αυτό το ρημάδι που’ χεις μέσα στο κρανίο,
αυτό το πράγμα που δεν κοιμάται ποτέ,
που γεννάει συνεχώς φόβους, σενάρια,
που χαράζει σχέδια, προβλέπει κι αναρωτιέται.
Κλείστον καμιά ώρα τον ρημάδι τον διακόπτη και μην κακομελετάς.
Γίνε για λίγο κύμα, δεν μπορείς;
Η ιστορία της περιπλάνησης του σύγχρονου ανθρώπου που θέλει να αποδράσει από την αστική ζωή - που γυρεύει ουσιαστικά τα όριά του, έχει πολλές αναλογίες με την Οδύσσεια, που άλλωστε αποτελεί αρχετυπικό μύθο του νόστου, της επιστροφής στον εαυτό, στην οικογένεια, στην πατρίδα. Αυτή φαίνεται ότι ήταν η αρχική σκέψη και η φιλοδοξία του συγγραφέα, να αναδείξει δηλαδή μέσα από την αναζήτηση και τις ανησυχίες του Νίκου Χαλκίνη -του σύγχρονου Οδυσσέα- και των φίλων του –των «εταίρων» του- την κατάδυση στα βάθη του εαυτού μέσα από μια πορεία αυτογνωσίας.
Έτσι, επινοεί μια σειρά από περιστάσεις αναλογικές με το μύθο της Οδύσσειας αλλά αρκετά αληθοφανείς ώστε να αποδίδουν το πνεύμα της σύγχρονης εποχής. Μια παρέα αντρών γύρω στα σαράντα αποφασίζουν να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους, να εγκαταλείψουν ξαφνικά επάγγελμα, γυναίκα, παιδί, καριέρα και να κάνουν ένα ταξίδι φυγής με το ιστιοπλοϊκό σκάφος τους, τον «Θερσίτη». Επιλέγουν για τελικό προορισμό τη… Ρόδο (τόπος όπου είχαν πάει, πάλαι ποτέ, την πενταήμερη εκδρομή τους), με σκοπό να ξαναβρεί η ομάδα τη χαμένη νιότη (Γιατί φεύγουμε και τα παρατάμε όλα; -για ελευθερία, -για ζωή- για δράση- για περιπέτεια για να ξαναζήσουμε, για νεότητα, - Τέλεια! πού τα είχαμε όλ’ αυτά για πρώτη φορά; Ελευθερία, χρώματα, μυρωδιά γυναίκας, ζωή χειροπιαστή, όνειρα… την αυγή του κόσμου, ρε μαλάκες, πότε την πρωτοζήσαμε;)
Αρχηγός των συντρόφων («εταίρων») είναι ο Δημήτρης Χριστοδούλου, επονομαζόμενος επί το ομηρικότερον «Μυκηναίος», κάτι σαν τον Αγαμέμνονα (ήταν κάτι παραπάνω από αρχηγός, ήταν ένας μικρός θεός). Ερωτεύτηκε παράφορα την Ελένη (δεν ήταν όμορφη, ήταν ωραία) , αλλά αυτός που την αγάπησε βαθιά και είχε σχέση μαζί της ήταν ο μικρότερος αδερφός του Μυκηναίου, ο ξανθός Χρήστος, και τώρα θέλει να ξανασμίξει μαζί της, κλέβοντάς την από το γέρο παραλή άντρα της. Ο Μενέλαος λοιπόν πάει να πάρει, με τη βοήθεια των συντρόφων την ωραία Ελένη από το κάστρο της, στη Λήμνο, όπου ζει τώρα το ζευγάρι… Έτσι, ενδιάμεσος σταθμός του ταξιδιού προς τη Ρόδο («νόστος») ορίζεται η Λήμνος («Τροία»). Στον Άι Στράτη ένας τρελόγερος θα προφητέψει ότι όποιος «πατήσει πρώτος το πόδι του στο νησί, θα πεθάνει», και πράγματι θα πεθάνει ο Μυκηναίος μετά από μια κρίσιμη τηλεφωνική συνδιάλεξη με τη γυναίκα του (Κλυταιμνήστρα;) δίνοντας έτσι οριστικό τέλος στο ταξίδι των συντρόφων. Ο αφηγητής-Οδυσσέας ωστόσο θα συνεχίσει την άρνηση και την περιπλάνηση. Οι αναλογίες με το ομηρικό έπος συνεχίζονται σε πλάτος και σε βάθος, ενώ παρεμβάλλονται πολύ παραστατικά και με μεγάλη επιδεξιότητα στοιχεία της σύγχρονης καθημερινότητας.
Δεν είναι τόσο η επιτήδευση στην πλοκή που ενόχλησε, γιατί εδώ ο συγγραφέας αποδείχτηκε μάστορας. Παρόλη την εγκεφαλικότητα του εγχειρήματος, δεν αισθάνεται ο αναγνώστης ότι η υπόθεση είναι «τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά» για να προσομοιάσει στο έπος. Αντίθετα, κάποια στιγμή αναλογίζεται και συνειδητοποιεί, π.χ. ότι η Ναντίν ήταν για τον Χαλκίνη- Οδυσσέα κάτι σαν την Κίρκη. Άλλωστε η αυτό-αναφορά του κεντρικού ήρωα αφηγητή στον ομηρικό κόσμο, δηλαδή ο τρόπος που ο ίδιος βιώνει, σα σύγχρονος Οδυσσέας την περπλάνησή του, «επιτρέπει» αυτές τις «συμπτώσεις». Είναι ζήτημα οπτικής, ζήτημα αφηγηματικής ματιάς.
Αυτό που προσωπικά με ενόχλησε, αλλά και πάλι όχι σε πρώτο πλάνο, ήταν η επιτήδευση στη γραφή. Οι πολλές ομηρικές αναφομοίωτες λέξεις, ακόμα κι απ’ την πρώτη σελίδα∙ ονοματικά σύνολα όπως ουρανοδρόμος ήλιος, ψαρίσιο πέλαγος, ατρύγητος πόντος, ανδρόβουλη καρδιά, εκηβόλος Φοίβος, άλκιμος έρωτας, ερωτύλος άνεμος κάποιες φορές ηχούν ξεκάρφωτες. Ακόμα και στοιχεία του γνωστού προλόγου της Οδύσσειας ανιχνεύει κανείς στο παρακάτω απόσπασμα (που ευτυχώς δεν παρατίθεται στην αρχή):
Έρχομαι τώρα στο χαρτί, ποιητής απρόσκλητος, να ζωγραφίσω εκείνα τα χρόνια βουτώντας τα πινέλα μέσα μου. Δεν έχω μούσα- ποιος έχει άραγε τούτες τις μέρες;
Έτσι, πιστεύω ότι η πρόθεση του συγγραφέα να κάνει έναν παραλληλισμό με τον κόσμο του Ομήρου, οδηγεί το ύφος σε μια εκζήτηση, όμως πιθανόν, άλλους αυτό ακριβώς το στοιχείο να τους γοητεύει. Ο αναγνώστης βέβαια προϊδεάζεται ήδη από τον τίτλο «ανεμώλια» -τα μάταια λόγια, τα «μεγάλα λόγια», τα ανώφελα. Άλλωστε, η παρουσία των «ανέμων» είναι καταλυτική για την πορεία του «Θερσίτη» και ενταγμένη με φυσικότητα στην ιστορία, ιδιαίτερα στο ομώνυμο κεφάλαιο (ανεμώλια) όπου περιγράφεται το πώς πάρθηκε η απόφαση:
Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει λίγο καιρό πριν, μέσα στον ζόφο του τελευταίου χειμώνα, πως κάτι τροχιοδεικτικές φράσεις του Χρήστου θα έπιαναν τόπο και θα μας έδειχναν μονοπάτια για το μέλλον.
(…)
Φαίνεται, όμως, ότι φυσούσαν άνεμοι στα λόγια μας τον τελευταίο χειμώνα, ζέφυροι, τραμουντάνες… Πιο πολύ στο κεφάλι του Χρήστου που τους επιζητούσε, που ανέβαινε στις κορυφές των πιο τρελών λογισμών και ανοίγοντας τα χέρια διάπλατα τους καλούσε. «Να φύγουμε!» μας έλεγε, καιτ ην πρώτη φορά που το ξεστόμισε κοιταχτήκαμε με απορία.
(…)
Άνεμοι φυσούσαν και στ’ αυτιά του Μυκηναίου ολημερίς, εκείνος όμως είχε παραπέτασμα το αλκοόλ, και τους πρώτες μήνες βούλωνε τα αυτιά του με κερί για να μην ακούει.
(…)
(…)
Τι θέλω όμως απόψε και θυμάμαι όλους τους ανέμους; Πιο νέος πίστευα πως μπορείς να τους μαζέψεις και να τους βάλεις στον ασκό κομμάτι κομμάτι. Πίστευα πως ήταν θέμα συγκομιδής και πως ύστερα από το πατίκωμα θα κάθονταν ήσυχοι, βοτρυδόν, πολλοί μαζί όπως οι ρώγες του σταφυλιού, τακτοποιημένοι και ήσυχοι στη σειρά τους. Ύστερα κλείνεις το σακούλι σφιχτά και ξαγρυπνάς. Κάποια νύχτα όμως που τα μάτια σου μισοκλείνουν, ο χοντρός σπάγκος χαλαρώνει. Αυτοί από μέσα βουίζουν, ακούς τον αντίλαλό τους όμως κοιμάσαι, κι όταν ξημερώνει η ζωή σου είναι αλλού, ξεκάρφωτη και ξεκούδουνη.
Παρόλες τις «ενστάσεις» μου για την επιτήδευση στο ύφος (ώστε να παραπέμπει στον Όμηρο, στοιχείο που μπορεί να είναι και ιδεολογικοποιημένο, γιατί παραπέμπει στην ιδεολογία της συνέχειας της ελληνικής φυλής), στις περισσότερες σελίδες διαρρέει ένα αφηγηματικό ύφος μεστό και γλαφυρό, ιδιαίτερα όσο αφορά τα βιώματα του παρελθόντος, τη μαθητική και φοιτητική ατμόσφαιρα στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’70, τη σχέση του πρωταγωνιστή με τον «μέντορά» του Μιχάλη, τη σχέση του καθένα απ’ τους συντρόφους με τον έρωτα, την οικογένεια, το θάνατο (βλ. Μυκηναίος που έχασε από δική του υπαιτιότητα το παιδί του- πώς ξέχασε και έζησε; Γιατί ακόμα δεν κοιμήθηκε τον χάλκινο ύπνο;). Διάλογοι που φανερώνουν τους βαθύτερους δεσμούς φιλίας που χαρακτηρίζουν την αντρική φιλία, αλλά και την αρσενική ψυχοσύνθεση. Φράσεις γεμάτες σιωπές που συνοψίζουν και σηματοδοτούν, όπως οι παρακάτω που σχολιάζουν τον απόκρυφο έρωτα του Νίκου με τη γυναίκα του Νικηφόρου: δώδεκα χρόνια μύθου που κόπηκαν απότομα, που έσβησαν μετά από έναν οργασμό και χάθηκαν άδοξα. Έχει η ηθική τον τρόπο της να ευτελίζει τις αισθήσεις. Περιγραφές με χαρακτηριστικές λιτές πινελιές σκιτσάρουν εύστοχα, όπως τη Ντόρα (γυναίκα του Μυκηναίου): ήταν η Ντόρα, λάφυρο του άνακτα μετά από δυο μήνες πολιορκία, ψυχρά όμορφη και επαρχιακώς εύπορη. Δε γνώριζε καλά καλά ότι σ’ αυτόν τον κόσμο υπήρχαν το φοιτητικό κίνημα, το φεστιβάλ κινηματογράφου, το αίτημα για απλή αναλογική, το περιοδικό αντί, ο Μίλαν Κούντερα. (…) Αναζητούσε έναν άντρα σταθερό, ήθελε τέτοια χέρια να την αναλάβουν, ήθελε ν’ ανοίξει σπίτι, να κάνει κουμπάρα τη διπλανή της στο θρανίο απ’ το λύκειο, να κάνει παιδιά κλπ.
Αξίζει να παραθέσει κανείς και την περιγραφή της Ελένης:
Ένα από τα χαρακτηριστικά της Ελένης ήταν πως όταν έκανε μια ερώτηση ποτέ δεν περίμενε την απάντηση. Κάτι έβλεπαν τότε τα ωραία μάτια της ή κάτι χάιδευαν τα μακριά της δάχτυλα, ένα σκουλαρίκι, ένα μέρος της γάμπας της έναν κατάλογο με ποτά και ροφήματα, κάτι… άλλωστε ο κόσμος ήταν πολύχρωμος και τόσο σύντομος για να περιμένει κανείς τις λέξεις των άλλων, όλα ήταν γύρω της καλλικέλαδα πουλιά που υμνούν την ομορφιά.
Τέλος, έννοια κλειδί φαίνεται να είναι ο «νήδυμος» ύπνος (γλυκός, ήρεμος, ήσυχος ελαφρός, αδιατάρακτος), ο ίδιος ύπνος που φέρνει τη λήθη και τη γιατρειά, όπως έφερε στον Μυκηναίο (βλ. παραπάνω) αλλά και στον Μιχάλη που έχασε κι αυτός το παιδί του. Σε αντιπαράθεση με τον «χάλκινο»: τον άκουσα χωρίς να του απαντήσω, καθώς ήταν φανερό πως για τον Μιχάλη χάλκινος ύπνος δεν υπάρχει.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου