Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2023

Σάλτος, Ανδρέας Νικολακόπουλος

Ύστερα μου τόνισε πως η γνώση των πραγμάτων
δεν έχει να κάνει με την ευτυχία.
Αυτό ήταν θέμα απόφασης.
Όπως και η δυστυχία.
Πως τάχα δεν υπάρχει τίποτα σταθερό
πέρα από τον νου του παρατηρητή.
     Δεκατρία διηγήματα περιλαμβάνει αυτή η συλλογή του γνωστού συγγραφέα, εξίσου πρωτότυπα και σαγηνευτικά με τα διηγήματα της συλλογής «Αποδοχή κληρονομιάς», εφόσον κι εδώ η αφήγηση, με όχημα το παραμυθιακό/μυθικό στοιχείο διεισδύει μέσα στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Προσπαθώντας να βρω λέξεις για να διατυπώσω την ιδιαίτερη αίσθηση που μου έδωσε η ανάγνωσή τους, δεν μπορώ παρά να επαναλάβω όσα είχα γράψει και στην σχετική ανάρτησή μου: «Ο συγγραφέας φαίνεται να διερευνά τα όρια της ανθρώπινης συνείδησης, εκεί που την απειλεί ο αρχέγονος φόβος των φυσικών στοιχείων, των άγριων ζώων, η φρίκη του φονιά· η φρίκη της αγιάτρευτης αναπηρίας, η φρίκη της εκμετάλλευσης και του βασανισμού· η σαγήνη που φτάνει στη διαστροφή, η ψυχοφθόρος ζήλεια, η ύβρις, η παντοδύναμη κατάρα, η δίψα για εκδίκηση. Και φυσικά η φρίκη του πολέμου». Δεν έχει τέλος αυτή η αναζήτηση, στην οποία μπορούν να προστεθούν η φρίκη της τρέλας, της χρόνιας αρρώστιας, καθώς και το ανθρώπινο «πάθος», οποιοδήποτε πάθος (για τα πουλιά, για τη μουσική, για μια γυναίκα), όπως θα δούμε και στα διηγήματα της συλλογής "Σάλτος".
     Αυτή άλλωστε είναι και η λειτουργία του «Μύθου», όσο κυριαρχεί η μυθική συνείδηση (που προηγήθηκε της φιλοσοφικής και λογικής σκέψης) στην πορεία του ανθρώπινου πνεύματος, και την βλέπουμε ξεκάθαρα στα λαϊκά παραμύθια, στους θρύλους, δοξασίες ή στην αρχαία τραγωδία. Οι άνθρωποι, δέσμιοι μιας αλλόκοτης ειμαρμένης από την οποία είναι «ύβρις» η προσπάθεια να ξεφύγουν, ίσως είναι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των μυθικών αφηγήσεων. Κι έτσι, «ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας», που λέει κι ο ποιητής: ο μύθος εκφράζει μια Αλήθεια σε υπερβατικό επίπεδο, σε κοσμογονικό, ηθικό, ή «πραγματικό». Ο μύθος, το παραμύθι, η λαϊκή δοξασία, ο θρύλος ανιχνεύουν τα όρια του ανθρώπου, πέρα από τα οποία υπάρχει το παράλογο, το άγνωστο, ο τρόμος και το αποτρόπαιο…
     Ο συγγραφέας προσελκύει τον αναγνώστη από τις πρώτες σειρές αιφνιδιάζοντάς τον πολλές φορές, και τοποθετεί τη δράση σε περιβάλλον κατά κανόνα ανοίκειο για τον συμβατικό/σύγχρονο τρόπο ζωής, και όσο αφορά τον χρόνο αλλά κυρίως όσο αφορά τον χώρο. Η ιδιαιτερότητα του σκηνικού προσελκύει τον αναγνώστη, χωρίς να είναι σε επίπεδο τελείως φανταστικό. Τόποι και τοπωνύμια είναι από αληθινά έως αληθοφανή (π.χ. ο αβυσσαλέος βράχος με το όνομα «Σάλτος» που δίνει το όνομα στην συλλογή, υπάρχει άραγε; Το Διαπόρι και τα Kαμίνια στο «Οι κόρες της αιθάλης» παραπέμπουν στα αντίστοιχα χωριά της Λήμνου; Το Μπαλαγκουέρ στην Καταλονία (που αναφέρεται σε τρία από τα διηγήματα) σίγουρα υπάρχει στον χάρτη και σίγουρα υπάρχει και το απόκοσμο ερημοκκλήσι του Αγίου Γκόβαν (Saint Govan's chapel).
     Συνήθως ο κεντρικός ήρωας είναι και ο αφηγητής, και συνήθως είναι μοναχικός, οξυδερκής και ιδιόρρυθμος, οδηγημένος από κάποιο ανεξέλεγκτο πάθος. Κατά στη διάρκεια της ανάγνωσης πολλές φορές ένιωσα ότι ο συγγραφέας είναι ένας σύγχρονος Έντγκαρ Άλαν Πόε, και θα συμφωνήσω με τη γνώμη της Ελένης Γκίκα ότι πρόκειται για μια συλλογή που θυμίζει έντονα Έντγκαρτ Άλαν Πόε, Κάρεν Μπλίξεν και γοτθικές ιστορίες. Ωστόσο, δεν έχω προσωπικά ιδιαίτερη αγάπη στις ιστορίες μυστηρίου, φρίκης ή γκροτέσκο. Το στοιχείο που βρήκα απαράμιλλο και σ΄αυτήν τη συλλογή, όπως και στην «Αποδοχή κληρονομιάς», είναι η γραφή. Μια γραφή πολύ ιδιαίτερη χωρίς να είναι εξεζητημένη, με ανάκατα λαϊκά και λόγια στοιχεία. Όπως λέει σε συνέντευξή του ο ίδιος ο συγγραφέας, «Η δασκάλα μου μου πέρασε μέσα μου την αγάπη για τις ομηρικές λέξεις, που καιρό μετά τις μπόλιασα με τις λέξεις του χωριού, φτιάχνοντας μια δική μου γλώσσα, πότε αρχαία αστική και πότε σύγχρονη βουνίσια, μα συνήθως μπερδεμένη ανάκατα και καθαρά προσωπική». Ανοίγοντας τυχαία οποιαδήποτε σελίδα και διαβάζοντας όποια φράση έρχεται στα μάτια μου, γοητεύομαι από τη δύναμη της εικόνας, και τα συναισθήματα σαν ηλεκτρισμός που διαπερνούν τις λέξεις, που είναι μεστές, γεμάτες έντονο συναίσθημα και ουσία (πολλά δείγματα γραφής ακολουθούν με πλάγια γράμματα). Παρόλο που, ομολογώ, οι φρικιαστικές λεπτομέρειες μερικές φορές φτάνουν στο όριο της διαστροφής.
    Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς -τεκμηριωμένα- για διηγήματα που αφήνουν τόσο διαφορετική γεύση, παρά μόνο με γενικόλογα. Μετά από αυτήν την εισαγωγή λοιπόν, θα αναφερθώ σε καθένα ξεχωριστά, γιατί είναι και το καθένα τόσο διαφορετικό, κι ας με συγχωρέσει ο αναγνώστης της ανάρτησης που αναγκαστικά «προδίδω» τη μαγεία του αφηγήματος.
     Σάλτος
     Ο αφηγητής μάς προετοιμάζει για τα «αλλόκοτα περιστατικά» που συμβαίνουν στο χωριό του, γύρω από τον παροιμιώδη βράχο- ογκόλιθο (τον «Σάλτο») που οδηγεί στον γκρεμό κι απ’ όπου οι χωριανοί ρίχνουν κατά παράδοση τα «παροπλισμένα» ζωντανά. Μύθοι και θρύλοι φορτίζουν τη σημασία αυτού του μακρόστενου εξογκώματος (για μένα δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από ένα καταραμένο αγκωνάρι που, αν έκανες το λάθος να παραπατήσεις ή να γλιστρήσεις από την κορφή του), ακόμα και για τον αποστασιοποιημένο ήρωα, εφόσον από κει πέταξε κι ο παππούς του το «ψηλό κοκκινότριχο άλογό τους», μπροστά στο μικρό αγόρι που αναγκάστηκε να παρακολουθήσει όλη τη σκηνή «για να γίνει άντρας κι όχι λιγόψυχος κιοτής» (ένιωθα σαν ξύλινη καρμανιόλα που τσουλάει επάνω της η παγωμένη λάμα).
     Τις κατακρημνίσεις των ζώων διαδέχονται οι άνθρωποι, οι αυτόχειρες, των οποίων τα άψυχα σώματα συναντούν τα «τηλαυγή κόκαλα των αδίκως φονευθέντων ζώων», ενώ ο αφηγητής μας παρακολουθεί από κοντά τις προσωπικές ιστορίες των «σαλταδόρων»: πρώτη η δασκάλα με τον αγαπητικό της, ύστερα η τρελή του χωριού, στη συνέχεια «ηδονόπληκτα ζευγάρια που έψαχναν το ανέσπερο το φως του ατελούς τους πάθους», και η σειρά επιμηκύνεται τόσο ανησυχητικά, που ο πρόεδρος του χωριού προτείνει να περιφράξουν την περιοχή και να βάλουν φύλακα! Ο μόνος που αποδέχεται την παράξενη αυτή θέση είναι ο ήρωάς μας, ο οποίος παρακολουθεί πια εκ του σύνεγγυς τον τρομακτικό κόσμο του βουνού όπου φώλιασε τόσος πόνος, και που μέσα στην σιωπή και τη μοναξιά παίρνει άλλες διαστάσεις.
     Μέσα στο εξωκοσμικό αυτό περιβάλλον, καθώς ο ήρωας συνταυτίζεται σταδιακά με τα άγρια ζώα, τις γουστέρες, τα δένδρα και τα πουρνάρια, παρατηρεί τον εαυτό του και τον κόσμο, και ο εσωτερικός του κόσμος μεταλλάσσεται. Παρακολουθούμε βήμα βήμα, χάρη στη μαεστρία του συγγραφέα, την μεταστοιχείωση της συνείδησης σε αυτό που ο κόσμος ονομάζει «σαλεμένο» (είπαν πως τρελάθηκα και πλέον είχα σαλτάρει. Ότι το δρεπάνι της τρέλας ξεφαλτσάρισε στο κεφάλι μου και μου έκοψε μια φλοίδα από το μυαλό), ωστόσο ως αναγνώστες αναρωτιόμαστε κι εμείς, μαζί με τον αφηγητή, ποιοι είναι οι τρελοί του κόσμου τούτου.
     Οι κόρες της αιθάλης
     Μεταφερόμαστε στο Διαπόρι, ένα βραχονήσι γνωστό για τα καμίνια του, του οποίου οι κάτοικοι ήταν όλοι καρβουνιάρηδες και ανθρακέμποροι «από την αρχή της ιστορίας», στην πλειονότητα γυναίκες (ονομάζονταν μάλιστα Καρκίνοι γιατί έμοιαζαν με κάβουρες, όπως κρατούσαν τις τσιμπίδες με τα πυρωμένα ξύλα). Ο βιασμός ενός μικρού κοριτσιού πυροδοτεί μια απίστευτης εμβέλειας οργή από τις γυναίκες, καταπιεσμένη εδώ και αιώνες, με συνέπειες που σαν ντόμινο επιφέρουν βίαιη εξόντωση όλων των αρσενικών, υποδειγματική οργάνωση αποκλειστικά από γυναίκες, τη σύνταξη του «πρώτου γυναικείου συντάγματος» κι άλλες αλλαγές στην γυναικεία, πια, κοινότητα. Μέσα σ’ ένα κρεσέντο «μαγικού ρεαλισμού», η οικονομική ευημερία του κράτους των γυναικών δίνει την δυνατότητα στην «Μαύρη Ταξιαρχία» τους να εξαπλωθούν και να κυριαρχήσουν βίαια στα γειτονικά νησιά, χωρίς να διαφέρουν σε τίποτα από την ορμητικότητα και την εκδικητικότητα των ανδρών.
     Η «τελευταία πράξη» αυτής της παράξενης ιστορίας, είναι ανατριχιαστική: η προσβλητική απάντηση που έδωσαν οι Διαπορίτισσες στον απεσταλμένο του ναύαρχου Μάναπ (σαν μια πόλη γεμάτη καμινάδες και απλωμένα ρούχα που πλησίαζε ολόκληρη απειλητικά κάτω από σωρείτες, θυσάνους και μελανίες. Επάνω από τριακόσια πλοία ζύγωναν ανταριασμένα και όρτσα από θυμό το Διαπόρι) έχει ανυπολόγιστες γι’ αυτές συνέπειες.
     Το παραπέτασμα του Μύλου
     Ένα παράξενο χωριό, το Μπαλαγκουέρ της Καταλονίας, διασχίζεται από το μονοπάτι που χωρίζει το Χωριό του Χθες απ’ το Χωριό του Αύριο…
     Μέλι με γάλα
     Μέλι με γάλα έδωσε η 20χρονη Ραλιώ του Καλαθά στον αφηγητή -όταν εκείνος ήταν 10 χρονών- για να του περάσει ο βήχας, σώζοντας του μεν τη ζωή, αλλά σημαδεύοντάς τον για πάντα σ’ αυτήν την τρυφερή ηλικία με την ζηλεμένη ομορφιά της, τη χάρη της, το λευκό δέρμα και τα υπέροχα στήθια (φανερώθηκαν τα μυτερά γαλακτερά της στήθια με τις αχνές γεμάτες πόρους θηλές τους που σχεδόν έσπρωχναν τις κλωστές του πουκαμίσου της για να πεταχτούν έξω). Η νεαρή γυναίκα, έχοντας επίγνωση της ομορφιάς της, προκαλεί όλα τα αρσενικά αλλάζοντας ρούχα ολόγυμνη δίπλα στα παραθύρια, και αναστατώνοντας συνειδητά τον ήρωά μας. Καθώς εκείνος μεγαλώνει και πάει πια στο γυμνάσιο, ψάχνει να βρει κορίτσι που να μοιάζει στη Ραλιώ («στο πικροφούντουκό μου»), ωστόσο η Ραλιώ παντρεύτηκε και επέστρεψε στο χωριό μετά από τρία χρόνια σε νεκροφόρα, θύμα της προκλητικής της συμπεριφοράς. Κι η ζωή όμως του αφηγητή έχει καταστραφεί, καθώς αποτρελαμένος φτάνει ως το έγκλημα, φυλακίζεται, εκτίει την ποινή, κι επιστρέφοντας στο χωριό, αγνώριστος και γερασμένος «σκάβει άφοβος τον τύμβο της πεσούσης ομορφιάς» (όποιος δεν είδε να υψώνονται μπροστά του αψίδες φόβου και οβελίσκοι μαύροι του χαμού, καλύτερα να μη χρησιμοποιεί τη λέξη απόγνωση. Όποιος δεν βάδισε ξυπόλυτος σε χωράφια σπαρμένα με λεπίδες και ξυράφια και δεν συνάντησε το λιμασμένο κτήνος της απώλειας, ας μη μιλάει για πόνο. Με τη λάσπη ως τα γόνατα και γεμάτος χώματα μέχρι το κούτελο, τράβηξα το σαπισμένο από την υγρασία καπάκι του ύστατου κουτιού και τότε την είδα) και βιώνει το προσωπικό του «θαύμα».
    Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς
     Μια διαφορετική προσέγγιση δίνει κι εδώ ο συγγραφέας στο θέμα της -κατά σύμβαση- «ψυχικής διαταραχής», που ιδωμένη διαφορετικά, εκ των έσω, αποκτά ένα πολύ διαφορετικό νόημα. Η εσωτερική, πνευματική επικοινωνία των δύο φίλων-πρωταγωνιστών του διηγήματος αποκαλύπτει μια διάσταση μαγική, και πάλι εξώκοσμη. Αρχικά, είναι καταπληκτική η περιγραφή του χώρου, του εργαστηρίου χημείας δηλαδή (μεγάλο κτίριο βαμμένο στο κίτρινο των Αζτέκων) όπου βρέθηκαν και συνεργάζονταν οι δυο φίλοι, ο κεντρικός ήρωας ο Σπύρος και ο αφηγητής (η φιλία μας ήταν δυνατότερη του ανταγωνισμού μας για τη χημεία και ακόμα δυνατότερη της μανίας μας για τους δίσκους ψυχεδελικής μουσικής της δεκαετίας του εξήντα και για τις γυναίκες ε κατσαρά μαλλιά κι ελαφρώς στραβές μύτες. Ακόμα και σ΄αυτό ταιριάζαμε). Η προοπτική της υποτροφίας και των δυο σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού είναι πολύ πιθανή για τους δυο προικισμένους και διαβαστερούς νεαρούς, μέχρι την ανατροπή: η δυσκολία να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα της γενετικής έσπρωξε τον Σπύρο σε υπερβολική ποσότητα ψυχότροπης ουσίας. Ακολουθεί η σταδιακή κατάρρευσή του μπροστά στα μάτια του έντρομου φίλου του, ώσπου μετά από κάποιες μέρες έμεινε ένα «ανθρώπινο απομεινάρι». Το τραγούδι «Indian summer» θαρρείς τον στοιχειώνει, και παρά τις παρατεταμένες προσπάθειες του αφηγητή να τον συνεφέρει, καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική –το μόνο που δείχνει να τον ενδιαφέρει είναι ονόματα… φυλών Ινδιάνων.
     Το θαυμαστό τέλος που μας επιφυλάσσει ο συγγραφέας για την ιστορία του Σπύρου, λαμβάνει χώρα 37 χρόνια μετά, ενώ ο αφηγητής μας είναι πια παντρεμένος και καταξιωμένος καθηγητής στην Οαχάκα του Μεξικού, όταν μια εσωτερική, μαγική δύναμη -θαρρείς σταλμένη από τον κόσμο των Ινδιάνων- τον καλεί πίσω στην πατρίδα, κλείνοντας τον κύκλο της φιλίας τους για πάντα.
     Mon nox
     Στο Μπαλαγκουέρ της Καταλονίας γίνεται διακοπή ρεύματος. Το σκοτάδι πέφτει ξαφνικά σαν βαριά βρεγμένη κουβέρτα στις ταράτσες της πόλης, και στη συνέχεια σε όλη την γύρω περιοχή. Οι πολίτες αρχικά παραμένουν ψύχραιμοι, πιστεύοντας ότι η δυσχερής κατάσταση είναι προσωρινή, ενώ μετά από τρεις τέσσερις μέρες ο «πολυπλόκαμος φόβος» άρχισε να κλείνει τους ανθρώπους στα σπίτια τους, στις δέκα μέρες να εμφανίζονται μικρές ομάδες με πυρσούς στα χέρια, ανατριχιαστικά γέλια, και στον μήνα πάνω μια κραυγή τρόμου σηματοδοτεί την παράδοση σε μαζική αλλοφροσύνη όλων των πολιτών (τα πρόσωπα των κατοίκων απέκτησαν μια παράξενη έκφραση σαν εκείνη του ασθενή στον πίνακα που βρίσκεται στο Πράδο με τίτλο «Η θεραπεία της τρέλας»). Ο συγγραφέας ψάχνει βαθιά μέσα στον ανθρώπινο αρχέγονο εαυτό και ξεθάβει εκείνο το προϊστορικό αγρίμι που ταΐζεται από τον χιμαιρικό τρόμο του αγνώστου και από την στρίψη του μυαλού που επιμελώς έκρυψαν οι άνθρωποι πίσω από φωτισμένα δωμάτια και λαμπερού δρόμους.
     Το βράδυ εκείνο το Μπαλαγκουέρ παραδόθηκε στη λάμα της λεπίδας και στη λοξή ματιά.
     Η άσφαλτος που καίει
     Είναι συγκλονιστικής ωμότητας το διήγημα αυτό, για να μας θυμίζει ότι η ανθρώπινη φύση κλείνει μέσα της απίστευτη αθλιότητα (ιδιαίτερα όταν υπακούει στον όχλο), πολύ μάλλον όταν πρόκειται για πόλεμο, και μάλιστα εμφύλιο. Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ’90, όταν ο αφηγητής μαθαίνει στο καφενείο από τον γείτονα Σταύρο ότι υπάρχει στα περίχωρα ένα ολόκληρο εγκαταλειμμένο χωριό, ένα «λεπροχώρι». Η πορεία στο άγνωστο αυτό «χωριό» είναι δύσβατη (μέχρι και τριχιές έφτιαξαν για να κατέβουν στον γκρεμό) για να ανοιχτεί σαν σκοτεινός πίνακας εκείνο το αλησμόνητο θέαμα που όμοιό του δεν τόλμησε κανείς να σηκώσει τα μάτια του να αντικρύσει.
     Η συγγραφική δεινότητα του Νικολακόπουλου αναδεικνύεται σ΄αυτήν την περιγραφή (κι όποιος δεν αρέσκεται στις περιγραφές νομίζω ότι θα άλλαζε γνώμη) καθώς ξεδιπλώνεται το απίστευτο μακάβριο τοπίο, μια ολοκληρωμένη κοινότητα σε στάδιο ολοκληρωτικής φθοράς για να τονίσει στον αναγνώστη τη ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Όμως οι εξηγήσεις των παππούδων που συνοδεύουν τον αφηγητή, για εξάπλωση επιδημίας /απομόνωση των αρρώστων/παράξενες συμπεριφορές (π.χ. βάλθηκαν να ανάβουν φωτιές τα βράδια και να κάνουν επιδρομές σερνάμενοι σαν νεκροζώντανοι βαδιστές στα μαντριά και στις στρούγκες), όπως και οι προσπάθειες των υγιών χωριανών να τους αποκρούσουν δεν καθησύχασαν τον ήρωά μας.
     Η επόμενη επίσκεψή του στον χώρο ήταν μοναχική κι ακόμα πιο ανατριχιαστική, καθώς ανακαλύπτει ανεξήγητα και φρικιαστικά ίχνη, που δημιουργούν αναπάντητα ερωτήματα. Οι εξηγήσεις που δίνονται εντέλει από τον Σταύρο είναι ακόμα πιο οδυνηρές γιατί αποκαλύπτουν όχι μόνο την ανθρώπινη εξαχρείωση εν καιρώ εμφυλίου, αλλά και την συνειδητή διαστρέβλωση της Ιστορίας, ενώ ο συγγραφέας αφήνει υπόνοιες ότι ο αδελφοκτόνος πόλεμος αφήνει μνήμες ακόμα και σήμερα, «άσφαλτος που καίει περισσότερο από τις άλλες χρονιές».
     Αλισάχνη
     Αλισάχνη, η πέτσα από το βρασμένο αλατόνερο όταν αυτό κρυώσει. Το γιατροσόφι της Ορέλια, στο Μπαλαγκουέρ της Καταλονίας, για την «γρίπη» -που μάλλον ήταν φυματίωση- που της πήρε τον άντρα και δυο παιδιά, αφήνοντάς την μόνο με τον μεγάλο γιο, τον Φελίπε (πάνω που μου έφερε τα πτυχίο, ανέβασε πυρετό).
     Μια κηδεία σπαραχτική, με όλο το χωριό στα μαύρα στη μια όχθη του ποταμού, να αποχαιρετά το παλληκάρι που κείται στην άλλη όχθη με το καφέ κουστούμι της αποφοίτησής του σταυροκουμπωμένο και μια χαροκαμένη μάνα που κατευοδώνει τον γιο της για εβδομήντα τρεις μέρες παρακολουθώντας όλα τα στάδια της αναπόφευκτης «φυγής», είναι η τελευταία, ανεξίτηλη εικόνα του αφηγήματος.
     Τα κύματα
     Είναι όντως εξωπραγματικό το τοπίο που διάλεξε ο ήρωας, εκπαιδευτής γερακιών (!), για να εκπαιδεύσει δέκα νεαρά γεράκια -μια αποστολή που του ανέθεσε η υπηρεσία του αεροδρομίου: το Ερημοκλήσι του Αγίου Γκόβαν, φυτεμένο σ΄έναν απίστευτο γκρεμό (χτες βράδυ ονειρεύτηκα τα όρια βράχια που δέρνονταν απ’ τα λευκογάλανα κύματα καθώς έρχονταν φουσκωμένα από το κανάλι του Μπρίστολ κι έσπαγαν με ορμή πάνω στους μελανιασμένους αρχαίου ασβεστόλιθους που έμοιαζαν με ανθρώπους/το μέρος των θρύλων που τόσο λάτρευα από μικρός).
     Πρόκειται για τον «καλύτερο εκπαιδευτή γερακιών», που από εννιά χρονών αγαπά και μελετά τα γεράκια (έχει μεγάλο ενδιαφέρον εδώ η περιγραφή της εξημέρωσής τους). Η πρόσβαση στο δυσπρόσιτο εκκλησάκι είναι περιπετειώδης, ενώ το ερμητικό καταφύγιο στοιχειώνεται από θρύλους και μυστήριο. Ασκητές, μοναχοί, καμπάνες, πειρατές μέχρι και ιππότες του Αρθούρου, καταπακτές- και αποκορύφωμα, ένας ανθρώπινος σκελετός με πνιχτά μηνύματα στους μουχλιασμένους τοίχους, συνθέτουν τα απομεινάρια αυτών των θρύλων, στην ερημική σπηλιά όπου αποφασίζει ο αφηγητής μας να εγκατασταθεί.
     Δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί «Τα πουλιά» του Έντκαρ Άλαν Πόε όταν διαβάζει τις τελευταίες σελίδες του διηγήματος, όπου τα πουλιά ξεφεύγουν απ’ τον έλεγχο κι ο ήρωας αναμετρά τις ώρες του συνειδητοποιώντας ότι φυσιολογικό είναι αυτό που συμβαδίζει με τη λογική της φύσης κι όχι με την αλαζονεία του ανθρώπου.
     Αμάμπλε Πικουέρ
     Ο μεγάλος πλάτανος του χωριού Μπαλαγκουέρ στην Καταλονία, υπενθυμίζει στο χωριό κάθε χρόνο την αδερφική προδοσία και τις φρικτές εκτελέσεις του εμφύλιου, καθώς οι ακτίνες του ήλιου  περνώντας μέσα απ’ τα κλαδιά σχηματίζουν σκιές απαγχονισμένων. Στον τοίχο του προδότη Αμάμπλε Πικουέρ.
     Υπερμογγολικός
     Εξίσου «sui generis», ιδιόρρυθμος και εκκεντρικός είναι κι εδώ ο αφηγητής, ένας νεαρός που είναι αφοσιωμένος στη μουσική. Οκτώ χρονών επιστρέφοντας από το σχολείο μια μουσική τον διαπέρασε όπως περνάει ο απότομος αέρας μέσα από τις καλαμιές, χωρίς να τις ξεριζώσει, μα ταράζοντάς τες για μια ζωή. Ήταν μία από τις Gnossiennes του Ερίκ Σατί, και ήταν η αιτία που θα έσπαγε η γυαλιστερή κρούστα της προκαθορισμένης του ζωής στην πόλη. Ο δυνατός έρωτας σαν δίνη ρουφάει όλη τη ζωή του ήρωα: εγγραφή στο Ωδείο, 12 χρόνια μελέτης του Ερίκ Σατί, διακρίσεις, έπαθλα και κυνηγητό του άπιαστου ονείρου (μια καρδιά που ανυπομονούσε να δει τον κόσμο) σε Αυστρία και Πεκίνο, για να καταλήξει να εργάζεται ως πιανίστας στον «θρυλικό» Υπερμογγολικό των Ρωσικών Σιδηροδρόμων, πόστο που του υποσχόταν αιώνια κίνηση (το πιάνο ήταν η αφορμή και όχι η αιτία που με έκανε να μη στεριώνω πουθενά).
     Η συνεχής κίνηση σημαίνει και συνεχή ακινησία, εφόσον η ρουτίνα στην οποία υποβλήθηκε ο ήρωας επί 18 χρόνια δεν τον αφήνει να δει ούτε καν απ’ το παράθυρο του τρένου (Με τον καιρό έγινα μέρος του τρένου. Ένα αξεσουάρ των βαγονιών κι εγώ/το τρένο με κάποιον τρόπο με είχε πιάσει όμηρο, δεμένο με τον μύθο του/βρισκόμουν πάντα εν κινήσει, μα ένιωθα καρφωμένος στο ίδιο σημείο). Η προσέγγισή του μ’ ένα μικρό δωδεκάχρονο αγόρι, τον Ζιλίν, που δείχνει ενδιαφέρον για τη μουσική, είναι η αφορμή για αναστοχασμό και ακραίες συνειδητοποιήσεις που οδηγούν στη «λύση».
     Ο αγγελοκρουσμένος
     Από μικρός είχε τον φόβο ο Σίμος. Όχι του χαμού, μα του θανάτου. Όχι των πραγμάτων που δεν θα έβλεπε σαν φύγει απ’ τη ζωή, μα τη φρίκη αυτής καθαυτήν της στιγμής που θα του ερχόταν το αγγελόκρουσμα και, με μάτια ορθάνοιχτα, τινάγματα των άκρων και τρίχες σηκωμένες θα πέρναγε από τη μια μεριά στην άλλη.
     Ποιος δεν έχει σκεφτεί αυτήν τη έσχατη στιγμή, ποιος δεν ψυχανεμίστηκε ότι δεν έφτασε πολύ κοντά, ποιος δεν την είδε στα τελευταία σκιρτήματα αγαπημένου προσώπου; Ο συγγραφέας ψηλαφεί αυτές τις αιχμές «της σκοτεινιάς» στον 37χρονο αλαφροΐσκιωτο/αγγελοκρουσμένο ήρωά του, τον Σίμο, τις στιγμές που η ζωή του είχε φύγει αλλάζοντας μορφή. Και όχι μόνο τις στιγμές της στερνής της ώρας, αλλά την αίσθηση της διαφορετικής διάστασης της συνείδησης και του χρόνου, την γνώση όσων μένουν πίσω και θρηνούν, την αδυναμία επικοινωνίας, τη λησμονιά καθώς περνάει ο καιρός και τις αναπόφευκτες αλλαγές στον κόσμο των ζωντανών, ενώ κανένας θνητός δεν μπορεί να συνομιλήσει με τον νεκρό.
     Είναι και το τελευταίο διήγημα, πιστεύω όχι τυχαία, καθώς συνοψίζει ολόκληρη φιλοσοφία που διαπνέει όλα τα διηγήματα, της «εκκωφαντικής σιωπής» και του «ατέλειωτου και βροντερού Χαμού», λέξεις της τελευταίας παραγράφου.
     Ωστόσο, εγώ θα τελειώσω την ανάρτηση με αναφορά στο πιο αγαπημένο μου, που είναι «Η ασημένια χορδή».
Η ασημένια χορδή
Δεν υπάρχει τίποτα σταθερό
πέρα από τον νου του παρατηρητή
     Μόνο και μόνο το σκηνικό, με την καθηλωτική γραφή του συγγραφέα, σε μεταφέρει σε άλλη διάσταση: χιονισμένες, απάτητες κορφές, «πανάρχαια βουνά», πρώιμη άνοιξη. Ανηφοριές, σπηλιές, βράχια, «τρύπες σαν αετοφωλιές». Ατέλειωτοι πευκώνες και καραβάνια ανδρών που σκοπός τους είναι να μαζέψουν ρετσίνι, μια δουλειά που την κάνουν από πάππου προς πάππου.
     Η σκληρή δουλειά των ρετσινάδων περιγράφεται με γλαφυρότητα (όπως είδαμε και με τους καρβουνιάρηδες στις «Κόρες της αιθάλης») προτού εστιάσει η αφήγηση στον κύριο ήρωα, τον αφηγητή και τον συμπρωταγωνιστή, τον Ανάργυρο. Ο Ανάργυρος ήταν καινούργιος, άμαθος στη δουλειά, και ο αφηγητής μας είναι το αφεντικό του (δεν είναι ότι δεν ήταν φιλότιμος ή έξυπνος. Και εργατικός ήταν, και τετραπέρατος. Μα ήταν φτιαγμένος αλλιώτικα, και δεν είναι εύκολο όταν έρχεσαι από τα θρανία και τις βιβλιοθήκες στο βουνό).
     Ο Ανάργυρος, φιλομαθής και δουλευταράς, μαθαίνει τη δουλειά κάθε μέρα, ενώ κάθε βράδυ γοητεύει το αφεντικό του με απίθανες εξιστορήσεις, αληθινές ή φανταστικές (σε ένα μήνα μέσα έμαθα, έστω και λίγο μπερδεμένα, ονόματα και πράγματα που σε δέκα σχολεία μαζί δεν θα μάθαινα ποτέ), ο δε ήρωάς μας σημειώνει με ζήλο, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις του.
     Όταν οι συζητήσεις  στρέφονται σε θέματα πιο πνευματικά, για την παράλυση του ύπνου, για το συνειδητό όνειρο, την αισθητηριακή στέρηση και για τις αλλοιωμένες συνειδησιακές καταστάσεις, ο αφηγητής μας αρχίζει να νιώθει ότι ο Ανάργυρος είναι «αλλοπαρμένος» (με λίγα λόγια ο Ανάργυρος κατέληξε να μου λέει ότι μπορούμε να βγούμε απ’ το κουφάρι μας και να το βλέπουμε από ψηλά σαν να είμαστε άλλοι). Κατανικώντας όμως τις αρχικές αντιστάσεις του, παραδέχτηκε ότι πού και πού μπορούμε να χωρίσουμε το κορμί από το «μέσα» του ανθρώπου (ο Ανάργυρος απέφυγε έντεχνα να χρησιμοποιήσει τη λέξη «ψυχή») όταν βρεθούμε σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ενώ η Ασημένια Χορδή, ένα είδος ομφάλιου λώρου σε συνδέει με τη σωματική κατάσταση (αν αυτό κοπεί σημαίνει πως είσαι πια νεκρός). Το μυστικό, να μη σκέφτεσαι.
     Οι τελευταίες παράγραφοι του διηγήματος είναι μαγικές- ακολουθούμε τον ήρωα στο απίθανο ταξίδι μέσα από τα δένδρα και τα σύννεφα, ενώ μια σπάνια ενσυναίσθηση γεννιέται μέσα του (ονειρεύτηκα πως οι κορμοί έτρεμαν από τρόμο σαν τους έμπηγα τη λάμα μου μέσα τους και πως έβγαζαν ουρλιαχτά πόνου καθώς έβγαινε από μέσα τους το χρυσαφένιο αίμα). Τον βλέπουμε να παραιτείται από ρετσινάς και να ταξιδεύει πια στις «εσχατιές της ατμόσφαιρας», βλέποντας αποκάτω το πευκόδασος να «βογκάει σιωπηλό». 
     Αυτό κάνω κάθε νύχτα χρόνια και χρόνια μετά από εκείνο το τελευταίο πρωινό στο βουνό μέχρι να έρθει η στιγμή που η χορδή θα σπάσει, ρινίσματα από ασήμι θα εκτοξευτούν στον αέρα και η αιώρα θα σταματήσει να κινείται άπνοη, πότε αριστερά και πότε δεξιά, αφήνοντας τα σκληρά χέρια που κάποτε έσφιγγαν το τσεκούρι να ξεκουραστούν σταυρωμένα μέσα στη Μάνα Γη.
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου