Τετάρτη, Μαΐου 10, 2017

Δακρυσμένος ήλιος, Τσιμαμάντα Αντίτσι

Είμαι Νιγηριανός επειδή ένας λευκός δημιούργησε τη Νιγηρία
και μου έδωσε αυτή την ταυτότητα.
Είμαι μαύρος επειδή ένας λευκός προσδιόρισε το μαύρο
ως κάτι όσο το δυνατόν πιο διαφορετικό από το δικό του λευκό.

Αλλά ήμουν Ίγκμπο πολύ πριν έρθει ο λευκός στην Αφρική.

Παρά τον δακρύβρεχτο τίτλο, πρόκειται για ένα πολύ αξιόλογο έργο της νιγηριανής λογοτεχνίας (για  τους τίτλους πολλές φορές ευθύνονται οι εμπορικοί οίκοι, είτε των πρωτότυπων έργων,  είτε των μεταφρασμένων), που τοποθετείται στη δύσκολη για τη χώρα ιστορική περίοδο 1960-70. Η συγγραφέας καταφέρνει  να αποτυπώσει όλες τις κοινωνικές αντιθέσεις, όχι μόνο των ντόπιων απέναντι στους Βρετανούς -των οποίων η Νιγηρία ήταν αποικία μέχρι το 1960-, αλλά και μεταξύ των διάφορων φυλών (μουσουλμάνων, γιορούμπα, ίγκμπο, χάουζα, όπι, ίτζαβ, εφίκ, ιμπίμπιο κλπ) που συνιστούν το νιγηριανό κράτος κατά την κρίσιμη δεκαετία, αποκορύφωμα της  οποίας είναι η προσπάθεια των -νότιων- Ίγκμπο να αυτονομηθούν ανακηρύσσοντας  την ανεξαρτησία του κράτους της Μπιάφρας (1967-70)[1], της νοτιοανατολικής περιοχής δηλαδή, που είναι παρεμπιπτόντως πλούσια σε κοιτάσματα πετρελαίου. Όλοι γνωρίζουμε την ανείπωτη τραγωδία στην οποία κατέληξε ο πόλεμος αυτός, πόλεμος εμφύλιος, σκληρός και άνισος, όπου για μια ακόμη φορά κυριάρχησαν τα δυτικοευρωπαϊκά συμφέροντα. 
Τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν είναι όλα της φυλής ίγκμπο και περιστρέφονται γύρω από τον Οντενίγκμπο, τον πανεπιστημιακό διανοούμενο με ταπεινή καταγωγή που συζεί με τη μεγαλοαστή Ολάνα, παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας του, στην πόλη Νουσούκα. Είναι ο πιο ώριμος, ένας νους μεθοδικός και επαναστατικός, ενημερώνεται, διαβάζει εφημερίδες, οργανώνει πολιτικές συζητήσεις σπίτι του (π.χ. για τον αποαποικιοκρατισμό, για τον παναφρικανισμό, τις απεργίες κλπ), και φανερά δίνει στη μόρφωση πρώτη προτεραιότητα. Όντας προοδευτικός τόσο ώστε να στέλνει τον παραγιό του, Ούγκβου, στο σχολείο με προοπτική να τον πάει και στο πανεπιστήμιο, δεν φέρεται όπως τα άλλα αφεντικά αλλά πολύ πιο άμεσα, πιο φιλικά.  Η γοητευτική Ολάνα είναι κι εκείνη μορφωμένη (απ’ τις λίγες γυναίκες που τελείωσαν πανεπιστήμιο), κόρη του αρχηγού Οζόμπια από το Λάγκος, με πολλές γνωριμίες στα υπουργεία και διακριτή περιουσία. Η απόφασή της να ζήσει με τον Οντενίγκμπο (τον «επαναστάτη εραστή» της, σύμφωνα με την οικογένειά της) και να διεκδικήσει τη θέση λέκτορα στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Νουσούκα (αντί να παντρευτεί τον υπουργό Οκόντζι που προσπαθεί αν την εξαγοράσει) τη φέρνει σε σύγκρουση με τους γονείς της, ίσως και σε απόσταση με τη δίδυμη ιδιόρρυθμη αδερφή της, την Καϊνένε (η Καϊνένε ήταν ανέκαθεν, από παιδί ακόμα, απόμακρη, σκυθρωπή, και συχνά πικρόχολη στην εφηβεία της), που αποφασίζει να μείνει στο Πορτ Χάρκουρτ για να διευθύνει επιχειρήσεις. Τα πρόσωπα αυτά πλαισιώνονται και από συγγενείς, πλούσιους και φτωχούς, μορφωμένους και αμόρφωτους, και με φίλους μέσα στους οποίους περιλαμβάνονται μουσουλμάνοι (βόρειοι) και λευκοί.
Όμως ο παντογνώστης αφηγητής φαίνεται να προτιμά την οπτική του φτωχού Ούγκβου. Μέσα απ’ τα μάτια του παραγιού του Οντενίγκμπο, που προσλαμβάνεται στο σπίτι του Οντενίγκμπο και παρατηρεί  με το αγνό του μυαλό όλες τις εξελίξεις, παρακολουθούμε όχι μόνο τα πολιτικά γεγονότα και τον αντίκτυπο στις διάφορες ομάδες της κοινωνίας της Νιγηρίας, αλλά και τις μεγάλες κοινωνικές διαφορές, μιας και ο Ούγκβου έρχεται από ένα ασήμαντο χωριό και εντυπωσιάζεται απ’ όλες τις αστικές συνήθειες των αφεντικών του (ψυγείο, αυτοκίνητα, βιβλία, εφημερίδες, ηλεκτρικό κλπ). Ανοίγει διάπλατα τα μάτια του και τα αυτιά του σε κάθε είδους εισβολή της δυτικής κουλτούρας, κι ενημερώνεται θέλοντας και μη για τις επαναστατικές εξελίξεις παρακολουθώντας τις ατέλειωτες συζητήσεις των αφεντικών του. Δένεται και τους αγαπά, πράγμα που γίνεται αμοιβαίο, κι ως εκ τούτου συμμετέχει στα οικογενειακά θέματα σαν μέλος της οικογένειας αλλά και στις θυελλώδεις συναισθηματικές σχέσεις των ηρώων, όπως διαμορφώνονται και μεταλλάσσονται στις δραματικές αυτές συνθήκες.
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, λοιπόν, έχουμε έντονα ερωτικά πάθη (λεπτές αποχρώσεις πόθου, καρτερία, ζήλειες, απιστίες, κλπ), όχι μόνο της Ολάνα με τον Οντενίγκμπο, αλλά και της Καϊνένε με τον λευκό δημοσιογράφο Ρίτσαρντ που θέλει να γίνει συγγραφέας, και του Ούγκβο με την συγχωριανή του Νεσινάτσι κι αργότερα με την Τσινιέρε και την Εμπερέτσι.  Με όλες τις δυσκολίες που επιβάλλουν όχι μόνο τα ιστορικά γεγονότα αλλά και οι κοινωνικές/φυλετικές διαφορές,  αυτές οι σχέσεις διαπλέκονται και περνούν πολλές δοκιμασίες, ενώ η συγγραφέας με θαυμαστό τρόπο ψυχογραφεί τον κάθε χαρακτήρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ψυχογράφηση του συνεσταλμένου και μετριοπαθούς Άγγλου Ρίτσαρντ, που βρίσκεται μέσα στην κοινωνία αυτή σαν τη μύγα μές στο γάλα… Ο Ρίτσαρντ νιώθει σε πολλές περιστάσεις άβολα, αμήχανα, ωστόσο έρχεται σε σύγκρουση με την «επίσημη» σχέση του, τη Σούζαν που, εκπροσωπεί την κυρίαρχη αντίληψη των λευκών για τους Νιγηριανούς (είχε την απόχρωση της φωνής ενός ανθρώπου με απόψεις επιβεβλημένες από μιαν αυτάρεσκη αγγλική αξιοπρέπεια). Παρόλη όμως τη φαινομενική του δειλία, έχει το θάρρος να έρθει και όχι μόνο να συζήσει με τη Νιγηριανή Καϊνένε, αλλά να ξεκινήσει κι ένα βιβλίο για την ιστορία της χώρας, όπως επίσης και να γράψει -αργότερα- μια σειρά άρθρων για τον αγώνα της Μπιάφρας (-Ήρθες στη Νιγηρία για να ξεφύγεις από κάτι; -¨Όχι, ανέκαθεν ήμουν μοναχικός και από παιδί ακόμα ήθελα να δω την Αφρική. Έτσι πήρα την άδεια από την ασήμαντη δουλειά μου στην εφημερίδα και να’ μια).
Στο συναισθηματικό επίπεδο, ακόμα, βλέπουμε την εξέλιξη της αδερφικής σχέσης Ολάνα- Καϊνένε που περνά κι αυτή τα 40 κύματα, αλλά και τις σχέσεις όλων αυτών με τους γονείς τους, αντίστοιχα. Μεγάλη επιρροή στην οικογένεια ασκεί η κυριαρχική μητέρα του Οντενίγκμπο που δεν θέλει τη νύφη της, είναι άκρως συντηρητική, μετέρχεται κάθε μέσον (φαρμάκια, μαγικά φίλτρα κλπ) για να αποτρέψει τη συμβίωση του γιου της με την Ολάνα, και καθορίζει τη σχέση με την κόρη τους, την «Μπέμπα» (Οντενίγκμπο: Νκεμ, η μητέρα μου πέρασε όλη τη ζωή της στην Άμπα. Ξέρεις πόσο μικρό χωριό είναι αυτό; Φυσικά και θα νιώσει απειλή από μια μορφωμένη γυναίκα που ζει με το γιο της. Φυσικά και θα πρέπει να είναι μάγισσα. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να το αντιληφθεί. Η αληθινή τραγωδία του μετααποικιακού κόσμου μας δεν είναι ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν έχει λόγο στο κατά πόσο θέλει ή όχι τον νέο κόσμο˙ το πιο τραγικό είναι ότι στους περισσότερους δεν έχουν δοθεί καν τα εφόδια για να διαχειριστούν αυτόν εδώ τον νέο κόσμο).
Ο δυτικός αναγνώστης αιφνιδιάζεται από την ωριμότητα και το ανοιχτό πνεύμα με τα οποία αντιμετωπίζουν οι ήρωες προβλήματα που είναι καίρια και διαχρονικά. Δεν θα πίστευε π.χ. κανείς ότι  στη νιγηριανή κοινωνία του 1960 υπήρχαν γυναίκες που δεν θέλαν, από ιδεολογία, να παντρευτούν (και γενικότερα κυκλοφορούν πολύ χειραφετημένες απόψεις). Ότι άτομα όπως ο Οντενίγκμπο θεωρούν ότι το να φέρεις ένα παιδί σ’ αυτόν τον άδικο κόσμο είναι πράξη απαθούς μικροαστισμού, μια στάση που κρύβει συνήθως ακροαριστερές αντιλήψεις. Ή ότι ορισμένοι απ’ αυτούς δεν μιμούνται με δουλοπρέπεια τους λευκούς αλλά βλέπουν τη δυτική κουλτούρα κριτικά, με την καθαρή ματιά της απόστασης (μερικές φορές είσαι ακριβώς όπως οι λευκοί, έτσι όπως βρίσκουν ανιαρά τα καθημερινά πράγματα). Αντίθετα, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό η αντίστροφη προκατάληψη (Νιγηριανών απέναντι στους λευκούς: όσες δικές μας γυναίκες κυνηγούν λευκούς είναι ενός ορισμένου τύπου, κατάγονται από φτωχή οικογένεια και έχουν εκείνο το κορμί που αρέσει στους λευκούς). Υπάρχει βέβαια και η τάση, εκ μέρους των Νιγηριανών, να δυσπιστούν απέναντι στις προθέσεις κάθε λευκού όπως ο Οκεόμα, που δείχνει περιφρόνηση απέναντι στον Βρετανό Ρίτσαρντ, γιατί φαίνεται να πιστεύει ότι οι Αφρικανοί και οι Ευρωπαίοι δεν θα κατάφερναν ποτέ να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο. Εντυπωσιάζει επίσης το επιχείρημα με το οποίο υποστηρίζουν τη ντόπια μουσική Χάι Λάιφ και τον μουσικό Ρεξ Λόσον[2], γιατί δεν μένει κολλημένος στη φυλή του, στους Καλαμπάρι˙ τραγουδά σε όλες τις κύριες διαλέκτους.  
Οι συνήθειες και ο τρόπος ζωής των ίγκμπο, οι κοινωνικές τους σχέσεις και οι κοινωνικές αντιθέσεις ενσωματώνονται στην αφήγηση όχι ενημερωτικά/διδακτικά αλλά μέσα από χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Συνήθειες διατροφής, συνήθειες ενδυμασίας (π.χ. αξιοπρόσεκτο ότι οι γυναίκες που πήγαιναν στο πανεπιστήμιο φορούσαν περούκες με μακριά ίσια μαλλιά και μακριά φορέματα που έφταναν ως τους αστραγάλους τους). Και βέβαια αυτές οι συνήθειες είναι διαφορετικές ανάλογα με την κοινωνική τάξη. Οι αντιθέσεις όσο αφορά τον πλούτο και την κοινωνική θέση είναι μεγάλες, και επισημαίνονται έμμεσα στο μυθιστόρημα μέσα από γεγονότα και σύντομες σκηνικές περιγραφές, όπως π.χ.: ο Ούγκβου ευχήθηκε ξαφνικά να μην άγγιζε ο κύριος τη μητέρα του, επειδή τα ρούχα της μύριζαν από την πολυκαιρία και τη μούχλα. Αυτός δεν ήξερε ότι η πλάτη της πονούσε από τη δουλειά στο χωράφι, ότι η φυτεία με τους κοκοφοίνικες έδινε πάντοτε φτωχή σοδειά και ότι το στήθος όντως έκαιγε όταν έβηχε. Οι ανισότητες εντοπίζονται κυρίως ανάμεσα στην οικογένεια του Ούγκβου και κάποιους συγγενείς της Ολάνα στο Κάνο που είναι πάμφτωχοι, και της μεγαλοαστικής οικογένειας της Ολάνα που φαίνεται να είναι διαπλεκόμενη με τη φιλοβρετανική κυβέρνηση.
Ωστόσο το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν οι πολιτικές απόψεις, οι πολιτικές ζυμώσεις, αυτές που προετοιμάζουν και στηρίζουν αυτό το συνταρακτικό εγχείρημα -να εξεγερθούν μια φούχτα κόσμος ενάντια όχι μόνο στη φιλοβρετανική κυβέρνηση, αλλά και στις βόρειες φυλές (στη βόρεια Νιγηρία επικρατούσαν μουσουλμανικές φυλές), και να αποτολμήσουν να αυτοανακηρυχθούν ανεξάρτητο κράτος! και μάλιστα σε μια εποχή που καταστέλλονταν άλλες σημαντικές επαναστάσεις της Αφρικής. Δεν είναι τυχαία βέβαια η έντονη πολιτικοποίηση μιας μερίδας νέων, ίσως της «αφρόκρεμας» των διανοούμενων, μέσα στους οποίους ανήκει ο Οντενίγκμπο και ο κύκλος του (άντρες και γυναίκες), που αποτελεί προϋπόθεση μιας τέτοιας εξέγερσης. Έτσι, βλέπουμε πάλι με κατάπληξη ότι οι ήρωές μας είναι πολύ ενημερωμένοι και διορατικοί, όχι μόνο ο Οντενίγκμπο σαν πανεπιστημιακός καθηγητής που είναι, αλλά και η παρέα του, και οι γυναίκες του κύκλου αυτού, συμμετέχοντας σε συζητήσεις π.χ. για την άρδευση (αν μάθουμε τη σύγχρονη τεχνολογία για την άρδευση, μπορούμε να ταΐσουμε αυτό το λαό χωρίς κανένα πρόβλημα. Μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτή την αποικιακή εξάρτηση που δημιουργούν οι εισαγωγές), για την παιδεία (τώρα πρέπει να εφαρμόσουμε ανεξάρτητη εκπαίδευση! Όχι αύριο, τώρα! Διδάξτε στους μαθητές μας τη δική μας ιστορία!). Ξέρουν ότι το Πανεπιστήμιο της Νουσούκα, όπου διδάσκουν ως λέκτορες, παίρνει αμερικανική βοήθεια. Με πολιτική οξυδέρκεια αντιλαμβάνονται ότι οι μεν Βρετανοί ελέγχουν τους δικούς τους μετανάστες, οι ίδιοι όμως, μέλη της Κοινοπολιτείας, δεν μπορούν να ελέγξουν τους Βρετανούς που εγκαθίστανται στις πατρίδες τους. Μπορούν και εκτιμούν τον πολιτισμό τους, τον πολιτισμό των Ίγκμπο, που δεν ξέρουν τι πάει να πει βασιλιάς εμείς έχουμε ιερείς και πρεσβύτερους. Ο τάφος ανήκε, ίσως, σε κάποιον ιερέα. Αλλά ο ιερέας δεν καταδυναστεύει τους ανθρώπους όπως ο βασιλιάς. Μόνο κάποιοι ανόητοι αυτοαποκαλούνται βασιλιάδες σήμερα, επειδή ο λευκός έβαλε πάνω από τα κεφάλια μας εξουσιοδοτημένους αρχηγούς»). Έχουν απόλυτη συνείδηση της ιδιαιτερότητας της δικιάς τους κουλτούρας και μέσω της «Ένωσης Ίγκμπο» ιδρύουν Δημοτικά Σχολεία όπου διδάσκουν τα ίγκμπο στα αιδιά των χωριών.

Όταν εμείς πεθαίναμε, ο κόσμος ήταν σιωπηλός[3]

«Όταν εμείς πεθαίναμε, ο κόσμος ήταν σιωπηλός» είναι ο εύστοχος τίτλος του βιβλίου που ετοιμάζει ο Ρίτσαρντ, αργά και μεθοδικά καθώς κρατά σημειώσεις απ’ αυτά που βλέπει να διαδραματίζονται γύρω του (στην ερώτηση γιατί χρησιμοποιεί το «εμείς» απαντά με αυτοσυνειδησία και αποφασιστικότητα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πρόκειται για έναν αγώνα που τον αφορά και κείνον). Τα αποσπάσματα των σημειώσεων αυτών φτάνουν στον αναγνώστη σποραδικά, και σχηματίζουν ένα ιστορικό διάγραμμα από τον 19ο ακόμα αιώνα, που η Νιγηρία δεν υπήρχε σαν κράτος (ιδρύθηκε το 1914). Μιλά για τη διάκριση Βορρά- Νότου, και τις προτιμήσεις των μεγάλων δυνάμεων (η Βρετανία προτιμά τον φεουδαλικό Βορρά, η Γαλλία υποστηρίζει χλιαρά τους «νεγροειδείς» νότιους γιορούμπα και ίγκμπο: οι Βρετανοί έπρεπε να διατηρήσουν τη Νιγηρία ως είχε: το πολεμικό τους λάφυρο και το δημιούργημά τους, τη μεγάλη αγορά τουε, το δικό τους αγκάθι στο μάτι της Γαλλίας)
Όμως,  μετά το πραξικόπημα του Νζεόγκβου («δεν είναι κομμουνιστής;» (!:)), που σηματοδότησε την ανεξαρτησία του κράτους της Μπιάφρα, όλα αρχίζουν να αλλάζουν καταιγιστικά. Τη σύντομη περίοδο ενθουσιασμού και ικανοποίησης από τους στόχους που βάζει το Επαναστατικό Συμβούλιο (έθνος απαλλαγμένο από τη διαφθορά και τις εσωτερικές διαμάχες, ελευθερία από κάθε μορφή καταπίεσης, «δε θα ντρέπεστε, πλέον, να λέτε ότι είστε Νιγηριανοί) ακολούθησε μια τρομακτική αλληλουχία ελπίδας, αγωνιστικότητας, αλλά και πανικού, διώξεων, οικονομικού αποκλεισμού, προσφυγιάς, πείνας, θανάτου… Και το ξεκλήρισμα αυτό εγκαινιάζει μια περίοδο στην παγκόσμια ιστορία αφανισμού αμάχων, που η διεθνής κοινότητα αντικρίζει με απάθεια, ανήμπορη να βοηθήσει ουσιαστικά.
Στον μικρόκοσμο του Ούγκβου, του Οντενίγκμο και της Ολάνα όλα ανατρέπονται, όλα επιταχύνονται. Οι πολιτικές συζητήσεις απογειώνονται, καθώς καυτά θέματα προκύπτουν συνέχεια απ’ τα γεγονότα (π.χ. Πρέπει να θανατωθεί ο τοπικός αρχηγός του βορρά, ο πνευματικός ηγέτης των μουσουλμάνων Σαρντάουνα που καταπίεζε τους βόρειους; Είναι απαραίτητη μια κυβέρνηση ενότητας που θα μπορούσε να εμποδίσει τον αυθαίρετο διαχωρισμό της χώρας σε επαρχίες και τομείς; Θα γίνει δεύτερο πραξικόπημα, απ’ τους βόρειους αυτή τη φορά;).
Και έγινε το δεύτερο πραξικόπημα, και άρχισαν οι ανελέητοι διωγμοί των ίγκμπο, οι άπειρες φρικαλεότητες των βορείων˙ ομαδικές εκτελέσεις, ταπεινώσεις, βασανισμοί, απίστευτες ιστορίες αφανισμού που αγγίζουν φυσικά τους ήρωές μας, άμεσα ή έμμεσα. Αλλά υπήρχαν κι άλλες ιστορίες: για το πώς οι Βρετανοί λόγιοι στο πανεπιστήμιο της Ζάρια ενθάρρυναν τις σφαγές κι έστελναν φοιτητές στο δρόμο για να ξεσηκώσουν τη νεολαία, για το πώς πλήθη ολόκληρα στους χώρους στάθμευσης του Λάγκος είχαν γιουχαϊστεί και χλευαστεί. Η πολιτική εθνικής ισορροπίας αποτυγχάνει όλο και περισσότερο με ευθύνη και της «προστάτιδας δύναμης» (του Βρετανού διοικητή) που αρνείται πεισματικά να προωθήσει και ίγκμπο στις θέσεις-κλειδιά, αντίθετα διατάζει την εξόντωσή τους (η βρετανική κυβέρνηση είχε προηγούμενο με τους ίγκμπο, τους οποίους είχε διώξει και μακελέψει και το 1945). Ο τρομερός εμφύλιος ξεσπά απροκάλυπτα με αποτέλεσμα τυφλούς σκοτωμούς στο Κάνο (όπου ζουν οι συγγενείς της Ολάνα) και στο Μαϊντουγκούρι (500 άτομα). Η απόσχιση και η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας της Μπιάφρας[4] από τον αντισυνταγματάρχη Οτζούγκβου είναι πια αναπόφευκτα. Και πάλι ελπίδα, και πάλι ενθουσιασμός, και πάλι συγκεντρώσεις, ομιλίες, αγώνες.
Η επίδραση των γεγονότων στους μυθιστορηματικούς μας ήρωες και στις σχέσεις μεταξύ τους είναι καταλυτική. Χάνουν φίλους, συντρόφους, συγγενείς. Η Καϊνένε καταρρέει (ήταν η πρώτη φορά που η Ολάνα έβλεπε την Καϊνένε να κλαίει από τότε που ήταν παιδιά), ενώ οι σχέσεις μεταξύ όλων μεταλλάσσονται διαρκώς (κάποιο μυστήριο πλανιέται ανάμεσα στην Ολάνα και τον Ρίτσαρντ, που επηρεάζει και τη σχέση των δυο αδερφών- η συγγραφέας με έντεχνα φλας μπακ μας κρατά το ενδιαφέρον και σ’ αυτό το επίπεδο). Η Νιγηρία (οι «ομοσπονδιακοί»), μη αναγνωρίζοντας φυσικά το νέο κράτος, προβαίνει αμέσως σε αστυνομικές επεμβάσεις προκειμένου να επαναφέρει τους επαναστάτες της Μπιάφρας σε τάξη είναι βλέπεις το πετρέλαιο»). 
Και ο κλοιός στενεύει ολοένα. Ο πόλεμος εκ μέρους των Μπιαφρανών γίνεται με… ανύπαρκτα όπλα. Το σύντομο διάλειμμα χαράς μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας διαδέχεται η αποδοχή του Πολέμου. Έπεται η φτώχεια, τα προβλήματα ανεφοδιασμού, η έλλειψη τροφίμων, φαρμάκων, η προσφυγιά. Μια και δυο και τρεις φορές (τα σχολεία γίνονται καταυλισμοί προσφύγων). Βομβαρδισμοί, φρίκη στα καταφύγια, ψείρες, ουρές στα συσσίτια. Και το τρομερό κουαρσιόκορ, η αρρώστια που προσβάλλει κυρίως τα μικρά παιδιά από έλλειψη πρωτεΐνης, με συμπτώματα τυμπανισμού, τριχόπτωσης, απώλειας βάρους κ.α. Άλλοι παθαίνουν κατάθλιψη, άλλοι μαλώνουν, άλλοι ψυχραίνονται, η πεθερά της Ολάνα σκοτώνεται αρνούμενη να εγκαταλείψει το χωριό της.  Η επιστράτευση ανήλικων αγοριών (Ταξιαρχία των Αγοριών της Μπιάφρα) συγκλονίζει όλον τον κόσμο, ενώ συστήνονται «Επιτροπές Διαφωτισμού», όπου η Ολάνα και ο Οντενίγκμπο (αργότερα και ο… Ούγκβου) κάνουν μαθήματα επιμόρφωσης, ενεργοποιούνται μέσα στην απελπισία φτιάχνοντας π.χ. καλάθια ή λάμπες, συμμετέχουν στην Οργάνωση Μαχητών για Ελευθερία της Μπιάφρα. Η συγγραφέας μάς μεταφέρει έντεχνα και στο μέτωπο του πολέμου (επιστρατεύουν τον Ούγκβου), όπου η φρίκη είναι διαφορετική, και η διάψευση ακόμα μεγαλύτερη. Ο Ούγκβου, με οξυδέρκεια και παρατηρητικότητα συγγραφέα βιώνει απίθανες καταστάσεις.
Ο κλοιός σφίγγει η κατάσταση γίνεται όλο και πιο ασφυκτική για τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, που ζουν τη δίνη των ιστορικών γεγονότων, όπως τα ξέρουμε από την Ιστορία.  Δεν είναι σκόπιμο βέβαια να αποκαλυφθεί η έκβαση της μοίρας τους στην παρουσίαση αυτή εδώ. Αυτό που μένει σα γεύση από το εξαιρετικά σύνθετο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα της Αντίτσι είναι αυτό που είναι γνωστό, ότι ο πόλεμος τελείωσε με συντριπτική ήττα και ταπείνωση μιας δυναμικής και περήφανης φυλής, ενός ολόκληρου κόσμου που το μόνο που θέλησε ήταν να αποκτήσει την αυτονομία του…

Χριστίνα Παπαγγελή

Υ.Γ. Αξίζει να παρακολουθήσει κανείς τη συνέντευξη της εντυπωσιακής καθ΄όλα συγγραφέα Τσιμαμάντα Αντίτσι στο TED.


[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%B9%CE%AC%CF%86%CF%81%CE%B1
[2] https://www.youtube.com/watch?v=TFilIFOlZe8
[3] http://www.mixanitouxronou.gr/i-pio-sintomi-dimiourgia-kratous-stin-istoria-i-nea-chora-dialithike-se-lige-ores-ke-to-sima-tis-itan-to-prasino-chroma-ke-o-ilios/
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CF%80%CE%B9%CE%AC%CF%86%CF%81%CE%B1
[4] η ονομασία προέκυψε από τον κολπίσκο της Μπιάφρα 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου