Ο μύθος που επεξεργάζεται το βιβλίο είναι θεμελιώδης για τον άνθρωπο. Η συνύπαρξη των αντιθέτων στη δομή της ανθρώπινης ύπαρξης. (Εδώ θυμάμαι πρόχειρα τον Ιανό των Ρωμαίων, το γιν – γιαν του ανατολικού κόσμου, το Φάουστ του Γκαίτε). Είναι γνωστός ο μύθος και από τις δώδεκα τουλάχιστον κινηματογραφικές μεταφορές. Ο δόκτωρ Τζέκυλ πειραματίζεται με το εαυτό του και απελευθερώνει τον κακό εαυτό του, το μίστερ Χάιντ. Αυτός ανεξέλεγκτος οδηγείται στο έγκλημα. Καθώς ο κλοιός γύρω από τον Τζέκυλ σφίγγει και η δύναμη του Χάιντ γιγαντώνεται ο γιατρός σε στιγμή επίγνωσης και τόλμης αυτοκτονεί.
Δεν είναι όμως αυτή η κατάδειξη της διφυούς ανθρώπινης ψυχής η αιτία της επιτυχίας του βιβλίου. (Το ζήτημα της κινηματογραφικής μεταφοράς είναι άλλη μεγάλη συζήτηση για τον πώς λειτουργεί η εικόνα στην απόδοση νοημάτων που δόθηκαν γραπτά). Εκτός από αυτό, το βιβλίο εγείρει θέματα που σήμερα διερευνά η βιο-ηθική σχετικά με τα όρια της επιστημονικής έρευνας, που άλλοτε οδηγεί σε εκπληκτικές τεχνολογικές ανακαλύψεις και άλλοτε σε εγκλήματα.
«Πλησιάζω» περισσότερο τις λίγες σχετικά σελίδες του αφηγήματος. Στις εκδόσεις του Γκοβόστη είναι ενενήντα τρεις (93) σελίδες μικρού σχήματος αλλά και με μικρή γραμματοσειρά. (Άλλο ζήτημα αυτό για τις εκδόσεις και για τον τρόπο που «μεγαλώνουν» τα βιβλία). Ξανάρχομαι στον Τζέκυλ. Τι είναι αυτό που τον κάνει τόσο συναρπαστικό ενώ γνωρίζουμε την ιστορία;
Ο Στήβενσον πλησιάζει τον ήρωά του με ένα τρόπο σπειροειδούς προσέγγισης. Ο Άτερσον είναι το πρώτο πρόσωπο που συναντάμε και ο ρόλος του είναι καθοριστικός. Αυτός, σε περίπατό του με τον Άνφιλντ μας οδηγεί στην πίσω πόρτα της κατοικίας του Τζέκυλ. Μέσα από την αφήγηση του δεύτερου γνωρίζουμε την ύπαρξη του κακότροπου Χάιντ που είναι φίλος του γιατρού και έχει την άδεια να μπαινοβγαίνει στο σπίτι του. Και όχι απλώς την άδεια, αλλά αποτελεί και μοναδικό κληρονόμο του. Ο Στήβενσον αναπτύσσει την ιστορία με τριτοπρόσωπη αφήγηση που εναλλάσσεται με διαλόγους. Συχνές, αλλά σύντομες είναι οι αναδρομές και περιορισμένες οι περιγραφές. Έτσι έχουμε έναν πολλαπλό και γρήγορο τρόπο εξέλιξης. Η ατμόσφαιρα «σκοτεινιάζει» ολοένα και περισσότερο. Από την αρχή έχουμε το μικρό στενό σε μια πολύβουη αλλά θλιβερή κεντρική γειτονιά. Η λεπτομέρεια της πόρτας για την οποία ο Στήβενσον μας δίνει αρκετές πληροφορίες είναι το ερέθισμα για να σχηματίσουμε εμείς το σύνολο του σκηνικού.
Ο Άτσεσον γυρνά στο εργένικο σπίτι του όπου μόνος διαβάζει τη διαθήκη του Τζέκυλ. Ακολούθως επισκέπτεται το δρ. Λάνιον – τον κοινό παλιό φίλο με τον Τζέκυλ – καθώς είναι ο μόνος που μπορεί να ξέρει κάτι περισσότερο. Όμως ο Λάνιον απαντά: «Χάιντν; Όχι, δεν το έχω ακουστά». Ο Στήβενσον «φτιάχνει την ατμόσφαιρα: «Αυτή την ελάχιστη πληροφορία πήρε μαζί του ο δικηγόρος στο μεγάλο σκοτεινό κρεβάτι του, όπου στριφογύριζε ώσπου άρχισε να δυναμώνει το φως της αυγής». Ο φόνος που θα διαπράξει ο Χάιντ θα αποκαλύψει το μυστικό που υποψιάζονται, σχεδόν ξέρουν, οι αναγνώστες. Ο φόνος διαπράχθηκε με ένα μπαστούνι στου οποίου το σπασμένο κομμάτι αναγνωρίζει ο Άτσεσον το παλιό δώρο που είχε κάνει στον Τζέκυλ. Μόνο ο Άτσεσον δεν κάνει την ταύτιση. Είμαστε στο ένα τρίτο του αφηγήματος. Από δω και πέρα πλησιάζουμε όλο και περισσότερο στον Τζέκυλ. τον επισκεπτόμαστε μαζί με το δικηγόρο, παρατηρούμε το σπίτι του, συζητάμε μαζί του, γνωρίζουμε το υπηρετικό προσωπικό... Ξέρουμε ότι Τζέκυλ και Χάιντ είναι το ίδιο πρόσωπο. Ξαναβρίσκουμε τον δρ Λάνιον που αποποιείται κάθε σχέση. Μπαίνουμε στην ψυχή του Τζέκυλ. Όλα τα πρόσωπα τριγύρω του υπάρχουν για να τονίσουν τη μοναξιά και το αναπόφευκτο αδιέξοδο του που γίνεται όλο και εμφανέστερο. Πρόκειται για ένα πρόσωπο που ζει αβοήθητο την αντίφαση που εμπεριέχει και της οποίας η ένταση είναι όλο και πιο δυνατή, όλο και πιο ανεξέλεγκτη.
Και ήρθε η στιγμή να ακούσουμε τον ίδιο τον Τζέκυλ. Ο Στήβενσον επινοεί μία επιστολή προς τον δρ. Λάνιον που τον ακούμε σε πρώτο πρόσωπο να διηγείται την ιστορία της, και να διαβάζει σε μας τον πρωτο-πρόσωπο αποκαλυπτικό λόγο του Τζέκυλ. Αυτές οι γρήγορες εναλλαγές αφηγηματικών τρόπων κάνουν δραματικότερη την εξέλιξη και διεισδυτικότερη τη ματιά στην ανθρώπινη ψυχή. Το αφήγημα του Ρ. Λ. Στήβενσον τελειώνει με την αποκαλυπτική και δραματική εξομολόγηση της ιστορίας από τον ίδιο τον Τζέκυλ. Ξαναζούμε όλα τα γεγονότα μέσα από τα δικά του μάτια.
Και η σπειροειδής προσέγγιση που επιχειρεί ο Ρ. Λ. Στήβενσον μας οδηγεί μπροστά στον καθρέφτη που έχει ο Τζέκυλ στο εργαστήριό του...
Πολύ ωραία ανάλυση. Ο Στήβενσον είναι εκτός των άλλων και πραγματικός τεχνίτης της γλώσσας. Οι λέξεις του αναπνέουν στο κείμενο χωρίς τα περιττά φτιασίδια πολλών συγχρόνων του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή χρονιά με πολλές ενδιαφέρουσες αναρτήσεις!
Καλή Χρονιά Eva Stamou.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς ήρθες και ευχαριστώ για την καλή κουβέντα.
Ο Στήβενσον πραγματικά ως τεχνίτης της γλώσσας έχει έναν απροσδιόριστο τρόπο να εγκλιματίζει τον αναγνώστη. Φαντάζομαι ότι η μετάφραση του Βασίλη Καλλιπολίτη, απ' όπου διάβασα το κείμενο είναι κοντά στο πνεύμα του συγγραφέα. Για το Ρ.Λ.Στήβενσον θα τα ξαναπούμε.
Εξαιρετικός ο Στήβενσον.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκόμα ψάχνω (που λέει ο λόγος) ανεπιτυχώς τον τρόπο πλήρους ελέγχου των μεταμορφώσεων.
Γεια σου κυπ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕσύ, φαντάζομαι, απ' ότι δείχνει και το ψευδώνυμο, είσαι αρμόδιος επί του θέματος.
Ο Τζέκυλ δεν κατόρθωσε να ελέγξει τη μεταμόρφωσή του το 1886. Να σημειώσω ότι η ιδέα του έργου βασίστηκε σε έναν εφιάλτη που είδε ο Ρ. Λ. Στήβενσον.
Τρία χρόνια πριν τον εφιάλτη, το 1883, είχε γεννηθεί ο Φ. Κάφκα. Ούτε αυτός κατόρθωσε να ελέγξει τον εφιάλτη της δικής του "Μεταμόρφωσης" που μας γνωστοποίησε το 1915.
Καλή σου επιτυχία!
(κοιτάξου στον καθρέφτη...)
Π Α Ν Α Γ Ι Α Μ Ο Υ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΆκουσα τη συμβουλή με τον καθρέφτη.
Το βιβλίο το διάβασα πριν από αρκετά χρόνια και ομολογώ ότι μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια για την ανάλυση. Τι βρίσκω εξαιρετική!
Ευχαριστώ Nicos.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς ήρθες.
Και'γω είχα το διαβάσει πριν από χρόνια, αλλά είναι από αυτά που αξίζουν την προσοχή μας ξανά και ξανά. Και όπως σε κάθε βιβλίο καθρεφτίζουμε, νομίζω, και τον εαυτό μας, έτσι και δω τα νοήματα πολλαπλασιάζονται με τη δεύτερη ανάγνωση...
Καλησπέρα, καλή χρονιά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίπα να αφήσω εδώ το στίγμα της πρώτης μου επίσκεψης, μετά την περιπλάνησή μου στις ( καθόλου) σκόρπιες σκέψεις σου.
Συναντώντας τέτοιες δουλειές δεν μπορείς παρά να ενθουσιάζεσαι.
Και, αν μπορείς, να συνοδοιπορείς.
Να ευχηθώ καλή συνέχεια, ιδέες και όρεξη, δημιουργία και πράξη για το 2009 και για πάντα...
Επί τη ευκαιρία: Η Χριστίνα βρίσκεται εκεί; Στη Δράμα; Ή είναι ηλεκτρονική η συνεργασία σας; Ρωτάω, γιατί είμαστε μαζί στη Σχολή και συγκινήθηκα ιδιαίτερα που την πέτυχα! Παράκληση για μεταφορά φορτίων νοσταλγίας και αγάπης! :-)
Γεια σου Διονύση (που λέει και το τραγούδι του θανάση Παπακωνσταντίνου).
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για τα καλά λόγια και τις ευχές.
Φαντάζομαι ότι η Χριστίνα όταν δει το σχόλιό σου θα απαντήσει η ίδια.
(Αυτές οι αιφνίδιες διαδικτυακές συναντήσεις μετά από χρόνια είναι κάτι μοναδικό!)
Γεια σου Διονύση με το κοντραμπάσσο σου! ναι, είμαι στη Δράμα (αν κι ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ είμαι στο κλεινόν άστυ!). Πήρα με πολλή συγκίνηση τα "φορτια" νοσταλγίας και αγάπης" και ...ανταποδίδω...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε για τα καλά σου λόγια
και πάλι ανταποδίδω: είναι καταπληκτική η δουλειά που κάνεις με τα παιδιά- αλλά αυτά στο δικό σου blog...
Θα επικοινωνήσουμε με mail