Τρίτη, Ιουλίου 28, 2020

Σάνσετ παρκ, Paul Auster

Όπως πάντα συναρπαστικό κι αυτό το βιβλίο του αγαπημένου συγγραφέα, πληθωρικό, χορταστικό και πολυσύνθετο. Μια γεύση του «American way of life», με τη θετική έννοια, δηλαδή με όλες τις πτυχές αρνητικές και θετικές, με όλες τις αντιφάσεις, τις δυσκολίες αλλά και τις δυνατότητες της σύγχρονης ζωής στον δυτικό κόσμο και ιδιαίτερα στη Νέα Υορκη. 
Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από πέντε- έξι πρόσωπα, που τα γνωρίζουμε εκ των έσω από τον παντογνώστη αφηγητή (τα περισσότερα βιβλία του Όστερ είναι γραμμένα στο γ΄ενικό), εφόσον η δομή είναι χωρισμένη σε κεφάλαια που το καθένα τους παρακολουθεί κι από έναν ήρωα. Πρόκειται κυρίως για τέσσερις μοναχικούς νεαρούς/ές, δυο γυναίκες και δυο άντρες, που η συγκυρία τους έφερε να συγκατοικήσουν σε ένα υπό κατάληψη σπίτι, προκειμένου να λύσει ο καθένας τα συγκεκριμένα προβλήματά του. Το σπίτι αυτό, εγκαταλελειμμένο και σε άθλια κατάσταση, ούτε προαστιακό, ούτε ιστορικό, είναι απλώς μια παράγκα, ένα εγκαταλελειμμένο δείγμα αρχιτεκτονικής ανοησίας που δεν ταίριαζε πουθενά. Απέναντι από ένα νεκροταφείο, έμοιαζε σα να το έκλεψε κάποιος από φάρμα σε λιβάδι της Μινεσότα και να το άφησε κατά λάθος στη μέση της Νέας Υόρκης. Είναι το Σάνσετ Παρκ -ο τίτλος του βιβλίου-, ο τόπος όπου οι τέσσερις συγκάτοικοι θα ωριμάσουν για ένα διάστημα μαζί, θα γίνουν ομάδα, θα δοκιμάσουν μια σειρά από συναισθήματα που θα τους ωθήσουν σε μια βαθύτερη αυτογνωσία, μέχρι που το ένταλμα δικαστικής έξωσης θα τους σκορπίσει και πάλι,για να πάρει ο καθένας το δρόμο του χωριστά. Όλοι όμως θα είναι λίγο «πιο σοφοί», λίγο πιο συνειδητοί.
Δεν είναι φοιτητές, δεν είναι ακριβώς περιθωριακοί. Εμπνευστής της συγκατοίκησης και ίσως ο συνδετικός κρίκος είναι ο Μπινγκ Νέιθαν, ένας αγαθός γίγαντας, (ένας πελώριος τύπος που θυμίζει ατσούμπαλη αρκούδα), παίζει ντραμς και κρουστά περιστασιακά σε κάποια μπάντα και απασχολείται στην επιχείρηση που έχει στήσει «Νοσοκομείο Σπασμένων αντικειμένων». Η Έλεν Μπράις, ψιλοκαταθλιπτική, με έντονες ερωτικές φαντασιώσεις, με ελαφρύ αίσθημα μειονεξίας  και ροπή στις κρίσεις πανικού ψάχνει τον εαυτό της ζωγραφίζοντας αρχικά νεκρές φύσεις και αστικά τοπία, μάλλον ανέμπνευστα. Η Άλις, μια ψηλή και γεροδεμένη κοπέλα δουλεύει κάνοντας παράλληλα τη διατριβή, της, έχει μια χλιαρή σχέση με τον συγγραφέα Τζέικ Μπάουμ, ενώ δεν είναι συμφιλιωμένη με το σώμα της, που το βρίσκει απωθητικό. 
Κεντρικότερος όμως όλων και ίσως και πιο σημαντικός είναι ο Μάιλς Χέλερ, όχι μόνο γιατί δρα καταλυτικά  στην εξέλιξη των τριών συγκατοίκων, αλλά και γιατί κρύβει ένα μεγάλο μυστικό, που τον καθορίζει, που τον αναγκάζει να απομακρυνθεί από την οικογένειά του για επτάμισι χρόνια χωρίς να δώσει σημεία ζωής, και που διαμορφώνει τις ιδιαίτερες σχέσεις και με τον πατέρα, με τη μητέρα και με την μητριά του. Έτσι, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει η προσωπικότητα του Μάιλς, του οποίου ο συναισθηματικός κόσμος είναι πλούσιος σε μυστικά και σιωπές, και γεμάτος συγκρούσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αναφορές στον Μάιλς είναι αναλογικά περισσότερες, αλλά μαζί με τον Μάιλς ψυχογραφούνται και ο πατέρας και η μητέρα του, σε χωριστά κεφάλαια. 
Η γραφή του Όστερ σκαννάρει τους ήρωες δίνοντας αρχικά ένα περίγραμμα και στη συνέχεια μέσα από τις επιλογές τους αρχικά, μέσα από τις σκέψεις και τα συναισθήματα στη συνέχεια παίρνουμε μια ιδέα του εσωτερικού τους κόσμου, που είναι γεμάτος αντιφάσεις, φόβους, ανασφάλειες, σιωπές, επιθυμίες αλλά και  λαμπερές στιγμές ψυχικού μεγαλείου. Το πληθωρικό ύφος (πολλές αναδρομές, σύντομη αναφορά στο παρελθόν, περιεκτικές επισημάνσεις, έντεχνος εγκιβωτισμός σχετικών ιστοριών, ανάλυση έργων ή βιβλίων, αναφορές στο μπέιζμπολ) δίνει κοινωνικές προεκτάσεις, μας δίνει την ατμόσφαιρα της εποχής, παίρνουμε μια γεύση του κόσμου των νέων  -και όχι μόνο- που βρίσκονται σε πολλαπλά αδιέξοδα, όχι μόνο όσο αφορά το επάγγελμα, την απασχόληση, τη στέγαση αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις (με αδέρφια, με γονείς, με πατριούς), την φιλία, την ταυτότητα, τον σεξουαλικό προσδιορισμό, τη σχέση με την τέχνη. Οι παράπλευρες «πληροφορίες» αυτές δεν κουράζουν, γιατί ο Όστερ καταφέρνει πάντα να τις εντάσσει κατά το «αναγκαίον» μέσα στη ροή της κεντρικής αφήγησης. 
Ο πατέρας του Μάιλς είναι εκδότης -κι έτσι παίρνουμε μια γεύση και του κόσμου των συγγραφέων. Η μητέρα του είναι διάσημη ηθοποιός -κι έτσι βλέπουμε εκ των έσω άπειρες μικρές πτυχές και λεπτομέρειες του κόσμου των ηθοποιών. Είναι όμως χωρισμένοι, η μητέρα κυκλοθυμική και απρόβλεπτη στα μάτια του μικρού Μάιλς (χθες ήμουν το αγγελούδι σου, σήμερα είμαι ένα αγγούρι. Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω πως είμαι τίποτα απ’ τα δυο), εγκατέλειψε πολύ νωρίς τους δυο, αφήνοντάς τον στο σκοτάδι, εφόσον ο πατέρας μόνο μια φορά ανοίχτηκε μιλώντας γλυκά και συγκαταβατικά για την πρώτη του σύζυγο (με είχε τυφλώσει το ταλέντο της. Για να παίξει έναν τόσο απαιτητικό και γεμάτο αποχρώσεις ρόλο, θα έπρεπε να διαθέτει μεγάλη καρδιά και να νιώθει περισσότερα συναισθήματα από όλες τις γυναίκες που είχε γνωρίσει στο παρελθόν). Ο Μάιλς-παιδί δεν μπορεί να καταλάβει τον κόσμο των μεγάλων αν και ο πατέρας του τού εξηγεί ότι η Μέρι-Λι Σουάν δεν ήταν έτοιμη να γίνει μητέρα (ο κόσμος των ενηλίκων φαινόταν εντελώς ακατανόητος εκείνη τη στιγμή της ζωής του, και του ήταν αδύνατον να συλλάβει το παράδοξο της συνύπαρξης αγάπης και διχόνοιας).
Ο παιδικός κόσμος του Μάιλς, παιδιού χωρισμένων γονιών, με μητριά, αδερφό-γιο της μητριάς με τον οποίο η σχέση είναι αμφίσημη κλπ κλπ, είναι γεμάτος πληγές∙ καθώς ενηλικιώνεται επώδυνα και καθώς φεύγει οριστικά κουβαλάει και το μυστικό του, ερωτεύεται παράφορα μια πολύ μικρότερη κοπέλα, ανήλικη και ορφανή με τρεις αδερφές εκ των οποίων η μεγαλύτερη τον εκβιάζει. Έτσι, έχοντας στην πλάτη του ΔΥΟ μυστικά φεύγει από την Φλόριντα κι εμφανίζεται στο Σάνσετ Παρκ (δεν επέλεξε. Την επιλογή την έκανε μια μεγάλη γροθιά ου τον έριξε κάτω και τον ανάγκασε να φύγει από τη Φλόριντα και να πάει σ’ ένα μέρος που λέγεται Σάνσετ Παρκ).
Η φυγή του Μάιλς απ το σπίτι χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν  προκαλεί έντονα συναισθήματα πρώτα απ’ όλα στον πατέρα, Μόρις Μάιλς, και δεύτερον στον Μπινγκ που, εν αγνοία του Μάιλς, αποτελεί τον σύνδεσμο επικοινωνίας με τους γονείς (η ηθοποιός μάνα αδιαφορεί). Καθώς ο φακός του συγγραφέα εστιάζει στον τραγικό πατέρα (που έχασε και τον προγονό του)  βλέπουμε την σχέση πατέρα-γιου από μέσα, δηλαδή υπό το πρίσμα και των δύο. Όχι, δεν είναι σκληρός, αυστηρός ή αδιάφορος πατέρας, μάλλον το αντίθετο∙ σε δεδομένη στιγμή εντυπωσιάζεται από τον 11χρονο γιο του και τον επαινεί  με «καρδιά» (μονάχα ένας άνθρωπος με μεγάλη καρδιά θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο). Ο Μόρις Χέλερ είναι αρκετά ευαίσθητος ώστε να καταλάβει τα αίτια που ο γιος του την κοπάνησε (και που εγκαταλείποντας τις σπουδές του εξακολουθεί να αυτοϋπονομεύεται), αλλά ένα είδος εγωισμού τον εμποδίζει να αντιμετωπίσει την κατάσταση ενεργητικά (εκείνος είναι που έφυγε, εκείνος είναι που πρέπει να επιστρέψει). Προσπάθησε πολλές φορές να τον βρει, τον παρακολούθησε χωρίς ο Μάιλς να το ξέρει, μπήκε στον πειρασμό να εμφανιστεί και να πει κάτι, να τσακωθεί μαζί του, να του ρίξει μια μπουνιά, να τον αγκαλιάσει, να πάρει το αγόρι στην αγκαλιά του και να το φιλήσει. Η απελπισία του γίνεται τραγική όταν φαντάζεται να παρουσιαστεί μεταμφιεσμένος, στα ρούχα, στο πρόσωπο στη φωνή, να γίνει π.χ. ο «άντρας με τα Ντενεκεδένια κουτάκια», ένας από κείνους τους ηλικιωμένους, τους τσακισμένους ανθρώπους που ψάχνουν μέσα στους σκουπιδοτενεκέδες  και τους κάδους ανακύκλωσης με μπουκάλια και ντενεκεδένια κουτάκια κι έτσι, όντας ένας «άλλος», να βλέπει τον γιο του
Μέσα σ’ όλα έχει ν’ αντιμετωπίσει και την υστερία της δεύτερης γυναίκας του που είναι πολύ αρνητική με την μεταστροφή του Μάιλς (ο Μάιλς είναι άρρωστος. Ο Μάιλς δεν είναι καλά. Ο Μάλις τους κατέστρεψε).  Και σ’ αυτήν τη περίπτωση όμως, ο Μόρις  δείχνει σπάνια ενσυναίσθηση: είναι εντελώς φυσικό για κείνη να δείχνει αυτή τη θλίψη, αυτό το αίσθημα απώλειας). Η αποκάλυψη όμως μιας περιπέτειας της μιας νύχτας του Μόρις είναι το κερασάκι στην τούρτα που θέτει τον γάμο του σε κρίση. 
Αντίθετα η αδιάφορη μάνα αντιδρά με εντυπωσιακό τρόπο∙ αντέδρασε με ηρεμία, συμπόνια και σύνεση, προσπαθώντας όχι τόσο να κρίνει τον Μάιλς, όσο να τον καταλάβει. (…) Η αδιάφορη, ανεύθυνη μητέρα ήταν πολύ πιο δεμένη με τον γιο της απ’ ό, τι μπορούσε να φανταστεί. Ο Όστερ φωτίζει κι αυτήν την προσωπικότητα, στο «σήμερα» που είναι 54 χρονών, πετυχημένη και καταξιωμένη ηθοποιός -που μάλιστα ετοιμάζεται να παίξει τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ-, αλλά λόγω ηλικίας δεν έχει πια την επιπόλαιη κι επιφανειακή ψυχοσύνθεση που είχε στα νιάτα της. Η επαναπροσέγγιση του γιου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βλέπει σιγά σιγά την ευθύνη και τη δική της συμμετοχή (ή μάλλον έλλειψη συμμετοχής!) στην διαμόρφωση του Μάιλς, κι εν πάση περιπτώσει τον θέλει πίσω, θέλει η ιστορία να ξεκινήσει απ’ την αρχή. Όταν τον ξαναβλέπει μετά από τόσα χρόνια, τον βλέπει πιο αυστηρό αλλά και πιο τρυφερό, με βλέμμα πιο δοτικό, μάτια που κοιτάζουν τα μάτια της.Οι δυο είναι πια ώριμοι να διεισδύσουν μέσα σε μια πραγματικότητα που τους ξεπερνούσε και δεν μπορούσαν να τη διαχειριστούν παρά με την εξαφάνιση και τη σιωπή. Έτσι επέρχεται ένα είδος κάθαρσης, εφόσον και οι δυο άλλοι ήρωες του δράματος (ο πατέρας και η μητριά) αντικρίζουν αυτή τη νέα πραγματικότητα με μεταλλασσόμενα συναισθήματα. 
Και οι συγκάτοικοι  του Μάιλς στο Σάνσετ Παρκ, στο σύντομο αυτό διάστημα που έμειναν μαζί, γοητεύονται ο καθένας  χωριστά από τη μυστηριώδη προσωπικότητα του Μάιλς, γνωρίζονται καλύτερα μεταξύ τους  κι εξελίσσονται σαν προσωπικότητες: η Έλεν βρίσκει όχι μόνο τον καλλιτεχνικό της εαυτό αλλά και μια νέα αυτοπεποίθηση, που την ωθεί σε μια μικρή επανάσταση σε σχέση με το σώμα της, με την εμφάνισή της και τη σεξουαλικότητά της. Η Άλις ξεκαθαρίζει τη σχέση της με τον Τζέικ κι αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό της στον ακτιβισμό εργαζόμενη στην ΠΕΝ (οργάνωση προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάτων υπέρ της προάσπισης συγγραφέων που κινδυνεύουν λόγω των πεποιθήσεών τους). Τέλος ο πιο ενδιαφέρων, ο Μπινγκ, αναζητά την σεξουαλική του ταυτότητα υπερβαίνοντας τον εαυτό του και ξεδιπλώνει πολλές πλευρές κρυμμένες. 
Όπως συμβαίνει πολλές φορές στα βιβλία του Όστερ, στις τελευταίες σελίδες υπάρχει μια απροσδόκητη τροπή που ανατρέπει όλους τους συσχετισμούς, κι αφήνει τον αναγνώστη σ’ ένα κενό μυστηρίου. Προσωπικά όμως, θεωρώ ότι οι «υποθέσεις» που έθεσε το μυθιστόρημα έχουν κλείσει, και η πορεία των ηρώων απλώς αλλάζει κεφάλαιο.

Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Ιουλίου 04, 2020

Θηριόμορφοι, Έλενα Μαρούτσου


Αναρωτιόμουν αν το να κάνεις το τραύμα σου τέχνη
είναι ένα είδος θεραπείας
ή ένας τρόπος να κρατάς την πληγή ανοιχτή.
Δεν είναι μυθιστόρημα, είναι άλμπουμ! Η απόλαυση της ανάγνωσης είναι τέτοια που δεν ευχαριστεί μόνο ως κείμενο το νου και την ψυχή -καθώς η γραφή ξεδιπλώνει αβίαστα και αισθησιακά  ιστορίες «αγάπης και απώλειας», όπως γράφει το οπισθόφυλλο-, αλλά οι απίστευτες φωτογραφίες της Laura Makabresku που συνοδεύουν το κείμενο, σε μεταφέρουν σε μια άλλη διάσταση, πιο υπαρξιακή, πιο πνευματική.
Κι όμως η γραφή είναι προσγειωμένη, αρκετά ρεαλιστική παρόλα τα διάσπαρτα ποιητικά στοιχεία. Κι αυτό είναι που γοητεύει ακόμη περισσότερο, γιατί είναι σαν να μας δείχνει κάποιος με φακό, τον ίδιο κόσμο που βλέπουμε και μεις, αλλά με άλλα μάτια. Έτσι, δεν έχουμε τον άψυχο συμβολισμό που χαρακτηρίζει τα «ποιητικά πεζά», όπου οι ήρωες δεν είναι «του κόσμου τούτου», αλλά πρόσωπα χειροπιαστά που ζουν στη σύγχρονη εποχή, μπαίνουν π.χ. στην… ΚΝΕ, συνεννοούνται  με το facebook  κλπ κλπ.
Η μυστηριώδης γυναίκα στην οποία σκοντάφτει ο αφηγητής του πρώτου μέρους, με τα δεμένα μάτια και τη μυρωδιά από τριαντάφυλλο (αν τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, όπως λένε, δεν είχα τρόπο να κοιτάξω μέσα στη δική της), δεν είναι ένα ξωτικό, ή μια ονειρική ψευδαίσθηση. Όσο προσεγγίζονται οι δυο ήρωες κάποιες εικόνες ανεξίτηλες  βρίσκουν την -καθόλου εξωπραγματική- θέση τους σε μια συμπαγή ιστορία με μυστικά και αισθησιασμό. Μια ιστορία όπου εγκιβωτίζονται και δυο άλλες, παρόμοιες ιστορίες (της Λουτσία και της Βέρας), παράξενες αλλά αληθινές, που κι αυτές υπογραμμίζουν το παράδοξο του έρωτα «άνευ όρων» και της απώλειας. Παράλληλα υπογραμμίζουν τις αντίξοες συνθήκες στην Κρακοβία, από την εποχή του πολέμου μέχρι τις μέρες όπου ο αφηγητής Σπύρος επισκέπτεται την πόλη για ένα συνέδριο ποίησης. Μια πόλη χαραγμένη από τις «πληγές της Ιστορίας» παίρνοντας σαν επιστέγασμα το στρατόπεδο του Άουσβιτς, που μάλιστα γίνεται και ένα από τα σκηνικά όπου προσεγγίζονται οι δυο ήρωες, χρόνια βέβαια μετά τον πόλεμο ως επισκέπτες του Μουσείου.
Δεν είναι τυχαίο που ο πρωταγωνιστής μελετά τη λογοτεχνία και την ποίηση, και η ομιλία του έχει ως θέμα τη θλίψη/ απώλεια με πολλές αναφορές στα πουλιά («Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε κλπ). Έχει το ποιητικό βλέμμα που δικαιολογεί αυτήν την απίστευτα αισθαντική ατμόσφαιρα όπου μας μεταφέρει, με αναλογίες και μεταφορές. Τα χέρια, τα μάτια, τα χείλη και η σημειολογία τους, έχουν μια θέση ξεχωριστή στο βλέμμα και στην καρδιά των προσώπων, που διακατέχονται σ’ όλες τους τις κινήσεις από έντονο ερωτισμό. Μια ατμόσφαιρα σχεδόν ψιθυριστή, καθώς εξελίσσεται η πλοκή, διάσπαρτη από πεταλούδες, περιστέρια, καρδερίνες, κοκκινολαίμηδες, χελιδόνια, κοτσύφια. Αλλά και κάποια μικρά/μεγάλα  ζώα έχουν τη θέση τους μέσα στην αφήγηση∙ ελαφίνες, αλεπούδες, σκύλοι, λύκοι όχι με συμβολικό τρόπο αλλά καθαρά αισθησιακό, σαν μια αντανάκλαση της πραγματικότητας στον μαγικό κόσμο των ζώων. Μια πραγματικότητα που περισσότερο φανερώνεται παρά κρύβεται κάτω απ΄ το ανυπόκριτο προσωπείο του ζώου, όπως φαίνεται από το απόσπασμα που κατά κάποιο τρόπο υπογραμμίζει τον τίτλο (από έκθεση φωτογραφίας όπου το ανθρώπινο κεφάλι έχει αντικατασταθεί από κεφάλι ζώου): Συχνά αυτοί οι θηριόμορφοι άνθρωποι ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακοί: το ζωώδες κεφάλι τους έμοιαζε να τους ταιριάζει, να τους ολοκληρώνει ή -πώς να το πώ;- να τους αποκαλύπτει). Και, όπως λέει ο «παντογνώστης αφηγητής» στο τελευταίο τρίτο μέρος, υπάρχει η μυστική ζωή του θηρίου μέσα στον άνθρωπο, όπως και του τρυφερού, απροστάτευτου ζώου.
Ο  Σπύρος σαγηνεύεται από τη Μαριάννα, την εύθραυστη, πολύ νεαρή κοπέλα που του θυμίζει τη γυναίκα του, την άρρωστη, μικροσκοπική, μυστηριώδη Βέρα, που πέθανε νέα. Όμως η προσέγγιση γίνεται αθόρυβα και σταδιακά (δεν ήθελα να καταλήξω σαν κάτι μεσήλικες που τους έτρεχαν τα σάλια όταν έβλεπαν ένα νέο κορίτσι (…) νομίζοντας πως έτσι ξανανιώνουν. Πως ρουφάνε από το κύπελλο της νεότητας, πως αναβαπτίζονται μέσα στους νεανικούς χυμούς. Δεν καταλάβαιναν ότι αντίθετα στραγγίζουν. Ότι η δύναμη που για λίγο τους κατακλύζει, σύντομα θα αποσυρθεί αποστεγνώνοντάς τους, όπως τραβιέται  η θάλασσα στην άμπωτη κλπ).  
Ο αφηγητής μάς μεταφέρει όχι μόνο τα εξωτερικά συμβάντα αλλά και τον εσωτερικό του κόσμο, με αναστοχασμούς και συνειδητοποιήσεις που πολλές φορές είναι οδυνηρές (λες κι η νοσταλγία είναι μια τρύπα μέσα μας που δεν θα κλείσει ποτές).  Καθώς γοητεύεται και προσελκύεται όπως η πεταλούδα απ’ το φως, αναταράσσονται όλες οι αναμνήσεις και τα πάθη του παρελθόντος και παίρνουν καινούρια θέση στην Καρδιά και στον Νου (σκέφτομαι τους ανθρώπους που διατείνονται πως δεν μετανιώνουν για τίποτα στη ζωή τους και δεν ξέρω αν τους ζηλεύω για την πανοπλία τους ή τους περιφρονώ για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Εγώ έχω μετανιώσει για πολλά. Έχω υπάρξει εύπιστος. Επηρμένος. Βλαξ).
Δεν είναι μόνο ο Σπύρος που έχει βαθιά κρυμμένα μυστικά, και η Βέρα. Αλλά και η Μαριάννα, που παίρνει το νήμα της αφήγησης στο δεύτερο μέρος (η δική μου ιστορία, μια ιστορία επανόρθωσης, ξεκινάει πριν απ’ την αρχή). Έτσι ξεκινά από τη γιαγιά Λουτσία από την Καλαβρία, και παραθέτει ιμπρεσιονιστικά την εντυπωσιακή ιστορία του μικρού κοριτσιού που σφράγισε το στόμα της όταν πάγωσε η μικρή της αλεπού, που στάλθηκε σε παρθεναγωγείο μετά τις πλημμύρες του 1951 κλπ κλπ. Μαζί με την τραγική ιστορία της μικρής Λουτσία, μαθαίνουμε και τις αντίστοιχα τραγικές πορείες των δυο φίλων της, Σιμόνε και Βιόλας. Οι αποκαλύψεις προκαλούν οδύνη και νέα αδιέξοδα. Είναι το μέρος του βιβλίου που ονομάζεται «Κήπος των πληγών», όπως ονομαζόταν και η έκθεση της φίλης φωτογράφου(στην οποία πόζαρε η Μαριάννα), όπως ονομάστηκε και το νέο συγγραφικό έργο του Σπύρου, αργότερα. Πληγές που έχουν να κάνουν με τον έρωτα, τον χωρισμό, τη βία και τον θάνατο.
Ο ερωτισμός είναι διάχυτος και οι ερωτικές σκηνές είναι άφταστες –σε ποιητικότητα, σε ατμόσφαιρα, σε αισθησιασμό. Το ανέφικτο του έρωτα αλλά και η εξάντληση του έρωτα. Όλες οι εκφάνσεις, όπου όμως μένει αναλλοίωτη η ουσία, που τις περισσότερες φορές είναι η αγάπη «άνευ όρων» (πόσο θα ήθελα να έχω πιάσει στην απόχη μου όλη της τη ζωή, από τότε που γεννήθηκε/όταν άνοιξα τη μικρή της παλάμη, ακολούθησα με το δάχτυλο τις διασταυρούμενες γραμμές κι ύστερα ανεβαίνοντας στον καρπό ψηλάφισα τις άλλες, τις παράλληλες, έλιωσα πάνω τους, δικός της για πάντα/η Βέρα ήταν κρυμμένη σ’ ένα στενό λαγούμι κι εγώ, ένα πεινασμένο ζώο, άρχισα να σκάβω υπομονετικά με τα δάχτυλα και με τη γλώσσα μου να τη φτάσω/σ’αυτή τα σχέση αγαπούσα πιο πολύ εγώ/ένιωθα το σώμα της απαλό και άκαμπτο σαν κούκλας).
Όμως, το πιο σπαραχτικό ερωτικό δόσιμο, που το αποκαλύπτει η αφήγηση της Μαριάννας, αφορά τη σχέση της με τον Ματέο, τον μεγάλο μακροχρόνιο δεσμό της. Το απόλυτο δόσιμο του θηλυκού που παραδίδεται με όλους τους όρους στην αρσενική λαγνεία, που ταπεινώνεται ξανά και ξανά εφευρίσκοντας όλο και καινούριους τρόπους να σβήνει το εγώ (ήταν το «θέλω» του σκληρό και συνάμα τρυφερό, όπως ο μίσχος από το τριαντάφυλλο/εγώ , του είπα, είμαι το πιο δικό σου έργο. Η μαριονέτα σου). Κι όταν νιώθει ότι αρχίζει να εκτονώνεται το ενδιαφέρον του για κείνην, κάνει ό, τι μπορεί για να «τροφοδοτεί τη φωτιά του έρωτα». Κι όπως λέει κι η ίδια, στην «λεπτή τρίχα που χωρίζει τον θάνατο από τον θάνατο του πόθου», ο άνεμος ήταν ο Ματέο κι εγώ ήμουν οι χούφτες που προστάτευαν τη φλόγα. Έπειτα έρχεται η ζήλεια, το «σπινθηροβόλο σκότωμα», ένα σύμπτωμα όπως αποφαίνεται κι η ίδια σαν ημικρανία (τι ωραίος τρόπος να σκοτωθεί κάποιος έτσι σπινθηροβόλα). Και γίνεται «μια άλλη», την ώρα του έρωτα επαναλαμβάνει «δεν είμαι εγώ» (δεν πονούσα όμως, εγώ δεν ήμουν πια εγώ, εγώ κι εκείνος είχαμε μεταμορφωθεί σε κάτι που πια δεν θα ξαναέπαιρνε την αρχική του μορφή, ο έρωτας σπαρταρούσε καθώς χύναμε,, καθώς μπήγαμε τη λεπίδα της απόγνωσης και του μίσους μέσα στον έρωτά μας, λίγο πριν κι αυτός τελειώσει).
Και η Μαριάννα, σαγηνεύεται από την ποιητική φύση του Σπύρου (θα έλεγες ότι το νευρικό του σύστημα είχε απολήξεις που συνδέονταν με τα καλώδια της λογοτεχνίας), κι ας του κρύβει βαθιά μέσα της τα μυστικά της (στα οποία όμως ο αναγνώστης γίνεται αρκετά νωρίς μέτοχος). Παίζει στα δάχτυλα τον «μαριονετίστα της τύχης» προκειμένου να σκάψει βαθιά μέσα στα μυστήρια της δικής της ζωής που εφάπτεται της δικής του. Ο Σπύρος είναι ο άνθρωπος-κλειδί, για πολλούς λόγους, που θα ενώσει τα σπασμένα της κομμάτια. Εμείς οι αναγνώστες, στους οποίους η Μαριάννα εκμυστηρεύτηκε τα πάθη του παρελθόντος, μπορούμε να καλύψουμε τα κενά της ιστορίας και να αποφασίσουμε αν θα βρεθεί σε μια κατάσταση αγάπης, όπου δεν θα χρειαζόταν να  είναι άλλη. Γιατί, και κείνη είναι αποφασισμένη να παίξει το «ρόλο του εαυτού της»:
 …κι εγώ θα έραβα την πληγή από το σπαθί που κάποτε με είχε κόψει στα δυο. Θα ήμουν πάλι ολόκληρη.
Χριστίνα Παπαγγελή 

Τετάρτη, Ιουλίου 01, 2020

Η τέχνη της απώλειας, Alice Zenifer


Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.
Τόσα πολλά πράγματα μοιάζουν αποφασισμένα
να χαθούν, που η απώλειά τους καταστροφή δεν είναι.
(…)
Έχασα δυο πόλεις, αξιολάτρευτες. Και ακόμη πιο τεράστιους,
κάποιους δικούς μου κόσμους, δυο ποταμούς, μιαν ήπειρο.
Μου λείπουν μα δεν ήταν δα καταστροφή.
Το πρόβλημα της ταυτότητας σε λαούς και γενιές που υπέστησαν την αποικιοκρατία των Ευρωπαίων, και συγκεκριμένα στην Αλγερία που υπέστη τη γαλλική κυριαρχία μέχρι την ανεξαρτητοποίησή της το 1962, είναι το βασικό θέμα αυτού του συναρπαστικού βιβλίου. Οι διωγμοί, η μετανάστευση, η διάλυση της οικογένειας, η ζωή σε καταυλισμούς αλλά κυρίως το «ποιος είμαι;» που διατρέχει τρεις γενιές∙ δοσμένο με εξαιρετικό τρόπο από την Γαλλίδα Αλγερινής καταγωγής Alice Zenifer.
Αλγερία[1]... Μια χώρα με «πολλές ιστορίες» μέχρι το 1830 που οι Γάλλοι κατέλαβαν το Αλγέρι (γνωστός αγωνιστής ενάντια στη γαλλική εισβολή ο  Αμπντ ελ Καντέρ, μουσουλμάνος σούφι), οπότε τα βιβλία των Γάλλων καταπίνουν την Αλγερία και τα παραμύθια της και τα μετατρέπουν σε λίγες σελίδες της δικής τους Ιστορίας. Το «εκπολιτιστικό» έργο των Γάλλων ισοπέδωσε  τις διαφορές των ντόπιων κι εκτόπισε στο περιθώριο το μουσουλμανικό στοιχείο, οι χιλιάδες δε Γάλλοι που μετανάστευσαν στην Αλγερία αποτέλεσαν ένα ιδιότυπο κοινωνικό στρώμα με κοινωνική δύναμη, που περιθωριοποίησε τους ντόπιους όπως παντού, και πυροδότησε την εξέγερση και τον πόλεμο της Αλγερίας,[2] μέχρι την ανεξαρτησία της χώρας το 1962.
Η σχέση Γαλλίας και Αλγερίας βέβαια δε σταματά εδώ. Οι επαναπατρισμένοι Γάλλοι («πιέ-νουάρ»[3]) αποτελούν κι αυτοί ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, καθώς και οι μετανάστες Αλγερινοί στη Γαλλία (κυρίως οι «αρκί», δηλ. όσοι βοήθησαν τους Γάλλους, είτε στον παγκόσμιο πόλεμο, είτε μη συμμετέχοντας στην τρομοκρατική δράση των αντιστασιακών ομάδων, FLN κλπ).
Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο, απαραίτητο για να κατανοήσει κανείς τη ρευστότητα των κοινωνικών σχέσεων και τη σχετικότητα σ’ αυτό που λέμε «εθνική συνείδηση», σχετικότητα που είναι βέβαια αυτονόητη δεδομένου ότι το «έθνος» είναι κοινωνική κατασκευή.
Στο μυθιστορηματικό «σήμερα» (2015-16), λοιπόν,  βλέπουμε τη Ναϊμά, Γαλλίδα υπήκοο με καταγωγή τρίτης γενιάς από την Αλγερία, να μην έχει πια καμιά σχέση με την χώρα καταγωγής της (έχει ξεχάσει μια πατρίδα που δεν γνώρισε ποτέ). Όμως συγκυρίες την οδηγούν ηθελημένα- άθελά της να ψάξει το παρελθόν του πατέρα της Χαμίντ που ήταν μικρό αγόρι όταν πέρασε στην Ευρώπη, και του παππού της, Αλί, τον οποίο θυμάται ελάχιστα. Επομένως παρακολουθούμε κι εμείς την πορεία τριών γενεών, στα μεταβατικά χρόνια από την αποικιοκρατία στην ανεξαρτησία -χρόνια που ήταν πολύ δύσκολα, δεδομένου ότι ο πόλεμος της Αλγερίας ήταν από τους σκληρότερους αντιαποικιακούς αγώνες της σύγχρονης εποχής.
Αλί, ο παππούς
Ο Αλί, ο παππούς, δεν είναι Άραβας, είναι Καβύλιος[4] (η Καβυλία ανήκε στο αρχαίο κράτος της Νουμιδίας, έχει μακρά ιστορία και παράδοση, δική της γλώσσα -βερβέρικη- και μεγάλη συμμετοχή στους αγώνες για ανεξαρτησία). Από ένα απίστευτο γύρισμα της τύχης έγινε πλούσιος, μια τύχη που του φύτεψε στο νου την πεποίθηση ότι η ζωή είναι φτιαγμένη από πεπρωμένα που δεν ανατρέπονται, και όχι από αναστρέψιμες ιστορικές πράξεις. Έχει χωράφια, έχει μαγαζί, κάνει εμπόριο. Ενώνει όλα τα σκόρπια μη εκμεταλλεύσιμα χωραφάκια που δεν τα αγοράζουν Γάλλοι, αποσπώντας την ευγνωμοσύνη των ντόπιων, κι έχει τη νοοτροπία του «αν έχει λεφτά να τα δείχνεις». Τα λεφτά τα ξοδεύεις μόλις τα αποκτάς, μια νοοτροπία τελείως αντίθετη στο καπιταλιστικό πνεύμα. Η αποταμίευση είναι αποκοτιά, και τα πλούτη είναι ευλογία που πέφτει σαν βροχή πάνω σ’ έναν πολύ μεγαλύτερο κύκλο ξαδέρφων και φίλων. Τους επιβάλλουν μια διευρυμένη αλληλεγγύη, συγκεντρωτική, και συσπειρώνουν γύρω απ’ την οικογένειά τους ένα μέρος του χωριού που τους ευγνωμονεί.
Ο Αλί είναι έχει αίσθημα δικαίου αλλά κατά βάθος είναι φιλήσυχος. Βλέπει με επιφύλαξη τις προσπάθειες των Αλγερινών, ντόπιων ή μεταναστών στη Γαλλία να εξεγερθούν. Στην ερώτηση αν συμπαθεί τον «ήρωα» (πατέρα του έθνους, τον αποκαλεί ο εθνικιστής Γιουσέφ) Μεσαλί Χατζ απαντά όχι, γιατί «ο Μεσαλί Χατζ δεν συμπαθεί τους Καβύλιους (γι’ αυτόν η ανεξαρτησία της Αλγερίας σημαίνει ότι θα γίνουμε όλοι Άραβες). Είναι αντιπρόεδρος της Ένωσης Βετεράνων Πολεμιστών, στο Παλέστρο, σ’ έναν χώρο που τους παραχωρεί η γαλλική διοίκηση, κι όπου μαζεύονται όσοι πολέμησαν στον Α΄ ή στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (με τους Γάλλους, φυσικά). Είναι βετεράνος πολεμιστής γιατί πολέμησε για πέντε μήνες στη μάχη του Μόντε Κασίνο (1944) όπου Μαροκινοί, Τυνήσιοι και Αλγερίνοι απ’ τη γαλλική πλευρά αλλά και Ινδοί και Νεοζηλανδοί από την αγγλική έδωσαν τους 50.000 νεκρούς των Συμμάχων… Πέντε μήνες που τον έκαναν πότη, πέντε μήνες  με αναμνήσεις που κράτησε σε όλη του τη ζωή βαθιά στη μνήμη του, ένα πτώμα με τόσο έρμα από πέτρες μέσα του, που δεν μπορούσε πια να ξανανέβει στην επιφάνεια. Έτσι, κουβαλώντας την πλάτη του ένα «αμφίσημο» ιστορικό, δεν μπορεί να ταχτεί με το ριζοσπαστικό FLN  που σιγά σιγά προβάλλουν τη δράση τους όλο και πιο έντονα, με δεκάδες επιθέσεις, βόμβες, πολυβόλα, δολοφονίες κλπ, προκαλώντας φόβο για αντίποινα των Γάλλων (η αποικιακή εξουσία έχει φροντίσει ώστε η τιμωρητική δύναμή της ν’ αφήνει ανεξίτηλα τα σημάδια της στις μνήμες/Σετίφ[5], είναι το όνομα ενός τρομακτικού δράκου που τριγυρίζει, πάντα σε απόσταση αναπνοής, τυλιγμένος μ’ έναν μανδύα με ματωμένες πτυχές και μυρωδιά μπαρούτης). Αποκορύφωμα η σφαγή της διμοιρίας Αρτύρ (ανυποψίαστοι νεαροί στρατιώτες), τον Μάη του 1956, που προκάλεσαν τρομερές αντιδράσεις εκ μέρους των Γάλλων (βγαίνουν μόνο για να σκοτώσουν, χτυπήσουν, πελεκήσουν οποιονδήποτε, οπουδήποτε).
Για τον Αλί όπως και για κάθε Αλγερινό ντόπιο, οι δοκιμασίες είναι καθημερινές –με ποιους θα πας, ποιους θα υποστηρίξεις, αν θα υπακούσεις π.χ. στον καΐντ (μουσουλμάνος με αρμοδιότητες διοικητικές που συνεργάζεται με τη γαλλική διοίκηση, κοινώς το παίζει «προστάτης») ή στον «αμίν». Ο Αλί όμως όχι μόνο παραμένει ουδέτερος, προσπαθώντας να κρατήσει τις ισορροπίες (ο Αλί κρατάει μέσα στα χέρια του τον κόσμο του, την οικογένειά του, τα κτήματά του, με κομμένη την ανάσα για να μην ανατραπεί, να μην κουνηθεί τίποτα), αλλά έχει και φιλικές σχέσεις με τον προοδευτικό Γάλλο μπακάλη Κλωντ, θαυμάζει ερωτικά την πανέμορφη αδερφή του Μισέλ, ενώ τα παιδιά τους παίζουν μαζί, χωρίς όμως να μπορεί να σπάσει μία από τις άρρητες απαγορεύσεις της αποικιακής κοινωνίας: τον διαχωρισμό της δημόσιας σφαίρας από την ιδιωτική.  
Η επιλογή ταυτότητας, ή αλλιώς «το να διαλέξεις στρατόπεδο» δεν εξαρτάται μόνο από τον καθένα, κι αυτό γίνεται ξεκάθαρο στον τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας ψυχογραφεί τον βασικό της ήρωα στην προσπάθειά του να καταλάβει ποιο είναι το «δίκαιο». Ακόμα και η λέξη (φελλάχοι=ληστές  ή μουτζαχεντίν=ήρωες) που χρησιμοποιούν εκάστοτε στην καθημερινότητα για τα μέλη του FLN προδίδει μια στάση, μια κλίση υπέρ ή κατά. Όταν όμως σφίγγουν τα πράγματα, και κυρίως μετά την «κόκκινη γιορτή των Αγίων Πάντων» (τον Νοέμβριο του 1954) που σηματοδότησε την έναρξη του πολέμου, και το FLN σκληραίνει τη στάση του (π.χ. απαγορεύει να δέχονται την σύνταξη οι βετεράνοι πολέμου με θανατική ποινή για τους αποστάτες), οι συζητήσεις κι οι συγκρούσεις φουντώνουν (εμείς θα πληρώσουμε όπως πάντα/θαρρείς πως οι Άραβες θα είναι πιο μαλακοί απ τους Γάλλους;/δηλαδή… εμείς πολεμήσαμε για το τίποτα;). Ο Αλί παίρνει ξεκάθαρα επιφυλακτική θέση κι έχει λόγους να μην έχει καθόλου εμπιστοσύνη στον σύνδεσμο του FLN που έρχεται να τους στρατολογήσει.
Η θυσία που απαιτεί το FLN είναι υπερβολική απ’ τη μια, κι απ΄την άλλη ο Αλί γρήγορα διαπιστώνει ότι το FLN δεν τους προστατεύει ιδιαίτερα. Μετά τη σφαγή στο Παλέστρο (Λαχνταρία ονομάστηκε αργότερα), η καθημερινότητα έχασε τον ειρηνικό της χαρακτήρα και για τους Γάλλους και για τους ντόπιους. Όταν οι Γάλλοι ελευθερώνουν τον Χαμζά (αδερφό του Αλί) όλοι υποψιάζονται ότι ο Χαμζά πρόδωσε τον όρκο στο Κοράνι (για υποστήριξη του FLN) και το μαχαίρι δεν θ’αργήσει να επιστρέψει. Ο Αλί νιώθει ανασφάλεια και σκέφτεται τη μετακόμιση στο Αλγέρι. Οι εκρήξεις, ο πόνος για τη φρικτή δολοφονία του βετεράνου Ακλί επειδή εξακολουθούσε να παίρνει τη σύνταξή του (θραύσματα λύπης και οργής), οι εκβιασμοί των Γάλλων ότι θα τον προστατεύσουν μόνο αν τους βρει τον «Λύκο του Ταμπλάτ» είναι τα πρώτα βήματα στον ΦΟΒΟ που εγκαθίσταται στην ψυχή του οικογενειάρχη.
Η συγγραφέας χτίζει αριστοτεχνικά τον μηχανισμό του φόβου, τον μηχανισμό της κατασκευής του προδότη και μάλιστα ακόμα και ΜΕΤΑ θάνατον (όσο κανείς είναι ζωντανός, τίποτα δεν είναι σίγουρο, όλα μπορούν ακόμη να συμβούν, απ’ τη στιγμή όμως που είναι νεκρός, η αφήγηση παγώνει: αυτοί που σκότωσε το FLN είναι προδότες του αλγερινού έθνους και αυτοί που σκότωσε ο στρατός προδότες της Γαλλίας). Διεισδύει στις εσωτερικές αντιφάσεις όχι μόνο του πολέμου, αλλά και του εμφυλίου πολέμου που στρατολογεί πολλές φορές με ασήμαντες αφορμές ανθρώπους/φίλους/γείτονες σε αντίθετα στρατόπεδα. Όσοι συμμετέχουν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είναι καταδικασμένοι, δεν μπορούν πια να βρουν γαλήνη στα χωριά τους. Ο Αλί το μόνο που ζητά είναι προστασία για τους δικούς του, δηλ. ειρήνη.
Την άνοιξη του 1962, σύμφωνα με τη διατύπωση του FLN, Αλγερία επανακτά την ανεξαρτησία της. Οι ντόπιοι βοηθητικοί (supplétifs), αυτοί που θα ονομαστούν harki, φοβούνται να δείχνουν πως έχουν σχέση με τους γάλλους στρατιωτικούς (μετά την ανεξαρτησία το 1962, το  FLN σκότωσε πάνω από 100.000 αρκί). Ο Αλί, παρόλο που έχει τη συνείδησή του ήσυχη, δέχεται απειλές και φοβάται, τα εχθρικά επεισόδια εναντίον του πολλαπλασιάζονται ενώ αναγκάζεται να καταφύγει για προστασία στον Γάλλο λοχαγό, τον οποίο σιχαίνεται. Μετακομίζει στο κέντρο της πόλης (Παλέστρο), όπου νιώθει πιο ασφαλής, αλλά γρήγορα παίρνει τον δρόμο της προσφυγιάς.

Χαμίντ, ο πατέρας
Η Αλγερία θα τους ονομάσει αρουραίους. Προδότες. Σκυλιά. Τρομοκράτες. Αποστάτες.
Ληστές. Μιασμένους. Η Γαλλία δεν θα τους ονομάσει καθόλου, ή πολύ λίγο.
Η γενιά του Χαμίντ βρίσκεται στην αιχμή του δόρατος, στο μεταίχμιο της Ιστορίας. Με το ένα πόδι εδώ και το άλλο εκεί. Είναι 11 χρονών όταν φεύγουν απ’ το Παλέστρο, επομένως έχει σημαντικό παρελθόν στην Αλγερία, αν πάρουμε υπόψη και πόσο καθοριστικά είναι τα πρώτα 12 χρόνια. Θυμάται την περιτομή, θυμάται τη μικρή γαλλιδούλα Αννί, θυμάται φυσικά τη γλώσσα, τα έθιμα, τα πρόσωπα, τους συγγενείς που χάθηκαν ή έμειναν πίσω. Το Αλγέρι τρυπώνει μέσα στις αποσκευές του αλλά τούτη η πόλη δεν χάθηκε, αφού δεν υπήρξε ποτέ δική τους.
Η γενιά του Χαμίντ είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν Ιστορία. Δεν είναι Αλγερινοί, δεν είναι πιέ νουάρ, δεν είναι Γάλλοι Μουσουλμάνοι (αυτή η ονομασία δε λέει τίποτα για την ιστορία τους).  Κατά μέσο όρο οι μετανάστες από την Αλγερία στη Γαλλία έζησαν έγκλειστοι σε καταυλισμούς 17 χρόνια! Ο πρώτος καταυλισμός είναι ο καταυλισμός Ζοφρ ή του Ριβζάλτ, όπου κατέφυγαν κατά καιρούς Ισπανοί δημοκρατικοί, Εβραίοι, τσιγγάνοι κ.α.(είναι ένα μέρος όπου κλείνουν αυτούς που δεν ξέρουν τι να τους κάνουν, περιμένοντας, επισήμως, να βρεθεί μια λύση, ελπίζοντας, ανεπισήμως, να μπορέσουν να τους ξεχάσουν μέχρι να εξαφανιστούν από μόνοι τους). Οι συνθήκες είναι απίστευτες, ο δε μέγιστον, υπάρχουν ανάμεσά τους και πρώην μέλη του FLN. Στη συνέχεια θα μεταφερθούν στον καταυλισμό του Ζουκ (Λοζί ντ’ Ανν). Πρέπει να ξεχάσουν την Αλγερία, παίρνουν γαλλική υπηκοότητα, δεν ξέρουν τη γλώσσα, τους επιβάλλουν γαλλικά ονόματα. Μοιράζονται φρικτές ιστορίες.  Δεν υπάρχει ιδιωτική ζωή (σε κάθε φύσημα του αέρα, πρέπει να τρέχουν να μαζέψουν την κινητή πόρτα αρκετά περάσματα πιο πέρα. Η πόρτα τούς δίνει την ψευδαίσθηση ότι μπορούν να προφυλάσσουν μέσα στη σκηνή μια στριμωγμένη ιδιωτική ζωή που τους ανήκει, ότι μπορούν να διαλέγουν αν θ’ ανοίξουν ή θα κλείσουν την επικράτειά τους, ότι είναι οι αφέντες της).Καταστάσεις που τις ζήσαμε και τις ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
Με το τέλος του πολέμου (πρώτος πρωθυπουργός της ανεξάρτητης πλέον Αλγερίας ο αξιόλογος Μπεν Μπελά) [6]ο καθένας, είτε μέσα στους καταυλισμούς είτε στην Αλγερία κάνει τον «λογαριασμό» του με τη συνείδησή του κι απέναντι στους άλλους (οι περισσότεροι από αυτούς που βρίσκονται εκεί αρνούνται ότι πρόδωσαν, ότι έβλαψαν, ονειρεύονται μια ευκαιρία για να δώσουν εξηγήσεις στην Αλγερία, να παρουσιάσουν μια άμυνα). Υπάρχουν όμως εσωτερικοί ανταγωνισμοί ως και συγκρούσεις που εντείνονται με τον συγχρωτισμό και που οι Γάλλοι δεν καταλαβαίνουν (κι άλλη αναλογία με τους σημερινούς πρόσφυγες). Οι  «ψυχοπαθείς» πολλαπλασιάζονται καθώς πολλαπλασιάζεται και η βία. Ο Αλί, μέσα σ’ αυτό το σκηνικό είναι αδύναμος, χωρίς ταυτότητα. Και βοήθησε τους Γάλλους και δεν βοήθησε. Και πρόδωσε το FLN και δεν πρόδωσε. Γράφεται το αφήγημα ξανά…  και για τον Αλί δεν υπάρχει ακόμα αφήγημα. Είναι σιωπηλός, παθητικός και καρτερικός και υφίσταται τις βρισιές και την περιθωριοποίηση χωρίς μεγάλες αντιδράσεις.
Όταν μετακομίζουν σε μονιμότερες κατοικίες στο Φλερ, όπου ο δήμος έχτισε για τους αρκί συγκροτήματα HLM (ένα τοπίο σχεδιασμένο με τον χάρακα, με μεγάλες λογικές γραμμές/δεν υπάρχει ανάπαυλα, δεν υπάρχει ανακούφιση σ’ εκείνον τον ορθογώνιο κόσμο), τα παιδιά ενθουσιάζονται  με την… μπανιέρα στο διαμέρισμά τους!
Ο μικρός αδερφός, Καντέρ, είναι ακόμα παιδί, ο Χαμίντ όμως και η Νταλιλά είναι μονίμως σοβαροί (ο πόλεμος έριξε στο βλέμμα τους ένα σκοτάδι που έβγαλε απότομα τα πρόσωπά τους από την παιδική ηλικία). Ο Χαμίντ μετά από πολλές δυσκολίες διαπρέπει σιγά σιγά στο σχολείο, μαθαίνει γρήγορα γαλλικά (έχει μεγάλο ενδιαφέρον η σταδιακή του απομάκρυνση από τη μητρική γλώσσα σε μια τελείως διαφορετική προσέγγιση)και γίνεται αυτοδίκαια ο «γραμματέας» του σπιτιού, εφόσον μαθαίνει  σιγά σιγά να διαβάζει και να γράφει. Θυμώνει με τους γονείς του που φέρονται σα να πρόκειται να ξαναβρούν κάποια μέρα την παλιά κοινωνική θέση τους (συνεχίζουν να ονειρεύονται τον πλούτο, αυτό που ονομάζουν -στη χωριάτικη γλώσσα τους, γλώσσα γέρων κιόλας- ένα γεμάτο σπιτικό. Ντρέπεται γι αυτούς και για τις ψευδαισθήσεις τους. Γρήγορα καταλαβαίνει ότι το σχολείο τού δίνει έναν πολύτιμο κοινωνικό ρόλο (το σχολείο είναι η στατική συνέχιση του ταξιδιού τους, θα τους βγάλει από τη μιζέρια, θα τους ανυψώσει).
Ο Αλί έχει αρχίσει να πίνει, και δουλεύει τώρα σε μονάδα μετατροπής μετάλλων (ομίλου Λυρέρ) (-τι φτιάχνει; -τίποτα, απαντάει ο Χαμίντ σε σχολική εργασία, ενώ ο Αλί απαντά εγώ καίγομαι, αυτός κόβεται, κι ο άλλος παραπέρα τσακίζει τη μέση του). Ο σεβασμός που δείχνει ο Αλί στα αφεντικά του φέρνει σε αμηχανία τον Χαμίντ (θα ήθελε να του πει: δεν είναι αδερφοί σου ούτε θείοι σου, κι αυτοί εκεί δεν είναι περισσότερο κύριοι από σένα). Νιώθει ότι μπορούν όλοι να εξαπατήσουν τον πατέρα του, μιας και ο ίδιος, έχοντας το ατού της γνώσης της γλώσσας-ανάγνωσης-γραφής, μπορεί να τον ξεγελάσει πια πολύ εύκολα (μέσα του ο οίκτος παλεύει με την απώθηση, με την περιφρόνηση, και καταλαβαίνει με μια βιαιότητα που δεν θα την ξανανιώσει στη ζωή του ότι μεγαλώνει υπερβολικά γρήγορα). Διαβάζει πολλά εξωσχολικά βιβλία και κάνει παρέα με δύο Γάλλους καθώς πλησιάζει την εφηβεία. Η κοινωνική λειτουργός ενδιαφέρεται για τον Χαμίντ αλλά ανησυχεί γιατί είναι πολύ σοβαρός.
Ο Χαμίντ ωριμάζει πρόωρα γιατί από πολύ νωρίς επικοινωνεί με τις κοινωνικές υπηρεσίες ως μεσολαβητής, αφού ξεχωρίζει για τη γραμματοσύνη του. Τον βλέπουμε να χειρίζεται δεξιοτεχνικά τους μεγάλους και να γεννιέται μέσα του ένας αέρας ανεξαρτητοποίησης μαζί με κοφτερή κρίση (εντυπωσιακή π.χ. η παρατήρηση ότι οι κοινωνικοί λειτουργοί μέμφονται τους μουσουλμάνους που κάνουν πολλά παιδιά και δεν χωράνε στο διαμέρισμα (μοιάζει να σημαίνει ότι το διαμέρισμα είναι κάτι αμετάβλητο και ότι αυτοί που πρέπει να συνηθίσουν στο ιερό δεδομένο της επιφάνειά του είναι οι άνθρωποι. Στον τόπο τους, στο χωριό, όταν η οικογένεια αποκτούσε πάρα πολλά μέλη, έχτιζαν έναν όροφο, ένα παράσπιτο, διπλασίαζαν το σπίτι. Εκεί, η κατοικία βρισκόταν σε κίνηση, σε εξέλιξη, όπως η ζωή, όπως η οικογένεια∙ εδώ, είναι ένα σιδερένιο κουτί που το μέγεθός του καθορίζει τελεσίδικα τι μπορεί να περιέχει)).
Όσο μεγαλώνει κι από παιδί γίνεται άντρας απομακρύνεται απ’ τον μουσουλμανισμό (διακόπτει π.χ. το ραμαζάνι) αλλά διαμορφώνεται και μια ιδιόμορφη σχέση με τον Αλί: τον αμφισβητεί μεν αλλά δεν μπορεί να συγκρουστεί μαζί του (μπαίνει στην εφηβεία και δεν έχει πια έναν πατέρα για να επαναστατήσει εναντίον του: ο Αλί έχει μικρύνει, έχει συρρικνωθεί). Η εφηβική επανάσταση γίνεται αθόρυβα και σταδιακά. Η «καθοδήγηση» γίνεται από τον Στέφανο, τον μεγάλο αδερφό του φίλου του, του Φρανσουά: Μαρξ, Μπομπ Ντίλαν, Τσε Γκεβάρα κλπ κλπ, γίνονται ο πολιορκητικός κριός με τον οποίο σπάει όλες τις απαγορεύσεις  (αρχίζει από το να απαγορεύει στον εαυτό του να σου απαγορεύει), εκτός από το να μην είναι ο καλύτερος.
Όμως δεν τολμάει να ρωτήσει τι έκανε τον Αλί να εγκαταλείψει την Αλγερία, αφενός γιατί η απαγόρευση που είχε εσωτερικεύσει δεν του επέτρεπε να αμφισβητεί τις επιλογές του πατέρα αφετέρου φοβάται μην ανακαλύψει ένα παρελθόν που δεν θα μπορούσε να συγχωρήσει. Στην ερώτηση «Σε ανάγκασαν να συνεργαστείς με τους Γάλλους;» ο Αλί  αντιδρά εξωλογικά  (είναι πιο εύκολο να εξοργίζεται ελπίζοντας πως μια μέρα κάποιος θα διαβάσει τους θυμούς του σαν ομολογίες). Η σχέση οξύνεται καθώς περνάει ο καιρός, εκατέρωθεν, για να καταλήξει σ’ ένα όψιμο και καθοριστικό χαστούκι , το τελευταίο της ζωής του, όταν τολμά να πει ότι την περιουσία στην Αλγερία δεν την δικαιούνται πια.
Βλέπουμε λοιπόν ότι χτίζεται σιγά σιγά ένας περήφανος χαρακτήρας, αυτόνομος, με συγκρότηση, κοινωνική συνείδηση και  αυτοπεποίθηση. Εξεγείρεται ενάντια στο περιβάλλον του όπως όλοι οι νέοι της εποχής (1970), στο σχολείο αντιδρά στο ρατσισμό με τίμημα, προσπαθεί να ξεσηκώσει τους εργάτες-συναδέλφους του πατέρα του. Αρχίζει και συνειδητοποιεί ότι οι ταξικές διαφορές είναι που χωρίζουν τους ανθρώπους (του Αλί του φαίνεται περίεργο που οι Γάλλοι αφέντες έχουν περιορισμένα δικαιώματα). Ξεσπαθώνει κυριολεκτικά όταν ακούει τα -γνώριμα και σε μας, δυστυχώς-  επιχειρήματα ότι οι Άραβες που έρχονται για δουλειά είναι «άλλοι άνθρωποι», «δεν έχουν αισθήματα» εφόσον αφήνουν πίσω τους γυναίκα και παιδιά. Έτσι ανακαλύπτει τη δύναμη του πολιτικού λόγου.
Είναι ντροπαλός με τις κοπέλες αλλά όσο μεγαλώνει και γίνεται εντυπωσιακά όμορφος τον περιτριγυρίζουν όπως οι πεταλούδες το φως. Όμως, δυο πράγματα τον φέρνουν σε αμηχανία: οι ερωτήσεις τι έκανε ο πατέρας του στην Αλγερία, και πότε γύρισαν (η απάντηση -1962- είναι που δημιουργεί στον συνομιλητή συνειρμούς). Αυτό που τον κάνει να λυσσάει δεν είναι το πολιτικό υπονοούμενο, βαρύ και επιθετικό, είναι ότι ο άλλος θέλει να μάθει, έτσι ξαφνικά, αυτό που ο Αλί καλύπτει με πέπλο σιωπής, το οποίο ο Χαμίντ δεν κατάφερε ποτέ να σκίσει. Η άγνοια τον πονάει. Είναι Αλγερινός και δεν είναι, είναι Γάλλος και δεν είναι. Όπως του λέει και ο φίλος του ο Ζιλ, το να κυκλοφορεί κανείς μαζί του σημαίνει να του σπάνε τα μούτρα και οι Γάλλοι και οι Αλγερίνοι.
Ο έρωτας με τη γυναίκα της ζωή του, την Κλαρίς, που θα του χαρίσει και τέσσερα κορίτσια, είναι γνήσιος (ένα τούνελ χωρίς τέλος). Η Κλαρίς είναι ένα μεγάλο «κεφάλαιο» του βιβλίου, κατά τη γνώμη μου σημαντικό για την χειραφέτηση του Χαμίντ αλλά σημαντικό και για την κατανόηση αυτής της μεταιχμιακής αίσθησης ταυτότητας. Κοντά της, είναι ελεύθερος να σκέφτεται, να έχει χρόνο, να είναι αναποτελεσματικός/μπορεί να πετάξει το κουρέλι του ρόλου του μεγάλου γιου.
Κι όμως ένα κομμάτι της ψυχής του είναι καλά κρυμμένο, δεν μιλάει για το παρελθόν, για τους δικούς του. Μάλιστα, αναγνωρίζει από μόνος του ότι σ’ αυτό μοιάζει με τον πατέρα του, ότι χωρίς να το θέλει θυσιάζεται στις επιταγές του sabr: να ελέγχεις τις θύελλες της ψυχής σου, να απαγορεύεις στη γλώσσα σου να παραπονιέται, να μη γδέρνεις τα μάγουλά σου όταν η ζωή σου στέλνει δοκιμασίες. Η σιωπή του κλείνει την Κλαρίς σαν λουλούδι (δεν μπορώ να ζήσω μαζί σου αν εσύ ζεις μόνος σου) που αποφασίζει να μην του κάνει πια ερωτήσεις, και συστρέφεται κι αυτή στον εαυτό της. Σύντομα όμως οι συγκυρίες τους κάνουν να εμπιστευτούν από καρδιάς ο ένας τον άλλον. Όχι η Κλαρίς δεν δείχνει «οίκτο», αυτό που βαθιά μέσα του φοβόταν ο Χαμίντ (αν δει πως έγινε γι’ αυτήν μια ανθρωπιστική υπόθεση ή πως καμαρώνει επειδή κέρδισε μια μάχη εναντίον της σιωπής του, θα φύγει την ίδια στιγμή απ’ το σπίτι).

Ναϊμά, στο σήμερα
Γι’ αυτήν είναι ζήτημα αξιοπρέπειας
να μη ζητάει τίποτα περισσότερο απ’ αυτό που συμβαίνει
Όμως, ούτε η γενιά του Χαμίντ γράφει το «αφήγημα». Αυτή που θα ενώσει τα νήματα είναι η Ναϊμά, η τρίτη κόρη του Χαμίντ, που τη βλέπουμε στη σύγχρονη εποχή, να δουλεύει σε γκαλερί στο Παρίσι, να έχει διάφορες σεξουαλικές σχέσεις (ποτέ με Μαγκρεπίνο!), να κινείται πλήρως αφομοιωμένη στον ρυθμό της μεγαλούπολης. Έχουμε δηλαδή μια άλλη οπτική γωνία, μέσα πια από το πρίσμα της γαλλικής υπηκοότητας, ως προς το ζήτημα της πατρίδας, της ετερότητας αυτού που κατάγεται από άλλη χώρα.
Οι υπεκφυγές του Χαμίντ σχετικά με το παρελθόν, μεταβιβάζονται στη Ναϊμά. Οι διαφορές στην κουλτούρα διαρρέουν, ζει με φόβους (έχει κληρονομήσει τους φόβους του πατέρα της/τον φόβο να μην την ρωτήσουν ποια χρονιά βρέθηκε στη Γαλλία η οικογένειά της/τον φόβο μην την εξομοιώσουν με τους τρομοκράτες). Ναι, είχε κι εκείνη την αίσθηση, μαζί με χιλιάδες άλλους Άραβες ότι θα πληρώσει εκείνη για όσα κάνουν άλλοι μετανάστες στη Γαλλία. Είναι η εποχή του Μωχάμεντ Μεράχ, της σφαγής στο Charlie Hebdo, στο Μπατακλάν.  Εξοργίζεται όταν ισχυρίζονται οι τρομοκράτες ότι «την απελευθερώνουν ενώ στην πραγματικότητα συμβάλλουν στην καταπίεσή της», και έχει την αφέλεια να πιστεύει ότι το FLN παλιότερα, και τώρα η Αλ- Κάιντα ή το Νταές δεν συνειδητοποιούν πόσο δυσκολεύουν τη ζωή σ’ ένα ολόκληρο κομμάτι του πληθυσμού (ξέρουν πολύ καλά ότι σκοτώνοντας στο όνομα του Ισλάμ, προκαλούν μίσος για το Ισλάμ και, ακόμα πιο πέρα, μίσος για κάθε μελαψό δέρμα, γενειάδα και μαντίλα, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε εκρήξεις και βιαιότητες). Βέβαια, οι μουσουλμάνοι δεν είναι μια «αδιαίρετη ενότητα», όπως αφελώς πιστεύουν και φίλοι της Ναϊμά.
Έτσι, μέσα σ’ αυτό το καινούργιο κλίμα της σύγχρονης εποχής, οι φόβοι της Ναϊμά πολλαπλασιάζονται (π.χ. φόβος ότι θα επιτεθούν στη γιαγιά της επειδή κυκλοφορεί με μαντίλα), και το τείχος που έχει υψώσει ανάμεσα στον τρόπο ζωής της και το παρελθόν  μοιάζει απόρθητο.  Γι’ αυτό και η αρχική αντίδραση στο να πάει στην Αλγερία για επαγγελματικό λόγο είναι αρνητική. Πριν αρνηθεί όμως, μπαίνει στον πειρασμό να γνωρίσει τον περίφημο Καβύλιο ζωγράφο Λαλλά του οποίου τους πίνακες θα αναζητήσει.
Ο Λαλλά ανοίγει ένα παράθυρο στην Αλγερία του παρελθόντος, που η οικογένειά της το κρατούσε κλειστό. Η Ναϊμά γοητεύεται από την απίθανη προσωπικότητα, γεμάτη έρωτα για ζωή,  κι αποκτά το κίνητρο να ψάξει όχι μόνο την άγνωστη για κείνη οικογενειακή ιστορία της αλλά και την ιστορία της Αλγερίας. Είναι ο μόνος στον οποίο εκμυστηρεύεται χωρίς δισταγμό ότι ο Αλί ήρθε από την Αλγερία το 1962, ως χαρκί. Στην προσπάθειά της να αποσπάσει κι άλλες πληροφορίες από τον Χαμίντ συναντά την άρνηση, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι ο Χαμίντ δεν ξέρει (Γεμά: ο πατέρας σου δεν θα συγχωρήσει ποτέ τον εαυτό του που δεν ξέρει). Θυμάται τον παππού Αλί, άρρωστο, να ουρλιάζει τις τελευταίες μέρες της ζωής του από πόνο ή τρέλα , όμως η Ναϊμά πιστεύει ότι μπορεί, επειδή τον πονάει το κορμί του και σαπίζει, να βρήκε επιτέλους την ελευθερία να ουρλιάξει ότι δεν αντέχει τίποτα/μπορεί οι φωνές του να πνίγονταν επί σαράντα χρόνια, επειδή ένιωθε υποχρεωμένος να δικαιολογεί το ταξίδι, την εγκατάσταση στη Γαλλία, υποχρεωμένος να κρύβει τη ντροπή του, να είναι δυνατός και περήφανος.
Δεν είναι βέβαια πολύ απλά τα πράγματα, εφόσον «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Πολλοί παλιοί αρκί δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στη χώρα, αλλά το ίδιο ισχύει και για τους απογόνους, χώρια οι αντεκδικήσεις και το μίσος στις περιοχές όπου επικρατούν οι σκληροπυρηνικοί, όπως είναι το χωριό της. Με αφορμή την έρευνα και τις πληροφορίες που ρουφάει η Ναϊμά πριν το ταξίδι, μαθαίνουμε και μεις οι αναγνώστες πολλές ξεχασμένες πτυχές της ιστορίας, του αγώνα των μειονοτήτων να μην θεωρούνται πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Το ταξίδι της Ναϊμά στη χώρα των προγόνων (θα το ονόμαζα «η κάθοδος» στο παρελθόν) είναι από τα πιο ωραία κεφάλαια του βιβλίου. Πλούσια συναισθήματα (αγωία, φόβος, αγ΄παη, νοσταλγία για κάτι που δεν έζησες). Την περιποιούνται, την βοηθούν, την ξεναγούν. Αλλά πιο συγκλονιστική ακόμη είναι η επίσκεψη δύο ημερών στο χωριό της (στην επαρχία του Μπουιρά), κοντά στο Παλέστρο («φωλιά των φονταμενταλιστών»), μέρος που προφανώς ακόμα δεν είναι ασφαλές και σίγουρα, αν μάθουν ότι βρίσκεται εκεί η κόρη ενός αρκί, θα υπάρξει ακόμα και φονικό. Όμως δέχονται να την συνοδέψουν (οι τρομοκράτες τις σέβονται τώρα τις γυναίκες).
Η «συνάντηση» είναι συγκλονιστική. Στην άγνωστη ξαδερφούλα η Ναϊμά αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά της αδερφής της, Μυριάμ. Η αμηχανία και η αδυναμία λόγω γλώσσας δίνουν σύντομα τη θέση τους σε χαρούμενες αγκαλιές και φιλιά, ανάμεσα στα άπειρα πρόσωπα της οικογένειας και τη Ναϊμά. Η Ναϊμά έχει την έμπνευση να αναπαραστήσει με το χέρι όλο το γενεαλογικό δέντρο με κύκλους που καθένας παριστάνει ένα μέλος της οικογένειας, κι όλο το πλήθος στριμώχνεται γύρω της παρακολουθώντας με ευλάβεια την παντομίμα (κοιτάζουν όλοι το τίποτα που είναι σχεδιασμένο στον αέρα, σαν να κοιτάζουν έναν καθεδρικό φτιαγμένο με δαντέλες).
Ξεχωρίζω την παραπάνω σκηνή σαν επιστέγασμα αυτής της τραγικής ιστορίας∙ αυτήν την τρομερή εικόνα που κρύβει τόση συμπυκνωμένη δύναμη, καθώς μια γυναίκα από την ομήγυρη σηκώνεται και πλησιάζει το αόρατο γενεαλογικό δέντρο με το δέος που εμπνέουν τα εύθραυστα πράγματα, αυτό που μια αδέξια χειρονομία μπορεί να διαλύσει. Αντίστοιχη δύναμη έχει και η ομαδική φωτογραφία με το κινητό, όπου όλοι αυτοί οι άνθρωποι/γυναίκες/γέροι/παιδιά/άντρες, άγνωστοι στην ουσία αλλά που τους δένει η Ιστορία με γιώτα κεφαλαίο, στήνονται χαμογελώντας απέναντι στο μέλλον, ή μάλλον στην ίδια την Ιστορία ξέροντας ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της. Αυτήν την ίδια φωτογραφία η Ναϊμά που στην επιστροφή της στη Γαλλία θα δείξει στους συγγενείς και θα προκαλέσει κύματα συγκίνησης σε μικρούς και μεγάλους.

Την τέχνη της απώλειας δεν είναι δύσκολο να μάθεις.
Τόσα πολλά πράγματα μοιάζουν αποφασισμένα
να χαθούν, που η απώλειά τους καταστροφή δεν είναι.


[1] Οι Γάλλοι εισέβαλαν και κατέλαβαν το Αλγέρι το 1830. Το δουλεμπόριο και η πειρατεία σταμάτησαν μετά την κατάκτηση της πόλης. Ο πληθυσμός της Αλγερίας, έφτασε από 1,5 εκατομμύριο το 1830 σε περίπου 11 εκατομμύρια το 1960. Η γαλλική πολιτική στόχευε να εκπολιτίσει τη χώρα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σχηματίστηκε μια γαλλόφωνη ντόπια ελίτ, αποτελούμενη κυρίως από Βερβέρους Καβύλους. Ως αποτέλεσμα, η γαλλική κυβέρνηση τους ευνόησε.
Από το 1848 μέχρι την ανεξαρτησία, η Γαλλία διοικούσε την μεσογειακή περιοχή της Αλγερίας ως τμήμα της χώρας. Η Αλγερία έγινε προορισμός δεκάδων χιλιάδων Ευρωπαίων μεταναστών, οι οποίοι αργότερα έγιναν γνωστοί ως Πιε-νουάρ. Ανάμεσα στο 1825 και το 1847, 50.000 Γάλλοι μετανάστευσαν στην Αλγερία και εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Αλγέρι και το Οράν, όπου οι Ευρωπαίοι αποτελούσαν την πλειοψηφία των κατοίκων.[34]
Σταδιακά, η δυσαρέσκεια των μουσουλμάνων, οι οποίοι δεν είχαν πολιτική ή οικονομική θέση στο αποικιακό σύστημα, οδήγησε σε αιτήματα μεγαλύτερης πολιτικής αυτονομίας και τελικά ανεξαρτησίας από τη Γαλλία. Η ένταση ανάμεσα στους δύο πληθυσμούς οδήγησε το 1954 στην έναρξη του Πολέμου της Αλγερίας, ο οποίος έληξε το 1962 με την ανεξαρτησία της Αλγερίας, μετά από τη συμφωνία του Εβιάν και δημοψήφισμα στην Αλγερία. Η Αλγερία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη τις 5 Ιουλίου 1962. Περίπου 900.000 Ευρωπαίοι πιε-νουάρ έφυγαν από την Αλγερία ανάμεσα στο 1962 και το 1964.[35]

[3] Σύμφωνα με το Oxford English Dictionary, ο όρος πιε-νουάρ αναφέρεται «σε άνθρωπο ευρωπαϊκής, κυρίως γαλλικής, καταγωγής που ζούσε στη γαλλική Αλγερία και που εκπατρίστηκε μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλγερίας το 1962»
Χριστίνα Παπαγγελή