Οι δυο βασικοί πρωταγωνιστές είναι ποιητές∙ ανήκουν στο λογοτεχνικό κίνημα του realismo visceral, το οποίο ο μεταφραστής επέλεξε να μεταφράσει
όχι ως σπλαχνικό/βαθύ/κυτταρικό ρεαλισμό
(όπως θα μπορούσε να αποδοθεί, μας λέει ο ίδιος) αλλά με τον όρο
«ενστικτορεαλισμό». Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι αυτή η επινόηση του Μπολάνιο
αντανακλά το πραγματικό λογοτεχνικό ρεύμα του infrarealismo («υπορεαλισμού»), που
εκδηλώθηκε στο Μεξικό στη δεκαετία του 80 με θεμελιωτές τον ίδιο τον Μπολάνιο
κι έναν φίλο του. Όπως γράφει ο μεταφραστής Κώστας Αθανασίου στο σύντομο
εισαγωγικό του σημείωμα, το κίνημα αυτό ήταν ένα μείγμα ντανταϊσμού, σουρεαλισμού και μαρξισμού, ένα είδος
«λογοτεχνικού αντάρτικου», ένα κίνημα τελείως περιθωριακό και άγριο που
μετατράπηκε σε φόβο και τρόμο των «καθώς πρέπει» λογοτεχνικών εκδηλώσεων στην
πόλη του Μεξικού (σημείο συμφωνίας ότι η μεξικανική ποίηση πρέπει να
αλλάξει, και να αποτινάξει την αυτοκρατορία
του Οκτάβιο Πας και του Πάμπλο Νερούντα- με άλλα λόγια, μεταξύ σφύρας και άκμονος). Στοιχείο πολύτιμο για να κατανοήσει κανείς το ανατρεπτικό πνεύμα
του συγγραφέα, όχι μόνο σ’ αυτό του το έργο, αλλά συνολικά.
…εν πάση περιπτώσει, οι
ενστικτορεαλιστές δεν ήταν με καμία απ τις δυο πλευρές, ούτε με τους υποστηρικτές
του νέου PRI, ούτε με την ετερότητα, ούτε με τους νεοσταλινικούς, ούτε με τους
εκλεκτούς, ούτε με κείνους που ζούσαν από τον δημόσιο κορβανά, ούτε με τους
άλλους που ζούσαν από το πανεπιστήμιο, ούτε μ’ αυτούς που πουλιούνταν ούτε με
κείνους που αγόραζαν, ούτε με κείνους που ακολουθούσαν την παράδοση ούτε με
κείνους που μετέτρεπαν την άγνοια σε αλαζονεία, ούτε με τους άσπρους ούτε με
τους μαύρους, ούτε με τους λατινοαμερικανιστές ούτε με τους κοσμοπολίτες.
Πρόκειται για ένα βιβλίο- χείμαρρο, όχι τόσο λόγω της έκτασής του (700
σελίδες, το μισό περίπου από το 2666) αλλά του περιεχομένου του. Αν εξαιρέσουμε
το σύντομο πρώτο μέρος και το ακόμα συντομότερο τρίτο μέρος που έχουν στρωτή,
γραμμική αφήγηση (παρακολουθούμε το ημερολόγιο του νεαρού θαυμαστή των ενστικτορεαλιστών,
Πάντσο Γκαρθία Μαδέρα, εν έτει 1976), το δεύτερο, πιο εκτεταμένο μέρος έχει μια
τελείως πρωτότυπη δομή: αποτελείται από δεκάδες ολιγοσέλιδες μαρτυρίες ανθρώπων
που αφηγούνται σε κάποιον αόρατο ακροατή την ολιγοήμερη, περιστασιακή, ή ακόμα
και ουσιαστική επαφή που είχαν με τους βασικούς εκπρόσωπους του
ενστικτορεαλισμού, τον Ουλίσες Λίμα (Μεξικανό) και τον Αρτούρο Μπελάνο
(Χιλιανό), από το 1977 (τότε τελειώνει και το ημερολόγιο του Πάντσο) ως το 1996.
Έχει κανείς την εντύπωση ότι μιλάν σε μια αόρατη κάμερα, σ’ έναν ρεπόρτερ που
τους έχει ρωτήσει πότε είδαν τελευταία τους δυο ποιητές. Γιατί οι δυο ποιητές
είναι εξαφανισμένοι, ίσως διωκόμενοι, ίσως αυτοεξόριστοι. Αυτό δεν το
μαθαίνουμε παρά στο τέλος του βιβλίου (και πάλι… δεν είμαστε σίγουροι!).
Η σύλληψη είναι ευφυής, και η αφήγηση έχει πάντα ενδιαφέρον (κάποιους
τους θυμόμαστε κι από το ημερολόγιο του Πάντσο). Κάποιοι είναι σημαντικά
πρόσωπα στη ζωή των ηρώων, κάποιοι είναι άγνωστοι αλλά επανέρχονται πολλές
φορές, κάποιοι εμφανίζονται μία και μοναδική φορά. Έτσι πλέκεται ένα άταχτο
μωσαϊκό από διαφορετικές φωνές, ποικίλα σκηνικά, ένα δίχτυ σχέσεων, που είναι
όμως μάταιο να προσπαθήσει κανείς να παρακολουθήσει με πολλή σχολαστικότητα,
γιατί μπλέκονται δεκάδες πρόσωπα, δεκάδες οπτικές γωνίες. Κάθε τέτοιο
υποκεφάλαιο εισάγεται με το όνομα του «μάρτυρα», την τοποθεσία του (π.χ. μπαρ
Τζιαρντινέτο, οδός Γρανάδα, Βαρκελώνη) και τη χρονολογία. Η μόνη τάξη που
ακολουθείται είναι της χρονικής αλληλουχίας. Η μια μαρτυρία διαδέχεται την άλλη
σε χρονική σειρά, κι έτσι παρακολουθούμε τα χνάρια που αφήνει πίσω τους η
περιπλάνηση των δυο πρωταγωνιστών που ταξιδεύουν ανά τον κόσμο, μέσα πάντα από τη μνήμη των αφηγητών. Βενεζουέλα, Μεξικό,
Παρίσι, Βαρκελώνη, Βιέννη, Καλιφόρνια, Νικαράγουα, Ρώμη, Μαγιόρκα, Μαδρίτη κ.α.
Ζούμε τον παλμό αυτών των πόλεων, κυρίως την πολιτική, λογοτεχνική ατμόσφαιρα, ζούμε
τις μικροέγνοιες των προσώπων που εναλλάσσονται, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόμαστε
για τα κομμάτια των βιογραφικών των δύο ηρώων που λείπουν. Η απουσία και το
μυστήριο μετατρέπει και τον Ουλίσες Λίμα και τον Αρτούρο Μπολάνιο σε θρύλους,
με αποκορύφωμα την εξαφάνιση και μυστηριώδη επανεμφάνιση του πρώτου στην
επαναστατική Νικαράγουα (Ούγο Μοντέρο: υπήρχε
μια θέση ελεύθερη κι εγώ είπα μέσα μου, γιατί δεν βάζω τον κολλητό μου τον
Ουλίσες Λίμα στο γκρουπάκι που πάει στη Νικαράγουα; Σκέφτηκα ότι ένα ταξιδάκι
στην επανάσταση μπορεί να φτιάξει τη διάθεση οποιουδήποτε/ είναι περιττό να
στενοχωριέστε, όλοι οι ποιητές χάνονται μερικές φορές, ενημερώστε την
αστυνομία. Την σαντινίστικη αστυνομία, διευκρίνισε) και τον ηρωισμό του δεύτερου που, ως… φύλακας κάμπινγκ(!) στην
Ιταλία, διέσωσε με απίθανο τρόπο ένα
παιδί που έπεσε σε αβυσσαλέο γκρεμό. Το
μυστήριο του εξαφανισμένου συγγραφέα (ποιητών στην περίπτωσή μας, που μάλιστα
ψάχνουν τα ίχνη μιας… άλλης εξαφανισμένης ποιήτριας, της Σεσάρεα Τιναχέρο που είναι η «ψυχή» του κινήματος)
είναι κοινός τόπος και στο 2666.
Η γραφή όμως του Μπολάνιο έχει σαν χαρακτηριστικό την ανατροπή, τον
αιφνιδιασμό. Έτσι, ενώ είσαι προετοιμασμένος ότι δεν υπάρχει λύση, ότι το
γνώριμο μοτίβο του εξαφανισμένου συγγραφέα αποτελεί ένα πρόσχημα για να
επιβεβαιώσει ο ενστικτορεαλισμός τον εαυτό του (δεν είναι άραγε ποιητική πράξη
η εξαφάνιση;), βλέπουμε προς το τέλος του βιβλίου ότι οι δυο ήρωες βρίσκουν εντέλει -μετά από πολλές
έρευνες και υποθέσεις- τη Σεσάρεα Τιναχέρο (είναι υπέρβαρη και πλένει… ρούχα!)
για να καταλήξει όλη η πλοκή σ’ ένα δραματικό φινάλε! (υπενθυμίζω ωστόσο ότι
υπάρχει αναδρομική αφήγηση, εφόσον στο τέλος του βιβλίου είμαστε πίσω, στο
1977).
Είναι ένα ατέλειωτο παζλ, αλλά όσο κι αν γοητεύει η γραφή, αυτή η
αποσπασματικότητα και η θραυσματοποίηση μπορεί να κουράσει. Βρήκα πολύ
σαγηνευτικό το πρώτο και τρίτο μέρος, την οπτική γωνία δηλαδή του
δεκαεφτάχρονου Πάντσο που γυρεύει να μυηθεί όχι μόνο στον ενστικτορεαλισμό αλλά
και στον έρωτα. Οι περιστάσεις είναι τελείως σουρεαλιστικές, η ατμόσφαιρα στο
σπίτι του Κιμ Φοντ γύρω από το οποίο περιστρέφονται όλα τα πρόσωπα και τα
δρώμενα ερωτική και μυστηριώδης: οι δυο διαφορετικές αλλά ελκυστικές αδερφές
Μαρία και Ανχέλικα∙ η εκπορνευόμενη Λούπε με τον κομπλεξικό της «προστάτη»,
κοινώς νταβατζή (απ’ αυτόν διαφεύγουν μετά την πρωτοχρονιά)∙ η περιήγηση των
τεσσάρων με το αμάξι σ’ όλο το βόρειο Μεξικό που θυμίζει το «Στο δρόμο» του
Κέρουακ∙ περιπλάνηση, έξαρση, πάθος, ένστικτο, αναζήτηση, ανατροπή, αποδοχή του
απρόοπτου είναι αυτά που οδηγούν τους τέσσερις «δραπέτες». Συζητώντας ατέλειωτες ώρες για… σχήματα λόγου
στην ποίηση, τεστάροντας ο ένας τον άλλον πάνω σε όρους και έννοιες άκρως
φορμαλιστικές (τι είναι ο μιμίαμβος; Τι είναι ο γλυκώνειος κλπ), ψάχνουν σε
ληξιαρχεία, σε βιβλιοθήκες, σε πανεπιστήμια, σε σχολεία όπου κατά πληροφορίες
δίδαξε η Σεσάρεα, σε… νεκροταφεία (κατά πληροφορίες αγάπησε έναν ταυρομάχο που
σκοτώθηκε) κλπ κλπ. Το σκηνικό του βόρειου, υποβαθμισμένου Μεξικού είναι
υποβλητικό. Η Σονόρα, το Ερμοσίγιο και κυρίως η Σάντα Τερέσα στο βάθος της
αναζήτησης, αποτελούν πια σημείο αναφοράς στο έργο του Μπολάνιο (βλέπε 2666). Το
πάθος των ηρώων να βρουν τη χαμένη ποιήτρια οδηγεί σε σουρεαλιστικές καταστάσεις
και δαιδαλώδεις σκέψεις/υποθέσεις σχετικά με τα ίχνη που αφήνει πίσω της, και
φυσικά θυμίζει το «Μακγκάφιν» του Χίτσκοκ[1]. Η αντιποιητική φιγούρα
της Σεσάρεα όταν πια την ανακαλύπτουν απροσδόκητα (έμοιαζε με βράχο ή ελέφαντα. Οι γλουτοί της ήταν τεράστιοι και
κινούνταν στο ρυθμό που τα μπράτσα της, δυο κορμοί βελανιδιάς, επιδίδονταν στο
τρίψιμο και στο ξέπλυμα των ρούχων») δε φαίνεται να ανακόπτει το ζήλο των
τεσσάρων φίλων. Η αξία της είναι ανυπέρβλητη, γιατί φαίνεται ότι στη συνείδησή
τους έφτασε την ποίηση στο ζενίθ της, με το μοναδικό δημοσιευμένο ποίημα της, «Σιών»:
Αμαδέο Σαλβατιέρα: Και τους ρώτησα τους νεαρούς, τους είπα, παιδιά μου, εσείς τι βγάζετε
από τούτο εδώ το ποίημα; Τους είπα, παιδιά μου, εγώ έχω πάνω από σαράντα χρόνια
που το κοιτάζω και ποτέ δεν κατάλαβα το παραμικρό γαμημένο πράγμα. Αυτή είναι η
αλήθεια. Γιατί να σας πω ψέματα. Κι αυτοί είπαν: είναι ένα αστείο, Αμαδέο, το
ποίημα είναι ένα αστείο που καλύπτει κάτι πολύ σοβαρό.
(…)
Όχι Αμαδέο, ένα ποίημα δεν σημαίνει
αναγκαστικά κάτι, πλην του ότι είναι ένα ποίημα, αν και αυτό, το ποίημα της
Σεσάρεα, μπορεί να μην είναι ούτε καν αυτό.
(…)
Για μια
στιγμή το μυαλό μου, σας διαβεβαιώνω, έμοιαζε με φουρτουνιασμένη θάλασσα και
δεν άκουγα τι έλεγαν οι νεαροί, αν και έπιασα μερικές φράσεις, μερικές σκόρπιες
λέξεις, τις αναμενόμενες, υποθέτω: η βάρκα του Κελτσακόατλ, ο
νυχτερινός πυρετός ενός μικρού αγοριού ή κοριτσιού, το εγκεφαλογράφημα του
καπετάν Άχαμπ ή το εγκεφαλογράφημα της φάλαινας, η επιφάνεια της θάλασσας που
για τους καρχαρίες είναι το στόμιο της κόλασης, το πλοίο χωρίς ιστίο που μπορεί
να εξίσου καλά να είναι το φέρετρο, το παράδοξο του ορθογώνιου, το ορθογώνιο-
συνείδηση, το ανέφικτο ορθογώνιο του Αϊνστάιν (σε ένα σύμπαν όπου τα ορθογώνια
είναι αδιανόητα), μια σελίδα του Αλφόνσο Ούγες, η ερημιά της ποίησης.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]
«αφηγηματικό πρόσχημα»: Κατά τον Χίτσκοκ, το σασπένς μιας ιστορίας βασίζεται
στην αναζήτηση ενός αντικειμένου που εποφθαλμιούν όλοι, ανεξάρτητα από την αξία
του αντικειμένου αυτού καθαυτού, και το ονομάζει «Μακ Γκάφφιν» .
Φαίνεται ενδιαφέρον! Ευχαριστούμε για την ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, είναι πολύ καλό, φτάνει να μην το διαβάζεις "στην παραλία"
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ήθελα να βρώ χρόνο για να το διαβάσω..ακούγεται πολύ καλό.
ΑπάντησηΔιαγραφή