Είμαι στο δρόμο
και δρόμο δεν έχω.
Πάντα επίκαιρο και πάντα πρωτοποριακό
το «Διπλό βιβλίο» του Δημήτρη Χατζή, έστω και 40 χρόνια αφότου γράφτηκε (1976).
Επίκαιρο γιατί αγγίζει σε τέτοιο βαθμό το θέμα της «ξενότητας» -του πόσο ανέστιος,
χωρίς «εστία», νιώθει ο σύγχρονος άνθρωπος όχι μόνο στην ξενιτιά αλλά στον
κόσμο όλο- που φαίνεται σα να προοιωνίζεται το υπαρξιακό σχεδόν αίσθημα
αποξένωσης που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο του 21ου αιώνα, χαμένον στη βιομηχανική
/παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Πρωτοποριακό γιατί ο τρόπος με τον οποίο
αναδεικνύεται αυτή η βαθιά, υπαρξιακή
μοναξιά ξεφεύγει από τη ρεαλιστική αφήγηση και αποκτά στην πορεία μεταμοντερνιστικά
στοιχεία, στην προσπάθεια να εκφραστεί απλώνεται σε πολλά επίπεδα, εμφανίζεται
ως πρόσωπο και ο… συγγραφέας και μένει στο τέλος μια γεύση ανεπάρκειας,
ανεπάρκειας να αποτυπωθεί το ανείπωτο.
Κι όμως ο κύριος ήρωας, ο
Κώστας, ένα λαϊκό παιδί που ξεκινά από τη Σούρπη του Βόλου για μετανάστης στη
Γερμανία, φαίνεται να έχει ρεαλιστική ματιά, και αφηγείται τα βιώματά του με
σπιρτάδα, παρόλη την άγνοια και την αφέλειά του. Έχει θετική, για να μην πω
ενθουσιώδη στάση απέναντι στο «νέο», απέναντι στην τάξη των Γερμανών που τη
συγκρίνει με τη ρομέικη τσαπατσουλιά. Παρόλο που θα αναφωνήσει πολλές φορές
«είμαι ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα», δεν είναι απόλυτος αρνητής. Αντίθετα,
ανοίγει τα μάτια του διάπλατα σαν παιδί και παρατηρεί, τους μεγάλους δρόμους,
τα βιτρίνες, τα φώτα, τα τρένα, τις μηχανές (και περισσότερο απ’ όλα οι μηχανές τη μαγεύουνε την ψυχή μου. Κοιτάζω
κανένα μικρό σιδεράκι τους, χάνω το νου μου. Έτσι γεννήθηκα –τέτοιος απόμεινα,
χαζοπούλι). Θαυμάζει την παραγωγή, τη σβελτάδα, την ακρίβεια στο εργοστάσιο
ΑΟΥΤΕΛ (άουτο ελέκτρικα, κατασκευάζουμε
φώτα για τ’ αυτοκίνητα) στο οποίο είναι χαμάλης, και βέβαια γρήγορα
διαπιστώνει με οξυδέρκεια ότι ο ίδιος δεν είναι παρά ένα γρανάζι τόσο δα, δεν υπάρχεις -στα νούμερα μόνο, αυτά
λογαριάζονται. Τρακατάκ-τακ κάνει το μηχανάκι και πέφτει η καρτέλα σου
–σταμπαρίστηκες για σήμερα.
Ο Δημήτρης Χατζής,
περιγράφοντας ένα γερμανικό εργοστάσιο της δεκαετίας του ’60 αποδίδει μέσα απ’
τη λαϊκή καλοπροαίρετη οπτική του Κωστή αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «αλλοτρίωση της
εργασίας». Αυτό που φαίνεται το απλούστερο των πραγμάτων, ο Κωστής του τμήματος
Σπεντισιόν του 4ου ορόφου να δει όλο το εργοστάσιο, να πάει στους
άλλους ορόφους, να χαζέψει και να γνωρίσει όλο το μηχανισμό, είναι ανέφικτο (ξέρω πως είναι ευκολότερο να μπεις σ’ ένα
εργοστάσιο ξένο, παρά να γυρίζεις, να κάνεις σουλάτσο, σ’ αυτό που δουλεύεις.
Είναι το πώς, το γιατί και είναι βέβαια και το πότε)! Μια τζαμαρία τον
χωρίζει απ’ όλα… Και γρήγορα επίσης συνειδητοποιεί ότι εξίσου χαμάλης είναι και ολόκληρο το ΑΟΥΤΕΛ, εφόσον
ουσιαστικά δεν παράγουν, δεν κατασκευάζουν τίποτα, μόνο μοντάρουν τα υλικά που
τους έρχονται έτοιμα, από άλλα εργοστάσια (και
μηχανισμός εδώ, μηχανισμός εκεί, τους λέω κι εγώ, στο τέλος παίζουμε τον παπά,
η παραγωγή δεν είναι πουθενά)! Πέντε χρόνια που δουλεύει εκεί ο Κωστής το
μόνο που αφομοίωσε είναι ότι «όλα τα κανονίζουν οι νόρμες», και ξέρει ότι,
παρόλο που ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του λίγο κουτό, και οι άλλοι δεν έχουν
καταλάβει περισσότερα… Δε νομίζω ότι υπάρχει πιο ξεκάθαρος μυθιστορηματικός
τρόπος για να εκφράσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο ο εργάτης της εποχής έχει χάσει
τον έλεγχο του προϊόντος που παράγει! Κι έτσι, όταν στο τέλος του 1ου κεφαλαίου
εμφανίζεται για πρώτη φορά ο συγγραφέας, ως πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ο
Κωστής, ο τελευταίος τον ειρωνεύεται, και ο σαρκασμός πέφτει βέβαια και στον
ίδιο: Κολοκύθια τούμπανα άνθρωπος είμαι γώ. Και κολοκύθα τούμπανα συγγραφέας
μου φαίνεται να’ σαι και συ.
Η ουσία όμως της εργασίας του
εργάτη-προλετάριου φαίνεται και στην αντίθεση με τον εργάτη του ξυλάδικου, στο
οποίο δούλευε ο Κωστής πριν αποφασίσει να ξενιτευτεί. Εκεί όχι μόνο δε
χτυπούσαν καρτέλα, αλλά η δουλειά ξεκινούσε άλλοτε στις εφτά, άλλοτε στις
έντεκα, ανάλογα με τα κέφια του μάστορα, πότε
με μουτρώματα και καυγάδες, πότε με γέλια και σαχλαμάρες (!). Όπως λέει κι ο ίδιος ο Κωστής σε
πολλούς τόνους, δεν υπήρχε καμία τάξη, καμία «νόρμα», καθόλου βιβλία, ούτε
κανονικό ωράριο, ούτε κανονικά χρήματα. Άλλες φορές κάθονταν όλη μέρα, άλλες φορές
ξενυχτούσαν δουλεύοντας. Κάθε δυο τρεις μήνες αγχώνονταν να συντάξουν ψεύτικες φορολογικές
δηλώσεις, και δεν υπήρχαν αποδείξεις, η
τέλεια αταξία. Ο Κωστής δυσφορεί (δε
μου πήγαινε αυτό το ξυλάδικο με την αταξία, την αναρχία, το κλεψιμέικο, το
ρομέικο), θέλει να φύγει μακριά, όχι μόνο απ’ τη φτώχεια και τη μιζέρια (και να το’ χεις ένα κομμάτι ψωμί, πάλι δεν
έχει ζωή), αλλά από την ατιμία, την αναρχία και την αταξία στα αλισβερίσια
των Ρομιών (οι Ρομιοί μας το θέλουν όλοι
τους το άρτζι-μπούρτζι που’ χουμε κεί).
Ξένος λοιπόν όχι μόνο στα
ξένα αλλά και στον τόπο του (δεν έχω
τίποτα ν’ αφήσω εδώ/δεν έχω τίποτα να φοβάμαι/ετούτος εδώ ο τόπος είναι πιο
ξένος για μένα). Η μοναξιά του ήρωα του Χατζή, δεν είναι η μονοσήμαντη, δεν
είναι η μοναξιά του ξενιτεμένου που νοσταλγεί την επιστροφή στην πατρίδα, είναι
μια αποξένωση πιο βαθιά, πιο ριζική, γιατί απλούστατα, νιώθει ξένος και στον
ίδιο του τον τόπο (και μένω πάλι χωρίς
την πατρίδα, χωρίς μικρούτσικο κόσμο δικό μου -που δεν τον έχω- και χωρίς τη
νοσταλγία του μεγάλου κόσμου –που δεν υπάρχει). Δεν τον περιμένει κανείς
όταν τελειώνει η δουλειά, δεν θέλει να πάει πουθενά, είναι όπως λέει ο ίδιος ο πιο γνήσιος πολίτης της πολιτείας των
ξένων, ο ξενότερος απ’ όλους τους ξένους…
Ξένος στον ίδιο του τον τόπο
θα νιώσει και ο Σκουρογιάννης, εργάτης κι αυτός στο ΑΟΥΤΕΛ, όταν με τα πολλά θα
γυρίσει συνταξιούχος στο Ντομπρίνοβο, στο χωριό του, όπου ονειρευόταν είκοσι
χρόνια να επιστρέψει. Ο γυρισμός του ξενιτεμένου μάς χαρίζει μια από τις πιο
συγκινητικές εικόνες του βιβλίου, ωστόσο ακόμη πιο συγκινητική είναι η σκηνή
της μικρής αρκουδίτσας της Πίνδου που απόμεινε πιστή συντροφιά στον
Σκουρογιάννη, όταν εκείνος κατάλαβε ότι δεν τον φτάνουν οι άνθρωποι του χωριού
(αυτά τα χνάρια γινόντανε τώρα,
ξαναγίνονταν, η σιγουριά του η χαμένη πως είχε φτάσει σε τόπο που δεν ήταν
ανύπαρκτος, που δεν ήταν της νοσταλγίας του μόνο, της φαντασίας του –η σιγουριά
που’ χε χάσει μέσα σ’ αυτούς τους
τρελούς, τους μισούς, τους αφιονισμένους, τους νικημένους ανθρώπους που βρήκε
γυρίζοντας). Γιατί γρήγορα συναισθάνεται ότι θα μπορούσε να’ λεγε πως αυτός απόμεινε όλα τα χρόνια της Γερμανίας
Ντομπρινοβίτης, οι άλλοι δεν είναι τίποτα πια, από πουθενά δεν είναι. Τόσο
ξένος, τόσο μόνος, ανάμεσα σε ανθρώπους γνωστούς αλλά «σκορπισμένους».
Όμως ο Κωστής -άλλη γενιά- δεν
είναι λυπημένος. Περπατάει στους δρόμους και τις φωτισμένες λεωφόρους, στο μεγάλο θέατρο της κοινωνίας της κατανάλωσης,
που λένε και στο καφενείο (γιατί βέβαια υπάρχει και το ελληνικό καφενείο
που εν είδει αρχαίου χορού κρίνει και σχολιάζει όλα τα συμβάντα), και σαν
χαζοπούλι που παραδέχεται ότι είναι, ασκεί τη «χαζευτική επιστήμη» και ομολογεί
με παρρησία: Είμαι καταναλωτής. Είμαι
καταναλωτής θα πει ότι υπάρχω. Έχω
στην τσέπη μου τα λεφτά μου –μοιράζομαι τη ζωή μας, ας λένε πως είναι ψεύτικη,
ας είναι και θέατρο μόνο. Δεν θέλει τους καυγάδες του ελληνικού καφενείου (τίποτα ρομέικο δεν έμεινε μέσα μου),
ακούει τις πολιτικές κουβέντες, μπερδεύεται, δεν έχει πίστη, κόμμα, ιδέες. Λέει
δεν έχει πολιτική συνείδηση, δεν έχει ταξική (τα λογάριασες πόσα δεν έχω; Ποιος είμαι, ποιος μπορεί να είμαι;). Η
ελευθερία που απολαμβάνει ο πρωταγωνιστής τον κρατά μακριά από ερωτικές αναζητήσεις
και έντονα πάθη. Ζει σύντομες και αμοιβαία ντόμπρες σχέσεις, κυρίως με
Γερμανίδες, έχοντας επίγνωση ότι ο έρωτας
δεν είναι για μας, τα παιδιά του φίφτυ φίφτυ. Δεν θέλει δεσμεύσεις, δεν
θέλει σύζυγο, συνειδητά και χωρίς περιστροφές (εκεί στην Ελλάδα, πρέπει να τη φοβήθηκα την αγάπη. Να μην τον πάρεις στο λαιμό σου τον άλλον,
φεύγεις καλύτερα, μαθαίνεις να φεύγεις).
Κι όμως γνωρίζει και τον
«αληθινό έρωτα», για ένα σύντομο διάστημα που εξιστορείται με τον γήινο και
ανυπόκριτο τρόπο του Κώστα σε δώδεκα καταπληκτικές σελίδες (ένα ζευγάρι κορδόνια που δε χρειάζονται σε
τίποτα –αυτό, λοιπόν, μπορεί να’ ναι ο έρωτας;/πίσω από την ημεράδα της είναι
μια φλόγα που καίει/παπαρούνα που πολεμάει να σπάσει την άσφαλτο/έτοιμη μου
φαίνεται να δώσει τα πάντα για μια στάλα αληθινή ζωή/τότε τον είπε και κείνον
τον μεγάλο το λόγο της, πως γι’ αυτό με λατρεύει, επειδή είμαι τόσο κουτός).
Μου φάνηκε υπερβολικός ο εγωισμός που έφερε τον χωρισμό, που ίσως ήταν μοιραίος
για να φανεί αυτό το ακατόρθωτο του αιώνιου έρωτα (είναι μεγαλύτερος απ’ τον άνθρωπο, είναι λοιπόν, ακατόρθωτος). Αυτό
τουλάχιστον αποκαλύφθηκε όταν ξανασυναντήθηκαν μετά από χρόνια, που η Έρικα
ήταν παντρεμένη αλλά πάντα με την αίσθηση
αυτή του άφθαστου.
Όμως το Διπλό βιβλίο έχει και
πολιτικό χαρακτήρα, κι ας είναι ο ήρωάς του «χαζοπούλι», ή «κουτός» όπως λέει
κι ο ίδιος. Κι ας συγχέει τις πολιτικές κουβέντες των συγχωριανών του στο
καφενείο, όμως φτάνουν ως αυτόν έννοιες όπως αλλοτρίωση, σοσιαλισμός,
καπιταλισμός, σταλινισμός, αναρχισμός κλπ. Άλλωστε, μια απ’ τις φωνές που
ακούγονται είναι του λενινιστή Γιαννόπουλου, και αργότερα και του Γερμανού
συνδικαλιστή που θα του ανοίξει τα μάτια (αυτό
που βλέπετε γύρω σας, καλά μεροκάματα, άδειες, κοινωνικές ασφαλίσεις, δεν είναι
κανένας παράδεισος. Έχουν αίμα πίσω τους, σφαγές πολλά χρόνια για να γίνουν
έτσι. Και δεν θα σας αφήσουμε να μας τα χαλάσετε). Η πρωτόγονη ματιά του
ήρωα κρύβει μιαν απόσταση απ’ τα γεγονότα που πολλές φορές γίνεται σοφά
ειρωνική (π.χ. για τους σταλινικούς: μιλάνε
μια γλώσσα σχεδόν συνθηματική για γεγονότα που ξέρουν καλά. Αν δεν ξέρεις τη
γλώσσα τους δεν καταλαβαίνεις για ποια γεγονότα μιλάνε. Αν δεν ξέρεις τα
γεγονότα, δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα τους. Κάποτε μου φαίνονται τρελοί,
μανιακοί, κάποτε θύματα αξιολύπητα), ενώ ο ίδιος επαναλαμβάνει ότι δεν έχει
πολιτική συνείδηση ούτε και ταξική, διαπίστωση που διαψεύδει βέβαια τον εαυτό
της. Η συμμετοχή του «συντρόφου» Κώστα στη συνδικαλιστική δράση είναι
αναπόφευκτη.
Πολιτικό σχόλιο του Δημήτρη
Χατζή στην αριστερά είναι και η τραγική πορεία του πατέρα (ο πρωταγωνιστής την
εμπιστεύεται εξ ολοκλήρου στον «συγγραφέα» που αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο
«Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη»), που
εμβόλιμα εξιστορείται μέσα στο βιβλίο. Ο
μικρός ράφτης που αναμείχτηκε με τους τσαγκαράδες στο Βόλο (κομμουνιστές απ’ ανέκαθεν, όπως το’ λεγαν οι
ίδιοι, λίγο τρελοί, λίγο αναρχικοί, λίγο χριστιανοί, με τα σχέδια μιας
παγκόσμιας κομουνιστικής αδερφοσύνης, περισσότερο στην καρδιά τους παρά στο
μυαλό τους), ήταν ο πατέρας για τον οποίο ο Κώστας δεν ήξερε τίποτα (μαθαίνοντας την ιστορία του σκέφτηκα πως εγώ
δεν τον ήξερα αυτόν τον άνθρωπο που’ ταν πατέρας μου). Πρόκειται για μια
συγκλονιστική ιστορία της αντίστασης, μια ιστορία προδοσίας και διάψευσης, ενός
ανθρώπου που του κλέψαν το θάνατο, βαριά κληρονομιά στο νεαρό Κώστα και
την αδερφή του την Αναστασία (η Αναστασία
μας τα’ ξερε –τι δεν ήξερε αυτή;).
Το διπλό βιβλίο
Ξένη στον κόσμο νιώθει και η
αδερφή του Κώστα, η Αναστασία (η κόρη εγώ
του νικημένου Ελασίτη). Είναι εκείνη που θα μιλήσει απερίφραστα για τη διπλή ζωή, στο κεφάλαιο όπου ο
συγγραφέας της δίνει το λόγο. Το κορίτσι με τις κοτσίδες που δεν έκοβε ποτέ, απευθύνεται
κι αυτή στον συγγραφέα (ήρθες και με
βρήκες –ήταν ακόμη στη Σούρπη. Ήμουν, είπες, η μικρή Διοτίμα[1]
σου τότε/σχεδόν δεν ήξερα να σκεφτώ. Ένιωθα
μόνο). Ο συγγραφέας την εμπιστεύεται και τη γυρεύει σαν την θηλυκή του anima[2], όπως ο Σωκράτης εμπιστεύτηκε τη Διοτίμα, την ιέρεια της
Θεσσαλίας. Γιατί η Αναστασία μ’ έναν τρόπο διαισθητικό, με το κορμί, ή επικοινωνώντας
με τα πουλιά έχει επαφή μ’ ένα πνεύμα ελεύθερο, ανυπότακτο. Όπως κι ο
συγγραφέας «ανακατεύει τ’ αστέρια, τους αλλάζει θέση στον ουρανό», πάει να πεί
ξανατακτοποιεί τον κόσμο (κι αλλάζω τη
μοίρα των άλλων). Ο Χατζής μάς αιφνιδιάζει στο σημείο αυτό γιατί απ΄ τη
γήινη και ρεαλιστική πραγματικότητα του Κώστα μεταπηδά σ’ έναν χώρο
μυστικιστικό, άφατο, αγγίζει μιαν αλήθεια διαφορετικής φύσης: Ήξερα από τότε πως τ’ άλλα παιδιά δεν είχαν
τέτοια πουλιά. Ήταν λοιπόν μυστικό. Κι έτσι την άρχιζα εγώ τη ζωή μου –τη μισή
με τους άλλους, την άλλη μισή μ’ αυτό μου το μυστικό –τη διπλή τη ζωή μου/από
δω τ’ όνειρό μου, η αλήθεια της απ’ την άλλη. – και δεν σκεφτόμουνα να τα
ζευγαρώσω, δεν ήξερα τότε τι ήταν το ζευγάρωμα, σε τι μπορεί να χρειάζεται.
Η έντονη παρουσία του
συγγραφέα, σχεδόν απ’ την αρχή της αφήγησης του Κώστα, οι αναφορές και τα αυτούσια
αποσπάσματα που παρατίθενται εκ μέρους του σε πλάγια γραμματοσειρά (το πρώτο
ήδη στη σελίδα 55, ένα καταπληκτικό απόσπασμα για τις γυναίκες γενιές ατέλειωτες βασανισμένες ρομιές,
κάτι που φυσικά δεν θα ταίριαζε να αποδοθεί στον αφελή Κώστα), μας προϊδεάζουν
για το περιεχόμενο της λέξης «διπλό» του τίτλου. Είναι διπλό και ίσως πολλαπλό,
όσα και τα διαφορετικά περιεχόμενα που προσλαμβάνουν οι αναγνώστες. Πρόκειται
για μια διπλή αφήγηση, αυτού που έζησε
τα γεγονότα κι αυτού που τα καταγράφει;
Πρόκειται για τη διπλή ζωή της Αναστασίας; Για τη διπλή ζωή, την γήινη την
αληθινή, και την φανταστική, την ανέφικτη; (τον
ονειρεύομαι τον εαυτό μου μέσα στον κόσμο, που δεν τον βλέπω). Μήπως
πρόκειται για την διπλή ζωή του συγγραφέα που σκορπίζεται στους ήρωές του και
δεν ξέρει να δώσει λύση, όπως στην περίπτωση του Σκουρογιάννη με την αρκούδα (ο πιο νικημένος απ’ όλους είσαι συ. Μέσα απ’
τις χαμένες ζωές τις δικές μας, η δική σου κομματιάζεται χίλια κομμάτια); Διπλός
είναι κι ο κόσμος στον οποίο ζούμε, ο απερχόμενος του οποίου ένα ένα τα πρόσωπα
αποχωρούν και που τον νοσταλγούμε, και ο μελλοντικός που μας φοβίζει αλλά
συγκροτεί τις δυνάμεις μας. Κι αυτό συμβαίνει πάντα, κι αυτό συμβαίνει
αναμφισβήτητα και στο διπλό βιβλίο του Χατζή, όπου οι δυο κόσμοι συνυπάρχουν
αλλά δεν μπορούν να συνταιριαστούν.
Ο ήρωας χρειάζεται τον
συγγραφέα, τον αναζητά (το συγγραφέα
ζητάω –αυτόν χρειάζομαι τώρα), τον αναζητά και η Αναστασία που του
προσφέρει τις κοτσίδες της. Κι ο συγγραφέας έχει ανάγκη τους ήρωές του. Μετά τη
μέση του βιβλίου, ο συγγραφέας εμφανίζεται όλο και συχνότερα, γυμνός και αποκαρδιωμένος για την ανεπάρκειά του (τους βλέπω πολύ καλά τους σπασμένους αρμούς
του βιβλίου μου. Και βλέπω πίσω απ’ αυτούς και την ουσιαστική του
ανεπάρκεια/δεν μπορώ να προχωρήσω, να τα δέσω πρόσωπα και καταστάσεις σε μια
ενότητα/τα πρόσωπα σπάζουν – είναι κομμάτια, ψηφία σκορπισμένα. Δεν είναι
τυχαίο που οι τρεις τελευταίες σελίδες του 9ου κεφ. («Επίλογοι στο
πρώτο βιβλίο-Μικρός πρόλογος για το δεύτερο) είναι όλες σε πλάγια γράμματα. Ο τίτλος
«μικρός πρόλογος για το δεύτερο» μοιάζει να αφορά τις τελευταίες αράδες από τις
σκόρπιες σημειώσεις του συγγραφέα, που είναι διαφορετικές και ίσως λίγο
ξεκάρφωτες. Είναι αυτές που ρίχνουν λίγο φως στο σκοτεινό τούνελ, ανοίγοντας
ένα παραθυράκι ελπίδας μες «στο λυκόφως των καιρώ»: Της ελπίδας το βιβλίο θα’ θελε να’ναι το δεύτερο αυτό το δικό σου. Για τον
σημερινό, το δικό μας κόσμο, που δεν τον βλέπεις ακόμα, δεν ξέρεις πώς είναι –και
δεν τον φοβάσαι.
Τελειώνοντας, θα μιλήσω κάπως
προσωπικά για να επισημάνω ότι, αν και φιλόλογος, γενικά και κυρίως στις αναρτήσεις αυτού του
μπλογκ αποφεύγω όρους λογοτεχνικούς και φιλολογικούς (στους οποίους θα πρέπει
να ανατρέξει κανείς σε λεξικά και να συζητά ώρες με τον άλλον για να συμφωνήσει
στο περιεχόμενό τους) . Θα βρω άλλον τρόπο για να εκφράσω αυτό που οι κριτικοί
λένε «κοινωνικό ρεαλισμό», «κριτικό ρεαλισμό», αποδόμηση, δυστοπία, (α-τοπία
στην περίπτωση του Χατζή) κλπ. Επιλέγω να βλέπω το βιβλίο που διαβάζω με τη φρεσκάδα
του αναγνώστη «tabula rasa», και να
επιζητώ τον διάλογο με λέξεις απλές και καθημερινές. Έτσι, δεν ανέτρεξα καν σε
γνωστών κριτικών τις μελέτες, παρά μόνο αφού ολοκλήρωσα την ανάρτηση μέχρι την
προηγούμενη παράγραφο. Δεν μπορώ όμως να αντισταθώ στο να χρησιμοποιήσω για
επίλογο τα λόγια του Δημήτρη Τζιόβα[3]
:
Το «Διπλό
βιβλίο» γράφεται τελικά για να αμφισβητήσει τις ίδιες τις προθέσεις του, να μας
υποψιάσει για το τέλος των μακροαφηγήσεων. Έτσι κι αλλιώς, δε θα μπορούσε ν
αποτελέσει μια μείζονα αφήγηση, γιατί προσπαθώντας να δείξει τον αγώνα των
ανθρώπων να γεφυρώσουν το χάσμα ονείρου και πραγματικότητας, κάνει τους ίδιους να
παραδεχτούν τη διάστασή τους. Αντί να καταλήξει στην ενότητα, την ταύτιση των
δυο πόλων, στην υπέρβαση του δυισμού, εξωθείται στην παραδοχή του. Ο τίτλος το
βιβλίου δεν είναι νομίζω τυχαίος (…). Το
όνειρο για μια αλλιώτικη ζωή παρακινεί τον Κώστα στη Γερμανία, το όραμα για
έναν καλύτερο κόσμο οδηγεί τη γενιά του μικρού
ράφτη της Σούρπης στην ήττα. Και τα πουλιά, το όνειρο της Αναστασίας, συνιστούν
την αθέατη πλευρά της αζευγάρωτης διπλής ζωής της
ή με τα λόγια της ίδιας
«από δω τ’ όνειρό μου, η αλήθεια της απ’
την άλλη».
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%94%CE%B9%CE%BF%CF%84%CE%AF%CE%BC%CE%B1
[2] http://www.esoterica.gr/articles/psycholg/animus/animus.htm (Animus και anima. Σύμφωνα
με τον Γιουνγκ, πρόκειται για μία οντότητα που λειτουργεί ανεξάρτητα από τις
άλλες ψυχικές λειτουργίες και παρεμβαίνει στη ζωή του ατόμου είτε βοηθητικά
είτε καταστρεπτικά αλλά πάντα καθοριστικά και επίμονα .Animus σημαίνει νους ή πνεύμα. Είναι η αρσενική ψυχή
μέσα στη γυναίκα που κατεξοχήν λειτουργία της είναι ότι παράγει γνώμες.
Αντιστοιχεί στον πατρικό λόγο.
Η Anima είναι η θηλυκή ψυχή του άνδρα. Είναι το
θηλυκό στοιχείο που προσωποποιεί όλες τις θηλυκές ψυχολογικές τάσεις της ψυχής
του άνδρα όπως τα αισθήματα, οι αόριστες διαθέσεις ,οι προφητικές διαισθήσεις η
ευαισθησία προς την άλογη πλευρά ,η δύναμη του προσωπικού έρωτα το αίσθημα της
φύσης και οι σχέσεις με το ασυνείδητο. Η απώθηση αυτών των θηλυκών τάσεων και
ροπών προκαλεί τη συσσώρευση τους στο ασυνείδητο. Έτσι η εικόνα της γυναίκας
γίνεται υποδοχέας αυτών των απαιτήσεων .Γι’ αυτό ο άνδρας στην ερωτική του
εκλογή έχει ισχυρή επιθυμία ν’ αποκτήσει τη γυναίκα που ανταποκρίνεται καλύτερα
στη δική του ασυνείδητη θηλυκότητα, μία γυναίκα που μπορεί αδίστακτα να δεχτεί
την προβολή της ψυχής του.
Δεν είναι τυχαίο που
κάποτε διάλεγαν ιέρειες (οι Έλληνες τη Σίβυλλα) για
να βολιδοσκοπούν τη βούληση των θεών και να επικοινωνούν μαζί τους
[3]
Δημήτρη Τζιόβα, Το παλίμψηστο της ελληνικής αφήγησης, σελ. 267
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου