Πρωταγωνιστής είναι ο Ας ο μονόφθαλμος, μουσικός και «φιλόσοφος» της αλάνας∙ σύντροφός του πιστός και προστατευόμενος, ο Τζούνιορ ο χαζούλης . Οι διάλογοι μεταξύ τους, σημαδιακοί και διασκεδαστικοί ταυτόχρονα, αναδεικνύουν τη φιλοσοφία των «Χόρ», όπως αυτοονομάζονται («χορ» στα αραβικά σημαίνει ελεύθερος άνθρωπος):
Είμαστε στο σπίτι μας. Μπορεί να μην έχουμε σημαία, ούτε ύμνο, ούτε κοινωνικό σχέδιο, αλλά έχουμε μια πατρίδα που μας ανήκει πραγματικά, κι αυτή είναι εδώ, μπροστά στα μάτια μας, κάτω από τα πόδια μας, τόσο πραγματική που δε χρειαζόμαστε τίποτα άλλο… έχουμε ανάγκη τους άλλους, Τζούνιορ; (…) Βρισκόμαστε εδώ… Εδώ είναι η γη των Χορ. Εδώ επιτρέπονται τα πάντα, τίποτα δεν είναι απαγορευμένο… Κι εδώ δεν είσαι βασιλιάς, δεν είσαι στρατιώτης, δεν είσαι Βαλές, εδώ είσαι Εσύ.
Ο Ας φοβάται ότι η πόλη θα πλανέψει τον Τζούνιορ, θα τον μαγνητίσει και θα τον ρουφήξει, γι’ αυτό συνέχεια του κάνει κατήχηση δείχνοντάς του ότι, αντίθετα με άλλες γειτονιές καταφρονεμένων όπου η ζωή στην πόλη είναι το «άπιαστο όνειρο», ο δικός τους τρόπος ζωής είναι αποτέλεσμα επιλογής. Είναι ο τόπος της αληθινής ελευθερίας, γιατί αληθινός πλούτος είναι να μην περιμένεις τίποτα από τους άλλους, γιατί το χρήμα είναι πηγή δυστυχίας. Μαλώνει τον Τζούνιορ όταν θέλει να αγοράσει κάτι, γιατί το να αγοράζεις είναι κάτι αιρετικό, είναι μια πράξη αφύσικη. Όταν η θάλασσα φουρτουνιάζει, για τον άνθρωπο της πόλης είναι κακοκαιρία, αλλά για έναν Χορ, σημαίνει πως η θάλασσα γιορτάζει. Διότι εκεί που οι άνθρωποι της πόλης δεν καταφέρνουν να κλείσουν μάτι λόγω του δυνατού αέρα, ένας Χορ ξέρει κι ανακαλύπτει τη μουσική σε κάθε μάνιασμα.
Αυτό είναι το προνόμιό μας, Τζούνιορ, αυτό είναι το μυστικό μας. Ξέρουμε πώς να βρίσκουμε την ευτυχία σε καθένα από τα πράγματα του θεού, επειδή ξέρουμε πως ο θεός είναι καλλιτέχνης. Εκείνοι, οι άνθρωποι της πόλης, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα γι’ αυτό. Τα σπίτια τους είναι ζεστά, έχουν ένα σωρό ανέσεις, αλλά όπου και να χτίσουν την αυτοκρατορία τους τη χτίζουν χωρίς ψυχή. Θεωρούν πως ευτυχία είναι να εναντιώνεσαι. Αλλά δεν είναι έτσι. Ευτυχία, Τζούνιορ, είναι να ξέρεις να σιωπάς όταν παίζουν τα κύματα. Μπορεί εμείς να μην έχουμε πολλά, αλλά η φτώχεια μας έχει ψυχή. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά. Αυτό που για τους άλλους είναι κακοκαιρία, για μας είναι γιορτή. Είναι θέμα τρόπου σκέψης.
Αυτό το πνεύμα κατήχησης εξισορροπείται από τις παρεμβάσεις του Τζούνιορ, ο οποίος είναι πιο γήινος, πιο αφελής, πιο αυθόρμητος και συναισθηματικός. Η κηδεμονία του Ας γίνεται μερικές φορές καταπιεστική κι ο Τζούνιορ αντιδρά άμεσα (μη με μπουχτίζεις πια με τους κανόνες σου… μια ερώτηση έκανα/συνεχώς λες κάτι και μετά λες το αντίθετο κι έχω αρχίσει να μην σου έχω πια εμπιστοσύνη/ Τι είμαι, ο κρατούμενός σου; αν είμαι κρατούμενός σου, τότε να μου φορέσεις αλυσίδες). Ο Ας βρίσκει βέβαια πάντα τρόπους να κερδίζει τον Τζούνιορ, με τους μύθους του και τα τραγούδια του (Είσαι μουσικός, Ας. Από μόνος σου είσαι γιορτή, όταν το αποφασίσεις). Η σχέση τους είναι όσο στενή μπορεί να είναι η σχέση όπου εμπλέκονται το μητρικό, το πατρικό το φιλικό ίσως και το ερωτικό στοιχείο μαζί (-Κι αν ξυπνήσω κάποιο πρωί, Ας, και δεν είσαι εδώ; - Μα τι αρρωστημένα πράγματα είναι αυτά που σκέφτεσαι; Είσαι πολύ σημαντικός για μένα, πιο πολύ απ’ όλα τα αστέρια του ουρανού, πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Ακόμα κι όταν κοιμάμαι, σε βλέπω στα όνειρά μου). Η έλλειψη εργασίας, ωραρίου, αλλοτρίωσης του χρόνου επιτρέπει στους δυο φίλους να συζητάνε με τις ώρες∙ είναι κάτι φυσικό να ξεδιπλώνουν ο ένας στον άλλο τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους. Απολαμβάνουν την αστροφεγγιά, τον ήλιο, τον αέρα, την κίτρινη σκηνή που βρήκαν μέσα σ’ έναν ναυτικό σάκο όπου
… μαχαραγιάδες θα’ μαστε εκεί μέσα. Μόνοι, εσύ κι εγώ, ξαπλωμένοι ανάσκελα, με τα μάτια στον ουρανό και τα ποδάρια μας στον ήλιο. Άρχοντες του κόσμου.
-Αφού χαίρεσαι εσύ, χαίρομαι κι εγώ, λοιπόν. Πρέπει να το βάλεις αυτό καλά στο μυαλό σου: εδώ είναι ο δικός μας Όλυμπος κι εσύ είσαι η αιωνιότητα που μου αναλογεί. Εμείς οι δυο είμαστε ο κόσμος όλος. Είσαι το μάτι που μου λείπει κι εγώ είμαι το μυαλό που δεν σου περισσεύει.
Είναι και φορές που ο Ας βυθίζεται σε μια παράξενη σιωπή και είναι αδιαπέραστος. Δεν αντιδρά σε τίποτα κι ο Τζούνιορ βρίσκει πως ο Μουσικός το παρακάνει. Εντάξει, οι Χορ αντιλαμβάνονται ως μουσική τον οποιονδήποτε θόρυβο, αλλά ας μην το παρατραβάμε κιόλας. Οι υπερβολές στο τέλος διαστρέφουν ακόμα και τις ιερότερες αλήθειες και μετά δεν ξέρει κανείς πια ποιο διάβολο να επικαλεστεί…
Σε δεύτερο πλάνο βλέπουμε κι άλλους τύπους σ’ αυτή την ιδιόρρυθμη κοινωνία. Π.χ. ο Πασάς, το σκληρό καρύδι, που όλοι τον τρέμουν και που πήγε να πεθάνει από τη θλίψη του όταν το έσκασε ο πιστός του σύντροφος, ο Πίπο. Όλοι τον φοβούνται τώρα ακόμα περισσότερο, γιατί όταν ο Πασάς είναι δυστυχής, φροντίζει ώστε κι οι άλλοι να είναι δυστυχείς. Είναι απίστευτη η σκηνή όπου ο Πίπο ξαναγυρίζει (μια αβάσταχτη σιωπή συνθλίβει το μόλο) γιατί είναι απίστευτα… πιστευτό, έτσι όπως το δίνει ο συγγραφέας, το συναισθηματικό βάρος της απάντησης του Πίπο στην ερώτηση του Πασά, γιατί έφυγε (επειδή ήθελε να αλλάξει ζωή) αλλά και στη ερώτηση που ακολούθησε, γιατί γύρισε:
- Επειδή η ζωή μου είσαι εσύ.
Το καταλυτικό στοιχείο που δημιουργεί όμως τη μεγάλη ανατροπή και στη συνέχεια μια αλυσίδα αλλαγών, είναι η απροσδόκητη άφιξη του Μπεν Άνταμ, ενός ιδιόμορφα γραφικού ατόμου που ήρθε ποιος ξέρει από πού και που μιλάει σαν θεός. Πρόκειται για ένα ρήτορα, κάποιον που μαζεύει τους ρακένδυτους γύρω του σαν ποίμνιο και τους μιλά με πύρινα λόγια. Ο Τζούνιορ, όπως είναι φυσικό, σαγηνεύεται (δεν θέλει παρεμβολές που θα διαταράξουν τις σκέψεις του, οι οποίες είναι γεμάτες απ’ αυτό το μεγαλειώδες πρόσωπο με την υπερκόσμια φωνή και τα γλαυκά μάτια, που μιλάει για τον Άνθρωπο καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον και που ερχόμενος ξανάδωσε στην αλάνα αυτό που τα σκουπίδια, η μπόχα και η πλήξη τής είχαν στερήσει…) Η επαφή κι ο διάλογος μαζί του τον απογειώνει, και κάνει να αμφισβητεί ξαφνικά τη σημασία της αλάνας (δεν είναι κόσμος, αυτό Τζούνιορ, είναι προθάλαμος θανάτου. Δεν έχει τίποτα, ούτε παιδιά που παίζουν ούτε γυναίκες, ούτε μέλλον. Βρισκόμαστε απ’ την άλλη μεριά του καθρέφτη και εξακολουθούμε με πείσμα να έχουμε την πλάτη μας γυρισμένη).
Για τον Τζούνιορ, μέσα σε λίγες ώρες ο Μπεν Άνταμ αναδεικνύεται πνευματικός οδηγός, έχει τη σοφία που δεν τη βάζει ο νους. Δεν καταλαβαίνει τα λόγια του, αλλά νιώθει την ανάγκη να τον ακολουθήσει σ’ ένα ταξίδι μύησης. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο Μπεν Άνταμ τον σέβεται, τον έκανε να νιώθει υπεύθυνο άτομο, του φερόταν σαν ίσος προς ίσο (δεν είσαι χαζός, Τζούνιορ. Είσαι πιο έξυπνος απ’ ό, τι πιστεύεις, μόνο που σου αρέσει να παριστάνεις κάτι που δεν είσαι. Αυτός είναι ο τρόπος που έχεις βρει να συμπεριφέρεσαι σαν κακομαθημένο παιδί).
Φυσικά, η παρουσία του Ξένου αναστατώνει τη μικρή κοινωνία, η οποία τον βλέπει σαν τσαρλατάνο που παριστάνει το Χριστό, πόσο μάλλον ταράζει τη σχέση του Άς με τον Τζούνιορ. Μέσα σε λίγες ώρες ο Τζούνιορ αμφισβητεί όλο το οικοδόμημα του Ας (γιατί δεν έχουμε ηλεκτρικό; Γιατί δεν έχουμε τηλεόραση;) και υιοθετεί το νέο, «επαναστατικό» τρόπο σκέψης του Μπεν Άνταμ (τα λόγια του είναι διαφορετικά απ’ αυτά που τόσο καιρό μας παίρνουν τα’ αυτιά). Ο Ας νιώθει τον Τζούνιορ να ξεφεύγει συνέχεια απ’ τον έλεγχό του κι αποφασίζει να κινήσει γη και ουρανό για να φύγει ο Ξένος.
Όμως, έχουμε και πάλι μια ανατροπή. Αυτή τη φορά, λίγο πριν φύγει από τον Όλυμπο, ο Ξένος επισκέπτεται τον Ας. Είναι ευθύς και του μιλά με ειλικρίνεια τέτοια, κάτι που δεν χαρακτηρίζει τον καχύποπτο Ας. Έτσι, τον κερδίζει. Μιλά όντως στην ψυχή του. Τον κάνει να δει ότι ο Τζούνιορ δεν είναι παιχνίδι, δεν είναι μαριονέτα, ούτε ο καθρέφτης του Ας. Μπήγει στην καρδιά του λόγια σα μαχαιριές, λέγοντας ότι δεν μπορεί να κρατά κοντά του τον Τζούνιορ σαν κατοικίδιο, σαν τυφλό κουταβάκι στερώντας του το δικαίωμα να ζήσει τη ζωή του. Αυτό δεν είναι αγάπη.
Ο Ας αναρωτιέται αν ο Μπεν Άνταμ του έκανε μάγια. Τα λόγια του στριφογυρίζουν και τον βασανίζουν. Ο Ξένος έφυγε, ο Τζούνιορ συνήλθε, αλλά ο Ας συνεχίζει να υποφέρει από μια εσωτερική πενία, κάτι σαν αόριστη εγκατάλειψη. Είναι η ενοχή. Η στενοχώρια του γίνεται τόσο εμφανής και πιεστική που φέρνει σε τρομερή αμηχανία τον Τζούνιορ, μέχρι και οργή (δεν έχω διάθεση να κάνω παρέα σε κάποιον που δεν του καίγεται καρφί για τα συναισθήματα των άλλων).
Η κρίση κάνει τον Ας να εξομολογηθεί στον Τζούνιορ όλο του το πονεμένο παρελθόν στην πόλη∙ λέει στον προστατευόμενό του αλήθειες για την περασμένη του ζωή που ανατρέπουν τους μύθους με τους οποίους τον βαυκάλιζε τόσο καρό. Η τελευταία αυτή σκηνή είναι κορυφαία και λειτουργεί καθαρτικά στη σχέση των δυο φίλων. Ο Ας, σε αντίθεση με όσα έλεγε μέχρι τώρα, προτρέπει τον Τζούνιορ να φύγει απ’ την αλάνα, να ζήσει στην πόλη, να γνωρίσει τον έρωτα.
Η γυναίκα είναι έρωτας. Κι ο έρωτας είναι η ωραιότερη κεραμίδα που μπορεί να πέσει στο κεφάλι κάπου. Πριν απ’ τον έρωτα δεν υπάρχει τίποτα σπουδαίο. Μετά τον έρωτα δεν απομένει τίποτα. Ο έρωτας είναι η ουσία της ζωής, το νόημα και η σωτηρία της. Αν έρθει να σε βρει, κράτα τον και μην τον αφήσεις να φύγει. Αν σε αποφεύγει, κυνήγησέ τον. Αν δεν ξέρεις πού να τον βρεις, δημιούργησέ τον. Χωρίς αυτόν η ύπαρξη είναι ανώφελη, κενή, μια ατέλιωτη πτώση στο κενό.
Και η τελευταία ανατροπή: ο Τζούνιορ δεν καταφέρνει να ζήσει στην πόλη. Τον συλλαμβάνουν τον φυλακίζουν, τον πάνε στα κάτεργα. Μετά από καιρό επιστρέφει στην αλάνα με σπασμένο χέρι παίρνοντας πια, με δική του επιλογή, το ρόλο που του επιφύλασσε η μοίρα... (Μπλις: ο Τζούνιορ δεν έχει ούτε τη στόφα του ήρωα, ούτε το μέγεθος ενός μάρτυρα. Είναι απλώς ένας κακομοίρης, ένας αγαθιάρης χωρίς μυαλό και χωρίς φύλακα άγγελο, ένας βλάκας με περικεφαλαία, που δεν είχε περισσότερες πιθανότητες να ξεφύγει απ’ ό, τι ένας ποντικός που θα’ πεφτε στο λάκκο με τα φίδια).
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Γιασμίνα Χαντρά (=πράσινο γιασεμί) κι όχι Χάντρα (όπως συνηθίστηκε στην Ελλάδα να προφέρεται), είναι κατά τον Μπάμπη Δερμιτζάκη το ψευδώνυμο του μουσουλμάνου αλγερινού συγγραφέα Μοχάμεντ Μουλεσσεχούλ, ο οποίος διάλεξε γυναικείο όνομα για πολιτικούς λόγους.
Λεπτομερέστατη και απολαυστική η παρουσίαση που έκανες Χριστίνα. Συγχαρητήρια για όλα αυτά που έγραψες όσο κάπως και αν ακούγεται αυτό. Το βιβλίο διαβάζοντας τα σχόλια σου μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον, όπως και όλα σχεδόν του Khadra από τις συνόψεις τους. Προσωπική άποψη έχω μόνο για το "Τρομοκρατικό χτύπημα" που το έχω διαβάσει και μου άρεσε πολύ. Αν το στυλ γραφής του είναι το ίδιο και στα υπόλοιπα νομίζω πως ταιριάζει πολύ στο αναγνωστικό γούστο μου. Και σίγουρα θα προσπαθήσω να διαβάσω και άλλα βιβλία του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ Read for a life! Ο Χαντρά είναι πράγματι μεγάλος μάστορας, άσχετα με το πώς τον παρουσιάζει ο καθένας μας... και πέρα από το ότι τολμά να καταπιαστεί με ΅καυτά΅ζητήματα της σύγχρονης παθολογίας.Το ΅τρομοκρατικό χτύπημα΅είναι πραγματική γροθιά στις βεβαιότητές μας και στον ΅δυτικό πολιτισμό΅. Εξίσου βιβλίο αιχμής είναι το ΅Αυτό που η μέρα οφείλει στη νύχτα΅, που ακυρώνει μέσα από μυθιστορηματικό τρόπο την αντίληψη που έχουμε παγιωμένη μέσα μας για το τι είναι ΅εθνική συνείδηση΅. Κι όλ αυτά με τέχνη, με μαστοριά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ επίσκεψή σου μου δωσε τη χαρά να γνωρίσω το πολύ ενδιαφέρον μπλογκ σου! θα τα πούμε εκεί!!!
Πολύ ενδιαφέρον ακούγεται. Μόλις τελειώσω τη μελέτη μου (για τα δοκίμια που ετοιμάζω) θα το... φροντίσω. προς το παρόν, μπαίνει στη λίστα. Καλή η βιβλιογραφία, αλλά χρειαζόμαστε και βιβλία λογοτεχνικά, να ταξιδέψουμε λίγο ρε παιδί μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ τέχνη συνορεύει με το βίωμα, έχει πιο μεγάλη πληρότητα. Δεν είναι μόνο σκέψη, συγκρότηση, συνείδηση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι γυρεύει κανείς απ τη λογοτεχνία... είναι ένα ζήτημα.