Τετάρτη, Οκτωβρίου 23, 2019

Έχων σώας τας φρένας & άλλες τρελές ιστορίες, Αργύρη Χιόνη


Στο δρόμο, πάλι στο δρόμο,
κουβαλώντας μέσα μας το δρόμο,
οδοιπόροι και πορείες,
διανύοντας τον εαυτό μας,
χαμένοι μες στον εαυτό μας.

Πρόκειται για 11 διηγήματα του αγαπημένου συγγραφέα και  -πιο αγαπημένου ακόμα- ποιητή, εκ των οποίων άλλα έχουν αναδημοσιευτεί, άλλα ήταν ολοκληρωμένα προς έκδοση με σημειώσεις του συγγραφέα, και  άλλα σχεδόν ολοκληρωμένα, που δημοσιεύονται σ’ αυτή τη συλλογή με σχόλια, σημειώσεις κι επιμέλεια της Γιώτας Κριτσέλη. Η πολύ προσεγμένη από φιλολογική άποψη έκδοση μπερδεύει λίγο τον αναγνώστη με τα πολλά σχόλια (σχόλια του συγγραφέα, σχόλια της επιμελήτριας), τις σημειώσεις (συγγραφέα και επιμελήτριας), τις εισαγωγές, διευκρινίσεις και επίμετρα ανάλογα με την κατηγορία των διηγημάτων (ολοκληρωμένα, μη ολοκληρωμένα, παράρτημα κειμένων), αλλά οφείλω να παραδεχτώ με την ιδιότητα του φιλολόγου ότι αυτό ήταν δεοντολογικά απαραίτητο.
Και δεν μας διαψεύδει ο συγγραφέας ως προς το περιεχόμενο, γιατί όντως πρόκειται για «τρελές» ιστορίες, γιατί, όπως γράφει και ο ίδιος στην έκδοση που σχεδίαζε (αλλά δυστυχώς έφυγε απ’ τη ζωή), το κοινό θέμα των ιστοριών είναι το παράλογο της ύπαρξης και η ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής. Επίσης, στην ίδια σημείωση (στην αίτησή του προς το ΕΚΕΒΙ) καταγράφει ρητά αυτό που αντιλαμβάνεται κι ο αναγνώστης και που αποτελεί και πρωτοτυπία των διηγημάτων: οι σημειώσεις που «επεξηγούν» τα στοιχεία  κάποιων διηγημάτων   είναι  «μικρά αφηγήματα», συμπληρώνουν το διήγημα, κι εντέλει  αποτελούν ουσιαστικά μέρη του διηγήματος.
Ανάμεσα στα 11 διηγήματα/αφηγήματα ο αναγνώστης -που δεν ενδιαφέρεται και τρελά για τα πραγματολογικά στοιχεία- ξεχωρίζει αυτά που είναι πιο προσωπικά, κι αυτά που εξιστορούν ήθη και πάθη τρίτων προσώπων.  Στα της πρώτης κατηγορίας (που είναι έξι), δεν υπάρχει συνήθους τύπου «εξιστόρηση»∙ ο συγγραφέας ξεδιπλώνει ουσιαστικά την προσωπική του σχέση με ζώα και αντικείμενα που συντρόφευαν τη μοναχική του ζωή (γάτα, τραπέζι, σόμπα κ.α.), και σ’ αυτά μιλά σε α΄ενικό, όπου αφηγητής και συγγραφικό εγώ συμπίπτουν. Στα δεύτερα (που όλα κι όλα είναι τέσσερα) ο συγγραφέας αποστασιοποιείται, γίνεται και «παντογνώστης» σε γ΄ενικό, και τα τρία απ’ αυτά έχουν θέμα έναν μοναδικής ποιότητας έρωτα. Μοναδικό στο είδος του (ή ίσως προσεγγίζει στην πρώτη κατηγορία) είναι «Τα κόλλυβα» όπου ο συγγραφέας κάνει μια πραγματεία σε ιλαρό πάντα ύφος για τα συστατικά του αγαπημένου αυτού εδέσματος, με ύφος γευσιγνώστη αντιμετωπίζει τις διαφορές ανάλογα με την ταξική… προέλευση  και τέλος σχολιάζει ως γαστριμαργικό μεταμοντερνισμό τη διαφήμιση Έλληνα σεφ όπου παρουσιάζει τα κόλλυβα ως… ντεσέρ.
Το παιγνιώδες ύφος («μπορχεσιανού τύπου», σημειώνει κάπου η Κριτσέλη) είναι ο κοινός παρανομαστής, στοιχείο που διακρίνεται και στους τίτλους:  Ο «έχων σώας τα φρένας» είναι ο αφηγητής-συγγραφέας  που συντάσσει την διαθήκη του και, αφού απαριθμήσει τις αρετές του… τραπεζιού του, καθιστά «την τράπεζάν του» (το προσφιλέστερο των τετραπόδων του) γενικήν κληρονόμον όλης της κινητής και ακινήτου περιουσίας, διευκρινίζοντας ρητά ότι έχει σώας τας φρένας Το «Δούρειον Θήλυ» έχει σαφή υπαινιγμό ως τίτλο, ενώ το «Πώς χτίζεται ένα σπίτι» έχει ως θέμα τη σχέση του συγγραφέα με τη Φρόσω, τη γάτα και προφανώς ο τίτλος είναι σχόλιο για το πώς το μικρό αυτό «πατσαβουράκι» άλλαξε τη ζωή του άρδην: οι απαιτήσεις της Φρόσως για μονοπώλιο στην αγάπη του τον ανάγκασαν να πάψει τα ξενύχτια και τις διαδρομές από ταβέρνα σε μπαρ, και  να συγκεντρωθεί στα μακρόπνοα σχέδιά του (με κάποια μικρή καθυστέρηση άρχισε το δεύτερο επιτυχημένο αυτή τη φορά και, ως εκ τούτου οριστικό πενταετές πρόγραμμα, κατά τη διάρκεια του οποίου ετέθησαν τα θεμέλια και άρχισε η οικοδόμηση του σπιτιού μου στο Θροφαρί, συνέθεσα και εξέδωσα τα «Εσωτικά τοπία» συγκέντρωσα υλικό..., μετέφρασα…, διάβασα… κλπ)
Την δηλωμένη -απ’ το πρώτο κιόλας διήγημα- αδυναμία του συγγραφέα σε κάθε είδους τετράποδο (τραπέζι, καρέκλα, κρεβάτι, γάτα, σκύλο) την εκδηλώνει ακόμα περισσότερο λοιπόν όχι μόνο στο διήγημα με πρωταγωνίστρια τη -φιλόμουση, παρεμπιπτόντως- Φρόσω μπαίνοντας βαθιά μέσα στην γατοψυχολογία  του οικόσιτου που «κάνει μούτρα», που έχει ένα σωρό καπρίτσια όταν έχει οίστρο, και που με τον τρόπο της επιβάλλει  στο αφεντικό της δεκάδες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις. Η προσήλωσή του αυτή κορυφώνεται στο τελευταίο διήγημα που η επιμελήτρια επέλεξε μάλλον σκόπιμα να μπει τελευταίο, στο παράρτημα κειμένων. Πρόκειται για το «Τότε που η Χίμαιρα». Πρόκειται για ένα φανταστικό πλάσμα,  σχεδόν τέρας, ανάμεσα σε γάτα και σκύλο, που το βρήκε τραυματισμένο και το υιοθέτησε. Κι εδώ το παράξενο ον μονοπωλεί τον συναισθηματικό κόσμο του μοναχικού συγγραφέα, συμμετέχει με τον τρόπο της στην έμπνευση και την τέχνη του (ποτέ στη ζωή μου δεν βρήκα ακροατή πιο προσεχτικό, πιο προσηλωμένο απ’ την Χίμαιρα/η συγκίνησή της εκφραζόταν, συνήθως, με δάκρυα, ναι, αληθινά δάκρυα που κυλούσαν απ’ τα τεράστια εκστατικά μάτια της).
Ανάλογα «ερωτική» σχέση περιγράφει ο αφηγητής (αυτή τη φορά έχει όνομα, Ευτυχίδης) και με τα «όντως όντα(!)» μαχαίρια του, που τα λατρεύει ως συλλέκτης (δίχως ν’ αρθρώνουμε μια λέξη, συνομιλούσαμε, επί ώρες, μόνο δια της αφής και της οράσεως). Υπάρχει μάλιστα στο διήγημα μια εκτενής εισαγωγή με περιεχόμενο την εξελικτική ιστορία του μαχαιριού («ψευδοδοκίμιο» χαρακτηρίζει η Κριτσέλη στο Επίμετρο), πάντα σε ύφος παιγνιώδες, ενώ σε μια γκροτέσκο-θρίλερ  εξέλιξη της υπόθεσης, του τα κλέβουν για να ανακαλύψει ότι τα έχει στην κατοχή του ο ψυχίατρος στον οποίο καταφεύγει. Η αφήγηση γίνεται σπαρταριστή μέσα απ την παράκρουση του αφηγητή, σαν να πρόκειται για όνειρο, για εφιάλτη, μια παράκρουση που τον οδηγεί στο ψυχιατρικό τμήμα των φυλακών.
Ακόμα θερμότερη είναι η σχέση του αφηγητή-συγγραφέα με τη… σόμπα του, που ονομάζει «Μπουμπού» (είναι κοντή, χοντρή, μαυριδερή κι ελαφρώς κουτσή, αλλά -γιατί να σας το κρύψω;- εγώ την αγαπώ). «Ομιλεί» για έρωτα, αλλά «μη φανταστείτε περιπτύξεις, κλινοπάλες κι άλλα τέτοια πονηρά». Ούτε όμως και καθαρά πλατωνική σχέση, εφόσον υπάρχει θέρμη! Άλλωστε, όπως λέει ο συγγραφέας, "λατρεύουμε κι οι δυο τη φωτιά (του έρωτα ή τη φωτιά φωτιά), αλλά τη θέλουμε κι οι δυο μας ελεγχόμενη, (…), μέσα μας, μονάχα μέσα μας, γιατί μονάχα τότε είναι η φωτιά ζωοποιός".  
Το «τριακοστό πέναλτι» είναι μια ιστορία από την αγορίστικη ενηλικίωση, με τον ψηλό, αθλητή  στίβου Λεωνίδα που τα παιδιά της γειτονιάς τον ανάγκασαν να κάνει τον τερματοφύλακα (τότε που το ποδόσφαιρο στις γειτονιές παιζόταν με κάλτσες παραγεμισμένες με κουρέλια), ένας θρύλος στην παιδική μνήμη που επιβεβαίωσε τη φήμη του στο επεισόδιο με τον ανταγωνιστή Νικηφόρο. Θεωρώ ότι είναι το πιο «κλασικό» από τα αφηγήματα της συλλογής, με «αρχή, μέση, τέλος».
Όσο αφορά τα τρία διηγήματα με άξονα κάποιον έρωτα, υπάρχει …ποικιλία:
Το «Δούρειον θήλυ» αναφέρεται σαν σε παρωδία σε ιστορία του μεσαίωνα, όπου οι βασιλιάδες των γειτονικών βασιλείων Corn και… Horn βρίσκονται συνέχεια σε εμπόλεμη κατάσταση και μήλον της έριδος είναι το δούρειον θήλυ  (καθοριστικής σημασίας η μαντινάδα που προτάσσεται ως motto: Η αγάπη κάστρα καταλεί/μπεντένια ρίχνει κάτω/και παλληκάρια του σπαθιού/τα ρίχνει του θανάτου).
Το «απομεσήμερο ενός φαύνου» καταπιάνεται με το υπέροχο θέμα της γεροντικής λαγνείας (εκείνη 23 χρόνων με πρωτόλειο ποιητικό έργο, εκείνος 60, καταξιωμένος ποιητής/κριτικός). Γλαφυρή, χωρίς ιδιαίτερο χιούμορ αυτή τη φορά, η περιγραφή της αντίθεσης κορμιού νεανικού και γεροντικού (η σύγκριση του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος τον τζάκιζε/ Μα πώς τολμάς, πώς τολμάς να είσαι τόσο νέα, τόσο ωραία;).
Κάπως πιο σύνθετη, μια και απλώνεται σε 7 χρόνια, είναι και η Cavalleria Cretese [1], όπου ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αναφέρεται σε επεισόδιο που εκτυλίχτηκε όταν ήταν 10-17 ετών. Πρόκειται για μια πραγματικά εξαιρετική (με την έννοια της εξαίρεσης) ιστορία απ’ αυτές που μόνο στην Κρήτη μπορεί να συμβούν… Η πανέμορφη ξαδέρφη γίνεται φονιάς του πεθερού της μετά από ερωτική εγκατάλειψη. Το τέλος είναι απροσδόκητο[2] αλλά αξίζει να αναφερθούμε στη σκηνή που η κοπέλα βγαίνει απ΄ τη φυλακή και η κουβέντα που ακολούθησε ήταν κυριολεκτικά περί ανέμων και υδάτων, ένα συνονθύλευμα κοινοτοπιών και ασήμαντων πληροφοριών, με άλλα λόγια, της βγάλαμε γλυκό, της βγάλαμε και μέντα, μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα.
Κλείνοντας την ανάρτηση που αφορά τα τελευταία κείμενα που μας άφησε ο συγγραφέας, παραθέτω τα τελευταία του λόγια, από το τελευταίο διήγημα της συλλογής («Τότε ου η Χίμαιρα»), γιατί ίσως εκφράζουν και την πιο μύχια «τρέλα» του:
Τώρα που η Χίμαιρα δεν είναι πια εδώ, (…)  και νιώθω σα να είμαι χτισμένος  ως το βαθύτερο είναι μου, ως τα μύχια της ψυχής μου, το μόνο που μου απομένει, η μοναδική άξια λόγου πράξη της ζωής μου, είναι να σηκώνομαι τα ξημερώματα, γυμνός, ξυπόλυτος, και να προστρέχω εκεί στη μουσμουλιά, με την ελπίδα να ξανάβρω εκείνη την αιμάσσουσα πληγή, τη Χίμαιρα, τη Χίμαιρα της ζωής μου.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Κώδικας κρητικής τιμής, κατά το Cavaleria rusticana (κώδικας αγροτικής τιμής)
[2] Ο συγγραφέας λέει στο ίδιο διήγημα: «Όσοι αγαπούν τη δουλειά μου λένε ότι τα καταφέρνω αρκετά καλά στην ανατροπή που επέρχεται, σχεδόν πάντα, στο τέλος των ποιημάτων μου ή των ιστοριών μου. Σ’ αυτήν όμως εδώ την ιστορία, η μαστόρισσα της ανατροπής είναι η ίδια η ζωή».

Δευτέρα, Οκτωβρίου 14, 2019

Νόμος περί τέκνων, Ίαν Μακ Γιούαν


Ένα μυθιστόρημα που, με εγγύηση τον αγαπημένο και καταξιωμένο Άγγλο συγγραφέα, ανιχνεύει με λογοτεχνικό τρόπο ζητήματα φιλοσοφικής ηθικής: Τι αξίζει περισσότερο, η ανθρώπινη ζωή ή η πίστη; Η ζωή ή η αξιοπρέπεια του ατόμου; Κατά πόσο είναι ηθικό με την απόφασή σου να δώσεις ζωή σε κάποιον -αν όμως αυτό σημαίνει ότι χάνεται  η ζωή κάποιου άλλου  (ενώ η εναλλακτική είναι να πεθάνουν κι οι δυο); Επιστήμη ή πίστη; Μέχρι ποίου σημείου πρέπει να σέβεται ο πολίτης και κατ’ επέκταση ο νόμος  τις διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις του «Άλλου»; Ποιες συνθήκες καθιστούν κάποιον «ενήλικα», δηλαδή κύριο του εαυτού του; Τέλος, πόσο άτεγκτος συναισθηματικά πρέπει να είσαι για να εξασκήσεις το επάγγελμά σου, σε ποιο βαθμό δηλαδή δεν πρέπει να επιτρέπεις στο συναίσθημά σου να εισχωρεί στον επαγγελματικό στίβο;
Πόσο μάλλον όταν το επάγγελμα αυτό είναι δικαστής σε Ανώτατο Δικαστήριο, στο τμήμα Οικογενειακών Υποθέσεων. Γιατί η πρωταγωνίστριά μας, η Φιόνα Μέι είναι δικαστίνα, επομένως χειρίζεται στον ανώτατο βαθμό δύσκολες περιπτώσεις όπου βασικό εργαλείο της πρέπει να είναι, όχι βέβαια το συναίσθημα, αλλά ο Νόμος.
Και η Φιόνα Μέι είναι μια πανέξυπνη γυναίκα, υποδειγματική στη δουλειά της, αφοσιωμένη στο καθήκον, με κρίση, ευαισθησία και πολύ δυνατό λόγο (οι δικαστές συνάδελφοί της την επαινούσαν για την κοφτή και σταράτη της γλώσσα, για την εντυπωσιακή εξισορρόπηση ειρωνείας και ζεστασιάς, για τα σφιχτοδεμένα επιχειρήματα με τα οποία διευθετούσε μια αντιδικία). Ο συγγραφέας αφιερώνει πολλές σελίδες όπου παρατίθενται συνοπτικά οι δύσκολες περιπτώσεις που αναλαμβάνει η δικαστική λειτουργός, κι έτσι παρακολουθούμε στενά τις επαγγελματικές έγνοιες της, την αδιάκοπη εργασία, τα ηθικά διλήμματα αλλά και την πεζή της καθημερινότητα που προσφέρει ελάχιστες αποδράσεις. Αποκορύφωμα, η υπόθεση με τα σιαμαία νεογέννητα των οποίων η ζωή είναι επισφαλής εκτός αν πεθάνει το ένα απ’ τα δύο, μια υπόθεση που φαίνεται ότι πολύ την βασάνισε και την επηρέασε.
 Παράλληλα με τις δύσκολες και καταιγιστικές υποθέσεις (νομίζω ότι ο συγγραφέας υπερέβαλε σε νομικές λεπτομέρειες), παρακολουθούμε και την οικογενειακή της ζωή: σε πρώτο πλάνο η πίεση που της ασκεί ο σύζυγός της Τζακ, που νιώθει απηυδισμένος και παραγκωνισμένος απ’ αυτούς τους εντατικούς ρυθμούς, ζητά εξηγήσεις για το ότι έχουν πολλές βδομάδες να κάνουν σεξ και αφήνει να υπονοηθεί ότι αν δεν υπάρξει κάποια εξέλιξη, θα φύγει με μια νεότερη συνάδελφό του. Η Φιόνα αντιδρά σπασμωδικά, μη αφήνοντας περιθώριο συνεννόησης, οπότε επιλέγει ουσιαστικά τον δρόμο της μοναξιάς. Άλλωστε, δεν φαίνεται και πολύ προοδευτική η Φιόνα στο θέμα των οικογενειακών υποθέσεων όταν πρόκειται για διάλυση γάμου («Απλό κυνήγι της απόλαυσης. Ηθικό κιτς»). Το κεφάλαιο όμως αυτό δεν λήγει εδώ. Όσο εξελίσσεται η πλοκή του βιβλίου, ο Τζακ επιστρέφει μετανιωμένος και προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα, ενώ εκείνη παραμένει σταθερά με το συναίσθημα της προδοσίας. Αυτό που πρέπει να τονιστεί, είναι ότι ο συγγραφέας αποδίδει με πολύ αληθοφανή και γλαφυρό τρόπο τις σκηνές των έντονων διαλόγων, αλλά και τα σιωπηρά συναισθήματα των δυο χαρακτήρων που είναι κάθε άλλο παρά συνηθισμένοι.
Δεν κρύβω ότι ο χαρακτήρας της Φιόνας μου φάνηκε αντιπαθητικός, παρόλο που σκιαγραφείται με αληθοφάνεια και συνέπεια. Ίσως εκφράζει μια διαφορετική κουλτούρα από τη δική μας (όπου το συναίσθημα παίζει πιο κυρίαρχο ρόλο), ενώ η σκέψη της Φιόνα δεν αφιερώνει ούτε ένα πεντάλεπτο για να ακούσει πραγματικά και να αναστοχαστεί τη σχέση της με τον Τζακ. Πρόκειται για μια ώριμη κυρία που επέλεξε να μην κάνει οικογένεια, βλέποντας τις δεκαετίες να περνούν, για να μην αφήσει την επαγγελματική της καριέρα. Μόνη της απόδραση η μουσική, όπου κι εκεί είναι προσκολλημένη στην παρτιτούρα, σε αντίθεση με τον Τζακ που αγαπά την ελεύθερη τζαζ. Ακόμα, στη σύγκρουση αυτή, όπου επιφανειακά εκείνη είχε κάποιο δίκιο  -εφόσον ο Τζακ είχε ήδη μια «έτοιμη» εξωσυζυγική σχέση- η αδιαφορία της και η έλλειψη ανταπόκρισης στο κάλεσμά του μου φάνηκε ναρκισσιστική κι εγωιστική, με πινελιές «αυτοοικτιρμού»: Θλίψη και διογκούμενη αίσθηση αδικίας, ενώ ο πραγματικός θυμός καραδοκούσε. Μια εγκαταλειμμένη πενηνταεννιάχρονη γυναίκα, στη νηπιακή ηλικία των γηρατειών, που μόλις είχε μάθει να μπουσουλάει. Και αλλού: Η μουσική στο κεφάλι της είχε ξεθωριάσει, όμως τώρα την κατέκλυσε ένα άλλο παλιό θέμα: η αυτοκατάκριση. Ήταν εγωίστρια, δύστροπη, ψυχρά φιλόδοξη. Στοχοπροσηλωμένη, υποδυόμενη ότι η καριέρα της δεν ήταν στην ουσία αυτοϊκανοποίηση, αρνούμενη την ύπαρξη σε δύο ή τρία θερμά και ταλαντούχα πλάσματα. 
Παρόλ’ αυτά δέχομαι ότι είναι υπαρκτοί τέτοιοι χαρακτήρες κι η συμπεριφορά αυτή άλλωστε συνάδει με την άτεγκτη στάση της και στην πολύ σοβαρή υπόθεση που την απασχόλησε στη συνέχεια, και αποτελεί και το κεντρικό περιστατικό του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας ζωγράφισε έναν τέτοιο χαρακτήρα, ώστε να αναδειχθεί καλύτερα το μεγάλο ζήτημα με το οποίο καταπιάστηκε, και που όπως είπαμε πριν, άπτεται φιλοσοφικών δυσεπίλυτων ερωτημάτων.
Ο δεκαοκτάχρονος (παρά τρεις μήνες) Άνταμ είναι βαριά άρρωστος με καλπάζουσα λευχαιμία, όμως είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά και αρνείται, εκείνος και οι δικοί του, να υποστεί μετάγγιση αίματος που θα του σώσει τη ζωή. Το νοσοκομείο που έχει αναλάβει τη θεραπεία ακολουθεί τη δικαστική οδό, κάνοντας αγωγή κατά των γονέων και επισημαίνοντας το πόσο επιτακτικό είναι για τη σωτηρία του Άνταμ να προβεί στη θεραπεία άμεσα. Η δικαστική διαδικασία  δίνεται με πολλές λεπτομέρειες από τον συγγραφέα, παρουσιάζονται εκτεταμένα όλοι οι εμπλεκόμενοι με το σκεπτικό τους, με αποτέλεσμα να παρακολουθεί ο αναγνώστης πολύ αναλυτικά τα υπέρ και τα κατά. Πρώτα πρώτα, βέβαια, το υπαρξιακό δίλημμα των γονέων που το δόγμα τους και η βαθιά τους πίστη έρχεται σε αντίθεση με τη βαθύτερη επιθυμία τους, να ζήσει το παιδί τους (-Και αν η άρνηση της μετάγγισης προκαλέσει τον θάνατό του; -Θα έχει κάνει το σωστό και το αληθινό, αυτό που ο θεός προστάζει/το να αναμειγνύεις το αίμα σου με το αίμα ενός ζώου ή ενός άλλου ανθρώπινου πλάσματος είναι ρύπανση, μόλυνση). Το πρόβλημα πίστη/αξιοπρέπεια ή ζωή είναι και νομικό, είναι και ηθικό.
Η οριακή ηλικία του Άνταμ (δεκαοχτώ χρονών παρά τρεις μήνες) μεταθέτει το πρόβλημα στο κατά πόσο είναι ο ίδιος υπεύθυνος στο να παίρνει αποφάσεις για τον εαυτό του. Η σκηνή του νοσοκομείου, όπου η Φιόνα επισκέπτεται τον Άνταμ για να διαπιστώσει την πνευματική του ωριμότητα είναι κατά τη γνώμη μου από τις πιο ωραίες του βιβλίου. Η προσέγγιση σ’ αυτήν την πολύ ιδιαίτερη συνάντηση ανάμεσα σε δυο πανέξυπνους ανθρώπους με υψηλό δείκτη ΚΑΙ συναισθηματικής ευφυΐας είναι αριστουργηματική. Η Φιόνα υπερβαίνει τον εαυτό της και βρίσκει έναν άμεσο και αβίαστο τρόπο να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές του καχύποπτου -αρχικά- νεαρού,  , ενώ ο «πνευματικά μικρομέγαλος» νεαρός ανοίγει τον εαυτό του με αυθορμητισμό, μην έχοντας τίποτα να χάσει (σιγά σιγά  -η Φιόνα- αντιλαμβανόταν ότι το βασικότερο χαρακτηριστικό του ήταν η αθωότητα, μια δροσερή και αψίθυμη αθωότητα, μια παιδική ευθύτητα που ενδεχομένως είχε κάποια σχέση με την κλειστή φύση της αίρεσης).
Η Φιόνα, με εξαιρετική σοφία, στρέφει το ενδιαφέρον της συζήτησης και σε περιφερειακά θέματα διακρίνοντας τη δημιουργική φύση του νεαρού(ποίηση, βιολί κ.α.), όμως δεν αποφεύγει, όταν σπάει πια ο πάγος, να θέσει και με ευθύ τρόπο τον Άνταμ μπροστά στην αλήθεια (χωρίς μετάγγιση μπορεί να πεθάνεις. Το καταλαβαίνεις αυτό). Του επισημαίνει ότι θα μπορούσε να ζει ανάπηρος, χωρίς ποιότητα ζωής (θα το σιχαινόμουν κάτι τέτοιο). Η ψυχική σύγκρουση ανάμεσα στη λαχτάρα της ζωής που είναι έκδηλη και στην επιταγή του κοινωνικού και θρησκευτικού περίγυρου είναι συγκλονιστική (-Γιατί δεν θέλεις να σου γίνει μετάγγιση αίματος; -Επειδή είναι λάθος. –Γιατί είναι λάθος; -Γιατί κάτι είναι λάθος; Επειδή το γνωρίζουμε. Τα βασανιστήρια, ο φόνος, το ψέμα, η κλοπή, ξέρουμε ότι είναι λάθος). 
Εξίσου παραστατικά με την πρώτη εκδίκαση παρακολουθούμε και την τελική ετυμηγορία που μας αιφνιδιάζει, γιατί ενώ η δικαστίνα παραδέχεται, ακόμα και μπροστά στον Άνταμ, ότι έχει πλήρη αντίληψη της κατάστασής του (αν και ποτέ κανείς δεν έχει πλήρη εικόνα των δεινών που τον περιμένουν σε μια εκφυλιστική ασθένεια), παρόλο λοιπόν που ως ενήλικος σχεδόν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη θεραπεία, δεν θα προάγει την ευημερία του το να υποστεί έναν βασανιστικό, μη αναγκαίο θάνατο κι έτσι να γίνει μάρτυρας της πίστης του. Η ευημερία του παιδιού λοιπόν προτάσσεται σαν ανώτερη αξία,  όπως προβλέπει το άρθρο 1(α), (Νόμος περί τέκνων), ή όπως εκφράζει η ίδια η Φιόνα στη μεγαλειώδη καταληκτική της φράση: Κατά την κρίση μου, η ζωή του είναι πολυτιμότερη από την αξιοπρέπειά του.
Η θεραπεία και ανάρρωση του Άνταμ φέρνει καινούριες εξελίξεις. Γιατί πρόκειται για έναν έφηβο ιδιαίτερα ευφυή, ευαίσθητο και γεμάτο λαχτάρα κι έρωτα για τη ζωή που παρά λίγο να στερηθεί. Και τα μοναδικά του βιώματα οδηγούν σε μοναδική αίσθηση αυτογνωσίας και συνειδητότητας (όταν είδα τους γονείς μου να κλαίνε και ταυτόχρονα να ξεφωνίζουν από χαρά, τα πάντα κατέρρευσαν. Όμως αυτό είναι το θέμα. Κατέρρευσαν για να φανερώσουν την αλήθεια. Ασφαλώς και δεν ήθελαν να πεθάνω! Με αγαπούν. Τότε ήταν που είδα την αντίδρασή τους σαν ένα φυσιολογικό ανθρώπινο πράγμα. Φυσιολογικό και καλό. Δεν είχε καμία σχέση με το θεό. Όλα αυτά ήταν ανοησίες. Σαν να είχε μπει ένας ενήλικος σε ένα δωμάτιο γεμάτο παιδιά, που το ένα βασάνιζε το άλλο, και να είπε: «Ελάτε, σταματήστε αυτές τις ανοησίες, είναι ώρα για τσάι!»)
 Έτσι, με τον αυθορμητισμό που κινεί τα πηγαία συναισθήματα, στέλνει επιστολές στη δικαστίνα, όπου ξεδιπλώνει σκέψεις, βιώματα και συναισθήματα σε ρυθμό καταιγίδας, ενώ η Φιόνα κουμπώνεται όλο και περισσότερο (δεν ήταν η ασθενική του όψη που επανερχόταν στο νου της, αλλά το πάθος του, η ευάλωτη αθωότητά του. Ακόμα και η λέξη «ανορεξία» στα χείλη του ηχούσε σαν σύντομη, αισιόδοξη εκδρομή). Η γνήσια πνευματική επικοινωνία γίνεται ανάγκη και εξάρτηση, ο Άνταμ επιδίδεται σ’ ένα περιπετειώδες κυνηγητό, ο ρομαντισμός και η ποίηση καταλήγουν σ΄ένα φευγαλέο φιλί (η αίσθηση της επιδερμίδας πάνω σε επιδερμίδα εξάλειψε κάθε δυνατότητα επιλογής. Αν υπήρχε μια πιθανότητα να τον φιλήσει αγνά στα χείλη, ήταν αυτή ακριβώς. Μια φευγαλέα επαφή, όμως κάτι παραπάνω από την ιδέα ενός φιλιού/διάστημα αρκετό για να αισθανθεί την απαλότητα των χειλιών του που κάλυπτε τη σφριγηλότητά τους, για να νιώσει όλα τα χρόνια, όλη τη ζωή που τη χώριζε από κείνον).
Πανικός, τρόμος για την αποκοτιά… Η αλήθεια «σκληρή και σκοτεινή σα χαλασμένος σπόρος» στοιχειώνει τη Φιόνα που κλείνεται ακόμα περισσότερο και δεν απαντά σε κανένα από τα απελπισμένα καλέσματα του Άνταμ. Μέσα στην απόγνωσή του επιστρέφει με τον τρόπο του στους κόλπους της θρησκείας που τον ανέθρεψε, ενώ στέλνει ποιήματα και γράμματα. Και η Φιόνα, ως συνήθως άτεγκτη κι επαγγελματική, προσπαθεί ζήσει «φυσιολογικά», να προχωρήσει τη σχέση με τον Τζακ, να ανταποκριθεί στη συναυλία μουσικής όπου παίζει πιάνο. Όμως τα γεγονότα σαν καταιγίδα την προλαβαίνουν και της δείχνουν μέσα σ’ έναν καθρέφτη τον αληθινό της εαυτό.
Πόσο ντρεπόταν τώρα για τους ουτιδανούς φόβους μήπως πληγεί η υπόληψή της. Η παράβασή της βρισκόταν πέρα απ’ το πεδίο οποιασδήποτε πειθαρχικής επιτροπής. Ο Άνταμ είχε έρθει αναζητώντας την κι εκείνη δεν του πρόσφερε τίποτα στη θέση της θρησκείας, καμία προστασία, παρόλο πουο νόμοςήταν σαφή, η υπέρτατη μέριμνά της έπρεπε να είναι η ευημερία του. (…) Μα πώς ήταν δυνατόν; Ο Άνταμ είχε σπεύσει να την αναζητήσει, προσδοκώντας εκείνο που όλοι προσδοκούν, 
εκείνο που μόνο οι ελευθερόφρονες και όχι οι υπεράνθρωποι μπορούν να δώσουν
Το νόημα.
Χριστίνα Παπαγγελή