Παρασκευή, Φεβρουαρίου 19, 2016

Πριν εκείνη με γνωρίσει, Τζούλιαν Μπαρνς

Τι αλλόκοτους τρόπους έχει το παρελθόν
να προλαβαίνει το παρόν και να το επηρεάζει…

Στο βιβλίο αυτό ο γνωστός αγαπημένος συγγραφέας ξεδιπλώνει την ψυχοσύνθεση ενός βαλτωμένου παντρεμένου αστού, που βασανίζεται από ένα παράδοξο είδος ζήλειας: ζηλεύει την ερωμένη του, όχι όμως τις τρέχουσες -υποτιθέμενες- ερωτικές περιπέτειες, αλλά τις ενδεχόμενες σχέσεις που εκείνη ίσως είχε στο παρελθόν(!). Επειδή η ζήλεια, ως γνωστόν, εμπεριέχει το ακαταλόγιστο, κι επειδή, όπως όλοι γνωρίζουμε, είναι αυτοτροφοδοτούμενη και ανεξέλεγκτη, ο αναγνώστης σηκώνει… ψηλά τα χέρια, και καθώς διαβάζει το βιβλίο αναρωτιέται σε ποιο σημείο παραλογισμού θα φτάσει ο ήρωας.
Ο Γκράχαμ είναι 38χρονών (στα τριάντα οχτώ του αισθανόταν λιγάκι σαν συνταξιούχος), τα δεκαπέντε απ αυτά παντρεμένος, με σταθερή δουλειά (ιστορικός), και με μια κόρη για την οποία ένιωθε μεν στοργή, αλλά διαπίστωνε με έκπληξη ότι δεν του είχε διεγείρει ποτέ πολύ βαθιά συναισθήματα. «Political correct» σε γενικές γραμμές (συμβατικός, σταθερός στη δουλειά του, ποτέ άπιστος, πάντα ειλικρινής) αλλά μέσα στη συζυγική σχέση νιώθει σαν προσκοπάκι για τα θελήματα. Είναι μοναδική η περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα στην παρουσίαση της γυναίκας του Μπάρμπαρα, μιας κλασικά υστερικής νοικοκυράς, που μονίμως γκρινιάζει και κατηγορεί τον  Γκράχαμ, ακόμα και πριν την γνωριμία του με την Ανν: οι συζητήσεις (ή μάλλον οι μονόπλευρες επιπλήξεις) δεν ξεκινούσαν ποτέ από μιαν αρχή, αλλά έσκαγαν στη μέση, ενώ οι κατηγορίες που έπρεπε (ο Γκράχαμ) να αντιμετωπίσει ήταν ένα χειροποίητο πλέγμα υποθέσεων, ισχυρισμών, φαντασιοπληξιών και κακεντρέχειας. Ακόμα χειρότερη ήταν η συναισθηματική επικάλυψη των επιχειρημάτων κλπ κλπ. Γαργαλιστικά τα σχετικά δείγματα δυσπιστίας, χειραγώγησης, άσκησης εξουσίας από μέρους της Μπάρμπαρα. Χαρακτηριστική παρατήρηση, ότι όταν  Μπάρμπαρα είχε… περίοδο, έπρεπε να κάνει τον Γκράχαμ να αισθάνεται όσο πιο ένοχος γινόταν (!)).
Η αντίθεση ανάμεσα στη σπαστικιά σύζυγο και στη νεαρή ηθοποιό που ερωτεύεται ο Γκράχαμ αποδίδεται με τέτοια παραστατικότητα, που αμέσως ταυτιζόμαστε. Όταν γνωρίστηκε με την Ανν άρχισε να νιώθει σαν να αποκαταστάθηκε κάποια κομμένη από χρόνια γραμμή επικοινωνίας με τον εαυτό του. Ένιωσε ξανά ικανός για τρέλες και ιδεαλισμό. Αυτό που χαρακτηρίζει τη σχέση από την αρχή είναι η ευθύτητα (κι απ τις δυο μεριές) και ο αυθορμητισμός (ο Γκράχαμ έγειρε προς το μέρος της και από νευρικότητα δεν χώρισε με τελεία τις δυο προτάσεις που ξεστόμισε: «Θέλεις να φάμε μαζί είμαι παντρεμένος»). Η Ανν είναι ντόμπρα, χωρίς ντροπές ή υπεκφυγές, χωρίς απαιτήσεις ή γκρίνιες. Αν τη ρωτούσε για κάποιον προηγούμενο εραστή της δεν χρησιμοποιούσε την ατάκα «Δεν σου πέφτει λόγος», όπως θα μπορούσε να κάνει, και με το δίκιο της. Του το έλεγε και τελείωνε. Δέχεται με χαμόγελο τις προτάσεις του Γκράχαμ χωρίς «ίσως» και «μπορεί»- εδώ δεν υπήρχαν εκείνες οι εικασίες περί κινήτρων που είχε μονίμως ο γάμος με την Μπάρμπαρα. Όλα εκείνα τα «Αποκλείεται να το εννοούσες αυτό, Γκράχαμ, έτσι δεν είναι;» κλπ κλπ… Τέλος, η μεγαλύτερη έλξη οφειλόταν στην αποκατάσταση των γραμμών επικοινωνίας με το σώμα του. Η σεξουαλική σχέση κολυμπά μέσα σε μια πρωτόγονη ελευθερία και άνεση.
Το πρώτο κομβικό σημείο είναι όταν ο Γκράχαμ αποφασίζει να το πει στη Μπάρμπαρα, δηλαδή να χωρίσει. Η σχετική σκηνή αποδίδεται με απίστευτη θεατρικότητα, όπου ενδιαφέρον έχει η προσπάθεια της Μπάρμπαρα να εμπλέξει τις ενοχές του Γκράχαμ με το παιδί τους, την Άλις. Οι απαράδεκτα ζηλότυπες κα μικροπρεπείς αντιδράσεις συνεχίζονται ακόμα κι όταν το μέχρι τώρα παράνομο ζευγάρι αποφασίζει να παντρευτεί.
Ο Γκράχαμ όμως αισθάνεται  τόσο ευτυχισμένος, η σαγήνη του έρωτα μεγαλώνει τόσο  που τα πράγματα φάνταζαν παραδόξως και πιο στέρεα και πιο επισφαλή. Του λείπει όλο και περισσότερο η Ανν, όχι μόνο σεξουαλικά αλλά και ψυχικά˙ το πάθος του σιγά σιγά γίνεται εμμονή, γίνεται απελπισμένο και καταπιεστικό. Το ότι ένιωθε καταρρακωμένος που δεν μπορούσε να είναι εκείνη αρχίζει και φαίνεται ανησυχητικό. Βλέπει δυο και τρεις φορές τις φτηνιάρικες ταινίες όπου έπαιζε η Ανν, στοιχηματίζοντας ότι η Ανν έχει κοιμηθεί μαζί με τους συμρωταγωνιστές της στο… παρελθόν και τελικά φαίνεται να ενστερνίζεται την άποψη της Μπάρμπαρα, ότι η Ανν είναι «πόρνη της οθόνης». Αλλά η αρρώστια προχωρά βέβαια πολύ επικίνδυνα: Κλαίει… όταν μαραίνονται τα φυτά που εκείνη φρόντιζε, ψάχνει να βρει χώρα για το ταξίδι τους ένα μέρος όπου εκείνη δεν έχει πάει, άρα δεν… έχει πηδηχτεί, ψάχνει σημάδια στα βιβλία που άλλοι της είχαν χαρίσει (στο παρελθόν πάντα) κλπ κλπ.
Αντίβαρο σ αυτήν  την psycho κατάσταση είναι όχι μόνο η Ανν, που αντιμετωπίζει με νηφαλιότητα και ευθύτητα τις αναδρομικές ζήλειες του άντρα της, αλλά και ο, κοινός-φίλος-γνωστός-εκκεντρικός-μυθιστοριογράφος και γυναικάς, Τζακ Λάπτον. Ο Τζακ λειτουργεί σαν ψυχοθεραπευτής εκμαιεύοντας τα συναισθήματα του Γκράχαμ που σωματοποιούνται σαν ταραχή, τρεμούλα, αυπνία και μετασχηματίζονται σε επιθετικότητα. Οι συμβουλές του Τζακ είναι απολαυστικές (να πηδήξει άλλην, να αυνανίζεται, να την αγαπά λιγότερο), αποκαλεί τον Γκράχαμ ενοχική γιαγιάκα, ενώ η φιλοσοφία του είναι το δημιουργικό χάος, η σέξι αναρχία, και ότι όλα αυτά είναι στη φύση του θηρίου, δηλαδή στη φύση του γάμου (ένα σφάλμα στο σχεδιασμό (!)).
         Η μεμψιμοιρία και η θλίψη, η εμμονή και η επιθετικότητα αποκορυφώνονται μέχρι που ο Γκράχαμ γίνεται ανυπόφορος και απόμακρος ακόμα κι απ τον Τζακ (το σακούλι του θεραπευτή είχε αδειάσει). Φαίνεται ότι ο βαθύτερος πυρήνας της ζήλειας είναι η προδοσία, και ανατρέχει στα παιδικά χρονια, τα χρόνια πριν εμφανιστεί η προδοσία, τότε που τα μόνα που υπήρχαν ήταν η τυραννία και η δουλικότητα. Τα ερωτήματα που βασανίζουν τον ήρωα (μήπως ήταν ζήτημα αιφνίδιας χημικής αντίδρασης; Ή του δόθηκε εκ γενετής; Αν έπρεπε να υπάρχει η ζήλεια γιατί να λειτουργεί αναδρομικά; Τόσοι άνθρωποι υπήρχαν, σ αυτόν έπρεπε να συμβεί; Γιατί να μην μπορείς να αναιρέσεις τη γνώση και να επαναφέρεις το παρελθόν;) δείχνουν μια ύστατη προσπάθεια λογικής επεξεργασίας του ανεξέλεγκτου πάθους, πριν την τραγική «λύση» που δίνει ο συγγραφέας προκρίνοντας τον μηχανισμό της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. 
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου