Σάββατο, Ιουλίου 04, 2020

Θηριόμορφοι, Έλενα Μαρούτσου


Αναρωτιόμουν αν το να κάνεις το τραύμα σου τέχνη
είναι ένα είδος θεραπείας
ή ένας τρόπος να κρατάς την πληγή ανοιχτή.
Δεν είναι μυθιστόρημα, είναι άλμπουμ! Η απόλαυση της ανάγνωσης είναι τέτοια που δεν ευχαριστεί μόνο ως κείμενο το νου και την ψυχή -καθώς η γραφή ξεδιπλώνει αβίαστα και αισθησιακά  ιστορίες «αγάπης και απώλειας», όπως γράφει το οπισθόφυλλο-, αλλά οι απίστευτες φωτογραφίες της Laura Makabresku που συνοδεύουν το κείμενο, σε μεταφέρουν σε μια άλλη διάσταση, πιο υπαρξιακή, πιο πνευματική.
Κι όμως η γραφή είναι προσγειωμένη, αρκετά ρεαλιστική παρόλα τα διάσπαρτα ποιητικά στοιχεία. Κι αυτό είναι που γοητεύει ακόμη περισσότερο, γιατί είναι σαν να μας δείχνει κάποιος με φακό, τον ίδιο κόσμο που βλέπουμε και μεις, αλλά με άλλα μάτια. Έτσι, δεν έχουμε τον άψυχο συμβολισμό που χαρακτηρίζει τα «ποιητικά πεζά», όπου οι ήρωες δεν είναι «του κόσμου τούτου», αλλά πρόσωπα χειροπιαστά που ζουν στη σύγχρονη εποχή, μπαίνουν π.χ. στην… ΚΝΕ, συνεννοούνται  με το facebook  κλπ κλπ.
Η μυστηριώδης γυναίκα στην οποία σκοντάφτει ο αφηγητής του πρώτου μέρους, με τα δεμένα μάτια και τη μυρωδιά από τριαντάφυλλο (αν τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, όπως λένε, δεν είχα τρόπο να κοιτάξω μέσα στη δική της), δεν είναι ένα ξωτικό, ή μια ονειρική ψευδαίσθηση. Όσο προσεγγίζονται οι δυο ήρωες κάποιες εικόνες ανεξίτηλες  βρίσκουν την -καθόλου εξωπραγματική- θέση τους σε μια συμπαγή ιστορία με μυστικά και αισθησιασμό. Μια ιστορία όπου εγκιβωτίζονται και δυο άλλες, παρόμοιες ιστορίες (της Λουτσία και της Βέρας), παράξενες αλλά αληθινές, που κι αυτές υπογραμμίζουν το παράδοξο του έρωτα «άνευ όρων» και της απώλειας. Παράλληλα υπογραμμίζουν τις αντίξοες συνθήκες στην Κρακοβία, από την εποχή του πολέμου μέχρι τις μέρες όπου ο αφηγητής Σπύρος επισκέπτεται την πόλη για ένα συνέδριο ποίησης. Μια πόλη χαραγμένη από τις «πληγές της Ιστορίας» παίρνοντας σαν επιστέγασμα το στρατόπεδο του Άουσβιτς, που μάλιστα γίνεται και ένα από τα σκηνικά όπου προσεγγίζονται οι δυο ήρωες, χρόνια βέβαια μετά τον πόλεμο ως επισκέπτες του Μουσείου.
Δεν είναι τυχαίο που ο πρωταγωνιστής μελετά τη λογοτεχνία και την ποίηση, και η ομιλία του έχει ως θέμα τη θλίψη/ απώλεια με πολλές αναφορές στα πουλιά («Κοράκι» του Έντγκαρ Άλαν Πόε κλπ). Έχει το ποιητικό βλέμμα που δικαιολογεί αυτήν την απίστευτα αισθαντική ατμόσφαιρα όπου μας μεταφέρει, με αναλογίες και μεταφορές. Τα χέρια, τα μάτια, τα χείλη και η σημειολογία τους, έχουν μια θέση ξεχωριστή στο βλέμμα και στην καρδιά των προσώπων, που διακατέχονται σ’ όλες τους τις κινήσεις από έντονο ερωτισμό. Μια ατμόσφαιρα σχεδόν ψιθυριστή, καθώς εξελίσσεται η πλοκή, διάσπαρτη από πεταλούδες, περιστέρια, καρδερίνες, κοκκινολαίμηδες, χελιδόνια, κοτσύφια. Αλλά και κάποια μικρά/μεγάλα  ζώα έχουν τη θέση τους μέσα στην αφήγηση∙ ελαφίνες, αλεπούδες, σκύλοι, λύκοι όχι με συμβολικό τρόπο αλλά καθαρά αισθησιακό, σαν μια αντανάκλαση της πραγματικότητας στον μαγικό κόσμο των ζώων. Μια πραγματικότητα που περισσότερο φανερώνεται παρά κρύβεται κάτω απ΄ το ανυπόκριτο προσωπείο του ζώου, όπως φαίνεται από το απόσπασμα που κατά κάποιο τρόπο υπογραμμίζει τον τίτλο (από έκθεση φωτογραφίας όπου το ανθρώπινο κεφάλι έχει αντικατασταθεί από κεφάλι ζώου): Συχνά αυτοί οι θηριόμορφοι άνθρωποι ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακοί: το ζωώδες κεφάλι τους έμοιαζε να τους ταιριάζει, να τους ολοκληρώνει ή -πώς να το πώ;- να τους αποκαλύπτει). Και, όπως λέει ο «παντογνώστης αφηγητής» στο τελευταίο τρίτο μέρος, υπάρχει η μυστική ζωή του θηρίου μέσα στον άνθρωπο, όπως και του τρυφερού, απροστάτευτου ζώου.
Ο  Σπύρος σαγηνεύεται από τη Μαριάννα, την εύθραυστη, πολύ νεαρή κοπέλα που του θυμίζει τη γυναίκα του, την άρρωστη, μικροσκοπική, μυστηριώδη Βέρα, που πέθανε νέα. Όμως η προσέγγιση γίνεται αθόρυβα και σταδιακά (δεν ήθελα να καταλήξω σαν κάτι μεσήλικες που τους έτρεχαν τα σάλια όταν έβλεπαν ένα νέο κορίτσι (…) νομίζοντας πως έτσι ξανανιώνουν. Πως ρουφάνε από το κύπελλο της νεότητας, πως αναβαπτίζονται μέσα στους νεανικούς χυμούς. Δεν καταλάβαιναν ότι αντίθετα στραγγίζουν. Ότι η δύναμη που για λίγο τους κατακλύζει, σύντομα θα αποσυρθεί αποστεγνώνοντάς τους, όπως τραβιέται  η θάλασσα στην άμπωτη κλπ).  
Ο αφηγητής μάς μεταφέρει όχι μόνο τα εξωτερικά συμβάντα αλλά και τον εσωτερικό του κόσμο, με αναστοχασμούς και συνειδητοποιήσεις που πολλές φορές είναι οδυνηρές (λες κι η νοσταλγία είναι μια τρύπα μέσα μας που δεν θα κλείσει ποτές).  Καθώς γοητεύεται και προσελκύεται όπως η πεταλούδα απ’ το φως, αναταράσσονται όλες οι αναμνήσεις και τα πάθη του παρελθόντος και παίρνουν καινούρια θέση στην Καρδιά και στον Νου (σκέφτομαι τους ανθρώπους που διατείνονται πως δεν μετανιώνουν για τίποτα στη ζωή τους και δεν ξέρω αν τους ζηλεύω για την πανοπλία τους ή τους περιφρονώ για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Εγώ έχω μετανιώσει για πολλά. Έχω υπάρξει εύπιστος. Επηρμένος. Βλαξ).
Δεν είναι μόνο ο Σπύρος που έχει βαθιά κρυμμένα μυστικά, και η Βέρα. Αλλά και η Μαριάννα, που παίρνει το νήμα της αφήγησης στο δεύτερο μέρος (η δική μου ιστορία, μια ιστορία επανόρθωσης, ξεκινάει πριν απ’ την αρχή). Έτσι ξεκινά από τη γιαγιά Λουτσία από την Καλαβρία, και παραθέτει ιμπρεσιονιστικά την εντυπωσιακή ιστορία του μικρού κοριτσιού που σφράγισε το στόμα της όταν πάγωσε η μικρή της αλεπού, που στάλθηκε σε παρθεναγωγείο μετά τις πλημμύρες του 1951 κλπ κλπ. Μαζί με την τραγική ιστορία της μικρής Λουτσία, μαθαίνουμε και τις αντίστοιχα τραγικές πορείες των δυο φίλων της, Σιμόνε και Βιόλας. Οι αποκαλύψεις προκαλούν οδύνη και νέα αδιέξοδα. Είναι το μέρος του βιβλίου που ονομάζεται «Κήπος των πληγών», όπως ονομαζόταν και η έκθεση της φίλης φωτογράφου(στην οποία πόζαρε η Μαριάννα), όπως ονομάστηκε και το νέο συγγραφικό έργο του Σπύρου, αργότερα. Πληγές που έχουν να κάνουν με τον έρωτα, τον χωρισμό, τη βία και τον θάνατο.
Ο ερωτισμός είναι διάχυτος και οι ερωτικές σκηνές είναι άφταστες –σε ποιητικότητα, σε ατμόσφαιρα, σε αισθησιασμό. Το ανέφικτο του έρωτα αλλά και η εξάντληση του έρωτα. Όλες οι εκφάνσεις, όπου όμως μένει αναλλοίωτη η ουσία, που τις περισσότερες φορές είναι η αγάπη «άνευ όρων» (πόσο θα ήθελα να έχω πιάσει στην απόχη μου όλη της τη ζωή, από τότε που γεννήθηκε/όταν άνοιξα τη μικρή της παλάμη, ακολούθησα με το δάχτυλο τις διασταυρούμενες γραμμές κι ύστερα ανεβαίνοντας στον καρπό ψηλάφισα τις άλλες, τις παράλληλες, έλιωσα πάνω τους, δικός της για πάντα/η Βέρα ήταν κρυμμένη σ’ ένα στενό λαγούμι κι εγώ, ένα πεινασμένο ζώο, άρχισα να σκάβω υπομονετικά με τα δάχτυλα και με τη γλώσσα μου να τη φτάσω/σ’αυτή τα σχέση αγαπούσα πιο πολύ εγώ/ένιωθα το σώμα της απαλό και άκαμπτο σαν κούκλας).
Όμως, το πιο σπαραχτικό ερωτικό δόσιμο, που το αποκαλύπτει η αφήγηση της Μαριάννας, αφορά τη σχέση της με τον Ματέο, τον μεγάλο μακροχρόνιο δεσμό της. Το απόλυτο δόσιμο του θηλυκού που παραδίδεται με όλους τους όρους στην αρσενική λαγνεία, που ταπεινώνεται ξανά και ξανά εφευρίσκοντας όλο και καινούριους τρόπους να σβήνει το εγώ (ήταν το «θέλω» του σκληρό και συνάμα τρυφερό, όπως ο μίσχος από το τριαντάφυλλο/εγώ , του είπα, είμαι το πιο δικό σου έργο. Η μαριονέτα σου). Κι όταν νιώθει ότι αρχίζει να εκτονώνεται το ενδιαφέρον του για κείνην, κάνει ό, τι μπορεί για να «τροφοδοτεί τη φωτιά του έρωτα». Κι όπως λέει κι η ίδια, στην «λεπτή τρίχα που χωρίζει τον θάνατο από τον θάνατο του πόθου», ο άνεμος ήταν ο Ματέο κι εγώ ήμουν οι χούφτες που προστάτευαν τη φλόγα. Έπειτα έρχεται η ζήλεια, το «σπινθηροβόλο σκότωμα», ένα σύμπτωμα όπως αποφαίνεται κι η ίδια σαν ημικρανία (τι ωραίος τρόπος να σκοτωθεί κάποιος έτσι σπινθηροβόλα). Και γίνεται «μια άλλη», την ώρα του έρωτα επαναλαμβάνει «δεν είμαι εγώ» (δεν πονούσα όμως, εγώ δεν ήμουν πια εγώ, εγώ κι εκείνος είχαμε μεταμορφωθεί σε κάτι που πια δεν θα ξαναέπαιρνε την αρχική του μορφή, ο έρωτας σπαρταρούσε καθώς χύναμε,, καθώς μπήγαμε τη λεπίδα της απόγνωσης και του μίσους μέσα στον έρωτά μας, λίγο πριν κι αυτός τελειώσει).
Και η Μαριάννα, σαγηνεύεται από την ποιητική φύση του Σπύρου (θα έλεγες ότι το νευρικό του σύστημα είχε απολήξεις που συνδέονταν με τα καλώδια της λογοτεχνίας), κι ας του κρύβει βαθιά μέσα της τα μυστικά της (στα οποία όμως ο αναγνώστης γίνεται αρκετά νωρίς μέτοχος). Παίζει στα δάχτυλα τον «μαριονετίστα της τύχης» προκειμένου να σκάψει βαθιά μέσα στα μυστήρια της δικής της ζωής που εφάπτεται της δικής του. Ο Σπύρος είναι ο άνθρωπος-κλειδί, για πολλούς λόγους, που θα ενώσει τα σπασμένα της κομμάτια. Εμείς οι αναγνώστες, στους οποίους η Μαριάννα εκμυστηρεύτηκε τα πάθη του παρελθόντος, μπορούμε να καλύψουμε τα κενά της ιστορίας και να αποφασίσουμε αν θα βρεθεί σε μια κατάσταση αγάπης, όπου δεν θα χρειαζόταν να  είναι άλλη. Γιατί, και κείνη είναι αποφασισμένη να παίξει το «ρόλο του εαυτού της»:
 …κι εγώ θα έραβα την πληγή από το σπαθί που κάποτε με είχε κόψει στα δυο. Θα ήμουν πάλι ολόκληρη.
Χριστίνα Παπαγγελή 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου