Βρισκόμαστε στην Ιερουσαλήμ τον χειμώνα του 1959-60, μόλις μια δεκαετία μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ (1948) και τον αιματηρό πόλεμο που επακολούθησε[1]. Νωπές οι πληγές στο νεοσύστατο κράτος όπου διαδραματίζεται η ιστορία μας, μια ιστορία που μιλάει για ένα σφάλμα και μια επιθυμία, για μια απεγνωσμένη αγάπη κι ένα θρησκευτικό ζήτημα που παραμένει άλυτο, όπως επισημαίνεται στην πρώτη παράγραφο. Είναι συγκλονιστικό πόσο επίκαιρα γίνονται σήμερα τα ερωτήματα που έθεσε ο Οζ στο βιβλίο του αυτό (γραμμένο το 2014), ερωτήματα που αφορούν την δυνατότητα συνύπαρξης Αράβων και Ισραηλινών, τις προτάσεις που υπήρξαν το 1947 στον ΟΗΕ πάνω στο ζήτημα του Ισραηλινού κράτους και τα προβλήματα που ακολούθησαν. Επίσης, έρχονται στην επιφάνεια και θεολογικά ζητήματα που αφορούν τον ρόλο του Ιησού και του Ιούδα στην ιουδαϊκή θρησκεία, σε σχέση με την χριστιανική.
Ο Σμούελ, ο κύριος πρωταγωνιστής, ευαίσθητος «πέραν του επιτρεπτού» (για άλλη μια φορά τα μάτια του βούρκωσαν) αλλά ανήσυχο κι ερευνητικό πνεύμα, είναι ένας νεαρός φοιτητής που αναγκάζεται να κόψει τις σπουδές του λόγω χρεωκοπίας των γονιών του, και ψάχνει για δουλειά, ενώ την ίδια εποχή τον εγκαταλείπει και η ερωτική του σύντροφος, η Γιορντένα, για να παντρευτεί κάποιον άλλον. Η ερωτική απόρριψή του καθώς και η απογοήτευσή του από την Ομάδα Σοσιαλιστικής Ανανέωσης («γκρουπούσκουλο» με -υποτίθεται- σοσιαλιστικό όραμα) τον φέρνουν στα όρια της κατάθλιψης, όταν σκοντάφτει πάνω σε μια ενδιαφέρουσα αγγελία εύρεσης εργασίας: εβδομηντάρης ανάπηρος άνδρας ζητάει έναν νεαρό να του κρατάει συντροφιά, για πέντε περίπου ώρες κάθε απόγευμα, με φαγητό και στέγη πληρωμένα. Τον ελεύθερο χρόνο του θα μπορεί να μελετά για να ολοκληρώσει τη διατριβή του, «Εβραϊκές απόψεις για τον Ιησού» που ο Σμούελ είχε ξεκινήσει με τρομερό ενθουσιασμό, ενώ ο καθηγητής του τον παρότρυνε να συνεχίσει την έρευνα, παρά την διακοπή των σπουδών.
Στο μυστηριώδες, μοναχικό σπίτι όπου εγκαθίσταται ο νεαρός Σμούελ λοιπόν, κατοικεί ο ιδιόρρυθμος εβδομηντάρης Γκέρσομ Βαλντ, με κινητικά προβλήματα αλλά υπερδραστήριο μυαλό και διάθεση για κουβέντα, ύφος παιχνιδιάρικο έως και πονηρό, καυστικό και αυτοσαρκαστικό, καθώς και η γυναίκα που τον περιθάλπει, η 45χρονη γοητευτική Ατάλια Αμπραβανέλ, που αφού του δίνει τις οδηγίες εξαφανίζεται στον προσωπικό, άβατο χώρο της, κι εμφανίζεται αραιά και πού. Οι πρώτες εντυπώσεις αφήνουν στον Σμούελ μια αίσθηση μυστικοπάθειας, καθώς ανακαλύπτει ότι δεν πρόκειται για ζευγάρι (Βαλντ: η Ατάλια είναι κάτι σαν αφέντρα μου), ενώ πολύ αργότερα θα του αποκαλυφθεί ότι ο Βαλντ και η Ατάλια είναι πατέρας και νύφη, καθώς ο γιος (και σύζυγος της Ατάλια), ο Μίχα, πέθανε ως εθελοντής στον πόλεμο του 1948 (2 Απριλίου). Στα τέσσερα αυτά πρόσωπα του μυθιστορήματος, θα προστεθεί σύντομα και ο επίσης νεκρός πατέρας της Ατάλια, ο Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, για τον οποίο ο Σμούελ είχε ακουστά (μέλος του εκτελεστικού του Εβραϊκού Πρακτορείου. Ή μέλος του Εθνικού Συμβουλίου; Αν δεν με απατά η μνήμη μου ήταν ο μόνος ανάμεσά τους που ήταν ενάντιος στην ίδρυση κράτους; Ή μήπως ήταν απλώς ενάντιος στην γραμμή του Μπεν Γκουριόν;)
Τρία λοιπόν είναι τα κεντρικά πρόσωπα που δρουν κι εξελίσσονται στη διάρκεια του μυθιστορήματος, αλλά αν προσθέσουμε τον Μίχα και τον Σαλτιέλ, ουσιαστικά πέντε είναι οι πόλοι γύρω από τους οποίους περιστρέφονται τα ζητήματα του αραβοϊσραηλινού πολέμου και γενικότερα, των σχέσεων Αράβων- Ισραηλινών. Πέντε πρόσωπα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, με τόσο διαφορετικό παρελθόν, ηλικία, ιδεολογία, στάση απέναντι στη ζωή που δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να «αναγνώσει» από πολλές οπτικές το φλέγον αυτό ζήτημα, κι όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και συναισθηματικά.
Θα λέγαμε ότι ο νεαρός φοιτητής μας αντιπροσωπεύει την φρέσκια, νεανική ματιά εφόσον δεν έχει φορτισμένο παρελθόν. Δεν ήταν φυσικά όλα ρόδινα όσο αφορά την ζωή του, όπως τουλάχιστον τα εξιστορεί στην Ατάλια -καθώς προσεγγίζονται δειλά δειλά (με τον Βαλντ μιλούν περισσότερο για θεωρητικά ζητήματα). Γεννημένος στη Χάιφα, με πατέρα χαρτογράφο που δούλευε στην κρατική υπηρεσίας χαρτογράφησης, μητέρα νοικοκυρά και μια μικρότερη αδερφή, μετακόμισε με την οικογένεια γρήγορα στο Αντάρ Ακαρμέλ, σ’ ένα μικρό στενάχωρο διαμέρισμα, χωρίς να έχει προσωπικό χώρο και χωρίς φίλους. Το μικρό αδύνατο αγόρι με πόδια καλάμια και τρυφερό βλέμμα, ξερόλας και πολυλογάς αλλά κατά βάθος μοναχικός, με τρομερό ενδιαφέρον για τις ιστορίες και τις περιπέτειες, καμουφλάρει την ευαισθησία του και την ανάγκη για τρυφερότητα πίσω απ’ τις εξιστορήσεις. Τώρα μοιάζει με άνθρωπο των σπηλαίων εφόσον με την αφάνα και την άγρια γενειάδα κρύβεται το «παιδιάστικο πρόσωπο». Δεν αγάπησε ποτέ τη μητέρα του ή τον πατέρα του (απεχθανόταν το μίγμα υποταγής και πικρίας που απέπνεαν μονίμως/την ταπείνωση του μετανάστη που τσακίζεται να γίνει αρεστός στους ξένους). Συναισθηματικά αποκομμένος από την οικογένεια, ανατρέχει συχνά στην πιο γλυκιά ανάμνηση από τα παιδικά του χρόνια, όταν τον φρόντιζαν και τον κανάκευαν για δυο τρεις μέρες, επειδή τον είχε τσιμπήσει σκορπιός! Τόσο στερημένος από έμπρακτη αγάπη ένιωθε, που αναρωτιέται, μέσα στο σπίτι του Βαλντ: «Λες να έβρισκε σ’ αυτούς ένα όψιμο υποκατάστατο των γονιών του; Μα αυτός είχε έρθει από την Ιερουσαλήμ ίσα ίσα για να απομακρυνθεί μια για πάντα από κείνους!»
Τα θέματα που φέρνει στο προσκήνιο ο Βαλντ είναι ποικίλα, με αφορμή τα αναγνώσματά του και κυρίως την επικαιρότητα, εφόσον καθημερινά σχολιάζει μετά την ανάγνωση της εφημερίδας («ακονίζει επιχειρήματα», όπως αναφέρει η Ατάλια). Από την τρέχουσα πολιτική κατάσταση στο Ισραήλ π.χ., μεταπηδά στην «ανοησία του Δαρβίνου» και της θεωρίας της φυσικής επιλογής, αλλά πολύ συχνά το θέμα έρχεται στις χριστιανικές απόψεις για τον Ιούδα και τον Χριστό, που άλλωστε είναι και το θέμα διατριβής του Σμούελ. Ο Σμούελ ακούει προσεκτικά τις μακροσκελείς «διαλέξεις» του εργοδότη του και τις εξυπνακίστικες παρατηρήσεις του, αλλά βλέπει με καθαρό βλέμμα την υπόθεση των Αράβων και δεν συμμερίζεται την άποψη του Βαλντ για τον Μπεν Γκουριόν. Για την ακρίβεια, στις δογματικές θέσεις του Βαλντ κάνει τον δικηγόρο του διαβόλου (στην επιχείρηση του Σινά ο Μπεν Γκουριόν σας έδεσε το Ισραήλ στην ουρά δυο αποικιοκρατικών δυνάμεων που ήταν καταδικασμένες στην παρακμή και τον εκφυλισμό (Γαλλία-Βρετανία)/ εμβάθυνε το αραβικό μίσος για το Ισραήλ/ και γιατί θα’ πρεπε οι Άραβες να μας αγαπάνε;/ σήμερα ο Μπεν Γκουριόν είναι επικεφαλής ενός εθνικιστικού, σοβινιστικού κράτους/ αν δεν υπάρξει ειρήνη, μια μέρα οι Άραβες θα μας νικήσουν). Άλλωστε, ως σοσιαλιστής ο Σμούελ κατακρίνει τον Μπεν-Γκουριόν ότι έχει εγκαταλείψει τις σοσιαλιστικές του ιδέες κι ότι «η πολιτική των αντιποίνων είναι στείρα κι επικίνδυνη, επειδή η βία προκαλεί τη βία και η εκδίκηση προκαλεί εκδίκηση».
Ιησούς-Ιούδας
Το δίδυμο Ιησούς-Ιούδας έρχεται συχνά ως θέμα συζήτησης, που προκύπτει από τις ενδελεχείς έρευνες του Σμούελ, ο οποίος μελετά διαχρονικά κάθε πηγή που αφορά τον Ιησού και τις ιουδαϊκές απόψεις, διερευνώντας και το ερώτημα «γιατί εφόσον ο Ιησούς ήταν Εβραίος, οι Εβραίοι τον απαρνήθηκαν». Είναι λίγο κουραστικά αυτά τα μέρη, γεμάτα λεπτομέρειες και γραμματολογικές/ιστορικές αναφορές, παρόλο που έχουν ενδιαφέρον, αλλά μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραδοξότητες που βάζουν στο τραπέζι της συζήτησης οι δύο διαλεγόμενοι. Μιλώντας για τους Εβραίους σε αντιπαράθεση με την χριστιανική θρησκεία, ακούγονται απόψεις όπως: για να σκοτώσεις μια θεότητα πρέπει να είσαι ακόμα πιο δυνατός από τον θεό, κι επίσης μοχθηρός και κακός/ αν δεν υπήρχε ο Ιούδας μπορεί να μην υπήρχε σταύρωση, κι αν δεν υπήρχε σταύρωση μπορεί να μην υπήρχε χριστιανισμός/ο Ιούδας ήταν ο πιο πιστός και αφοσιωμένος από όλους τους μαθητές του και ποτέ δεν τον πρόδωσε, απεναντίας, ήθελε να αποδείξει το μεγαλείο του σ’ όλον τον κόσμο/ο Ιησούς δεν ήταν χριστιανός. Ο Ιησούς γεννήθηκε και πέθανε Εβραίος. Ο Παύλος, δηλαδή ο Σαούλ από την Ταρσό ήταν αυτός που επινόησε τον χριστιανισμό/ο Ιησούς ήταν ένας καθ’ όλα Φαρισαίος Εβραίος, ένας Φαρισαίος που διαφώνησε με τους δασκάλους του μόνο σε μερικά ζητήματα της Αλαχά, ποτέ όμως δεν επαναστάτησε ενάντια στις βασικές αρχές της εβραϊκής πίστης/η σχέση μεταξύ Ιησού και Ιούδα περιγράφεται ως εξαιρετικά περίπλοκη μια σχέση αγάπης και μίσους, έλξης και απέχθειας/το όνομα Ιούδας έχει γίνει συνώνυμο της προδοσίας, πιθανόν συνώνυμο και του Εβραίου. Εκατομμύρια χριστιανών νομίζουν ότι κάθε Εβραίος είναι μολυσμένος με τον ιό της προδοσίας.
Η πιο ριζοσπαστική άποψη αφορά τον Ιούδα, μια πρωτοποριακή εκδοχή του ρόλου του στη θεμελίωση του χριστιανισμού, που θυμίζει λίγο την εκδοχή του Καζαντζάκη στο «Ο Τελευταίος Πειρασμός»[2]. Σύμφωνα μ’ αυτήν, με την οποία φέρεται να συμφωνεί κι ο Σμούελ, ο Ιούδας ήταν, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους μαθητές, πλούσιος και καταξιωμένος (επομένως ουδόλως είχε ανάγκη τα 30 αργύρια), σταλμένος από το ιερατείο της Ιερουσαλήμ να παριστάνει τον μαθητή του Χριστού για να διαπιστώσει αν είναι επικίνδυνος για την εξουσία. Ο Ιούδας όμως εντυπωσιάστηκε τόσο από την προσωπικότητα του Ιησού, που έγινε ένας από τους πιο αφοσιωμένους και ενθουσιώδεις μαθητές, πίστεψε απόλυτα στη θειότητά του, και ήταν απόλυτα βέβαιος ότι όταν ο Χριστός θα σταυρωνόταν, θα κατέβαινε από τον σταυρό και θα έστεκε σώος και αβλαβής στα πόδια του σταυρού του. Όμως οι δισταγμοί του Ιησού με αποκορύφωμα το «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» κλονίζουν την πίστη του Ιούδα, ο οποίος μετά τον θάνατο του Χριστού νιώθει φρικτά διαψευσμένος και προδομένος. Όταν πια κατάλαβε ότι προκάλεσε με τα ίδια του τα χέρια τον θάνατο του ανθρώπου που τόσο αγαπούσε και λάτρευε, έφυγε από κει και κρεμάστηκε. Έτσι πέθανε, έγραψε στο σημειωματάριό του ο Σμούελ, ο πρώτος χριστιανός. Ο τελευταίος χριστιανός, ο μοναδικός χριστιανός.
Δεν είναι όμως μόνο ιστορικό ή θεωρητικό το ενδιαφέρον του βιβλίου. Ασφαλώς τα τρία εμπλεκόμενα πρόσωπα όχι μόνο διαγράφονται ανάγλυφα ως χαρακτήρες, αλλά αλληλοεπηρεάζονται, εξελίσσονται κατά τη διάρκεια του έργου και ξεδιπλώνουν, ο καθένας, την προσωπική του τραγωδία, που είναι συνυφασμένη απόλυτα με τον τόπο, τον χρόνο και την πολιτική ιστορία της περιοχής. Τα «φαντάσματα» του Μίχα και του Σαλτιέλ, ή μάλλον οι προσωπικές τους τραγωδίες, στοιχειώνουν τους δύο οικοδεσπότες. Ο Βαλντ, ομιλητικός, δηκτικός και χειμαρρώδης (τρυπούσε και πλήγωνε τον άλλον με μια λεπτότατη βελόνα), κρύβει πίσω από τα λογοπαίγνια και τα ευφυολογήματα ένα ασθενικό, ανήμπορο κορμί. Βαθιά όμως μέσα του κρύβει κυρίως τον πόνο για τον αδικοχαμένο γιο, τον Μίχα, και όχι μόνο (ο Σμούελ κοιτούσε τα χείλη του γέρου που κουνιόνταν κάτω από τα πυκνά άσπρα μουστάκια και διέκρινε για πολλοστή φορά την αντίθεση ανάμεσα στον πρόσχαρο οίστρο των λόγων του και τη βαθιά θλίψη που σκίαζε τα γκριζογάλανα μάτια του: μάτια τραγικά μπηγμένα στο πρόσωπο ενός σατύρου).
Ο Μίχα, ο γιος του Βαλντ και σύζυγος της Ατάλια, σκοτώθηκε με φρικτό τρόπο στη μάχη εναντίον των Αράβων στον δρόμο για Ιερουσαλήμ, αμέσως μετά την ίδρυση του Ισραηλινού κράτους, στις 2 Απριλίου του ’48 (μολονότι η γυναίκα του κι ο πεθερός του ήταν ενάντιοι στον πόλεμο, μολονότι ήταν αντίθετοι στην ίδρυση του κράτους, μολονότι είχαν εναντιωθεί με όλο τους το είναι στην επιστράτευσή του σε μια μάχη που οι ίδιοι την θεωρούσαν καταραμένη, εντούτοις αυτός στρατεύτηκε). Η συμφορά καταποντίζει τον Βαλντ, και σβήνει τις λογομαχίες και αντιπαραθέσεις με τον Σαλτιέλ.
Η «απεγνωσμένη αγάπη»
Ο Βαλντ δεν κρύβει την συμπάθειά του για τον Σμούελ (του λέει ότι έχει όψη ανθρώπου των σπηλαίων με ψυχή απροστάτευτη), αλλά και την αδυναμία του στην Ατάλια, στην οποία κατά κάποιον τρόπο είναι πλήρως υποταγμένος. Ο Σμούελ αργεί να ανακαλύψει το μυστήριο που κρύβουν οι δυο τους γιατί ο βουβός πόνος του κυρίου Βαλντ και η ψυχρή επιφυλακτικότητα της Ατάλια επέβαλαν σιγή στις ερωτήσεις του προτού καν τις αρθρώσει. Η μοναχικότητα και η έμφυτη συστολή του νεαρού ήρωά μας, όμως, προσελκύουν σταδιακά ακόμα και την παγερή Ατάλια, που τον προσεγγίζει «με τα μυστηριώδη παιχνίδια της», προκαλώντας του ανάμεικτα συναισθήματα οργής, αυτολύπησης, περιέργειας, απεγνωσμένης επιθυμίας και παραίτησης. Μια γυναίκα αποφασιστική, γεμάτη μυστικά, που φέρεται με ένα κράμα ειρωνείας και απόμακρης περιέργειας, μια γυναίκα που δεν παύει να δίνει διαταγές, που σε κοιτάει πάντα με αμυδρό σαρκασμό, ανάμεικτο ίσως με κάποια ψήγματα συμπόνιας. Ο παμπόνηρος Βαλντ, με την εμπειρία και προηγούμενων νεαρών που δούλεψαν στο ίδιο πόστο, ψυχανεμίζεται τα ερωτικά σκιρτήματα του Σμούελ και τον προειδοποιεί.
Είναι μια ερωτική ιστορία μοναδική, όπως άλλωστε και όλες οι ερωτικές ιστορίες, γιατί σπάνιοι μοναδικοί είναι και οι χαρακτήρες. Φευγαλέα, γιατί φευγάτοι είναι και η Ατάλια και ο Σμούελ. Βόλτες, αμηχανία, λεκτικά παιχνίδια, δειλές εξομολογήσεις, δισταγμοί και συγκρατημένη σωματική επαφή, ενώ ο Βαλντ επαναλαμβάνει σαν ρεφραίν «μην ερωτευτείς την Ατάλια» (είναι ικανή να «γοητεύει τους ξένους χωρίς να κουνάει το δαχτυλάκι της. Όμως αυτή αγαπάει πολύ τη μοναχικότητά της. Αφήνει τους άνδρες που έχουν γοητευτεί απ’ αυτήν να την πλησιάσουν και ύστερα τους διώχνει). Ο Σμούελ περνάει ώρες και ώρες άσκοπης περιπλάνησης, απόγνωσης, αυτολύπησης, αναμονής, επιθυμίας που εναλλάσσεται με «θολό κύμα ντροπής και αηδίας». Ωστόσο η Ατάλια παίρνει απρόσμενες πρωτοβουλίες, όπως να πάνε σινεμά, για ποτό (νιώθω αρκετά καλά μαζί σου επειδή δεν είσαι κυνηγός) βόλτα νύχτα με πανσέληνο στο όρος Σιών, ή να τον έχει ως συνοδό στις μυστηριώδεις αποστολές που αναλαμβάνει ως εργαζόμενη σε ιδιωτικό πρακτορείο ερευνών (-Και τι ερευνάς; - Απιστίες, για παράδειγμα). Είναι «γυναίκα αράχνη», στραγγίζει τις επιθυμίες των άλλων αφήνοντας χώρο μόνο για τις δικές της (κουράζομαι από τους αισθηματίες), ένα στοιχείο που γίνεται ανεκτό μόνο αν πάρει κανείς υπόψη την «άφατη θλίψη» της, αποκρούοντας με τον αέρα των διπλάσιων χρόνων της κάθε απόπειρα προσέγγισης εκ μέρους του Σμούελ (δεν έχω καρδιά για να συγκινηθώ). Εκείνος όμως φαίνεται να το αποδέχεται αυτό.
Η γρίππη του Βαλντ και το ατύχημα που ακινητοποιεί το πόδι του Σμούελ και αναγκάζει την Ατάλια να τον εγκαταστήσει στο ισόγειο, στο κλειστό δωμάτιο του πατέρα της, είναι το κομβικό σημείο πέρα από το οποίο η επικοινωνία και με τους δύο οικοδεσπότες γίνεται βαθύτερη. Η περιποίηση περικλείει κι ένα είδος τρυφερότητας που περιλαμβάνει και ερωτικές προσεγγίσεις, πάντα με πρωτοβουλία της Ατάλια. Στην τελευταία – ολοκληρωμένη- ερωτική συνεύρεση, του μιλά για τον ίδιο (Δεν είσαι κυνηγός. Ποτέ δεν κομπάζεις, ποτέ δεν γίνεσαι φορτικός ούτε ναρκισσεύεσαι. Κι έχεις και κάτι άλλο που μ’ αρέσει: όλα είναι γραμμένα στο πρόσωπό σου. Είσαι ένα παιδί χωρίς μυστικά), για να καταλήξει «από όλους τους μάλλον εσύ είσαι ο μόνος που θα θυμάμαι».
Αγάπη, μίσος, προδοσία
Δεν ανήκε στην εποχή μας.
Ίσως είχε έρθει πολύ αργά.
Ίσως ήταν μπροστά από την εποχή του.
Ανήκε σε μιαν άλλη εποχή.
Ο Σαλτιέλ Αμπραβανέλ, ο πατέρας της Ατάλια, ακόμα από την εποχή του Μπεν Γκουριόν ήταν της άποψης ότι οι Ισραηλινοί μπορούσαν να συνεννοηθούν με τους Άραβες ώστε να αποχωρήσουν οι Εγγλέζοι και να δημιουργηθεί ενιαίο κράτος με Άραβες και Ισραηλινούς, όχι αποκλειστικά εβραϊκό (γενικά η ιδέα του κράτους του φαινόταν «παιδιάστικη και απαρχαιωμένη»). Για τις απόψεις του αυτές τον έδιωξαν από το Εθνικό Συμβούλιο και το Εβραϊκό Πρακτορείο, που ήταν η ανεπίσημη εβραϊκή κυβέρνηση επί «Βρετανικής Εντολής»[3]. Ήταν όχι απλώς μια μειοψηφούσα άποψη, αλλά «η άποψη του ενός», σχετικά με την διένεξη των Εβραίων και των Αράβων. Να προτείνει μια ειρηνική λύση («ιστορικό συμβιβασμό») μεταξύ των δύο λαών. Οπωσδήποτε η πρωτοποριακή αυτή θέση πυροδότησε σοβαρή αντιπαράθεση ανάμεσα στους συμπέθερους, και θεωρήθηκε από όλους πολύ αιρετική -κι ας μην είχε χυθεί τόσο αίμα ακόμα. Ο Σαλτιέλ ήταν αραβόφιλος, μιλούσε αραβικά, είχε πολλούς φίλους Άραβες, κι όταν ξέσπασε ο πόλεμος επαναλάμβανε ότι «ο πόλεμος ήταν μια τρέλα του Μπεν Γκουριόν», και -εννοείται- συμβούλεψε τον Μίχα να μην πάει. Έτσι, ήρθε αντιμέτωπος με όλους τους συμπολίτες του που επιθυμούσαν διακαώς την ίδρυση του κράτους, και φυσικά έγινε προδότης. Ένας σύγχρονος Ιούδας, που σύμφωνα με την πρωτοποριακή αντίληψη περί Ιούδα, πρόδωσε γιατί πίστεψε πάρα πολύ. Ο Βαλντ διαφωνούσε με τον Σαλτιέλ, πίστευε ότι «αυτός ο πόλεμος ήταν ιερός» (επομένως συμβούλευε τον γιο του να πολεμήσει) και έκαναν μεταξύ τους ομηρικές λογομαχίες, αλλά στον Σμούελ τον παρουσιάζει ως «ονειροπόλο»: «κι εκείνος με τον τρόπο του πίστευε, όπως ο Ιησούς, στην οικουμενική αγάπη, την αγάπη όλων αυτών που είναι πλασμένοι κατ’ εικόνα του Θεού προς όλους όσους όσοι είναι πλασμένοι κατ’ αυτήν την εικόνα». Τον παρουσιάζει ότι πίστευε ότι όλα μπορούν να λυθούν με τον διάλογο (μια δυο σταγόνες καλής θέλησης, κι αμέσως θα γίνουμε όλοι αδέλφια στην καρδιά και στην ψυχή), πράγμα με το οποίο διαφωνεί κάθετα ο Βαλντ, πιστεύοντας ότι όταν δυο λαοί διεκδικούν την ίδια γη (όπως όταν δυο άντρες ποθούν την ίδια γυναίκα) τίποτα δεν μπορεί να σβήσει το μίσος τους.
Αντίθετα, ο Βαλντ δεν πιστεύει στην «αγάπη για όλους», για κείνον είναι περιορισμένο αγαθό, εφόσον ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να αγαπάει πέντε, δέκα άτομα (η αγάπη είναι προσωπική υπόθεση, παράξενη κα γεμάτη αντιφάσεις/είναι δυνατόν όλοι μας, μηδενός εξαιρουμένου, να αγαπάμε συνεχώς τους πάντες μηδενός εξαιρουμένου; Άραγε ο Ιησούς τους αγαπούσε όλους, πάντοτε;/όποιος τους αγαπάει όλους κατά βάθος δεν αγαπάει κανέναν). Όποιος λέει ότι αγαπάει όλον τον κόσμο είναι υποκριτής, πετά συνθήματα και ρητορείες. Επίσης, η αντίληψη του Βαλντ για το μίσος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: στην πραγματικότητα η αγάπη μοιάζει πολύ με το μίσος: η αγάπη και το μίσος είναι πολύ πιο κοντά από όσο νομίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Για παράδειγμα, όταν αγαπάς ή μισείς κάποιον, και στις δυο περιπτώσεις φλέγεσαι να ξέρεις ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται, με ποιον είναι, πώς είναι, αν είναι ευχαριστημένος, τι κάνει, τι σκέφτεται, τι φοβάται.(…) Και η ζήλια είναι τρανή απόδειξη ότι η αγάπη μοιάζει με το μίσος επειδή, μέσα στη ζήλια, η αγάπη και το μίσος συμπλέκονται. Μια αντίληψη στην οποία υπερθεματίζει ο Σμούελ: Το γεγονός είναι ότι όλη η δύναμη του κόσμου δεν μπορεί να μετατρέψει το μίσος που νιώθει κάποιος για σένα σε αγάπη.
Είναι περιττό να παραθέσουμε και την άποψη της Ατάλιας για τον πόλεμο. Παρόλο που ο Σαλτιέλ ήταν ψυχρός ως πατέρας, ιδεολογικά ταυτίζονται: Ίσως πράγματι να ήταν αφελής άνθρωπος. Ίσως πράγματι να ήταν προτιμότερο όλα όσα κάνατε εδώ –δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι να πάνε στη σφαγή και εκατοντάδες να πάνε στην εξορία. Οι Εβραίοι εδώ είναι στην ουσία ένα μεγάλο στρατόπεδο προσφύγων, το ίδιο και οι Άραβες/η ίδια η παρουσία των Εβραίων στο Ισραήλ στηρίζεται σε μια αδικία.
Το τραύμα που άφησε η απώλεια του Μίχα στις ψυχές των τόσο διαφορετικών πρωταγωνιστών μας, παγώνει τον εσωτερικό τους κόσμο και τις ιδεολογικές τους βεβαιότητες. Συμβιώνουν πια χωρίς να ελπίζουν, χωρίς να περιμένουν τίποτα (Ατάλια: Τίποτα δεν μπορεί να με πληγώσει πια/Βαλντ: Είναι αδύνατον να μοιραστείς έναν πόνο. Δεν υφίσταται κάτι τέτοιο) μέχρι που πέθανε ο Σαλτιέλ, απομονωμένος στο σπίτι του.
Ο Σμούελ ωστόσο, ευαίσθητος δέκτης από τη μια αλλά κι ερευνητικό πνεύμα που αναζητά την «αλήθεια», είναι αυτός που θα ξεκλειδώνει τον Βαλντ και την Ατάλια, ενώ παράλληλα ο συγγραφέας ξετυλίγει όλο αυτό το κουβάρι και τα αίτιά του, τις ανείπωτες τραγωδίες που δημιούργησε (και συνεχίζει να δημιουργεί) ο συγχρωτισμός Αράβων και Ισραηλινών. Παρόλο που ο Σμούελ δηλώνει άθεος, ασχολείται στην εργασία του με το οικουμενικό μήνυμα του Ιησού, την αγάπη, δίνοντας κατά τη γνώμη μου σε λίγες γραμμές μια βαθιά ερμηνεία της ιστορικής μοίρας των Εβραίων:
Ως ένα σημείο μπορεί να καταλάβει κάποιος έναν λαό που επί χιλιετίες γνώριζε καλά τη δύναμη των βιβλίων, τη δύναμη της προσευχής, τη δύναμη των εντολών, τη δύναμη της μελέτης, τη δύναμη της θρησκευτικής αφοσίωσης τη δύναμη της συναλλαγής και της διαμεσολάβησης, αλλά τη δύναμη της δύναμης τη γνώριζε μόνο απ’ τα χτυπήματα στη ράχη του. Και ξαφνικά βρίσκεται να κρατά στο χέρι ένα βαρύ ρόπαλο. Τανκς, πολυβόλα, αεριωθούμενα. Είναι φυσικό ένας τέτοιος λαός να μεθύσει από δύναμη και να τείνει να κάνει ό, τι θέλει με τη δύναμη της δύναμης.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] Στις 14 Μαΐου 1948, μία ημέρα πριν λήξει η βρετανική Εντολή στην περιοχή, το ανώτατο εβραϊκό συμβούλιο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του Ισραήλ και όρκισε πρόεδρο τον Χάιμ Βάιζμαν και πρωθυπουργό τον σιωνιστή ηγέτη, Νταβίντ Μπεν Γκουριόν. Την επόμενη ημέρα ξέσπασε ο πρώτος Αραβοϊσραηλινός πόλεμος του 1948, όταν πέντε αραβικές χώρες (Αίγυπτος, Ιορδανία, Συρία, Λίβανος και Ιράκ) εισέβαλαν στρατιωτικά, με την αρωγή και άλλων στρατευμάτων από την Υεμένη και τη Σαουδική Αραβία. Η Αίγυπτος και η Ιορδανία προσάρτησαν τότε το Σινά και τη Γάζα η πρώτη και τη Δυτική Όχθη η δεύτερη. Μετά από ένα χρόνο εχθροπραξιών υπεγράφη ανακωχή.
[2] https://www.gaiaelliniki.gr/2022/01/blog-post_29.html
[3] Το καθεσώς της βρετανικής κηδεμονίας στην Παλαιστίνη (1920-1948)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου