Παρασκευή, Φεβρουαρίου 05, 2016

Άεροπλαστ, Άντζελα Δημητρακάκη

Δεν θα έλεγα ότι με ενθουσίασε το βιβλίο αυτό, παρόλο που εμπιστεύομαι την κρίση της φίλτατης μπλόγκερ Βιβής Γ. Ωστόσο, το τελείωσα, πράγμα που δεν το συνηθίζω όταν ένα βιβλίο δεν με «τραβάει» με κάποιον τρόπο. Το γράψιμο της Δημητρακάκη είναι έξυπνο, μεστό, περιεκτικό, φευγάτο˙ κανένα πρόβλημα με το ύφος, που χαρακτηρίζεται από χειροπιαστές, φυγόκεντρες και εύστοχες πινελιές. Αλλά (ντρέπομαι για τα ταπεινά μου κριτήρια), δεν… συμπάθησα τους ήρωες…! Λυπάμαι που δεν είμαι αρκετά φιλόλογος για να το παρακάμψω!
Πρόκειται για τη σύγκλιση πέντε διαφορετικών ανθρώπων που συμπλέκονται μεταξύ τους με ποικίλους τρόπους και αποτελούν εντέλει μια «παρέα», ο καθένας απ αυτούς μια ιδιαίτερη, αποκλίνουσα από τη νόρμα, περίπτωση. Στο αφηγηματικό παρόν βρίσκονται στο ίδιο τρένο για το Πορτ Μπόου, ένα καταλανικό χωριό καθόλου τυχαία επιλεγμένο, μιας και κει άφησε την τελευταία του πνοή (αυτοκτόνησε ή δολοφονήθηκε; ) ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, που απ ό, τι φαίνεται συντροφεύει πνευματικά τους ήρωες. Το σκηνικό στήνεται περίτεχνα στις πρώτες σελίδες, σκιαγραφώντας τις σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους και τα βασικά χαρακτηριστικά˙ όλοι παίρνουν καταθλιπτικά˙ η Αντιγόνη έχει εγκαταλείψει σύζυγο και παιδί, είχε σχέση με τον Ικέρ (ήμασταν ενθουσιώδεις παίκτες του Παιχνιδιού της Αυτοταπείνωσης), της έχει αδυναμία η Μέλανι, αντιπαθεί τον Μαρτί, ποθεί τον 55χρονο Κάι, καπετάνιο της «Πραγματικότητας». Η αφήγηση μεταφέρεται σαν τη σκυτάλη από τον έναν στον άλλον, με τη σειρά, κάθε φορά με κάποιο συγγραφικό τέχνασμα, (άλλος γράφει ημερολόγιο, άλλος γράφει την αυτοβιογραφία του κλπ)
Πρώτη η συγγραφέας Αντιγόνη, που έχει μάλλον τον κυρίαρχο ρόλο σε όλων τις ιστορίες.  Ήταν κι αυτή που μ εκνεύρισε περισσότερο. Για την ακρίβεια με απώθησε η εγωπάθεια και ο ναρκισσισμός της, ενώ η συγγραφέας την αναβιβάζει σε «μοιραία» γυναίκα, που όλοι (οι άλλοι ήρωες) την έχουν σαν σημείο αναφοράς (Μέλανι: Ο ρόλος της δεν είναι να συνειδητοποιεί την επιρροή της στο περιβάλλον αλλά να την προκαλεί). Η τόλμη της εξαντλείται στο ότι το βαλε στα πόδια ξεφεύγοντας από τη στείρα οικογενειακή ζωή, μια ζωή  που σκιαγραφείται με πολύ χοντροκομμένες γραμμές σε ένα κεφάλαιο λίγων -πυκνών- σελίδων. Δεν με ενόχλησε φυσικά ότι εγκατέλειψε τον Φινλανδό άντρα της και τον μικρό της γιο, αλλά ότι αυτομαστιγώνεται/αυτοδικαιώνεται αυτάρεσκα, πιστεύοντας ότι έκανε τη μεγάλη επανάσταση ενάντια στην αστική