Η πιθανότητα μιας μελλοντικής απόλυτης δυστοπίας στην πατρίδα του την Ιρλανδία (συνεκδοχικά σε οποιαδήποτε χώρα, ευρωπαϊκή και μη), φαίνεται να ήταν η πηγή έμπνευσης του βραβευμένου με Booker 2023 συγγραφέα. Οπωσδήποτε όμως, καθώς ο αναγνώστης εισχωρεί μαζί με τους ήρωες όλο και βαθύτερα σ’ ένα τούνελ χωρίς διέξοδο, συνειδητοποιεί ότι η ανθρωπότητα έχει ήδη γνωρίσει παρόμοιες καταστάσεις, εφιαλτικές και τρομακτικές -διαρκούς απανθρωποποίησης και απογύμνωσης από κάθε τι που είναι πηγή ζωής -και παλιότερα- αλλά και στη σύγχρονη εποχή ακόμα πιο αλλοτριωτικές. Γιατί οπωσδήποτε η δικτατορία και ακόμα περισσότερο ο πόλεμος, ο οποιοσδήποτε πόλεμος διαχρονικά, είτε κατακτητικός είτε εμφύλιος, έχει στοιχεία φρικαλεότητας και κτηνωδίας, αλλά οι πόλεμοι και οι γενοκτονίες των 20ου /21ου αι, ή και οι τρομακτικές δικτατορίες τύπου Λατινικής Αμερικής την ίδια πάλι περίοδο -καθώς αναπτύχθηκε η πολεμική βιομηχανία, η τεχνολογία και οι επικοινωνίες- μεταχειρίζονται ακόμα πιο φρικώδη μέσα καταπίεσης και καταπνίγουν με απρόβλεπτο πια τρόπο κάθε στοιχείο ανθρωπιάς και συναισθηματικής επαφής.
Το «τραγούδι του προφήτη» αφορά την πορεία της ανθρωπότητας από δω και μπρος, που βλέπει την απειλή να χτυπά την πόρτα κάθε χώρας.
Η κεντρική ηρωίδα, η Άιλις, μικροβιολόγος με τέσσερα παιδιά -το ένα της κούνιας-, βιώνει έναν απίστευτο εφιάλτη από τη μέρα που χτύπησαν την πόρτα της δύο αξιωματικοί της Μυστικής Ασφάλειας (Γκάρντα) και ζήτησαν τον άντρα της, Λάρι, να παρουσιαστεί στο τμήμα. Το ότι ο Λάρι είναι αναπληρωτής γ.γ. του Σωματείου Διδασκάλων της Ιρλανδίας βάζει σε υποψίες τον αναγνώστη, όχι όμως και την Άιλις που πιστεύει ακόμα ότι λειτουργούν οι θεσμοί και τα συνταγματικά δικαιώματα στη χώρα της. Ωστόσο από τη μέρα εξαφάνισης του Λάρι, όπως και άλλων βέβαια συνδικαλιστών, χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος πίσω τους και χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας, αρχίζει να πλέκεται ένα γαϊτανάκι δυσκολιών που αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, καθότι η Άιλις είναι εργαζόμενη μητέρα τεσσάρων παιδιών, σε πολύ κρίσιμες ηλικίες, με διαφορετικές ανάγκες το καθένα, και παράλληλα φροντίζει τον πατέρα της -με ίχνη άνοιας- που ζει σε άλλη γειτονιά,.
Τους «αγνοούμενους» της Αργεντινής και τις αποτρόπαιες πρακτικές της δικτατορίας του Βιντέλα σκέφτηκα πρώτα πρώτα, όταν άρχισα να διαβάζω το βιβλίο. Το στρατιωτικό καθεστώς, επονομαζόμενο Κόμμα Εθνικής Ένωσης, στελεχώνει όλες τις υπηρεσίες και στιγματίζει ή αποβάλλει/εξαφανίζει κάθε πολίτη που ενδέχεται να θεωρηθεί ύποπτος (αν αλλάξουν αυτοί που έχουν τον έλεγχο των θεσμών, αλλάζουν αυτοί που έχουν τον έλεγχο των γεγονότων, αλλάζει η δομή της πίστης, ο έλεγχος αυτού για το οποίο όλοι συμφωνούμε, είναι απλό Άιλις, πολύ απλό, η Ένωση αυτό κάνει, προσπαθεί να αλλάξει αυτό που εσύ κι εγώ λέμε πραγματικότητα, θέλει να το θολώσει). Όσο όμως προχωρά η αφήγηση, οι δοκιμασίες που περνά η Άιλις είναι ποικίλες και καταιγιστικές. Η δράση φέρνει την αντίδραση, δηλαδή φουντώνει το αντάρτικο, η κατάσταση εξελίσσεται σε εμφύλιο πόλεμο, και τότε οι συνθήκες θυμίζουν περισσότερο αποκλεισμένους άμαχους όπως π.χ. πρόσφατα στη Συρία, Ουκρανία ή Γάζα/Ράφα, καθώς οι πολίτες είναι παγιδευμένοι σαν ποντίκια, και οι στερήσεις, ο φόβος και η αδυναμία φτάνουν στο ζενίθ.
Στην αρχή η Άιλις βασανίζεται από τα ψέματα που αναγκάζεται να λέει στα παιδιά για να τα καθησυχάσει σχετικά με την εξαφάνιση του πατέρα (φοβάται τα ψέματα που θα ακολουθήσουν, τα ψέματα που θα βγουν στη συνέχεια από το στόμα της, ένα και μόνο ψέμα να πεις στο παιδί σου είναι φρίκη). Αναπολεί την αρράγιστη οικογενειακή ατμόσφαιρα όπου ήταν δίπλα τους και ο Λάρι και καταλαβαίνει πώς κρύβεται η ευτυχία μέσα στη μικρή αναμπουμπούλα της κάθε μέρας, πώς τρυπώνει και χώνεται στα καθημερινά πέρα δώθε. Είναι ωστόσο ακόμα η φάση της μάχιμης ελπίδας, που την οπλίζει με το θάρρος να τα βάλει με τους υπεύθυνους και να ψάχνει με παρρησία να βρει το δίκιο της· γρήγορα όμως ανακαλύπτει ότι πίσω απ’ τα ψεύτικα χαμόγελα κρύβεται η σκιά του κράτους. Η σκοτεινή γραφειοκρατία για απλές διαδικασίες γίνεται αγχωτική και επίπονη, ενώ η απελπισία σημαδεύει κι άλλους γύρω της (πρόσωπα πονεμένα, σημαδεμένα απ’ τον ίλιγγο μιας ξαφνικής αβύσσου), καθώς υπάρχουν νεκροί με φανερά τα σημάδια από βασανιστήρια.
Καθώς ο συγγραφέας δεν εστιάζει τόσο στον πολιτικό μηχανισμό που επέβαλε τη στυγνή δικτατορία, όσο στον αντίκτυπο που έχει το βάναυσο πρόσωπο του κράτους στην ηρωίδα- ΜΑΝΑ (και κατ’ επέκταση στα παιδιά της), μοιραζόμαστε μαζί με την Άιλις τον Γολγοθά της καθημερινότητας· τις καινούργιες αγωνίες στις οποίες υποβάλλεται σταδιακά: δεν είναι όμως μόνο ο φόβος και το άγχος, η δυσκολία της καθημερινής επιβίωσης, η έλλειψη χρόνου, η απόλυση που επέρχεται κάποια στιγμή, αλλά ο αντίκτυπος της παράλογης απάνθρωπης σκληρότητας του νιόκοπου και φανατικού καθεστώτος στα παιδιά.
Αρχικά ο μεγάλος γιος που έχει όνειρο να σπουδάσει ιατρική, ο 17χρονος Μαρκ, σιγά σιγά απομακρύνεται, γρήγορα γίνεται ένας άλλος γιος («ο κόσμος όλος μας παρακολουθεί, μαμά, λέει, ο κόσμος είδε τι έγινε, οι δυνάμεις ασφαλείας χτύπησαν με κανονικές σφαίρες μια ειρηνική διαδήλωση και ύστερα μας κυνήγησαν τώρα όλα έχουν αλλάξει, τώρα δεν υπάρχει γυρισμός, καταλαβαίνεις;»). Όταν τον καλούν να παρουσιαστεί στον στρατό αμέσως μετά τα 17α γενέθλιά του, η κρυψώνα όπου κατέφυγε δεν τον κρατάει για πολύ (η μόνη ελευθερία που μου έχει μείνει είναι να πάω να πολεμήσω). Προτού εξαφανιστεί τελείως για να συνεργαστεί με τους αντάρτες, βίντεο και μηνύματα βίας (ομαδικών εκτελέσεων κ.α.) στο κινητό του αναστατώνουν την Άιλις (μια αίσθηση εισβάλλει στο σώμα της, μια αίσθηση που δεν μιλάει, μόνο κάθεται κόμπος στα σωθικά της). Παρακολουθούμε την αγωνία, τις αναμονές, την καρτερία της Άιλις καθώς τώρα ανησυχεί όχι μόνο για τον Λάρι αλλά και για τον Μαρκ (κι ο Μαρκ παρασύρεται στην ίδια άγρια δίνη που κατάπιε τον πατέρα του).
Η 14χρονη Μόλι αρχικά νιώθει τη στέρηση του πατέρα και τον απαιτεί αρχικά με παιδιάστικο τρόπο (θέλω τον μπαμπά, λέει, θέλω να γυρίσει, γιατί δεν κάνεις κάτι να γυρίσει;). Και η Μόλι (όπως και ο 12χρονος Μπέιλι) περνούν μια φάση θυμού και οργής που στρέφεται εναντίον της ανήμπορης μάνας. Καθώς όμως η κατάσταση επιδεινώνεται με γοργό ρυθμό (κόβεται το ρεύμα, δεν υπάρχει νερό, δεν λειτουργούν τα ΑΤΜ κλπ) η Μόλι φτάνει στα όρια της κατάθλιψης, της συνολικής παραίτησης, νεκρώνει τα συναισθήματά της για να μην πονά (άμα δεν είναι νεκρός, γιατί νιώθω ότι είναι;). Είναι απίστευτη η ψυχική δύναμη της Άιλις που προσπαθεί να συνεφέρει την κόρη της, να τη φροντίσει, να την πλύνει, να την ταΐσει παρόλο που το άγχος της επιβίωσης και η αγωνία για τους εξαφανισμένους κορυφώνεται (σκύβει, αγκαλιάζει μαλακά το κορίτσι, τ’ αφήνει, το κοιτάζει λες και μπορεί να δει μέχρι μέσα το μυαλό του, αυτό το μυαλό που έχει αφεθεί έρμαιο στην απουσία).
Όπως ωριμάζει με ταχύτητα η Μόλι, έτσι και η αρχική οργή του 12χρονου Μπέιλι (για τα μπάζα είσαι και συ, μακάρι να μη σε είχα μάνα μου) -που είχε αναπόφευκτα οδηγήσει σε σύγκρουση μάνας-γιου- μεταστρέφεται σε δράση, πρωτοβουλία, συνενοχή. Είναι η φάση του στρατιωτικού νόμου, του κλεισίματος των σχολείων και των πανεπιστημίων, των μπλόκων στους δρόμους, των διακοπών στο ρεύμα και στο νερό, της έλλειψης τροφίμων, γάλακτος, πάμπερ. Ο πόλεμος σιγά σιγά μεταφέρεται στη γειτονιά τους, έξω από το σπίτι τους, οι σοβάδες πέφτουν κι έχουν μεταφερθεί αποκλειστικά στο ισόγειο, σφραγίζοντας τον πάνω όροφο. Καθώς η Άιλις δεν μπορεί να ελέγξει την κατάσταση, ο Μπέιλι -ο άντρας τώρα του σπιτιού- σε μια κρίση ανυπακοής απομακρύνεται για να πάρει γάλα, κι εξαφανίζεται κι αυτός για αρκετές ώρες ενώ οι βόμβες πέφτουν δίπλα τους…
Μετά από αρκετές ώρες πανικού και έξαλλης αναζήτησης ο Μπέιλι βρέθηκε τραυματισμένος με ανάγκη για ιατρική βοήθεια. Το διαλυμένο κράτος αναγκάζει την Άιλις να τρέχει από νοσοκομείο σε νοσοκομείο για να βρει πού έχουν τον Μπέιλι (βρίσκεται στο χείλος της τρέλας, δεν κοιμάται, βλέπει το καθεστώς να έχει καταπιεί τον γιο της/κι αυτή η αίσθηση πως το κορμί της δεν είναι πια κορμί, στάχτη είναι και θα σκορπίσει). Η απάντηση που παίρνει από τον… καθαριστή στο Γραφείο Κίνησης του τρίτου νοσοκομείου είναι καθηλωτική, αποστομωτική και αδυσώπητη, πέρα από κάθε φαντασία (αυτό που ήταν λυγισμένο μέσα της σπάει, κι ένα φριχτό ουρλιαχτό ξεφεύγει απ’ το κορμί της).
Η Άιλις, αλλάζει και κείνη διαρκώς, κοιτάζεται στον καθρέφτη και δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της. Απορεί όχι μόνο ο αναγνώστης με την ηρεμία της, αλλά και η ίδια, γιατί έχει επιστρατεύσει όλο της το είναι για να περισώσει τη ζωή που κρατά στα χέρια της· να περισώσει το μέλλον.
Τώρα δε νομίζω πως υπάρχει ελεύθερη βούληση
όταν είσαι παγιδευμένος σε τέτοια φρίκη,
το ένα φέρνει το άλλο και μετά το άλλο,
και το κακό παίρνει φόρα κι εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα,
τώρα καταλαβαίνω ότι αυτό που θεωρούσα ελευθερία
ήταν στην πραγματικότητα αγώνας
Τα γεγονότα είναι καταιγιστικά και συγκλονιστικά, αλλά ακόμα πιο σαγηνευτική για τον αναγνώστη είναι η γραφή, που εστιάζει στον συναισθηματικό κόσμο της Άιλις, στο θηλυκό στοιχείο που τραυματίζεται ανεπανόρθωτα, και βρίσκει ωστόσο με κάποιο τρόπο δύναμη να δημιουργεί και να «υπηρετεί» τη ζωή. Ένα γράψιμο σχεδόν εσωτερικού μονολόγου (αλλά σε γ΄ενικό), κουβεντιαστό και σχεδόν παραληρηματικό, μόνο με κόμματα κι ελάχιστες τελείες, χωρίς παραγράφους. Όπως ανέφερε και φίλη στη Λέσχη Ανάγνωσης Δράμας, ο Λυντς σ’ αυτό τουλάχιστον το έργο «εικονοποιεί» τα συναισθήματα, δεν τα κατονομάζει ούτε τα υπογραμμίζει. Εγώ θα πρόσθετα ότι τα «σωματοποιεί», εφόσον παρακολουθούμε στενά τις σωματικές αντιδράσεις, τα όνειρα, τις εικόνες που στοιχειώνουν τους ήρωες (το ηλεκτρικό τρεμουλιάζει, τα φώτα χαμηλώνουν, μια φευγαλέα αναγούλα διαπερνάει σαν κύμα τα σωθικά της). Εικόνες και πράξεις, απλές καθημερινές, έχουν το ιδιαίτερο φως τους, τα ιδιαίτερα χρώματά τους, τις μυρωδιές τους και, καθώς ο κίνδυνος, η λύπη και η αγωνία φτάνουν σε συνεχόμενη κορύφωση, έχεις την αίσθηση ότι η συνειδητοποίηση της αξίας της ζωής είναι το αντίβαρο σε όλον αυτόν τον εφιάλτη. Καθώς π.χ. ο ασφαλίτης κάνει έρευνα στο πορτ μπαγκάζ, η Άιλις «βλέπει τους κύκνους να γλιστράνε στο φως που όλο μακραίνει» και σκέφτεται πως θα’ θελε να σταθεί η άνοιξη, να πάψει να μεγαλώνει η μέρα, να τυφλωθούν πάλι τα δέντρα, να ξαναχωθούνε τα λουλούδια μέσα στη γη κι ο κόσμος να ξαναμπεί μέσα στη γυάλα του χειμώνα/λες κι η ευτυχία είναι κάτι που δεν πρέπει να το βλέπεις, λες κι είναι μια νότα που δεν την ακούς παρά μόνο όταν ηχεί από το παρελθόν». Και η λύπη, κάποιες φορές «λύπη πάνω στη λύπη» είναι «ξαφνική καθώς ανεβαίνει τη σκάλα, βλέποντας πως ο χρόνος δεν είναι οριζόντιο επίπεδο, όχι, είναι κάθετη κατρακύλα, πτώση κατακόρυφη στην άβυσσο».
Η Άιλις δεν νιώθει πια, αισθάνεται ότι δεν είναι άνθρωπος, αλλά ότι είναι πράγμα. Ωστόσο, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη δυστοπική της χώρα και να φύγει, με όποιο κόστος. Γιατί υπάρχει βέβαια η Μόλι, αλλά κυρίως υπάρχει ο Μπεν, το μωρό της αγκαλιάς, για να της θυμίζει ότι το μέλλον είναι πάντα εκεί και το μηδενίζει κανείς από την αρχή, ξανά και ξανά. Το μικρό αγόρι, ανυποψίαστο για το παρόν και το παρελθόν, την κοιτά χαμογελαστό (τα μάτια που χαμογελούν είναι από έναν κόσμο καθαρής κι εκστατικής αφοσίωσης), κι όλα αυτά που τώρα ζουν δεν θα τα θυμάται αλλά θα τα έχει σαν δηλητήριο στο αίμα του.
Οι τελευταίες εικόνες είναι εικόνες προσφυγιάς, εικόνες διακίνησης με βάρκες, τόσο οδυνηρές και τόσο γνώριμες την τελευταία δεκαετία…
Είναι ματαιοδοξία να πιστεύεις
πως ο κόσμος θα τελειώσει κατά τη διάρκεια της δικής σου ζωής,
πως κάτι θα συμβεί ξαφνικά και θα τον τελειώσει.
Όχι, αυτό που τελειώνει είναι η ζωή σου, η δική σου ζωή και μόνο,
αυτό που έχουν τραγουδήσει οι προφήτες
τραγουδιέται ξανά και ξανά μέσα στο χρόνο,
ο ερχομός του ξίφους,
η φωτιά που κατακαίει τα πάντα,
ο ήλιος που βυθίζεται στη γη καταμεσήμερο
σκοτεινιάζοντας τον κόσμο.
Χριστίνα Παπαγγελή