτοι κόσμο. Εδώ ούτε η νύχτα είναι νύχτα, ούτε η μέρα μέρα». (σελ. 125) και τις νέες πλούσιες γειτονιές της Πόλης, στα Ταταύλα όπου δεν πατούσε το πόδι του Τούρκος και είχε πληθυσμό αμιγή ελληνικό (σελ. 37), τον ερχομό στην Αθήνα για μία περίπου δεκαετία και την επιστροφή στην Πόλη.
Οι περισσότερες σελίδες εξελίσσονται στο αστικό τοπίο της Κωνσταντινούπολης, την εικόνα της οποίας σχηματίζει αβίαστα ο αναγνώστης. («Και πίστευαν πως η Κωνσταντινούπολη πάντα θα μυρίζει ρωμιοσύνη». σελ. 182) Τα σπίτια, οι δρόμοι, ο Βόσπορος και κυρίως τα Θεραπειά, και ο Κεράτιος, οι γειτονιές της, οι εξοχές, το υγρό κλίμα της.
Η ματιά της Ιορδανίδου είναι ψύχραιμη και δε δραματοποιεί τα γεγονότα. Τα πρόσωπα ζωντανεύουν χάρη κυρίως στον προφορικό λόγο και στους διαλόγους όπου ενσωματώνονται χαρακτηριστικές εκφράσεις και λέξεις από την τουρκική γλώσσα. Η καθημερινή συνύπαρξη των δύο λαών δε σκιάζεται από προβλήματα που θα μπορούσαν να οφείλονται στις διαφορές τους όπως η θρησκεία ή η γλώσσα. Μάλιστα ο θρησκευτικός συγκρητισμός είναι χαρακτηριστικός στο επεισόδιο με το αγίασμα της Παναγίας Μπαλουκλιώτισσας, αγαπημένης της Λωξάνδρας.
Η αφελής νοοτροπία της ηρωίδας και η άδολη συμπεριφορά της είναι χαρακτηριστική σε αρκετά σημεία του βιβλίου. Στις σελ. 65-66 με την ιστορία της γάτας της που δε θέλει να τη δώσει, αλλά της την κλέβουν, και κυρίως στις σελ. 201-204, στο επεισόδιο με τον Τούρκο Πρόξενο στην Αθήνα, όπου η Λωξάνδρα συμπεριφέρεται θεωρώντας αυτονόητο ότι ο Τούρκος διπλωμάτης διαβάζει και συμφωνεί με τις αποκαλύψεις της Ακρόπολης για τις αγριότητες του Σουλτάν Χαμίτ. Χρησιμοποιώντας αυτά τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας της Λωξάνδρας σε όλο το βιβλίο η συγγραφέας μας δίνει μία ουσιαστική και διεισδυτική εικόνα για ένα δύσκολο θέμα. Η πραγματικότητα των σχέσεων Ελλήνων και Τούρκων είναι πολυδιάστατη. Η γενική εντύπωση του κακού Τούρκου, («Οι Τούρκοι βέβαια ήτανε τα σκυλιά, αλλά οι Τούρκοι για τη Λωξάντρα ήταν μια έννοια πολύ μπερδεμένη». σελ. 46) ανατρέπεται από τα συγκεκριμένα πρόσωπα, το νερουλά, το σαλεπιτζή κλπ. ("τι είχε να μοιράσει η Λωξάντρα με το φουκαρά τον αυγουλά και με τον έρημο το μπεχτσή;" σελ. 80).
Διάλεξα να ξαναδιαβάσω και να γράψω για το βιβλίο αυτό γιατί, νομίζω ότι, τα καταξιωμένα λογοτεχνικά έργα δεν συζήτιουνται πλέον και χάνονται κάτω από τους τόνους χαρτιού της σύγχρονης βιβλιοπαραγωγής και της διαφήμισής της. Η ευκολία έκδοσης είναι τέτοια που κατέστησε το βιβλίο εμπόρευμα στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Χωρίς αυτό να είναι αρνητικό, (ίσως να έχει περισσότερο θετικές συνέπειες) αυξάνει την "υποχρέωσή" μας απέναντι σε σημαντικά έργα της λογοτεχνίας.

(εκπομπή της ΕΡΤ για τη συγγραφέα εδώ)

Παρασκευή, Οκτωβρίου 17, 2008

Το ευχαριστημένο ή Οι δικοί μου άνθρωποι, Μαρίνα Καραγάτση

Τρεις εσωτερικοί μονόλογοι ("Μια ανοιξιάτικη μέρα του ’50") κι ένα μικρό «θεατρικό» ("Μια ανοιξιάτικη μέρα του 2006") αποτελούν το μικρό αυτό βιβλιαράκι της κόρης του Μ. Καραγάτση, τρεις μονόλογοι ωστόσο που καταφέρνουν να μπουν στα «άδυτα» της οικογενειακής ζωής του συγγραφέα, χωρίς να ξεχνάμε βέβαια ότι το βασικό φίλτρο είναι η σκοπιά της κόρης του, της Μαρίνας Καραγάτση.
Στον πρώτο –μικρότερης έκτασης μονόλογο- αφηγητής είναι ο ίδιος ο Καραγάτσης. Έχει ενδιαφέρον κι είναι καλογραμμένος, εφόσον δίνεται ανάγλυφα και παραστατικά ο ψυχισμός που υποθέτουμε ότι είχε ο συγγραφέας, δοσμένος από ένα άτομο που τον ήξερε καλά και τον αγαπούσε (αλλά βέβαια, δεν είναι και ο … αντικειμενικότερος παρατηρητής). Ιδιαίτερη όμως σημασία είχαν για μένα, από ψυχολογικής άποψης, τα σημεία όπου ο αφηγητής/Καραγάτσης αναφέρεται στην κόρη του, γιατί δείχνουν με ποιον τρόπο πίστευε η Μαρίνα ότι την έβλεπε ο πατέρας της. Δεν υπάρχει καταγραμμένη πίκρα αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο:
Όσο για τη θυγατέρα μου, σκοπός μου είναι να καταπολεμήσω την παθητικότητά της, να κεντρίσω τα ενδιαφέροντά της, να σταματήσω αυτή τη ροπή της προς ρομαντικές αναπολήσεις, να τη στρέψω προς τη ζωή, να μάθει να αντλεί υλικό από την ίδια τη ζωή. Απορώ σε ποιον έμοιασε αυτό το κορίτσι. Πάντως όχι σε μας τους Ροδόπουλους.
(…)
Αυτό το κορίτσι δεν έχει ούτε τη γλύκα της μάνας της, ούτε τη σκληράδα τη δικιά μου που είναι σημάδια στοχασμού και ζωής. Είναι σοβαρή, είναι του καθήκοντος, αλλά της λείπει ο ενθουσιασμός, της λείπει η φαντασία. Με άλλα λόγια, είναι ανιαρά ενάρετη. Πίσω απ’ το απλανές βλέμμα της διακρίνει κανείς την απουσία κάθε αισθήματος. Μια νέκρα, μια παγωμάρα. Αυτό είναι που με ανησυχεί ιδιαιτέρως. Την παρατηρώ στην καθημερινή της ζωή. Τύπος και υπογραμμός. (..) Γιατί αυτό το παιδί δεν έχει καμιά περιέργεια; Γιατί δεν κάνει ποτέ μια ερώτηση; Γιατί δεν παρατηρεί γύρω της; Γιατί αντιμετωπίζει τη ζωή με τέτοια αδιαφορία; Ο φιλόλογος της λέει ότι εφέτος άρχισε να γράφει ωραίες εκθέσεις. Σύμφωνα βέβαια με τα γούστα ενός επαρχιώτη ψιλοαριστερού δασκαλάκου. Εγώ τώρα τι να πω; Αφού δε γράφει παρά κοινοτοπίες;
Τις πιο πολλές φορές το ρίχνει στις μελιστάλαχτες ηθογραφικές περιγραφές με καλυβούλες που ζούνε μέσα αγνοί ψαράδες ή γεωργοί. Όλοι τους υπέροχοι. Άγιοι άνθρωποι, πατεράδες, μανάδες, παππούδες, γιαγιάδες. Άσε την τελευταία της μανία για κοινωνική κριτική: Κακοί πλούσιοι μεγαλοβιομήχανοι εκμεταλλεύονται καλούς φτωχούς εργάτες, κλπ. κλπ.
Βρήκα σπαραχτικό το να νιώθει αυτού του είδους την απόρριψη η κόρη από μέρους του Πατέρα, ενός πατέρα που δεν κανει άλλο παρά να προβάλλει -κλασικά- τον εαυτό του στην κόρη του. Προς τιμήν της, η συγγραφέας δε σχολιάζει ούτε προβαίνει σε χαρακτηρισμούς. Άλλωστε δεν το επιτρέπει η «δομή» του βιβλίου, ο τρόπος που διάλεξε να ξεδιπλώσει την προσωπικότητα του Καραγάτση, εφόσον μιλά ο ίδιος. Αντίθετα, η τεχνική του μονόλογου δίνει τη δυνατότητα να εκφράσει ο εκάστοτε αφηγητής τις αντιφάσεις και τις παλινδρομήσεις του, όπως κάνει στην παραπάνω περίπτωση ο Μ. Καραγάτσης αμέσως μετά:(Κι εγώ ξάφνου ένιωσα βαθιά μέσα μου μεγάλη ταραχή που την αιτία της, γιατί να το κρύψω, τη γνώριζα πολύ καλά: Ο φοβερός δαίμονας που φωλιάζει μέσα μου εδώ και χρόνια, ξύπνησε πάλι και με τα γνωστά του τερτίπια, τα οδυνηρά κουλουριάσματα και τα στριφογυρίσματά του, με αγρίεψε τόσο, ώστε γα να ξεσπάσω βάλθηκα αυτή τη φορά να συγκρίνω το ταλέντο μου με τις εκθεσούλες της κόρης μου)
Πέρ’ απ’ αυτό όμως, στο συγκεκριμένο σημείο δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι οι αδυναμίες για τις οποίες κατηγορεί ο Μ. Καραγάτσης την κόρη του, είναι κατά κανόνα αδυναμίες και στους δικούς του πληθωρικούς πλην όμως στερεότυπους και «μονοκόμματους» χαρακτήρες, με τη διαφορά ότι συνήθως δεν είναι «άγιοι» αλλά παραδομένοι στα πάθη και τις ανθρώπινες αδυναμίες (κατά τη γνώμη μου αυτή η τόλμη είναι που ανέδειξε τον Μ. Καραγάτση κι όχι τόσο η λογοτεχνικότητά του).
Περιστατικά όπως ο ξεφτιλισμός του «ψιλοαριστερού δασκαλάκου» ή η καταφυγή του Καραγάτση σε μέντιουμ προκειμένου να μη διακινδυνεύσει να κυκλοφορήσει στην Αθήνα την περίοδο της κατοχής (ενώ αναγκαζόταν να ριψοκινδυνεύει καθημερινά η γυναίκα του), η δειλία του και η ανασφάλειά του, ο συντηρητισμός του στην πολιτική και η μανία του με τις γυναίκες είναι στοιχεία/γεγονότα που δε μπορούν ν’ αμφισβητηθούν αυτά καθ’ αυτά. Σίγουρα η συγγραφέας τα φιλτράρει μέσα απ’ τη δική της οπτική γωνία, είναι όμως φανερό ότι στέκεται με αγάπη και κατανόηση μπροστά σ’ αυτές τις «αδύναμες πλευρές» προσπαθώντας να μην «εκθέσει» τον συγγραφέα αλλά να τονίσει την ανθρώπινη πλευρά του.

Οι δυο επόμενοι μονόλογοι, κάπως εκτενέστεροι, εστιάζουν κυρίως σε άλλες πτυχές της οικογενειακής ζωής της συγγραφέως. Στον δεύτερο, όπου αφηγήτρια είναι η Μαρίνα κι επιγράφεται «Η Μαρίνα και η Λασκαρώ», το κέντρο βάρους πέφτει στην πολύπαθη ιστορία της Λασκαρώς, μιας λαϊκής και δυναμικής γυναίκας από την Άνδρο που μετά από πολλά βάσανα ήρθε στο σπίτι ως υπηρέτρια και με την οποία η Μαρίνα είχε μια ιδιαίτερη σχέση, ενώ στον τρίτο αφηγήτρια είναι η γιαγιά Μίνα (πεθερά του Καραγάτση) η οποία με τη σειρά της απλώνεται σε άλλες, ενδιαφέρουσες πτυχές της οικογενειακής ζωής του ανδριώτικου σογιού. Ακούμε τρεις διαφορετικές φωνές ενώ διαγράφονται σιγά σιγά κάποιοι χαρακτήρες, όπως της μητέρας της Μαρίνας, της ζωγράφου Νίκης Καραγάτση, του αδελφού της Αντώνη αλλά και της ίδιας της Μαρίνας, που μένει διακριτικά στο περιθώριο, αφανής αλλά παρούσα… Όπως γράφει και ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στο άρθρο του «Από το σόι στους ανθρώπους»: Και στις τρεις αφηγήσεις η παρουσία της ίδιας της Μαρίνας είναι αθόρυβη, περιθωριακή, και τα δικά της συναισθήματα δεν γίνονται ποτέ το επίκεντρο του κειμένου ούτε περιγράφονται, αν και δίνεται διακριτικά στον αναγνώστη η δυνατότητα να τα εικάσει.
Η προφορικότητα της αφήγησης προσδίδει ζωντάνια στο ύφος (σημειωτέον ότι διαφέρει το «ύφος» των τριών αφηγητών) αλλά και στο περιεχόμενο δίνεται η δυνατότητα να καταγραφούν οι αντιφάσεις και οι διαφορές.
Δε μου άρεσε όμως το τέταρτο μέρος, το «θεατρικό». Ως εύρημα, έδωσε τη δυνατότητα στη συγγραφέα να «κλείσει» κάποιες ανοιχτές υποθέσεις, είτε σε επίπεδο ιστορίας, είτε σε συναισθηματικό, αλλά μου φάνηκε κάπως πλαστό και «χαζοχαρούμενο». Όλοι στο τέλος, νεκροί πια το 2006, συναντιούνται σ’ ένα «αυλιδάκι» της Άνδρου, όπου αποδεικνύονται μεγαλόκαρδοι και συναινετικοί, έτοιμοι να αποδεχτούν τους άλλους και να τους συγχωρέσουν, ενώ οι διάλογοι -όπως είναι φυσικό- δεν έχουν καθόλου αληθοφάνεια.

Κλείνοντας, ήθελα να τονίσω ότι δε γύρευα στο βιβλίο αυτό να ανιχνεύσω κάτι από την προσωπικότητα του Μ. Καραγάτση, κάτι που να μου «ερμηνεύει» την συμπεριφορά του ή το έργο του. Είδα το βιβλίο αυτό εξαρχής ως μια κατάθεση ψυχής της Μαρίνας Καραγάτση, μιας γυναίκας αξιόλογης που είχε την τύχη/ατυχία να χει ως πατέρα μια πολύ έντονη προσωπικότητα, και μάλιστα δημόσιας εμβέλειας. Το είδα σαν ένα προσωπικό ξεγύμνωμα, και μου προκάλεσε θαυμασμό απ’ τη μια το θάρρος να αντικρίσει κατάματα κάποιες πικρές αλήθειες, κι απ’ την άλλη η αγάπη και η κατανόηση με την οποία προσέγγισε τους «δικούς της ανθρώπους». Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το παρατσούκλι με το οποίο την προσφωνούσε η Λασκαρώ, «το ευχαριστημένο»!

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Οκτωβρίου 12, 2008

369 λέξεις για τη βιομηχανία του σεξ και του τηγανητού ψαριού του Εμμανυέλ Πιερρά

Χιουμοριστικό και ευτράπελο. Χωρίς να ενθαρρύνει ή να καταδικάζει αγγίζει ανυπόκριτα τις πτυχές της σεξουαλικότητας που αποκλίνουν. Είναι η εξιστόρηση των περιπετειών των δίδυμων αδελφών, της Γκαέλ και της Γκουεναέλ . Η ιστορία τους ξεκινά από την πατρίδα τους, ένα χωριό της Βρετάνης, όπου και καταλήγει. Στις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε τη ζωή τους στο αλιευτικό σκάφος. Η εξέλιξη και η βιομηχανοποίηση της αλιείας και της αλυσίδας επεξεργασίας και εμπορίας των ψαριών θα οδηγήσει στο τέλος της ψαράδικης επαγγελματικής ενασχόλησής τους. Ακολούθως θα παρακολουθήσουμε τη ζωή τους στο Παρίσι όπου αποφασίζουν να πάνε.
Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται και σε μια παρεκτροπή. Χωρίς να γίνεται χυδαίο αλλά με λογοπαιγνινή διάθεση το βιβλίο περιηγείται μέσω των ηρωίδων του στο σκοτεινό κόσμο του Παρισιού.
Τα παραπάνω αποτελούν μια συντομότατη σύνοψη των 160 σελίδων του βιβλίου. Όμως κάτι μένει μετέωρο. Πέρα από την ευχαρίστηση που μπορεί να προσφέρει ή όχι η ανάγνωσή του, υπάρχει κάτι ουσιαστικότερο;
Άφησα να περάσουν σχεδόν δύο μήνες και ξανάπιασα το βιβλίο προσπαθώντας να έχω μία «κάτοψή» του.
Έτσι τώρα μπορώ να πω με σιγουριά ότι αγγίζει το θέμα της βιομηχανοποιημένης, συσκευασμένης και κατά παραγγελία ικανοποίησης της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, δηλαδή της κατ’ ουσίαν εμπορικής εκμετάλλευσής της. Η επιχειρηματικότητα που καθορίζεται από το κίνητρο του οικονομικού κέρδους αποστειρώνει την απόλαυση για να τη μετρήσει και να την πουλήσει ως σεξουαλική εκτόνωση χωρίς συγκίνηση, χωρίς πρωτοτυπία, χωρίς επικοινωνία, εν τέλει χωρίς περιεχόμενο. Γι’ αυτό ίσως το λόγο, τα πρόσωπα του αφηγήματος η Γκαέλ, η Γκουεναέλ και ο ξάδερφος Γιαν αφού περιπλανηθούν και επισκεφθούν τους λαμπρότερους ναούς αυτής της βιομηχανίας θα επιστρέψουν στο χωριό τους, ίσως, ζητώντας ασυναίσθητα το περιεχόμενο αυτού που τους πουλήθηκε ως απόλαυση με γυαλιστερό αμπαλάζ.
Σ’ όλες τις επισκέψεις τους στα μαγαζιά της αγορασμένης υπόσχεσης η ματαίωση έρχεται τόσο γρήγορα που τους οδηγεί στη φυγή. Αυτό απαλλάσσει το κείμενο από λεπτομέρειες που θα ίσως το έφερναν στα όρια του πορνογραφήματος. Κυρίως όμως κάνει προφανή το σκοπό του συγγραφέα να καταδείξει ότι η απόλαυση και η σωματική ευχαρίστηση δε μπορεί να αγοραστούν.
Ο παραλληλισμός που υπαινίσσεται ο τίτλος αποδεικνύεται εύστοχος. Η βιομηχανοποίηση της αλιείας και των εργασιών που μεσολαβούν ως που να οδηγηθεί το ψάρι στο πιάτο στερούν τη γεύση του. Η βιομηχανοποίηση του σεξ στερεί την απόλαυσή του.

Σάββατο, Οκτωβρίου 11, 2008

494 λέξεις για το Βερολίνο: φυλάκιο ελέγχου Τσάρλυ του Ζεράρ ντε Βιλλιέ

Ένα από τα πολλά βιβλία που κυκλοφορούσαν μαζικά από τις εκδόσεις Βίπερ κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Το συγκεκριμένο κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1975 σε μετάφραση της Τασσώς Καββαδία.
Ο συγγραφέας καθιερώνει το κλισέ σεξ, βία, περιπέτεια και με προβλέψιμο τρόπο διαχέει τον αντικομουνισμό και το ψυχροπολεμικό κλίμα ανταγωνισμού Δυτικών και Ανατολικών. Διάλεξα να γράψω για το συγκεκριμένο βιβλίο για δυο λόγους. Ο δεύτερος είναι ότι διαδραματίζεται στο Βερολίνο με θέμα του το Τείχος που χώριζε την πόλη σε Ανατολικό και Δυτικό. Ήταν το πιο απτό «σύμβολο» του ψυχρού πολέμου. Ο πρώτος είναι ότι το έχω στην κατοχή μου και έτσι μπόρεσα να το (ξανά) διαβάσω.
Η ιστορία είναι απλή. Ο Βόλφγκανγκ Μανν ή «θείος Μανάπ» είναι φυσικός επιστήμονας που υπηρετεί τους Δυτικούς κατασκοπεύοντας και αποκαλύπτοντας απόρρητα στοιχεία για έρευνες και στρατιωτικά προγράμματα που διεξάγουν οι Σοβιετικοί. Φτάνει στο Ανατολικό Βερολίνο βασιζόμενος στη βοήθεια των Αμερικανών και της CIA ώστε να περάσει στο Δυτικό. Κάτι τέτοιο είναι τρομερά δύσκολο, κάθε χρόνο το κατόρθωναν δύο – τρεις. Το νόμιμο πέρασμα για τους ξένους ήταν το Φυλάκιο Τσάρλυ. Εννοείται ότι ο «θείος Μανάπ» δεν έχει διαβατήριο. Το δύσκολο εγχείρημα καλείται να φέρει εις πέρας «η Αυτού Γαληνότης ο Πρίγκιψ Μάλκο» αφήνοντας τον πύργο του στην Αυστρία και την Αλεξάνδρα για να υπηρετήσει, με υψηλή αμοιβή, τον «ελεύθερο κόσμο».
Η πρώτη προσπάθεια να περάσει ο «θειος Μανάπ» στη Δύση είναι αποτυχημένη. Το εγχείρημα προδίδεται από παλιά «συνεργάτιδα» του Μάλκο και ο νομπελίστας φυσικός συλλαμβάνεται. Η περιπέτεια διανθίζεται με «αντικομουνιστικές» κρίσεις και υπονοούμενα σεξουαλικού χαρακτήρα. Η Ανατολικογερμανίδα που είναι κρυφή πόρνη σε ένα καθεστώς που διατείνεται ότι έχει εξαλείψει την πορνεία, η Φιλανδή γυμνάστρια που εργάζεται στο Ανατολικό Βερολίνο αλλά διασκεδάζει στο Δυτικό και στο τέλος θα διαφύγει μαζί με το Μάλκο, η παλιά συνεργάτιδα του Μάλκο. Ο ρόλος της γυναίκας στο αφήγημα του Ζεράρ ντε Βιλιέ είναι ρόλος γλάστρας, το αναγκαίο «αξεσουάρ» του Μάλκο.
Ο ωφελιμιστικός κυνισμός του συγγραφέα εκδηλώνεται με κάθε ευκαιρία. Ο Μάλκο διεκπεραιώνει την επιχείρηση αναλογιζόμενος το οικονομικό κέρδος καθώς οι υπηρεσίες του κοστίζουν ακριβά. Αυτός άλλωστε είναι ο λόγος που η CIA τον καλεί όταν δεν έχει άλλη επιλογή.
Η εξέλιξη της υπόθεσης διανθίζεται με σκηνές βίας και αίματος. Τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο για τον SAS, ο «θείος Μανάπ» θα φυγαδευτεί ημιθανής με εναέριο τρόπο και ο Μάλκο δια του φυλακίου Τσάρλυ αφού κυλίσει άφθονο αίμα στις σελίδες.
Βαριόμουνα και τότε, βαρέθηκα και τώρα διαβάζοντας το βιβλίο. Η αλήθεια είναι ότι «έτρεξα» πολλές από τις πανομοιότυπες σκηνές του. Ένα δεύτερο βιβλίο της σειράς που είχα προμηθευτεί τότε από περιέργεια, «ο άγνωστος του Λένινγκραντ» δεν το θυμάμαι αλλά είμαι σίγουρος για το περιεχόμενό του και βαριέμαι να το ξαναδιαβάσω.

ΥΓ1 Με ανησυχεί η αίσθηση ότι ο Μάλκο, κατά κάποιο τρόπο, δικαιώνεται από την ιστορία. Ή τουλάχιστον από την «νέα τάξη πραγμάτων».
ΥΓ2 Ο Μάλκο απενοχοποιείται με το τραγούδι της Αφροδίτης Μάνου «S.A.S. Σκοτάδι πάνω απ' την Αθήνα». Όπως και να ‘χει μέσα από τα βιβλία του Ζεράρ ντε Βιλλιέ σημαδεύτηκε μια εποχή.

163 λέξεις για το in girum imus nocte et consumimur igni του Γκυ Ντεμπόρ

Είναι «παγίδα» να μιλήσει κανείς για ένα βιβλίο του συγκεκριμένου συγγραφέα. Και αυτό γιατί ο τρόπος να αποδεχθείς όσα γράφει είναι η άρνησή τους!
Συνεχίζω. Έχω την έκδοση που είναι αφιερωμένη στο μεταφραστή του κειμένου Ανδρέα Βαρίκα και την προλογίζουν η Ελένη Βαρίκα και ο Michael Lowy (δεν ξέρω πώς να βάλω τα ελληνικά διαλυτικά πάνω από το ο του Lowy, παρακαλώ προσθέστε τα εσείς)
Πρόκειται για το κείμενο και το σενάριο της ομώνυμης «κινηματογραφικής ταινίας» του Ντεμπόρ. Οι ταινίες του Ντεμπόρ ήταν μία άρνηση του ίδιου του κινηματογράφου και μια άρνηση του θεάματος έτσι όπως ο ίδιος το εννοούσε, ως διαμεσολάβηση των βιωμάτων. Αυτή ήταν και η καρδιά των κειμένων και της σκέψης του. Μόνο που τα κείμενά του δεν έχουν καρδιά…
Το κείμενο που μετάφρασε ο Ανδρέας Βαρίκας είναι μια επίθεση στους θεατές που παρακολουθούν την ταινία και μία παρουσίαση της ζωής του ίδιου του Ντεμπόρ.
Σταματώ. Σπάω το κείμενο και διαλέγω κομμάτια καθρεφτάκια του περιεχομένου του. Είμαι υπεύθυνος γι’ αυτό.


19 κομμάτια καθρέφτες από το βιβλίο


«Όμως αυτή η ζωή όπως και ο κινηματογράφος αυτός έχουν την ίδια μηδαμινή αξία, και γι’ αυτό μπορεί όντως κανείς να αντικαταστήσει αδιάφορα το ένα με το άλλο» σελ. 12
«Ωστόσο, οι προνομιούχοι αυτοί εργάτες της ολοκληρωμένης εμπορευματικής κοινωνίας διαφέρουν από τους δούλους στο μέτρο που οφείλουν να φροντίσουν μόνοι τους για τη συντήρησή τους». σελ. 18
«Για πρώτη φορά στην ιστορία έχουμε εδώ οικονομικούς παράγοντες με υψηλή εξειδίκευση οι οποίοι, εκτός από την εργασία τους, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν τα πάντα μόνοι τους: οδηγούν οι ίδιοι τα αυτοκίνητά τους και έχουν αρχίσει να βάζουν μόνοι τους και τη βενζίνη, μόνοι τους κάνουν τα ψώνια τους ή αυτό που αποκαλούν μαγειρική…» σελ. 22-23
«… είναι η πρώτη φορά που φτωχοί πιστεύουν ότι αποτελούν μέρος μιας οικονομικής ελίτ, παρόλο που καταφανώς ισχύει το αντίθετο. Όχι μόνο δουλεύουν οι δύστυχοι αυτοί θεατές, αλλά κανείς δε δουλεύει γι’ αυτούς, και λιγότερο απ’ όλους οι άνθρωποι τους οποίους πληρώνουν». σελ. 24-25
«Πράγματι, το κοινό αυτό που παντού θέλει να φαίνεται ειδήμονας και που στα πάντα δικαιολογεί ό,τι έχει υποστεί, που δέχεται να βλέπει να αλλάζει προς το χειρότερο το ψωμί που τρώει όπως κι ο αέρας που αναπνέει, καθώς και το κρέας ή το σπίτι του, δε δυσφορεί στην αλλαγή παρά μόνο όταν πρόκειται για τον κινηματογράφο που έχει συνηθίσει». σελ. 26-27
«…διάφορες βεντέτες που έζησαν αντί για το κοινό, το οποίο θα τις παρακολουθήσει από την κλειδαρότρυπα μιας χυδαίας οικειότητας». σελ. 27
«Ο κινηματογράφος για τον οποίο μιλώ εδώ είναι αυτή η χωρίς νόημα μίμηση μιας χωρίς νόημα ζωής, μια αναπαράσταση που έχει την ευφυΐα να μη λέει τίποτα, ικανή να ξεγελάσει για μιάμιση ώρα την πλήξη με την αντανάκλαση της ίδιας αυτής πλήξης». σελ. 28
«Έχασε τα χρόνια του στο Πανεπιστήμιο, όπου μεταπωλούνται σε τιμές ευκαιρίας λιγοστά αποθέματα χαλασμένων γνώσεων». σελ. 38
«Όμως, οι θεωρίες είναι φτιαγμένες για να πεθαίνουν στον πόλεμο του χρόνου: είναι λίγο ή πολύ ισχυρές μονάδες που πρέπει να τις ρίξεις στη μάχη την κατάλληλη στιγμή…» σελ. 40
«Ήταν στο Παρίσι, μια πόλη που ήταν τότε τόσο όμορφη, ώστε πολλοί προτιμούν να ζουν φτωχοί εκεί παρά πλούσιοι οπουδήποτε αλλού». σελ. 44
«Τα δέντρα δεν είχαν πεθάνει από ασφυξία και τα αστέρια δεν είχαν σβήσει από την πρόοδο της αλλοτρίωσης». σελ. 46
«Οι ψεύτες ήταν στην εξουσία, όπως πάντα. Η οικονομική όμως ανάπτυξη δεν τους είχε δώσει ακόμη όλα τα μέσα για να ψεύδονται σε όλα τα θέματα…». σελ. 46-47
«Αν κάποιος ανακάλυπτε, παραδείγματος χάριν, πώς οι πέτρες, κάτω από ορισμένες συνθήκες που έως τότε δεν είχαν παρατηρηθεί, μπορούν να μιλήσουν, θα του χρειαζόταν ελάχιστες σελίδες για να περιγράψει και να εξηγήσει ένα τόσο επαναστατικό φαινόμενο». σελ. 47-48
«Τι είναι η γραφή; - Ο φύλακας της ιστορίας…» σελ. 63
«Έπρεπε να ανακαλύψουμε προς τα πού πήγαινε η πορεία των πραγμάτων και να τη διαψεύσουμε τόσο ολοκληρωτικά ώστε να αναγκαστεί, αντίθετα, να υποκύψει αυτή μια μέρα στις επιθυμίες μας. Ο Clausewitz τονίζει, χαριτολογώντας ‘‘Όποιος διαθέτει ευφυΐα οφείλει να τη χρησιμοποιεί, αυτό είναι εντελώς σύμμορφο με τον κανόνα’’». σελ. 71
«Ρίξαμε λάδι εκεί που υπήρχε φωτιά. Έτσι προσχωρήσαμε οριστικά στο κόμμα του Διαβόλου, δηλαδή εκείνης της ιστορικής αρρώστιας που οδηγεί στην καταστροφή τις υπάρχουσες συνθήκες…» σελ. 76
«Οι δυσκολίες δε σταματούν εδώ. Θα έβρισκα εξίσου χυδαίο να γίνω μια αυθεντία στην αμφισβήτηση της κοινωνίας όσο κα σ’ αυτή την ίδια την κοινωνία». σελ. 94
«Όμως, προφανώς, όλες οι ιδέες είναι κενές όταν το μεγαλείο παύει να βρίσκεται στην καθημερινή ζωή…» σελ. 97
«Η αίσθηση της ροής του χρόνου υπήρξε πάντοτε πολύ έντονη μέσα μου, και με τραβούσε, όπως άλλους τους τραβάει το κενό ή το νερό. Μ’ αυτή την έννοια, αγάπησα την εποχή μου, που είδε να χάνεται κάθε υφιστάμενη ασφάλεια και να καταρρέουν όλα όσα είχαν επιβληθεί κοινωνικά». σελ. 102




Μπορείτε να βρείτε μια άλλη έκδοση του βιβλίου εδώ

Παρασκευή, Οκτωβρίου 03, 2008

Ο κύριος Μι, Άντριου Κράμεϋ

Ένα έξυπνο βιβλίο όπως και «Η αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ»[1], χωρίς πιστεύω το φιλοσοφικό βάθος του τελευταίου, ελαφρώς γκροτέσκο. Άλλωστε ο χαρακτηρισμός «φιλοσοφικό θρίλερ» που αποδέχεται και ο ίδιος ο συγγραφέας[2], δίνει το στίγμα του βιβλίου: φαντασία και σάτιρα συνοδεύουν βήμα βήμα τα φιλοσοφικά ερωτήματα που τίθενται με μυθιστορηματικό τρόπο σε τρεις παράλληλες και φαινομενικά άσχετες ιστορίες, ενώ οι ήρωες είναι ελαφρώς καρικατούρες:

. Ο κύριος Μι, παντελώς άσχετος από σύγχρονη τεχνολογία, γενικά εκτός πραγματικότητας, αναζητά την Εγκυκλοπαίδεια του Ροζιέ, μια φιλοσοφική πραγματεία του 18ου αι. που συνόψιζε την επαναστατική θεωρία του Ροζιέ για τη φύση (εναλλακτικό σύμπαν) και αποτελούσε «απάντηση» στην Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό (το βασικό θέμα δηλαδή αιτιοκρατίας/τυχαιότητας εξακολουθεί και σ’ αυτό το βιβλίο ν’ απασχολεί τον Κράμεϋ).

· Ο Φεράν κι ο Μινάρ, ένα αχτύπητο δίδυμο του στυλ Χοντρός-Λιγνός, δύο Γάλλοι που αναφέρονται στο 10ο και στο 11ο βιβλίο των Εξομολογήσεων του Ρουσσώ, γραφείς που έχουν χάσει τη δουλειά τους πρόσφατα, φουκαράδες που τους ένωσε ο κοινός ενθουσιασμός για ζητήματα φιλοσοφίας, για την …ψητή πάπια και το σκάκι, αναλαμβάνουν το 1759 σχεδόν από τύχη να αντιγράψουν και να ετοιμάσουν για το τυπογραφείο φυλλάδες ενός μυστηριώδους πελάτη, που όπως αποκαλύπτεται είναι η Εγκυκλοπαίδεια του Ροζιέ. Το μυστήριο καλύπτει τις χαμένες σελίδες, ένας φόνος συμπληρώνει την ατμόσφαιρα θρίλερ στην οποία εμπλέκεται κι ο Ζ.Ζ.Ρουσσώ, και η πλοκή αποκτά αστυνομικού μυθιστορήματος χαρακτήρα.

· Τέλος, ο καθηγητής Πέτρι διδάσκει λογοτεχνική θεωρία στο Πανεπιστήμιο και γράφει σχετικό βιβλίο για τους Φεράν- Μινάρ. Αυτό το βιβλίο ανακαλύπτει με κωμικό τρόπο στο Διαδίκτυο ο κύριος Μι, κι έτσι χαλαρά συνδέονται οι τρεις αυτές εναλλασσόμενες ιστορίες, μέσα απ’ τις οποίες βρίσκει ευκαιρία ο Κράμεϋ να διατυπώσει με παιγνιώδη ως χιουμοριστικό τρόπο ερωτήματα που απασχολούν τη σύγχρονη σκέψη.

Το πρώτο κεφάλαιο είναι ενδεικτικό και του ύφους αλλά και του περιεχομένου: ο κύριος Μι ξεδιπλώνει σε εξομολογητικό α’ ενικό τις σκέψεις του και τους προβληματισμούς του σχετικά με τη «θεωρία των Ξανθικών», καθώς και τον παράδοξο τρόπο με τον οποίο «σκόνταψε» πάνω στην Εγκυκλοπαίδεια του Ροζιέ (την ανακάλυψη των Ξανθικών την οφείλω στη σύμπτωση ενός ξεφούσκωτου ελαστικού και μιας ξαφνικής μπόρας) ενώ σε αντίστιξη απαντά η κυρία Μπι, η οικονόμος του, που με τα γήινά της σχόλια απηχεί την κοινή γνώμη («Μπορεί αυτός που τό 'γραψε να ήταν έξυπνος άνθρωπος, αλλά αυτός που πάει και τ' αγοράζει είναι χαζός. Λες και δεν σας φτάνουν τα βιβλία πού 'χετε εδώ μέσα για να την περνάτε»). Η αντίστιξη αυτή είναι πολύ κωμική (παρόμοια υπάρχει σε μικρότερο βαθμό και σ’ άλλα σημεία του βιβλίου), ενώ τα χωρία της επιστολής (του Ροζιέ προς τον Ντ’ Αλαμπέρ) που διαβάζει ο κύριος Μπι φωναχτά έχουν πολύ μεγάλο φιλοσοφικό ενδιαφέρον, όπως π.χ. η ιστορία με τον αιχμάλωτο, τα κύπελλα και το δαχτυλίδι, ένα παράδοξο που παραπέμπει στη σύγχρονη κοσμοθεωρία (θεωρία των πιθανοτήτων; σημασία του παρατηρητή- βλ. γάτα του Σρέντινγκερ;):
Οι πιθανότητες να’ χει βρει ο αιχμάλωτος το δαχτυλίδι είναι μία στις δύο, ή μία στις τρεις κι αυτό εξαρτάται απ’ το αν ο αρχηγός γνωρίζει εξαρχής κάτω από ποιο κύπελλο κρύβεται το δαχτυλίδι· παρατήρηση που με εξέπληξε δεόντως και με κράτησε άυπνο ολόκληρη τη νύχτα να αναλογίζομαι τους πολλούς δρόμους που ανοίγονταν· διότι οδηγήθηκα στο συμπέρασμα πως η παρατήρηση, η σκέψη, η συνείδηση, είναι άρρηκτα δεμένες με την πραγματικότητα του κόσμου ετούτου. (…) Για να καταλάβουμε τον κόσμο, πρέπει να κατανοήσουμε πρώτα το ανθρώπινο μυαλό και τη διάδρασή του με ό, τι προσλαμβάνει, καθιστώντας το κατ’ αυτόν τον τρόπο υπαρκτό.
Η κωμικότητα του κυρίου Μι (με δόση υπερβολής που αγγίζει τα όρια της φάρσας) απογειώνεται όταν αποφασίζει ν’ αγοράσει υπολογιστή, όπου αποδεικνύεται εντελώς άσχετος· αποκορύφωμα το σερφάρισμα στο διαδίκτυο προκειμένου να βρει πληροφορίες σχετικές με την Εγκυκλοπαίδεια του Ροζιέ οπότε πέφτει επάνω σε μια γυμνή/ τσόντα που κρατά ανάμεσα στα πόδια της το βιβλίο :«Φεράν και Μινάρ: ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ και το Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». (Αυτή η εγκυκλοπαίδεια που υποστηρίζει την ύπαρξη ενός εναλλακτικού σύμπαντος αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις φαινομενικά άσχετες-τρεις- υποθέσεις). Πρόσωπο κλειδί είναι κι ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (σύγχρονος των Φεράν- Μινάρ) αλλά πολλές αναφορές γίνονται με αφορμή τις παραδόσεις του καθηγητή Πέτρι και στον Προυστ, τον Κάφκα, τον Μονταίν, τον Φλωμπέρ και άλλους, πάντα όμως ανατρεπτικά και χιουμοριστικά, απομυθοποιητικά όσο αφορά τη ζωή τους, -για να μη μιλήσω γι’ αποδόμηση, εφόσον εν πολλοίς ο Κράμεϋ είναι μεταμοντέρνος:
Σελ. 160:
Αργότερα έχω να πω περισσότερα σχετικά με τον Ζαν-Ζακ· έναν άνθρωπο, που όπως ο καθένας από μας, ήταν τόσο τυφλός ως προς τον εαυτό του ώστε αυτό να είναι ολοφάνερο σε οποιοδήποτε ψυχρό, τρίτο μάτι· μια πλεονεκτική θέση απ’ την οποία, ίσως, όλοι θα λαχταρούσαμε να μπορούμε να κοιτάξουμε τους εαυτούς μας.
Σελ. 238:
Αλλά βλέπεις, ο Ρουσσώ ήταν ιδιοφυΐα και συγχρόνως μεγάλο καθήκι, κι ο κόσμος φαίνεται να επιτρέπει ευχαρίστως αυτές τις δυο ιδιότητες να συνυπάρχουν, λες και- με τον ίδιο τρόπο που η τέχνη μπορεί υποτίθεται να μας εξυψώνει σ’ ένα ανώτερο ηθικό επίπεδο- όσοι διαθέτουν τη δημιουργικότητα του καλλιτέχνη μπορούν να εξαιρούνται από κάθε ηθική κρίση.
Άλλωστε, σύμφωνα με το μυθιστόρημα, πίσω από τον φόνο βρίσκεται η εκκεντρική προσωπικότητα του Ζ. Ζ. Ρουσσώ (εδώ ο αναγνώστης βρίσκεται σε αμηχανία, όχι τόσο για την απομυθοποίηση του φιλοσόφου, όσο για την ανάμειξη ιστορικού και φανταστικού στοιχείου).

Μέσα από την «αποκαθήλωση» που γίνεται ιδιαίτερα στον Ρουσσώ και τον Προυστ, ένα –περιφερειακό- θέμα που φαίνεται ν’ απασχολεί τον συγγραφέα –τι σύμπτωση, το θέμα αυτό μ’ απασχόλησε και στο βιβλίο του Σελίν!- είναι η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΜΕ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ όπως φαίνεται από την παρακάτω επισήμανση που επαναλαμβάνεται δυο τρεις φορές:
«Και τι είδους βιβλία γράφετε»;
Τι είδους απάντηση περίμενε να πάρει; Φανταστείτε για παράδειγμα έναν άλλον συγγραφέα που του ζητούν να συνοψίσει το έργο του σε μια φράση, κι ο οποίος λέει πως γράφει ένα μόνο μυθιστόρημα, το οποίο «αφορά ένα πρόσωπο που ονομάζεται ¨Εγώ¨ και το οποίο δεν είναι πάντα ο εαυτός μου». Δεν πρόκειται ωστόσο να συναντήσουμε αυτόν τον συγγραφέα, μιας και ο Προυστ πέθανε πριν από πολλά χρόνια.

Σελ. 153:
Η διάλεξή μου αφορούσε την ισόβια επιμονή του Προυστ στη διάκριση ανάμεσα στον καθημερινό εαυτό και τον βαθύτερο εαυτό, αυτόν που μπορεί να αποκαλυφθεί μέσα απ’ την τέχνη. Στάθηκα μπροστά στο κουρασμένο ακροατήριό μου και τους είπα πώς ο Προυστ έδωσε σάρκα και οστά σ’ αυτήν τη θεωρία μες’ απ’ τη μανιασμένη αντίθεσή του με τα γραπτά του Σαιντ- Μπεβ, του οποίου η μέθοδος ήταν να γνωρίζει τον δημιουργό ως άτομο προκειμένου να κατανοήσει το έργο του· να μαθαίνει λεπτομέρειες για τη βιογραφία του και κατόπιν, βασισμένος σ’ αυτές, να αναλύει το κείμενο- που όπως μας επισημαίνει ο Προυστ- έχει γραφτεί από κάποιον άλλον· ‘έναν «κρυμμένο» εαυτό τόσο διακριτό από τον «κοινωνικό» όσο και ο κύριος Χάιντ από τον Δρα Τζέκυλ, κατά την αναλογία του Προυστ. Οι αναγνώστες νομίζουν ότι μπορούν στ’ αλήθεια να «γνωρίσουν ένα συγγραφέα από τα γραπτά του· ο Σαιντ- Μπεβ, εξίσου λαθεμένα, νόμιζε πως μπορούσε στ’ αλήθεια να «γνωρίσει» έναν συγγραφέα μαθαίνοντας πρώτα για το οικογενειακό του περιβάλλον, τη μόρφωσή του, και τη σταδιοδρομία του.
Το ίδιο θέμα εξετάζεται κι «απ’ την ανάποδη»:
Σελ. 238:
Ο άνθρωπος στο εδώλιο του κατηγορουμένου υπερασπίζεται τον εαυτό του λέγοντας ότι δεν είναι «τέτοιος άνθρωπος»· στην περίπτωση του καλλιτέχνη, τέτοιου είδους ατοπήματα θεωρούνται εκείνες ακριβώς οι ουσιώδεις αντιφάσεις απ’ τις οποίες πηγάζει η δημιουργικότητα. Κατέληξα ν’ απεχθάνομαι αυτό το σύστημα αξιών που καθιστά τα καραγκιοζιλίκια τω μεγάλων και τρανών αντικείμενο θαυμασμού, ενώ θεωρεί την προσωπική αγωνία της καθημερινής ζωής ένα βρώμικο αστείο.
Τέλος, συμπληρώνοντας τη φράση που προαναφέρθηκε, ότι μες από τις αντιφάσεις πηγάζει η δημιουργικότητα νομίζω ότι στο παρακάτω απόσπασμα φαίνεται το ίδιο θέμα μες από την οπτική του ίδιου του καλλιτέχνη (σελ.224):
Ο Κάφκα θεωρούσε τον εαυτό του χιουμορίστα, και μερικές φορές του ήταν αδύνατον να συγκρατήσει τα γέλια του καθώς διάβαζε τα έργα του σε φίλους. Εμείς όμως φυσικά γνωρίζουμε πως τ’ αστεία του ήταν πολύ σοβαρά. Σε μια επιστολή εξηγούσε πως γράψιμο σημαίνει να εκθέτεις τον εαυτό σου στον υπέρτατο βαθμό· ποτέ δεν είσαι αρκετά μόνος όταν γράφεις, ποτέ η σιωπή δεν είναι αρκετή, «ποτέ δεν είναι αρκετή η νύχτα».


Χριστίνα Παπαγγελή


Υ.Γ. Ενδιαφέρον έχει η παρουσίαση του βιβλίου από την Αγγελική Παπαδοπούλου στο άρθρο της «Το λογισμικό των συμβάντων»

[1] Η παρουσίαση του βιβλίου από τον ας εων εδώ.
[1] Τα βιβλία μου δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιστημονική φαντασία, ωστόσο μου αρέσει να σκέφτομαι ότι περιλαμβάνουν και κάτι από τον Dr Who: ένα βιβλίο μοιάζει πολύ με την παράξενη μηχανή του. Εξωτερικά δε μοιάζει τόσο μεγάλο ή τόσο σημαντικό. Όταν όμως το ανοίξεις ανακαλύπτεις μέσα του πολύ περισσότερα από όσα είχες φανταστεί. Κι ένα βιβλίο μπορεί να σε ταξιδέψει και στο χώρο και στο χρόνο.