ζωή (θεμιτό μέχρι στιγμής), χωρίς μάλιστα να εμβαθύνει καθόλου στο τι και στο πώς, χωρίς πραγματική εσωτερική  σύγκρουση. Η απόλυτη άρνηση χωρίς περιεχόμενο (ό, τι και να συνέβαινε, δεν ήθελα να θεραπευτώ). Χωρίς -επίσης- συναισθήματα, ή να το πω αλλιώς, ενσυναίσθηση. Ίσως εγώ δεν μπορώ να συγχωρέσω την εξαπάτηση/εγκατάλειψη ενός παιδιού, ακόμα κι από αίσθηση ειλικρίνειας προς τη ζωή της. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς το σχέδιο της νέας σου ζωής δεν περιλαμβάνει το άτομο που αγαπάς και χάριν του οποίου υποφέρεις. Βέβαια, άτεχνες αναφορές δείχνουν ότι δεν υπήρχε ουσιαστική επαφή με τον άνδρα της -ο οποίος παρουσιάζεται πολύ απόμακρος, ενώ η γραφή (σ αυτό το συγκεκριμένο πεδίο) προσπαθεί να αυτοσαρκάσει αλλά ουσιαστικά γκρινιάζει (ο Στέφαν είναι καλύτερα να μεγαλώσει με τον πατέρα του. Μόνο μαζί του, χωρίς φωνές και τους συναισθηματισμούς της μετανάστριας μάνας). Η ερμηνεία που δίνεται πολύ επιφανειακά είναι ότι δεν θεωρεί τον εαυτό της άξιο για το ρόλο της μητέρας. Εμένα μου δίνει την εντύπωση ότι απλούστατα βαρέθηκε να παίζει με το παιχνιδάκι της (χαρακτηριστική διαπίστωση: είχα ελπίσει ότι η γέννηση του Στέφαν θα επέφερε μια αναδιάρθρωση του ψυχισμού μου που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ). Η κυνική επιστολή που δέχτηκε εκ των υστέρων από τον άντρα της ήταν βέβαια πολύ σκληρή, κι έδειχνε πολλά για τη σχέση του ζευγαριού,  αλλά για μένα ήταν… απόλυτα δικαιολογημένη.
Η συγγραφική αδυναμία πιστεύω ότι εντοπίζεται στο ότι φαίνεται ότι η συγγραφέας ξεκίνησε την ιστορία στο μυαλό της από την απόδραση της Αντιγόνης, γενικά και αόριστα. Τίποτα δεν μας δείχνει τους δεσμούς που η ηρωίδα είχε εκεί, στο Ελσίνκι, τα όνειρα/αγάπη/συναισθήματα που την οδήγησαν εκεί για να καταλάβουμε και την ανάγκη φυγής, γιατί απλούστατα η ζωή της εκεί δεν είχε σάρκα και οστά. Έτσι η φυγή γίνεται μια ιδέα, ένα γράμμα κενό. Ο Ελίας, ο άντρας της, η πιθανότερη αιτία του σκασιαρχείου, παρουσιάζεται σχηματοποιημένα, ένα κτήνος. Ο πόνος της φαίνεται κούφιος (τίποτε δεν αποδείκνυε με τον πιο αξιοθρήνητο τρόπο ότι τώρα που είχα δημιουργήσει το μοναδικό γεγονός στη ζωή μου -την εγκατάλειψη του Στέφαν,  ό, τι απέμενε δεν ήταν επιλογές αλλά βεβιασμένες κινήσεις σ ένα ισοπεδωμένο πλατό)˙ οι τύψεις της είναι βαρετές, κενές, αυτάρεσκες, χωρίς περιεχόμενο (ήμουν η χειρότερη οργανώτρια που μπορούσε να έχει μια ζωή, και η ζωή ήταν η δική μου). Το ότι αυτοαποκαλείται τέρας δεν αναιρεί τον τρομακτικό εγωισμό ενός ανθρώπου που δεν έχει μάθει να συγχωρεί.
Η αντιπάθειά μου στην ηρωίδα μ έκανε να ταυτιστώ με τη… μητέρα της (έχεις κάνει παντιέρα την απόρριψη), παρόλο που τα λόγια της μητέρας εμπεριέχουν τη γνώριμη «μαμαδίστικη» υστερία (ομολογώ ότι η σκηνή σύγκρουσης στο νοσοκομείο ήταν πολύ χαρακτηριστική). Μ έκανε να θυμώνω η σκέψη της ηρωίδας «Χριστέ μου, σκέφτομαι, νομίζει ότι είμαστε ακόμη οικογένεια», όταν η γιαγιά προσπαθεί να βάλει ακόμη μέσα στη ζωή της τον εγγονό της (τι πιο ανθρώπινο;). Να μ εκνευρίζει η ξερολίστικη στάση που κρατά απέναντι στη σχέση μάνας και πατέρα (σίγουρα δεν είναι και ο πιο αντικειμενικός κριτής!), ο αφορισμός δεν αντέχω να έχω μητέρα, που δείχνει μια ψυχή που δεν θέλει να κατανοεί. Και για να δώσω τέλος στους λόγους που επεξηγούν την αντιπάθειά μου, τι περιμένει κανείς από ένα άτομο που παίρνει βίντεο τον φίλο που πεθαίνει;;;;

Πολύ πιο συμπαθής (ο πιο συμπαθής για την ακρίβεια) είναι ο δεύτερος αφηγητής που φέρεται να γράφει ημερολόγιο κατά σύσταση του ψυχοθεραπευτή του, ο Ικέρ, κι ας «αποδομείται» στο τέλος ως μυθομανής, αναξιόπιστος κλπ. Κι αυτός με περίπλοκες συναισθηματικές σχέσεις, που φυσικά τον ωθούν κι αυτόν πολύ μακριά από τη νόρμα (σεξουαλικές σχέσεις με την αντιπαθέστατη αδερφή Ινές που πάσχει από καρκίνο αλλά έχει κι ένα παιδί μισοεγκαταλειμμένο, μυστηριώδης αδερφός Χόρχε, ερωτική σχέση με τον Ντιέγο που δέχεται επίθεση και πεθαίνει στην Αθήνα κ.α.). Η περιγραφή της αρχής της σχέσης με την Αντιγόνη ομολογώ ότι κερδίζει τον αναγνώστη, έχει μια φυσικότητα, καίριους και ουσιαστικούς διαλόγους˙ μπορείς να κατανοήσεις τι βρίσκει ο ένας στον άλλον, ποια είναι τα σημεία έλξης (όταν πρωτοήρθε να ζήσει μαζί μου έδειχνε να είναι ο τέλειος άνθρωπος, κάποιος που δεν περιμένει τίποτα από κανέναν). Η επικοινωνία μεταξύ τους είναι αβίαστη, με φιλοσοφικές ενίοτε διαστάσεις (θεέ μου, δεν ήξερα ότι είσαι οπαδός του μύθου της ελεύθερης βούλησης- ούτε εγώ ήξερα ότι έχεις χάψει όλη αυτή τη μεταμοντέρνα βλακεία που λέει ότι είσαι έρμαιο των καταστάσεων). Συζητούν τι είναι «συμβάν», πότε μια απόφαση ίναι σημαντική. Βέβαια, η προβληματική σχέση με την άρρωστη Ινές περιπλέκει την κατάσταση, αλλά κυρίως ο θάνατος του κοινού φίλου Ντιέγο είναι η αφορμή για να δώσει τέλος στη σχέση η ανικανοποίητη Αντιγόνη (δεν μπορώ να τελειώσω εδώ το μυθιστόρημα/ με δυσκολία αναπνέω/είχα πει ότι καλύτερα να ζούσαμε με κάποια απόσταση μεταξύ μας). Τον Ικέρ τον συμπάθησα ακόμηαπό τον τρόπο που πενθεί τον Ντιέγο (δεν θα προσπαθήσω να βελτιωθώ. Δεν το χω σκοπό να χαίρομαι την κάθε μέρα σαν να είναι η τελευταία ούτε να αντιληφθώ απ τη μια στιγμή στην άλλη την ουσία των πραγμάτων. Δεν θα αφαιρέσω τίποτε από το έρεβος κάνοντάς σε δίδαγμα. Δεν μ ενδιαφέρει να λιγοστέψει ο φόβος. Θέλω να συνεχίσω να πετάγομαι στον ύπνο μου νομίζοντας ότι ένα μελανό δίχτυ ξεκινάει από τη μια γωνιά του ταβανιού και ξετυλίγεται προς το μέρος μου).

 Οι άλλοι τρεις της «παρέας» μπαίνουν σχεδόν ταυτόχρονα στη ζωή της Αντιγόνης, όταν εκείνη αποφασίζει να ζήσει σε μια εναλλακτική κοινότητα, «κοινότητα του φωτός», ή «πρότζεκτ». Παρόλο που ομολογεί ότι δεν της ταιριάζει η κατάσταση της δήθεν αυτοδιάθεσης κι ότι αντιπάθησε τον ιδρυτή της κοινότητας, τον Μαρτί, η Αντιγόνη προσχωρεί σ αυτήν, λέγοντας ότι δεν έχει άλλη επιλογή.
Έτσι, στο τρίτο μέρος όπου αφηγείται ο Μαρτί, έχουμε κιόλας μια ιδέα για το ποιος είναι. Είναι όντως αντιπαθής και πιστεύω ότι έτσι θέλει και η συγγραφέα να τον παρουσιάσει˙ αποφασίζει να γράψει την αυτοβιογραφία του σε γ ενικό, κάτι που ταιριάζει με τον αποστεγνωμένο του ψυχισμό.  Έχει σπουδάσει ψυχολογία και έχει επιδοθεί μ έναν παράδοξο τρόπο στην αναζήτηση ταυτότητας (τίποτα δεν μένει να γίνει εκτός από το να αναστοχαστεί κανείς επί των όσων έχουν ήδη συμβεί) αλλά ομολογώ ότι πέρασα.. αδιάβαστες τις σελίδες με αποσπάσματα από την στριφνή εργασία του με θέμα το ρόλο του ψέματος στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, τις διαπροσωπικές σχέσεις και τον πολιτισμό, ένα θέμα που προφανώς τον αφορούσε και προσωπικά.
Φτιάχνοντας το παζλ της προσωπικότητάς του βλέπουμε σιγά σιγά ότι ο εγωκεντρισμός του έφτασε στο σημείο να αδιαφορήσει για τη ζωή ή τον θάνατο της μοναδικής Μπέρνι (δεν την γνωρίζουμε στο βιβλίο), να αγνοήσει το γεγονός ότι εκείνος είναι υπαίτιος της ατεκνίας στη σχέση του με τη Μέλανι, στην οποία δίνει κούφιες υποσχέσεις (άρχισε να υποπτεύεται ότι την είχε ερωτευτεί γι αυτόν ακριβώς τον λόγο: για να επαναλάβει, χωρίς ερωτηματικά και αμφισβητήσεις, το οικείο μοτίβο καταστροφής των παιδικών του χρόνων). Ανοργασμικός, ανταγωνιστικός, ανεύθυνος, εντέλει και ανέντιμος εφόσον οι διαδικασίες χρηματοδότησης της κοινότητας είναι αδιαφανείς, δεν φαίνεται να ξεφεύγει από το καπιταλιστικό μοντέλο. Πιστεύω ότι η γνώμη της Αντιγόνης  για τον Μαρτί απηχεί και την εικόνα που θέλει να δώσει η συγγραφέας (και το καταφέρνει): ένας αυταρχικός μαλάκας που δεν καταλαβαίνει ούτε τι θα πει αγάπη ούτε εναλλακτικός τρόπος ζωής. Φεύγοντας -κι αυτός- αιφνίδια απ  το κοινόβιό του, αφήνει ένα τεράστιο κενό στην ευάλωτη Μέλανι.
Η Μέλανι είναι αυθεντική, ερωτευμένη και… αλαφροίσκιωτη. Το μοτίβο με τους αγγέλους εμφανίζεται κάθε τόσο ελαφρώς ξεκάρφωτο, αλλά παρουσιάζεται ανοιχτή στον αόρατο κόσμο. Είναι όντως πιο διεισδυτική και πιο συναισθηματική απ τους άλλους. Καθ υπόδειξη της Αντιγόνης, με την οποία διασταυρώνονται οι δρόμοι τους αμέσως μετά τον χωρισμό με τον Μαρτί, απευθύνει στον Μαρτί επιστολές, μέχρι να σταματήσει να είναι οργισμένη. Βλέπουμε πώς γνωρίζεται σιγά σιγά με την Αντιγόνη, πώς και γιατί της έχει αδυναμία, κι έχει δίκιο ο Κάι όταν λέει γι αυτήν ότι ο τρόπος που είχε να συνδέεται με τους άλλους ήταν η εξάρτηση. Θα έλεγα ότι πάντα υπήρξε εξαρτημένη από την ανάγκη της να είναι εξαρτημένη. Άλλωστε, μέσα από τα μάτια της Μέλανι η Αντιγόνη φαίνεται λίγο πιο ξεκάθαρη, πιο ανθρώπινη (με το πρώτο ουίσκι άρχισε να ακτινοβολεί ατόφια μαγνητική ενέργεια (…). Κατάλαβα ότι η ενέργεια αυτή ήταν διαφορετική από την ενέργεια που με είχε κρατήσει ζωντανή τις προηγούμενες μέρες στο πρότζεκτ. Άλλη η ενέργεια του μηχανισμού επιβίωσης, άλλη η ενέργεια της τρέλα για τη ζωή.(…) Προς το παρόν έχω την Αντιγόνη να μου θυμίζει με τον τρόπο της ότι είναι αλήθεια, υπάρχει αυτή η ενέργεια, έστωκι αν εγώ σπατάλησα τη δικιά μου…)
Τέλος, τελευταίος «μάρτυρας» είναι ο Κάι, ο άνθρωπος που όχι μόνο έκανε το γύο του κόσμου αλλά που βοηθούσε κι άλλους να τον κάνουν, ο επικεφαλής της κιβωτού για ευγενή πλάσματα που επιθυμούσαν να γνωρίσουν αντί να κατακτήσουν. Γράφει τη μαρτυρία του, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, ένα χρόνο μετά την τελευταία πράξη του έργου: οι πέντε πρωταγωνιστές ξανασυναντιούνται στο Πορτ Μπόου κατόπιν επιθυμίας της Αντιγόνης, σ ένα σουρεαλιστικό σκηνικό όπου διαβάζει ο καθένας ένα απόσπασμα βιβλίου στον… Μπένγιαμιν. Ήδη η συνάντηση είναι εκβιασμένη τεχνικά (γιατί ο Μαρτί έχει φύγει κι ο Ικέρ δεν γνωρίζει τους άλλους), αλλά προφανώς η συγγραφέας σκέφτηκε αυτόν τον ολίγον παράδοξο τρόπο για να «κλείσει» τις ιστορίες. Για να δείξει και τα σημεία που ενώνουν και τα σημεία που χωρίζουν τους ήρωες (Κάι: κρίνω πως και οι πέντε μας είχαμε φτάσει στο σημείο της ζωής μας που όχι μόνο δεν είχαμε απαντήσεις αλλά ούτε καν ερωτήσεις δεν ήμασταν σε θέση να διατυπώσουμε).

Ο Κάι απομυθοποιεί την Αντιγόνη (όπως κάθε σχεδόν συζήτηση μαζί της, ξεκινούσε από κάτι γενικό και κατέληγε σε μια ύπουλη διακήρυξη του ηρωισμού της -πόσο συμφωνώ!), ενώ το ίδιο το βιβλίο αντίθετα τη μυθοποιεί, εστιάζοντας στην άπιαστη ιδιοσυγκρασία της, στο μυστήριο της ζωής της και της εξαφάνισής της. Οι δυο τελευταίες σελίδες του βιβλίου αποδίδουν εύστοχα και συνοπτικά τη συνέχεια του ταξιδιού της ζωής, για καθένα από τους πέντε φίλους.  

Χριστίνα Παπαγγελή

2 σχόλια:

  1. Χριστίνα, έχεις δίκιο στην ανάλυσή σου σε πολλά(θα την προσθέσω στο κυρίως κομμάτι της δικής μου γιατί είναι νηφάλια,ενδιαφέρουσα και μαζί προσωπική και αποτελεί το ετεροζυγωτικό δίδυμο της δικής μου)και κάθε δικαίωμα,έχεις, να θυμώσεις με ό,τι βάζει την ηρωίδα της να κάνει και που το κάνει τελικά μισακό κι αυτό,λειψά,παιδιάστικα,πανικόβλητα.
    Σίγουρα δεν είναι η μέση γυναίκα,είναι μια εκδοχή της Κατερίνας Γώγου(μου ερχόταν η Γώγου συνέχεια στο μυαλό αλλά ενώ πιο πάνω δεν το ξεστόμισα,τώρα μου ήρθε να το πω) που δεν ξεμπλοκάρει από τις νεανικές εμμονές της και τα κάνει σκατά.
    Η Δημητρακάκη ανακατεύει πράγματι πολλά, ρίχνει υλικό ακατάπαυστα στο καζάνι,ίσως δεν έπρεπε βέβαια και ίσως εδώ να κολλάει κι ένα δεν βαριέσαι, εδώ ο κόσμος καίγεται.Το ζουμί είναι ότι καταφέρνει να μας κάνει να λυπηθούμε,να νευριάσουμε,να μην ταυτιστούμε με καμιά δύναμη αλλά να κατανοήσουμε,ίσως, το ψυχογενές ζόρι που περνάει και ίσως επειδή το κουβαλούσε πάνω της ήδη από χρόνια και δεν (μπορεί να) το φιλτράρει σαν 40χρονη γυναίκα με παιδί που έχει γίνει στο μεταξύ και όλα αυτά.Και το περίεργο είναι ότι εγώ που δεν έχω καμία σχέση με την ηρωίδα(είμαι μαμά ως το μεδούλι και δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα άφηνα τα παιδιά μου)είδα σ΄αυτήν την γυναίκα,την ενδεχομένως ανώριμη,την επιπόλαια,άπειρες γυναίκες της διπλανής μου πόρτας που πνίγονται στους ηλίθιους ή που γίνονται θηλιά γάμους τους και μια ωραία πρωία την κάνουν και αφήνουν και παιδιά και σκυλιά...

    Σ΄ευχαριστώ για τα καλά λόγια, αμοιβαία η εκτίμηση.Ε,αν καμιά φορά παρασύρουμε ο ένας μπλόγκερ τον άλλο σε διαβάσματα που δεν μας πάνε τελικά,δεν πειράζει,έχει και το ρίσκο την χάρη του,ε,τι λες;
    (Αν δεν ήμασταν και ψιλοάφραγκοι δεν θα πείραζε,τώρα είναι κι αυτό στην μέση βέβαια).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Βιβή, χαιρετώ με πολλή χαρά!
    φυσικά έχει την ομορφιά του να παρασύρεσαι σε διαβάσματα διαφορετικά απ αυτά που θα επέλεγες μόνος σου, άλλωστε δεν μετάνιωσα που διάβασα την Δημητρακάκη! Μου άρεσε το γράψιμό της πολύ, και πολλά υποθέματα (δεν αντέχω να διαβάσω κάτι μόνο για "φιλολογικούς" λόγους)
    Θα ξανασυναντηθούμε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή