Σάββατο, Δεκεμβρίου 22, 2012

Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ, Joseph Roth


Βρισκόμαστε στην πολυεθνική Αυστροουγγαρία της εποχής των Αψβούργων, την εποχή κατά την οποία ο μονάρχης Φραγκίσκος Ιωσήφ (που βασίλευσε ως αυτοκράτορας απ΄ το 1848 ως το 1916!) βρίσκει τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της ανάμεσα σε υπηκόους που βρίσκονται στις παρυφές της επικράτειάς της, στον κόσμο τουλάχιστον του συγγραφέα, όπως υποστηρίζει ο μεταφραστής του βιβλίου. Ένας απ’ αυτούς που τον λάτρεψαν  ήταν  και ο συγγραφέας Γιόζεφ Ροτ (1894-1939), ενώ το σημαντικότερο έργο του, το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ, αποτελεί ένα είδος ελεγείας για την Αυστρία των Αψβούργων, που σιγά σιγά άρχισε παρακμάζει ωσότου κατέρρευσε στις αρχές του 20ου αι. Όπως λέει και ο ίδιος ο Ροτ (ήταν 18 χρονών όταν πέθανε ο Φρ. Ιωσήφ), «η πιο αξέχαστη εμπειρία μου ήταν ο πόλεμος και το τέλος της πατρίδας μου, της μοναδικής που είχα ποτέ, της Αυστροουγγρικής μοναρχίας» (!)[1]
Διαβάζοντας λοιπόν το βιβλίο αυτό, μπαίνουμε στην καρδιά της ψυχολογίας ενός πλήθους ανθρώπων, διαφορετικών εθνικοτήτων, που στο πρόσωπο του Φραγκίσκου Ιωσήφ βλέπουν ένα χαρισματικό ηγέτη. Είναι απίστευτο για τα ελληνικά –για τα μεσογειακά;- δεδομένα πόσο απόλυτα και πειθήνια υπακούουν και πόσο πιστά υποστηρίζουν το μοναρχικό πολίτευμα.  Οι περισσότεροι κάτοικοι αυτής της αχανούς αυτοκρατορίας είναι πρόθυμοι  να ακολουθήσουν το βασιλιά τους στον πόλεμο και να θυσιαστούν για τη ζωή του και για την «πατρίδα» τους.
Στη διάρκεια όμως της πολύχρονης βασιλείας του, στο γύρισμα από τον 19ο αι. στον 20ο,  πολλά πράγματα αλλάζουν.

Εξακολουθούμε να έχουμε στρατό και κυβερνητικούς υπαλλήλους, αλλά η μοναρχία καταρρέει. Έχει ήδη καταρρεύσει! Είναι σαν σώμα υπέργηρο, δοσμένο ήδη στο θάνατο. Οργανισμός που κινδυνεύει από ένα απλό συνάχι. Οι καιροί έχουν αλλάξει και δεν μας θέλουν πια! Η σημερινή εποχή θέλει να δημιουργήσει αυτοδύναμα κι αυτεξούσια εθνικά κράτη! Ο κόσμος έχει πάψει να πιστεύει στον θεό. Η νέα θρησκεία ονομάζεται εθνικισμός. Οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πια στις εκκλησίες, πηγαίνουν στις εθνικές ενώσεις. Η μοναρχία, η μοναρχία μας, στηρίζεται στην ευλάβεια: στην πίστη πως ο θεός επέλεξε τους Αψβούργους και τους ανέβασε στο θρόνο, να βασιλεύουν πάνω σε όλους τους λαούς. Ο αυτοκράτοράς μας είναι ο εν κόσμω αδερφός του πάπα. Ο Γερμανός αυτοκράτορας θα συνεχίσει να κυβερνά, ακόμα κι αν τον εγκαταλείψει η χάρη του Θεού. Ο αυτοκράτορας, ωστόσο, της Αυστροουγγαρίας δεν μπορεί να χάσει τη θεία χάρη. Πλην όμως, τώρα την έχασε!
Ο έπαρχος σηκώθηκε. Δεν το χωρούσε ο νους του πως υπήρχε άνθρωπος σε τούτη τη γη ικανός να ξεστομίσει τέτοιο πράγμα: πως δηλαδή ο θεός είχε εγκαταλείψει τον αυτοκράτορα.

 Ο Γιόζεφ Ροτ δείχνει τη σταδιακή παρακμή της μοναρχίας μέσα από την ιστορία τριών γενεών της οικογένειας Τρόττα: ξεκινώντας από τον παππού, που ήταν ένας ασήμαντος Σλοβένος στρατιώτης από αγροτική οικογένεια του Σιπόλιε, αλλά τιμήθηκε με τον τίτλο του λοχαγού και βαρόνου επειδή έσωσε τη ζωή του αυτοκράτορα στη μάχη του Σολφερίνο, ο συγγραφέας αναφέρεται στη συνέχεια -σύντομα- στον γιο Φραντς, ο οποίος δεν ακολούθησε τη στρατιωτική σταδιοδρομία αλλά έγινε έπαρχος (ούτε θα περνούσε από το μυαλό του πως θα μπορούσε ποτέ ένας Τρόττα, από τώρα κι ίσαμε να εξαφανιστεί η γενιά του, να διαλέξει άλλο επάγγελμα έξω από το στρατό) και, τέλος, στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, περιγράφει την πορεία του εγγονού, του Καρλ Τρόττα, που είναι και ο βασικότερος πρωταγωνιστής. Έχοντας τη βαριά στρατιωτική κληρονομιά του παππού, ο Καρλ Τρόττα ενσαρκώνει  την παρακμή της αυτοκρατορίας. Έτσι, μέσα από την πορεία της οικογένειας των Τρόττα, διαγράφεται το ρέκβιεμ για το τέλος μιας εποχής, όπως γράφουν οι περισσότεροι κριτικοί, μέχρι τη δολοφονία του διαδόχου στο Σεράγεβο που σηματοδοτεί την έναρξη του Α΄Παγκοσμίου πολέμου και μιας νέας εποχής.

Το κεντρικό επεισόδιο στη ζωή του παππού Τρόττα, δηλαδή η ηρωική του διάκριση όταν έσωσε τον αυτοκράτορα στη μάχη του Σολφερίνο, επηρεάζει όλη του τη σταδιοδρομία, όχι μόνο γιατί του δόθηκε ένα μη ευκαταφρόνητο ποσόν και του επέτρεψε να ανέλθει κοινωνικά ( ο πλήρης τίτλος πλέον είναι: Γιόζεφ Τρόττα, βαρόνος φον Σιπόλιε) αλλά και γιατί τον σημαδεύει με πολλούς τρόπους σ’ όλη του τη ζωή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παραχάραξη της ιστορίας στο αναγνωσματάριο του δημοτικού, όπου ο ήρωας παρουσιάζεται εσφαλμένα ότι… πέθανε ως Ιππότης καρφωμένος μ’ ένα δόρυ εχθρικό, πράγμα που φυσικά προκαλεί την έγγραφη διαμαρτυρία του ήρωα στο Υπουργείο Παιδείας. Όπως όμως τον συμβουλεύει ο συμβολαιογράφος, τα ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται πάντα αλλαγμένα στις σχολικές αίθουσες. Κι έτσι πρέπει, κατά τη γνώμη μου. Τα παιδιά χρειάζονται παραδείγματα κατανοητά, παραδείγματα που θα μείνουν χαραγμένα στο μυαλό τους. Όσο για την πραγματική αλήθεια, αυτή θα τη μάθουν αργότερα!  Φυσικά, και η απάντηση του Υπουργείου δεν απέχει πολύ: το εν προκειμένω κεφάλαιον, το έχει ελέγξει αυτοπροσώπως ο ίδιος ο Υπουργός, ο οποίος και το ενέκρινε. Η πρόθεσις του υπουργείου είναι η διδαχή των μεγαλύτερων αλλά και των μικρότερων μαθητών της Μοναρχίας, καθώς επίσης και ο παραδειγματισμός τους. Ως εκ τούτου, οφείλουμε να παρουσιάσουμε τις ηρωικές πράξεις των στρατιωτικών της πατρίδος μας με τρόπο ανταποκρινόμενο στο χαρακτήρα, τη φύση και τη φαντασία των παιδιών, έτσι ώστε να καλλιεργήσουμε, να υποστηρίξουμε και να ενισχύσουμε τα πατριωτικά αισθήματα των ερχόμενων γενεών. Για το σκοπό αυτό δεν αλλοιώνουμε, βεβαίως την ιστορική αλήθεια. Αλλά προσπαθούμε να την αφηγηθούμε όσο το δυνατόν πιο γλαφυρά, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε την προσοχή, και να θέλξουμε τη φαντασία των μικρών μαθητών. (!!!)
Ο Τρόττα δέχτηκε τα δώρα κατηφής κι ενοχλημένος, σα να ήταν προσβολές. Υπέβαλε την παραίτησή του κι αποστρατεύτηκε με τον τίτλο του ταγματάρχη, ενώ αποσύρθηκε πικραμένος γιατί είχε χάσει τον παράδεισο της απλής πίστης στον αυτοκράτορα, στην αρετή, στην αλήθεια και στη δικαιοσύνη.

          Ο δεύτερος Τρόττα, ο Φραντς Τρόττα, χάρη στο ανδραγάθημα του πατέρα του γίνεται ανώτατος διοικητικός υπάλληλος, έπαρχος σε περιοχή της Μοραβίας, και χάνει κι αυτός τη γυναίκα του νωρίς, αναλαμβάνοντας αποκλειστικά τη διαπαιδαγώγηση του τρίτου Τρόττα, του Καρλ. Θα συμφωνήσω με τον κριτικό και συγγραφέα J. M. Coetzee[2] που προλογίζει το βιβλίο και λέει ότι ο Φραντς είναι η πιο τραγική φυσιογνωμία του μυθιστορήματος, παρόλο που ο συγγραφέας του αφιερώνει λίγες σελίδες, και παρόλο που τον γνωρίζουμε κυρίως μέσα από τον πατρικό του ρόλο. Είναι τραγικός, γιατί είναι αναγκασμένος, μέσα από τις αποτυχίες του γιου του αλλά κυρίως λόγω των κοινωνικών και ιστορικών μεταβολών, να δει και να αποδεχτεί την αλλαγή του κόσμου των αξιών στις οποίες πίστεψε. Μεγαλώνει το γιο του με απίστευτη τυπικότητα και αυστηρότητα, τόση που θα περίμενε κανείς αμφισβήτηση, επανάσταση, ή έστω μίσος από τη μεριά του γιου. Όμως όχι, υπήρξε τυφλή στρατιωτική πειθαρχία, σεβασμός, αποδοχή, και, καθώς ο Καρλ μεγάλωνε, συγκρατημένες εκδηλώσεις βαθιάς αγάπης.
            Ο πατέρας ερχόταν, ο γιος στεκόταν προσοχή και το χτύπημα των τακουνιών του αντηχούσε στο σκοτεινό, παλιό σπίτι. Με αυστηρό πρωτόκολλο, την προκαθορισμένη ώρα, με συγκεκριμένη στολή και τυπικές κινήσεις, ο πατέρας μια φορά τη βδομάδα αφιέρωνε χρόνο στο γιο του, εξετάζοντάς τον στα μαθήματα, κι επιβάλλοντάς του μαθήματα ιππασίας. Ο Καρλ Τρόττα ήξερε ότι μετά τις αυστηρές επιπλήξεις του πατέρα του έπρεπε πάντα να μείνει σιωπηλός. Να αποδέχεται την πατρική γνώμη σε όλο της το βάθος, να τη δουλεύει μέσα στο μυαλό του, να τη χαράζει στην ψυχή του και στην καρδιά του.
            Μέσα στον ψυχισμό του νεαρού πρωταγωνιστή χτίζεται το πρότυπο του πιστού στρατιώτη, υπέρμαχου του αυτοκράτορα. Κυρίαρχο συναισθηματικό ρόλο παίζει η αναπαραγωγή του πορτρέτου του Φραγκίσκου Ιωσήφ, που διακοσμεί όλους τους χώρους (ο Καρλ Γιόζεφ θυμόταν ακόμα την περήφανη παρηγοριά που έβρισκε σ’ αυτόν τον πίνακα τις πρώτες μέρες του στο τάγμα. Ο αυτοκράτορας του φαινόταν ικανός να βγει μέσα από το λεπτό μαύρο κάδρο. Σιγά σιγά βέβαια ο μονάρχης και ανώτατος πολέμαρχος της χώρας πήρε το συνηθισμένο αδιάφορο και αόρατο τελικά πρόσωπο που είχε στα γραμματόσημα και στα κέρματα). Συντελεί επίσης  και το περίφημο πορτρέτο του παππού του (που βρίσκεται ψηλά και κάθε τόσο ανεβαίνει σε σκάλα για να το εμπεδώσει), φιλοτεχνημένο από τον οικογενειακό φίλο και ζωγράφο Μόζερ, καθώς και το εμβατήριο του Ραντέτσκυ (http://www.youtube.com/watch?v=9Ll9bZXgj3A), του J. Strauss, (πατέρα).
            Όλα τα κοντσέρτα που γίνονταν κάτω από το μπαλκόνι του έπαρχου άρχιζαν με το εμβατήριο του Ραντέτσκυ. (…) στα πρόσωπα των ακροατών ζωγραφιζόταν ένα συγκρατημένο χαμόγελο ευχαρίστησης, το αίμα άρχιζε να κυλάει πιο γρήγορα στις φλέβες τους.  
Και:
Τα κυριακάτικα μεσημέρια πάντα έρχονταν κι έπαιζαν έξω από το μέγαρο του έπαρχου, που στη μικρή αυτή πόλη ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ ο εκπρόσωπος του ίδιου του αυτοκράτορα. Ο Καρλ Γιόζεφ στεκόταν κρυμμένος πίσω από τον κισσό στο μπαλκόνι κι άκουγε την μπάντα να παίζει- δεχόταν τη μουσική σαν φόρο τιμής. Ένιωθε σχεδόν συγγενής με τους Αψβούργους, των οποίων την εξουσία ο πατέρας του εκπροσωπούσε και υπερασπιζόταν εδώ- για χάρη τους θα βάδιζε μια μέρα κι ο ίδιος στον πόλεμο και στο θάνατο. (…) Να θυσιαστεί κανείς για χάρη του αυτοκράτορα υπό τους ήχους ενός σρτατιωτικού εμβατηρίου∙ ο ιδανικός θάνατος. Υπό τους ήχους του Εμβατηρίου του Ραντέτσκυ: ο πιο εύκολος απ’ όλους τους θανάτους.

Παρόλ’ αυτά, ο εγγονός Τρόττα αποκλίνει από το ιδεώδες του αφοσιωμένου και πειθαρχημένου στρατιώτη. Παρακολουθούμε τη ζωή του που, ακολουθώντας την παρακμή της  μοναρχίας, καταλήγει αργά και σταδιακά σε  πλήρη κατάρρευση: συνάπτει φλογερή παράνομη σχέση με τη γυναίκα του χωροφύλακα, η οποία όμως πεθαίνει. Βιώνει την παρακμή της στρατιωτικής ζωής, εφόσον οι συνάδελφοί του το μόνο που σκέφτονται είναι η βότκα και τις «εύθυμες» επισκέψεις στο σαλόνι της κυρίας Ρέζι. Εξαιτίας του, από τραγική παρεξήγηση,  γίνεται μονομαχία όπου σκοτώνεται ο μοναδικός του φίλος, ο γιατρός Ντέμαντ (συγκλονιστικές οι τελευταίες συζητήσεις που μοιράζεται με τον Καρλ: «Είμαι βλάκας αγαπητέ μου φίλε! Θα έπρεπε να έχω χωρίσει από καιρό την Εύα. Τώρα δεν έχω τη δύναμη να ξεφύγω απ’ αυτήν την ανόητη μονομαχία. Θα γίνω ήρωας από βλακεία, σύμφωνα με τον κώδικα της τιμής και τους κανονισμούς του στρατεύματος. Ήρωας!» Γέλασε και το γέλιο του αντήχησε κούφιο μέσα στη νύχτα). Δεν  έχει περιθώριο πια, όχι μόνο για λόγους τιμής, να παραμείνει στο Ιππικό. Τον καιρό εκείνο, όπως γράφει κι ο συγγραφέας, πριν από τον μεγάλο πόλεμο, δεν ήταν ακόμα ασήμαντο και αδιάφορο πράγμα ο θάνατος ενός ανθρώπου.
Η συμπεριφορά όλης της κοινωνίας απέναντί του αλλάζει.  Εννοείται ότι θα έφευγε από το τάγμα και θα ζητούσε μετάθεση γι αλλού. Αυτός όμως αναζητούσε κάτι δύσκολο, κάτι σχεδόν ακατόρθωτο για να το αναλάβει. Αναζητούσε μέσα του μια εθελοντική τιμωρία.  Η τραγική σύγκρουση μέσα του τον κάνει να διστάζει να γράψει γράμμα στον πατέρα του, αλλά, όταν πια το αποφασίζει, εκείνος του συμπαραστέκεται με αξιοθαύμαστο τρόπο, παρόλο που δε συμφώνησε με την άποψη του γιου του να μετατεθεί στη Σλοβενία∙ ήταν και ένιωθε  Αυστριακός, υπηρέτης και υπάλληλος των Αψβούργων.  
Έτσι, ο Καρλ μετατίθεται στο Πεζικό και η σχέση πατέρα- γιου μεταλλάσσεται, αποκτώντας ιδιαίτερο ψυχολογικό ενδιαφέρον. Παρόλη όμως την ισχυρή παρουσία του πατέρα και του ηρωικού πνεύματος του παππού, ο Καρλ περιμένοντας έναν…  πόλεμο, που θα τον αναδείξει ως ήρωα και θα δικαιώσει τον τίτλο του, αρχίζει να παίρνει την κατρακύλα. Πρώτα πρώτα, πίνει, γιατί η ζωή γίνεται πολύ πιο εύκολη, μόλις κατέβαζε κανείς τα πρώτα ποτηράκια. Ξημεροβραδιάζεται στο καζίνο της μικρής πόλης όπου μετατέθηκε (στα σύνορα της αυστροουγγρικής μοναρχίας), και ξοδεύει όλα του τα λεφτά στον τζόγο.

Όμως η κοινωνία αλλάζει. Οι πρώτες απεργίες φέρνουν σε σύγκρουση τους εργάτες με το στρατό.
Ήπιε δυο ενενηνταράκια το ένα πίσω απ τα’ άλλο και είπε: «Ε, τότε και γω δε θ’ ανοίξω πυρ! Ούτε θα τους χτυπήσω με ξιφολόγχες! Κι οι χωροφυλάκοι ας τα βγάλουν πέρα μόνοι τους!»
«Θα κάνεις ό, τι σε διατάουν, το ξέρεις!»
Όχι! Εκείνη τη στιγμή ο Καρλ δεν το ήξερε. Ήπιε κι άλλο. Και γρήγορα ένιωσε ικανός για όλα. Τίποτα δεν υπήρχε που να ξεπερνάει τις δυνάμεις του. Ανυπακοή, αποστρατεία, πετυχημένη σταδιοδρομία επαγγελματία χαρτοπαίκτη. Δεν ήθελε πτώματα να του κλείνουν το δρόμο!

Ο τραυματισμός του Καρλ Τρόττα κατά τη διάρκεια της εργατικής διαδήλωσης αποκτά κομβική σημασία. Η απροθυμία του, ή μάλλον η εσωτερική σύγκρουση (μπερδεμένες φωνές μέσα στην καρδιά του τον έσπρωχναν τη μια να δείξει συμπόνια και την άλλη να συντρίψει τον αντίπαλο) του υποδείκνυαν πως ο θάνατός του θα ήταν ίσως η μόνη δυνατή κι επιθυμητή έκβαση αυτής της μάχης. Πέφτει για μέρες σε κώμα, και μέσα στο παραλήρημα του εγκεφαλικού πυρετού σκεφτόταν πως είχε φορτωθεί κι άλλους νεκρούς στο δρόμο του. Ένιωθε κάτι σαν νοσταλγία για τον πατέρα του. Ήξερε, όμως, πως ο πατέρας του δεν ήταν πια ο δικός του, ξεχωριστός τόπος. Όπως κι ο στρατός, δεν ήταν πια η δουλειά του. Και μόλο που ο τρόμος τον πλημμύριζε, όταν σκεφτόταν το πώς είχε βρεθεί στο κρεβάτι του νοσοκομείου, βαθιά μέσα του καλωσόριζε τον τραυματισμό και την αρρώστια, επειδή του έδιναν την ευκαιρία να αναβάλει τις αποφάσεις του.

Το ζήτημα του εγγονού το ήρωα του Σολφερίνο παραπέμπεται  στον αυτοκράτορα. Όμως ο Φραγκίσκος Ιωσήφ, στις παραμονές του Μεγάλου Πολέμου, είναι πια ένας ξεμωραμένος συναχωμένος γέρος. Είναι συναρπαστικότατη η αποδόμηση αυτού του ιερού συμβόλου των Αψβούργων, από τον συγγραφέα, του μονάρχη που είχε μιλήσει στον ανθυπολοχαγό Τρόττα με μια λαμπερή σταγονίτσα στην άκρη της αυτοκρατορικής του μύτης. Κι ο Καρλ παραιτείται κι επιστρέφει στη σιγουριά της αγροτικής γης, εγκαταλείποντας τα μεγαλεία του στρατιωτικού ιδεώδους (ο στρατός του είχε γίνει ξένος. Ξένος κι ο ανώτατος πολέμαρχος. Ο ανθυπολοχαγός Τρόττα ήταν σαν τον άνθρωπο που δεν είχε χάσει μόνο την πατρίδα, αλλά και τη νοσταλγία γι αυτήν  την πατρίδα. Ένιωσε λύπηση για τον γέρο με τα άσπρα γένια που τον πλησίαζε ψαχουλεύοντας γυλιούς και γαλέτες και κονσέρβες).

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος αναδεικνύεται ως πρωταγωνιστής ο πατέρας, ο έπαρχος, ο πιο τραγικός της οικογένειας εφόσον βιώνει τραυματικά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας. Η δολοφονία του διαδόχου στο Σεράγεβο δρα καταλυτικά, όχι μόνο γιατί αναγκάζει τον Καρλ να στρατευτεί πάλι, αλλά και γιατί αναδεικνύει όλες τις συγκρούσεις ανάμεσα στις εθνικές μειονότητες (Σλοβένοι, Τσέχοι, Ούγγροι, κλπ).  Η δολοφονία προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις (οι πατριώτες μου κι εγώ θα χαρούμε, αν πράγματι το παλιοτόμαρο δολοφονήθηκε). Στον πόλεμο που ακολουθεί ο Καρλ βρίσκει έναν ανόητο, αντι-ηρωικό θάνατο, κρατώντας δυο κουβάδες με νερό…

Ο Γιόζεφ Ροτ, ο δηλωμένος νοσταλγός της χαμένης αυτοκρατορίας, δίνει μ’ ένα τόσο εσωτερικό τρόπο  τη διάλυση  αυτού του ιδεώδους, που αναρωτιέται κανείς ποια είναι πράγματι η ιδεολογία του συγγραφέα.

Στο πατρικό του, στην πρωτεύουσα της μοραβικής επαρχίας Β., ναι, εκεί ίσως ακόμα ήταν Αυστρία. Κάθε Κυριακή η μπάντα του κυρίου Νέχβαλ έπαιζε το εμβατήριο του Ραντέτσκυ. Μια φορά τη βδομάδα, κάθε Κυριακή, η Αυστρία υπήρχε. Ο αυτοκράτορας, ο ασπρομάλλης ξεχασιάρης γέρος με τη μύτη που έσταζε, κι ο ηλικιωμένος κύριος Τρόττα, αυτοί ήταν η Αυστρία…

Χριστίνα Παπαγγελή



[1] Γαλικιανός Εβραίος ο ίδιος, αποκρύπτει την αληθινή του ταυτότητα και παρουσιάζεται, αρχικά τουλάχιστον, ως… Γερμανός. Οι  φιλομοναρχικές του καταβολές, δεν τον εμπόδισαν (ή μάλλν, ήταν η αιτία) να ταχτεί ενάντια στον ανερχόμενο εθνικισμό και φασισμό∙ ήταν από τους πρώτους που αντέδρασε ενεργά στην άνοδο του Χίτλερ.

[2] Ο Coetzee (Κούτσι) τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2003

Τρίτη, Δεκεμβρίου 04, 2012

Πατρίτσια Χάισμιθ, «Ξένοι στο τρένο», «Βαθιά νερά», «Θανάσιμα λάθη»


 Τρία «κοινωνικά» -ή μήπως ψυχογραφικά;- αστυνομικά μυθιστορήματα από τις προσεγμένες εκδόσεις «Ροές», όπου με το πρωτότυπο και συναρπαστικό της γράψιμο, η Πατρίτσια Χάισμιθ σκηνοθετεί από την αρχή μια παράξενη συνθήκη και στη συνέχεια ξεδιπλώνει την πλοκή κατά το «εικός και αναγκαίον»∙ με τρόπο δηλαδή φυσιολογικό, αβίαστο αλλά και αναπότρεπτο, παρόλο που οι συναισθηματικές καταστάσεις είναι ακραίες.
Αν και η πλοκή των τριών ισοδύναμων βιβλίων είναι τελείως διαφορετική, παρουσιάζουν μεταξύ τους κάποιες ομοιότητες που τα κάνουν να διαφοροποιούνται από τα συνήθη αστυνομικά: πρώτα πρώτα, η πλοκή δεν περιστρέφεται γύρω από την προσωπικότητα και τις ενέργειες του αστυνομικού ή του ντετέκτιβ, όπως συνήθως γίνεται, αλλά η συγγραφέας παρακολουθεί στενά τον δράστη, ή τέλος πάντων τον ένοχο/ύποπτο, του οποίου γνωρίζουμε όλες τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα. Η συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη στο να ταυτιστεί με τον ήρωα, ο οποίος κατά κανόνα παγιδεύεται, ψυχολογικά αλλά και από τις περιστάσεις (οικογενειακή κατάσταση, επαγγελματικές σχέσεις κλπ) στα δίχτυα που του στήνουν τα συναισθήματά του. Έντονα πάθη (π.χ. ζήλεια, έρωτας) δικαιολογούν την ψυχική σύγχυση, και σ’ αυτό η συγγραφέας είναι μάστορας γιατί στήνει σιγά σιγά κι ανεπαίσθητα τον κλοιό γύρω από την ενοχική συνείδηση. Συνήθως μάλιστα, υπάρχει κι ένα πρόσωπο-καταλύτης. Έτσι, π.χ., στο «Οι ξένοι στο τρένο» μια πολύ αργή ψυχική διαδικασία κάνει τον Γκάι να ενδώσει στην εξωφρενική πρόταση που του πρότεινε ο Μπρούνο, ο ξένος του τρένου : Ε! Έχω μια καταπληκτική ιδέα! Να κάνουμε φόνο ο ένας για τον άλλο, τι λές; Εγώ θα σκοτώσω τη γυναίκα σου και εσύ τον πατέρα μου. Συναντηθήκαμε στο τρένο, βλέπεις, και κανένας δεν ξέρει πως γνωριζόμαστε. Τέλειο άλλοθι! Κατάλαβες; Στα «Θανάσιμα λάθη» (αγγλικά: The blunderer= ο γκαφατζής): ο πρωταγωνιστής Γουόλτερ, θαυμάζει κρυφά τον Τόνυ Κίμμελ που δολοφόνησε την ανυπόφορη γυναίκα του γιατί κι ο ίδιος υποφέρει από την αλαζονεία της δικής του γυναίκας, της Κλάρας. Παγιδεύεται σε μια παράδοξη σχέση με τον Κίμμελ, και πέφτει σε μια σειρά ολισθήματα, «θανάσιμα λάθη» (γκάφες κατά το αγγλικό κείμενο) που τον οδηγούν στην ενοχοποίηση όταν η δική του γυναίκα βρίσκεται νεκρή με κατάληξη την καταστροφή. Στα «Βαθιά νερά» πάλι, ο ήρωας είναι πιο προκλητικός (οδηγείται στην «τέχνη του φόνου», όπως επισημαίνουν ο liondas στο blog του), αλλά και πάλι ο αναγνώστης τον δικαιολογεί, γιατί η γυναίκα του είναι ακόμα πιο προκλητική.
Παρόλο που ο ψυχολογικός παράγοντας φαίνεται να έχει την πιο βαρύνουσα σημασία, δεν υπάρχει η αυθαιρεσία που διακρίνει αυτού του είδους τα αφηγήματα (όπου συνήθως όλα εξηγούνται π.χ. από τον αρρωστημένο ψυχισμό του ψυχοπαθούς δολοφόνου). Η δράση-αντίδραση κάθε φορά είναι ξεκάθαρη, και κατά τη διάρκεια όλου του βιβλίου ο ήρωας μετεξελίσσεται σιγά σιγά, βήμα βήμα, μέσα από πάλη με τον εαυτό του και συγκρούσεις με τα πρόσωπα που τον περιστοιχίζουν. Οι διάλογοι είναι αριστοτεχνικοί και συμβάλλουν σ’ αυτή την αίσθηση «διαλεκτικής» πορείας προς τη λύση/κάθαρση.
Δεν είναι τυχαίο ότι το «Ξένοι στο τρένο», που σημειωτέον είναι το πρώτο βιβλίο της Χάισμιθ και το έγραψε σε ηλικία  29 ετών, έπεσε στα χέρια του Χίτσκοκ ο οποίος πήρε αμέσως τα δικαιώματα και το γύρισε σε ταινία (Strangers on a Train, 1951, Alfred Hitchcock / Farley Granger, Ruth Roman, Robert Walker) που κατατάσσεται στα ψυχολογικά θρίλερ.  

Χριστίνα Παπαγγελή

Σάββατο, Δεκεμβρίου 01, 2012

Οι άγριοι ντετέκτιβ, Ρομπέρτο Μπολάνιο


Οι δυο βασικοί πρωταγωνιστές είναι ποιητές∙  ανήκουν στο λογοτεχνικό κίνημα του realismo visceral, το οποίο ο μεταφραστής επέλεξε να μεταφράσει όχι ως σπλαχνικό/βαθύ/κυτταρικό ρεαλισμό (όπως θα μπορούσε να αποδοθεί, μας λέει ο ίδιος) αλλά με τον όρο «ενστικτορεαλισμό». Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι αυτή η επινόηση του Μπολάνιο αντανακλά το πραγματικό λογοτεχνικό ρεύμα του infrarealismo («υπορεαλισμού»), που εκδηλώθηκε στο Μεξικό στη δεκαετία του 80 με θεμελιωτές τον ίδιο τον Μπολάνιο κι έναν φίλο του. Όπως γράφει ο μεταφραστής Κώστας Αθανασίου στο σύντομο εισαγωγικό του σημείωμα, το κίνημα αυτό ήταν ένα μείγμα ντανταϊσμού, σουρεαλισμού και μαρξισμού, ένα είδος «λογοτεχνικού αντάρτικου», ένα κίνημα τελείως περιθωριακό και άγριο που μετατράπηκε σε φόβο και τρόμο των «καθώς πρέπει» λογοτεχνικών εκδηλώσεων στην πόλη του Μεξικού (σημείο συμφωνίας ότι η μεξικανική ποίηση πρέπει να αλλάξει, και να αποτινάξει την αυτοκρατορία του Οκτάβιο Πας και του Πάμπλο Νερούντα- με άλλα λόγια, μεταξύ σφύρας και άκμονος). Στοιχείο πολύτιμο για να κατανοήσει κανείς το ανατρεπτικό πνεύμα του συγγραφέα, όχι μόνο σ’ αυτό του το έργο, αλλά συνολικά.

…εν πάση περιπτώσει, οι ενστικτορεαλιστές δεν ήταν με καμία απ τις δυο πλευρές, ούτε με τους υποστηρικτές του νέου PRI, ούτε με την ετερότητα, ούτε με τους νεοσταλινικούς, ούτε με τους εκλεκτούς, ούτε με κείνους που ζούσαν από τον δημόσιο κορβανά, ούτε με τους άλλους που ζούσαν από το πανεπιστήμιο, ούτε μ’ αυτούς που πουλιούνταν ούτε με κείνους που αγόραζαν, ούτε με κείνους που ακολουθούσαν την παράδοση ούτε με κείνους που μετέτρεπαν την άγνοια σε αλαζονεία, ούτε με τους άσπρους ούτε με τους μαύρους, ούτε με τους λατινοαμερικανιστές ούτε με τους κοσμοπολίτες.

Πρόκειται για ένα βιβλίο- χείμαρρο, όχι τόσο λόγω της έκτασής του (700 σελίδες, το μισό περίπου από το 2666) αλλά του περιεχομένου του. Αν εξαιρέσουμε το σύντομο πρώτο μέρος και το ακόμα συντομότερο τρίτο μέρος που έχουν στρωτή, γραμμική αφήγηση (παρακολουθούμε το ημερολόγιο του νεαρού θαυμαστή των ενστικτορεαλιστών, Πάντσο Γκαρθία Μαδέρα, εν έτει 1976), το δεύτερο, πιο εκτεταμένο μέρος έχει μια τελείως πρωτότυπη δομή: αποτελείται από δεκάδες ολιγοσέλιδες μαρτυρίες ανθρώπων που αφηγούνται σε κάποιον αόρατο ακροατή την ολιγοήμερη, περιστασιακή, ή ακόμα και ουσιαστική επαφή που είχαν με τους βασικούς εκπρόσωπους του ενστικτορεαλισμού, τον Ουλίσες Λίμα (Μεξικανό) και τον Αρτούρο Μπελάνο (Χιλιανό), από το 1977 (τότε τελειώνει και το ημερολόγιο του Πάντσο) ως το 1996. Έχει κανείς την εντύπωση ότι μιλάν σε μια αόρατη κάμερα, σ’ έναν ρεπόρτερ που τους έχει ρωτήσει πότε είδαν τελευταία τους δυο ποιητές. Γιατί οι δυο ποιητές είναι εξαφανισμένοι, ίσως διωκόμενοι, ίσως αυτοεξόριστοι. Αυτό δεν το μαθαίνουμε παρά στο τέλος του βιβλίου (και πάλι… δεν είμαστε σίγουροι!).
Η σύλληψη είναι ευφυής, και η αφήγηση έχει πάντα ενδιαφέρον (κάποιους τους θυμόμαστε κι από το ημερολόγιο του Πάντσο). Κάποιοι είναι σημαντικά πρόσωπα στη ζωή των ηρώων, κάποιοι είναι άγνωστοι αλλά επανέρχονται πολλές φορές, κάποιοι εμφανίζονται μία και μοναδική φορά. Έτσι πλέκεται ένα άταχτο μωσαϊκό από διαφορετικές φωνές, ποικίλα σκηνικά, ένα δίχτυ σχέσεων, που είναι όμως μάταιο να προσπαθήσει κανείς να παρακολουθήσει με πολλή σχολαστικότητα, γιατί μπλέκονται δεκάδες πρόσωπα, δεκάδες οπτικές γωνίες. Κάθε τέτοιο υποκεφάλαιο εισάγεται με το όνομα του «μάρτυρα», την τοποθεσία του (π.χ. μπαρ Τζιαρντινέτο, οδός Γρανάδα, Βαρκελώνη) και τη χρονολογία. Η μόνη τάξη που ακολουθείται είναι της χρονικής αλληλουχίας. Η μια μαρτυρία διαδέχεται την άλλη σε χρονική σειρά, κι έτσι παρακολουθούμε τα χνάρια που αφήνει πίσω τους η περιπλάνηση των δυο πρωταγωνιστών που ταξιδεύουν ανά τον κόσμο, μέσα πάντα  από τη μνήμη των αφηγητών. Βενεζουέλα, Μεξικό, Παρίσι, Βαρκελώνη, Βιέννη, Καλιφόρνια, Νικαράγουα, Ρώμη, Μαγιόρκα, Μαδρίτη κ.α. Ζούμε τον παλμό αυτών των πόλεων, κυρίως την πολιτική, λογοτεχνική ατμόσφαιρα, ζούμε τις μικροέγνοιες των προσώπων που εναλλάσσονται, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόμαστε για τα κομμάτια των βιογραφικών των δύο ηρώων που λείπουν. Η απουσία και το μυστήριο μετατρέπει και τον Ουλίσες Λίμα και τον Αρτούρο Μπολάνιο σε θρύλους, με αποκορύφωμα την εξαφάνιση και μυστηριώδη επανεμφάνιση του πρώτου στην επαναστατική Νικαράγουα (Ούγο Μοντέρο: υπήρχε μια θέση ελεύθερη κι εγώ είπα μέσα μου, γιατί δεν βάζω τον κολλητό μου τον Ουλίσες Λίμα στο γκρουπάκι που πάει στη Νικαράγουα; Σκέφτηκα ότι ένα ταξιδάκι στην επανάσταση μπορεί να φτιάξει τη διάθεση οποιουδήποτε/ είναι περιττό να στενοχωριέστε, όλοι οι ποιητές χάνονται μερικές φορές, ενημερώστε την αστυνομία. Την σαντινίστικη αστυνομία, διευκρίνισε) και τον ηρωισμό του δεύτερου που, ως… φύλακας κάμπινγκ(!) στην Ιταλία,  διέσωσε με απίθανο τρόπο ένα παιδί που έπεσε σε αβυσσαλέο γκρεμό.  Το μυστήριο του εξαφανισμένου συγγραφέα (ποιητών στην περίπτωσή μας, που μάλιστα ψάχνουν τα ίχνη μιας… άλλης εξαφανισμένης ποιήτριας, της Σεσάρεα  Τιναχέρο που είναι η «ψυχή» του κινήματος) είναι κοινός τόπος και στο 2666.
Η γραφή όμως του Μπολάνιο έχει σαν χαρακτηριστικό την ανατροπή, τον αιφνιδιασμό. Έτσι, ενώ είσαι προετοιμασμένος ότι δεν υπάρχει λύση, ότι το γνώριμο μοτίβο του εξαφανισμένου συγγραφέα αποτελεί ένα πρόσχημα για να επιβεβαιώσει ο ενστικτορεαλισμός τον εαυτό του (δεν είναι άραγε ποιητική πράξη η εξαφάνιση;), βλέπουμε προς το τέλος του βιβλίου ότι οι δυο ήρωες βρίσκουν εντέλει -μετά από πολλές έρευνες και υποθέσεις- τη Σεσάρεα Τιναχέρο (είναι υπέρβαρη και πλένει… ρούχα!) για να καταλήξει όλη η πλοκή σ’ ένα δραματικό φινάλε! (υπενθυμίζω ωστόσο ότι υπάρχει αναδρομική αφήγηση, εφόσον στο τέλος του βιβλίου είμαστε πίσω, στο 1977).
Είναι ένα ατέλειωτο παζλ, αλλά όσο κι αν γοητεύει η γραφή, αυτή η αποσπασματικότητα και η θραυσματοποίηση μπορεί να κουράσει. Βρήκα πολύ σαγηνευτικό το πρώτο και τρίτο μέρος, την οπτική γωνία δηλαδή του δεκαεφτάχρονου Πάντσο που γυρεύει να μυηθεί όχι μόνο στον ενστικτορεαλισμό αλλά και στον έρωτα. Οι περιστάσεις είναι τελείως σουρεαλιστικές, η ατμόσφαιρα στο σπίτι του Κιμ Φοντ γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα τα πρόσωπα και τα δρώμενα ερωτική και μυστηριώδης: οι δυο διαφορετικές αλλά ελκυστικές αδερφές Μαρία και Ανχέλικα∙ η εκπορνευόμενη Λούπε με τον κομπλεξικό της «προστάτη», κοινώς νταβατζή (απ’ αυτόν διαφεύγουν μετά την πρωτοχρονιά)∙ η περιήγηση των τεσσάρων με το αμάξι σ’ όλο το βόρειο Μεξικό που θυμίζει το «Στο δρόμο» του Κέρουακ∙ περιπλάνηση, έξαρση, πάθος, ένστικτο, αναζήτηση, ανατροπή, αποδοχή του απρόοπτου είναι αυτά που οδηγούν τους τέσσερις «δραπέτες».  Συζητώντας ατέλειωτες ώρες για… σχήματα λόγου στην ποίηση, τεστάροντας ο ένας τον άλλον πάνω σε όρους και έννοιες άκρως φορμαλιστικές (τι είναι ο μιμίαμβος; Τι είναι ο γλυκώνειος κλπ), ψάχνουν σε ληξιαρχεία, σε βιβλιοθήκες, σε πανεπιστήμια, σε σχολεία όπου κατά πληροφορίες δίδαξε η Σεσάρεα, σε… νεκροταφεία (κατά πληροφορίες αγάπησε έναν ταυρομάχο που σκοτώθηκε) κλπ κλπ. Το σκηνικό του βόρειου, υποβαθμισμένου Μεξικού είναι υποβλητικό. Η Σονόρα, το Ερμοσίγιο και κυρίως η Σάντα Τερέσα στο βάθος της αναζήτησης, αποτελούν πια σημείο αναφοράς στο έργο του Μπολάνιο (βλέπε 2666). Το πάθος των ηρώων να βρουν τη χαμένη ποιήτρια οδηγεί σε σουρεαλιστικές καταστάσεις και δαιδαλώδεις σκέψεις/υποθέσεις σχετικά με τα ίχνη που αφήνει πίσω της, και φυσικά θυμίζει το «Μακγκάφιν» του Χίτσκοκ[1]. Η αντιποιητική φιγούρα της Σεσάρεα όταν πια την ανακαλύπτουν απροσδόκητα (έμοιαζε με βράχο ή ελέφαντα. Οι γλουτοί της ήταν τεράστιοι και κινούνταν στο ρυθμό που τα μπράτσα της, δυο κορμοί βελανιδιάς, επιδίδονταν στο τρίψιμο και στο ξέπλυμα των ρούχων») δε φαίνεται να ανακόπτει το ζήλο των τεσσάρων φίλων. Η αξία της είναι ανυπέρβλητη, γιατί φαίνεται ότι στη συνείδησή τους έφτασε την ποίηση στο ζενίθ της, με το μοναδικό δημοσιευμένο ποίημα της, «Σιών»:
 
Αμαδέο Σαλβατιέρα: Και τους ρώτησα τους νεαρούς, τους είπα, παιδιά μου, εσείς τι βγάζετε από τούτο εδώ το ποίημα; Τους είπα, παιδιά μου, εγώ έχω πάνω από σαράντα χρόνια που το κοιτάζω και ποτέ δεν κατάλαβα το παραμικρό γαμημένο πράγμα. Αυτή είναι η αλήθεια. Γιατί να σας πω ψέματα. Κι αυτοί είπαν: είναι ένα αστείο, Αμαδέο, το ποίημα είναι ένα αστείο που καλύπτει κάτι πολύ σοβαρό.
(…)
 Όχι Αμαδέο, ένα ποίημα δεν σημαίνει αναγκαστικά κάτι, πλην του ότι είναι ένα ποίημα, αν και αυτό, το ποίημα της Σεσάρεα, μπορεί να μην είναι ούτε καν αυτό.
(…)
Για μια στιγμή το μυαλό μου, σας διαβεβαιώνω, έμοιαζε με φουρτουνιασμένη θάλασσα και δεν άκουγα τι έλεγαν οι νεαροί, αν και έπιασα μερικές φράσεις, μερικές σκόρπιες λέξεις, τις αναμενόμενες, υποθέτω: η βάρκα του Κελτσακόατλ, ο νυχτερινός πυρετός ενός μικρού αγοριού ή κοριτσιού, το εγκεφαλογράφημα του καπετάν Άχαμπ ή το εγκεφαλογράφημα της φάλαινας, η επιφάνεια της θάλασσας που για τους καρχαρίες είναι το στόμιο της κόλασης, το πλοίο χωρίς ιστίο που μπορεί να εξίσου καλά να είναι το φέρετρο, το παράδοξο του ορθογώνιου, το ορθογώνιο- συνείδηση, το ανέφικτο ορθογώνιο του Αϊνστάιν (σε ένα σύμπαν όπου τα ορθογώνια είναι αδιανόητα), μια σελίδα του Αλφόνσο Ούγες, η ερημιά της ποίησης. 


Χριστίνα Παπαγγελή





[1] «αφηγηματικό πρόσχημα»: Κατά τον Χίτσκοκ, το σασπένς μιας ιστορίας βασίζεται στην αναζήτηση ενός αντικειμένου που εποφθαλμιούν όλοι, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου αυτού καθαυτού, και το ονομάζει «Μακ Γκάφφιν»

Κυριακή, Νοεμβρίου 25, 2012

Οι ξεριζωμένοι, W.G. Sebald


Για δεκαετίες ολόκληρες οι εικόνες του ξεριζωμού είχαν χαθεί
από τη μνήμη του∙ αλλά τον τελευταίο καιρό, είπε,
 επιστρέφουν και μού χτυπούν πάλι την πόρτα.

Αποκάλυψη ήταν για μένα το μεστό και νοσταλγικό γράψιμο του Sebald. Μια γραφή ταιριαστή με το περιεχόμενο, που το συμπυκνώνει ο τίτλος: πρωταγωνιστές στα τέσσερα αυτόνομα μέρη του βιβλίου (τέσσερις νουβέλες θα έλεγε κάποιος) είναι τέσσερις διαφορετικοί χαρακτήρες, που κοινό τους έχουν τον ξεριζωμό από τον τόπο τους. Παρόλο που πρόκειται για Εβραίους (από την κεντρική Ευρώπη), δεν τονίζεται το εβραϊκό στοιχείο (άλλωστε δεν αναφέρεται στην εποχή του β’ παγκοσμίου πολέμου αλλά κατά κανόνα στον μεσοπόλεμο). Δεν ενδιαφέρει δηλαδή τον συγγραφέα να εστιάσει στο πρόβλημα του αντισημιτισμού. Αντίθετα, θαρρείς αυτή που πρωταγωνιστεί σ’ όλο το βιβλίο είναι η μνήμη (αν και στο motto γράφει αυτό που απομένει/το καταστρέφει η μνήμη). Μέσα από φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο, και που έντεχνα εντάσσει ο συγγραφέας στην πλοκή, ξεδιπλώνεται η μνήμη που διεισδύει σε απίστευτα βάθη, σε λεπτομέρειες  που καταργούν το χρόνο. Οι φωτογραφίες αυτές (οικογενειακές, αναμνηστικές, φωτογραφίες παλιών σπιτιών, σχολείων, κλπ) κατά κανόνα παλιές, κρύβουν η καθεμιά τους μια ιστορία, γίνονται ιστορία μέσα από την προφορικού τύπου αφήγηση. Η καταγραφή ωστόσο των λεπτομερειών δεν γίνεται περιγραφική φλυαρία γιατί πάντα αυτές οι λεπτές αποχρώσεις κάτι εξυπηρετούν, σα να στροβιλίζονται γύρω από ένα αόρατο σημαντικό κέντρο. Έτσι, ενώ η πλοκή είναι υποτυπώδης, η εσωτερική πορεία της μνήμης είναι πολυδαίδαλη και πλούσια σε αποστάγματα.
Πέρα όμως αυτά τα οικεία και γραφικά σημεία αναφοράς που αποτελούν οι αναμνήσεις, το ενδιαφέρον του αναγνώστη διεγείρεται από την ιδιαιτερότητα που κρύβουν οι τέσσερις αυτοί χαρακτήρες, που, χάρη στη δύναμη του εκάστοτε αφηγητή (δηλαδή του… συγγραφέα), προσελκύουν όχι μόνο τον ίδιο τον αφηγητή αλλά και τον αναγνώστη. Η «αποκλίνουσα» συμπεριφορά τους είναι τέτοια που φαίνεται σα να χουν ανακαλύψει ένα μυστικό νόημα, αόρατο για τους άλλους, και η απελπισία τους έγκειται στο ότι δεν μπορούν να το «κοινωνήσουν» με τους υπόλοιπους. Με λίγα λόγια, δημιουργείται η περιέργεια να μπούμε στο βάθος του ψυχισμού αυτών των ανθρώπων, παρόλο που η –προφορικού τύπου- αφήγηση συχνά μας υπενθυμίζει ότι το μόνο που έχει μείνει είναι αυτές οι στατικές, πολυσήμαντες φωτογραφίες.

·           Δρ Χένρυ Σέλγουιν

Ο πρώτος ξεριζωμένος, ο Σέλγουιν, ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με το κεφάλι ακουμπισμένο στο λυγισμένο μπράτσο του κι έμοιαζε βαθιά προσηλωμένος στη θέα ενός τόσο δα κόκκου γης μπροστά στα μάτια του, όταν τον συνάντησε το ζευγάρι ενοικιαστών της έπαυλης στο Priors gate. Ένας άνδρας με αδέξιες και μεγαλοπρεπείς κινήσεις, με παρωχημένη ευγένεια, που προτιμούσε να μένει στην ύπαιθρο, σ’ ένα μικρό απομακρυσμένο ερημητήριο, ασχολούμενος με τον κήπο της μεγάλης, νεοκλασικής κατοικίας. Το κεντρικό επεισόδιο είναι τογεύμα που παραθέτει στους δυο νιόφερτους και σ’ ένα δικό του φίλο, η μοναδική φορά που δέχτηκε επισκέψεις, κι όπου ξεδιπλώνεται η μνήμη του, συμπληρώνοντας το σκηνικό με προβολή διαφανειών από το ταξίδι τους στην Κρήτη (γεμάτη ονειρική μελαγχολία η περιγραφή των φωτογραφιών).
Όταν το ζευγάρι αγοράζει σπίτι στην περιοχή, είναι ο Σέλγουιν που τους επισκέπτεται, φορτωμένος ζαρζαβατικά. Όταν ο δρ Σέλγουιν με ρώτησε αν ποτέ νοσταλγούσα τον τόπο μου, δεν ήξερα τι ακριβώς να απαντήσω∙ ο δρ Σέλγουιν, αντίθετα, μένοντας για λίγο σκεπτικός, μου ομολόγησε – άλλη λέξη δεν θα ταίριαζε στην περίσταση- πως τα τελευταία χρόνια η νοσταλγία τον κυρίευε όλο και περισσότερο. Λίγο πριν βάλει τέλος στη ζωή του, αφηγείται την παράξενη ιστορία του ξεριζωμού του από τη Λιθουανία, απ’ όπου κατέφυγε στην Αγγλία για να γίνει σπουδαίος γιατρός.

·           Πάουλ Μπεράιτερ

Ο αφηγητής της δεύτερης ιστορίας μιλά για τον πρωτοποριακό δάσκαλο που είχε όταν ήταν στο δημοτικό σχολείο. Οι λεπτομέρειες της σχολικής πραγματικότητας στην τρίτη τάξη του δημοτικού σε μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη, με χιόνι, την εποχή του Γ΄ Ράιχ, και μάλιστα μέσα από τη μνήμη ενός δεκάχρονου αγοριού, είναι συναρπαστικές αλλά και γλυκόπικρες. Ο Πάουλ Μπεράιτερ ήταν ένας εμπνευσμένος, παθιασμένος και ασυμβίβαστος παιδαγωγός (η βραδύνοιά μας τον έκανε να απελπίζεται. Έφερνε τότε το αριστερό χέρι στα μαλλιά του, κι εκείνα, προσθέτοντας τον δικό τους δραματικό τόνο, στέκονταν όρθια.) Δεν περνούσε απαρατήρητο ούτε κι από τα δεκάχρονα παιδιά το γεγονός ότι  ήταν άθρησκος, όχι όμως και άθεος. (…) όμως η απέχθεια για τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία δεν ήταν απλώς και μόνο θέμα αρχής∙ στην πραγματικότητα τον έπιανε φρίκη στη θέα των εκπροσώπων του θεού και στη μυρωδιά της ναφθαλίνης που ανέδιναν).
Τα παιδιά ένιωθαν ότι ο δάσκαλός τους που έδειχνε πάντοτε κεφάτος και ευδιάθετος, ήταν στην πραγματικότητα η προσωποποίηση της δυστυχίας. Δεν ήξεραν όμως γιατί, παρά μόνο όταν έβαλε τέλος στη ζωή του, πολλά χρόνια αργότερα, τότε ο αφηγητής μας μαθαίνει λεπτομέρειες για τη ζωή του. Ένας από τους ανθρώπους που δε «χωράνε» πουθενά, που κρίνεται ακατάλληλος για δάσκαλος, λόγω ιδεολογίας και μετατίθεται μακριά. Ο ξεριζωμός είναι διπλός. Ξένος στη Γαλλία γιατί είναι Γερμανός, ξένος στη Γερμανία γιατί είναι Εβραίος. Μια γυναίκα, η  Έλεν, ήταν η πραγματική αποκάλυψη για τη ζωή του. (…) Ήταν ανοιχτόμυαλη, έξυπνη, και επιπλέον, έκρυβε μια παθιασμένη φύση που μέσα της καθρεφτιζόταν ο ίδιος ο Πάουλ.
Και σ΄ αυτήν την ιστορία οι τελευταίες σελίδες (που αναφέρονται και στο τέλος του Πάουλ) είναι κορυφαίες:
Μόνον ο τρόπος με τον οποίο είχε πεθάνει, αυτό το τόσο αδιανόητο τέλος, με συγκλόνισε βαθύτατα, μολονότι δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι ήταν η απόλυτα λογική συνέπεια. Για τον Πάουλ ο σιδηρόδρομος είχε βαθύτατο νόημα. Πιθανόν του έδινε πάντα την αίσθηση ότι οδηγούσε στο θάνατο (…)   Ήρθαν στη μνήμη μου οι σιδηροδρομικοί σταθμοί, οι γραμμές, τα χειριστήρια, οι αποθήκες εμπορευμάτων και οι σηματοδότες που τόσες και τόσες φορές είχε ζωγραφίσει ο Πάουλ στον πίνακα και που μετά μας έβαζε να μεταφέρουμε στα τετράδιά μας όσο πιο πιστά μπορούσαμε.
Ο Πάουλ θυμάται ότι όταν ήταν παιδί χάζευε με τόση μανία τα τρένα, που έκανε τη θεία του να αντιδρά κουνώντας το κεφάλι με όλο και μεγαλύτερη στωικότητα και το θείο του να τον παρατηρεί λέγοντάς του  ότι μια μέρα θα κατέληγε στους σιδηροδρόμους. Όταν ο Πάουλ μού αφηγήθηκε αυτήν την εντελώς αθώα ιστορία από τις διακοπές του, είπε η μαντάμ Λαντάου,  ούτε καν φανταζόμουν ότι θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει τη βαρύτητα που είναι φανερό πως έχει τώρα, μολονότι υπήρχε κάτι στο τέλος της που και τότε μου είχε φανεί κάπως ανησυχητικό. Πιθανώς επειδή αρχικά δεν είχα καταλάβει το νόημα τής μάλλον συνηθισμένης έκφρασης που είχε μεταχειριστεί ο θείος του Πάουλ ισχυριζόμενος ότι «μια μέρα θα κατέληγε στους σιδηροδρόμους», πιθανώς γι αυτό μου είχε φανεί σα σκοτεινός χρησμός. Η ανησυχία που μου προκάλεσε η στιγμιαία παρερμήνευση –είναι φορές που νιώθω πως τότε είχα δει πράγματι τον άγγελο του θανάτου- δεν κράτησε ωστόσο παρά ελάχιστα, και με προσπέρασε σαν τον ίσκιο ενός πουλιού που σκίζει τον αέρα.

·           Άμπροζ Άντερβαλτ

Ο αφηγητής της τρίτης ιστορίας δεν έχει δει παρά μόνο σε μία οικογενειακή συγκέντρωση τον θείο του, Άμπροζ Άντελβαρτ, μια εξαιρετικά διακεκριμένη παρουσία. Ελάχιστες είναι οι αναμνήσεις του, αλλά χρόνια αργότερα ξυπνά το ενδιαφέρον του γι αυτόν τον παράξενο και πολυταξιδεμένο θείο, με αφορμή ένα άλμπουμ φωτογραφιών. Χτίζει την προσωπικότητά του μέσα από διαφορετικές αφηγήσεις (εγκιβωτισμένες στην κεντρική αφήγηση, κι έτσι παρακολουθούμε την πορεία κι άλλων εμιγκρέδων) αλλά κι από την ατζέντα του θείου, που την ανακαλύπτει και μας την παρουσιάζει προς το τέλος. Ανήκει σε μια μεγάλη οικογένεια της οποίας πολλά μέλη μεταναστεύουν στην Αμερική την εποχή της Βαϊμάρης. Ο Άμπροζ, όμως, ακολούθησε μια μοναχική πορεία: δεκατριών χρόνων άφησε το Λίνταου και βρέθηκε στη γαλλόφωνη Ελβετία, στο Μοντραί, όπου μυήθηκε στα μυστικά της ξενοδοχειακής ζωής. Ταλέντο στις γλώσσες, έμαθε γρήγορα ακόμα και γιαπωνέζικα (κάποτε μού εξήγησε ότι το μόνο που έκανε ήταν να προσαρμόζει τον εσωτερικό του κόσμο στις ανάγκες κάθε γλώσσας). Από το Λονδίνο όπου δούλεψε καμαριέρης έφυγε στην Ιαπωνία πλουτίζοντας τις διηγήσεις του με ξωτικά χρώματα.
Τέλος, το «αμερικάνικο όνειρο». Κεντρική σημασία για τη ζωή του Άμπροζ η γνωριμία του με την οικογένεια των Σόλομον, στη Νέα Υόρκη, όπου δούλεψε χρόνια ως οικονόμος και μπάτλερ, επιτηρώντας τον εκκεντρικό γιο της οικογένειας, τον νεαρό Κόσμο. Ο συγγραφέας μάς μεταφέρει όλο το κλίμα των μεταναστών στο Νέο Κόσμο εκείνη την εποχή, όχι μόνο μέσα από το βιογραφικό του Άμπροζ, αλλά κι από τις διηγήσεις των αφηγητών. Όμως ο Άμπροζ διαφέρει. Ήταν φυσικά ολοφάνερο ότι ο θείος Άμπροζ ανήκε στην αντίπερα όχθη, είπε ο θείος Καζιμίρ, κι αυτό ήταν κάτι που το σόι μας το αντιμετώπιζε είτε με προσποιητή άγνοια είτε προσπαθούσε να το παραβλέψει.  Ο εκκεντρικός Κόσμο, χαρισματικός στο… καζίνο, παρασύρει σ’ ένα ταξίδι ανά τον κόσμο τον πιστό της οικογένειας Άμπροζ (Κωνσταντινούπολη, Ιερουσαλήμ, Παρίσι, Βενετία κλπ), αντλώντας απίστευτα κέρδη, ωσότου καταλήγει ψυχασθενής από κατάθλιψη… Οι ταξιδιωτικές περιγραφές είναι συναρπαστικές και πάντα συνοδεύονται από παλιές, νοσταλγικές φωτογραφίες, δίνοντας στην αφήγηση μια γλυκιά μελαγχολία.
Μετά το θάνατο του Κόσμο και του πατέρα Σόλομον η κατάθλιψη χτυπά και τον πρωταγωνιστή μας. Με δική του θέληση κλείστηκε στο νοσηλευτήριο Ίθακα στη γαλλική πόλη Ντωβίλ, όπου πάλι κατέπληξε με την εκκεντρικότητά του αλλά και το βαθύ αίσθημα αξιοπρέπειας τους υπεύθυνους. Η δαιδαλώδης μνήμη του δρα Αμπράνσκυ μάς ταξιδεύει στο χώρο και στο χρόνο, και νιώθουμε γι άλλη μια φορά τον παλμό της ιστορίας μέσα από την προσωπική αφήγηση και μαρτυρία.
Όταν φτάνει η στιγμή να γίνει αναφορά στην προσωπική ατζέντα του Αμπρόζ (σημειώσεις του από τα ταξίδια του με τον Κόσμο), ο αναγνώστης έχει πολύ μεγάλη περιέργεια να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά αυτού του τόσο παράξενου ανθρώπου. Είναι ένας ποιητής! (ένας ποιητής, διάολε! Όπως αναφωνεί και ο Σάλιντζερ για τον αδερφό του, στο Σηκώστε ψηλά τη σκεπή, μαστόροι ). Είναι ποιητής, με τη σημασία του ταξιδευτή. Οι πολύτιμες σημειώσεις του είναι ένα είδος ημερολογίου, ένα ταξιδιωτικό της περιήγησης μέσω Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, Άδανα, Χαλέπι, Βυρηττός, Ιεροσόλυμα, Σόδομα, Γόμορα. Μια περιπλάνηση στη φύση γεμάτη κρυφά νοήματα αλλά και jouissance της περιπλάνησης. Περιήγηση και στην κρυφή ζωή αυτών των ιστορικών πόλεων. Με ζωγραφικές λεπτομέρειες  ζωντανεύουν πίνακες που σε γυρνούν σε εποχές όπου δεν υπήρχε η φωτογραφία. Η επίσκεψη στα Ιεροσόλυμα, σε γενικές γραμμές φρικτή εντύπωση. Σχεδόν σε κάθε πόρτα έμποροι πουλάνε ενθύμια και φυλαχτά. Κάθονται κουρνιασμένοι στα σκοτεινά μαγαζάκια τους ανάμεσα σε εκατοντάδες ξυλόγλυπτα από ξύλο ελιάς και κάθε λογής σιντεφένια μπιχλιμπίδια. Περιμένουν τους πιστούς που θ αρχίσουν να καταπλέουν προς το τέλος του μήνα, δέκα ή δεκα πέντε χιλιάδες χριστιανοί προσκυνητές από κάθε γωνιά της γης. Η ασχήμια των νεόκτιστων κτιρίων δύσκολα περιγράφεται. Στους δρόμους απίστευτοι όγκοι σκουπιδιών. Ως τον αστράγαλο κατά τόπους η λεπτή σκόνη του ασβεστόλιθου. Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο ότι οι τελευταίες αναφορές στην ατζέντα είναι σχετικές με το Όρος των Ελαιών, τον Ιορδάνη, τη Νεκρή Θάλασσα  και γενικότερα τους ιερούς τόπους των εβραίων. Παρακμή, μόνο παρακμή, μαρασμός και ερήμωση.
Είναι φορές, συμπληρώνει σ’ ένα υστερόγραφο, που μου φαίνεται ότι οι αναμνήσεις είναι εντελώς ανώφελες. Βαραίνουν το κεφάλι φέρνοντας ίλιγγο, σα να μην ατενίζαμε το παρελθόν μέσα από την αλληλουχία του χρόνου, αλλά σα να στέκαμε σ’ έναν πύργο που χάνεται μέσα στα σύννεφα, κοιτώντας από μεγάλο ύψος κάτω τη γη.
         
·           Μαξ Φέρμπερ

Ο αφηγητής εδώ είναι κι αυτός μετανάστης στο Μάντσεστερ, μια πολιτεία παραδομένη στην καπνιά και την ερήμωση, μια πολιτεία των μεταναστών, το μεγαλύτερο παραποτάμιο λιμάνι του κόσμου, που είχε αναδειχθεί παγκοσμίως σε Ιερουσαλήμ της βιομηχανίας. Από την πρώτη σελίδα, όταν ακόμα ταξιδεύει από την Ελβετία προς την Αγγλία, παρακολουθούμε όλη την αίσθηση που του προκαλούν οι πρωτόγνωρες εμπειρίες της προσαρμογής ενός νέου είκοσι δυο χρονών σε μια άγνωστη, μοναχική, εμπορική πόλη. Οι λεπτομέρειες  δίνονται πάλι κινηματογραφικά και συνοδεύονται από φωτογραφίες κι από συναισθήματα που σχολιάζει ο ίδιος ο αφηγητής. Σε κάποια από τις κυριακάτικες εξερευνήσεις του, κατά τις οποίες απομακρύνεται από το κέντρο της πόλης και χάνεται στις ερημικές αποβάθρες και τους σκοτεινούς δρόμους των περίχωρων (μαζί του περιπλανιόμαστε κι εμείς, καθώς ο συγγραφέας ζωντανεύει με κάθε λεπτομέρεια τους δρόμους και τα κτίρια) πάνω σ’ έναν από τους δρόμους που συνέδεε τα ντοκ με το Τράφφορντ Παρκ, σ’ ένα από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, ανακαλύπτει και το ατελιέ του Μαξ Φέρμπερ, που, όπως γράφει και ο ίδιος, επισκεπτόμουν τους μήνες που ακολούθησαν όσο συχνότερα μου επέτρεπε η διακριτικότητά μου, για να κουβεντιάσω με τον ζωγράφο, που ακούραστος από τα τέλη της δεκαετίας του σαράντα, εργαζόταν εκεί μέσα δέκα ώρες την ημέρα χωρίς να αναπαύεται ούτε καν τις Κυριακές. Πρόκειται για μια «συνάντηση» μ’ έναν μυστηριωδώς εκκεντρικό και μοναχικό καλλιτέχνη, που αποκτά σημαδιακή σημασία για τον αφηγητή.
Όλη η επίπλωση κινείται σπιθαμή προς σπιθαμή προς το κέντρο του δωματίου, εκεί όπου ο Φέρμπερ έχει στήσει το καβαλέτο του, κάτω από τη γκρίζα δέσμη φωτός που πέφτει  μέσα από ένα ψηλό βορινό παράθυρο, σκεπασμένο με τη σκόνη δεκαετιών. Καταρχάς εφαρμόζει τα χρώματα σε μεγάλες ποσότητες, στην πορεία όμως της εργασίας του τα αφαιρεί ξύνοντάς τα επανειλημμένα από τον καμβά, με αποτέλεσμα στο μέσον του δωματίου το δάπεδο να είναι σκεπασμένο με μια παχιά κρούστα, ανακατεμένη με καρβουνόσκονη και σκληρή σαν πέτρα στο μεγαλύτερο μέρος της.(…) Μόλις τελείωνε το σχέδιο πάνω στο χοντρό χαρτί με τη δερμάτινη υφή, έπαιρνε ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα ποτισμένο  στο κάρβουνο, και μουτζούρωνε τα πάντα, συντηρώντας έτσι την αναπαραγωνή της σκόνης που έπαυε μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Έμενα πάντα με το στόμα ανοιχτό όταν μέρες αργότερα, ένα πορτρέτο σπάνιας αμεσότητας πρόβαλλε πίσω από τις λιγοστές γραμμές και τις σκιές που είχαν διαφύγει τον όλεθρο.
Η εκκεντρικότητα του καλλιτέχνη που αδιάκοπα, επί μέρες παλεύει στο ίδιο φόντο, απορρίπτοντας ακόμα και σαράντα εκδοχές σβήνοντας και ξανασβήνοντας, καλύπτοντάς το με νέα πρσχέδια, δεν ήταν χωρίς νόημα. Όταν επιτέλους αποφάσιζε ότι είχε έρθει η ώρα να αποχωριστεί το πορτρέτο, όχι τόσο επειδή είχε την πεποίθηση πως το είχε ολοκληρώσει, όσο επειδή είχε ξεθεωθεί στην κούραση, ο αμέτοχος θεατής που το αντίκριζε είχε την αίσθηση πως το πορτρέτο αυτό έκρυβε πίσω του γενιές προγόνων, που τα γκρίζα τους αποτεφρωμένα πρόσωπα ακόμα στοίχειωναν το καταταλαιπωρημένο χαρτί.
Σ’ αυτό το διάστημα του ενός χρόνου που συναντιούνται τακτικά στο ατελιέ, οι εκμυστηρεύσεις της προσωπικής ζωής του Φέρμπερ προς το νεαρό αφηγητή είναι μετρημένες,. Θα χρειαστεί να φύγει από το Μάντσεστερ ο τελευταίος και να ξαναγυρίσει μετά από είκοσι χρόνια, για να τον αναζητήσει και να τον ξαναβρεί στο ίδιο σκηνικό… Τις τρεις μέρες που ακολούθησαν εξομολογείται ότι λόγω των εβραϊκών διωγμών τον έστειλαν οι γονείς του στο Μάντσεστερ, με την προοπτική να έρθουν κι εκείνοι σε λίγες μέρες. Ατέλειωτη μού είχε φανεί η διαδρομή, είπε ο Φέρμπερ, καθώς κανείς μας δεν έβγαζε μιλιά. Όταν τον ρώτησα αν θυμόταν να αποχαιρετά τους γονείς του στο αεροδρόμιο, κομπιάζοντας στην αρχή , μού απάντησε πως όταν έφερνε στη μνήμη του εκείνο το μαγιάτικο πρωινό στο Όμπερβηζενφελντ, δεν έβλεπε πουθενά τους γονείς του. Δεν μπορούσε πια να θυμηθεί τα τελευταία λόγια που του είχε πει η μητέρα ή ο πατέρας του,   όπως και   δεν θυμόταν αν είχαν αγκαλιαστεί ή όχι.
Οι γονείς δεν έφτασαν ποτέ στο Μάντσεστερ κι ο Φέρμπερ πληροφορήθηκε τον μαρτυρικό τους θάνατο πολύ αργότερα. Οι λεπτομέρειες αυτών των συγκλονιστικών στιγμών, όπως τις συγκρατεί η μνήμη κι όπως τις περιγράφει η πένα του Sebald, αγγίζουν βαθιά  τον αφηγητή (όπως και τον αναγνώστη), ο οποίος διερευνά τις λεπτομέρειες της ζωής και της καταγωγής του φίλου του, μια επίπονη διαδικασία που δεν άντεχε να κάνει ο ίδιος…
Όταν ήρθε η ώρα, σκέφτηκα πως το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα στη ζωή μου ήταν κάτι ή κάποιον να μου υπενθυμίζει διαρκώς την καταγωγή μου, κι έτσι, αντί τη Νέα Υόρκη και την κηδεμονία του θείου μου, προτίμησα να είμαι μόνος στο Μάντσεστερ. Άπειρος όπως ήμουν, νόμιζα ότι στο Μάτσεστερ εύκολα θα ξανάρχιζα εκ του μηδενός, όμως ειδικά το Μάντσεστερ μού ξανάφερε  στη μνήμη όλα όσα πάσχιζα να ξεχάσω, γιατί το Μάντσεστερ είναι πόλη μεταναστών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τίτλος αυτού του βιβλίου στα γερμανικά είναι «οι μετανάστες» κι όχι οι «ξεριζωμένοι», που οπωσδήποτε έχει μια διαφορετική φόρτιση. Τέλος, αξίζει κανείς να διαβάσει και την παρουσίαση του librofilo  και της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου  στο βιβλιοδρόμιο των Νέων.

Χριστίνα Παπαγγελή

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2012

Το μυστήριο της τράπουλας, Jostein Gaarder


Αν το μυαλό μας ήταν τόσο απλό που να μπορούμε να το καταλάβουμε
τότε θα ήμασταν τόσο χαζοί, που πάλι δε θα μπορούσαμε να το καταλάβουμε

Απίστευτα τρυφερό και γοητευτικό κι αυτό το βιβλίο του Γκάαρντερ, πάνω στο αγαπημένο του -απ’ ό, τι φαίνεται- μοτίβο: η σχέση ενός πατέρα (που έχει φιλοσοφικές ανησυχίες) με τον έξυπνο έφηβο γιο του, ενώ η μητέρα τούς έχει εγκαταλείψει εδώ και χρόνια «για να βρει τον εαυτό της» (η μαμά ήθελε να ταξιδέψει και να δει τον κόσμο, για να βρει τον εαυτό της. Και ο πατέρας και γω συμφωνούσαμε μαζί της: η μάνα ενός τετράχρονου αγοριού πρέπει να βρει επιτέλους τον εαυτό της. Θέλαμε, μάλιστα, να την υποστηρίξουμε στην προσπάθειά της. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί έπρεπε να φύγει για να βρει τον εαυτό της). Με βάση αυτό το μοτίβο, ο Γκάαρντερ προχωρά βαθύτερα στις ανθρώπινες σχέσεις και στα βασικά φιλοσοφικά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης.
        Παρακολουθούμε το συναρπαστικό ταξίδι του Χανς Τόμας και του πατέρα του από τη Νορβηγία μέχρι την Αθήνα -όπου εξαφανίστηκε και εργάζεται η μητέρα στο θέατρο- μέσα από την αφήγηση του νεαρού Χανς. Περιπέτειες, τοπία, αλλά κυρίως διάλογοι γεμάτοι χιούμορ, αγάπη και κατανόηση προς τον ανορθόδοξο φιλόσοφο πατέρα. Ξεχωρίζει η ευφυΐα αλλά και η σπάνια ευαισθησία που συναντά κανείς στα παιδιά. Ο χωρισμός του βιβλίου σε 53 κεφάλαια που αντιστοιχούν με τα χαρτιά της τράπουλας φαίνεται αρχικά διακοσμητικός. Άλλωστε ο ιδιόρρυθμος πατέρας είναι συλλέκτης, συλλέκτης μπαλαντέρ! Αγοράζει τράπουλες και κρατά τον μπαλαντέρ, ενώ η υπόλοιπη είναι άχρηστη!
          Φυσικά είχα αναρωτηθεί πώς και γιατί ο πατέρας μου καταπιάστηκε μ’ αυτό το αλλόκοτο χόμπι. Είχα δώσει μια εξήγηση: για κείνον οι μπαλαντέρ ήταν ό, τι είναι για άλλους ανθρώπους οι καρτ ποστάλ απ’ όλα τα μέρη του κόσμου∙ γιατί κι οι τράπουλες κατασκευάζονται σε διάφορες χώρες. Το ότι είχε διαλέξει τους μπαλαντέρ κι όχι κάποιο άλλο χαρτί της τράπουλας, αυτό ήταν εύκολο να το καταλάβω. (…) Το ενδιαφέρον του πατέρα για τους μπαλαντέρ είχε ωστόσο κι ένα βαθύτερο λόγο πέρα από αυτήν την πρακτική λογική του: κατά βάθος, το ζήτημα ήταν πως ο πατέρας μου θεωρούσε και τον ίδιο του τον εαυτό κατά κάποιον τρόπο ως μπαλαντέρ. Μόνο που σπάνια το ομολογούσε ευθέως. Αλλά εγώ το ήξερα πως μέσα στην τράπουλα κρατούσε για τον εαυτό του το ρόλο του μπαλαντέρ.   

          Το παραμυθιακό στοιχείο όμως που σχετίζεται με το συμβολισμό των τραπουλόχαρτων εισβάλλει τόσο έντεχνα, που η πραγματικότητα κάποια στιγμή συγχέεται με τη φαντασία και την αλληγορία. Η ιστορία του μικροσκοπικού βιβλίου που διαβάζει κρυφά κάθε βράδυ ο Χανς με τη βοήθεια μεγεθυντικού φακού, καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αλλά και του ενδιαφέροντος του αναγνώστη, έως ότου η πλοκή αρχίζει να αφορά τα πρόσωπα της πραγματικότητας.
          Τα πρώτα στοιχεία παραμυθιού είναι ο περίεργος νάνος στο Χωριό που δίνει τον φακό στον Χανς, αλλά και το ίδιο το μικροσκοπικό Χωριό. Τίποτα όμως μέχρι στιγμής «υπερφυσικό». Ο φούρναρης στο επόμενο χωριό δίνει ένα σταφιδόψωμο στον Χανς, μέσα στο οποίο βρίσκεται το μυστικό, μικρό βιβλιαράκι. Το βιβλίο συντροφεύει τον Χανς σ’ όλη τη διαδρομή προς την Αθήνα και μαζί του το διαβάζουμε κι εμείς. Πρόκειται για το δεύτερο εγκιβωτισμό, εφόσον όλο το βιβλίο αποτελεί αφήγηση του κατώτερου αξιωματικού του Γ΄ Ράιχ, του Λούντβιχ, στο «γιο του» εν έτει 1946, λίγο μετά δηλαδή τον Β’ Παγκόσμιο (άσε με να σε λέω γιε μου. Κάθομαι εδώ δα και γράφω την ιστορία της ζωής μου γιατί ξέρω ότι κάποια μέρα θα έρθεις από το Χωριό. Ούτε κι εσύ ο ίδιος δε θα ξέρεις γιατί θα έχεις έρθει. Εγώ όμως ξέρω ότι θα έρθεις στο Χωριό για να συνεχίσεις την ιστορία του Μαγικού Νησιού και της πορφυρής γκαζόζας). Ο Λούντβιχ καταφεύγει στον φούρναρη του Χωριού, τον Άλμπερτ Κλάγκες, ο οποίος έχει με τη σειρά του ενδιαφέρουσες ιστορίες να αφηγηθεί στον Λούντβιχ με πρωταγωνιστή τον παλιό φούρναρη, τον Χανς, που τον περιμάζεψε ορφανό και τον μεγάλωσε (πάλι το μοτίβο απούσας μάνας και σχέσης παιδιού με «πατέρα»). Τέλος, ο… ίδιος ο Χανς αφηγείται την παράξενη ιστορία του, και την ιστορία της πορφυρής γκαζόζας, του μαγικού «φίλτρου»  δηλαδή, που δίνει ενέργεια και δύναμη αλλά του οποίου δεν έχουν μείνει παρά ελάχιστες σταγόνες. Γυρνάμε τώρα πίσω, σχεδόν 200 χρόνια, εφόσον ο Χανς είναι γεννημένος το 1811. Είναι γιος φούρναρη, αλλά αποφασίζει να γίνει ναυτικός. Ένα ναυάγιο τον ρίχνει στο μαγικό λαβυρινθώδες νησί με μια και μοναδική τράπουλα στην τσέπη (συνέχισα την περιπλάνησή μου όλη μέρα. Συνάντησα δάση, κοιλάδες και οροπέδια. Μόνο τη θάλασσα δε μπόρεσα να ξαναβρώ. Είχα την αίσθηση πως είχα χαθεί σ’ έναν τόπο μαγικό, σε ένα είδος ανάποδου λαβύρινθου, όπου οι διάδρομοι δε σκόνταφταν ποτέ σε κάποιο τοίχωμα/στο καράβι συνηθίζαμε πολύ να παίζουμε χαρτιά. Και γω είχα πάντοτε μια τράπουλα στην τσέπη μου. έτυχε λοιπόν και το μόνο πράγμα που έσωσα ήταν μια γαλλική τράπουλα).
          Κι από δω ξεκινά το μυστήριο της τράπουλας. Τα όντα που συναντά ο Χανς από δω και πέρα είναι χαρτιά της τράπουλας και η συνάφεια με τον τίτλο κάθε κεφαλαίου γίνεται όλο και πιο στενή. Κάθε χρώμα έχει μια ιδιότητα (π.χ. τα μπαστούνια είναι μαραγκοί). Η φαντασία ξεφεύγει σε δρόμους παραμυθένιους, αλλά όλα θα μπορούσαν να ερμηνευτούν σα ν μια εκτεταμένη παραίσθηση που δημιούργησε η τρομερή μοναξιά του ναυαγού Φρόντε, στις αρχές του 19ου αι. (Έτσι, με το πέρασμα των χρόνων δημιούργησα πενήντα δύο αόρατα πρόσωπα που κατά κάποιο τρόπο ζούσανε μαζί μου/συνέχισα λοιπόν να μιλάω με τους αόρατους φίλους μου και σε λίγο μου φάνηκε πως κι εκείνοι άρχισαν να μου απαντούν). Με μερικά από τα χαρτιά της τράπουλας ανέπτυξε ιδιαίτερες σχέσεις, ένιωθε π. χ. έναν… κρυφό έρωτα με τον Άσο Κούπα! Η σύλληψη του συγγραφέα είναι βέβαια ότι τα πλάσματα του δημιουργού αυτονομήθηκαν κάποια στιγμή, μεταπήδησαν στην… πραγματικότητα (-ή μήπως είχα απομακρυνθεί εγώ από την πραγματικότητα; κι αυτό αγαπημένο θέμα του Γκάαρντερ) και ανέπτυξαν δική τους προσωπικότητα, απρόβλεπτη και αυτοαναφορική (Άσε Κούπα, ψιθύρισα!/Σήκωσε ευθύς τα μάτια, με κοίταξε και ήρθε προς το μέρος μου. με αγκάλιασε και μου είπε: «Ευτυχώς που με βρήκες, Φρόντε. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Τι θα έκανα χωρίς εσένα;/Η ερώτησή της ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Χωρίς εμένα δε θα έκανε τίποτα. Αλλά αυτό δεν το ήξερε. Και δεν πρέπει ποτέ να το μάθει. Τα χείλια της ήταν κόκκινα και λαχταριστά).

          Κεντρικό επεισόδιο στην πλοκή από δω και πέρα είναι η γιορτή του μπαλαντέρ, γιατί μέσα από τον μπαλαντέρ, που είναι ξεχωριστός, διαφορετικός, γίνεται η ανατροπή/εξέλιξη. Ο μπαλαντέρ, έχει μια ιδιαίτερη σημασία, όπως είδαμε άλλωστε, και για τον πατέρα, κι αυτό διατυπώνεται ρητά και σε ένα συναρπαστικό διάλογο με τα γιο του.  Ο μικρός τρελός, όπως λέει ο Φρόντε,  είναι ο μόνος στο νησί που τολμά να φέρει αντίρρηση. Δεν είχα μπροστά μου ένα χαρτί, αλλά ένα αληθινό πρόσωπο. Κατά κάποιο τρόπο χάρηκα. Ίσως ο Μπαλαντέρ μπορούσε με τον καιρό να γίνει πραγματικός σύντοφος, συνομιλητής αντάξιός μου.  Ο Μπαλαντέρ διαφέρει από τους άλλους κι έχει επίγνωση, θέτει «υπαρξιακά ερωτήματα» όπως:   ποιος είμαι; γιατί είμαι μπαλαντέρ; Από πού ήρθα και πού πηγαίνω;  
          Ο διάλογος του μπαλαντέρ με τον δημιουργό του –Φρόντε-  παραπέμπει σε διάλογο θεού ανθρώπου, κι η προφανής αναλογία δε χαλάει τη μαγεία γιατί δεν είναι προβλέψιμη, αντίθετα είναι γοητευτική και συγκινητική (-Τι θα έλεγες αν σου’λεγα ότι εγώ έπλασα κι εσένα κι όλους τους άλλους νάνους στο χωριό; (…) Με τρεμάμενα χείλη μού αποκρίθηκε: «Τότε δεν θα είχα άλλη επιλογή, καλέ μου Κύριε. Θα έπρεπε να προσπαθήσω να σε σκοτώσω, για να βρω την αξιοπρέπειά μου».

        Η γιορτή του Μπαλαντέρ

          Τα πενήντα δύο χαρτιά της τράπουλας αντιστοιχούν στις 52 βδομάδες του χρόνου, και η μέρα που περισσεύει είναι η μέρα του μπαλαντέρ (η μέρα αυτή δεν ανήκει σε κανένα μήνα, σε καμιά βδομάδα). Η φαντασία του Φρόντε όρισε ώστε αυτή τη μέρα να παίζουν όλοι ένα καταπληκτικό παιχνίδι, το παιχνίδι του Μπαλαντέρ: κάθε χαρτί σκέφτεται και λέει μια φράση, κι ο μπαλαντέρ ανακατεύει τη σειρά τους ώστε να προκύπτει μια ιστορία. Το ανακάτεμα της τράπουλας ξαναχτίζει μια καινούρια ιστορία, μοναδική και σημαδιακή, που αφηγείται ουσιαστικά την ιστορία των δυο ταξιδιωτών.  Από δω και πέρα η μοίρα του Χανς και του πατέρα του συνυφαίνεται με τη μοίρα των αφηγητών του μικρού βιβλίου, ενώ παράλληλα φτάνουν στην Αθήνα και βρίσκουν την -εξίσου αλαφροΐσκιωτη- μάνα. Οι τελευταίες σελίδες είναι γεμάτες συμπτώσεις που αποκαλύπτουν χαμένες συγγένειες (ο Χανς είναι εγγονός του Λούντβιχ, όπως κι ο Χανς του βιβλίου ήταν εγγονός του Φρόντε) και το ρίξιμο της τράπουλας ελευθερώνει φαντασία, που ικανοποιεί τα ερωτήματα των μικρών αναγνωστών στους οποίους βασικά απευθύνεται το βιβλίο.

Χριστίνα Παπαγγελή