οι εμπειρίες που καθορίζουν τη ζωή μας
είναι απίστευτα χαμηλών τόνων
Ένας μοναχικός άνθρωπος, καθηγητής λατινικών και αρχαιοελληνικών, με μεγάλη ευαισθησία στη γλώσσα, κάνει την «επανάστασή» του: μαγεμένος από μια νεαρή γυναίκα που την είδε τυχαία έτοιμη να …πέσει στο ποτάμι, μαγεμένος κι από την προφορά της καθώς την άκουσε να μιλά πορτογαλικά, παρατά τη δουλειά του και φεύγει για τη Λισαβόνα (σημειωτέον ότι η γυναίκα δεν ξαναεμφανίζεται στη ζωή του). Ουσιαστικά πρόκειται για ένα εσωτερικό ταξίδι, και θα’ λεγε κανείς ότι ο συγγραφέας εκφράζει το όνειρο, την πραγμάτωση της βαθιάς επιθυμίας που όλοι κάποτε αισθάνονται: να φύγουν απ’ όλους, απ’ όλα, ν’ «αλλάξουν πια ζωή». Παρακολουθούμε από πολύ κοντά τις κινήσεις αλλά και τις μύχιες σκέψεις του ώριμου ήρωα που «σε ηλικία πενήντα εφτά χρόνων, ήταν έτοιμος να πάρει τη ζωή του στα δικά του χέρια». Αμέσως μετά το περιστατικό «επαναμάγευσης», που του άλλαξε την οπτική του για τη ζωή, «σκοντάφτει» πάνω σ’ ένα βιβλίο, που αποτελεί τον πνευματικό του οδηγό σ’ αυτό το εσωτερικό ταξίδι. Πρόκειται το βιβλίο ενός Πορτογάλου ποιητή, που του δημιουργεί τόσο «πυρετώδη ταραχή», ώστε του γεννιέται η βαθιά ανάγκη να μάθει πορτογαλικά για να το διαβάσει, αλλά και ν’ ακολουθήσει τα ίχνη της ζωής αυτού του τόσο μυστήριου και απίστευτου ατόμου.
(σελ. 131):
Ήταν δυνατόν; Μήπως ο καλύτερος δρόμος για να νιώσεις σίγουρος για τον εαυτό σου ήταν να γνωρίσεις και να καταλάβεις έναν άλλον; Έναν άλλον που έζησε ζωή εντελώς διαφορετική από τη δική σου;
Μήπως αυτό δε συμβαίνει στον έρωτα; Ο συγγραφέας δεν κάνει βέβαια καμιά σχετική νύξη, αλλά η αφοσίωση και η παράλογη εμμονή του Γκρεγκόριους να βρει κάθε ίχνος που σημάδεψε τη ζωή του ποιητή του και η μεταμόρφωση/ ωρίμανσή του μέσα από την επαφή του με το «πρόσωπο», είναι κάτι που συμβαίνει στη γνήσια ερωτική σχέση. Έτσι, λοιπόν, παρακολούθησα εγώ προσωπικά αυτήν την περιπλάνηση με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, την είδα σαν μια –πλατωνική φυσικά- ερωτική αναζήτηση, όπου ο άπιαστος- νεκρός άλλωστε- ήρωας είναι το alter ego του Γκρεγκόριους αλλά και του συγγραφέα. (σελ. 111: όλοι είχαν μπροστά τους την ίδια εικόνα, και όμως: ο καθένας τους έβλεπε κάτι αλλιώτικο- όπως το είχε σημειώσει ο Πράντου· επειδή κάθε κομμάτι του έξω κόσμου, ιδωμένο με τα μάτια ενός ανθρώπου, γινόταν κι ένα κομμάτι κόσμου εσωτερικού).
Τα αποσπάσματα του βιβλίου που αναστάτωσε τον πρωταγωνιστή τα παρακολουθούμε κι εμείς· πρόκειται δηλαδή για ένα βιβλίο μέσα σ’ ένα άλλο- κάπως παράτολμο κατά τη γνώμη μου, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση καθοριστικής σημασίας κι απόλυτα «δεμένο» με το βασικό θέμα. Οι φράσεις του βιβλίου έρχονται και ξανάρχονται σαν χορικά στο μυαλό του ήρωά μας, ο οποίος τις επεξεργάζεται σε σχέση με τα περιστατικά που του συμβαίνουν, καθώς ψάχνει, ερευνά το παρελθόν του ποιητή, αλλά και τα πρόσωπα που τον αγάπησαν.
Αντιγράφω κάποια χωρία από τα αποσπάσματα αυτά που μ’ εντυπωσίασαν και μένα:
· Είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι οι αποφασιστικές στιγμές μιας ζωής, οι στιγμές που κρίνουν τα πάντα κι αλλάζουν την πορεία της, είναι στιγμές ηχηρές και δραματικές, συνοδευόμενες από έντονες εσωτερικές συγκρούσεις. (…) Στην πραγματικότητα, οι εμπειρίες που καθορίζουν τη ζωή μας είναι απίστευτα χαμηλών τόνων. Βρίσκονται τόσο μακριά από τον κρότο, την ξαφνική φλόγα, την ηφαιστειακή έκρηξη, ώστε συχνά δεν τις προσέχουμε καν τη στιγμή που τις βιώνουμε.(+++)
· Ο πραγματικός σκηνοθέτης της ζωής μας είναι η σύμπτωση- ένας σκηνοθέτης γεμάτος σκληρότητα, ευσπλαχνία και συναρπαστική γοητεία.
· Πώς μαθαίνει κανείς να ξεχωρίζει ποιες επιθυμίες του οφείλει να πάρει στα σοβαρά και ποιες είναι επιπόλαιες και περαστικές διαθέσεις;
· Τι ήξερα για τη φαντασία σου;
· Δεν είναι κείμενα αυτά που λένε οι άνθρωποι δεν είναι κείμενα. Είναι λόγια. (…) Όποιος είχε δουλέψει ταξιτζής στην Ελλάδα και μάλιστα στη Θεσσαλονίκη ήξερε με σιγουριά- με μοναδική σιγουριά- ότι δεν ήταν δυνατόν να δεσμεύσει κανείς τους ανθρώπους με βάση τα λόγια τους. Συχνά μιλούσαν μόνο για να μιλήσουν. Κι όχι μόνο μέσα στο ταξί. Το να παίρνει κανείς τα λόγια τους τοις μετρητοίς ήταν κάτι που μόνο ένας φιλόλογος μπορούσε να σκεφτεί· ειδικά ένας κλασικός φιλόλογος, μαθημένος να συναντάει κάθε μέρα λέξεις αμετακίνητες, κείμενα που δεν ζουν· και μάλιστα κείμενα για τα οποία υπάρχουν γραμμένα χιλιάδες σχόλια.
Ξεχώρισα ιδιαίτερα το απόσπασμα που επιγράφεται «Εσωτερική απλοχωριά», αλλά είναι πολύ μεγάλο για να … τ’ αντιγράψω όλο:
Μέσα μας δεν περιοριζόμαστε στο παρόν μας, μπορούμε να εξαπλωθούμε απεριόριστα στο παρελθόν μας. Αυτό γίνεται μέσω των συναισθημάτων μας, των βαθύτερων συναισθημάτων μας, αυτών που προσδιορίζουν ποιοι είμαστε· γιατί αυτά τα συναισθήματα δεν υπακούν στο χρόνο, δεν αναγνωρίζουν τον χρόνο, δεν τον αποδέχονται. (…) Στο μούδιασμά μου όταν έρχομαι αντιμέτωπος με την όποια εξουσία υπάρχει ο απόηχος του επιτακτικού ύφους του καμπουριασμένου πατέρα μου. Κι όταν το φωτεινό βλέμμα κάποιας γυναίκας πέφτει πάνω μου, μου κόβεται η ανάσα, όπως κάθε φορά που από παράθυρο σε παράθυρο συναντιόνταν τα μάτια μου με τα μάτια της Μαρίας Ζουάουν.
(…)
Και δεν απλωνόμαστε μόνο στον χρόνο. Απλωνόμαστε και στο χώρο πολύ περισσότερο απ’ όσο φτάνει το μάτι μας. Κάθε φορά που φεύγουμε από ένα μέρος, αφήνουμε πίσω μας κάτι από τον εαυτό μας· μένουμε εκεί, κι ας φεύγουμε. Και υπάρχουν πράγματα δικά μας, μέσα μας, που δεν μπορούμε να τα ξαναβρούμε, παρά μόνον πηγαίνοντας σ’ εκείνο το συγκεκριμένο μέρος. Ταξιδεύουμε προς εμάς τους ίδιους, πηγαίνουμε προς τον εαυτό μας, όταν ο μονότονος χτύπος των τροχών στις ράγες μας μεταφέρει σ’ έναν τόπο όπου περάσαμε ένα κομμάτι της ζωής μας –όσο μικρό κι αν ήταν αυτό.
(…)
Να μπορούσαμε να περιφερόμαστε σίγουροι και χαλαροί, με το ανάλογο χιούμορ και την ανάλογη μελαγχολία , στα χρονικά και τοπικά απλόχωρο τοπίο του εαυτού μας, του εσωτερικού κόσμου που είμαστε εμείς. Γιατί λυπόμαστε τους ανθρώπους που δεν μπορούν να ταξιδέψουν; Επειδή μην έχοντας τα περιθώρια να απλωθούν απ’ έξω τους, δεν απλώνονται ούτε μέσα τους, δεν μπορούν να πολλαπλασιαστούν. Κι έτσι, δεν έχουν τη δυνατότητα να επιχειρήσουν μεγάλες περιηγήσεις στον εσωτερικό τους κόσμο για να ανακαλύψουν ποιοι θα μπορούσαν να είχαν γίνει.
· Είναι η ψυχή ένας τόπος γεγονότων; Ή μήπως τα υποτιθέμενα γεγονότα είναι οι απατηλές σκιες των ιστοριών μας; Είχε αναρωτηθεί ο Πράντου. Το ίδιο ίσχυε και για τα βλέμματα, σκέφτηκε ο Γκρεγκόριους. Και για τα βλέμματα. Τα βλέμματα δεν ήταν χειροπιαστά, δε διαβάζονταν. Τα βλέμματα ήταν πάντα αυτό που διάβαζε κάποιος μέσα τους. Μόνο έτσι υπήρχαν.
…κ.α. (Είναι …πάρα πολλά τα αποσπάσματα που θα’ θελα να θυμάμαι.)
Ο Γκρεγκόριους γνωρίζεται με τους ανθρώπους που συνάντησαν και παίξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή του ποητή. Οι χαρακτήρες που διαγράφονται, όλοι πολύ ενδιαφέροντες, με αποκορύφωμα τον ίδιο τον ποιητή, που ήταν αντιστασιακός κατά του Σαλαζάρ, αλλά αφιλεγόμενος για τους συντρόφους του απ’ τη στιγμή που έσωσε ως γιατρός τη ζωή του αρχιβασανιστή Μέντες. Το κεντρικό αυτό επεισόδιο -καθώς κι ένα παρόμοιο- τον καθιστά τραγικό πρόσωπο και οι αντιφατικές προεκτάσεις του φωτίζονται από τις διαφορετικές οπτικές γωνίες των εμπλεκομένων. Τα διάφορα γραπτά και γράμματα του Πράντου φτάνουν στα χέρια του Γκρ. και συμπληρώνουν το παζλ. Κατά τη γνώμη μου εδώ βρίσκεται και η μόνη αδυναμία που μπορεί να προσάψει κανείς στο μυθιστόρημα: είναι υπερβολικά πολλά τα γραπτά και παρόμοιου ύφους, παρόλο που οι συντάκτες τους είναι διαφορετικοί. Ο συγγραφέας έψαχνε προφανώς κάποιον ρεαλιστικό τρόπο να δώσει όλες τις διαστάσεις και ν’ απαντήσει σ’ όλα τα ερωτηματικά, έχοντας σ’ αυτό το έργο τη δυσκολία ότι το βασικό πρόσωπο είναι …νεκρός!
Χριστίνα Παπαγγελή
Κυριακή, Αυγούστου 26, 2007
Τετάρτη, Αυγούστου 15, 2007
Μίκα Βάλταρι, Ποιος σκότωσε την κυρία Σκρουφ;
Εγγύηση για μένα αποτέλεσε το όνομα του δημοφιλέστερου Φινλανδού συγγραφέα, γνωστού για τα ιστορικά του μυθιστορήματα (Ο Αιγύπτιος, ο Ετρούσκος, κλπ.), για ν’ αγοράσω ένα από τα λίγα αστυνομικά μυθιστορήματα που έγραψε! Χωρίς να είμαι ειδική στο είδος, πρόκειται για ένα κλασικό, καλογραμμένο, έξυπνο βιβλίο με το απαραίτητο χιούμορ και αξιοπρεπή λύση. Οι δυο βασικοί ήρωες είναι «καρικατούρες», γραφικοί «τύποι», όπως είθισται στα κλασικά αστυνομικά (Πουαρώ, Μαρπλ, Χολμς κλπ.), τα οποία ολοφάνερα άσκησαν επιρροή στον συγγραφέα (σε βαθμό που να τα διακωμωδεί): Ο βασικός ντετέκτιβ είναι ορθολογιστής, έμπειρος και κυνικός, με τις ιδιορρυθμίες που συνοδεύουν συνήθως τα ευφυή και διαισθητικά άτομα, ενώ ο βοηθός του -που είναι κι ο αφηγητής- αφελής σαν τον Γουώτσον, ανόητος κι αισθηματίας, κάνει φιλότιμες προσπάθειες, δείχνει υπερβάλλοντα ζήλο αλλά η απειρία του τον οδηγεί σε λάθη κι έτσι συνέχεια τροφοδοτείται ο θαυμασμός του προς τον «δάσκαλό» του. Οι χαρακτήρες οικοδομούνται σταδιακά κι αβίαστα, ενώ παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πολλοί είναι οι ύποπτοι του φόνου, όλοι με κίνητρο, όλοι με άλλοθι, όλοι αποδεικνύονται κάποια στιγμή υπεράνω υποψίας. Το ενδιαφέρον δηλαδή του αναγνώστη διατηρείται συνέχεια σ’ ένα επίπεδο ενώ παράλληλα υπάρχει συνέπεια στα στοιχεία που αποκαλύπτονται σιγά- σιγά και οδηγούν στη λύση.
Τέλος, το γράψιμο του Βάλταρι είναι πάντα ελκυστικό κι απολαυστικό.
Χριστίνα Παπαγγελή
Τέλος, το γράψιμο του Βάλταρι είναι πάντα ελκυστικό κι απολαυστικό.
Χριστίνα Παπαγγελή
Τρίτη, Αυγούστου 14, 2007
Ο βασιλιάς είναι νεκρός, Τζιμ Λιούις
Ξεκίνησα με κέφι να διαβάζω το βιβλίο για το οποίο τόσο καλά λόγια έγραψε ο librofilo αλλά και ο κριτικός Τάσος Γουδέλης, γρήγορα όμως αυτή τη φορά απογοητεύτηκα. Δε νομίζω ότι με απώθησε το πολυκαιρισμένο θέμα του "αμερικάνικου όνειρου", αυτό που μ’ ενόχλησε περισσότερο είναι το ύφος, που θα το χαρακτήριζα εμπορικό, ανέμπνευστο, προϊόν μαζικής κουλτούρας.
Γιατί όμως; Δυσκολεύομαι να βρω τα χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούν αυτή την εντύπωση, θα προσπαθήσω ωστόσο. Αισθάνομαι ότι ο συγγραφέας, καθώς έγραφε, δεν ακολουθούσε μια ανάγκη προσωπική για να εκφράσει κάτι, αλλ’ απευθυνόταν στο «μέσο αναγνώστη», ή τέλος πάντων στο ευρύ κι όχι τόσο απαιτητικό κοινό, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τις κλασικές προσδοκίες (ενδιαφέρον θέμα, συναίσθημα, μοιχεία, έγκλημα πάθους, ολίγη «τσόντα», ολίγη ποίηση). Διάλεξε λοιπόν έξυπνα ένα αρχετυτυπικό κι ελκυστικό θέμα, το σύμπλεγμα πατέρας- γιος. Ο πατέρας επιτυχημένος, τέλειος επαγγελματίας, ήρωας πολέμου που έγινε στη συνέχεια το δεξί χέρι του Κυβερνήτη κλπ. κλπ. (αυτό που λέμε αμερικάνικό όνειρο, ξεδιπλώνεται στις πρώτες σελίδες, πόσο μάλλον όταν ξέρουμε από τον φλύαρο πρόλογο ότι στις φλέβες του πρωταγωνιστή κυλά μαύρο αίμα). Η μητέρα μια απρόσιτη ανικανοποίητη κούκλα, που μετά από έναν άτυχο έρωτα παραδίδεται συμβατικα στη μοίρα της. Τα σημάδια που προοιωνίζουν τη μοιχεία πολύ εμφανή (πρώτη ένδειξη αγοραίου ύφους, αυτή η προοικονομία που λέει στον αναγνώστη: πρόσεχε τις λεπτομέρειες και περίμενε, θα ξεσπάσει σκάνδαλο), αλλά και το «δικαιολογημένο» έγκλημα. Οι δυο απ’ τους βασικούς χαρακτήρες, δηλαδή, είναι αρκετά τυποποιημένοι. Σκηνές «γαργαλιστικές», με κοινωνικό αλατοπίπερο, (όπως η σκηνή με τη φίλη της Νικόλ στις σελ.143-144) περιττές κατ’ ουσίαν. Ο τρόπος περιγραφής (πολύ αναλυτικός, με προσεγμένες κοσμητικές λέξεις, με πολλές λεπτομέρειες και πολλές αναφορές στο υποκείμενο της πρότασης – γιατί μ’ ενοχλεί τόσο το γ’ ενικό;) προσομοιάζει το ύφος παραδοσιακής σχολικής έκθεσης γυμνασίου (όπου διδάσκεται η περιγραφή), χωρίς σιωπές, χωρίς υπαινιγμούς, όλα υπογραμμισμένα μήπως κάποιος δεν καταλάβει τα υπονοούμενα. Με λίγα λόγια το έργο είναι βαρετό και μονοδιάστατο, θα’ λεγα προβλέψιμο.
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της «εύκολης» γραφής στις σελ. 126-127, όπου ο Γουόλτερ αποφασίζει να δώσει δαχτυλίδι αρραβώνων στη Νικόλ. Η περιγραφή είναι τόσο αναλυτική που είναι σα να παρακολουθούμε σκηνή επιβράδυνσης σε σήριαλ (βλ.«Βέρα στο δεξί»), ακολουθεί η αγορά του κρεβατιού με συναισθηματικό αλατοπίπερο πάλι και εντέλει ο μοιραίος γάμος όπου όλα γίνονται τέλεια αλλά το «ύφος» -κοφτό, υποτίθεται σαρκαστικό- προοιωνίζει την καταστροφή. (π.χ. «Την αγαπούσε, έτσι είπε· εκείνη είπε ότι τον αγαπούσε επίσης και παντρεύτηκαν»).
Δε συμφωνώ επομένως καθόλου με τον Τ. Γουδέλη ότι «Το εύρημα είναι η γλώσσα, η ποιητική της συνείδηση, η οποία, εντάξει, δεν την απογειώνει σε κάποιο μοντερνιστικό ύψος, όμως τη στρέφει σε μία εξαΰλωση ή, καλύτερα, σε έναν ανοιχτό νοηματικό ορίζοντα, δύσκολα προσλήψιμο». Ούτε ότι «Η ιστορία του Γουόλτερ Σέλμπι και του γιου του Φρανκ δεν εισάγεται ούτε εξελίσσεται μονογραμμικά, τουλάχιστον όσον αφορά το πρώτο μέρος». Βέβαια, πρόκειται για έναν αρκετά έξυπνο συγγραφέα κι υπάρχουν σημεία αξιόλογα, ακόμα κι αν είναι προϊόν επιτήδευσης , π.χ. όταν λέει ότι «κάθε άντρας που είναι πραγματικά ευτυχισμένος δεν κυνηγά την ίδια του τη θλιβερή ματαιοδοξία σε μια σκοτεινή γωνιά». Ιδιαίτερα, το δεύτερο μέρος, όπου η πλοκή εστιάζει στον γιο, είναι κάπως πιο ενδιαφέρον, όχι τόσο στυλιζαρισμένο. Άλλωστε κι ο Φρανκ είναι κάπως πιο ενδιαφέρων ως χαρακτήρας, αλλά κι από μόνη της η ποθητή συνάντηση πατέρα- γιου στο τέλος του βιβλίου αποτελεί κίνητρο για … να τελειώσει ο απρόθυμος αναγνώστης, (δηλαδή εγώ!), το βιβλίο!!
Χριστίνα Παπαγγελή
Γιατί όμως; Δυσκολεύομαι να βρω τα χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούν αυτή την εντύπωση, θα προσπαθήσω ωστόσο. Αισθάνομαι ότι ο συγγραφέας, καθώς έγραφε, δεν ακολουθούσε μια ανάγκη προσωπική για να εκφράσει κάτι, αλλ’ απευθυνόταν στο «μέσο αναγνώστη», ή τέλος πάντων στο ευρύ κι όχι τόσο απαιτητικό κοινό, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τις κλασικές προσδοκίες (ενδιαφέρον θέμα, συναίσθημα, μοιχεία, έγκλημα πάθους, ολίγη «τσόντα», ολίγη ποίηση). Διάλεξε λοιπόν έξυπνα ένα αρχετυτυπικό κι ελκυστικό θέμα, το σύμπλεγμα πατέρας- γιος. Ο πατέρας επιτυχημένος, τέλειος επαγγελματίας, ήρωας πολέμου που έγινε στη συνέχεια το δεξί χέρι του Κυβερνήτη κλπ. κλπ. (αυτό που λέμε αμερικάνικό όνειρο, ξεδιπλώνεται στις πρώτες σελίδες, πόσο μάλλον όταν ξέρουμε από τον φλύαρο πρόλογο ότι στις φλέβες του πρωταγωνιστή κυλά μαύρο αίμα). Η μητέρα μια απρόσιτη ανικανοποίητη κούκλα, που μετά από έναν άτυχο έρωτα παραδίδεται συμβατικα στη μοίρα της. Τα σημάδια που προοιωνίζουν τη μοιχεία πολύ εμφανή (πρώτη ένδειξη αγοραίου ύφους, αυτή η προοικονομία που λέει στον αναγνώστη: πρόσεχε τις λεπτομέρειες και περίμενε, θα ξεσπάσει σκάνδαλο), αλλά και το «δικαιολογημένο» έγκλημα. Οι δυο απ’ τους βασικούς χαρακτήρες, δηλαδή, είναι αρκετά τυποποιημένοι. Σκηνές «γαργαλιστικές», με κοινωνικό αλατοπίπερο, (όπως η σκηνή με τη φίλη της Νικόλ στις σελ.143-144) περιττές κατ’ ουσίαν. Ο τρόπος περιγραφής (πολύ αναλυτικός, με προσεγμένες κοσμητικές λέξεις, με πολλές λεπτομέρειες και πολλές αναφορές στο υποκείμενο της πρότασης – γιατί μ’ ενοχλεί τόσο το γ’ ενικό;) προσομοιάζει το ύφος παραδοσιακής σχολικής έκθεσης γυμνασίου (όπου διδάσκεται η περιγραφή), χωρίς σιωπές, χωρίς υπαινιγμούς, όλα υπογραμμισμένα μήπως κάποιος δεν καταλάβει τα υπονοούμενα. Με λίγα λόγια το έργο είναι βαρετό και μονοδιάστατο, θα’ λεγα προβλέψιμο.
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της «εύκολης» γραφής στις σελ. 126-127, όπου ο Γουόλτερ αποφασίζει να δώσει δαχτυλίδι αρραβώνων στη Νικόλ. Η περιγραφή είναι τόσο αναλυτική που είναι σα να παρακολουθούμε σκηνή επιβράδυνσης σε σήριαλ (βλ.«Βέρα στο δεξί»), ακολουθεί η αγορά του κρεβατιού με συναισθηματικό αλατοπίπερο πάλι και εντέλει ο μοιραίος γάμος όπου όλα γίνονται τέλεια αλλά το «ύφος» -κοφτό, υποτίθεται σαρκαστικό- προοιωνίζει την καταστροφή. (π.χ. «Την αγαπούσε, έτσι είπε· εκείνη είπε ότι τον αγαπούσε επίσης και παντρεύτηκαν»).
Δε συμφωνώ επομένως καθόλου με τον Τ. Γουδέλη ότι «Το εύρημα είναι η γλώσσα, η ποιητική της συνείδηση, η οποία, εντάξει, δεν την απογειώνει σε κάποιο μοντερνιστικό ύψος, όμως τη στρέφει σε μία εξαΰλωση ή, καλύτερα, σε έναν ανοιχτό νοηματικό ορίζοντα, δύσκολα προσλήψιμο». Ούτε ότι «Η ιστορία του Γουόλτερ Σέλμπι και του γιου του Φρανκ δεν εισάγεται ούτε εξελίσσεται μονογραμμικά, τουλάχιστον όσον αφορά το πρώτο μέρος». Βέβαια, πρόκειται για έναν αρκετά έξυπνο συγγραφέα κι υπάρχουν σημεία αξιόλογα, ακόμα κι αν είναι προϊόν επιτήδευσης , π.χ. όταν λέει ότι «κάθε άντρας που είναι πραγματικά ευτυχισμένος δεν κυνηγά την ίδια του τη θλιβερή ματαιοδοξία σε μια σκοτεινή γωνιά». Ιδιαίτερα, το δεύτερο μέρος, όπου η πλοκή εστιάζει στον γιο, είναι κάπως πιο ενδιαφέρον, όχι τόσο στυλιζαρισμένο. Άλλωστε κι ο Φρανκ είναι κάπως πιο ενδιαφέρων ως χαρακτήρας, αλλά κι από μόνη της η ποθητή συνάντηση πατέρα- γιου στο τέλος του βιβλίου αποτελεί κίνητρο για … να τελειώσει ο απρόθυμος αναγνώστης, (δηλαδή εγώ!), το βιβλίο!!
Χριστίνα Παπαγγελή
Τετάρτη, Αυγούστου 08, 2007
Λίλα Κονομάρα, Τέσσερις εποχές-Λεπτομέρεια
«μόνον ο έρωτας και ο θάνατος θέτουν σε λειτουργία μηχανισμούς της μνήμης που ανασύρουν ακόμα και τις πιο αρχέγονες εγγραφές»
Μια μοναχική γυναίκα κι ένας μοναχικός άντρας, χωρίς ν’ αποτελούν ζευγάρι, μεσήλικες κι οι δυο, συμβιώνουν κλεισμένοι ο καθένας στον κόσμο του («μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν»). Δυο φωνές σε α’ ενικό εναλλάσσονται ενώ παρεμβάλλεται κι η φωνή του αφηγητή. Έτσι, απλά καθημερινά γεγονότα τα βλέπουμε από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Δυο απρόσμενοι επισκέπτες όμως τούς αναστατώνουν τις ισορροπίες. Το έγκλημα είναι αναπότρεπτο.
Η πλοκή είναι λιτή κι ευρηματική, ασφαλώς δεν αποτελεί το κέντρο βάρους (έχει και κάποιοες «λογικές αδυναμίες», φερειπείν, πώς δεν συνελήφθησαν οι εγκληματίες;) Θα μπορούσε να δώσει υλικό για ένα χορταστικό μυθιστόρημα, αντ’ αυτού ο αναγνώστης κρατά στα χέρια του ένα μικρό ποιητικό βιβλιαράκι. Η πρώτη αίσθηση είναι ότι πρόκειται για … σημειώσεις, ωστόσο γρήγορα συνειδητοποιεί κανείς ότι πρόθεση της συγγραφέως ήταν να εκφράσει με το βαθύ της και τ΄ωραίο γράψιμό της κάποιες δυσδιάκριτες ψυχικές καταστάσεις, σ’ ένα καθαρά μυστικιστικό πνεύμα. Η χρήση των πολλαπλών φωνών κι η ελλειπτικότητα των γεγονότων ενδυναμώνει την ποιητική ατμόσφαιρα. Η μελαγχολία της μέσης ηλικίας, ο ανικανοποίητος έρωτας, το πάθος, η προδοσία.
· Όσο για τη Βέρα… Πίστευα πως θα βρισκόταν πάντα πλάι μου, και, ξαφνικά, ξύπνησα μια μέρα και διαπίστωσα ότι δεν ήταν πια εκεί. Είχα ξεχάσει κάποιο ραντεβού μας, αυτή ήταν η αφορμή. Είχα ξεχάσει τη σχέση μας, αυτός ήταν ο λόγος. Και με αυτή τη σιγουριά ολιγωρούσα, έδινα διαρκώς παράταση σε πράγματα που έπρεπε ήδη να έχω κάνει και λόγια που έπρεπε ήδη να έχω πει. Κάθε μέρα που περνούσε, εγώ μετέθετα κι εκείνη απέσυρε, ώσπου δεν έμεινε τίποτα ανάμεσά μας (Ο αφηγητής για το ίδιο θέμα: Έτσι διέγραψε ό, τι καλύτερο συνέβη στη ζωή του. Επειδή πίστεψε πως τα πράγματα στη ζωή θα ήταν όπως στην αγκαλιά της μαμάς: θα μπορούσε πάντα να επιστρέφει.)
· Η νεότητα ήταν όλη εκεί, την έβλεπα, αναμφισβήτητα. Υπέρτατα αλαζονική μέσα στην αθωότητά της. Πανίσχυρη κι ανυπεράσπιστη μαζί. Τα έβλεπα όλ’ αυτά και άλλα πολλά. Δεν γινόταν όμως να βρω το βλέμμα της πρώτης φοράς. Όταν αυτό συνέβη αργότερα, πολύ αργότερα, κατάλαβα πως, από τους αντίποδες, μόνον ο έρωτας και ο θάνατος θέτουν σε λειτουργία μηχανισμούς της μνήμης που ανασύρουν ακόμα και τις πιο αρχέγονες εγγραφές.
· Η στιγμή είχε περάσει, αφήνοντας όμως μέσα του μια ανεπαίσθητη ρωγμή, κάτι σαν εκκρεμότητα. Τα αναπάντητα ερωτήματα είχαν ήδη παρεισφρήσει και σιωπηλά, ύπουλα, συνέχιζαν αυτό που είχαν ήδη ξεκινήσει.
· Παλιότερα, χώριζα τη ζωή μου στα δυο, όπως αυτοί που πάσχουν από μια βαριά αρρώστια: υπήρχε το πριν και το μετά. Το πρώτο μου ορόσημο ήταν ...(… ) Τώρα καταλαβαίνω πια πως δεν υπάρχουν πριν και μετά, μια διαρκής αλληλουχία είναι, το ένα φέρνει το άλλο και πάει λέγοντας… Όλα, αν το καλοσκεφτείς, συνεργούν προς κάποια κατεύθυνση (…)
· Δεν μπόρεσαν να φανούν αντάξιοι του πόθου τους. (…) Μα πάλι, πώς ν’ αποδεχτεί κανείς την απώλεια; Πώς να συμφωνήσει πως το «για πάντα» δεν είναι παρά ένα σχήμα λόγου; Γιατί είναι τρομακτικό, δεν είναι; Να αγκαλιάζεις τον άλλο σφιχτά και όμως ήδη να τον αποχαιρετάς… Εκεί που άλλοτε όλα γίνονταν σιωπηλά και αυτόδηλα, μπαίνουν οι λέξεις και οι εικόνες αποκαθηλώνονται…
· Ό, τι είχαμε να πούμε, το είπαμε. Δεν έχει νόημα να συνεχίζουμε. Πάψε να περιμένεις απαντήσεις που δεν θα έρθουν. Υπάρχουν μόνο γεγονότα. Θα μάθουμε να ζούμε μ’ αυτά όπως μαθαίνουμε να ζούμε με τους πόνους που εμφανίζονται πια καθημερινά στο σώμα μας.
Κι άλλα πολλά σημεία θα μπορούσε να σημειώσω γιατί θεωρώ ότι έχουν μια μοναδικότητα. Η Λίλα Κονομάρα εντυπωσίασε με το πρώτο της βιβλίο, το «Μακάο», και μ’ αυτό το δεύτερο μικρό βιβλιαράκι δεν διαψεύδει τις προσδοκίες του αναγνώστη και την πρώτη εντύπωση ότι πρόκειται για μια αξιόλογη παρουσία. (Δεν μπόρεσα ωστόσο να εντάξω τον τίτλο, ιδιαίτερα τη λέξη «λεπτομέρεια»).
Το βιβλίο ολόκληρο διαπνέεται από ένα πνεύμα «μυστικό», και ως προς το περιεχόμενο -γιατί εστιάζει στα άδυτα των ανθρώπινων-, αλλά και ως προς το ύφος. Το παρακάτω απόσπασμα άλλωστε, εκφράζει αυτό το στοιχείο αλλά και την αδυναμία των λέξεων …απερίφραστα (!) αλλά και κάπως «απόλυτα»:
· Τα μεγάλα πάθη είναι κρυφά κι σιωπηλά. Όταν κρατάς μέσα στη χούφτα σου πράγματα θεϊκά, φροντίζεις να’ ναι πάντα σφαλισμένες. Ένας απλός υπηρέτης είσαι και παραπάνω. Όσοι το ξέχασαν και βγήκαν στο σεργιάνι, ξανακοιτάζοντας τις χούφτες τους δεν βρήκαν τίποτα. Δεν τα μοιράζεσαι αυτά, όπως δεν μοιράζεσαι ένα μεγάλο έρωτα ή ένα βαρύ πένθος. Σιωπάς και πράττεις αυτά που έχεις να πράξεις, τίποτα περισσότερο. Καμία λέξη δεν χωράει απανάμεσα. Γιατί, τι άλλο είναι ποι λέξεις παρά μια ομολογία πως αδυνατείς να ζήσεις τα μεγάλα;(…) Ο κόσμος, ως γνωστόν, αναπλάθει διαρκώς το πλαίσιο μιας οικείας μετριότητας. Τα ανείπωτα τρομάζουν. Εκείνος τα είχε κρατήσει όλα μέσα του, παράφορα, σπαρακτικά κι ανέπαφα εδώ και τόσα χρόνια. Και με την ίδια βία που είχε ζήσει τότε την οιστρηλασία, εβίωνε πάλι τώρα την απόσυρση.
Χριστίνα Παπαγγελή
Μια μοναχική γυναίκα κι ένας μοναχικός άντρας, χωρίς ν’ αποτελούν ζευγάρι, μεσήλικες κι οι δυο, συμβιώνουν κλεισμένοι ο καθένας στον κόσμο του («μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν»). Δυο φωνές σε α’ ενικό εναλλάσσονται ενώ παρεμβάλλεται κι η φωνή του αφηγητή. Έτσι, απλά καθημερινά γεγονότα τα βλέπουμε από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Δυο απρόσμενοι επισκέπτες όμως τούς αναστατώνουν τις ισορροπίες. Το έγκλημα είναι αναπότρεπτο.
Η πλοκή είναι λιτή κι ευρηματική, ασφαλώς δεν αποτελεί το κέντρο βάρους (έχει και κάποιοες «λογικές αδυναμίες», φερειπείν, πώς δεν συνελήφθησαν οι εγκληματίες;) Θα μπορούσε να δώσει υλικό για ένα χορταστικό μυθιστόρημα, αντ’ αυτού ο αναγνώστης κρατά στα χέρια του ένα μικρό ποιητικό βιβλιαράκι. Η πρώτη αίσθηση είναι ότι πρόκειται για … σημειώσεις, ωστόσο γρήγορα συνειδητοποιεί κανείς ότι πρόθεση της συγγραφέως ήταν να εκφράσει με το βαθύ της και τ΄ωραίο γράψιμό της κάποιες δυσδιάκριτες ψυχικές καταστάσεις, σ’ ένα καθαρά μυστικιστικό πνεύμα. Η χρήση των πολλαπλών φωνών κι η ελλειπτικότητα των γεγονότων ενδυναμώνει την ποιητική ατμόσφαιρα. Η μελαγχολία της μέσης ηλικίας, ο ανικανοποίητος έρωτας, το πάθος, η προδοσία.
· Όσο για τη Βέρα… Πίστευα πως θα βρισκόταν πάντα πλάι μου, και, ξαφνικά, ξύπνησα μια μέρα και διαπίστωσα ότι δεν ήταν πια εκεί. Είχα ξεχάσει κάποιο ραντεβού μας, αυτή ήταν η αφορμή. Είχα ξεχάσει τη σχέση μας, αυτός ήταν ο λόγος. Και με αυτή τη σιγουριά ολιγωρούσα, έδινα διαρκώς παράταση σε πράγματα που έπρεπε ήδη να έχω κάνει και λόγια που έπρεπε ήδη να έχω πει. Κάθε μέρα που περνούσε, εγώ μετέθετα κι εκείνη απέσυρε, ώσπου δεν έμεινε τίποτα ανάμεσά μας (Ο αφηγητής για το ίδιο θέμα: Έτσι διέγραψε ό, τι καλύτερο συνέβη στη ζωή του. Επειδή πίστεψε πως τα πράγματα στη ζωή θα ήταν όπως στην αγκαλιά της μαμάς: θα μπορούσε πάντα να επιστρέφει.)
· Η νεότητα ήταν όλη εκεί, την έβλεπα, αναμφισβήτητα. Υπέρτατα αλαζονική μέσα στην αθωότητά της. Πανίσχυρη κι ανυπεράσπιστη μαζί. Τα έβλεπα όλ’ αυτά και άλλα πολλά. Δεν γινόταν όμως να βρω το βλέμμα της πρώτης φοράς. Όταν αυτό συνέβη αργότερα, πολύ αργότερα, κατάλαβα πως, από τους αντίποδες, μόνον ο έρωτας και ο θάνατος θέτουν σε λειτουργία μηχανισμούς της μνήμης που ανασύρουν ακόμα και τις πιο αρχέγονες εγγραφές.
· Η στιγμή είχε περάσει, αφήνοντας όμως μέσα του μια ανεπαίσθητη ρωγμή, κάτι σαν εκκρεμότητα. Τα αναπάντητα ερωτήματα είχαν ήδη παρεισφρήσει και σιωπηλά, ύπουλα, συνέχιζαν αυτό που είχαν ήδη ξεκινήσει.
· Παλιότερα, χώριζα τη ζωή μου στα δυο, όπως αυτοί που πάσχουν από μια βαριά αρρώστια: υπήρχε το πριν και το μετά. Το πρώτο μου ορόσημο ήταν ...(… ) Τώρα καταλαβαίνω πια πως δεν υπάρχουν πριν και μετά, μια διαρκής αλληλουχία είναι, το ένα φέρνει το άλλο και πάει λέγοντας… Όλα, αν το καλοσκεφτείς, συνεργούν προς κάποια κατεύθυνση (…)
· Δεν μπόρεσαν να φανούν αντάξιοι του πόθου τους. (…) Μα πάλι, πώς ν’ αποδεχτεί κανείς την απώλεια; Πώς να συμφωνήσει πως το «για πάντα» δεν είναι παρά ένα σχήμα λόγου; Γιατί είναι τρομακτικό, δεν είναι; Να αγκαλιάζεις τον άλλο σφιχτά και όμως ήδη να τον αποχαιρετάς… Εκεί που άλλοτε όλα γίνονταν σιωπηλά και αυτόδηλα, μπαίνουν οι λέξεις και οι εικόνες αποκαθηλώνονται…
· Ό, τι είχαμε να πούμε, το είπαμε. Δεν έχει νόημα να συνεχίζουμε. Πάψε να περιμένεις απαντήσεις που δεν θα έρθουν. Υπάρχουν μόνο γεγονότα. Θα μάθουμε να ζούμε μ’ αυτά όπως μαθαίνουμε να ζούμε με τους πόνους που εμφανίζονται πια καθημερινά στο σώμα μας.
Κι άλλα πολλά σημεία θα μπορούσε να σημειώσω γιατί θεωρώ ότι έχουν μια μοναδικότητα. Η Λίλα Κονομάρα εντυπωσίασε με το πρώτο της βιβλίο, το «Μακάο», και μ’ αυτό το δεύτερο μικρό βιβλιαράκι δεν διαψεύδει τις προσδοκίες του αναγνώστη και την πρώτη εντύπωση ότι πρόκειται για μια αξιόλογη παρουσία. (Δεν μπόρεσα ωστόσο να εντάξω τον τίτλο, ιδιαίτερα τη λέξη «λεπτομέρεια»).
Το βιβλίο ολόκληρο διαπνέεται από ένα πνεύμα «μυστικό», και ως προς το περιεχόμενο -γιατί εστιάζει στα άδυτα των ανθρώπινων-, αλλά και ως προς το ύφος. Το παρακάτω απόσπασμα άλλωστε, εκφράζει αυτό το στοιχείο αλλά και την αδυναμία των λέξεων …απερίφραστα (!) αλλά και κάπως «απόλυτα»:
· Τα μεγάλα πάθη είναι κρυφά κι σιωπηλά. Όταν κρατάς μέσα στη χούφτα σου πράγματα θεϊκά, φροντίζεις να’ ναι πάντα σφαλισμένες. Ένας απλός υπηρέτης είσαι και παραπάνω. Όσοι το ξέχασαν και βγήκαν στο σεργιάνι, ξανακοιτάζοντας τις χούφτες τους δεν βρήκαν τίποτα. Δεν τα μοιράζεσαι αυτά, όπως δεν μοιράζεσαι ένα μεγάλο έρωτα ή ένα βαρύ πένθος. Σιωπάς και πράττεις αυτά που έχεις να πράξεις, τίποτα περισσότερο. Καμία λέξη δεν χωράει απανάμεσα. Γιατί, τι άλλο είναι ποι λέξεις παρά μια ομολογία πως αδυνατείς να ζήσεις τα μεγάλα;(…) Ο κόσμος, ως γνωστόν, αναπλάθει διαρκώς το πλαίσιο μιας οικείας μετριότητας. Τα ανείπωτα τρομάζουν. Εκείνος τα είχε κρατήσει όλα μέσα του, παράφορα, σπαρακτικά κι ανέπαφα εδώ και τόσα χρόνια. Και με την ίδια βία που είχε ζήσει τότε την οιστρηλασία, εβίωνε πάλι τώρα την απόσυρση.
Χριστίνα Παπαγγελή
Σάββατο, Αυγούστου 04, 2007
Νίκου Κάσδαγλη, Επιβολή - τα κείμενα της βίας
Πάντοτε ελκυστικό το γράψιμο του Κάσδαγλη, αν και στην περίπτωση των διηγημάτων αυτών πολύ «σκληρό», τόσο σκληρό όσο το απαιτεί ορισμένες φορές η πραγματικότητα. Πρόκειται για ανθολόγηση κειμένων που επέλεξε ο ίδιος ο συγγραφέας με τη συνεργασία του Παγανού και του Στ. Διαλυσμά, σε εκδόσεις Σοκόλη. Ο τίτλος κι ο υπότιτλος («Επιβολή-τα κείμενα της βίας») είναι επιλογή του Κάσδαγλη και προετοιμάζουν τον αναγνώστη για το περιεχόμενο (που βέβαια ποτέ δεν είναι ανώδυνο στον Κάσδαγλη), αλλά και για το νατουραλιστικό ύφος με το οποίο προσεγγίζει τα κοινωνικά του θέματα.
Το πρώτο (είναι και το πρώτο διήγημα του Κάσδαγλη, που το δημοσίευσε σε νεανική ηλικία) «Ο μηχανικός», είναι φανερό ότι ανήκει στις «Σπιλιάδες», εφόσον ο πρωταγωνιστής, άπειρος βουτηχτής, βουτά για σφουγγάρια προκειμένου να παντρευτεί την Ανθή. Παρακολουθούμε τις επιτυχίες του αλλά και τον αγώνα με το φόβο, την πίεση, το ψάρι- το «σκύλο». Η γλώσσα του Κάσδαγλη μυρίζει θαλασσινό αεράκι αλλά γίνεται και σκληρή, όσο σκληρή είναι η ζωή για τους ανθρώπους αυτούς («η θάλασσα πληρώνει πιο σκληρά όσους τηνε γδύνουν- κάθε χρόνο οι σακάτηδες πληθαίνουν, χτυπημένοι- τους κοίταζε μ’ έχθρητα γιατί ήταν ακόμα γεροί- δεν τους αγαπούσαν τους χτυπημένους μηχανικούς, τους ήξεραν κακούς και τους φοβόνταν»). Πράγματι ο Θοδωρής, μετά το χτύπημα (συνεπής με τη οπτική των νατουραλιστών ότι οι περιστάσεις διαμορφώνουν τον άνθρωπο), σκληραίνει με τους άλλους, με την Ανθή αλλά και με τον εαυτό του.
Ξεχώρισα το «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται», που κι αυτό μου θύμισε το σκληρό στρατιωτικό πνεύμα των «Κεκαρμένων». Μόνο που εδώ βρισκόμαστε σε τόπο εξορίας (μάλλον Μακρόνησο), όπου οι κρατούμενοι βασανίζονται προκειμένου να υπογράψουν δήλωση μετανοίας. Η ψυχογράφηση του ήρωα που υπομένει τα καψόνια και αντιστέκεται μέχρι τέλους είναι καταπληκτική και πάντα η σκληρότητα των άλλων τόσο απίστευτη που αγγίζει τα όρια της πραγματικότητας. Βέβαια, στο τέλος ο ήρωας «λυγίζει» και υπογράφει, για την ακρίβεια είναι τόσο πια εξουθενωμένος που έχοντας σχεδόν χάσει την αίσθηση της ταυτότητάς του αφήνεται να του οδηγήσουν το τσακισμένο από τα βασανιστήρια του χέρι και να υπογράψει.
Το «Άγος», ιστορία με νεαρούς και νεαρές που ανήκουν στον κύκλο των εφοπλιστών, με έπαρση σεξ και βία, ανατέμνει ωστόσο με αρκετή μαεστρία τις ανθρώπινες σχέσεις, πάντα όμως τονίζοντας την κακιά, ανθρώπινη εγωιστική πλευρά. Πρόκειται για μια ιστορία «ύβρεως», όπου ο γιος ξεπληρώνει το άγος του αδίστακτου πατέρα με το να οδηγήσει με ιλιγγιώδη ταχύτητα το σκάφος του στον κοφτερό βράχο.
Ως δείγματα «διερεύνησης του φαινομένου της βίας», ο Παγανός ανθολόγησε και δυο αποσπάσματα. Κατά τη γνώμη μου, η λεπτομερειακή περιγραφή του ακρωτηριασμού του δάχτυλου και των βασανιστηρίων ενός Γερμανού και βιομήχανου, εκτός από συναισθήματα τρόμου απέχθειας και φρίκης, μας θυμίζει ότι ο άνθρωπος, ανεξαρτήτως πολιτικών καταβολών, φτάνει σε ακραία όρια βασανισμού και σαδισμού. Παράλληλα, δεν παύει να' ναι άνθρωπος ("δεν είχε σημασία ποιος ήταν ο άνθρωπος με την παραμορφωμένη φάλαγγα στο δάχτυλο, το μόνο που λογάριαζε ήταν η ίδια η παραμορφωμένη φάλαγγα, κι η δουλειά που είχε να κάμει".)
Η κοινωνική ευαισθησία και το ανοιχτό μυαλό του συγγραφέα, δηλαδή το καθαρά ανθρωπιστικό του πνεύμα φαίνονται ακόμα πιο ξεκάθαρα στα διηγήματα «Το θολάμι», όπου ο αναγνώστης ταυτίζεται με τον τραυματισμένο τρομοκράτη (ο Παγανός στον πρόλογο αναφέρει ότι το ερέθισμα ενδεχομένως να προέρχεται από την υπόθεση Τσουτσουβή), και «Αλλάχ Ακμπάρ» που κατά τη γνώμη μου έχει συγκλονιστικό θέμα κι ο Κάσδαγλης το χειρίζεται μ’ εξαιρετική μαεστρία, πυκνό κι ελλειπτικό λόγο. Πρόκειται για επεισόδιο γενοκτονίας σε Κουρδικό χωριό όπου έχουν ρίξει χημικά, πρωταγωνίστριες είναι γυναίκες που πασχίζουν όχι για να σώσουν αλλά για να μπορέσουν να θάψουν τα παιδιά τους. Το επεισόδιο έχει από μόνο του τόση τραγικότητα που το λιτό και υπαινικτικό ύφος του συγγραφέα είναι νομίζω το πιο κατάλληλο για να τη μεταφέρει κατευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη.
Χριστίνα Παπαγγελή
Το πρώτο (είναι και το πρώτο διήγημα του Κάσδαγλη, που το δημοσίευσε σε νεανική ηλικία) «Ο μηχανικός», είναι φανερό ότι ανήκει στις «Σπιλιάδες», εφόσον ο πρωταγωνιστής, άπειρος βουτηχτής, βουτά για σφουγγάρια προκειμένου να παντρευτεί την Ανθή. Παρακολουθούμε τις επιτυχίες του αλλά και τον αγώνα με το φόβο, την πίεση, το ψάρι- το «σκύλο». Η γλώσσα του Κάσδαγλη μυρίζει θαλασσινό αεράκι αλλά γίνεται και σκληρή, όσο σκληρή είναι η ζωή για τους ανθρώπους αυτούς («η θάλασσα πληρώνει πιο σκληρά όσους τηνε γδύνουν- κάθε χρόνο οι σακάτηδες πληθαίνουν, χτυπημένοι- τους κοίταζε μ’ έχθρητα γιατί ήταν ακόμα γεροί- δεν τους αγαπούσαν τους χτυπημένους μηχανικούς, τους ήξεραν κακούς και τους φοβόνταν»). Πράγματι ο Θοδωρής, μετά το χτύπημα (συνεπής με τη οπτική των νατουραλιστών ότι οι περιστάσεις διαμορφώνουν τον άνθρωπο), σκληραίνει με τους άλλους, με την Ανθή αλλά και με τον εαυτό του.
Ξεχώρισα το «Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται», που κι αυτό μου θύμισε το σκληρό στρατιωτικό πνεύμα των «Κεκαρμένων». Μόνο που εδώ βρισκόμαστε σε τόπο εξορίας (μάλλον Μακρόνησο), όπου οι κρατούμενοι βασανίζονται προκειμένου να υπογράψουν δήλωση μετανοίας. Η ψυχογράφηση του ήρωα που υπομένει τα καψόνια και αντιστέκεται μέχρι τέλους είναι καταπληκτική και πάντα η σκληρότητα των άλλων τόσο απίστευτη που αγγίζει τα όρια της πραγματικότητας. Βέβαια, στο τέλος ο ήρωας «λυγίζει» και υπογράφει, για την ακρίβεια είναι τόσο πια εξουθενωμένος που έχοντας σχεδόν χάσει την αίσθηση της ταυτότητάς του αφήνεται να του οδηγήσουν το τσακισμένο από τα βασανιστήρια του χέρι και να υπογράψει.
Το «Άγος», ιστορία με νεαρούς και νεαρές που ανήκουν στον κύκλο των εφοπλιστών, με έπαρση σεξ και βία, ανατέμνει ωστόσο με αρκετή μαεστρία τις ανθρώπινες σχέσεις, πάντα όμως τονίζοντας την κακιά, ανθρώπινη εγωιστική πλευρά. Πρόκειται για μια ιστορία «ύβρεως», όπου ο γιος ξεπληρώνει το άγος του αδίστακτου πατέρα με το να οδηγήσει με ιλιγγιώδη ταχύτητα το σκάφος του στον κοφτερό βράχο.
Ως δείγματα «διερεύνησης του φαινομένου της βίας», ο Παγανός ανθολόγησε και δυο αποσπάσματα. Κατά τη γνώμη μου, η λεπτομερειακή περιγραφή του ακρωτηριασμού του δάχτυλου και των βασανιστηρίων ενός Γερμανού και βιομήχανου, εκτός από συναισθήματα τρόμου απέχθειας και φρίκης, μας θυμίζει ότι ο άνθρωπος, ανεξαρτήτως πολιτικών καταβολών, φτάνει σε ακραία όρια βασανισμού και σαδισμού. Παράλληλα, δεν παύει να' ναι άνθρωπος ("δεν είχε σημασία ποιος ήταν ο άνθρωπος με την παραμορφωμένη φάλαγγα στο δάχτυλο, το μόνο που λογάριαζε ήταν η ίδια η παραμορφωμένη φάλαγγα, κι η δουλειά που είχε να κάμει".)
Η κοινωνική ευαισθησία και το ανοιχτό μυαλό του συγγραφέα, δηλαδή το καθαρά ανθρωπιστικό του πνεύμα φαίνονται ακόμα πιο ξεκάθαρα στα διηγήματα «Το θολάμι», όπου ο αναγνώστης ταυτίζεται με τον τραυματισμένο τρομοκράτη (ο Παγανός στον πρόλογο αναφέρει ότι το ερέθισμα ενδεχομένως να προέρχεται από την υπόθεση Τσουτσουβή), και «Αλλάχ Ακμπάρ» που κατά τη γνώμη μου έχει συγκλονιστικό θέμα κι ο Κάσδαγλης το χειρίζεται μ’ εξαιρετική μαεστρία, πυκνό κι ελλειπτικό λόγο. Πρόκειται για επεισόδιο γενοκτονίας σε Κουρδικό χωριό όπου έχουν ρίξει χημικά, πρωταγωνίστριες είναι γυναίκες που πασχίζουν όχι για να σώσουν αλλά για να μπορέσουν να θάψουν τα παιδιά τους. Το επεισόδιο έχει από μόνο του τόση τραγικότητα που το λιτό και υπαινικτικό ύφος του συγγραφέα είναι νομίζω το πιο κατάλληλο για να τη μεταφέρει κατευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη.
Χριστίνα Παπαγγελή