Τον είδαν, γυμνό κι αλειμμένο με λάσπη,
να κάθεται σ’ έναν πλαγιασμένο κορμό και να τραγουδά.
Στάθηκαν παράμερα σιωπηλοί και περίμεναν να τελειώσει.
Τραγουδούσε στη γλώσσα του, στραμμένος προς τον ήλιο που ανάτελλε.
Η φωνή του ήταν καθαρή και βαθιά, με χροιά άγρια και θλιμμένη.
«Λίγοι γνωρίζουν ότι οι Ινδιάνοι του Μισσισσίπι κατείχαν σκλάβους», γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας και μνημονεύει ο συγγραφέας και μεταφραστής -εδώ- Γιάννης Παλαβός στο Επίμετρο της επιμελημένης έκδοσης της «Κίχλης». Πρόκειται για ένα εκτεταμένο διήγημα γραμμένο το 1930, όχι όμως τόσο μεγάλο ώστε να χαρακτηριστεί νουβέλα, βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα που εξελίσσονται στο περιθώριο της επίσημης ιστορίας, και ιντριγκάρουν τον αναγνώστη. Ωστόσο, παρόλο που μεγάλο μέρος του έργου του βασίζεται στην ίδια πάνω κάτω θεματολογία, ονόματα και καταστάσεις όπως η περιοχή Γιοκναπατάουφα, είναι καθαρά επινοήσεις, όπως διευκρινίζει ο ίδιος ο Φώκνερ, θεωρώντας ότι υπηρετεί τη μυθοπλασία κι όχι την ιστορία. Παρόλ’ αυτά, η δουλοκτησία νέγρων από τους ινδιάνους ήταν όντως ιστορικό φαινόμενο του 19ου αι. στον Μισσισσιπή, την περιοχή όπου έζησε ο συγγραφέας. Η συνάντηση δύο πολιτισμών εκ των οποίων ο ένας δεν είναι ο δυτικός έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον. Οι κυρίαρχοι εδώ, δεν είναι οι Άγγλοι ή οι Ισπανοί (κλπ) αλλά μια φυλή Ινδιάνων (τα «Κόκκινα φύλλα», που κατά τη δήλωση του Φώκνερ αφορούν την υπαρκτή φυλή Τσίκασο), που στην φυτεία τους έχουν σκλάβους νέγρους. Ο τρόπος ζωής των Ινδιάνων έχει διασαλευτεί όχι μόνο με την παρουσία των λευκών αλλά και των νέγρων, μιας και "παλιά ούτε κοιτώνες υπήρχαν ούτε νέγροι/ ο καθένας έκανε ό, τι ήθελε τον καιρό του. Είχε καιρό", ενώ οι νέγροι υπάρχουν «για να μοχθούν/σαν τ’ άλογα είναι, σαν τα σκυλιά». Στις πρώτες σελίδες μάλιστα, με φυσικότατο τρόπο συζητούν δυο Ινδιάνοι, παρατρεχάμενοι του φύλαρχου, για το αν είναι νόστιμο το… κρέας των νέγρων (Το κρέας τους πικρό –Το γεύτηκες; -Μια φορά. Ήμουν νέος τότε, είχα πιο πολλή όρεξη (!!!)/τώρα δεν συμφέρει να τους φας). Και γιατί δε συμφέρει να τους φάνε; Γιατί οι λευκοί τους ανταλλάσσουν με άλογα![1]
Το κυρίως επεισόδιο ξεκινάμε αφορμή τον θάνατο του «Άντρα», του αρχηγού της φυλής, του Ισσετιμπάχα. Σύμφωνα με το -ανεπιβεβαίωτο- ινδιάνικο έθιμο, μαζί με τον νεκρό πρέπει να θαφτούν το άλογο, ο σκύλος του και ο σκλάβος του. Εκείνος όμως, γνωρίζοντας το έθιμο από τον θάνατο του προηγούμενου αρχηγού, το έσκασε (είναι βάρβαροι, πώς περιμένεις να σεβαστούν τα έθιμα;/ μια ζωή μπελάδες).
Οπωσδήποτε ο πατέρας του φύλαρχου, ο Ντουμ (=καταδίκη), που ήταν ένας απλός μίνγκο (= αρχηγός), είχε επαφές με τον πολιτισμό των Ευρωπαίων (Νέα Ορλεάνη, αποικία των Γάλλων, στη συνέχεια υπό ισπανική διοίκηση και αργότερα υπό τον Αμερικάνο Ουίλκινσον) παρουσιάστηκε ως νόμιμος ιδιοκτήτης της γης. Η ιστορία του περιγράφεται σε άλλο διήγημα του Φώκνερ («Δικαιοσύνη»).
Οι συνθήκες ζωής, ο τρόπος διαβίωσης (στέγασης, τροφής, διασκέδασης κλπ) ασκούν ξεχωριστή γοητεία στον αναγνώστη, καθώς ο Ντουμ, θαμπωμένος από την πολυτέλεια της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, ήταν ο πρώτος που «νόθευσε» τον πολιτισμό τον παραδοσιακά ινδιάνικο με στοιχεία του πολιτισμού των λευκών (κάποιοι μάλιστα ινδιάνοι δυσανασχετούν) ενώ η -σφετερισμένη- εξουσία του Ντουμ μιμείται άτεχνα τα πρότυπά τους: αποκορύφωμα η απόκτηση σκλάβων , στους οποίους όμως δεν έχει δουλειές να αναθέσει (απολύτως άπραγοι, οι περισσότεροι ζούσαν ζωές μεταφερμένες αυτούσια από τις αφρικανικές ζούγκλες). Κάποια στιγμή, μάλιστα, το «ζήτημα των νέγρων» που… πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα γίνεται τόσο επιτακτικό που συνεδριάζουν δίνοντας «σουρεαλιστικές», ή μάλλον τραγικές λύσεις (αδύνατο να τους φάμε/ τόσο κρέας βλάπτει/να τους εκθρέψουμε και να τους πουλήσουμε στους λευκούς για λεφτά).
Τη μωροφιλοδοξία του Ντουμ την κληρονομεί κι ο Ισσετιμπάχα (χρυσό κρεβάτι, σκαλιστά κηροπήγια και… παντόφλες με κόκκινα τακούνια). Ο διάδοχος του, ο Μολετούμπε, πολύ παχύσαρκος και πλαδαρός, χαμηλής νοημοσύνης και με αποκλειστικό ενδιαφέρον τις παντόφλες με το κόκκινο τακούνι, περιμένει να γίνει η ταφή του πατέρα του για να αναλάβει επίσημα την αρχηγία (εδώ διακρίνουμε την πρόθεση του Φώκνερ να επισημάνει την αλλοτρίωση, τον εκφυλισμό και της ινδιάνικης παράδοσης).
Ωστόσο, εκκρεμεί η ανεύρεση του σκλάβου που την κοπάνησε, προφανώς μέσα από τους βάλτους και τα βάτα. Στο δεύτερο μέρος του διηγήματος, μετά από ένα φλας μπακ στην ιστορία της οικογένειας των φύλαρχων, όπου με πολλή γλαφυρότητα ο συγγραφέας μάς ζωντανεύει αδιανόητες για τον δυτικό αναγνώστη συνθήκες, ο φακός εστιάζει στον δύστυχο, ανώνυμο υπηρέτη.
Είχε διαβεί μ’ ένα άλμα εκείθεν της ζωής, στην επικράτεια του θανάτου·
εξακοντίστηκε στον θάνατο μα δεν πέθανε, διότι ο θάνατος τον άρπαξε,
όμως τον άρπαξε λίγο προτού τελειώσει τη ζωή του.
Ο θάνατος τον πρόφτασε ενώ ακόμα ήταν ζωντανός.
Οι παραπάνω φράσεις συνοψίζουν την τραγική μοίρα του νεαρού νέγρου που το έσκασε μέσα στο πυκνό σκοτάδι, εφόσον, πριν ακόμα εκπνεύσει ο Ισσετιμπάχα, θεωρεί τον εαυτό του νεκρό και την κοπανάει μέσα στη νύχτα τρέχοντας και πηδώντας στους θάμνους κυριευμένος από τον πανικό, γιατί ξέρει ότι είναι αδύνατον να αποφύγει τον φρικτό θάνατο. Δύο είναι οι διώκτες του, κι αυτοί περιγράφονται ως «μεσήλικες και κοιλαράδες/κάπως γελοίοι», όπως άλλωστε και ο Ινδιάνος που ο ανώνυμος ήρωας-θήραμα συνάντησε όταν βγήκε απόν βούρκο όπου κρύφτηκε για να ξεκουραστεί. Με αποκορύφωμα την άμορφη, ακίνητη και πλήρως απαθή μάζα που κουβαλάνε οι αχθοφόροι του Μοκετοκούμπε, οι εικόνες των ινδιάνων έρχονται σε χτυπητή αντίθεση με τον νευρώδη, αεικίνητο νεαρό φυγά, που για έξι μερόνυχτα τρώει βατράχια και φίδια, και, κυνηγημένο ζώο ο ίδιος, κυνηγάει κάθε μορφή ζωής προκειμένου να επιβιώσει. Η αλληλεπίδραση των τριών ουσιαστικά φυλών (αυτόχθονων Αμερικάνων, μαύρων και λευκών), και το σκανδαλώδες φαινόμενο της δουλοκτησίας, που υπενθυμίζει ειρωνικά και την δουλεία στις «πολιτισμένες χώρες», δεν είναι τα μοναδικά θέματα που αναδεικνύονται στο σύντομο αυτό αφήγημα. Σε δεύτερο επίπεδο ο Φώκνερ προβάλλει το θέμα του αναπόδραστου θανάτου και της προσπάθειας επιβίωσης:
Η άνιση πάλη με τους ανθρώπους και τη φύση, οι σκηνές καταδίωξης και τρόμου δεν αντισταθμίζουν τη λαχτάρα για ζωή, που γίνεται επιλογή.
Τον είδαν, γυμνό κι αλειμμένο με λάσπη,
να κάθεται σ’ έναν πλαγιασμένο κορμό και να τραγουδά.
Στάθηκαν παράμερα σιωπηλοί και περίμεναν να τελειώσει.
Τραγουδούσε στη γλώσσα του, στραμμένος προς τον ήλιο που ανάτελλε.
Η φωνή του ήταν καθαρή και βαθιά, με χροιά άγρια και θλιμμένη.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου