Τρίτη, Αυγούστου 14, 2007

Ο βασιλιάς είναι νεκρός, Τζιμ Λιούις

Ξεκίνησα με κέφι να διαβάζω το βιβλίο για το οποίο τόσο καλά λόγια έγραψε ο librofilo αλλά και ο κριτικός Τάσος Γουδέλης, γρήγορα όμως αυτή τη φορά απογοητεύτηκα. Δε νομίζω ότι με απώθησε το πολυκαιρισμένο θέμα του "αμερικάνικου όνειρου", αυτό που μ’ ενόχλησε περισσότερο είναι το ύφος, που θα το χαρακτήριζα εμπορικό, ανέμπνευστο, προϊόν μαζικής κουλτούρας.
Γιατί όμως; Δυσκολεύομαι να βρω τα χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούν αυτή την εντύπωση, θα προσπαθήσω ωστόσο. Αισθάνομαι ότι ο συγγραφέας, καθώς έγραφε, δεν ακολουθούσε μια ανάγκη προσωπική για να εκφράσει κάτι, αλλ’ απευθυνόταν στο «μέσο αναγνώστη», ή τέλος πάντων στο ευρύ κι όχι τόσο απαιτητικό κοινό, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τις κλασικές προσδοκίες (ενδιαφέρον θέμα, συναίσθημα, μοιχεία, έγκλημα πάθους, ολίγη «τσόντα», ολίγη ποίηση). Διάλεξε λοιπόν έξυπνα ένα αρχετυτυπικό κι ελκυστικό θέμα, το σύμπλεγμα πατέρας- γιος. Ο πατέρας επιτυχημένος, τέλειος επαγγελματίας, ήρωας πολέμου που έγινε στη συνέχεια το δεξί χέρι του Κυβερνήτη κλπ. κλπ. (αυτό που λέμε αμερικάνικό όνειρο, ξεδιπλώνεται στις πρώτες σελίδες, πόσο μάλλον όταν ξέρουμε από τον φλύαρο πρόλογο ότι στις φλέβες του πρωταγωνιστή κυλά μαύρο αίμα). Η μητέρα μια απρόσιτη ανικανοποίητη κούκλα, που μετά από έναν άτυχο έρωτα παραδίδεται συμβατικα στη μοίρα της. Τα σημάδια που προοιωνίζουν τη μοιχεία πολύ εμφανή (πρώτη ένδειξη αγοραίου ύφους, αυτή η προοικονομία που λέει στον αναγνώστη: πρόσεχε τις λεπτομέρειες και περίμενε, θα ξεσπάσει σκάνδαλο), αλλά και το «δικαιολογημένο» έγκλημα. Οι δυο απ’ τους βασικούς χαρακτήρες, δηλαδή, είναι αρκετά τυποποιημένοι. Σκηνές «γαργαλιστικές», με κοινωνικό αλατοπίπερο, (όπως η σκηνή με τη φίλη της Νικόλ στις σελ.143-144) περιττές κατ’ ουσίαν. Ο τρόπος περιγραφής (πολύ αναλυτικός, με προσεγμένες κοσμητικές λέξεις, με πολλές λεπτομέρειες και πολλές αναφορές στο υποκείμενο της πρότασης – γιατί μ’ ενοχλεί τόσο το γ’ ενικό;) προσομοιάζει το ύφος παραδοσιακής σχολικής έκθεσης γυμνασίου (όπου διδάσκεται η περιγραφή), χωρίς σιωπές, χωρίς υπαινιγμούς, όλα υπογραμμισμένα μήπως κάποιος δεν καταλάβει τα υπονοούμενα. Με λίγα λόγια το έργο είναι βαρετό και μονοδιάστατο, θα’ λεγα προβλέψιμο.
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της «εύκολης» γραφής στις σελ. 126-127, όπου ο Γουόλτερ αποφασίζει να δώσει δαχτυλίδι αρραβώνων στη Νικόλ. Η περιγραφή είναι τόσο αναλυτική που είναι σα να παρακολουθούμε σκηνή επιβράδυνσης σε σήριαλ (βλ.«Βέρα στο δεξί»), ακολουθεί η αγορά του κρεβατιού με συναισθηματικό αλατοπίπερο πάλι και εντέλει ο μοιραίος γάμος όπου όλα γίνονται τέλεια αλλά το «ύφος» -κοφτό, υποτίθεται σαρκαστικό- προοιωνίζει την καταστροφή. (π.χ. «Την αγαπούσε, έτσι είπε· εκείνη είπε ότι τον αγαπούσε επίσης και παντρεύτηκαν»).
Δε συμφωνώ επομένως καθόλου με τον Τ. Γουδέλη ότι «Το εύρημα είναι η γλώσσα, η ποιητική της συνείδηση, η οποία, εντάξει, δεν την απογειώνει σε κάποιο μοντερνιστικό ύψος, όμως τη στρέφει σε μία εξαΰλωση ή, καλύτερα, σε έναν ανοιχτό νοηματικό ορίζοντα, δύσκολα προσλήψιμο». Ούτε ότι «Η ιστορία του Γουόλτερ Σέλμπι και του γιου του Φρανκ δεν εισάγεται ούτε εξελίσσεται μονογραμμικά, τουλάχιστον όσον αφορά το πρώτο μέρος». Βέβαια, πρόκειται για έναν αρκετά έξυπνο συγγραφέα κι υπάρχουν σημεία αξιόλογα, ακόμα κι αν είναι προϊόν επιτήδευσης , π.χ. όταν λέει ότι «κάθε άντρας που είναι πραγματικά ευτυχισμένος δεν κυνηγά την ίδια του τη θλιβερή ματαιοδοξία σε μια σκοτεινή γωνιά». Ιδιαίτερα, το δεύτερο μέρος, όπου η πλοκή εστιάζει στον γιο, είναι κάπως πιο ενδιαφέρον, όχι τόσο στυλιζαρισμένο. Άλλωστε κι ο Φρανκ είναι κάπως πιο ενδιαφέρων ως χαρακτήρας, αλλά κι από μόνη της η ποθητή συνάντηση πατέρα- γιου στο τέλος του βιβλίου αποτελεί κίνητρο για … να τελειώσει ο απρόθυμος αναγνώστης, (δηλαδή εγώ!), το βιβλίο!!


Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου