Δευτέρα, Απριλίου 29, 2024

Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, Εντουάρ Λουί

Τίποτα δεν ήταν πια απροσδόκητο 
γιατί δεν προσδοκούσες πια τίποτα,
τίποτα δεν ήταν πια βίαιο,
γιατί τη βία δεν την ονόμαζες βία,
την ονόμαζες ζωή, δεν την ονόμαζες,
ήταν εκεί, ήταν.
     Η πολυτάραχη ζωή του Εντουάρ Λουί, που την είδαμε στα αυτοβιογραφικά του βιβλία «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»  και «Μεταμορφώσεις μιας γυναίκας»  καθορίστηκε από την καταπιεσμένη προσωπικότητα του πατέρα του, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό ακύρωνε (για να μην πούμε «ευνούχιζε») την προσωπικότητα του Εντύ, όσο τουλάχιστον αυτός ήταν παιδί. Αυτό είναι άλλωστε και το νόημα της φράσης που ο Λουί είχε σημειώσει στο σημειωματάριό του, όπως ο ίδιος λέει: «το να γράψω την ιστορία της ζωής του σημαίνει να γράψω την ιστορία της απουσίας μου».
     Όταν πια ο Εντουάρ Λουί μεγαλώνει, ωριμάζει και αποδέχεται τον δικό του μοναδικό δρόμο κόβοντας τους δεσμούς με την οικογένεια, νιώθει την ανάγκη να κατανοήσει την προσωπικότητα του ανθρώπου του οποίου την απουσία λαχταρούσε όσο τίποτ’ άλλο όταν ήταν παιδί (κάθε μέρα, όταν πλησίαζα στο δρόμο μας, ευχόμουν από μέσα μου: κάνε να μην είναι εκεί, κάνε να μην είναι εκεί). Η συμφιλίωση με το άτομο που τον ταλαιπωρούσε έρχεται όψιμα, πολύ μετά την αντίστοιχη συμφιλίωση με τη μητέρα του. Η ανάγκη αυτή μέσα από τα αυτοβιογραφικά του πονήματα να διερευνήσει, να προσεγγίσει, και ίσως να συγχωρήσει τον βασικό αίτιο της παιδικής του καταδυνάστευσης, πολλές φορές τον οδηγεί σε επαναλήψεις και αλληλεπικαλύψεις, ωστόσο δεν έχει σημασία αυτό ούτε για τον συγγραφέα ούτε για τον αναγνώστη: δεν φοβάμαι να λέω τα ίδια και τα ίδια γιατί αυτό που γράφω, αυτό που λέω, δεν υπακούει στις απαιτήσεις της λογοτεχνίας αλλά σε εκείνες της ανάγκης και του επείγοντος, σε εκείνες της φωτιάς. Ο Εντουάρ Λουί /Εντύ Μπελγκέλ ενδιαφέρεται να βρει την εσωτερική του αλήθεια, τον εαυτό του. Όχι να κάνει λογοτεχνία. Γι' αυτό και τα πικρά του συμπεράσματα σφύζουν από εκφραστική δύναμη, αλλά αυτό που προσωπικά με γοήτευσε δεν ήταν η γλωσσική έκφραση, όσο το σθένος της προσωπικότητάς του. Όπως και η δύσκολη, τεθλασμένη ζωή του βασανισμένου πατέρα.
     Ο συγγραφέας λοιπόν απευθύνεται στο β΄ ενικό στον πενηντάχρονο πλέον πατέρα, ο οποίος στο συγγραφικό «σήμερα» ζει σε μια μικρή πόλη με μία σύντροφο (όχι τη μητέρα του Εντουάρ), και είναι άρρωστος, αδύναμος και διαβητικός (ανήκεις σε κείνη την κατηγορία των ανθρώπων στου οποίους η πολιτική επιφυλάσσει έναν πρόωρο θάνατο). Ο Λουί μιλάει συνειρμικά, βουτώντας στο πέλαγος των αναμνήσεων και παραθέτοντας μικρά και μεγάλα επεισόδια που συγκράτησε η παιδική ευαίσθητη μνήμη.
Να ξεχάσεις ή να πεθάνεις,
ή να ξεχάσεις και να πεθάνεις πασχίζοντας να ξεχάσεις.
     Το πορτρέτο που συνθέτουν αυτές οι αναμνήσεις είναι ενός άντρα φτωχού βιοπαλαιστή και αγράμματου που αγάπησε ωστόσο τη γυναίκα του (και τον αγάπησε), μια γυναίκα που είχε δυο παιδιά από προηγούμενο γάμο και, ως θετός πατέρας, τα αγάπησε και αυτά. Ενός ανθρώπου που πάλευε με τη φτώχεια (είχες πάντα το άγχος ότι είσαι διαφορετικός από τους άλλους επειδή δεν είχες λεφτά), και που διακατεχόταν από αμορφωσιά και μύριες προκαταλήψεις, ιδιαίτερα όσο αφορά την αρρενωπότητα/ανδρισμό και τη θηλυπρέπεια, (γεγονός που πλήγωνε κατ’ επανάληψη τον αφηγητή μας, από πολύ μικρή ηλικία) -σε βαθμό που πίστευε ότι είναι θηλυπρεπές να… πηγαίνεις σχολείο (το να παρατήσεις το σχολείο όσο πιο γρήγορα γινόταν ζήτημα ανδρισμού)! Όπως είναι λογικό, ήταν άξεστος, αθυρόστομος, αλκοολικός (το αλκοόλ ήταν μέρος της ζωής σου πριν γεννηθείς). Ίσως το πιο χαρακτηριστικό επεισόδιο από ψυχαναλυτική άποψη είναι το γλέντι που έστησε ο σαραντάχρονος πατέρας όταν πέθανε ο δικός του βίαιος πατέρας. Ήταν τόσος ο πόνος του και για τη σχέση του πατέρα με τη μάνα του (την εγκατέλειψε ξαφνικά αφήνοντάς την μόνη με παιδιά, την έδερνε), που τα τελευταία χρόνια δεν ήθελε καν να τον δει.
     Η σχέση αυτή (του πατέρα με τον παππού του Εντουάρ) θα μπορούσαμε να πούμε ότι εξηγεί τις αντιφάσεις στην συμπεριφορά του πατέρα, άξεστης παρόρμησης και βίας από τη μια και τρυφερότητας από την άλλη. Από τη μια πληγώνει τον Εντύ ανεπανόρθωτα όχι μόνο μη αποδεχόμενος την -πιθανολογούμενη όσο ήταν παιδί- διαφορετική του σεξουαλική ταυτότητα (τραγουδούσα δυνατά, χόρευα με πιο έντονες κινήσεις για να με προσέξεις, εσύ όμως δεν κοιτούσες. Σου έλεγα μπαμπά, κοίτα, κοίτα, αγωνιζόμουν, εσύ όμως δεν κοιτούσες) αλλά προσβάλλοντάς τον με ταπεινωτικές λέξεις, μέχρι που είπε στο καφενείο ότι θα προτιμούσε να έχει «έναν άλλον γιο». Ωστόσο, ο νεαρός Εντύ έχει κρατήσει σαν πολύτιμα πετράδια στιγμές όπου διαρρέει μια διαφορετική αγάπη, όπως το επεισόδιο με το δώρο που ζήτησε ο Εντύ, τον Τιτανικό σε βιντεοκασέτα (δε θες καλύτερα ένα τηλεκατευθυνόμενο ή μια στολή σούπερ ήρωα;). Παρόλη την αρχική του αντίδραση το πρωί των γενεθλίων του ο μικρός Εντουάρ βρήκε στο κρεβάτι του το επιθυμητό δώρο.
     Είναι φτωχός κι αμόρφωτος, είναι τσακισμένος απ’ τη ζωή ιδιαίτερα μετά το ατύχημα που τον άφησε ανάπηρο (η μέση σου είχε τσακιστεί από τη ζωή που σε είχαν αναγκάσει να ζεις, όχι από τη ζωή σου, δεν ήταν η δική σου ζωή, τη δική σου ζωή απλώς δεν την έζησες ποτέ). Ντρέπεται για την αμορφωσιά του, για τις λέξεις που λέει ο Λουί (που παρεμπιπτόντως είναι πολύ καλός μαθητής) και δεν τις καταλαβαίνει, για τα τεχνολογικά μέσα που ποτέ δεν θα μπορέσει να αποκτήσει, γίνεται αλκοολικός. Ωστόσο έχει μια απαράβατη αρχή, που δεν την αθετεί, όσο μεγάλη κι αν είναι η πρόκληση: δεν σηκώνει χέρι στα παιδιά, δεν χτύπησε καν τον μεγάλο -ετεροθαλή- αδερφό όταν εκείνος προσπάθησε να τον σκοτώσει (Ο πατέρας μου δεν κάνει τίποτα, δεν θέλει να χτυπήσει τον γιο του, αφήνεται/Δεν κατάφερα να είμαι εκείνος που θα τον σκότωνε).
     Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου αναδεικνύουν έναν πολιτικοποιημένο συγγραφέα. Έχει ανοίξει πια τα φτερά του, σπουδάζει στο Παρίσι, είναι αποδεκτή η σεξουαλική ταυτότητά του και από το περιβάλλον και από τους γονείς. Ο ανάπηρος πατέρας ζει αποτραβηγμένος, χωρισμένος από τη μητέρα, μέσα στην πλήξη και τη μοναξιά. Κυρίως όμως, είναι θύμα των πολιτικών του Σιράκ, του Σαρκοζί, του Μαρτέν Χιρς, του Ολάντ και του Μακρόν αργότερα,  που περικόπτουν τα δικαιώματα των φτωχών και αναξιοπαθούντων (γιατί δεν αναφέρουμε ποτέ αυτά τα ονόματα;). Η ταπείνωση που νιώθει να θεωρείται αργόσχολος και μάλιστα από τους κυρίαρχους, είναι ανυπόφορη. Ο απολιτίκ πατέρας, την εποχή που ο συγγραφέας γράφει το βιβλίο, παραδέχεται στον γιο του: «Έχεις δίκιο. Έχεις δίκιο, πιστεύω πως χρειάζεται μια γερή επανάσταση».
     Ο ώριμος πια Εντουάρ Λουί νιώθει ότι αγαπά τον πατέρα του, αυτό το θύμα της ζωής που το χαρακτηρίζει «αρνητική ύπαρξη»:
     Δεν είχες λεφτά, δεν μπόρεσες να σπουδάσεις, δεν μπόρεσες να ταξιδέψεις, δεν μπόρεσες να πραγματοποιήσεις τα όνειρά σου. Υπάρχουν μόνο αρνήσεις για να εκφράσουν τη ζωή σου.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου