Τρίτη, Ιουλίου 28, 2020

Σάνσετ παρκ, Paul Auster

Όπως πάντα συναρπαστικό κι αυτό το βιβλίο του αγαπημένου συγγραφέα, πληθωρικό, χορταστικό και πολυσύνθετο. Μια γεύση του «American way of life», με τη θετική έννοια, δηλαδή με όλες τις πτυχές αρνητικές και θετικές, με όλες τις αντιφάσεις, τις δυσκολίες αλλά και τις δυνατότητες της σύγχρονης ζωής στον δυτικό κόσμο και ιδιαίτερα στη Νέα Υορκη. 
Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από πέντε- έξι πρόσωπα, που τα γνωρίζουμε εκ των έσω από τον παντογνώστη αφηγητή (τα περισσότερα βιβλία του Όστερ είναι γραμμένα στο γ΄ενικό), εφόσον η δομή είναι χωρισμένη σε κεφάλαια που το καθένα τους παρακολουθεί κι από έναν ήρωα. Πρόκειται κυρίως για τέσσερις μοναχικούς νεαρούς/ές, δυο γυναίκες και δυο άντρες, που η συγκυρία τους έφερε να συγκατοικήσουν σε ένα υπό κατάληψη σπίτι, προκειμένου να λύσει ο καθένας τα συγκεκριμένα προβλήματά του. Το σπίτι αυτό, εγκαταλελειμμένο και σε άθλια κατάσταση, ούτε προαστιακό, ούτε ιστορικό, είναι απλώς μια παράγκα, ένα εγκαταλελειμμένο δείγμα αρχιτεκτονικής ανοησίας που δεν ταίριαζε πουθενά. Απέναντι από ένα νεκροταφείο, έμοιαζε σα να το έκλεψε κάποιος από φάρμα σε λιβάδι της Μινεσότα και να το άφησε κατά λάθος στη μέση της Νέας Υόρκης. Είναι το Σάνσετ Παρκ -ο τίτλος του βιβλίου-, ο τόπος όπου οι τέσσερις συγκάτοικοι θα ωριμάσουν για ένα διάστημα μαζί, θα γίνουν ομάδα, θα δοκιμάσουν μια σειρά από συναισθήματα που θα τους ωθήσουν σε μια βαθύτερη αυτογνωσία, μέχρι που το ένταλμα δικαστικής έξωσης θα τους σκορπίσει και πάλι,για να πάρει ο καθένας το δρόμο του χωριστά. Όλοι όμως θα είναι λίγο «πιο σοφοί», λίγο πιο συνειδητοί.
Δεν είναι φοιτητές, δεν είναι ακριβώς περιθωριακοί. Εμπνευστής της συγκατοίκησης και ίσως ο συνδετικός κρίκος είναι ο Μπινγκ Νέιθαν, ένας αγαθός γίγαντας, (ένας πελώριος τύπος που θυμίζει ατσούμπαλη αρκούδα), παίζει ντραμς και κρουστά περιστασιακά σε κάποια μπάντα και απασχολείται στην επιχείρηση που έχει στήσει «Νοσοκομείο Σπασμένων αντικειμένων». Η Έλεν Μπράις, ψιλοκαταθλιπτική, με έντονες ερωτικές φαντασιώσεις, με ελαφρύ αίσθημα μειονεξίας  και ροπή στις κρίσεις πανικού ψάχνει τον εαυτό της ζωγραφίζοντας αρχικά νεκρές φύσεις και αστικά τοπία, μάλλον ανέμπνευστα. Η Άλις, μια ψηλή και γεροδεμένη κοπέλα δουλεύει κάνοντας παράλληλα τη διατριβή, της, έχει μια χλιαρή σχέση με τον συγγραφέα Τζέικ Μπάουμ, ενώ δεν είναι συμφιλιωμένη με το σώμα της, που το βρίσκει απωθητικό. 
Κεντρικότερος όμως όλων και ίσως και πιο σημαντικός είναι ο Μάιλς Χέλερ, όχι μόνο γιατί δρα καταλυτικά  στην εξέλιξη των τριών συγκατοίκων, αλλά και γιατί κρύβει ένα μεγάλο μυστικό, που τον καθορίζει, που τον αναγκάζει να απομακρυνθεί από την οικογένειά του για επτάμισι χρόνια χωρίς να δώσει σημεία ζωής, και που διαμορφώνει τις ιδιαίτερες σχέσεις και με τον πατέρα, με τη μητέρα και με την μητριά του. Έτσι, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον συγκεντρώνει η προσωπικότητα του Μάιλς, του οποίου ο συναισθηματικός κόσμος είναι πλούσιος σε μυστικά και σιωπές, και γεμάτος συγκρούσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι αναφορές στον Μάιλς είναι αναλογικά περισσότερες, αλλά μαζί με τον Μάιλς ψυχογραφούνται και ο πατέρας και η μητέρα του, σε χωριστά κεφάλαια. 
Η γραφή του Όστερ σκαννάρει τους ήρωες δίνοντας αρχικά ένα περίγραμμα και στη συνέχεια μέσα από τις επιλογές τους αρχικά, μέσα από τις σκέψεις και τα συναισθήματα στη συνέχεια παίρνουμε μια ιδέα του εσωτερικού τους κόσμου, που είναι γεμάτος αντιφάσεις, φόβους, ανασφάλειες, σιωπές, επιθυμίες αλλά και  λαμπερές στιγμές ψυχικού μεγαλείου. Το πληθωρικό ύφος (πολλές αναδρομές, σύντομη αναφορά στο παρελθόν, περιεκτικές επισημάνσεις, έντεχνος εγκιβωτισμός σχετικών ιστοριών, ανάλυση έργων ή βιβλίων, αναφορές στο μπέιζμπολ) δίνει κοινωνικές προεκτάσεις, μας δίνει την ατμόσφαιρα της εποχής, παίρνουμε μια γεύση του κόσμου των νέων  -και όχι μόνο- που βρίσκονται σε πολλαπλά αδιέξοδα, όχι μόνο όσο αφορά το επάγγελμα, την απασχόληση, τη στέγαση αλλά και τις ανθρώπινες σχέσεις (με αδέρφια, με γονείς, με πατριούς), την φιλία, την ταυτότητα, τον σεξουαλικό προσδιορισμό, τη σχέση με την τέχνη. Οι παράπλευρες «πληροφορίες» αυτές δεν κουράζουν, γιατί ο Όστερ καταφέρνει πάντα να τις εντάσσει κατά το «αναγκαίον» μέσα στη ροή της κεντρικής αφήγησης. 
Ο πατέρας του Μάιλς είναι εκδότης -κι έτσι παίρνουμε μια γεύση και του κόσμου των συγγραφέων. Η μητέρα του είναι διάσημη ηθοποιός -κι έτσι βλέπουμε εκ των έσω άπειρες μικρές πτυχές και λεπτομέρειες του κόσμου των ηθοποιών. Είναι όμως χωρισμένοι, η μητέρα κυκλοθυμική και απρόβλεπτη στα μάτια του μικρού Μάιλς (χθες ήμουν το αγγελούδι σου, σήμερα είμαι ένα αγγούρι. Για να είμαι ειλικρινής, δε νομίζω πως είμαι τίποτα απ’ τα δυο), εγκατέλειψε πολύ νωρίς τους δυο, αφήνοντάς τον στο σκοτάδι, εφόσον ο πατέρας μόνο μια φορά ανοίχτηκε μιλώντας γλυκά και συγκαταβατικά για την πρώτη του σύζυγο (με είχε τυφλώσει το ταλέντο της. Για να παίξει έναν τόσο απαιτητικό και γεμάτο αποχρώσεις ρόλο, θα έπρεπε να διαθέτει μεγάλη καρδιά και να νιώθει περισσότερα συναισθήματα από όλες τις γυναίκες που είχε γνωρίσει στο παρελθόν). Ο Μάιλς-παιδί δεν μπορεί να καταλάβει τον κόσμο των μεγάλων αν και ο πατέρας του τού εξηγεί ότι η Μέρι-Λι Σουάν δεν ήταν έτοιμη να γίνει μητέρα (ο κόσμος των ενηλίκων φαινόταν εντελώς ακατανόητος εκείνη τη στιγμή της ζωής του, και του ήταν αδύνατον να συλλάβει το παράδοξο της συνύπαρξης αγάπης και διχόνοιας).
Ο παιδικός κόσμος του Μάιλς, παιδιού χωρισμένων γονιών, με μητριά, αδερφό-γιο της μητριάς με τον οποίο η σχέση είναι αμφίσημη κλπ κλπ, είναι γεμάτος πληγές∙ καθώς ενηλικιώνεται επώδυνα και καθώς φεύγει οριστικά κουβαλάει και το μυστικό του, ερωτεύεται παράφορα μια πολύ μικρότερη κοπέλα, ανήλικη και ορφανή με τρεις αδερφές εκ των οποίων η μεγαλύτερη τον εκβιάζει. Έτσι, έχοντας στην πλάτη του ΔΥΟ μυστικά φεύγει από την Φλόριντα κι εμφανίζεται στο Σάνσετ Παρκ (δεν επέλεξε. Την επιλογή την έκανε μια μεγάλη γροθιά ου τον έριξε κάτω και τον ανάγκασε να φύγει από τη Φλόριντα και να πάει σ’ ένα μέρος που λέγεται Σάνσετ Παρκ).
Η φυγή του Μάιλς απ το σπίτι χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν  προκαλεί έντονα συναισθήματα πρώτα απ’ όλα στον πατέρα, Μόρις Μάιλς, και δεύτερον στον Μπινγκ που, εν αγνοία του Μάιλς, αποτελεί τον σύνδεσμο επικοινωνίας με τους γονείς (η ηθοποιός μάνα αδιαφορεί). Καθώς ο φακός του συγγραφέα εστιάζει στον τραγικό πατέρα (που έχασε και τον προγονό του)  βλέπουμε την σχέση πατέρα-γιου από μέσα, δηλαδή υπό το πρίσμα και των δύο. Όχι, δεν είναι σκληρός, αυστηρός ή αδιάφορος πατέρας, μάλλον το αντίθετο∙ σε δεδομένη στιγμή εντυπωσιάζεται από τον 11χρονο γιο του και τον επαινεί  με «καρδιά» (μονάχα ένας άνθρωπος με μεγάλη καρδιά θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο). Ο Μόρις Χέλερ είναι αρκετά ευαίσθητος ώστε να καταλάβει τα αίτια που ο γιος του την κοπάνησε (και που εγκαταλείποντας τις σπουδές του εξακολουθεί να αυτοϋπονομεύεται), αλλά ένα είδος εγωισμού τον εμποδίζει να αντιμετωπίσει την κατάσταση ενεργητικά (εκείνος είναι που έφυγε, εκείνος είναι που πρέπει να επιστρέψει). Προσπάθησε πολλές φορές να τον βρει, τον παρακολούθησε χωρίς ο Μάιλς να το ξέρει, μπήκε στον πειρασμό να εμφανιστεί και να πει κάτι, να τσακωθεί μαζί του, να του ρίξει μια μπουνιά, να τον αγκαλιάσει, να πάρει το αγόρι στην αγκαλιά του και να το φιλήσει. Η απελπισία του γίνεται τραγική όταν φαντάζεται να παρουσιαστεί μεταμφιεσμένος, στα ρούχα, στο πρόσωπο στη φωνή, να γίνει π.χ. ο «άντρας με τα Ντενεκεδένια κουτάκια», ένας από κείνους τους ηλικιωμένους, τους τσακισμένους ανθρώπους που ψάχνουν μέσα στους σκουπιδοτενεκέδες  και τους κάδους ανακύκλωσης με μπουκάλια και ντενεκεδένια κουτάκια κι έτσι, όντας ένας «άλλος», να βλέπει τον γιο του
Μέσα σ’ όλα έχει ν’ αντιμετωπίσει και την υστερία της δεύτερης γυναίκας του που είναι πολύ αρνητική με την μεταστροφή του Μάιλς (ο Μάιλς είναι άρρωστος. Ο Μάιλς δεν είναι καλά. Ο Μάλις τους κατέστρεψε).  Και σ’ αυτήν τη περίπτωση όμως, ο Μόρις  δείχνει σπάνια ενσυναίσθηση: είναι εντελώς φυσικό για κείνη να δείχνει αυτή τη θλίψη, αυτό το αίσθημα απώλειας). Η αποκάλυψη όμως μιας περιπέτειας της μιας νύχτας του Μόρις είναι το κερασάκι στην τούρτα που θέτει τον γάμο του σε κρίση. 
Αντίθετα η αδιάφορη μάνα αντιδρά με εντυπωσιακό τρόπο∙ αντέδρασε με ηρεμία, συμπόνια και σύνεση, προσπαθώντας όχι τόσο να κρίνει τον Μάιλς, όσο να τον καταλάβει. (…) Η αδιάφορη, ανεύθυνη μητέρα ήταν πολύ πιο δεμένη με τον γιο της απ’ ό, τι μπορούσε να φανταστεί. Ο Όστερ φωτίζει κι αυτήν την προσωπικότητα, στο «σήμερα» που είναι 54 χρονών, πετυχημένη και καταξιωμένη ηθοποιός -που μάλιστα ετοιμάζεται να παίξει τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ-, αλλά λόγω ηλικίας δεν έχει πια την επιπόλαιη κι επιφανειακή ψυχοσύνθεση που είχε στα νιάτα της. Η επαναπροσέγγιση του γιου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, βλέπει σιγά σιγά την ευθύνη και τη δική της συμμετοχή (ή μάλλον έλλειψη συμμετοχής!) στην διαμόρφωση του Μάιλς, κι εν πάση περιπτώσει τον θέλει πίσω, θέλει η ιστορία να ξεκινήσει απ’ την αρχή. Όταν τον ξαναβλέπει μετά από τόσα χρόνια, τον βλέπει πιο αυστηρό αλλά και πιο τρυφερό, με βλέμμα πιο δοτικό, μάτια που κοιτάζουν τα μάτια της.Οι δυο είναι πια ώριμοι να διεισδύσουν μέσα σε μια πραγματικότητα που τους ξεπερνούσε και δεν μπορούσαν να τη διαχειριστούν παρά με την εξαφάνιση και τη σιωπή. Έτσι επέρχεται ένα είδος κάθαρσης, εφόσον και οι δυο άλλοι ήρωες του δράματος (ο πατέρας και η μητριά) αντικρίζουν αυτή τη νέα πραγματικότητα με μεταλλασσόμενα συναισθήματα. 
Και οι συγκάτοικοι  του Μάιλς στο Σάνσετ Παρκ, στο σύντομο αυτό διάστημα που έμειναν μαζί, γοητεύονται ο καθένας  χωριστά από τη μυστηριώδη προσωπικότητα του Μάιλς, γνωρίζονται καλύτερα μεταξύ τους  κι εξελίσσονται σαν προσωπικότητες: η Έλεν βρίσκει όχι μόνο τον καλλιτεχνικό της εαυτό αλλά και μια νέα αυτοπεποίθηση, που την ωθεί σε μια μικρή επανάσταση σε σχέση με το σώμα της, με την εμφάνισή της και τη σεξουαλικότητά της. Η Άλις ξεκαθαρίζει τη σχέση της με τον Τζέικ κι αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό της στον ακτιβισμό εργαζόμενη στην ΠΕΝ (οργάνωση προστασίας ανθρώπινων δικαιωμάτων υπέρ της προάσπισης συγγραφέων που κινδυνεύουν λόγω των πεποιθήσεών τους). Τέλος ο πιο ενδιαφέρων, ο Μπινγκ, αναζητά την σεξουαλική του ταυτότητα υπερβαίνοντας τον εαυτό του και ξεδιπλώνει πολλές πλευρές κρυμμένες. 
Όπως συμβαίνει πολλές φορές στα βιβλία του Όστερ, στις τελευταίες σελίδες υπάρχει μια απροσδόκητη τροπή που ανατρέπει όλους τους συσχετισμούς, κι αφήνει τον αναγνώστη σ’ ένα κενό μυστηρίου. Προσωπικά όμως, θεωρώ ότι οι «υποθέσεις» που έθεσε το μυθιστόρημα έχουν κλείσει, και η πορεία των ηρώων απλώς αλλάζει κεφάλαιο.

Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου