Τρίτη, Αυγούστου 26, 2025

Μίσια -Το καζακί, Μιχάλης Ανδρέοβιτς

     Τη συναρπαστική βιογραφία του Μίσια Αντρέοβιτς (1890-1954), του οποίου τα πρώτα τριάντα χρόνια παρακολουθήσαμε στο βιβλίο «Μίσια, ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ –ΠΟΛΕΜΟΣ-ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ-ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ»[1], συνεχίζει στο δεύτερο αυτό βιβλίο ο αγαπημένος φίλος και συγγραφέας Μιχάλης Αντρέοβιτς, που αυτή τα φορά εισάγει έντονα το βιωματικό στοιχείο, εφόσον η αφήγηση αφορά τη συνέχεια του βίου του παππού του! Πρόκειται για μια ζωή γεμάτη δοκιμασίες, μεταπτώσεις -«περιπέτειες» με την αρχαία σημασία της λέξης (απότομη μεταβολή της τύχης) αλλά και με τη νέα-, με έντονα συναισθηματικές δοκιμασίες, και με ρευστό ιστορικό υπόβαθρο, εφόσον πρόκειται για περίοδο μεταβατική για όλον τον δυτικό κόσμο.
     Όπως υπαινίσσεται και ο υπότιτλος του πρώτου βιβλίου, ο ήρωάς μας, γεννημένος το 1890 στο Χάρκοβο της σημερινής Ουκρανίας -τότε Ρωσίας- , αντρώθηκε σε μια εποχή θυελλώδη για την Ευρώπη (Β’ Παγκόσμιος πόλεμος), τη Ρωσία (Οκτωβριανή επανάσταση 1917) αλλά και τον κόσμο ολόκληρο, κι αντί να διάγει τον βίο του ως γαιοκτήμονας, ίλαρχος κι εκτροφέας αλόγων όπως υπαγόρευε η κοινωνική του τάξη, πέρασε δια πυρός και σιδήρου χάνοντας όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα για να φτάσει 30 χρονών πρόσφυγας στον Πειραιά, στα 1920. Ο συγγραφέας μάς υπενθυμίζει σε αδρές γραμμές αυτά τα μακρινά παιδικά και δύσκολα νεανικά χρόνια, ενώ την περίοδο από το 1920 (στον Πειραιά) μέχρι το αφηγηματικό παρόν που είναι το 1954 (στην περιοχή του Έβρου), η αφήγηση γίνεται πιο παραστατική, πιο μυθιστορηματική σε σύγκριση με το πρώτο βιβλίο, που είχε τον χαρακτήρα μαρτυρίας, από επιφύλαξη και σεβασμό στα πραγματικά αλλά πολύ μακρινά γεγονότα. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι εδώ ο συγγραφέας έχει πια αδιάσειστες μαρτυρίες, όπως αυτές του πατέρα του αλλά και των υπόλοιπων συγγενών…
     Βρισκόμαστε λοιπόν στα 1954, στο δέλτα του Έβρου («Μαρίτσα» από την τούρκικη ονομασία Μέριτς), σ’ αυτήν την αμφιλεγόμενη περιοχή όπου ανέκαθεν διασταυρώνονταν λαοί, συνήθειες και πολιτισμοί. Γκιαούραντας, Καρπουζλού, Πόρος, Φερές> Φερελιώτικα, Ύψαλα, Πέπλος, κάποια από τα τοπωνύμια που μοιράζονται ανάμεσα στα ελληνικά και τουρκικά εδάφη τον Έβρο και τα πλούσια σε 
ψάρια και φερτές ύλες νερά του (πολύ βοηθητικός ο στοιχειώδης χάρτης της περιοχής). Πολλοί λοιπόν οι ντόπιοι ψαράδες, Έλληνες και Τούρκοι.
     Ευρηματικό αλλά και εμβληματικό το «καζακί», που χαρίζει τον τίτλο του και στο βιβλίο, αυτό το ευέλικτο, ντόπιας έμπνευσης ψαροκάικο των υφάλμυρων νερών με τη μικρή καρίνα, με το οποίο ο 64χρονος Μίσια εδώ και 19 χρόνια βιοπορίζεται. Τον βλέπουμε, στην πρώτη σκηνή του έργου να ψαρεύει με τον γιο του Αντρέα (τον πατέρα του συγγραφέα), σε μια ήρεμη περίοδο του βίου του, αφού έχουν πια καταλαγιάσει τα έντονα πάθη, ο πόλεμος, ο εμφύλιος, οι εξορίες, οι θάνατοι και η πείνα. Το βιβλίο ξεκινά με μια ήρεμη εικόνα (που θυμίζει Αγγελόπουλο) στις περιοχές των εκβολών του Έβρου, τις οποίες τόσο γλαφυρά μας περιγράφει ο συγγραφέας υποβοηθούμενους από τον χάρτη, χρησιμοποιώντας λέξεις και όρους της ντοπιολαλιάς. Έγινε λοιπόν ψαράς ο ίλαρχος/υπίλαρχος, επίδοξος ιπποκόμος του τσάρου, αφού έμαθε βέβαια πολύ καλά τα ελληνικά, και αφού, σαν σύγχρονος Οδυσσέας, απέκτησε πολλές 
εμπειρίες και γνώσεις… Μόνο που την ήρεμη αυτή εικόνα διαταράσσει η σύλληψη των δύο ψαράδων από την τουρκική αστυνομία, με την κατηγορία ότι έκλεψαν τα ζώα ενός τούρκου κτηνοτρόφου!
     Είναι ευρηματική η κυκλική δομή που ακολουθεί ο συγγραφέας, εφόσον ο αναγνώστης αφήνει πατέρα και γιο μέσα στην τουρκική φυλακή, για να τους ξανασυναντήσει προς το τέλος του βιβλίου, καθώς δίνεται η λύση στο πρόβλημα που προέκυψε με την τουρκική αστυνομία. Στο ενδιάμεσο όμως βυθιζόμαστε σ’ένα παρελθόν πολυδιάστατο με στιγμές ζοφερές αλλά και γεμάτες χαρά, που αντικατοπτρίζουν μια εποχή όπου ο κόσμος στην περιοχή αυτή ζούσε και αγωνιζόταν σκληρά στο σήμερα χωρίς να ξέρει τι του ξημερώνει την επομένη. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την υποτιθέμενη αφήγηση του πατέρα Μίσια στον γιο του Αντρέα, καθώς οι μέρες εγκλεισμού περνάνε και ο Μίσια, τις ατέλειωτες νύχτες φέρεται να μιλά για το παρελθόν (έμοιαζε σαν μια ανάγκη εξομολόγησης αλλά ταυτόχρονα ήταν και η απαραίτητη «φυγή» από το δυστοπικό παρόν. Παράλληλα του παρείχε τη δύναμη που πηγάζει από την κοινωνική ανάγκη της επικοινωνίας, καθώς ταυτόχρονα γινόταν και ο φράχτης απέναντι στον ιδρυματισμό που θα μπορούσε να τους απειλήσει).
     Η πολύπαθη, γεμάτη περιπέτειες και ανατροπές ζωή του Μίσια ξεδιπλώνεται λοιπόν μπροστά μας, ξεπερνώντας κάθε φαντασία καθώς εναλλάσσεται η ελπίδα -ο έρωτας -η προσαρμογή σ’ έναν τόπο, με την απελπισία -τον θάνατο -τον ξεριζωμό. Θα τον δούμε πρώτα πρώτα στον Πειραιά, αμέσως μόλις ξεμπαρκάρει μετά τη Ρωσική Επανάσταση και την καταστροφή της οικογένειάς του (με αποκορύφωμα τον θάνατο της Νατάσας, της πρώτης μεγάλης αγάπης που γνωρίσαμε στο πρώτο βιβλίο), ένα ψυχικό ράκος ανάμεσα σε διαλυμένους ανθρώπους.
     Από το ρωσικό νοσοκομείο όπου έμεινε μετέωρος για μερικές μέρες, καταφεύγει σε εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο για πρόσφυγες (ακόμα δεν έχει έρθει το μεγάλο κύμα της μικρασιατικής καταστροφής), έχοντας ως μοναδικό σύνδεσμο με την προηγούμενη ζωή του τον φίλο του Βάνια, ο οποίος όμως έχει τελείως διαφορετικό προσανατολισμό.
     Η ένταξή του στον κόκκινο στρατό όσο ήταν στη Ρωσία τον απομονώνει από τους υπόλοιπους εμιγκρέδες και του δημιουργεί και απρόσμενα προβλήματα όταν καλείται η κρατική επιτροπή να αξιοποιήσει τα προσόντα του πάλαι ποτέ ίλαρχου. Με τα πολλά, τοποθετείται ως φροντιστής αλόγων σε ίλη επιλαρχίας, ως πολιτικός υπάλληλος του στρατού. Ο Μίσια θα μείνει στην Αθήνα με τη νέα του ιδιότητα που του επιτρέπει να ζήσει αξιοπρεπώς για ένα περίπου χρόνο, αλλά μια ασυνήθιστη ερωτική αποτυχία τον ωθεί να δεχτεί με προθυμία τη μετακίνηση της μονάδας στον Βορρά, συγκεκριμένα στο Διδυμότειχο.

Από το φως στο σκοτάδι
κι απ’ το σκοτάδι στο φως

Είναι τελικά κάποιες φορές που η πραγματικότητα
σαμποτάρει την αισθητική της μυθοπλασίας,
την ξεπερνά όχι μόνο σε ρεαλισμό
αλλά και σε φαντασία.
     Από την Αθήνα στο Διδυμότειχο, από το Διδυμότειχο στα Φέρια (=Φέρες), στη συνέχεια με την έναρξη του παγκοσμίου πολέμου στον Πόρο και, μετά τον εμφύλιο, ακόμα βορειότερα (στην περιοχή του Έβρου πάντα), μέχρι τον Πέπλο -όπου θα αφήσει και την τελευταία του πνοή-, παρακολουθεί ο αναγνώστης με κομμένη την ανάσα τα σκαμπανεβάσματα του βίου του Μίσια. Κάθε φορά μια νέα αρχή, νέες ελπίδες, νέα όνειρα για οικογένεια, νέοι έρωτες, νέες αγάπες. Στο Διδυμότειχο η 20χρονη Ροδούλα δίνει νέα φτερά στον 36χρονο πια Μίσια για μια όμορφη και ήσυχη ζωή, αλλά μετά τον αιφνίδιο θάνατό της από «διαβολικό» χτύπημα της μοίρας, ο ήρωάς μας βυθίζεται για άλλη μια φορά στο πένθος. Το ούζο θα αντικαταστήσει τη βότκα –διέξοδος μα και κατάντια (και να’ σου πάλι έδωσαν το «παρών» τους τα σκοτεινά υπόγεια των συναισθημάτων). Η πόλη τον «διώχνει» για να καταφύγει με μετάθεση στις Φέρες όπου το φως πάλι θα νικήσει το σκοτάδι, εφόσον ο Μίσια γνωρίζει τη γυναίκα που θα γίνει η μητέρα των παιδιών του, την ήδη μικροπαντρεμένη και χήρα, τη Σοφία, που μεγαλώνει ήδη ένα αγόρι από τον άτυχο γάμο της (τον Σίμο). Ο Μίσια θα μπει στην οικογένεια του Στάθη Τσεμπερίδη (πατέρα της Σοφίας), και στη σύντομη συμβίωσή του με την Σοφούλα θα αποκτήσει δυο παιδιά, τον Αντρέα και την Ευσταθία («Τατούλα»).
     Παρακολουθούμε με πολλή αγωνία τις ψυχικές διακυμάνσεις του αγαπημένου μας πια Μίσια, που από την ελπίδα και την αισιοδοξία της ζωής βυθίζεται πάλι στην απελπισία, γιατί η Σοφούλα πέθανε πολύ νέα από αρρώστια (συχνά «χάνεται», αφαιρείται, ξεχνάει. Λείπει από εκεί που τον περιμένουν, φτάνει ώρες αργότερα ή δεν πάει ποτέ. Μιλάει λιγότερο, κι ένας θυμός ξεπροβάλλει ανάμεσα από τα φρύδια του και δεν χρειάζεται πολύ για να μετατραπεί σε οργή. Άλλοτε πάλι βυθίζεται στον εαυτό του ή χάνεται από «προσώπου γης»). Έχει όμως πια τρία παιδιά ο Μίσια να του δίνουν ζωή, ενώ με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όταν γίνεται πια 50 χρονών, αποφασίζει να παραιτηθεί από το στράτευμα και να ασχοληθεί επαγγελματικά με το αγαπημένο του χόμπι, το ψάρεμα.
     Δεν είναι όμως μόνο ο πολυτάραχος βίος του Μίσια που προσελκύει το ενδιαφέρον. Ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να εγκιβωτίσει με δεξιοτεχνία επεισόδια, εμπειρίες, αφηγήσεις αλλά και σύντομες βιογραφίες των υπόλοιπων προσώπων που συναντά στο διάβα του ο ήρωας, με πρωταγωνιστές γνωστούς και συγγενείς. Ιστορίες συναρπαστικές, συγκλονιστικές γιατί ήταν μια εποχή και μια περιοχή, όπου όποια πέτρα και να σήκωνες υπήρχε πόνος, οδύνη, προσφυγιά και στέρηση. Έτσι, αρχής γενομένης από την ιστορία της «κόμισσας», της γυναίκας εξαιτίας της οποίας ο Μίσια έφυγε από την Αθήνα, βλέπουμε απίστευτες διαδρομές στις ζωές των ανθρώπων, στην οικογένεια της Ροδούλας αλλά και της Σοφίας που έμεινε 24 χρονών χήρα!
      Εξίσου απίστευτη είναι και η προσωπική πορεία του Πόντιου έμπορα Στάθη (που από Τσεμπερίδης πολιτογραφήθηκε Κακουλίδης για να μην ενταχτεί στη Σοβιετική Ένωση), που ήταν ο προπάππος του συγγραφέα. Από τον Πόντο στην Κωνσταντινούπολη, στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στις Φέρες, με τη μάνα και την πρώτη του γυναίκα δολοφονημένες από τον φανατισμό των νεότουρκων, κατέληξε στο Γκελεντζίκ της βορειοανατολικής Μαύρης θάλασσας. Στην όμορφη αυτή πόλη της Μαύρης θάλασσας που αργότερα έγινε ονομαστό θέρετρο, θα γνωρίσει την δεύτερη γυναίκα του τη Σοφία, εξ αγχιστείας προγιαγιά του συγγραφέα.
     Έχουμε βέβαια και την ιστορία του Αντρέα, του γιου του Μίσια και πατέρα του Μιχάλη Αντρέιεβιτς, γεννηθέντα το 1933, ορφανού από πολύ μικρό παιδί από μητέρα, με πολλές μνήμες από τα προπολεμικά χρόνια και πολύτιμη πηγή για τον συγγραφέα για τη ζωή του Μίσια αλλά και για τις δυσκολίες του βιοπορισμού στον πόλεμο και στον εμφύλιο.
     Η ιστορία όμως που κόβει την ανάσα κυριολεκτικά, και σε κάνει να αναρωτιέσαι τι είναι ικανός ο άνθρωπος να αντέξει, είναι η ιστορία της Κατίν από το ιστορικό Καβακλί (προγιαγιά του συγγραφέα από την πλευρά της μητέρας του, Σταυρούλας) και του άντρα της του Παγώνη, ξεχωριστού στην πάλη διακεκριμένου πεχλιβάνη. Η Κατίν, μετά την άγρια δολοφονία του Παγώνη (1911 εποχή κυριαρχίας των εθνικιστικών ομάδων των νεότουρκων) στα 35 της, έζησε κυριολεκτικά έναν απίστευτο γολγοθά για να μπορέσει να σώσει τα 7 παιδιά της μέσα στον χειμώνα από τους διωγμούς και την πείνα, Φεβρουάριο του 1913…
     Μία από τις εγγονές της Κατίν, ίσως την πιο λατρεμένη της, την Σταυρούλα, θα γνωρίσει αργότερα ο Αντρέας και θα κλείσει ο κύκλος για να φτάσουμε στο σήμερα…
     Είναι γεγονός ότι οι ιστορίες από την προσφυγιά, από τον πόλεμο, από τον εμφύλιο, κι από κάθε ασταθή περίοδο της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο, είναι ατέλειωτες και σε οδηγούν σε κόσμους διαφορετικούς, τόσο οικείους αλλά και τόσο ξένους με τη δική μας ταχύρρυθμη εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από άλλου είδους προβλήματα. Συναρπάζει όμως και μόνο η ιδέα ότι με διαφορά μόλις δύο τριών γενεών ο κόσμος είχε τέτοιου είδους έγνοιες και βάσανα, και ακροβατούσε ανάμεσα σε ζωή και θάνατο τόσο απλά, τόσο ακραία.
     Οι μηχανισμοί της πολιτικής, της Ιστορίας, της ανθρωπογεωγραφίας είναι πάντα καθοριστικοί στους βίους των ανθρώπων αλλά ακόμα περισσότερο σ’ αυτές τις γενιές που υπέστησαν διαρκείς διώξεις και μετακινήσεις. Η Θράκη, η Ανατολική ιδιαίτερα Θράκη, είναι ένας πολυδιάστατος κόμβος, πέρασμα ανάμεσα σε πλήθος διαφορετικών λαών, με πολλές μικροϊστορίες και ουσιαστικά ανεξερεύνητη από την Ιστορία -με γιώτα κεφαλαίο.
     Ο συγγραφέας, πέρα από την πλοκή μας ενσωματώνει πλούσια λαογραφικά και ανθρωπογεωγραφικά στοιχεία που στηρίζουν την αφήγηση και συμπληρώνουν ως απαραίτητο σκηνικό τις ανθρώπινες εμπειρίες. Και για να κατανοήσει ο αναγνώστης τα αίτια αλλά και το βάθος των γεγονότων, δεν μπορεί παρά να κάνει ιστορικοπολιτικές παρεκβάσεις (π.χ. για τη συνθήκη της Λωζάνης, για τους νεότουρκους, για τον βουλγαρικό επεκτατισμό κ.α.) υπενθυμίζοντάς μας και τις κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, που πολλές φορές προσδιορίζουν τις σχέσεις και τη μοίρα των ανθρώπων.
Χριστίνα Παπαγγελή
   
[1] Από την ανάρτηση του βιβλίου «Μίσια», αντιγράφω απόσπασμα σχετικό με την προσπάθεια διάσωσης των προφορικών αφηγήσεων:
     Ίσως πρόκειται για μια εξαιρετική περίπτωση. Και στις εξαιρετικές περιπτώσεις -και όχι μόνο- η ανάγκη για διατήρηση της μνήμης είναι επιτακτική· μια ανάγκη που δεν πηγάζει μόνο από περιέργεια και δίψα για γνώση, αλλά από την ανάγκη να προσανατολιστούμε στο παρόν και στο μέλλον. Γιατί το παρελθόν επιζεί στο παρόν, το φωτίζει, του προσδίδει βάθος· οπότε η διατήρηση της μνήμης, της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ όλους, κι όχι μονάχα τους «συγγενείς». Ακόμα, γιατί η ρευστότητα της σύγχρονης εποχής, οι ταχύρρυθμες μεταβολές με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, η περιβαλλοντική κρίση κλπ κλπ, επαναφέρουν το αίσθημα της απειλής, του φόβου. Ο φόβος έχει γίνει πια «δομικό στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας», όπως επισημαίνουν οι ιστορικοί και τα τραύματα του παρελθόντος μάς καλούν όχι μόνο για να πενθήσουμε αλλά για να τα κατανοήσουμε και να μάθουμε απ’ αυτά.
     Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί τόσο μεγάλη άνθηση της προφορικής ιστορίας και θεμελίωσή της ως θεμιτή πηγή ιστορίας. Αλλά και η «λογοτεχνοποίηση» πλευρών της ιστορίας, όπως κι η αγάπη του κόσμου στα ιστορικά μυθιστορήματα αναδεικνύουν την ανάγκη να αποκτήσει η Ιστορία, -που την μαθαίναμε στο σχολείο σαν μια σειρά ξερών γεγονότων-, συγκινησιακό βάθος, ανθρώπινο και προσωπικό χαρακτήρα.

Παρασκευή, Αυγούστου 22, 2025

Αλλαγή: Μέθοδος, Εντουάρ Λουί

Είχα θελήσει να φύγω από την παιδική μου ηλικία,
είχα θελήσει να δραπετεύσω από τον γκρίζο ουρανό του Βορρά,
και την καταδικασμένη ζωή των παιδικών μου φίλων,
που η κοινωνία τους είχε στερήσει τα πάντα.
     Ένα ακόμα αυτοβιογραφικό κείμενο του καταξιωμένου και αγαπημένου νεαρού συγγραφέα, που τίμησε με την πληθωρική του παρουσία και τον περιεκτικό του λόγο το αντιρατσιστικό φεστιβάλ του 2024, και του οποίου το συγκεκριμένο έργο («Αλλαγή: Μέθοδος») ανέβηκε φέτος τον χειμώνα στο θέατρο (σκηνοθεσία: Άγγελος Χατζάς)[1]. Ο Εντουάρ Λουί, που ξεκίνησε ως Εντύ Μπεγκέλ από μια πολύ φτωχή και άξεστη οικογένεια της Β. Γαλλίας («Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»), κατέθεσε με εξομολογητικό τρόπο στα περισσότερα βιβλία του (πλην των δοκιμιακών) την εμπειρία του, την δική του αρχικά και των γονιών του («Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας», «Η Μονίκ δραπετεύει», «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου») στον αγώνα προς την ελευθερία, την απελευθέρωση δηλαδή εκείνου και της μητέρας του από τα δεσμά της κοινωνικής τους τάξης.
     Ο Εντύ Μπελγκέλ κατάφερε να ξεφύγει από τις ταπεινώσεις της φτώχειας, της αμορφωσιάς αλλά κυρίως από την κοινωνική κατακραυγή (επειδή -από μικρός φαινόταν ότι -ήταν ομοφυλόφιλος), μπαίνοντας στο Λύκειο της Αμιέν. Ήταν ο μόνος από την γενέτειρά του που κατάφερε να ανέβει σχολική βαθμίδα κι αυτή η επιτυχία είναι αξιοθαύμαστη, για όσους τον παρακολουθήσαμε από κοντά (βλ. πρώτο βιβλίο) όχι μόνο γιατί το μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας ήταν μηδενικό, αλλά γιατί προϋπέθετε ισχυρή θέληση, ψυχικό σθένος, επιμονή και αγωνιστικό πνεύμα.
     Αυτό όμως δεν ήταν όμως παρά το «πρώτο σκαλί». Ο Εντύ απαλλάσσεται φαινομενικά από τα φαντάσματα του παρελθόντος (εν μέρει βέβαια), από τον απορριπτικό πατέρα κι απ’ τους εφιαλτικούς συμμαθητές του, αλλά στη μεγάλη πόλη είναι σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα. Όπως γράφει στην πρώτη πρώτη σελίδα ο εικοσιεξάχρονος πια Εντουάρ, το παρελθόν πάντα τον κυνηγάει – οι συμπεριφορές, η προφορά στη γλώσσα, οι μνήμες, οι συνήθειες, οι στρεβλές ιδεολογίες, η άγνοια, οι αναμνήσεις. Ό, τι κάνει από δω και πέρα ο ενήλικος Εντουάρ είναι «για να σωθεί», για να βρει ή -όπως ο ίδιος διατυπώνει- να επανεπινοήσει τον εαυτό του, να χτίσει την ταυτότητά του, την προσωπικότητά του. Για να επιβιώσει από το εφιαλτικό του παρελθόν όπου μέλη της οικογένειάς του είναι φυλακισμένοι, αλκοολικοί ή ρατσιστές, και οπωσδήποτε φτάνει σε αποκρουστικές ακρότητες, τις οποίες όμως παραδέχεται και εκθέτει στον δημόσιο λόγο.
     Έτσι, μας αιφνιδιάζει δυσάρεστα το «ξεπούλημα» που ομολογεί στον «δεύτερο πρόλογο» του βιβλίου, όπου περιγράφει με λεπτομέρειες τον αγοραίο έρωτα που χάρισε (ή τουλάχιστον προσπάθησε) σ’ έναν σιχαμερό τύπο που γνώρισε σε σχετικό σάιτ, προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα για… τον οδοντίατρο. Το περιστατικό είναι κωμικοτραγικό, και όπως ομολογεί κι ο ίδιος ο Εντουάρ «δεν ήταν και τόσο σοβαρό/δε ήταν παρά μια δυσάρεστη στιγμή που μπορεί κανείς να τη ζήσει σε οποιαδήποτε κατάσταση». Κι όμως, φαίνεται ότι ήταν τόσο κομβικό που έκανε τον ήρωά μας, πρώτα πρώτα να κλάψει «για όλες εκείνες τις φορές που δεν το είχε κάνει, που είχε συγκρατηθεί», κυρίως όμως γιατί τον έσπρωξε στο να συνειδητοποιήσει πόσο μακρινή ήταν αυτή η σκηνή από το παιδί που είχε υπάρξει (υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως μια μέρα θα διηγηθώ όλα όσα με οδήγησαν ως αυτή τη σκηνή και όλα όσα συνέβησαν μετά). Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι το κίνητρο για να γραφτεί αυτό το βιβλίο είναι να εξομολογηθεί όλες τις προσπάθειες, μέσα στις οποίες περιλαμβάνονται και ντροπιαστικές καταστάσεις, ψέματα, προδοσίες, αδυναμίες και πισωγυρίσματα, με σκοπό να «ξεφύγει, να σωθεί»: ήθελα να πετύχω για να εκδικηθώ. Ήθελε δηλαδή να πάρει τη ρεβάνς απέναντι σε όσους τον υποτιμούσαν, τον πρόσβαλλαν και τον περιφρονούσαν (με προσβάλατε, αλλά σήμερα είμαι πιο ισχυρός από σας/θα υποφέρετε που δεν με αγαπήσατε). Άλλωστε, ακόμα και στο περιβάλλον του χωριού, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να επιπλεύσει· γράφεται σε ομάδες και εργαστήρια, «για να ξεχωρίσει» όπως λέει (ένιωθα αυτό το απροσδιόριστο συναίσθημα πως σε ένα από αυτά τα εργαστήρια θα μπορούσα να βρω μια κλίση ή να ανακαλύψω ένα ταλέντο που θα μου επέτρεπε να φύγω, να ζήσω μια άλλη ζωή, να γίνω πλούσιος και ισχυρός). Η επιβράβευσή του από τη δασκάλα του αλλά και από τους θεατές, όταν έγραψε ένα θεατρικό, τον έκανε να νιώθει ότι τον αγαπούν.
     Στους ανθρώπους που τον πρόσβαλλαν και τον ταπείνωναν ήταν βέβαια μέσα και ο πατέρας, ο άξεστος, αυταρχικός, και τρομερά σεξιστής πατέρας… που αποκαλούσε τον Εντύ «αδερφή», σαφώς υποτιμητικά (αυτή η λέξη με ακολουθούσε παντού). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που το πρώτο μέρος του βιβλίου απευθύνεται σε β΄ενικό στον πατέρα του («Φανταστικοί μονόλογοι») αν και επιγράφεται «Έλενα». Γιατί η Έλενα, μια συμμαθήτριά του στην Αμιέν, ήταν η γνωριμία που λειτούργησε ως σημείο αναφοράς για τη μεταμόρφωση του Εντύ. Όλη η σχολική ζωή στο Λύκειο είναι συνδεδεμένη με την Έλενα, άλλωστε ο Εντύ έκανε παρέα κυρίως με κορίτσια στην παιδική ηλικία. Οι αγορίστικες παρέες δεν τον ήθελαν, ωστόσο στην Αμιέν καταφέρνει να έχει κι ένα αγόρι φίλο, τον Ρομαίν.
     Ο κόσμος της Έλενας είναι ριζικά διαφορετικός απ’ ό, τι μέχρι τώρα ήξερε ο Εντουάρ: σπίτι αστικό, χιλιάδες βιβλία άγνωστων συγγραφέων, πίνακες ζωγραφικής, άλλες εξευγενισμένες συνήθειες, άλλη κουλτούρα. Όλα αυτά τον απομακρύνουν απ’ τον κόσμο της παιδικής ηλικίας, αλλά παράλληλα διευρύνουν το κοινωνικό χάσμα (σε κατηγορούσα επειδή δεν μπορούσα να σου διηγηθώ αυτά που ένιωσα μπαίνοντας για πρώτη φορά στο σπίτι της Έλενας). Νιώθει έως και αποστροφή για τους γονείς του, υιοθετεί τους τρόπους της οικογένειας της Έλενας, μιμείται την προφορά, μαθαίνει πώς να κρατάει το… μαχαίρι και το πιρούνι, ακόμα και να… γελάει πιο εξευγενισμένα κάνοντας πρόβες στον καθρέφτη, τέλος με την προτροπή της Νάντια, της μητέρας της Έλενας, αλλάζει το όνομά του! Ντρέπεται για την οικογένειά του και υπερβάλλει στην περιγραφή, τους παρουσιάζει μίζερους και αλκοολικούς (αν κατάφερνα να ανήκω στον κόσμο της, θα σωζόμουν από την παιδική μου ηλικία -μπορείς άραγε να με συγχωρέσεις;)
     Συγγνώμη
     Οι τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, η κοινωνική απομόνωση εξαιτίας της φτώχειας -αλλά κυρίως εξαιτίας της διαφορετικότητάς του-, δικαιολογούν αυτήν την άκαρδη στάση απέναντι στους ανθρώπους που με τον τρόπο τους τον αγάπησαν, ουσιαστικά καθώς ενηλικιώνεται όμως ο Εντουάρ αναδιπλώνεται. Είναι συγκινητικό αυτό το υποκεφάλαιο που επιγράφεται «Συγγνώμη», σαν εκτεταμένη αίτηση συγχώρεσης από τους γονείς, τους οποίους πρόδωσε, απαρνήθηκε, και όχι μια αλλά πολλές φορές (θα δούμε αργότερα ότι ζητούσε από κάποιον «μέντορα» να τον υιοθετήσει, αλλά κι ότι κι άλλες φιγούρες λειτούργησαν ως πατρικό πρότυπο).
     Καταλαβαίνει λοιπόν τις υπερβολές του, αλλά η ανάγκη να «προχωρήσει», να ξεχωρίσει, να μεταμορφωθεί και να πετύχει όσα κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί, είναι ακατανίκητη. Στην αρχή δυσκολεύεται στο Λύκειο, έχει μέτριους βαθμούς, όμως τη δεύτερη χρονιά που επιλέγει ως μαθήματα θέατρο, λογοτεχνία, ξένες γλώσσες και ιστορία, με πολύ διάβασμα και πείσμα πάντα, τα πράγματα βελτιώνονται. Όμως ο Εντύ/Εντουάρ βαδίζει πάνω στον δρόμο της φιλοδοξίας, του αριβισμού. Δεν αρκείται στο ότι πέρασε εντέλει στο Πανεπιστήμιο στο τμήμα της Ιστορίας, θέλει να πάει στην Οξφόρδη (θέλω να υπάρχω, και υπάρχω σημαίνει να ξεχωρίζω). Ακόμα και η έντονη πολιτικοποίησή του αυτή την εποχή ενδόμυχα κρύβει την ανάγκη να διαφοροποιηθεί από τον συντηρητισμό του χωριού του, κυρίως όμως να ξεχωρίσει. Εντάσσεται στην άκρα αριστερά (ενώ η κυρίαρχη ιδεολογία στο χωρίο και την οικογένεια είναι η άκρα ομοφοβική και ρατσιστική δεξιά), εκφωνεί λόγους και εκφράζει ηγετικές τάσεις (απεχθανόσουν την πολιτική μου στράτευση στην αριστερά, καθώς ερχόταν σε αντίθεση με τη θεώρησή σου του κόσμου), σοκάρει τον πατέρα του όταν βγαίνοντας στην τηλεόραση μιλά υπέρ των μεταναστών.
     Η πορεία του Εντύ/Εντουάρ προς τη μεταμόρφωση συνεχίζεται σταθερά («Είχα γίνει ένας άλλος»). Αραιώνει τις επισκέψεις στους γονείς γιατί νιώθει ότι εμποδίζουν τις αλλαγές του, πιάνει δουλειά στο θέατρο στην «Εστία Πολιτισμού» (ταξιθέτης), κι ενθουσιάζεται που έχει στενή επαφή με την τέχνη και τους καλλιτέχνες. Δεν νιώθει πια παρακατιανός και φτωχός (με κολάκευε η φτώχεια μου, ήμουν διανοούμενος, μποέμ). Έρχεται όμως η στιγμή που δεν τον ικανοποιεί πια η Αμιέν και η ζωή δίπλα στην Έλενα. Κομβικό σημείο αποτελεί η διάλεξη του φιλοσόφου Ντιντιέ Εριμπόν που παρακολούθησε, ο οποίος τον συγκίνησε γιατί είχε παράλληλη πορεία με τον Εντύ (θα ήθελα να γίνω σαν κι αυτόν, θα ήθελα να είμαι αυτός). Κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον γνωρίσει, τα καταφέρνει και γίνονται φίλοι. Ο Εντουάρ δεν είναι πια ο ίδιος. Θέλει να πάει στο Παρίσι (η ρεβάνς μου ήταν ακόμα στην αρχή/για μένα το διακύβευμα ήταν η αλλαγή και η απελεθέρωση, όχι τα βιβλία ή το λογοτεχνικό ταλέντο), να σπουδάσει φιλοσοφία, να γράψει βιβλία, να διαβάσει, να γίνει διανοούμενος.
     Έτσι, θα αφήσει για άλλη μια φορά πίσω του πρόσωπα που τον αγαπούν, συγκεκριμένα την Έλενα, με την οποία είχαν δώσει εφηβικές υποσχέσεις αιώνιας αγάπης. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η εσωτερική σύγκρουση καθώς απομακρύνεται συναισθηματικά από την Έλενα (η μαμά της ισχυρίζεται ότι τους «χρησιμοποίησε»), οι ενοχές του ανακυκλώνονται, προσπαθεί συνέχεια να συνειδητοποιήσει τι ένιωθε… ήταν αγάπη;;;
     Ωστόσο, αναδείχθηκε κι άλλο ένα μείζον θέμα, η ομοφυλοφιλία (η έλξη για τα άλλα αγόρια και για τους άντρες ήταν πάντα ξεκάθαρη για μένα). Τέσσερα χρόνια στην Αμιέν κράτησε μυστικό εφτασφράγιστο τους κρυφούς του πόθους, μάλιστα σε συγκεκριμένες φάσεις αντιδρούσε σχεδόν ομοφοβικά, ωστόσο μέσω ίντερνετ αρχικά και στη συνέχεια δια ζώσης σε γκέι μπαρ κλπ έσπασε το φράγμα του οικογενειακού ταμπού (κάνοντας έρωτα με έναν άντρα απέρριπτα όλες τα αξίες του περιβάλλοντός μου, γινόμουν αστός). Άλλο ένα παράθυρο λοιπόν ανοίγεται στον Εντουάρ, καθώς γνωρίζει ένα σωρό άντρες από διαφορετικούς κόσμους (ο φιλόσοφος Ζυλ Ντελέζ λέει κάπου πως ένα τοπίο ερωτευόμαστε κάθε φορά που γνωρίζουμε κάποιον ένα τοπίο με τα δικά του χαρακτηριστικά, τη δική του γεωγραφία, τις δικές του ιδιαιτερότητες).
     Μετάβαση
Πρέπει να αλλάξω
     Μετά τη γνωριμία με τον Ντιντιέ, το σαράκι της μεταμόρφωσης ξανακυριεύει τον ήρωά μας. Θέλει να φύγει για το Παρίσι, διαβάζει ακατάπαυστα, κάνει απογοητευτικές προσπάθειες να γράψει για να νικήσει τις ιστορίες του παρελθόντος. Είναι αστείρευτη η πηγή των οδυνηρών αναμνήσεων, κι ο αναγνώστης επανέρχεται στο πνεύμα του πρώτου βιβλίου [2], σαν να θέλει να εξευμενίσει τις τύψεις του για το ότι προδίδει την Έλενα και την Αμιέν (μήπως είχα γίνει ένας απεχθής άνθρωπος;). Στα ταξίδια στο Παρίσι τα σαββατοκύριακα νιώθει πως μπαίνει σε μια ολότελα καινούργια ζωή, που απέχει από της Αμιέν όσο απείχε η ζωή στο χωριό από τη μικρή πόλη. Σύντομα θα νιώθει ελεύθερος, μποέμ· συναναστρέφεται ανθρώπους που ποτέ δεν φανταζόταν, πηγαίνει σε κουλτουριάρικα μπαρ, περπατάει με τις ώρες και κυρίως ξενοκοιμάται σε διαφορετικά σπίτια με διαφορετικούς άντρες, κάθε Σαββατοκύριακο.
     Η νέα του φιλοδοξία είναι ένα άπιαστο όνειρο ακόμα και για την Έλενα, η Εκόλ Νορμάλ, μια Σχολή όπου μόνο παιδιά από πολύ πλούσιες αστικές οικογένειες καταφέρνουν να μπουν. Επηρεάζεται φυσικά από τον Ντιντιέ, τον οποίο μιμείται σε όλα τα επίπεδα, μέχρι και στο πώς παραγγέλνει τον καφέ! Γνωρίζει βέβαια και άλλους άντρες, κάποιοι γίνονται και πιο σταθεροί εραστές, διαβάζει με πάθος, και… τα καταφέρνει.
     Παρίσι
     Ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι από γνωριμίες, φιλοδοξίες, εμπειρίες μεγαλοαστικής ζωής αλλά και απογοητεύσεις είναι από δω και πέρα η πορεία του Εντουάρ, καθώς οδεύει συνέχεια «προς μια άλλη ζωή». Ομολογώ ότι σ’ αυτό το κομμάτι της ζωής του ναι, γίνεται αντιπαθητικός («απεχθής», όπως είπε κι ο ίδιος), σνομπ, αλλά και ξεκάθαρα εκμεταλλεύεται τους ανώτερους κοινωνικά για να επωφεληθεί, πουλώντας έρωτα. Έφτασε στο σημείο να αναρωτιέται αν αγαπά τους άλλους ή αν τους έχει ανάγκη επειδή τον βοηθούν και τονωθούν «στη μεγάλη ζωή», έφτασε στο σημείο να κοιμάται για τα λεφτά με όποιον να’ ναι, ώσπου αηδιασμένος βρήκε δουλειά σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Κατάφερε να μπει στην Εκόλ Νορμάλ αλλά δεν καταλαβαίνει πολλά, «νιώθει αδέξιος, αφελής» (ξαναγίνομαι το αγόρι που ήμουν όλα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, χωρίς αναφορές, χωρίς γνώσεις, χωρίς παρελθόν από το οποίο θα μπορούσα να αντλήσω κάτι). Θέλει να σβήσει κάθε ίχνος του Εντύ, φτιάχνει τα δόντια, αλλάζει και το επώνυμό του. Φτάνει σε ακραία σημεία κραιπάλης αλλά και οι νυχτερινές γνωριμίες, καθώς βρίσκεται πάλι σε μια πόλη χωρίς λεφτά, δεν είναι παρά ένα κυνηγητό της κοινωνικής ανόδου.
     Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να μην εκτιμήσει την ειλικρίνεια, την παρρησία με την οποία παραδέχεται όχι μόνο τα σφάλματα και τις αμφιβολίες, τα ψέματα και τους απονενοημένους τρόπους να «πετύχει» μεγαλεπήβολους στόχους, αλλά βλέπουμε ότι καθώς εισχωρεί όλο και πιο βαθιά στον ψεύτικο μεγαλοαστικό κόσμο, μέσω του Φιλίπ -και όχι μόνο- (ο Φιλίπ μού σύστηνε τον κόσμο του στον οποίο συνυπήρχαν η γαλλική μεγαλοαστική τάξη και η αριστοκρατία), διαμορφώνει και τα κριτήρια που τον κάνουν μια μέρα να απαρνηθεί αυτόν τον τρόπο ζωής και να τον αντικρίσει με κριτική ματιά. Ένα σχετικά ασήμαντο επεισόδιο τον διώχνει μακριά, τον φέρνει στον πυρήνα του εαυτού του. Εκεί όπου το παρελθόν δεν είναι ξένο, είναι ένα κομμάτι της αλήθειας, της προσωπικής του αλήθειας.
     Είναι η ώρα της ωρίμανσης, είναι η ώρα της συγγραφής, η ώρα κατά την οποία ο Εντουάρ βρήκε την ταυτότητά του, βρήκε το σθένος να παραδεχτεί όλο το ψέμα μέσα από το οποίο αναγκάστηκε να περάσει, για να ξεκινήσει τον προσωπικό του δρόμο.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1]https://www.theatermag.gr/2025/04/22/eva-fraktopoulou-to-allagi-methodos-einai-ena-ergo-polypsimantiko/
[2] «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ»

Κυριακή, Αυγούστου 03, 2025

το παιδί, Φερνάντο Αραμπούρου

Δε ζητώ τίποτε άλλο
-να έχω νόημα, ν’ αφήσω μια γρατζουνιά
σ’ αυτήν ή σ’ εκείνη τη συνείδηση.
      Μια ανείπωτη συμφορά -μάλλον πραγματική αλλά δεν έχει σημασία- που έπληξε τους κατοίκους της Ορτουέγια (περιοχή της χώρας των Βάσκων) στις 23 του Οκτώβρη του 1980, έδωσε το κίνητρο στον αγαπημένο συγγραφέα να προσπαθήσει να εισχωρήσει σε ανείπωτες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, που δύσκολα περιγράφονται με λόγια: την απώλεια ενός μικρού, εξάχρονου παιδιού.
     Δεν ήταν βέβαια ένα μόνο το νεκρό παιδί αλλά πενήντα (!) αδιαμόρφωτες ψυχούλες, μαθητές της πρώτης τάξης του δημοτικού, που μαζί με τρεις ενήλικες σκοτώθηκαν ακαριαία μετά την έκρηξη σε σωλήνες προπανίου κάτω από τις τάξεις του δημοτικού σχολείου της περιοχής. Ωστόσο, ο συγγραφέας θα εστιάσει στα πρόσωπα μιας και μόνο οικογένειας, που εμπλέκονται άμεσα σ’ αυτήν την τραγωδία. Συγκεκριμένα, η βασική ηρωίδα είναι η μάνα, η Μαριάχε, και ο πατέρας της, δηλαδή ο παππούς του μικρού παιδιού, του Νούκο, για το οποίο, πέρα από το ότι ήταν πανέμορφο δεν μαθαίνουμε τίποτα περισσότερο (τι όμορφο παιδάκι, με τις αφέλειές του, τα μαλακά μάγουλα και τα δοντάκια που ξεπρόβαλλαν στη μέση του χαμόγελου! Κι όμως, το άθροισμα όλων των χαμογελαστών χαρακτηριστικών συνέθετε μια έκφραση ελαφρά θλιμμένη, σαν ο Νούκο να ήξερε από νωρίς ότι δε θα ζούσε πολύ). Τέλος, είναι και ο σύζυγος της Μαριάχε, (πατέρας του Νούκο), ο Χοσέ Μιγκέλ.
     Ο συγγραφέας, με την ψυχογραφική δεινότητα που τον διακρίνει, εξατομικεύει τις ψυχικές διακυμάνσεις του πόνου, της βαθύτερης οδύνης που μπορεί να νιώσει άνθρωπος, δίνοντάς μας πολλά στοιχεία της προσωπικής ζωής των ηρώων. Προχωρά όμως πέρα απ’ αυτό, στο θέμα της ύπαρξης ή της απουσίας του παιδιού στην ψυχοσύνθεση του γονιού, και προς το τέλος του βιβλίου, καθώς έχουν περάσει οι πρώτοι μήνες του πένθους, του πόθου να υπάρχει ένα παιδί. Αγγίζει τα μεταίχμια της μητρότητας, της πατρότητας, της σχέσης του παππού –κι όλα αυτά με την επιφύλαξη ότι ανήκουν στον χώρο του ανείπωτου.
     Το κείμενο, ένας από τους πρωταγωνιστές
     Για να στηρίξει αυτήν την ιδέα, ότι υπάρχουν ψυχικές καταστάσεις που δεν αντιστοιχούν στα λόγια, μεσολαβούν δέκα μικρά κεφάλαια, με διαφορετική γραμματοσειρά, όπου μιλάει το… ίδιο το κείμενο! Ομολογώ ότι δεν με ενθουσίασε αυτό το -μεταμοντέρνο;- εύρημα! Το «κείμενο», σαν Πρόσωπο, έχει γνώμη, έχει και συναισθήματα, εξεγείρεται απέναντι στην αλήθεια που κρύβεται πίσω από τη μυθοπλασία, εκφράζει την επιδοκιμασία του όταν το ύφος είναι περιεκτικό, διαμαρτύρεται στον συγγραφέα για υπερβολές ή αποκρύψεις (κρίνω ότι ο κίνδυνος να υποπέσω στη συναισθηματική υπερβολή ή σε στομφώδεις εκφράσεις δεν είναι μικρός). Αυτό όμως που διασώζει περισσότερο ο συγγραφέας μ’ αυτόν τον τρόπο είναι οι ενοχές του καλλιτέχνη, όταν αυτός νιώθει ότι «αξιοποίησε» μια τραγωδία που αποτέλεσε πλήγμα για τη ζωή πολλών οικογενειών, πιθανόν για να γνωρίσει τη συγγραφική επιτυχία, όπως θα τον κατηγορούσαν πρώτα πρώτα οι γονείς. Ακόμη, το πρόσωπο /κείμενο, θεωρεί ότι η προσέγγιση τραγωδιών με ρεαλιστικό τρόπο τροφοδοτεί τις νοσηρές τάσεις των πιθανών αναγνωστών. Δεν έχει σημασία επίσης, όπως ισχυρίζεται, πόση δόση πραγματικότητας ή φαντασίας εμπεριέχει. Ωστόσο, εξανίσταται όταν συνειδητοποιεί ότι ο συγγραφέας αρχικά χρησιμοποίησε τα πραγματικά ονόματα (μα δεν αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια αδιακρισία για τους κατονομαζόμενους;).
     Με τον τρόπο των εμβόλιμων κεφαλαίων, στα οποία μιλάει ουσιαστικά ο ίδιος ο συγγραφέας, αποκαλύπτεται μια αυτολογοκρινόμενη εσωτερική φωνή που αμφισβητεί, κρίνει, καθοδηγεί τον αναγνώστη ή προοικονομεί την πλοκή. Άλλοτε είναι σαν να απολογείται στον αναγνώστη, γιατί δεν είναι σε κάποια σημεία π.χ. αναλυτικός, ή απόλυτα πιστός στα γεγονότα, άλλοτε μας εξηγεί σε ποιο βαθμό ο ίδιος ερεύνησε ώστε να γίνουν κατανοητές κάποιες συμπεριφορές. Άλλο μείζον θέμα είναι σε ποιον βαθμό η βασική πληροφοριοδότρια, δηλαδή το πραγματικό πρόσωπο που βρίσκεται πίσω από τη Μαριάχε, νιώθει εκτεθειμένο, ή προδομένο από τη λογοτεχνική μεταφορά της προσωπικής της τραγωδίας, που σημειωτέον, ξεκινά πολύ πριν την απώλεια του παιδιού, κορυφώνεται με τον αιφνίδιο θάνατο του Νούκο αλλά συνεχίζεται και με την τραγική απώλεια του Χοσέ Μιγκέλ.
     Θα λέγαμε λοιπόν ότι ο συγγραφέας, μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο, εκφραζει απόψεις και προβληματισμούς που θα μπορούσαν να διατυπωθούν σ’ ένα δοκίμιο, σχετικά με τις ηθικές διαστάσεις του να μεταφράσεις στο χαρτί με λόγια, μια τεράστια τραγωδία.
     Μαριάχε-Χοσέ
Το σχέδιο της ζωής μου συντρίφτηκε από τη μια μέρα στην άλλη
/εγώ όμως δεν έχω συντριβεί,
εγώ στέκομαι ακόμα όρθια αναπνέοντας
και απολαμβάνοντας με ηρεμία τη συνταξιοδότησή μου
     Η Μαριάχε είναι το επίκεντρο της πλοκής, κι όχι μόνο επειδή είναι η τραγική μητέρα, αλλά επειδή είναι το «δοχείο» όπου εκβάλλουν οι προσωπικές τραγωδίες και του Νικάσιο και του Χοσέ, στις οποίες θα αναφερθώ -σύντομα- παρακάτω. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι τα κεφάλαια όπου παρακολουθούμε τη Μαριάχε είναι γραμμένα πρωτοπρόσωπα. Ο συγγραφέας την παρουσιάζει χρόνια μετά (πάνω από εβδομήντα χρονών) να αφηγείται, όταν πια ο κουρνιαχτός όλων των γεγονότων, και όσων ακολούθησαν, έχει κατακάτσει.
      Αρχικά, βλέπουμε με ρεαλισμό σ’ ένα σύντομο «χρονικό», πώς βίωσε η Μαριάχε τις φοβερές στιγμές, αλλά και τη συναισθηματική αστάθεια που ακολούθησε (δεν θα μπορούσα να διακρίνω το σημαντικό από το ασήμαντο). Όχι, τον πρώτο καιρό δεν μπορεί να ασχοληθεί με τίποτα (με καμία δραστηριότητα, ούτε καν την πιο απλή από τις απλές, γιατί τον χρόνο και τη δύναμή μου θα τις καταλάμβανε εξ ολοκλήρου ο πόνος/μπροστά μου εκτεινόταν μια ολόκληρη μέρα αδράνειας, απόλυτης έλλειψης κινήτρων κατά τη διάρκεια της οποίας κατά διαστήματα θα έβαζα τα κλάματα). Καθώς περνάνε ωστόσο οι μήνες, και καθώς ο διαταραγμένος πατέρας της και ο μελαγχολικός Χοσέ καταλαμβάνουν το πεδίο δράσης της, αρχίζει και ψάχνει διεξόδους (π.χ. να απασχολείται στο κομμωτήριο της φίλης της, της Γκαρμπίνιε).
     Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ο κλυδωνισμός της σχέσης με τον Χοσέ. Ο Χοσέ Μιγκέλ περιγράφεται σαν ένας «αγαθός γίγαντας»· είναι σωματώδης, ήρεμος, στοργικός, αφοσιωμένος σύζυγος, τρυφερός και πολύ καλός πατέρας. Από την άλλη είναι πειθήνιος, ντροπαλός, και αδέξιος, «χωρίς γούστο ή στυλ», σύμφωνα με τη Μαριάχε βαρετός, τον αποκαλεί «βασιλιά της πλήξης». Ωστόσο, η Μαριάχε εκτιμά και την έλλειψη βιασύνης στο σεξ, αλλά και ότι στέκεται δίπλα της προστατευτικά· είναι «απλός σαν κρίκος» όπως θα έλεγε ο Νερούντα, και νιώθει ασφάλεια δίπλα του.
     Καθώς η πληγή κρυώνει και μπαίνουν πια σε μια φαινομενική κανονικότητα, έχουν να αντιμετωπίσουν την απουσία του παιδιού, π.χ. να αδειάσουν το δωμάτιό του. Ο Χοσέ ζητά απλά να προσπαθήσουν να κάνουν άλλο παιδί. Οι προσπάθειες αυτές βάζουν το ζευγάρι σε νέα δοκιμασία και ανάγκη μιας νέας ισορροπίας. Η Μαριάχε ξέρει όμως αυτό που δεν ξέρει ο Χοσέ, και η κατάσταση οδηγείται σε μια νέα τραγωδία, που δεν θα συνέβαινε αν δεν είχε σκοτωθεί ο εξάχρονος γιος.
     Νικάσιο
     Οι συνέπειες του τραγικού δυστυχήματος στον παππού (και νονό) του μικρού Νούκο, είναι ψυχολογημένες αλλά απρόσμενες. Ο Νικάσιο δεν μπορεί να δεχτεί τη νέα πραγματικότητα, εξακολουθεί να συμπεριφέρεται καθημερινά σα να ζει ο εγγονός του: εμφανίζεται το πρωί στο σπίτι για να τον συνοδεύσει στο σχολείο, του μιλάει στο δρόμο και χειρονομεί σα να υπάρχει δίπλα του, ξημεροβραδιάζεται στο νεκροταφείο και, το πιο ανησυχητικό, ανασυνθέτει το δωμάτιο του Νούκο όπως ακριβώς ήταν, στο δικό του σπίτι, υπερβάλλοντας σε εμμονές άσκοπες και κουραστικές.
     Έχει ενδιαφέρον πώς ψυχογραφεί ο συγγραφέας τη Μαριάχε αλλά και τον Χοσέ μπροστά σ’ αυτήν την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά.
     Καθώς όμως ο Νικάσιο γερνάει, με όλα τα προβλήματα της ηλικίας (πτώση, εγχείρηση, ανημπόρια κλπ), η αποκλίνουσα αυτή συμπεριφορά που φτάνει στα όρια της διανοητικής βλάβης, γίνεται στόχος του κοινωνικού περίγυρου. Ο κόσμος τον περιγελά, φτιάχνει περιπαιχτικά δίστιχα- ο Νικάσιο γίνεται ο «τρελός του χωριού». Ωστόσο, η Μαριάχε είναι πεπεισμένη ότι ο πατέρας της δεν είναι δεν έχει χάσει τα μυαλά του, και ότι ακριβώς για να μην τα χάσει, προσκολλάται με πλήρη επίγνωση των πράξεών του στην παρηγοριά της άρνησης του θανάτου του παιδιού, πράγμα που της Μαριάχε δεν της φαίνεται κακό.
     Πένθος
     Δεν θα έλεγα ότι είναι από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει του Αραμπούρου (βλ. Η πατρίδα, Τα χρόνια της βραδύτητας, Τα πετροχελίδονα), αλλά καθώς το πένθος είναι ένα θέμα καθολικό, που αφορά κάθε ανθρώπινο ον, και όχι μόνο, ταυτόχρονα όμως ο καθένας το βιώνει με τον δικό του προσωπικό κι εξατομικευμένο τρόπο, βρήκα στοιχεία που ήταν συγκλονιστικά και μοναδικά. Ναι, ουσιαστικά πρωταγωνιστεί το πένθος για το αγαπημένο πρόσωπο, που άλλος απωθεί, άλλος του μιλάει συνέχεια όπως ο Νικάσιο, άλλος γίνεται εγωιστής (το να έχει υποστεί κανείς μια τόσο μεγάλη απώλεια και να είναι συντετριμμένος δε δικαιολογεί τα πάντα)· άλλος πετάει τα πράγματα του νεκρού κι άλλος τα φυλάει σαν φυλαχτό· άλλος κλαίει συνέχεια, άλλος τρώει συνέχεια, άλλος κοιμάται συνέχεια, άλλος λατρεύει τις φωτογραφίες, άλλος προσεύχεται. Άλλος δεν θα αποδεχτεί ποτέ την απώλεια, άλλοι μιλούν για τον νεκρό κι άλλοι σωπαίνουν. Κι όλα αυτά σε χιλιάδες αποχρώσεις όσοι είμαστε οι άνθρωποι και οι συγκεκριμένοι εκλείποντες.
     Η Μαριάχε είναι το πρόσωπο του μυθιστορήματος που έχασε μάνα, πατέρα, παιδί και σύζυγο, κι ωστόσο η ζωή, συνεχίζεται γι’ αυτήν την τριαντατριάχρονη γυναίκα, έτσι όπως την παρακολουθούμε μέχρι το τέλος, καθώς το «ερωτικό της ένστικτο», αντίρροπο στο ένστικτο του θανάτου, όπως θα έλεγε ο Χρήστος Μαλεβίτσης [1] «στην ακατάβλητη εμμονή του, δεν περιχωρείται από τίποτα που θα το αναχαίτιζε». Είναι βέβαια τσακισμένη, αλλά:
     Δεν μ’ ένοιαζε αν πήγαινα κάπου ή αν δεν πήγαινα πουθενά. Ωστόσο, δεν μπορούσα να σταματήσω γιατί αυτό ακριβώς είναι η ζωή, να κινούμαστε, ν’ αναπνέουμε είτε το θέλουμε είτε όχι, ν’ ανοιγοκλείνουμε τα βλέφαρα χωρίς να το συνειδητοποιούμε και να βαδίζουμε, άντε, μπρος, προς την επόμενη προέκταση της διαδρομής, με την ελπίδα να βρούμε πίσω απ’ τον ορίζοντα έναν λόγο, έναν στόχο, ίσως ένα σημείο άφιξης.
Χριστίνα Παπαγγελή

[1] Βλ. «Επιστροφή στο Χάος», Χρήστος Μαλεβίτσης (Ο φεγγαροχτυπημένος)