Τετάρτη, Οκτωβρίου 23, 2019

Έχων σώας τας φρένας & άλλες τρελές ιστορίες, Αργύρη Χιόνη


Στο δρόμο, πάλι στο δρόμο,
κουβαλώντας μέσα μας το δρόμο,
οδοιπόροι και πορείες,
διανύοντας τον εαυτό μας,
χαμένοι μες στον εαυτό μας.

Πρόκειται για 11 διηγήματα του αγαπημένου συγγραφέα και  -πιο αγαπημένου ακόμα- ποιητή, εκ των οποίων άλλα έχουν αναδημοσιευτεί, άλλα ήταν ολοκληρωμένα προς έκδοση με σημειώσεις του συγγραφέα, και  άλλα σχεδόν ολοκληρωμένα, που δημοσιεύονται σ’ αυτή τη συλλογή με σχόλια, σημειώσεις κι επιμέλεια της Γιώτας Κριτσέλη. Η πολύ προσεγμένη από φιλολογική άποψη έκδοση μπερδεύει λίγο τον αναγνώστη με τα πολλά σχόλια (σχόλια του συγγραφέα, σχόλια της επιμελήτριας), τις σημειώσεις (συγγραφέα και επιμελήτριας), τις εισαγωγές, διευκρινίσεις και επίμετρα ανάλογα με την κατηγορία των διηγημάτων (ολοκληρωμένα, μη ολοκληρωμένα, παράρτημα κειμένων), αλλά οφείλω να παραδεχτώ με την ιδιότητα του φιλολόγου ότι αυτό ήταν δεοντολογικά απαραίτητο.
Και δεν μας διαψεύδει ο συγγραφέας ως προς το περιεχόμενο, γιατί όντως πρόκειται για «τρελές» ιστορίες, γιατί, όπως γράφει και ο ίδιος στην έκδοση που σχεδίαζε (αλλά δυστυχώς έφυγε απ’ τη ζωή), το κοινό θέμα των ιστοριών είναι το παράλογο της ύπαρξης και η ασάφεια των ορίων μεταξύ τρέλας και λογικής. Επίσης, στην ίδια σημείωση (στην αίτησή του προς το ΕΚΕΒΙ) καταγράφει ρητά αυτό που αντιλαμβάνεται κι ο αναγνώστης και που αποτελεί και πρωτοτυπία των διηγημάτων: οι σημειώσεις που «επεξηγούν» τα στοιχεία  κάποιων διηγημάτων   είναι  «μικρά αφηγήματα», συμπληρώνουν το διήγημα, κι εντέλει  αποτελούν ουσιαστικά μέρη του διηγήματος.
Ανάμεσα στα 11 διηγήματα/αφηγήματα ο αναγνώστης -που δεν ενδιαφέρεται και τρελά για τα πραγματολογικά στοιχεία- ξεχωρίζει αυτά που είναι πιο προσωπικά, κι αυτά που εξιστορούν ήθη και πάθη τρίτων προσώπων.  Στα της πρώτης κατηγορίας (που είναι έξι), δεν υπάρχει συνήθους τύπου «εξιστόρηση»∙ ο συγγραφέας ξεδιπλώνει ουσιαστικά την προσωπική του σχέση με ζώα και αντικείμενα που συντρόφευαν τη μοναχική του ζωή (γάτα, τραπέζι, σόμπα κ.α.), και σ’ αυτά μιλά σε α΄ενικό, όπου αφηγητής και συγγραφικό εγώ συμπίπτουν. Στα δεύτερα (που όλα κι όλα είναι τέσσερα) ο συγγραφέας αποστασιοποιείται, γίνεται και «παντογνώστης» σε γ΄ενικό, και τα τρία απ’ αυτά έχουν θέμα έναν μοναδικής ποιότητας έρωτα. Μοναδικό στο είδος του (ή ίσως προσεγγίζει στην πρώτη κατηγορία) είναι «Τα κόλλυβα» όπου ο συγγραφέας κάνει μια πραγματεία σε ιλαρό πάντα ύφος για τα συστατικά του αγαπημένου αυτού εδέσματος, με ύφος γευσιγνώστη αντιμετωπίζει τις διαφορές ανάλογα με την ταξική… προέλευση  και τέλος σχολιάζει ως γαστριμαργικό μεταμοντερνισμό τη διαφήμιση Έλληνα σεφ όπου παρουσιάζει τα κόλλυβα ως… ντεσέρ.
Το παιγνιώδες ύφος («μπορχεσιανού τύπου», σημειώνει κάπου η Κριτσέλη) είναι ο κοινός παρανομαστής, στοιχείο που διακρίνεται και στους τίτλους:  Ο «έχων σώας τα φρένας» είναι ο αφηγητής-συγγραφέας  που συντάσσει την διαθήκη του και, αφού απαριθμήσει τις αρετές του… τραπεζιού του, καθιστά «την τράπεζάν του» (το προσφιλέστερο των τετραπόδων του) γενικήν κληρονόμον όλης της κινητής και ακινήτου περιουσίας, διευκρινίζοντας ρητά ότι έχει σώας τας φρένας Το «Δούρειον Θήλυ» έχει σαφή υπαινιγμό ως τίτλο, ενώ το «Πώς χτίζεται ένα σπίτι» έχει ως θέμα τη σχέση του συγγραφέα με τη Φρόσω, τη γάτα και προφανώς ο τίτλος είναι σχόλιο για το πώς το μικρό αυτό «πατσαβουράκι» άλλαξε τη ζωή του άρδην: οι απαιτήσεις της Φρόσως για μονοπώλιο στην αγάπη του τον ανάγκασαν να πάψει τα ξενύχτια και τις διαδρομές από ταβέρνα σε μπαρ, και  να συγκεντρωθεί στα μακρόπνοα σχέδιά του (με κάποια μικρή καθυστέρηση άρχισε το δεύτερο επιτυχημένο αυτή τη φορά και, ως εκ τούτου οριστικό πενταετές πρόγραμμα, κατά τη διάρκεια του οποίου ετέθησαν τα θεμέλια και άρχισε η οικοδόμηση του σπιτιού μου στο Θροφαρί, συνέθεσα και εξέδωσα τα «Εσωτικά τοπία» συγκέντρωσα υλικό..., μετέφρασα…, διάβασα… κλπ)
Την δηλωμένη -απ’ το πρώτο κιόλας διήγημα- αδυναμία του συγγραφέα σε κάθε είδους τετράποδο (τραπέζι, καρέκλα, κρεβάτι, γάτα, σκύλο) την εκδηλώνει ακόμα περισσότερο λοιπόν όχι μόνο στο διήγημα με πρωταγωνίστρια τη -φιλόμουση, παρεμπιπτόντως- Φρόσω μπαίνοντας βαθιά μέσα στην γατοψυχολογία  του οικόσιτου που «κάνει μούτρα», που έχει ένα σωρό καπρίτσια όταν έχει οίστρο, και που με τον τρόπο της επιβάλλει  στο αφεντικό της δεκάδες υποχωρήσεις και παραχωρήσεις. Η προσήλωσή του αυτή κορυφώνεται στο τελευταίο διήγημα που η επιμελήτρια επέλεξε μάλλον σκόπιμα να μπει τελευταίο, στο παράρτημα κειμένων. Πρόκειται για το «Τότε που η Χίμαιρα». Πρόκειται για ένα φανταστικό πλάσμα,  σχεδόν τέρας, ανάμεσα σε γάτα και σκύλο, που το βρήκε τραυματισμένο και το υιοθέτησε. Κι εδώ το παράξενο ον μονοπωλεί τον συναισθηματικό κόσμο του μοναχικού συγγραφέα, συμμετέχει με τον τρόπο της στην έμπνευση και την τέχνη του (ποτέ στη ζωή μου δεν βρήκα ακροατή πιο προσεχτικό, πιο προσηλωμένο απ’ την Χίμαιρα/η συγκίνησή της εκφραζόταν, συνήθως, με δάκρυα, ναι, αληθινά δάκρυα που κυλούσαν απ’ τα τεράστια εκστατικά μάτια της).
Ανάλογα «ερωτική» σχέση περιγράφει ο αφηγητής (αυτή τη φορά έχει όνομα, Ευτυχίδης) και με τα «όντως όντα(!)» μαχαίρια του, που τα λατρεύει ως συλλέκτης (δίχως ν’ αρθρώνουμε μια λέξη, συνομιλούσαμε, επί ώρες, μόνο δια της αφής και της οράσεως). Υπάρχει μάλιστα στο διήγημα μια εκτενής εισαγωγή με περιεχόμενο την εξελικτική ιστορία του μαχαιριού («ψευδοδοκίμιο» χαρακτηρίζει η Κριτσέλη στο Επίμετρο), πάντα σε ύφος παιγνιώδες, ενώ σε μια γκροτέσκο-θρίλερ  εξέλιξη της υπόθεσης, του τα κλέβουν για να ανακαλύψει ότι τα έχει στην κατοχή του ο ψυχίατρος στον οποίο καταφεύγει. Η αφήγηση γίνεται σπαρταριστή μέσα απ την παράκρουση του αφηγητή, σαν να πρόκειται για όνειρο, για εφιάλτη, μια παράκρουση που τον οδηγεί στο ψυχιατρικό τμήμα των φυλακών.
Ακόμα θερμότερη είναι η σχέση του αφηγητή-συγγραφέα με τη… σόμπα του, που ονομάζει «Μπουμπού» (είναι κοντή, χοντρή, μαυριδερή κι ελαφρώς κουτσή, αλλά -γιατί να σας το κρύψω;- εγώ την αγαπώ). «Ομιλεί» για έρωτα, αλλά «μη φανταστείτε περιπτύξεις, κλινοπάλες κι άλλα τέτοια πονηρά». Ούτε όμως και καθαρά πλατωνική σχέση, εφόσον υπάρχει θέρμη! Άλλωστε, όπως λέει ο συγγραφέας, "λατρεύουμε κι οι δυο τη φωτιά (του έρωτα ή τη φωτιά φωτιά), αλλά τη θέλουμε κι οι δυο μας ελεγχόμενη, (…), μέσα μας, μονάχα μέσα μας, γιατί μονάχα τότε είναι η φωτιά ζωοποιός".  
Το «τριακοστό πέναλτι» είναι μια ιστορία από την αγορίστικη ενηλικίωση, με τον ψηλό, αθλητή  στίβου Λεωνίδα που τα παιδιά της γειτονιάς τον ανάγκασαν να κάνει τον τερματοφύλακα (τότε που το ποδόσφαιρο στις γειτονιές παιζόταν με κάλτσες παραγεμισμένες με κουρέλια), ένας θρύλος στην παιδική μνήμη που επιβεβαίωσε τη φήμη του στο επεισόδιο με τον ανταγωνιστή Νικηφόρο. Θεωρώ ότι είναι το πιο «κλασικό» από τα αφηγήματα της συλλογής, με «αρχή, μέση, τέλος».
Όσο αφορά τα τρία διηγήματα με άξονα κάποιον έρωτα, υπάρχει …ποικιλία:
Το «Δούρειον θήλυ» αναφέρεται σαν σε παρωδία σε ιστορία του μεσαίωνα, όπου οι βασιλιάδες των γειτονικών βασιλείων Corn και… Horn βρίσκονται συνέχεια σε εμπόλεμη κατάσταση και μήλον της έριδος είναι το δούρειον θήλυ  (καθοριστικής σημασίας η μαντινάδα που προτάσσεται ως motto: Η αγάπη κάστρα καταλεί/μπεντένια ρίχνει κάτω/και παλληκάρια του σπαθιού/τα ρίχνει του θανάτου).
Το «απομεσήμερο ενός φαύνου» καταπιάνεται με το υπέροχο θέμα της γεροντικής λαγνείας (εκείνη 23 χρόνων με πρωτόλειο ποιητικό έργο, εκείνος 60, καταξιωμένος ποιητής/κριτικός). Γλαφυρή, χωρίς ιδιαίτερο χιούμορ αυτή τη φορά, η περιγραφή της αντίθεσης κορμιού νεανικού και γεροντικού (η σύγκριση του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος τον τζάκιζε/ Μα πώς τολμάς, πώς τολμάς να είσαι τόσο νέα, τόσο ωραία;).
Κάπως πιο σύνθετη, μια και απλώνεται σε 7 χρόνια, είναι και η Cavalleria Cretese [1], όπου ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής αναφέρεται σε επεισόδιο που εκτυλίχτηκε όταν ήταν 10-17 ετών. Πρόκειται για μια πραγματικά εξαιρετική (με την έννοια της εξαίρεσης) ιστορία απ’ αυτές που μόνο στην Κρήτη μπορεί να συμβούν… Η πανέμορφη ξαδέρφη γίνεται φονιάς του πεθερού της μετά από ερωτική εγκατάλειψη. Το τέλος είναι απροσδόκητο[2] αλλά αξίζει να αναφερθούμε στη σκηνή που η κοπέλα βγαίνει απ΄ τη φυλακή και η κουβέντα που ακολούθησε ήταν κυριολεκτικά περί ανέμων και υδάτων, ένα συνονθύλευμα κοινοτοπιών και ασήμαντων πληροφοριών, με άλλα λόγια, της βγάλαμε γλυκό, της βγάλαμε και μέντα, μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα.
Κλείνοντας την ανάρτηση που αφορά τα τελευταία κείμενα που μας άφησε ο συγγραφέας, παραθέτω τα τελευταία του λόγια, από το τελευταίο διήγημα της συλλογής («Τότε ου η Χίμαιρα»), γιατί ίσως εκφράζουν και την πιο μύχια «τρέλα» του:
Τώρα που η Χίμαιρα δεν είναι πια εδώ, (…)  και νιώθω σα να είμαι χτισμένος  ως το βαθύτερο είναι μου, ως τα μύχια της ψυχής μου, το μόνο που μου απομένει, η μοναδική άξια λόγου πράξη της ζωής μου, είναι να σηκώνομαι τα ξημερώματα, γυμνός, ξυπόλυτος, και να προστρέχω εκεί στη μουσμουλιά, με την ελπίδα να ξανάβρω εκείνη την αιμάσσουσα πληγή, τη Χίμαιρα, τη Χίμαιρα της ζωής μου.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Κώδικας κρητικής τιμής, κατά το Cavaleria rusticana (κώδικας αγροτικής τιμής)
[2] Ο συγγραφέας λέει στο ίδιο διήγημα: «Όσοι αγαπούν τη δουλειά μου λένε ότι τα καταφέρνω αρκετά καλά στην ανατροπή που επέρχεται, σχεδόν πάντα, στο τέλος των ποιημάτων μου ή των ιστοριών μου. Σ’ αυτήν όμως εδώ την ιστορία, η μαστόρισσα της ανατροπής είναι η ίδια η ζωή».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου