Παρασκευή, Φεβρουαρίου 26, 2016

Το Παρίσι εν καιρω ειρήνης, Gilles Martin- Chauffier

Σήμερα, το Παρίσι είναι όπως ήταν κάποτε η Ρώμη
στο τέλος της αυτοκρατορίας της.
Όλοι βλέπουν ποια είναι τα σημεία
όπου έχει αρχίσει η φθορά της κοινωνίας μας,
αλλά δεν έχει το θάρρος να αντιμετωπίσει
την πραγματικότητα. 

Πέρα από το αστυνομικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει το βιβλίο αυτό, σε μεταφέρει στην ατμόσφαιρα του «λούμπεν» Παρισιού των αρχών του 21ου αιώνα. Σαφώς λοιπόν ο τίτλος εμπεριέχει ειρωνεία, γιατί το Παρίσι από τις αρχές του αιώνα μας, σε καιρό «ειρήνης»,  σπαράσσεται από κοινωνικές αντιθέσεις ιδιαίτερα στα υποβαθμισμένα προάστια της πόλης όπου στριμώχνονται σε άθλιες συνθήκες 5 εκατομμύρια αλλοεθνείς (κυρίως μουσουλμάνοι) από διάφορες χώρες. Όπως γράφει και ο Βρετανός Άντριου Χάσεϊ[1] στο βιβλίο του «Το Παρίσι: μια κρυφή ιστορία»:  Το Παρίσι είναι τόσο κοντά και τόσο μακριά. Απέχει λίγα βήματα, αλλά από την άποψη της απασχόλησης, της στέγασης, της επιτυχίας στη ζωή είναι για αυτούς τους νεαρούς τόσο απρόσιτο και τόσο μακρινό όσο η Αμερική. Αυτός είναι ο λόγος που ο Gare du Νord είναι σημείο ανάφλεξης. Η ατμόσφαιρα είναι γενικά τεταμένη αλλά συνήθως σταθερή: ο καθένας ξέρει τη θέση του, από την αστυνομία ως τους ντίλερ των ναρκωτικών. Αλλά όταν τα ΜΑΤ χτυπάνε σκληρά, όπως έκαναν πριν από ακριβώς επτά χρόνια, οι νεαροί βλέπουν άλλη μια επίδειξη αποικιοκρατικής δύναμης. Έτσι, το σύνθημα «Na'al abouk la France!» («Γ*** τη Γαλλία») είναι επίσης μια κραυγή πόνου και οργής. Εκφράζει προγονικά συναισθήματα απώλειας, ντροπής και τρόμου.
Σε μια τέτοια λοιπόν, «προβληματική» περιοχή του Παρισιού, συγκεκριμένα στο 18ο διαμέρισμα[2] που είναι πολύ κοντά στον Βόρειο σταθμό (Gare du Nord), τοποθετεί ο συγγραφέας του ήρωές του. Τσιμέντο με συστάδες δένδρων, μικροί δημόσιοι κήποι στριμώχνονται στο οσμανικό μοντέλο[3], εκκλησιές από τούβλο, τζαμιά που προέκυψαν από πρώην γκαράζ. Δεν πρόκειται για συνοικία αλλά για δρόμους. Δεν είναι φαντασίωση πως το 18ο διαμέρισμα έχει κάτι από χωριό. Κτίρια και συγκροτήματα με τεράστια υπόγεια πάρκιγκ όπου διακινούνται ναρκωτικά, όπως  το οικοδομικό συγκρότημα Αρτουά- Πικαρντί (το μοναδικό μέρος της περιφέρειας όπου οι Άραβες έμποροι ναρκωτικών ελέγχουν οποιονδήποτε περάσει).
Κλασικά έχουμε έναν «πεφωτισμένο» αστυνομικό, τον Ερβέ Κερζενεάν (κατάγεται από τη Βρετάνη -μια ιδιαίτερη περιοχή της Γαλλίας-  αν και το όνομα του μοιάζει με αρμένικο˙ ξένος κι αυτός μέσα στην ίδια του τη χώρα, όπως επισημαίνεται στο οπισθόφυλλο), που καλείται να ξετυλίξει το κουβάρι των εξελίξεων στο καζάνι που βράζει: Άραβας (Ταρίκ) που επιτίθεται σε Εβραία γίνεται θύμα αντεπίθεσης με βιτριόλι, κι ενώ όλοι πιστεύουν ότι η εβραϊκή κοινότητα εκδικείται, απάγεται έναντι λύτρων ο μικρός αδερφός της κοπέλας. Το στοίχημα για αστυνόμους, δήμαρχους, αντιδήμαρχους καθηγητές κλπ είναι να γυρίσει σώος ο μικρός Νταβίντ (να μην επαναληφθεί δηλ παλιότερο παρόμοιο έγκλημα). Ασφαλώς οι πρώτες υποψίες πέφτουν στον Ταρίκ και στον κύκλο του, και η πρώτη συνεπαγωγή είναι η αιώνια διένεξη Εβραίων και Αράβων. Ο αντισημιτισμός όμως είναι δεδομένος και αποπροσανατολίζει πολλές φορές, ή δίνει έτοιμες και βολικές λύσεις στους αστυνομικούς που ενδιαφέρονται να δείχνουν ότι «κάνουν έργο» (δεν είναι ανάγκη να πιάσουμε εκείνους που του επιτέθηκαν, αρκεί να τσιμπήσουμε δυο τρεις άλλους της ίδιας συνομοταξίας…).
Ο «δικός μας» όμως αστυνομικός με τη βοήθεια της τολμηρής, πανέξυπνης φιλολόγου Ανν Μαρί (περιττό να πούμε ότι είναι και κομψή και ανάλαφρη και γοητευτική, αλλά… ήταν σίγουρο πως το καινούριο τριαντάφυλλο είχε αγκάθια) ψάχνει πολύ βαθύτερα. Μπαίνει στον κόσμο των πιτσιρικάδων βλέποντας από μια πιο παιδαγωγική, εσωτερική ματιά τον κόσμο τους, γιατί η Ανν Μαρί δεν έβλεπε την κατάσταση στο Παρίσι μονάχα από την οπτική των εφημερίδων, αλλά πρώτα απ όλα από την οπτική γωνία των μαθητών της: (Ανν Μαρί: Έχω συνηθίσει. Όταν γίνονται επιθετικοί, μία είναι η λύση: παίρνεις τα ίδια τους τα λόγια και τα χρησιμοποιείς εναντίον τους/ από τα δέκα τους χρόνια όλα αυτά τα παιδιά έχουν καταλάβει πως τα συναισθήματα ευνοούν τελικά εκείνους που δεν τα έχουν). Άλλωστε, η πρώτη πρώτη σκηνή του βιβλίου διαδραματίζεται στο Λύκειο: σε μια σχολική τάξη που θυμίζει το «Ανάμεσα στους τοίχους» ο αξιωματικός της αστυνομίας (δηλ ο πρωταγωνιστής-αφηγητής Κερζενεάν) και ο υπεύθυνος του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών του Παρισιού προσπαθούν να συμμορφώσουν τους νεαρούς ώστε να υπακούνε στους κανόνες οδικής συμπεριφοράς! Στον σαματά που ακολουθεί και δεν μπορεί να επιβληθεί ούτε ο διευθυντής, ξεχωρίζει ο Άραβας Χασάν Μασράκ, ο αγαπημένος («προστατευόμενος») της Ανν Μαρί, που στη συνέχεια θα παίξει ουσιώδη ρόλο.
Καθώς προχωρά η υπόθεση, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο: μια πυρκαγιά σε Δημοτικό Σχολείο («πολεμική φαντασμαγορία αφγανικής έμπνευσης(!)») αποδεικνύεται ότι ήταν αντιπερισπασμός για το ξάφρισμα έξι (!) φαρμακείων στη σειρά, και δίνει λαβή για ακροδεξιές κορώνες. Το ντου στο οικοδομικό τετράγωνο Αρτουά- Πικαρντί δίνει μια εικόνα για το πώς λειτουργούν τα κυκλώματα ναρκωτικών με πιτσιρικάδες κάτω από τη μύτη όλης της κοινωνίας, αλλά και πώς λειτουργεί και η αστυνομία που δεν ενδιαφέρεται να βάλει το νυστέρι βαθιά στην πληγή αλλά να κάνει θεαματικές κινήσεις.
Δεν είναι σκόπιμο φυσικά εδώ να γίνει αναφορά στην πλοκή και στη λύση της υπόθεσης, η οποία είναι συναρπαστική όχι μόνο γιατί είναι έξυπνη, αλλά γιατί εμπλέκει όλα τα κοινωνικά στρώματα και ομάδες (μέχρι και οι… Κινέζοι θα παίξουν κάποιο ρόλο!) και με εξαιρετική οξυδέρκεια ο αφηγητής λογίζει συμφέροντα και συμπεριφορές. Η πρωτοτυπία σ αυτό το αστυνομικού χαρακτήρα μυθιστόρημα είναι ότι οι συμπαθέστατοι πρωταγωνιστές, δηλ ο -αφηγητής, έχει σημασία-  Ερζενεάν και η Ανν Μαρί είναι μεν ωραίοι και έξυπνοι, πλην όμως όχι τίμιοι! Το στερεότυπο του καλού μπάτσου σπάει περίπου στη μέση του βιβλίου… Ο αστυνομικός «μας» έχει την ευστροφία να καταλάβει τα παιχνίδια που παίζονται και, μόλις αντιλαμβάνεται ότι η Δίωξη έχει παραπλανηθεί και ότι έχει την ευκαιρία να βάλει στο χέρι τον παρά, προσπαθεί να γυρίσει τη μπάλα σε όφελός του (δηλαδή να πάρει τη μερίδα του λέοντος των λύτρων και να μην το πάρει χαμπάρι κανείς!). Γρήγορα επίσης αντιλαμβάνεται ότι εξίσου μπλεγμένη στην απαγωγή, πολύ περισσότερο μάλιστα απ ό, τι είχε αρχικά υποθέσει, είναι η Ανν Μαρί, που φυσικά σκαρώνει δικά της σενάρια, στήνοντας διπλό παιχνίδι στον Κερζενεάν!
Πέρα όμως από την ελκυστική πλοκή, δύο στοιχεία της γραφής του Σωφιέ νομίζω ότι ξεχωρίζουν: το πρώτο είναι η ψυχογραφική του ικανότητα˙ οι κύριοι χαρακτήρες, όπως και οι σχέσεις μεταξύ τους διαγράφονται ανάγλυφα, ξεκάθαρα- αλλά κυρίως, είναι ενδιαφέροντες. Ο αφηγητής μας , ας πούμε, δεν είναι ένας αγχωτικός μπάτσος που κυνηγά τις ευκαιρίες, μάλλον το αντίθετο. Ήρεμος, αφήνει τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους (σε καμία περίπτωση δεν θα έκανα τη ζωή μου δύσκολη για τον Ταρίκ/η ζωή θα ήταν υπέροχη αν οι βοηθοί μου είχαν την ίδια σοφία με μένα. Κάθε άλλο όμως, όπως είναι αναμενόμενο. Καταφθάνουν γεμάτοι φλόγα και ενθουσιασμό. Μαθαίνουν πως δέχτηκε επίθεση ο φούρνος της γειτονιάς και νομίζεις πως τους χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα) και κάθε τόσο αναστοχάζετται ποιο είναι το νόημα όλων αυτών. Αντίστοιχα ενδιαφέρον έχει και η Ανν Μαρί, αλλά ξεκαρδιστική καρικατούρα είναι ο αστυνομικός Τζέι Αρ (παρατσούκλι λόγω της ακαταμάχητης γοητείας που τον κάνει να αρέσει στις γυναίκες). Ένας αστυνομικός «αποδοτικός», δεν ξεχνάει ένα όνομα, μια ομολογία, ή μία εκμυστήρευση. Θερμόαιμος, κομπιναδόρος, τζογαδόρος, άνθρωπος που προκαλεί δράματα, ή, νιώθει την ανάγκη να κάνει τον έξυπνο και δεν διστάζει να φουσκώνει τα νούμερα ή να τα παρουσιάζει μικρότερα, ανάλογα με τον συνομιλητή του οποίου τη φαντασία θέλει να εξάψει. Φυσικά, δεν έχει κανε΄ναν ενδοιασμό να καταπατήσει τον νόμο, αλλά ο Ερζενεάν τον είχε ανάγκη… (χωρίς την παρουσία του θα ένιωθα άοπλος. Ήταν η αμφεταμίνη μου).
Η ψυχογραφική δεινότητα του συγγραφέα φαίνεται και στη σκιαγράφηση δευτερευόντων χαρακτήρων, περαστικών προσώπων, όπως της τρελόγκας χίπισσας Μελίνας Μερκέρ (απολαυστικός ο τρόπος με τον οποίο ο Κερζενεάν αναφέρεται στο όνειρο της Μελίνας να δημιουργήσει «δεσμούς» ανάμεσα στις κοινότητες ιδρύοντας ένα «Λαϊκό Πανεπιστήμιο» (ήθελε να καταπολεμήσει το εμπόριο ναρκωτικών διδάσκοντας μαθηματικά! Νόμιζα πως μας έκανε πλάκα!) ή του αρχιφύλακα Κεριλί από τη Βρέστη, που ήξερε το Αρτουά- Πικαρντί σαν την τσέπη του.  
Τέλος, αυτό που απολαμβάνει έμμεσα ο αναγνώστης είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του «ειρηνικού Παρισιού» της εποχής μας˙ οι πλάγιοι δρόμοι του υπόκοσμου, όπου πίσω από αθώες βιτρίνες και κοιμισμένους άστεγους κινούνται πιτσιρίκια κουβαλώντας το «πράμα» μέσα στα βιβλία τους, χωρίς να γνωρίζουν το αφεντικό τους˙ οι απειλές ενάντια στις οικογένειες των εναγόντων, μια συνήθης πρακτική ειδικά όταν πρόκειται για Εβραίους˙ η αυξανόμενη ισλαμοφοβία και η εβραιοφοβία, η διαμάχη Εβραίων και Αράβων, η ατμόσφαιρα θρησκευτικού πολέμου˙ η παραμόρφωση της αλήθειας από τα μέσα ενημέρωσης˙ οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στους έμπορους χασίς˙ η αργή μεταστροφή των μεταναστών δεύτερης γενιάς που νιώθουν ότι απειλούνται, και δεν πιστεύουν πια ότι
στη Γαλλία θα συνέχιζε να υπάρχει η κοινωνία την οποία ονειρευόταν για τους δικούς τους.




[1] Οξυδερκής ιστορικός των πολιτισμών και πρύτανης του Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στο Παρίσι ULIP, τονίζει ότι ανάμεσα στην ευημερία των αστικών κέντρων και στην απελπισία των μπανλιέ (προαστίων) σιγοκαίει η «γαλλική ιντιφάντα». «Οι εξεγερμένοι στον σιδηροδρομικό σταθμό ή στα προάστια των μεγάλων γαλλικών πόλεων περιγράφουν συχνά τους εαυτούς τους ως στρατιώτες σε έναν "μακροχρόνιο πόλεμο" κατά της Γαλλίας και της Ευρώπης. Η λεγόμενη "γαλλική ιντιφάντα", το αντάρτικο με την αστυνομία στις παρυφές και στην καρδιά των γαλλικών πόλεων, είναι μόνο η πιο πρόσφατη και πιο δραματική μορφή της εμπλοκής με τον εχθρό», προσθέτει. Άλλωστε, όπως όλοι ξέρουμε, «τον Νοέμβριο του 2005, 18 μήνες πριν από την εξέγερση στον Gare du Nord, τα μπανλιέ του Παρισιού τυλίχθηκαν στις φλόγες της βίας, που για μια θεαματική στιγμή απείλησε να ρίξει τη γαλλική κυβέρνηση. Καταλύτης ήταν μια σειρά  συγκρούσεις μεταξύ νεαρών μεταναστών και της αστυνομίας στο παρισινό υποβαθμισμένο προάστιο του Κλισύ σου Μπουά. Καθώς κλιμακώνονταν οι μάχες μεταξύ της αστυνομίας και των μπανλιεζάρ εκεί ξέσπασαν ταραχές σε μεγάλες πόλεις σε όλη τη Γαλλία. Τότε ήταν που ο όρος «γαλλική ιντιφάντα» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τα ΜΜΕ και από τους ίδιους τους εξεγερμένους».
[2] https://www.google.gr/maps/place/18%CE%BF+%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%AD%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%B1+%CF%84%CE%BF%CF%85+%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%B9%CF%83%CE%B9%CE%BF%CF%8D,+%CE%A0%CE%B1%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B9,+%CE%93%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%AF%CE%B1/@48.8861883,2.342675,12z/data=!4m2!3m1!1s0x47e66e60b796a965:0x50b82c368941b60
[3]  Ο Βοναπάρτης έφερε τον αρχτιτέκτονα Haussmann για να αναλάβει τα δημόσια έργα το 1853.
Ο Haussmann κατάλαβε ξεκάθαρα ότι η αποστολή του ήταν να βοηθήσει στη λύση των προβλημάτων του πλεονάζοντος κεφαλαίου και της ανεργίας μέσω της οδού της αστικοποίησης. Η αναδόμηση του Παρισιού απορρόφησε τεράστιες ποσότητες εργασίας και κεφαλαίου με τα δεδομένα της εποχής και, μαζί με την αυταρχική καταστολή των φιλοδοξιών της Παρισινής εργατικής δύναμης, ήταν πρωταρχικό μέσο κοινωνικής σταθεροποίησης. Ο Haussmann στηρίχτηκε στα ουτοπικά σχέδια (των Φουριεριστών και των Σαιν-Σιμονιστών) για την αναμόρφωση του Παρισιού αλλά με μία μεγάλη διαφορά. Μετασχημάτισε την κλίμακα στην οποία αυτοί φανταζόντουσαν την αστική διαδικασία. Όταν ο αρχιτέκτονας Hittford έδειξε στον Haussmann τα σχέδια για μια νέα λεωφόρο, αυτός του τα πέταξε πίσω και του είπε «δεν είναι αρκετά φαρδιά… την έχεις 40 μέτρα κι εγώ τη θέλω 120». Ο Haussmann σκεφτόταν την πόλη σε μεγαλύτερη κλίμακα, με προάστια προσαρτημένα σε αυτή, ξανασχεδίασε μάλλον ολόκληρες γειτονιές (όπως τη Les Halles) αντί για μικρά κομμάτια του αστικού ιστού. Άλλαξε την πόλη χοντρικά παρά λιανικά. Για να το κάνει αυτό χρειαζόταν οικονομικούς θεσμούς και πιστωτικά εργαλεία που κτίστηκαν πάνω στις γραμμές των Σαινσιμονιστών (leasing εξοπλισμού και leasing ακινήτων). Αυτό που έκανε στην πραγματικότητα ήταν να λύσει το πρόβλημα της διάθεσης του πλεονάζοντος κεφαλαίου μέσω βελτιώσεων των αστικών υποδομών με τη χρήση μακροπρόθεσμων δανείων, εκκινώντας ένα σύστημα που έμοιαζε με το κεϋνσιανό. (David Harvey, Το δικαίωμα στην πόλη, https://kompreser.espivblogs.net/2011/04/02/dikaioma-stin-poli-david-harvey/)
 Χριστίνα Παπαγγελή

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 19, 2016

Πριν εκείνη με γνωρίσει, Τζούλιαν Μπαρνς

Τι αλλόκοτους τρόπους έχει το παρελθόν
να προλαβαίνει το παρόν και να το επηρεάζει…

Στο βιβλίο αυτό ο γνωστός αγαπημένος συγγραφέας ξεδιπλώνει την ψυχοσύνθεση ενός βαλτωμένου παντρεμένου αστού, που βασανίζεται από ένα παράδοξο είδος ζήλειας: ζηλεύει την ερωμένη του, όχι όμως τις τρέχουσες -υποτιθέμενες- ερωτικές περιπέτειες, αλλά τις ενδεχόμενες σχέσεις που εκείνη ίσως είχε στο παρελθόν(!). Επειδή η ζήλεια, ως γνωστόν, εμπεριέχει το ακαταλόγιστο, κι επειδή, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι αυτοτροφοδοτούμενη και ανεξέλεγκτη, ο αναγνώστης σηκώνει… ψηλά τα χέρια, και καθώς διαβάζει το βιβλίο αναρωτιέται σε ποιο σημείο παραλογισμού θα φτάσει ο ήρωας.
Ο Γκράχαμ είναι 38χρονών (στα τριάντα οχτώ του αισθανόταν λιγάκι σαν συνταξιούχος), τα δεκαπέντε απ αυτά παντρεμένος, με σταθερή δουλειά (ιστορικός), και με μια κόρη για την οποία ένιωθε μεν στοργή, αλλά διαπίστωνε με έκπληξη ότι δεν του είχε διεγείρει ποτέ πολύ βαθιά συναισθήματα. «Political correct» σε γενικές γραμμές (συμβατικός, σταθερός στη δουλειά του, ποτέ άπιστος, πάντα ειλικρινής) αλλά μέσα στη συζυγική σχέση νιώθει σαν προσκοπάκι για τα θελήματα. Είναι μοναδική η περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα στην παρουσίαση της γυναίκας του Μπάρμπαρα, μιας κλασικά υστερικής νοικοκυράς, που μονίμως γκρινιάζει και κατηγορεί τον  Γκράχαμ, ακόμα και πριν την γνωριμία του με την Ανν: οι συζητήσεις (ή μάλλον οι μονόπλευρες επιπλήξεις) δεν ξεκινούσαν ποτέ από μιαν αρχή, αλλά έσκαγαν στη μέση, ενώ οι κατηγορίες που έπρεπε (ο Γκράχαμ) να αντιμετωπίσει ήταν ένα χειροποίητο πλέγμα υποθέσεων, ισχυρισμών, φαντασιοπληξιών και κακεντρέχειας. Ακόμα χειρότερη ήταν η συναισθηματική επικάλυψη των επιχειρημάτων κλπ κλπ. Γαργαλιστικά τα σχετικά δείγματα δυσπιστίας, χειραγώγησης, άσκησης εξουσίας από μέρους της Μπάρμπαρα. Χαρακτηριστική παρατήρηση, ότι όταν  Μπάρμπαρα είχε… περίοδο, έπρεπε να κάνει τον Γκράχαμ να αισθάνεται όσο πιο ένοχος γινόταν (!)).
Η αντίθεση ανάμεσα στη σπαστικιά σύζυγο και στη νεαρή ηθοποιό που ερωτεύεται ο Γκράχαμ αποδίδεται με τέτοια παραστατικότητα, που αμέσως ταυτιζόμαστε. Όταν γνωρίστηκε με την Ανν άρχισε να νιώθει σαν να αποκαταστάθηκε κάποια κομμένη από χρόνια γραμμή επικοινωνίας με τον εαυτό του. Ένιωσε ξανά ικανός για τρέλες και ιδεαλισμό. Αυτό που χαρακτηρίζει τη σχέση από την αρχή είναι η ευθύτητα (κι απ τις δυο μεριές) και ο αυθορμητισμός (ο Γκράχαμ έγειρε προς το μέρος της και από νευρικότητα δεν χώρισε με τελεία τις δυο προτάσεις που ξεστόμισε: «Θέλεις να φάμε μαζί είμαι παντρεμένος»). Η Ανν είναι ντόμπρα, χωρίς ντροπές ή υπεκφυγές, χωρίς απαιτήσεις ή γκρίνιες. Αν τη ρωτούσε για κάποιον προηγούμενο εραστή της δεν χρησιμοποιούσε την ατάκα «Δεν σου πέφτει λόγος», όπως θα μπορούσε να κάνει, και με το δίκιο της. Του το έλεγε και τελείωνε. Δέχεται με χαμόγελο τις προτάσεις του Γκράχαμ χωρίς «ίσως» και «μπορεί»- εδώ δεν υπήρχαν εκείνες οι εικασίες περί κινήτρων που είχε μονίμως ο γάμος με την Μπάρμπαρα. Όλα εκείνα τα «Αποκλείεται να το εννοούσες αυτό, Γκράχαμ, έτσι δεν είναι;» κλπ κλπ… Τέλος, η μεγαλύτερη έλξη οφειλόταν στην αποκατάσταση των γραμμών επικοινωνίας με το σώμα του. Η σεξουαλική σχέση κολυμπά μέσα σε μια πρωτόγονη ελευθερία και άνεση.
Το πρώτο κομβικό σημείο είναι όταν ο Γκράχαμ αποφασίζει να το πει στη Μπάρμπαρα, δηλαδή να χωρίσει. Η σχετική σκηνή αποδίδεται με απίστευτη θεατρικότητα, όπου ενδιαφέρον έχει η προσπάθεια της Μπάρμπαρα να εμπλέξει τις ενοχές του Γκράχαμ με το παιδί τους, την Άλις. Οι απαράδεκτα ζηλότυπες κα μικροπρεπείς αντιδράσεις συνεχίζονται ακόμα κι όταν το μέχρι τώρα παράνομο ζευγάρι αποφασίζει να παντρευτεί.
Ο Γκράχαμ όμως αισθάνεται  τόσο ευτυχισμένος, η σαγήνη του έρωτα μεγαλώνει τόσο  που τα πράγματα φάνταζαν παραδόξως και πιο στέρεα και πιο επισφαλή. Του λείπει όλο και περισσότερο η Ανν, όχι μόνο σεξουαλικά αλλά και ψυχικά˙ το πάθος του σιγά σιγά γίνεται εμμονή, γίνεται απελπισμένο και καταπιεστικό. Το ότι ένιωθε καταρρακωμένος που δεν μπορούσε να είναι εκείνη αρχίζει και φαίνεται ανησυχητικό. Βλέπει δυο και τρεις φορές τις φτηνιάρικες ταινίες όπου έπαιζε η Ανν, στοιχηματίζοντας ότι η Ανν έχει κοιμηθεί μαζί με τους συμρωταγωνιστές της στο… παρελθόν και τελικά φαίνεται να ενστερνίζεται την άποψη της Μπάρμπαρα, ότι η Ανν είναι «πόρνη της οθόνης». Αλλά η αρρώστια προχωρά βέβαια πολύ επικίνδυνα: Κλαίει… όταν μαραίνονται τα φυτά που εκείνη φρόντιζε, ψάχνει να βρει χώρα για το ταξίδι τους ένα μέρος όπου εκείνη δεν έχει πάει, άρα δεν… έχει πηδηχτεί, ψάχνει σημάδια στα βιβλία που άλλοι της είχαν χαρίσει (στο παρελθόν πάντα) κλπ κλπ.
Αντίβαρο σ αυτήν  την psycho κατάσταση είναι όχι μόνο η Ανν, που αντιμετωπίζει με νηφαλιότητα και ευθύτητα τις αναδρομικές ζήλειες του άντρα της, αλλά και ο, κοινός-φίλος-γνωστός-εκκεντρικός-μυθιστοριογράφος και γυναικάς, Τζακ Λάπτον. Ο Τζακ λειτουργεί σαν ψυχοθεραπευτής εκμαιεύοντας τα συναισθήματα του Γκράχαμ που σωματοποιούνται σαν ταραχή, τρεμούλα, αυπνία και μετασχηματίζονται σε επιθετικότητα. Οι συμβουλές του Τζακ είναι απολαυστικές (να πηδήξει άλλην, να αυνανίζεται, να την αγαπά λιγότερο), αποκαλεί τον Γκράχαμ ενοχική γιαγιάκα, ενώ η φιλοσοφία του είναι το δημιουργικό χάος, η σέξι αναρχία, και ότι όλα αυτά είναι στη φύση του θηρίου, δηλαδή στη φύση του γάμου (ένα σφάλμα στο σχεδιασμό (!)).
         Η μεμψιμοιρία και η θλίψη, η εμμονή και η επιθετικότητα αποκορυφώνονται μέχρι που ο Γκράχαμ γίνεται ανυπόφορος και απόμακρος ακόμα κι απ τον Τζακ (το σακούλι του θεραπευτή είχε αδειάσει). Φαίνεται ότι ο βαθύτερος πυρήνας της ζήλειας είναι η προδοσία, και ανατρέχει στα παιδικά χρονια, τα χρόνια πριν εμφανιστεί η προδοσία, τότε που τα μόνα που υπήρχαν ήταν η τυραννία και η δουλικότητα. Τα ερωτήματα που βασανίζουν τον ήρωα (μήπως ήταν ζήτημα αιφνίδιας χημικής αντίδρασης; Ή του δόθηκε εκ γενετής; Αν έπρεπε να υπάρχει η ζήλεια γιατί να λειτουργεί αναδρομικά; Τόσοι άνθρωποι υπήρχαν, σ αυτόν έπρεπε να συμβεί; Γιατί να μην μπορείς να αναιρέσεις τη γνώση και να επαναφέρεις το παρελθόν;) δείχνουν μια ύστατη προσπάθεια λογικής επεξεργασίας του ανεξέλεγκτου πάθους, πριν την τραγική «λύση» που δίνει ο συγγραφέας προκρίνοντας τον μηχανισμό της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. 
Χριστίνα Παπαγγελή

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 11, 2016

Οι ψαράδες, Chigozie Obioma

…γιατί οι άνθρωποι στις περισσότερες μικρές πόλεις της δυτικής Αφρικής ήταν περιστέρια:
Παθητικά πλάσματα που βοσκούσαν τεμπέλικα εδώ κι εκεί στις αγορές και στις παιδικές χαρές,
σουλατσάροντας, θαρρείς και περίμεναν μια φήμη ή κάποια είδηση,
και πύκνωναν οπουδήποτε έπεφτε στο έδαφος μια χούφτα στάρι.

Οι πάντες σε ήξεραν˙ ήξερες τους πάντες.
 Όλοι ήταν αδερφοί σου˙ ήσουν αδερφός τους.

Απροσδόκητα ελκυστικό και βαθύ αποδείχτηκε το μυθιστόρημα αυτό του ταλαντούχου Νιγηριανού συγγραφέα, που το αγόρασα με την εντύπωση -λόγω του τίτλου- ότι θα αφορά μια ηθογραφικού τύπου περιγραφή της σύγχρονης ζωής στη Νιγηρία, κάτι έτσι κι αλλιώς  ενδιαφέρον.  Πέρα όμως από την επαφή με μια διαφορετική από τη δυτική κουλτούρα – πέρα από μια άλλη θεώρηση του κόσμου δηλαδή που την αντιλαμβάνεσαι σε κάθε γραμμή του βιβλίου, η συναρπαστική πλοκή αλλεπάλληλων τραγικών γεγονότων, η ταυτόχρονη συναισθηματική συμμετοχή του αφηγητή και παράλληλα η αβίαστη και διεισδυτική έκφραση ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Βρισκόμαστε στο Ακούρε, μια μικρή «πόλη» -εντός εισαγωγικών, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας σε συνέντευξή του[1]. Οι «ψαράδες» είναι τέσσερα αδέρφια, αγόρια, από 9 έως 15 ετών και αφηγητής είναι ο μικρότερος, ο Μπεν, που αφηγείται τα γεγονότα εκ των υστέρων. Τα τέσσερα αυτά μεγαλύτερα παιδιά της οκταμελούς οικογένειας επωφελούνται της απουσίας του πατέρα και το σκάνε απ το σχολείο για να ψαρέψουν στο απαγορευμένο ποτάμι. Το ψάρεμα γίνεται πάθος, αν και ο μεγαλύτερος, ο Ικένα, έχει τις επιφυλάξεις του.  Τα τέσσερα αγόρια ανακαλύπτουν μαζί τον κόσμο κι αποκτούν κοινά βιώματα, κοινές συγκινήσεις και αναμνήσεις. Ο συγγραφέας-αφηγητής με πολλή μαεστρία ανακαλεί και εγκιβωτίζει στην αφήγηση σκανταλιές, κοινές εμπειρίες, όνειρα και επεισόδια αλληλοϋποστήριξης και συνωμοσίας, που καταδεικνύουν τους ισχυρούς δεσμούς των τεσσάρων.  
Τα πρώτα σύννεφα έρχονται όταν ο πατέρας τιμωρεί πολύ σκληρά την ανυπακοή των αυτόκλητων «ψαράδων», ιδιαίτερα τους δυο μεγαλύτερους. Ο Ικένα, που μέχρι τώρα σαν μεγαλύτερος ήταν ο μπροστάρης που ξεχυνόταν στον κόσμο πριν από μας και άνοιγε όλες τις πόρτες, αρχίζει να απομακρύνεται˙  αρχικά απ τους δυο μικρούς (μετέβαλε το σχήμα της ζωής μας και ανήγγειλε τη μετάβαση σε μια εποχή που η οργή μαινόταν και τα κενά εκρήγνυντο), αλλά σύντομα αποτραβιέται όλο και πιο μακριά ακόμα κι απ΄ τον μόλις έναν χρόνο μικρότερό του αδερφό (ο Μπότζα έπεσε σαν έκπτωτος άγγελος και προσγειώθηκε εκεί όπου ο Ομπέμπε κι εγώ είχαμε από καιρό φυλακιστεί)˙ αμφισβητεί τη μάνα, γίνεται ατίθασος και ασυνήθιστα επιθετικός απέναντι στα αδέρφια του, βεβηλώνει τα ιερά τους σημάδια.
Δεν είναι όμως η άδικη τιμωρία η μοναδική αιτία της μεταστροφής (αυτό που κατέτρωγε τον Ικένα έμοιαζε με ακαταπόνητο εχθρό που κρυβόταν μέσα του). Καταλυτικό ρόλο σ αυτή την «κατακλυσμιαία» μεταμόρφωση, έπαιξαν τα λόγια του τρελού του χωριού, του Αμπούλου, ότι ο Ικένα θα πεθάνει από τα χέρια «κάποιου ψαρά». Ο μικρός Μπεν δεν έχει βέβαια αντιληφθεί την αιτία αυτής της συμπεριφοράς, ίσως και κανείς από τα αδέρφια, παρά μόνο όταν εξομολογούνται το επεισόδιο στην πανικόβλητη μάνα, που από ένστικτο πιέζει τα παιδιά να μάθει τι έχει συμβεί (τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας κατάφερναν να τρυπώνουν στο μυαλό μας. Ήξεραν να χώνονται τόσο βαθιά στην ψυχή μας όταν ήθελαν να αποκαλύψουν κάτι, που δυσκολευόμασταν καμιά φορά να πιστέψουμε ότι δεν γνώριζαν ήδη την απάντηση σε αυτό που ρωτούσαν και ότι δεν επιδίωκαν απλώς να το επιβεβαιώσουν). Εφόσον ο αφηγητής είναι ο Μπεν, με τον ίδιο τρόπο, σταδιακά και επώδυνα, που αποκαλύπτεται η αλήθεια στον Μπεν, αποκαλύπτεται και στον αναγνώστη.  

Αυτός είναι ο βασικός ιστός, ο καμβάς, η «δέση». Από κει και πέρα τα γεγονότα εξελίσσονται καταιγιστικά, αναπόφευκτα, τραγικά. Γιατί τη μία, πρώτη τραγωδία του πρώτου θανάτου, ακολουθεί  σαν ειμαρμένη ο δεύτερος, ενώ στη συνέχεια γεννιέται η αρχέγονη ανάγκη της αποκατάστασης δικαίου, της «εκδίκησης», που συνοδεύεται από τις συνέπειες του νόμου. Κι ο συγγραφέας έχει μοναδική τέχνη να παρουσιάζει με φυσιολογικό, αβίαστο τρόπο το αναπόδραστο.
Ο τρελός Αμπούλου, βασικός ήρωας
Βασικός καταλύτης όλης αυτής της δραματικής εξέλιξης είναι ο τρελός του χωριού, ο Αμπούλου. Μια μορφή θρυλική, σχεδόν υπεράνθρωπη (ο Αμπούλου ήταν ένας Λεβιάθαν. Μια ακατάβλητη φάλαινα που δύσκολα θα σκοτωνόταν από ένα τσούρμο γενναίους ναυτικούς. Δεν θα πέθαινε τόσο εύκολα όσο άλλοι άνθρωποι με σάρκα και οστά). Ένας άνθρωπος με χίλιες δυο παράξενες ιστορίες στο ενεργητικό του, που τρέφεται συνέχεια με βρωμιές από σκουπίδια, περπατά πάνω σε γυαλιά, αυνανίζεται δημόσια κλπ. Και έχει το τρομακτικό χάρισμα να βλέπει οράματα, να προφητεύει. Μια σειρά επιβεβαιώσεων των φοβερών του ρήσεων τον καθιερώνει ως προφήτη. Ο κόσμος άρχισε να θεωρεί τα δεινά των οραμάτων του αναπόδραστα και πίστεψε ότι ήταν ο μάντης του γραφέα της μοίρας. (…) Με  το πλήρωμα του χρόνου, ο τρελός έγινε απειλή, φόβος και τρόμος για την πόλη.
Είναι σκόπιμο να παραθέσω εδώ όσα λέει ο ίδιος ο Ομπιόμα για τους τρελούς στα χωριά της Δυτικής Αφρικής: «Απ’ άκρη σ’ άκρη της ∆υτικής Αφρικής, άνθρωποι ρημαγμένοι όπως αυτός περιφέρονται ελεύθερα στους δρόμους, και τρέφονται σαν αδέσποτα σκυλιά. Πολλοί χτυπιούνται από αυτοκίνητα, όπως τα ζώα, και πεθαίνουν στον δρόμο σαν αυτά. Η ιστορία του Αμπούλου, αν τα καταφέρει, θα μου προσφέρει την πλατφόρμα ώστε να ξεκινήσω μια δημόσια εκστρατεία με σκοπό οι άνθρωποι αυτοί να φύγουν από τους δρόμους και να στεγαστούν σε μέρη όπου θα έχουν τη φροντίδα που δικαιούνται. (…)Επιδίωξα να χρησιμοποιήσω τον Αμπούλου ως μια μεταφορά για την οντότητα εκείνη που διεισδύει στη ζωή των άλλων, δημιουργώντας χάος με τα λόγια της και μόνο, και προκαλώντας πόνο στους ανθρώπους».
Ο αναγνώστης έχει αρχικά την εντύπωση ότι ο Ομπιόμα, μεταφέροντας την ντόπια παράδοση, θα αρκεστεί στο να εκφράσει την διορατικότητα που έχουν οι ξεχωριστοί, περιθωριακοί και ίσως- ίσως ζωωδώς ενστικτώδεις άνθρωποι (δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο Αμπούλου πριν περιπέσει στην τρέλα είχε κι αυτός έναν αδερφό που υπεραγαπούσε). Μια εκδοχή ελαφρώς απογοητευτική λόγω του μεταφυσικού, αποδεκτού πάντως λόγω πολιτισμικών διαφορών, στοιχείου. Όμως ο συγγραφέας προχωρά παραπέρα: Τα λόγια του Αμπούλου έχουν δύναμη όχι -μόνο;- επειδή είναι προφήτης, αλλά επειδή λειτουργούν τρομοκρατικά, σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία: ο φόβος που φωλιάζει πια στην ψυχή του Ικένα, αυτός ο ίδιος ο φόβος είναι που γεννά σπασμωδικές αντιδράσεις και με τη σειρά τους αυτές γεννούν το μίσος στα αδέρφια του, και περισσότερο στον κοντινό του, τον Μπότζα (η προφητεία, σαν οργισμένο θηρίο, μαινόταν και κατέστρεφε το μυαλό του με την αγριότητα της τρέλας, κατεβάζοντας ζωγραφιές, γκρεμίζοντας τοίχους, αδειάζοντας ντουλάπια, αναποδογυρίζοντας τραπέζια). Η πίστη ή ο φόβος είναι αυτό που δίνει μερικές φορές υπόσταση στα πράγματα, που κινεί την «ιστορία».
Το δεύτερο κομβικό σημείο του βιβλίου πιστεύω είναι η ώθηση των δυο μικρότερων αδερφών, του Ομπέμπε και του Μπεν σε μια επιταχυνόμενη ωρίμανση: όταν περνάει το πρώτο σοκ γρήγορα αντιλαμβάνονται  με καθοδηγητή τον μεγαλύτερο βέβαια, τι λογής δύναμη είχαν τα τρομακτικά λόγια του Αμπούλου. Όταν πια το κακό έχει προχωρήσει, δεν ενοχοποιούν τους μεγαλύτερους αδερφούς τους, η αγάπη τους δοκιμάζεται για πολύ λίγο γιατί είναι πολύ στέρεη. Κατανοούν το δηλητήριο που έχει ταξιδέψει βαθιά μέσα στον Ικένα, κατανοούν και την εκδίκηση του Μπότζα που νιώθει βαθιά πληγωμένος. Η άμεσή τους αντίδραση είναι η αρχετυπική, πέρα από το νόμο ανάγκη να «πάρουν το αίμα τους πίσω», και όλη τους η ζωή οργανώνεται γύρω απ αυτό το πεπρωμένο που τους έστησε η μοίρα.   
Η γραφή
Ο συγγραφέας με πολύ ευφυή τρόπο αφηγείται τα γεγονότα από την πλευρά του μικρότερου αδερφού, του Μπεν. Του πιο ευάλωτου, του πιο αθώου, του πιο συναισθηματικού. Με εκπληκτική μαεστρία περιγράφονται τα επεισόδια, υφαίνονται οι συναισθηματικές συγκρούσεις, η αγωνία αλλά και η ορθολογική επεξεργασία των καταιγιστικών γεγονότων. Χωρίς να είμαι υπέρμαχος των «καλολογικών στοιχείων», κρύβουν απίστευτη ζωντάνια οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις του Ομπιόμα, αναπαράγοντας ταυτόχρονα εικόνες από μια ζωή/κουλτούρα τόσο διαφορετική από τη δική μας. Ενδεικτικά: το πάθος που είχαμε αναπτύξει για το ψάρεμα ήτανε πια σαν υγρό που έχει παγώσει μέσα σ ένα μπουκάλι και δύσκολα ξεπαγώνει/κατάπιε τα υπόλοιπα λόγια του σαν βόας/κι άλλες λέξεις κρέμονταν καυτές απ τα χείλη του μα δεν τις ξεστόμισε/ θυμάμαι με αστραφτερή κατοπτρική μνήμη/ένας ανεμοστρόβιλος φόβου με κατάπιε κ.α. Με ποιητικά σχεδόν εκφραστική δύναμη οι μεταφορές αυτές αποδίδουν λεπτές αποχρώσεις συναισθημάτων όπως τον φόβο θανάτου που φώλιασε στην ψυχή του Ικένα (ο Ικένα απ τη μια μέρα στην άλλη είχε γίνει ταξιδιώτης, ένας παράξενος ταξιδιώτης που αρμένιζε έξω από το ίδιο του το κορμί, αφήνοντας τον υπόλοιπο εαυτό του να κείται αδειανός σαν τα δίδυμα κελύφη των φιστικιών καπακωμένα μαζί όταν το περιεχόμενό τους έχει αφαιρεθεί) ή τον φόβο του αφηγητή όταν ο Ομπέμε του ανακοίνωσε την απόφασή του: κάθισα εκεί, παγωμένος από τη δύναμη των λέξεών του, ανήμπορος να πω το παραμικρό/ψέλλισα το λεκτικό προπέτασμα καπνού: «Ας το κάνουμε γρήγορα». Ακόμα, συνταρακτική η απλότητα με την οποία περιγράφει τον σπαραγμό της μάνας: ο χώρος της μητέρας στο δωμάτιο της ύπαρξης σταδιακά συρρικνωνόταν με το πέρασμα των ημερών.
Η ευαισθησία του συγγραφέα όσο αφορά τη γλώσσα φαίνεται κι από τις ουσιαστικές αναφορές που κάνει στις γλωσσικές επιλογές των Νιγηριανών, που ανακατεύουν αγγλικά (υπάρχουν έννοιες που δεν αποδίδονται στις γλώσσες των ντόπιων, ίγκμπο και γιορούμπα, παροιμίες και ρητά στις παραδοσιακές γλώσσες, απόλυτα συνυφασμένες με την πλοκή. Απίστευτη εικόνα το συγκινητικό τραγούδι του Ντέιβιντ (του μικρότερου γιου) στο μνημόσυνο των δύο μεγαλύτερων, ένα θαυμαστό δημιούργημα δοσμένο με ουρανικά μουρμουρητά και λαθεμένη προφορά, κουτσουρεμένες λέξεις, αναποδογυρισμένους συσχετισμούς και στραγγαλισμένα νοήματα.
Και η δομή όπως χαρακτηρίζεται από ένα εύρημα πολύ αβανταδόρικο: κάθε κεφάλαιο (σχεδόν) εστιάζει σ ένα από τα πρόσωπα, καμιά φορά αφιερώνονται και δύο κεφάλαια˙ κάθε πρόσωπο είναι κι ένα ζώο, ένα στοιχείο της φύσης (τι πιο φυσικό ένα παιδί να βρίσκει αναλογίες με βάση τις παραστάσεις του από τη φύση;). Ο Ικένα είναι πύθωνας, ή μάλλον μετατράπηκε μετά το μαστίγωμα. Έγινε κάποιος άλλος, ένα ασταθές και ευερέθιστο άτομο σε αδιάκοπη αναζήτηση λείας. Είναι όμως και σπουργίτι, ένα εύθραυστο πλάσμα που δεν σχεδίασε τη δική του μοίρα. Ο πατέρας είναι αητός, ο γενναίος, ο δυνατός, ο αρχιστράτηγος, ο διοικητής των δυνάμεων της σωματικής πειθαρχίας, ο πνευματικός άνθρωπος. Ο Ομπέμπε είναι λαγωνικό, ένα μυαλό ανήσυχο, που ήταν πάντα δοσμένο στην αναζήτηση της γνώσης. Η τέχνη του συγγραφέα έγκειται στο ότι όταν ο αφηγητής ξεκινάει μ αυτόν τον τρόπο το κεφάλαιό του, ΗΔΗ ο αναγνώστης έχει διαμορφώσει την γνώριμη εικόνα, και η διαπίστωση είναι  σαν αποκάλυψη. Όταν, π.χ., προς το τέλος του βιβλίου λέει ότι δυο μικρότερα αδέρφια του είναι ερωδιοί (τα ολόλευκα πουλιά που εμφανίζονται ανά σμήνη μετά την καταιγίδα, με τα φτερά τους ακηλίδωτα, με τη ζωή τους ανέπαφη), ο αναγνώστης έχει ήδη όλα τα στοιχεία για να το νιώσει αυτό.
Ο συγγραφέας, σε κείμενό του που δημοσίευσε το blog της συγγραφέα Amanda Curtin, εκμυστηρεύεται ότι μια από τις επιδιώξεις του στο βιβλίο αυτό ήταν να σχολιάσει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στη Νιγηρία: Η Νιγηρία, τουλάχιστον για μένα, είναι μια παρανοϊκή ιδέα την οποία συνέλαβε ένας τρελός και την οποία πίστεψαν οι λογικοί — εδώ, τον ρόλο του τρελού προφήτη αναλαμβάνουν οι Βρετανοί, και δέκτες του μηνύματος είναι οι λαοί της Νιγηρίας (τρεις μείζονες φυλές, δίχως το παραμικρό κοινό στοιχείο, συγκατοικούν προκειμένου να σχηματιστεί ένα «έθνος»). Σύμφωνα μ αυτήν την οπτική, ο προφητικός «λόγος» του Αμπούλου που διαλύει τις σχέσεις των αδερφών αντιστοιχεί στην Βρετανική εξουσία που διαλύει τις σχέσεις των λαών, που δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν σαν έθνος.
           Μου φάνηκε λίγο τραβηγμένη αυτή η θεώρηση, ωστόσο οι αναφορές στις ιστορικές εκλογές του 1993, στο ίνδαλμα των αδερφών Moshood Abiola (τον περίφημο ΜΚΟ) -μέσα πάντα από το πρίσμα των παιδιών- και στον μετέπειτα δικτάτορα Αμπάτσα   με παρακίνησε να αναζητήσω την ιστορία της Νιγηρίας (μιας πολύπαθης χώρας όπου ζουν 173 εκ. άνθρωποι!), που είναι πράγματι τόσο παρανοϊκή, όσο θέλει να περάσει ο συγγραφέας, μέσα από την εμβληματική φιγούρα του Αμπούλου.
Χριστίνα Παπαγγελή


[1] Τσιγκόζι Ομπιόμα: μια πολίχνη (πόλη, στην πραγματικότητα, αν και ανατριχιάζω όταν την αποκαλώ έτσι, έχοντας πλέον δει πολλές πραγματικές «πόλεις») της οποίας την ύπαρξη θα ήταν σχεδόν αδύνατον να γνωρίζει κανείς έστω κι αν ήταν εξοικειωμένος με τη Νιγηρία

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 05, 2016

Άεροπλαστ, Άντζελα Δημητρακάκη

Δεν θα έλεγα ότι με ενθουσίασε το βιβλίο αυτό, παρόλο που εμπιστεύομαι την κρίση της φίλτατης μπλόγκερ Βιβής Γ. Ωστόσο, το τελείωσα, πράγμα που δεν το συνηθίζω όταν ένα βιβλίο δεν με «τραβάει» με κάποιον τρόπο. Το γράψιμο της Δημητρακάκη είναι έξυπνο, μεστό, περιεκτικό, φευγάτο˙ κανένα πρόβλημα με το ύφος, που χαρακτηρίζεται από χειροπιαστές, φυγόκεντρες και εύστοχες πινελιές. Αλλά (ντρέπομαι για τα ταπεινά μου κριτήρια), δεν… συμπάθησα τους ήρωες…! Λυπάμαι που δεν είμαι αρκετά φιλόλογος για να το παρακάμψω!
Πρόκειται για τη σύγκλιση πέντε διαφορετικών ανθρώπων που συμπλέκονται μεταξύ τους με ποικίλους τρόπους και αποτελούν εντέλει μια «παρέα», ο καθένας απ αυτούς μια ιδιαίτερη, αποκλίνουσα από τη νόρμα, περίπτωση. Στο αφηγηματικό παρόν βρίσκονται στο ίδιο τρένο για το Πορτ Μπόου, ένα καταλανικό χωριό καθόλου τυχαία επιλεγμένο, μιας και κει άφησε την τελευταία του πνοή (αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε; ) ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, που απ ό, τι φαίνεται συντροφεύει πνευματικά τους ήρωες. Το σκηνικό στήνεται περίτεχνα στις πρώτες σελίδες, σκιαγραφώντας τις σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους και τα βασικά χαρακτηριστικά˙ όλοι παίρνουν καταθλιπτικά˙ η Αντιγόνη έχει εγκαταλείψει σύζυγο και παιδί, είχε σχέση με τον Ικέρ (ήμασταν ενθουσιώδεις παίκτες του Παιχνιδιού της Αυτοταπείνωσης), της έχει αδυναμία η Μέλανι, αντιπαθεί τον Μαρτί, ποθεί τον 55χρονο Κάι, καπετάνιο της «Πραγματικότητας». Η αφήγηση μεταφέρεται σαν τη σκυτάλη από τον έναν στον άλλον, με τη σειρά, κάθε φορά με κάποιο συγγραφικό τέχνασμα, (άλλος γράφει ημερολόγιο, άλλος γράφει την αυτοβιογραφία του κλπ)
Πρώτη η συγγραφέας Αντιγόνη, που έχει μάλλον τον κυρίαρχο ρόλο σε όλων τις ιστορίες.  Ήταν κι αυτή που μ εκνεύρισε περισσότερο. Για την ακρίβεια με απώθησε η εγωπάθεια και ο ναρκισσισμός της, ενώ η συγγραφέας την αναβιβάζει σε «μοιραία» γυναίκα, που όλοι (οι άλλοι ήρωες) την έχουν σαν σημείο αναφοράς (Μέλανι: Ο ρόλος της δεν είναι να συνειδητοποιεί την επιρροή της στο περιβάλλον αλλά να την προκαλεί). Η τόλμη της εξαντλείται στο ότι το βαλε στα πόδια ξεφεύγοντας από τη στείρα οικογενειακή ζωή, μια ζωή  που σκιαγραφείται με πολύ χοντροκομμένες γραμμές σε ένα κεφάλαιο λίγων -πυκνών- σελίδων. Δεν με ενόχλησε φυσικά ότι εγκατέλειψε τον Φινλανδό άντρα της και τον μικρό της γιο, αλλά ότι αυτομαστιγώνεται/αυτοδικαιώνεται αυτάρεσκα, πιστεύοντας ότι έκανε τη μεγάλη επανάσταση ενάντια στην αστική ζωή (θεμιτό μέχρι στιγμής), χωρίς μάλιστα να εμβαθύνει καθόλου στο τι και στο πώς, χωρίς πραγματική εσωτερική  σύγκρουση. Η απόλυτη άρνηση χωρίς περιεχόμενο (ό, τι και να συνέβαινε, δεν ήθελα να θεραπευτώ). Χωρίς -επίσης- συναισθήματα, ή να το πω αλλιώς, ενσυναίσθηση. Ίσως εγώ δεν μπορώ να συγχωρέσω την εξαπάτηση/εγκατάλειψη ενός παιδιού, ακόμα κι από αίσθηση ειλικρίνειας προς τη ζωή της. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς το σχέδιο της νέας σου ζωής δεν περιλαμβάνει το άτομο που αγαπάς και χάριν του οποίου υποφέρεις. Βέβαια, άτεχνες αναφορές δείχνουν ότι δεν υπήρχε ουσιαστική επαφή με τον άνδρα της -ο οποίος παρουσιάζεται πολύ απόμακρος, ενώ η γραφή (σ αυτό το συγκεκριμένο πεδίο) προσπαθεί να αυτοσαρκάσει αλλά ουσιαστικά γκρινιάζει (ο Στέφαν είναι καλύτερα να μεγαλώσει με τον πατέρα του. Μόνο μαζί του, χωρίς φωνές και τους συναισθηματισμούς της μετανάστριας μάνας). Η ερμηνεία που δίνεται πολύ επιφανειακά είναι ότι δεν θεωρεί τον εαυτό της άξιο για το ρόλο της μητέρας. Εμένα μου δίνει την εντύπωση ότι απλούστατα βαρέθηκε να παίζει με το παιχνιδάκι της (χαρακτηριστική διαπίστωση: είχα ελπίσει ότι η γέννηση του Στέφαν θα επέφερε μια αναδιάρθρωση του ψυχισμού μου που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ). Η κυνική επιστολή που δέχτηκε εκ των υστέρων από τον άντρα της ήταν βέβαια πολύ σκληρή, κι έδειχνε πολλά για τη σχέση του ζευγαριού,  αλλά για μένα ήταν… απόλυτα δικαιολογημένη.
Η συγγραφική αδυναμία πιστεύω ότι εντοπίζεται στο ότι φαίνεται ότι η συγγραφέας ξεκίνησε την ιστορία στο μυαλό της από την απόδραση της Αντιγόνης, γενικά και αόριστα. Τίποτα δεν μας δείχνει τους δεσμούς που η ηρωίδα είχε εκεί, στο Ελσίνκι, τα όνειρα/αγάπη/συναισθήματα που την οδήγησαν εκεί για να καταλάβουμε και την ανάγκη φυγής, γιατί απλούστατα η ζωή της εκεί δεν είχε σάρκα και οστά. Έτσι η φυγή γίνεται μια ιδέα, ένα γράμμα κενό. Ο Ελίας, ο άντρας της, η πιθανότερη αιτία του σκασιαρχείου, παρουσιάζεται σχηματοποιημένα, ένα κτήνος. Ο πόνος της φαίνεται κούφιος (τίποτε δεν αποδείκνυε με τον πιο αξιοθρήνητο τρόπο ότι τώρα που είχα δημιουργήσει το μοναδικό γεγονός στη ζωή μου -την εγκατάλειψη του Στέφαν,  ό, τι απέμενε δεν ήταν επιλογές αλλά βεβιασμένες κινήσεις σ ένα ισοπεδωμένο πλατό)˙ οι τύψεις της είναι βαρετές, κενές, αυτάρεσκες, χωρίς περιεχόμενο (ήμουν η χειρότερη οργανώτρια που μπορούσε να έχει μια ζωή, και η ζωή ήταν η δική μου). Το ότι αυτοαποκαλείται τέρας δεν αναιρεί τον τρομακτικό εγωισμό ενός ανθρώπου που δεν έχει μάθει να συγχωρεί.
Η αντιπάθειά μου στην ηρωίδα μ έκανε να ταυτιστώ με τη… μητέρα της (έχεις κάνει παντιέρα την απόρριψη), παρόλο που τα λόγια της μητέρας εμπεριέχουν τη γνώριμη «μαμαδίστικη» υστερία (ομολογώ ότι η σκηνή σύγκρουσης στο νοσοκομείο ήταν πολύ χαρακτηριστική). Μ έκανε να θυμώνω η σκέψη της ηρωίδας «Χριστέ μου, σκέφτομαι, νομίζει ότι είμαστε ακόμη οικογένεια», όταν η γιαγιά προσπαθεί να βάλει ακόμη μέσα στη ζωή της τον εγγονό της (τι πιο ανθρώπινο;). Να μ εκνευρίζει η ξερολίστικη στάση που κρατά απέναντι στη σχέση μάνας και πατέρα (σίγουρα δεν είναι και ο πιο αντικειμενικός κριτής!), ο αφορισμός δεν αντέχω να έχω μητέρα, που δείχνει μια ψυχή που δεν θέλει να κατανοεί. Και για να δώσω τέλος στους λόγους που επεξηγούν την αντιπάθειά μου, τι περιμένει κανείς από ένα άτομο που παίρνει βίντεο τον φίλο που πεθαίνει;;;;

Πολύ πιο συμπαθής (ο πιο συμπαθής για την ακρίβεια) είναι ο δεύτερος αφηγητής που φέρεται να γράφει ημερολόγιο κατά σύσταση του ψυχοθεραπευτή του, ο Ικέρ, κι ας «αποδομείται» στο τέλος ως μυθομανής, αναξιόπιστος κλπ. Κι αυτός με περίπλοκες συναισθηματικές σχέσεις, που φυσικά τον ωθούν κι αυτόν πολύ μακριά από τη νόρμα (σεξουαλικές σχέσεις με την αντιπαθέστατη αδερφή Ινές που πάσχει από καρκίνο αλλά έχει κι ένα παιδί μισοεγκαταλειμμένο, μυστηριώδης αδερφός Χόρχε, ερωτική σχέση με τον Ντιέγο που δέχεται επίθεση και πεθαίνει στην Αθήνα κ.α.). Η περιγραφή της αρχής της σχέσης με την Αντιγόνη ομολογώ ότι κερδίζει τον αναγνώστη, έχει μια φυσικότητα, καίριους και ουσιαστικούς διαλόγους˙ μπορείς να κατανοήσεις τι βρίσκει ο ένας στον άλλον, ποια είναι τα σημεία έλξης (όταν πρωτοήρθε να ζήσει μαζί μου έδειχνε να είναι ο τέλειος άνθρωπος, κάποιος που δεν περιμένει τίποτα από κανέναν). Η επικοινωνία μεταξύ τους είναι αβίαστη, με φιλοσοφικές ενίοτε διαστάσεις (θεέ μου, δεν ήξερα ότι είσαι οπαδός του μύθου της ελεύθερης βούλησης- ούτε εγώ ήξερα ότι έχεις χάψει όλη αυτή τη μεταμοντέρνα βλακεία που λέει ότι είσαι έρμαιο των καταστάσεων). Συζητούν τι είναι «συμβάν», πότε μια απόφαση ίναι σημαντική. Βέβαια, η προβληματική σχέση με την άρρωστη Ινές περιπλέκει την κατάσταση, αλλά κυρίως ο θάνατος του κοινού φίλου Ντιέγο είναι η αφορμή για να δώσει τέλος στη σχέση η ανικανοποίητη Αντιγόνη (δεν μπορώ να τελειώσω εδώ το μυθιστόρημα/ με δυσκολία αναπνέω/είχα πει ότι καλύτερα να ζούσαμε με κάποια απόσταση μεταξύ μας). Τον Ικέρ τον συμπάθησα ακόμηαπό τον τρόπο που πενθεί τον Ντιέγο (δεν θα προσπαθήσω να βελτιωθώ. Δεν το χω σκοπό να χαίρομαι την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία ούτε να αντιληφθώ απ τη μια στιγμή στην άλλη την ουσία των πραγμάτων. Δεν θα αφαιρέσω τίποτε από το έρεβος κάνοντάς σε δίδαγμα. Δεν μ ενδιαφέρει να λιγοστέψει ο φόβος. Θέλω να συνεχίσω να πετάγομαι στον ύπνο μου νομίζοντας ότι ένα μελανό δίχτυ ξεκινάει από τη μια γωνιά του ταβανιού και ξετυλίγεται προς το μέρος μου).

 Οι άλλοι τρεις της «παρέας» μπαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα στη ζωή της Αντιγόνης, όταν εκείνη αποφασίζει να ζήσει σε μια εναλλακτική κοινότητα, «κοινότητα του φωτός», ή «πρότζεκτ». Παρόλο που ομολογεί ότι δεν της ταιριάζει η κατάσταση της δήθεν αυτοδιάθεσης κι ότι αντιπάθησε τον ιδρυτή της κοινότητας, τον Μαρτί, η Αντιγόνη προσχωρεί σ αυτήν, λέγοντας ότι δεν έχει άλλη επιλογή.
Έτσι, στο τρίτο μέρος όπου αφηγείται ο Μαρτί, έχουμε κιόλας μια ιδέα για το ποιος είναι. Είναι όντως αντιπαθής και πιστεύω ότι έτσι θέλει και η συγγραφέα να τον παρουσιάσει˙ αποφασίζει να γράψει την αυτοβιογραφία του σε γ ενικό, κάτι που ταιριάζει με τον αποστεγνωμένο του ψυχισμό.  Έχει σπουδάσει ψυχολογία και έχει επιδοθεί μ έναν παράδοξο τρόπο στην αναζήτηση ταυτότητας (τίποτα δεν μένει να γίνει εκτός από το να αναστοχαστεί κανείς επί των όσων έχουν ήδη συμβεί) αλλά ομολογώ ότι πέρασα.. αδιάβαστες τις σελίδες με αποσπάσματα από την στριφνή εργασία του με θέμα το ρόλο του ψέματος στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τον πολιτισμό, ένα θέμα που προφανώς τον αφορούσε και προσωπικά.
Φτιάχνοντας το παζλ της προσωπικότητάς του βλέπουμε σιγά σιγά ότι ο εγωκεντρισμός του έφτασε στο σημείο να αδιαφορήσει για τη ζωή ή τον θάνατο της μοναδικής Μπέρνι (δεν την γνωρίζουμε στο βιβλίο), να αγνοήσει το γεγονός ότι εκείνος είναι υπαίτιος της ατεκνίας στη σχέση του με τη Μέλανι, στην οποία δίνει κούφιες υποσχέσεις (άρχισε να υποπτεύεται ότι την είχε ερωτευτεί γι αυτόν ακριβώς τον λόγο: για να επαναλάβει, χωρίς ερωτηματικά και αμφισβητήσεις, το οικείο μοτίβο καταστροφής των παιδικών του χρόνων). Ανοργασμικός, ανταγωνιστικός, ανεύθυνος, εντέλει και ανέντιμος εφόσον οι διαδικασίες χρηματοδότησης της κοινότητας είναι αδιαφανείς, δεν φαίνεται να ξεφεύγει από το καπιταλιστικό μοντέλο. Πιστεύω ότι η γνώμη της Αντιγόνης  για τον Μαρτί απηχεί και την εικόνα που θέλει να δώσει η συγγραφέας (και το καταφέρνει): ένας αυταρχικός μαλάκας που δεν καταλαβαίνει ούτε τι θα πει αγάπη ούτε εναλλακτικός τρόπος ζωής. Φεύγοντας -κι αυτός- αιφνίδια απ  το κοινόβιό του, αφήνει ένα τεράστιο κενό στην ευάλωτη Μέλανι.
Η Μέλανι είναι αυθεντική, ερωτευμένη και… αλαφροίσκιωτη. Το μοτίβο με τους αγγέλους εμφανίζεται κάθε τόσο ελαφρώς ξεκάρφωτο, αλλά παρουσιάζεται ανοιχτή στον αόρατο κόσμο. Είναι όντως πιο διεισδυτική και πιο συναισθηματική απ τους άλλους. Καθ υπόδειξη της Αντιγόνης, με την οποία διασταυρώνονται οι δρόμοι τους αμέσως μετά τον χωρισμό με τον Μαρτί, απευθύνει στον Μαρτί επιστολές, μέχρι να σταματήσει να είναι οργισμένη. Βλέπουμε πώς γνωρίζεται σιγά σιγά με την Αντιγόνη, πώς και γιατί της έχει αδυναμία, κι έχει δίκιο ο Κάι όταν λέει γι αυτήν ότι ο τρόπος που είχε να συνδέεται με τους άλλους ήταν η εξάρτηση. Θα έλεγα ότι πάντα υπήρξε εξαρτημένη από την ανάγκη της να είναι εξαρτημένη. Άλλωστε, μέσα από τα μάτια της Μέλανι η Αντιγόνη φαίνεται λίγο πιο ξεκάθαρη, πιο ανθρώπινη (με το πρώτο ουίσκι άρχισε να ακτινοβολεί ατόφια μαγνητική ενέργεια (…). Κατάλαβα ότι η ενέργεια αυτή ήταν διαφορετική από την ενέργεια που με είχε κρατήσει ζωντανή τις προηγούμενες μέρες στο πρότζεκτ. Άλλη η ενέργεια του μηχανισμού επιβίωσης, άλλη η ενέργεια της τρέλα για τη ζωή.(…) Προς το παρόν έχω την Αντιγόνη να μου θυμίζει με τον τρόπο της ότι είναι αλήθεια, υπάρχει αυτή η ενέργεια, έστωκι αν εγώ σπατάλησα τη δικιά μου…)
Τέλος, τελευταίος «μάρτυρας» είναι ο Κάι, ο άνθρωπος που όχι μόνο έκανε το γύο του κόσμου αλλά που βοηθούσε κι άλλους να τον κάνουν, ο επικεφαλής της κιβωτού για ευγενή πλάσματα που επιθυμούσαν να γνωρίσουν αντί να κατακτήσουν. Γράφει τη μαρτυρία του, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, ένα χρόνο μετά την τελευταία πράξη του έργου: οι πέντε πρωταγωνιστές ξανασυναντιούνται στο Πορτ Μπόου κατόπιν επιθυμίας της Αντιγόνης, σ ένα σουρεαλιστικό σκηνικό όπου διαβάζει ο καθένας ένα απόσπασμα βιβλίου στον… Μπένγιαμιν. Ήδη η συνάντηση είναι εκβιασμένη τεχνικά (γιατί ο Μαρτί έχει φύγει κι ο Ικέρ δεν γνωρίζει τους άλλους), αλλά προφανώς η συγγραφέας σκέφτηκε αυτόν τον ολίγον παράδοξο τρόπο για να «κλείσει» τις ιστορίες. Για να δείξει και τα σημεία που ενώνουν και τα σημεία που χωρίζουν τους ήρωες (Κάι: κρίνω πως και οι πέντε μας είχαμε φτάσει στο σημείο της ζωής μας που όχι μόνο δεν είχαμε απαντήσεις αλλά ούτε καν ερωτήσεις δεν ήμασταν σε θέση να διατυπώσουμε).

Ο Κάι απομυθοποιεί την Αντιγόνη (όπως κάθε σχεδόν συζήτηση μαζί της, ξεκινούσε από κάτι γενικό και κατέληγε σε μια ύπουλη διακήρυξη του ηρωισμού της -πόσο συμφωνώ!), ενώ το ίδιο το βιβλίο αντίθετα τη μυθοποιεί, εστιάζοντας στην άπιαστη ιδιοσυγκρασία της, στο μυστήριο της ζωής της και της εξαφάνισής της. Οι δυο τελευταίες σελίδες του βιβλίου αποδίδουν εύστοχα και συνοπτικά τη συνέχεια του ταξιδιού της ζωής, για καθένα από τους πέντε φίλους.  

Χριστίνα Παπαγγελή