Πέμπτη, Μαΐου 25, 2017

το τανγκό της Παλιάς Φρουράς, Αρτούρο Πέρεθ -Ρεβέρτε

Ο «κοσμικός» χορευτής Μαξ Κόστα είναι ένας χαρισματικός χορευτής του οποίου το επάγγελμα είναι να συνοδεύει στο χορό μεγαλοαστές κυρίες στα κοσμικά σαλόνια. Είναι όμορφος, κομψός, και ερωτεύσιμος… Η Μέτσα είναι επίσης μια σαγηνευτική γυναίκα που μπορεί και συνταιριάζει με μοναδικό τρόπο τα βήματά της και τις φιγούρες της με τον Μαξ, στο σαλόνι της πρώτης θέσης του υπερωκεάνιου «Καπ Πολόνιο» που ταξιδεύει το 1928 στο Μπουένος Άιρες. Η Μέτσα είναι παντρεμένη με τον εκκεντρικό μουσικοσυνθέτη Αρμάντο ντε Τροέγε, που δεν διστάζει να φτάσει στα άκρα για να «συλλέξει» εμπειρίες. Και όλο το σκηνικό θα ήταν πολύ πληκτικό, αν ο Μαξ Κόστα δεν ήταν γοητευτικός μεν, αλλά… μεγαλοαπατεώνας.
Τρεις παράλληλες ιστορίες με τους ίδιους πρωταγωνιστές, σε τρία χρονικά επίπεδα που απέχουν πολύ μεταξύ τους (1928 στο Μπουένος Άιρες, 1937 στη Νίκαια, 1937 και 1967 στο Σορρέντο της Ιταλίας), εναλλάσσονται αποσπασματικά (σε πολύ μικρές ενότητες) και βαδίζουν προς μια ξεχωριστή κορύφωση. Βλέπουμε τους δυο ήρωες να ξανασυναντιούνται αναπάντεχα σε διαφορετικές συνθήκες και να φουντώνει ξανά ο έρωτας, ένας έρωτας πολυμορφικός, αδίστακτος και σχεδόν καταστροφικός. Και  το διαφορετικά ίδιο μοτίβο στην πλοκή, η απατεωνιά του Μαξ να κηλιδώνει τον παθιασμένο έρωτα, δίνει αστυνομικό ενδιαφέρον σ’ ένα μυθιστόρημα που, παρόλη την εγγυημένη γραφή του Ρεβέρτε και τη διάνθιση με πολιτικά και καλλιτεχνικά στοιχεία, γίνεται λίγο κουραστικό.
Τα τρία χρονικά επίπεδα είναι φαίνεται προσεκτικά επιλεγμένα, γιατί εκπροσωπούν το καθένα μια πολύ ξεχωριστή ιστορική στιγμή του 20ου αιώνα: το 1928 ο κόσμος έχει μόλις βγει από έναν παγκόσμιο κι ακόμα δεν υπάρχουν τα σημάδια που προαναγγέλλουν τον επόμενο, το 1937 ο κόσμος βράζει, η Ισπανία έχει εμφύλιο ενώ η περιοχή της Νίκαιας είναι πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα σε Γαλλία και Μουσολίνι (με την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει ο πόλεμος της Ισπανίας και οι πολιτικές εντάσεις στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο, η παραλιακή λωρίδα που περιλαμβάνει το Μονακό και τη γαλλική ακτή μέχρι τη Μασσαλία ήταν μια μυρμηγκοφωλιά Ιταλών και Γερμανών πρακτόρων). Το 1967 είναι η κορύφωση του ψυχρού πολέμου (πυρηνικές δοκιμές, Βιετνάμ, αστροναύτες στο διάστημα, Beatles, χίπις κλπ), που στην περίπτωση του βιβλίου εκδηλώνεται στον ανταγωνισμό Ρώσων και δυτικών στους αγώνες… σκακιού (για τη Σοβιετική Ένωση το σκάκι είναι κρατική υπόθεση»).
 Ήδη στο πρώτο σκηνικό, ο Μαξ έχει απωθήσει το παρελθόν φτώχειας και ορφάνιας στις υποβαθμισμένες περιοχές του Μπουένος Άυρες όπου μεγάλωσε μέχρι τα δεκατέσσερα (πατέρας Αστουριάνος μετανάστης, μάνα Ιταλίδα), τις αναμνήσεις πανικού από την κατάταξή του ως εθελοντή στον 13ο Λόχο της Πρώτης Σημαίας του Συντάγματος των Ξένων το 1921 (όπου κατατάχτηκε για να νιώθει  ασφαλής επειδή τον καταδίωκαν), το σκοτεινό παρελθόν ενός μπαγαπόντη που επιβίωσε αλλάζοντας ταυτότητες και ονόματα, ενός επιτήδειου cambrioleur, όπως αποκαλύπτει όψιμα η Μάτσα (ενός διαρρήκτη δηλαδή). Όμως, μέχρι τα 25 του που συναντά για πρώτη φορά τη Μάτσα, έχει αφομοιώσει στην εντέλεια τις συνήθειες και την εμφάνιση ενός τζέντλεμαν.
Ο Ρεβέρτε περιγράφει με πολλές μικρολεπτομέρειες τις συνήθειες του κόσμου του χρήματος, στον οποίο εισχώρησε Μαξ και, αν και μιλάει σε γ΄ενικό, ο συγγραφέας-αφηγητής ακολουθεί με συμπάθεια  αυτόν τον ήρωα ως πρωταγωνιστή. Ο Μαξ είναι αναμφισβήτητα «τύπος», έξυπνος, ετοιμόλογος, μάγκας και τολμηρός. Ταιριάζει με την αντίστοιχη αποκοτιά της συμπρωταγωνίστριας Μέτσα (φαινόταν, κατέληξε ο Μαξ, προσεκτική σαν κυνηγός με έτοιμο το γυλιό), η οποία όμως έχει αριστοκρατικές καταβολές, που την ζωγραφίζουν φυσικά και αβίαστα, ωστόσο, όπως ισχυρίζεται, πάντα είχε αδυναμία στους παλιάνθρωπους. Γρήγορα διακρίνει πίσω απ’ το προσωπείο του Μαξ την τυχοδιωκτική του ιδιοσυγκρασία, που φυσικά τη σαγηνεύει.
Εξίσου «της καλής κοινωνίας» είναι και ο σύζυγος της Μέτσα, ο Ισπανός Αρμάντο ντε Τρόεγε, πρωτοποριακός μουσικοσυνθέτης που βρίσκεται στο απόγειο της καριέρας του˙ δίπλα σε ονόματα όπως  Ραβέλ, Ντιαγκίλεφ, Πικάσο, Στραβίνσκι κλπ κλπ (ένας καλλιτέχνης με συνείδηση αυτού που ήταν και αυτού που αντιπροσώπευε), αποτυπώνει την πρωτοπορία της εποχής. Είναι bon viveur, με αίσθηση χιούμορ, μοντερνιστής και εντρυφά στα απόκρυφα κατά τη Μέτσα, η οποία τον αγαπά (πλάι του μπορούσα να ζήσω έναν ανεμοστρόβιλο πραγμάτων).  Η καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία τον ωθεί να φτάνει μέχρι και τη διαστροφή, να παίζει προκλητικά παιχνίδια όχι μόνο σε καλλιτεχνικό αλλά και σε σεξουαλικό επίπεδο, και η Μέτσα ακολουθεί όχι μόνο επειδή τον αγαπά/υπακούει αλλά επειδή το απολαμβάνει (ο Αρμάντο με οδήγησε μέσα απ’ τις ίδιες τις σκοτεινές γωνίες μου). Ο Αρμάντο επιζητά το παιχνίδι ακόμα κι όταν είναι επικίνδυνο. Άλλωστε, το «φιλοπερίεργον» του Τροέγε είναι που άναψε το φιτίλι ανάμεσα στους δυο εραστές: όταν ο Τροέγε έμαθε απ’ τον Μαξ ότι το παλιό τανγκό χορευόταν και παιζόταν πολύ διαφορετικά, θέλησε να πάει στα καταγώγια του Μπουένος Άιρες για να έχει άμεση αντίληψη. Όλα αυτά θα τα αξιοποιήσει στην πρωτοποριακή του μουσική, άλλωστε έβαλε ένα «χαζό» στοίχημα με τον Ραβέλ (ένα ακριβό καπρίτσιο που μετατράπηκε σε ενθουσιώδη περιπέτεια) ότι θα φτιάξει ένα τανγκό που θα ξεπεράσει το δικό του μπολερό (!) (μου έβαλε να ακούσω μια ανοησία που συνέθεσε για το μπαλέτο της Ίντα Ρουμπινστάιν –ένα μονότονο μπολέρο, χωρίς ανάπτυξη, βασισμένο απλώς σε διαφορετικές ορχηστρικές διαβαθμίσεις… Αν εσύ μπορείς να κάνεις μπολέρο, του είπα, εγώ μπορώ να κάνω τανγκό. Γελάσαμε λίγο και βάλαμε στοίχημα ένα δείπνο…).
Αν ο αναγνώστης διαλέξει το βιβλίο απ’ τον τίτλο, ελπίζοντας ότι κάτι θα βρει από το πνεύμα του τανγκό, δεν θα βγει γελασμένος… Ο συγγραφέας περιγράφοντας με μαστοριά το εμπνευσμένο τανγκό που χορεύει ο Μαξ με την ταλαντούχα παρτενέρ του μεταφέρει  την ιδιαιτερότητα αυτού του συγκεκριμένου χορού που δεν απατούσε αυθορμητισμό, αλλά υπαινικτικές προθέσεις που εκτελούνταν αμέσως μέσα σε μια σιωπή εχέμυθη. Μιλά για υπολογισμένα λικνίσματα, αμοιβαίες διαισθητικές κινήσεις που τους επέτρεπαν να γλιστρούν με φυσικότητα στην πίστα. Κορυφαία είναι και η σκηνή όπου συναντήθηκαν και, ελλείψει μουσικής, χόρεψαν ένα βουβό τανγκό (το «Κακή παρέα» (!)), ακούγοντας τη μουσική ο καθένας νοερά. Τότε ήταν που γεννήθηκε και ο μεγάλος έρωτας.
Όμως, η διείσδυση στον κόσμο του τανγκό δεν σταματά μόνο στην υπενθύμιση ότι είναι βαθιά ερωτικός χορός. Ο Μαξ καταπλήσσει τους δυο φίλους του όταν τους αποκαλύπτει ότι το τανγκό που χορεύουν δεν έχει καμιά σχέση με το αυθεντικό. Ο ίδιος κατάγεται από τον τόπο καταγωγής του πρώτου, παλιού τανγκό, που χορευόταν στις ύποπτες γειτονιές του Μπουένος Άιρες από τον υπόκοσμο, από πόρνες, νταβατζήδες και μαχαιροβγάλτες (υπάρχουν λοιπόν τανγκό για να υποφέρεις και τανγκό για να σκοτώνεις). Σύμφωνα με τον Μαξ, το τανγκό ήταν διασταύρωση πολλών χορών: ανδαλουσιάνικου τανγκό, χαμπανέρα, μιλόνγκα, χορού των μαύρων σκλάβων. Τότε τα ζευγάρια χόρευαν χαλαρά κρατημένα απ’ το χέρι, όχι αγκαλιασμένα. Ήταν πιο γρήγορο, παιγμένο από λαϊκούς μουσικούς που παίζουν με το αυτί. Πιο πολύ λάγνο παρά φινετσάτο. Ήταν άσεμνα χωρίς να το κρύβουν, με τους δυο παρτενέρ να ενώνουν τα κορμιά τους και να μπλέκουν τα πόδια τους σε κινήσεις των γοφών που προέρχονταν από χορούς των μαύρων˙ ένας τρόπος κόρτε, αγγίγματος, που όταν αρχίσαν να το χορεύουν λευκοί και Ιταλοί εμιγκρέδες έγινε πιο αργό, λιγότερο ανοργάνωτο. (…) Μετατράπηκε σ’ αυτόν τον μονότονο χορό που βλέπουμε στα σαλόνια, ή στην ανόητη παρωδία που έκανε ο Βαλεντίνο στον κινηματογράφο,  ενώ πρόσφατο σχετικά φαινόμενο ήταν το «συναισθηματικό τανγκό, με στίχους κλαψιάρικους (βλ. Γκαρντέλ).
Και όσο αφορά το μουσικό μέρος, οι μουσικοί αρχικά έπαιζαν διαισθητικά, από μνήμης, θέματα που δεν τα ήξεραν καλά, αυτοσχεδιάζοντας σε μικρές ορχήστρες με μπάσα από μπαντονεόν, απλά ακόρντα και μεγαλύτερη ταχύτητα στην εκτέλεση. Παλιότερα ήταν ακόμα πιο περιθωριακό, πιο ακατέργαστο, μόνο με φλάουτο και κιθάρα, χωρίς φυσούνες. Η μουσική ήταν πιο γρήγορη και πιο κοφτή, και υπέβαλλε ένα χορό «υπέροχα άσεμνο» (η αυθεντικότητα δεν έχει να κάνει με τη μουσική, αντέτεινε ο Μαξ αλλά με τον τρόπο που την έπαιζαν τα παιδιά του παλιού καλού καιρού).
Το «Τανγκό της Παλιάς Φρουράς» δεν είναι λοιπόν παρά ένα από τα παλιά αυτά τανγκό, όπως εξακολουθούσαν να παίζονται σε μπαρ και καμπαρέ της κακιάς ώρας στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες (Μπαρράκας, Μπόκα), την εποχή που πρωτοσυναντήθηκαν ο Μαξ με τη Μέτσα -το 1928. Η πλοκή του βιβλίου πυροδοτείται από τη λαχτάρα του Αρμάντο να γνωρίσει αυτό το αρχικό τανγκό, να κατακτήσει το πνεύμα του, να μπει στον κόσμο του. Άλλωστε, όπως είπαμε, ο Μαξ κατάγεται απ’ αυτές τις φτωχογειτονιές, τις οποίες μεγάλωσε μέχρι τα δεκατέσσερα, ξέρει τους κώδικες και τα κόλπα. Η «κάθοδος» στο σκοτεινό υπόγειο «Λα Φερροβιάρια» όπου τους οδήγησε ο Μαξ ήταν η απαρχή ενός αισθησιασμού χωρίς όρια (Αρμάντο: ελπίζω να μην καταλήξουν να κάνουν έρωτα μπροστά σε όλους). Στο αποκορύφωμα όμως της ερωτικής παραζάλης, της κραιπάλης και των οργίων φτάνουν μια άλλη βραδιά, όπου επισκέπτονται δυο καταγώγια. Είναι η βραδιά που σφραγίζει έναν έρωτα απαράμιλλο αλλά και την εξαφάνιση του Μαξ.
Οι συναισθηματικές σχέσεις, πρώτιστα ανάμεσα στον Μαξ και τη Μέτσα, έπειτα ανάμεσα στη Μέτσα και τον Αρμάντο, αλλά και ανάμεσα στη Μέτσα και τον γιο της (παγκόσμιας εμβέλειας σκακιστή που διεκδικεί το παγκόσμιο πρωτάθλημα) δεν είναι μονοσήμαντες. Εξελίσσονται, διαταράσσονται, αλλάζουν. Το φλερτ είναι βασανιστικό και αργόσυρτο, ο πόθος γίνεται διαρκείας, οι ψυχολογίες συμπληρωματικές ξεδιπλώνονται με λεπτομέρεια. Ο Ρεβέρτε «εξηγεί» τον έρωτα της ανεξάρτητης Μέτσα για τον Μαξ αλλά και την παθολογική αγάπη για τον άντρα της (αυτό που άλλος θα το έλεγε διαστροφή, εκείνη το ονόμαζε διέγερση/σκοτεινές επιθυμίες/ηδονές που παρέτειναν την ηδονή). Ο συγγραφέας τονίζει ακόμη την αλλαγή των συναισθημάτων όταν οι δυο ήρωες είναι πια ηλικιωμένοι, με λεπτότητα διακρίνει όλες τις αλλαγές που φέρνει η ωριμότητα στην ορμή, αλλά και στη συνείδηση του έρωτα. Καταλαβαίνουμε την ψυχολογία του Μαξ να φεύγει συνέχεια μακριά, να εξαφανίζεται από το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου και να σβήνει κάθε παρελθόν (-Ποτέ δε ρώτησες πώς βλέπουν τον κόσμο οι άνθρωποι χωρίς λεφτά, έτσι δεν είναι; Εσύ ποτέ δεν ένιωσες τον πειρασμό να κάνεις έναν ιδιωτικό πόλεμο εναντίον αυτών που κοιμούνται ήσυχοι χωρίς να αγχώνονται τι θα φάνε αύριο…/γι’ αυτό δεν είχε ποτέ την παραμικρή σημασία αν σ’ αγαπούσα ή όχι. –Για μένα θα είχε.-Μπορούσες να επιτρέψεις στον εαυτό σου αυτήν την πολυτέλεια. Και αυτήν. Εγώ είχα άλλα πράγματα ν’ ασχοληθώ. Η αγάπη δεν ήταν το πιο επείγον).
Το βιβλίο δεν έχει μόνο ερωτικό περιεχόμενο, αλλά θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι έχει και στοιχεία «noir». Οι υποθέσεις στις οποίες βρίσκεται μπλεγμένος ο Μαξ έχουν πολιτικές προεκτάσεις, ακόμα κι όταν δέχεται να κλέψει το βιβλίο του σκακιού του τρομερού Ρώσου πρωταθλητή Σολόκοφ.  Ιδιαίτερα όμως στο χρονικό επίπεδο του 1937, εποχή όπου δύσκολα θα μπορούσε κανείς να σταθεί ουδέτερος, οι μυστικές υπηρεσίες, οι πράκτορες και η κατασκοπεία πάνε σύννεφο. Ήδη ο Φράνκο έχει πάρει την εξουσία και ο εμφύλιος στη γειτονική Ισπανία έχει ξεσπάσει. Οι υποθέσεις διάρρηξης που αναλαμβάνει ο Μαξ εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα, και μάλιστα στην περίπτωση της Νίκαιας τους φασίστες του Φράνκο (η υπόθεση περιπλέκεται βέβαια με πράκτορες, αντιπροσφορά των δημοκρατικών κλπ κλπ). Αναρωτιέται μάλιστα κανείς για το αν ταυτίζεται η άποψη του συγγραφέα με την κυρίαρχη άποψη των ηρώων του όσο αφορά τον ισπανικό εμφύλιο: μια ενδιάμεση στάση όπου η κατάσταση στην Ισπανία παρουσιάζεται σαν «τρέλα» και η βία εκατέρωθεν απονομιμοποιεί κάθε έννοια αγώνα (άλλωστε τον Ισπανό Αρμάντο που είχε φίλους και των δυο παρατάξεων, τον σκότωσαν τελικά Δημοκρατικοί, γιατί ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών της Δημοκρατίας είναι ένας κομμουνιστής επίσης συνθέτης, και μέτριος όσο δεν πάει άλλο).
Ο συγγραφέας αποχρωματοποιεί τον ήρωά του, τον παρουσιάζει απολιτίκ (ο αδιάφορος τρίτος άνθρωπος που κοιτάζει το τοπίο), και βέβαια αυτό το στοιχείο συμπληρώνει τον τυχοδιωκτικό του χαρακτήρα, γιατί ουσιαστικά εκμεταλλεύεται κάθε είδους πολιτικό σκάνδαλο σαν ευκαιρία για… βρομοδουλειές. Στο ερώτημα «Τι αποφασίσατε εσείς τελικά; Φασισμό ή δημοκρατία;» η απάντηση μένει μετέωρη (και η πράξη αποδεικνύει το ίδιο, είναι έτοιμος να υπηρετήσει όποιον θα του φέρει κέρδος), ενώ σε άλλο σημείο του βιβλίου λέει «ας αφήσουμε τις ιδεολογίες». Στην τρίτη φάση της ζωής του, ηλικιωμένος πια θα αποφανθεί: «όταν βλέπω όλ’ αυτά τα μαύρα, τα φαιά, τα κόκκινα ή τα κυανά πουκάμισα, που απαιτούν να προσχωρήσεις σ΄ εκείνο ή στο άλλο, σκέφτομαι πως παλιά ο κόσμος ήταν των πλουσίων και τώρα θα γίνει των χολωμένων… Εγώ δεν είμαι ούτε το ένα, ούτε το άλλο». Νιώθει πάντα «περαστικός» απ’ τον κόσμο των πλουσίων, και ζει χωρίς μεγάλα μίση και χωρίς αυταπάτες. Και όπως επισημαίνει και η Μέτσα, στην ίδια χρονική φάση της ωριμότητας και του αναστοχασμού,
Αυτό που με γοήτευσε από την αρχή ήταν η φιλοδοξία σου χωρίς πάθη ούτε απληστία…
Εκείνη η φλεγματική απουσία ελπίδας.

"Είναι κι αυτή μια στάσις. Νιώθεται"...  
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου