Δευτέρα, Οκτωβρίου 14, 2019

Νόμος περί τέκνων, Ίαν Μακ Γιούαν


Ένα μυθιστόρημα που, με εγγύηση τον αγαπημένο και καταξιωμένο Άγγλο συγγραφέα, ανιχνεύει με λογοτεχνικό τρόπο ζητήματα φιλοσοφικής ηθικής: Τι αξίζει περισσότερο, η ανθρώπινη ζωή ή η πίστη; Η ζωή ή η αξιοπρέπεια του ατόμου; Κατά πόσο είναι ηθικό με την απόφασή σου να δώσεις ζωή σε κάποιον -αν όμως αυτό σημαίνει ότι χάνεται  η ζωή κάποιου άλλου  (ενώ η εναλλακτική είναι να πεθάνουν κι οι δυο); Επιστήμη ή πίστη; Μέχρι ποίου σημείου πρέπει να σέβεται ο πολίτης και κατ’ επέκταση ο νόμος  τις διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις του «Άλλου»; Ποιες συνθήκες καθιστούν κάποιον «ενήλικα», δηλαδή κύριο του εαυτού του; Τέλος, πόσο άτεγκτος συναισθηματικά πρέπει να είσαι για να εξασκήσεις το επάγγελμά σου, σε ποιο βαθμό δηλαδή δεν πρέπει να επιτρέπεις στο συναίσθημά σου να εισχωρεί στον επαγγελματικό στίβο;
Πόσο μάλλον όταν το επάγγελμα αυτό είναι δικαστής σε Ανώτατο Δικαστήριο, στο τμήμα Οικογενειακών Υποθέσεων. Γιατί η πρωταγωνίστριά μας, η Φιόνα Μέι είναι δικαστίνα, επομένως χειρίζεται στον ανώτατο βαθμό δύσκολες περιπτώσεις όπου βασικό εργαλείο της πρέπει να είναι, όχι βέβαια το συναίσθημα, αλλά ο Νόμος.
Και η Φιόνα Μέι είναι μια πανέξυπνη γυναίκα, υποδειγματική στη δουλειά της, αφοσιωμένη στο καθήκον, με κρίση, ευαισθησία και πολύ δυνατό λόγο (οι δικαστές συνάδελφοί της την επαινούσαν για την κοφτή και σταράτη της γλώσσα, για την εντυπωσιακή εξισορρόπηση ειρωνείας και ζεστασιάς, για τα σφιχτοδεμένα επιχειρήματα με τα οποία διευθετούσε μια αντιδικία). Ο συγγραφέας αφιερώνει πολλές σελίδες όπου παρατίθενται συνοπτικά οι δύσκολες περιπτώσεις που αναλαμβάνει η δικαστική λειτουργός, κι έτσι παρακολουθούμε στενά τις επαγγελματικές έγνοιες της, την αδιάκοπη εργασία, τα ηθικά διλήμματα αλλά και την πεζή της καθημερινότητα που προσφέρει ελάχιστες αποδράσεις. Αποκορύφωμα, η υπόθεση με τα σιαμαία νεογέννητα των οποίων η ζωή είναι επισφαλής εκτός αν πεθάνει το ένα απ’ τα δύο, μια υπόθεση που φαίνεται ότι πολύ την βασάνισε και την επηρέασε.
 Παράλληλα με τις δύσκολες και καταιγιστικές υποθέσεις (νομίζω ότι ο συγγραφέας υπερέβαλε σε νομικές λεπτομέρειες), παρακολουθούμε και την οικογενειακή της ζωή: σε πρώτο πλάνο η πίεση που της ασκεί ο σύζυγός της Τζακ, που νιώθει απηυδισμένος και παραγκωνισμένος απ’ αυτούς τους εντατικούς ρυθμούς, ζητά εξηγήσεις για το ότι έχουν πολλές βδομάδες να κάνουν σεξ και αφήνει να υπονοηθεί ότι αν δεν υπάρξει κάποια εξέλιξη, θα φύγει με μια νεότερη συνάδελφό του. Η Φιόνα αντιδρά σπασμωδικά, μη αφήνοντας περιθώριο συνεννόησης, οπότε επιλέγει ουσιαστικά τον δρόμο της μοναξιάς. Άλλωστε, δεν φαίνεται και πολύ προοδευτική η Φιόνα στο θέμα των οικογενειακών υποθέσεων όταν πρόκειται για διάλυση γάμου («Απλό κυνήγι της απόλαυσης. Ηθικό κιτς»). Το κεφάλαιο όμως αυτό δεν λήγει εδώ. Όσο εξελίσσεται η πλοκή του βιβλίου, ο Τζακ επιστρέφει μετανιωμένος και προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα, ενώ εκείνη παραμένει σταθερά με το συναίσθημα της προδοσίας. Αυτό που πρέπει να τονιστεί, είναι ότι ο συγγραφέας αποδίδει με πολύ αληθοφανή και γλαφυρό τρόπο τις σκηνές των έντονων διαλόγων, αλλά και τα σιωπηρά συναισθήματα των δυο χαρακτήρων που είναι κάθε άλλο παρά συνηθισμένοι.
Δεν κρύβω ότι ο χαρακτήρας της Φιόνας μου φάνηκε αντιπαθητικός, παρόλο που σκιαγραφείται με αληθοφάνεια και συνέπεια. Ίσως εκφράζει μια διαφορετική κουλτούρα από τη δική μας (όπου το συναίσθημα παίζει πιο κυρίαρχο ρόλο), ενώ η σκέψη της Φιόνα δεν αφιερώνει ούτε ένα πεντάλεπτο για να ακούσει πραγματικά και να αναστοχαστεί τη σχέση της με τον Τζακ. Πρόκειται για μια ώριμη κυρία που επέλεξε να μην κάνει οικογένεια, βλέποντας τις δεκαετίες να περνούν, για να μην αφήσει την επαγγελματική της καριέρα. Μόνη της απόδραση η μουσική, όπου κι εκεί είναι προσκολλημένη στην παρτιτούρα, σε αντίθεση με τον Τζακ που αγαπά την ελεύθερη τζαζ. Ακόμα, στη σύγκρουση αυτή, όπου επιφανειακά εκείνη είχε κάποιο δίκιο  -εφόσον ο Τζακ είχε ήδη μια «έτοιμη» εξωσυζυγική σχέση- η αδιαφορία της και η έλλειψη ανταπόκρισης στο κάλεσμά του μου φάνηκε ναρκισσιστική κι εγωιστική, με πινελιές «αυτοοικτιρμού»: Θλίψη και διογκούμενη αίσθηση αδικίας, ενώ ο πραγματικός θυμός καραδοκούσε. Μια εγκαταλειμμένη πενηνταεννιάχρονη γυναίκα, στη νηπιακή ηλικία των γηρατειών, που μόλις είχε μάθει να μπουσουλάει. Και αλλού: Η μουσική στο κεφάλι της είχε ξεθωριάσει, όμως τώρα την κατέκλυσε ένα άλλο παλιό θέμα: η αυτοκατάκριση. Ήταν εγωίστρια, δύστροπη, ψυχρά φιλόδοξη. Στοχοπροσηλωμένη, υποδυόμενη ότι η καριέρα της δεν ήταν στην ουσία αυτοϊκανοποίηση, αρνούμενη την ύπαρξη σε δύο ή τρία θερμά και ταλαντούχα πλάσματα. 
Παρόλ’ αυτά δέχομαι ότι είναι υπαρκτοί τέτοιοι χαρακτήρες κι η συμπεριφορά αυτή άλλωστε συνάδει με την άτεγκτη στάση της και στην πολύ σοβαρή υπόθεση που την απασχόλησε στη συνέχεια, και αποτελεί και το κεντρικό περιστατικό του μυθιστορήματος. Ο συγγραφέας ζωγράφισε έναν τέτοιο χαρακτήρα, ώστε να αναδειχθεί καλύτερα το μεγάλο ζήτημα με το οποίο καταπιάστηκε, και που όπως είπαμε πριν, άπτεται φιλοσοφικών δυσεπίλυτων ερωτημάτων.
Ο δεκαοκτάχρονος (παρά τρεις μήνες) Άνταμ είναι βαριά άρρωστος με καλπάζουσα λευχαιμία, όμως είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά και αρνείται, εκείνος και οι δικοί του, να υποστεί μετάγγιση αίματος που θα του σώσει τη ζωή. Το νοσοκομείο που έχει αναλάβει τη θεραπεία ακολουθεί τη δικαστική οδό, κάνοντας αγωγή κατά των γονέων και επισημαίνοντας το πόσο επιτακτικό είναι για τη σωτηρία του Άνταμ να προβεί στη θεραπεία άμεσα. Η δικαστική διαδικασία  δίνεται με πολλές λεπτομέρειες από τον συγγραφέα, παρουσιάζονται εκτεταμένα όλοι οι εμπλεκόμενοι με το σκεπτικό τους, με αποτέλεσμα να παρακολουθεί ο αναγνώστης πολύ αναλυτικά τα υπέρ και τα κατά. Πρώτα πρώτα, βέβαια, το υπαρξιακό δίλημμα των γονέων που το δόγμα τους και η βαθιά τους πίστη έρχεται σε αντίθεση με τη βαθύτερη επιθυμία τους, να ζήσει το παιδί τους (-Και αν η άρνηση της μετάγγισης προκαλέσει τον θάνατό του; -Θα έχει κάνει το σωστό και το αληθινό, αυτό που ο θεός προστάζει/το να αναμειγνύεις το αίμα σου με το αίμα ενός ζώου ή ενός άλλου ανθρώπινου πλάσματος είναι ρύπανση, μόλυνση). Το πρόβλημα πίστη/αξιοπρέπεια ή ζωή είναι και νομικό, είναι και ηθικό.
Η οριακή ηλικία του Άνταμ (δεκαοχτώ χρονών παρά τρεις μήνες) μεταθέτει το πρόβλημα στο κατά πόσο είναι ο ίδιος υπεύθυνος στο να παίρνει αποφάσεις για τον εαυτό του. Η σκηνή του νοσοκομείου, όπου η Φιόνα επισκέπτεται τον Άνταμ για να διαπιστώσει την πνευματική του ωριμότητα είναι κατά τη γνώμη μου από τις πιο ωραίες του βιβλίου. Η προσέγγιση σ’ αυτήν την πολύ ιδιαίτερη συνάντηση ανάμεσα σε δυο πανέξυπνους ανθρώπους με υψηλό δείκτη ΚΑΙ συναισθηματικής ευφυΐας είναι αριστουργηματική. Η Φιόνα υπερβαίνει τον εαυτό της και βρίσκει έναν άμεσο και αβίαστο τρόπο να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές του καχύποπτου -αρχικά- νεαρού,  , ενώ ο «πνευματικά μικρομέγαλος» νεαρός ανοίγει τον εαυτό του με αυθορμητισμό, μην έχοντας τίποτα να χάσει (σιγά σιγά  -η Φιόνα- αντιλαμβανόταν ότι το βασικότερο χαρακτηριστικό του ήταν η αθωότητα, μια δροσερή και αψίθυμη αθωότητα, μια παιδική ευθύτητα που ενδεχομένως είχε κάποια σχέση με την κλειστή φύση της αίρεσης).
Η Φιόνα, με εξαιρετική σοφία, στρέφει το ενδιαφέρον της συζήτησης και σε περιφερειακά θέματα διακρίνοντας τη δημιουργική φύση του νεαρού(ποίηση, βιολί κ.α.), όμως δεν αποφεύγει, όταν σπάει πια ο πάγος, να θέσει και με ευθύ τρόπο τον Άνταμ μπροστά στην αλήθεια (χωρίς μετάγγιση μπορεί να πεθάνεις. Το καταλαβαίνεις αυτό). Του επισημαίνει ότι θα μπορούσε να ζει ανάπηρος, χωρίς ποιότητα ζωής (θα το σιχαινόμουν κάτι τέτοιο). Η ψυχική σύγκρουση ανάμεσα στη λαχτάρα της ζωής που είναι έκδηλη και στην επιταγή του κοινωνικού και θρησκευτικού περίγυρου είναι συγκλονιστική (-Γιατί δεν θέλεις να σου γίνει μετάγγιση αίματος; -Επειδή είναι λάθος. –Γιατί είναι λάθος; -Γιατί κάτι είναι λάθος; Επειδή το γνωρίζουμε. Τα βασανιστήρια, ο φόνος, το ψέμα, η κλοπή, ξέρουμε ότι είναι λάθος). 
Εξίσου παραστατικά με την πρώτη εκδίκαση παρακολουθούμε και την τελική ετυμηγορία που μας αιφνιδιάζει, γιατί ενώ η δικαστίνα παραδέχεται, ακόμα και μπροστά στον Άνταμ, ότι έχει πλήρη αντίληψη της κατάστασής του (αν και ποτέ κανείς δεν έχει πλήρη εικόνα των δεινών που τον περιμένουν σε μια εκφυλιστική ασθένεια), παρόλο λοιπόν που ως ενήλικος σχεδόν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη θεραπεία, δεν θα προάγει την ευημερία του το να υποστεί έναν βασανιστικό, μη αναγκαίο θάνατο κι έτσι να γίνει μάρτυρας της πίστης του. Η ευημερία του παιδιού λοιπόν προτάσσεται σαν ανώτερη αξία,  όπως προβλέπει το άρθρο 1(α), (Νόμος περί τέκνων), ή όπως εκφράζει η ίδια η Φιόνα στη μεγαλειώδη καταληκτική της φράση: Κατά την κρίση μου, η ζωή του είναι πολυτιμότερη από την αξιοπρέπειά του.
Η θεραπεία και ανάρρωση του Άνταμ φέρνει καινούριες εξελίξεις. Γιατί πρόκειται για έναν έφηβο ιδιαίτερα ευφυή, ευαίσθητο και γεμάτο λαχτάρα κι έρωτα για τη ζωή που παρά λίγο να στερηθεί. Και τα μοναδικά του βιώματα οδηγούν σε μοναδική αίσθηση αυτογνωσίας και συνειδητότητας (όταν είδα τους γονείς μου να κλαίνε και ταυτόχρονα να ξεφωνίζουν από χαρά, τα πάντα κατέρρευσαν. Όμως αυτό είναι το θέμα. Κατέρρευσαν για να φανερώσουν την αλήθεια. Ασφαλώς και δεν ήθελαν να πεθάνω! Με αγαπούν. Τότε ήταν που είδα την αντίδρασή τους σαν ένα φυσιολογικό ανθρώπινο πράγμα. Φυσιολογικό και καλό. Δεν είχε καμία σχέση με το θεό. Όλα αυτά ήταν ανοησίες. Σαν να είχε μπει ένας ενήλικος σε ένα δωμάτιο γεμάτο παιδιά, που το ένα βασάνιζε το άλλο, και να είπε: «Ελάτε, σταματήστε αυτές τις ανοησίες, είναι ώρα για τσάι!»)
 Έτσι, με τον αυθορμητισμό που κινεί τα πηγαία συναισθήματα, στέλνει επιστολές στη δικαστίνα, όπου ξεδιπλώνει σκέψεις, βιώματα και συναισθήματα σε ρυθμό καταιγίδας, ενώ η Φιόνα κουμπώνεται όλο και περισσότερο (δεν ήταν η ασθενική του όψη που επανερχόταν στο νου της, αλλά το πάθος του, η ευάλωτη αθωότητά του. Ακόμα και η λέξη «ανορεξία» στα χείλη του ηχούσε σαν σύντομη, αισιόδοξη εκδρομή). Η γνήσια πνευματική επικοινωνία γίνεται ανάγκη και εξάρτηση, ο Άνταμ επιδίδεται σ’ ένα περιπετειώδες κυνηγητό, ο ρομαντισμός και η ποίηση καταλήγουν σ΄ένα φευγαλέο φιλί (η αίσθηση της επιδερμίδας πάνω σε επιδερμίδα εξάλειψε κάθε δυνατότητα επιλογής. Αν υπήρχε μια πιθανότητα να τον φιλήσει αγνά στα χείλη, ήταν αυτή ακριβώς. Μια φευγαλέα επαφή, όμως κάτι παραπάνω από την ιδέα ενός φιλιού/διάστημα αρκετό για να αισθανθεί την απαλότητα των χειλιών του που κάλυπτε τη σφριγηλότητά τους, για να νιώσει όλα τα χρόνια, όλη τη ζωή που τη χώριζε από κείνον).
Πανικός, τρόμος για την αποκοτιά… Η αλήθεια «σκληρή και σκοτεινή σα χαλασμένος σπόρος» στοιχειώνει τη Φιόνα που κλείνεται ακόμα περισσότερο και δεν απαντά σε κανένα από τα απελπισμένα καλέσματα του Άνταμ. Μέσα στην απόγνωσή του επιστρέφει με τον τρόπο του στους κόλπους της θρησκείας που τον ανέθρεψε, ενώ στέλνει ποιήματα και γράμματα. Και η Φιόνα, ως συνήθως άτεγκτη κι επαγγελματική, προσπαθεί ζήσει «φυσιολογικά», να προχωρήσει τη σχέση με τον Τζακ, να ανταποκριθεί στη συναυλία μουσικής όπου παίζει πιάνο. Όμως τα γεγονότα σαν καταιγίδα την προλαβαίνουν και της δείχνουν μέσα σ’ έναν καθρέφτη τον αληθινό της εαυτό.
Πόσο ντρεπόταν τώρα για τους ουτιδανούς φόβους μήπως πληγεί η υπόληψή της. Η παράβασή της βρισκόταν πέρα απ’ το πεδίο οποιασδήποτε πειθαρχικής επιτροπής. Ο Άνταμ είχε έρθει αναζητώντας την κι εκείνη δεν του πρόσφερε τίποτα στη θέση της θρησκείας, καμία προστασία, παρόλο πουο νόμοςήταν σαφή, η υπέρτατη μέριμνά της έπρεπε να είναι η ευημερία του. (…) Μα πώς ήταν δυνατόν; Ο Άνταμ είχε σπεύσει να την αναζητήσει, προσδοκώντας εκείνο που όλοι προσδοκούν, 
εκείνο που μόνο οι ελευθερόφρονες και όχι οι υπεράνθρωποι μπορούν να δώσουν
Το νόημα.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου