Η συλλογή των κειμένων που δημοσιεύτηκαν στο Βήμα παίρνει τη μορφή ιδιότυπου ημερολογίου που αποτελεί σχόλιο σε γεγονότα της επικαιρότητας, σαφώς όχι με βάση το δημοσιογραφικό κριτήριο. Αποτέλεσμα είναι να φεύγει η σκόνη της επικαιρότητας και να μένει η ουσία της ματιάς που την περιγράφει.
Μ’ αυτήν τη συλλογή ο Βώκος θυμίζει ότι κάθε φορά που γράφει μας αφήνει να βλέπουμε πίσω από την πλάτη του τις σκέψεις που αποτυπώνονται στο χαρτί, σκέψεις με αφετηρίες που σβήνουν για να αναδειχτεί η ουσία όσων συνέβησαν. Σκέψεις υπό το πρίσμα μεγάλων στοχαστών. Η απομάκρυνση από την εμπειρική αφετηρία δεν μειώνει σε τίποτα την αξία των κειμένων, ίσως αυτό να ήταν και το κριτήριο της επιλογής των κειμένων από το σύνολο των επιφυλλίδων που δημοσιεύτηκαν. Κατά τον τρόπο αυτόν τα κείμενα από σχόλια στην επικαιρότητα μετατρέπονται σε εισαγωγές στη σκέψη των στοχαστών που προσφέραν στιγμές χαράς στον συγγραφέα. Ας μην παρεξηγηθεί η λέξη εισαγωγές, εννοώ ότι ο τρόπος για να μπούμε στη σκέψη των μεγάλων στοχαστών δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε μπορεί να είναι πάντα ο ίδιος – αν η σκέψη τους διατηρεί κάτι από τη δύναμη της.
Και ο Βώκος επιλέγει τον πιο δύσκολο, δηλαδή την ίδια την πραγματικότητα που φαίνεται να έχει τον εφήμερο χαρακτήρα όπως ορίζεται από την κυκλοφορία μιας εφημερίδας. Εδώ κρύβεται το μεγάλο στοίχημα. Πως η σκέψη της ανθρωπότητας όπως εκφράστηκε από τους μεγάλους στοχαστές γίνεται λόγος απλός και εύληπτος από τον εφήμερο αναγνώστη που μπορεί να βρίσκεται με την κυριακάτική εφημερίδα του στο καφενείο της γειτονιάς. Πως μπορεί να γίνουν κατανοητές προσεγγίσεις που θα νόμιζε κανείς ότι απαιτούν την αφοσίωση και την προσπάθεια μιας εστιασμένης ανάγνωσης. Αυτό συνιστά την μεγάλη αρετή των κειμένων που ανθολογούνται στο βιβλίο. Ο λόγος του συγγραφέα χωρίς να προδίδει τον βαθύ στοχασμό φτάνει οικείος και προσλήψιμος και συμμετέχει στην καθημερινή κουβέντα που αναλύει και κρίνει τα ζητήματα της καθημερινής ζωής μας.
Έτσι, γνωρίζουμε κάτι από τον κόσμο του Μακιαβέλλι, του Σοπενάουερ, του Χιούμ, του Καντ, του Χέγκελ, του Μαρξ, του Νίτσε και βέβαια – πώς αλλιώς; – του Σπινόζα· επίσης και του Τολστόι, του Μπαλζάκ του Τσέχοφ, του Ουγκώ του Σουίφτ, του Βαλερύ και άλλων. Κάτι από τον κόσμο μας. Και όλα αυτά, που καλύπτουν τη δεκαετία 1993-2003, αποτελούν το βιβλίο στις σελίδες του οποίου προτάσσεται σύντομος πρόλογος που δεν περνά απαρατήρητος.
Ο Βώκος αφιερώνει το βιβλίο στον πατέρα του και για το λόγο αυτόν γράφει τον σύντομο πρόλογο. Με ύφος προσωπικό ή καλύτερα εκμυστηρευτικό γράφει για ό,τι αγαπάει και για ό,τι όχι, και αναρωτιέται αν είναι δυνατόν να αγαπήσουμε χωρίς να περιμένουμε ανταπόδοση, δηλαδή με τον τρόπο που αγαπάμε τους νεκρούς μας… Ίσως έτσι ολοκληρώνει αυτό που άρχισε με την εισαγωγή για την Πολιτική Πραγματεία του Σπινόζα, Πατάκης 2003 [1996] (σ.9-88, μετάφραση Άρη Στυλιανού) που την είχε αφιερώσει στη μάνα του. Όμως για να μην συνεχίσω να γράφω με βάσιμη τη μομφή ότι δεν έχω να πω τίποτα, ας παραθέσω αυτούσια δύο αποσπάσματα που νομίζω ότι χαρακτηρίζουν το ύφος των κειμένων και τη ματιά που περνά μέσα απ’ αυτά.
Η αρχή της σελίδας 21:
«Μπορεί κανείς να τελειώσει στα γρήγορα με τον Σοπενάουερ, αν τον κατατάξει στην κατηγορία των απαισιόδοξων ανθρώπων και τον θεωρήσει πρωτεργάτη της φιλοσοφικής απαισιοδοξίας. Φαίνεται ότι αυτό έκανε η εποχή μας, στη βεβαιότητά μας ότι τελικά ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι σχεδόν ο καλύτερος δυνατός: κάποια μικρομειονεκτήματα που επιμένουν, όπως οι πόλεμοι, η ανεργία, η φτώχεια, η αρρώστια, θα λυθούν με τον χρόνο, τώρα μάλιστα που τρέχουμε στις λεωφόρους της παγκοσμιοποίησης, όπου όλοι μαζί, πλούσιοι και φτωχοί, θα βαδίσουμε ο καθένας τον δρόμο του: οι πλούσιοι θα γίνουν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι».
Και από τις σελίδες 124-125:
«Αναφερόμενος στις θεολογικοπολιτικές έριδες που σπάραζαν την εποχή του, ο Σπινόζα εκπλησσόταν για τη θηριωδία με την οποία άνθρωποι που δίδασκαν τα ιδανικά της αγάπης, της ομόνοιας, της χαράς, της ειρήνης, της εγκράτειας, εξόντωναν τότε (τότε!) τους αντιπάλους των. Πού, πώς και τι να θεμελιώσεις σε ένα έδαφος ποτισμένο με τόσο αίμα; Ακούγοντας, λοιπόν, το μάθημα των πραγμάτων, ο Σπινόζα αναζητά τις αιτίες του κακού και προβαίνει σε μία διάκριση πού, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει γίνει αντικείμενο συστηματικής προσοχής εκ μέρους όσων δοκιμάζουν να σκεφτούν τις πολιτικές πράξεις.
Ο συγγραφέας της Ηθικής διακρίνει τα λειτουργήματα από τα αξιώματα και υποστηρίζει ότι η ραγδαία μετατροπή των πρώτων στα δεύτερα δεν είναι άμοιρη, τόσο των πολιτικών συγκρούσεων όσο και της απόστασης που χωρίζει την πολιτική θεωρία από την πολιτική πράξη. Γιατί αν ένα οργανικό σύνολο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις συγκεκριμένες, πρακτικές, ορατές και αυτονόητες λειτουργίες που το συνιστούν, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι λειτουργίες αυτές αποτελούν οπωσδήποτε αξιώματα. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνα, όταν οι λειτουργίες μετατρέπονται σε αξιώματα. Διότι ενώ μια λειτουργία ως αναγκαία και, συνεπώς, αυτονόητη δεν χρειάζεται κανενός είδους θεμέλιο, το αξίωμα πρέπει να θεμελιώσει την ύπαρξη του, γιατί, καθώς είναι μετέωρο, θα καταρρεύσει. Ο ρόλος της θεμελίωσης προκύπτει, τώρα, επιτακτικός: τα αξιώματα πρέπει πάση θυσία να αποκτήσουν υπόσταση, γι’ αυτό και θεμελιώνονται ως λειτουργήματα.
Με αφετηρία τη σπινοζική διάκριση μπορούν να τεθούν πρωτοβάθμιες ερωτήσεις και να διαπιστωθεί, για παράδειγμα, κατά πόσο η όρεξη για ένα λειτούργημα αποτελεί ή όχι και επιθυμία για ένα αξίωμα και μήπως, τελικά, το μόνο πού απομένει λειτουργικό είναι το σύστημα των αξιωμάτων. Τι θα σήμαινε όμως αυτή η διαπίστωση για ένα σύνολο που πρέπει να λειτουργήσει; Και πώς, επιτέλους, αυτό το σύνολο λειτουργεί; Η απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα καλό θα ήταν να αφορούσε όλο και περισσότερο κόσμο».
Μ’ αυτήν τη συλλογή ο Βώκος θυμίζει ότι κάθε φορά που γράφει μας αφήνει να βλέπουμε πίσω από την πλάτη του τις σκέψεις που αποτυπώνονται στο χαρτί, σκέψεις με αφετηρίες που σβήνουν για να αναδειχτεί η ουσία όσων συνέβησαν. Σκέψεις υπό το πρίσμα μεγάλων στοχαστών. Η απομάκρυνση από την εμπειρική αφετηρία δεν μειώνει σε τίποτα την αξία των κειμένων, ίσως αυτό να ήταν και το κριτήριο της επιλογής των κειμένων από το σύνολο των επιφυλλίδων που δημοσιεύτηκαν. Κατά τον τρόπο αυτόν τα κείμενα από σχόλια στην επικαιρότητα μετατρέπονται σε εισαγωγές στη σκέψη των στοχαστών που προσφέραν στιγμές χαράς στον συγγραφέα. Ας μην παρεξηγηθεί η λέξη εισαγωγές, εννοώ ότι ο τρόπος για να μπούμε στη σκέψη των μεγάλων στοχαστών δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε μπορεί να είναι πάντα ο ίδιος – αν η σκέψη τους διατηρεί κάτι από τη δύναμη της.
Και ο Βώκος επιλέγει τον πιο δύσκολο, δηλαδή την ίδια την πραγματικότητα που φαίνεται να έχει τον εφήμερο χαρακτήρα όπως ορίζεται από την κυκλοφορία μιας εφημερίδας. Εδώ κρύβεται το μεγάλο στοίχημα. Πως η σκέψη της ανθρωπότητας όπως εκφράστηκε από τους μεγάλους στοχαστές γίνεται λόγος απλός και εύληπτος από τον εφήμερο αναγνώστη που μπορεί να βρίσκεται με την κυριακάτική εφημερίδα του στο καφενείο της γειτονιάς. Πως μπορεί να γίνουν κατανοητές προσεγγίσεις που θα νόμιζε κανείς ότι απαιτούν την αφοσίωση και την προσπάθεια μιας εστιασμένης ανάγνωσης. Αυτό συνιστά την μεγάλη αρετή των κειμένων που ανθολογούνται στο βιβλίο. Ο λόγος του συγγραφέα χωρίς να προδίδει τον βαθύ στοχασμό φτάνει οικείος και προσλήψιμος και συμμετέχει στην καθημερινή κουβέντα που αναλύει και κρίνει τα ζητήματα της καθημερινής ζωής μας.
Έτσι, γνωρίζουμε κάτι από τον κόσμο του Μακιαβέλλι, του Σοπενάουερ, του Χιούμ, του Καντ, του Χέγκελ, του Μαρξ, του Νίτσε και βέβαια – πώς αλλιώς; – του Σπινόζα· επίσης και του Τολστόι, του Μπαλζάκ του Τσέχοφ, του Ουγκώ του Σουίφτ, του Βαλερύ και άλλων. Κάτι από τον κόσμο μας. Και όλα αυτά, που καλύπτουν τη δεκαετία 1993-2003, αποτελούν το βιβλίο στις σελίδες του οποίου προτάσσεται σύντομος πρόλογος που δεν περνά απαρατήρητος.
Ο Βώκος αφιερώνει το βιβλίο στον πατέρα του και για το λόγο αυτόν γράφει τον σύντομο πρόλογο. Με ύφος προσωπικό ή καλύτερα εκμυστηρευτικό γράφει για ό,τι αγαπάει και για ό,τι όχι, και αναρωτιέται αν είναι δυνατόν να αγαπήσουμε χωρίς να περιμένουμε ανταπόδοση, δηλαδή με τον τρόπο που αγαπάμε τους νεκρούς μας… Ίσως έτσι ολοκληρώνει αυτό που άρχισε με την εισαγωγή για την Πολιτική Πραγματεία του Σπινόζα, Πατάκης 2003 [1996] (σ.9-88, μετάφραση Άρη Στυλιανού) που την είχε αφιερώσει στη μάνα του. Όμως για να μην συνεχίσω να γράφω με βάσιμη τη μομφή ότι δεν έχω να πω τίποτα, ας παραθέσω αυτούσια δύο αποσπάσματα που νομίζω ότι χαρακτηρίζουν το ύφος των κειμένων και τη ματιά που περνά μέσα απ’ αυτά.
Η αρχή της σελίδας 21:
«Μπορεί κανείς να τελειώσει στα γρήγορα με τον Σοπενάουερ, αν τον κατατάξει στην κατηγορία των απαισιόδοξων ανθρώπων και τον θεωρήσει πρωτεργάτη της φιλοσοφικής απαισιοδοξίας. Φαίνεται ότι αυτό έκανε η εποχή μας, στη βεβαιότητά μας ότι τελικά ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι σχεδόν ο καλύτερος δυνατός: κάποια μικρομειονεκτήματα που επιμένουν, όπως οι πόλεμοι, η ανεργία, η φτώχεια, η αρρώστια, θα λυθούν με τον χρόνο, τώρα μάλιστα που τρέχουμε στις λεωφόρους της παγκοσμιοποίησης, όπου όλοι μαζί, πλούσιοι και φτωχοί, θα βαδίσουμε ο καθένας τον δρόμο του: οι πλούσιοι θα γίνουν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι».
Και από τις σελίδες 124-125:
«Αναφερόμενος στις θεολογικοπολιτικές έριδες που σπάραζαν την εποχή του, ο Σπινόζα εκπλησσόταν για τη θηριωδία με την οποία άνθρωποι που δίδασκαν τα ιδανικά της αγάπης, της ομόνοιας, της χαράς, της ειρήνης, της εγκράτειας, εξόντωναν τότε (τότε!) τους αντιπάλους των. Πού, πώς και τι να θεμελιώσεις σε ένα έδαφος ποτισμένο με τόσο αίμα; Ακούγοντας, λοιπόν, το μάθημα των πραγμάτων, ο Σπινόζα αναζητά τις αιτίες του κακού και προβαίνει σε μία διάκριση πού, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει γίνει αντικείμενο συστηματικής προσοχής εκ μέρους όσων δοκιμάζουν να σκεφτούν τις πολιτικές πράξεις.
Ο συγγραφέας της Ηθικής διακρίνει τα λειτουργήματα από τα αξιώματα και υποστηρίζει ότι η ραγδαία μετατροπή των πρώτων στα δεύτερα δεν είναι άμοιρη, τόσο των πολιτικών συγκρούσεων όσο και της απόστασης που χωρίζει την πολιτική θεωρία από την πολιτική πράξη. Γιατί αν ένα οργανικό σύνολο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις συγκεκριμένες, πρακτικές, ορατές και αυτονόητες λειτουργίες που το συνιστούν, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι λειτουργίες αυτές αποτελούν οπωσδήποτε αξιώματα. Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνα, όταν οι λειτουργίες μετατρέπονται σε αξιώματα. Διότι ενώ μια λειτουργία ως αναγκαία και, συνεπώς, αυτονόητη δεν χρειάζεται κανενός είδους θεμέλιο, το αξίωμα πρέπει να θεμελιώσει την ύπαρξη του, γιατί, καθώς είναι μετέωρο, θα καταρρεύσει. Ο ρόλος της θεμελίωσης προκύπτει, τώρα, επιτακτικός: τα αξιώματα πρέπει πάση θυσία να αποκτήσουν υπόσταση, γι’ αυτό και θεμελιώνονται ως λειτουργήματα.
Με αφετηρία τη σπινοζική διάκριση μπορούν να τεθούν πρωτοβάθμιες ερωτήσεις και να διαπιστωθεί, για παράδειγμα, κατά πόσο η όρεξη για ένα λειτούργημα αποτελεί ή όχι και επιθυμία για ένα αξίωμα και μήπως, τελικά, το μόνο πού απομένει λειτουργικό είναι το σύστημα των αξιωμάτων. Τι θα σήμαινε όμως αυτή η διαπίστωση για ένα σύνολο που πρέπει να λειτουργήσει; Και πώς, επιτέλους, αυτό το σύνολο λειτουργεί; Η απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματα καλό θα ήταν να αφορούσε όλο και περισσότερο κόσμο».