Μέσα από βιωματικές καταστάσεις λοιπόν, ο ανίδεος από ψυχοθεραπεία αναγνώστης έρχεται σε επαφή με τις αρχές της νέας αυτή σχετικά επιστήμης, που εξελίσσεται και πειραματίζεται συνέχεια (όπως άλλωστε όλες οι επιστήμες). Φερειπείν, μια σημαντική ιδέα που διατυπώνεται μέσα από την εμπειρία των προσώπων είναι ότι «το ποσό και η φύση του άγχους που βιώνουμε δεν ορίζονται από (ή τουλάχιστον δεν ορίζονται μόνο από) τη φύση του τραύματος αλλά από το νόημα του τραύματος. Και το νόημα είναι ακριβώς η διαφορά μεταξύ σώματος και ψυχής». Το νόημα του τραύματος, εφόσον η κάθε ξεχωριστή προσωπικότητα το προσλαμβάνει με διαφορετικό τρόπο και ένταση.
Το πρώτο κεντρικό ζήτημα που τίθεται είναι το ζήτημα της «μεταβίβασης» όπως σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία ονομάζεται η μεταφορά από τον θεραπευόμενο στον θεραπευτή συναισθημάτων, προτύπων και προσδοκιών που κουβαλάει από την προηγούμενη ζωή του. Πρόκειται για ένα συχνό φαινόμενο που δημιουργεί συχνά την «αντιμεταβίβαση», δηλαδή ισχυρά συναισθήματα και στον ίδιο τον θεραπευτή. Ο συνηθέστερος τύπος «μεταβίβασης» είναι ο έρωτας, δεδομένου ότι ο θεραπευτής είναι συνήθως μια ανοιχτή αγκαλιά, που ακούει πρόθυμα όλες τις σκοτεινές σκέψεις του θεραπευόμενου κι είναι επομένως φυσιολογικό να δημιουργείται ένα είδος εξάρτησης, συχνά ερωτικής/σεξουαλικής φύσης. Ο συνειδητοποιημένος θεραπευτής παίρνει υπόψη του τα συναισθήματα αυτά, και τα μεταβιβαστικά και τα αντιμεταβιβαστικά, και τα αξιοποιεί ως υλικό για την θεραπεία.
Όμως… όμως υπάρχει και η «ανθρώπινη», αδύναμη πλευρά. Ο Γιάλομ, στο βιβλίο του αυτό, αφού μας συστήνει τον βασικό ήρωα Έρνεστ (νευροψυχίατρο, επίκουρο καθηγητή ψυχιατρικής, ερευνητής μέλος της Επιτροπής Ιατρικής Δεοντολογίας, επίδοξο θεραπευτή), ξεκινά από την περίπτωση του 70χρονου καθηγητή Σήμουρ Τρόττερ, «πατριάρχη της ψυχιατρικής κοινότητας» και πρώην προέδρου της ΑΨΕ, δηλαδή της Αμερικανικής Ψυχιατρικής εταιρείας. Πρόκειται δηλαδή για ένα άτομο καταξιωμένο, που περιέπεσε όπως στο ατόπημα να ερωτευτεί την 32χρονη πελάτισσά του Μπελλ. Ο Έρνεστ, ως αρμόδιος, αναλαμβάνει να χειριστεί την υπόθεση.
Στην συνέντευξη στην οποία υποβάλλει ο Έρνεστ τον Τρόττερ, η θεωρία του Τρόττερ ανατρέπει τις μέχρι τότε αρχές του νεοφώτιστου ψυχοθεραπευτή: «Πρέπει να εφευρίσκουμε μια νέα θεραπεία για κάθε ασθενή, να παίρνουμε στα σοβαρά την έννοια της μοναδικότητας κάθε ασθενούς και ν’ αναπτύσσουμε μια μοναδική ψυχοθεραπεία για τον καθένα/τι τεχνικές χρησιμοποίησα; Η τεχνική μου είναι να εγκαταλείψω κάθε τεχνική! (…) Η Μπελλ δεν υπήρξε ποτέ για μένα μια διάγνωση, μια οριακή διαταραχή προσωπικότητας ή μια διαταραχή διατροφής, ή μια ιδεοαναγκαστική ή αντικοινωνική διαταραχή ». Ο Τρόττερ διαπιστώνει ότι η Μπελλ «έπασχε» από σύνδρομο ματαίωσης, επομένως στην ερωτική έλξη που ένιωθε για τον θεραπευτή, θα ήταν ολέθριο να αναπαραχθεί αυτή η σχέση (δηλαδή μια εκ νέου ματαίωση). Έτσι, επινοεί τον όρο «θεραπευτική συμμαχία», όπως ονομάζει το κρίσιμο σημείο όπου θεμελιώνεται ένα είδος εμπιστοσύνης ανάμεσα στον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο («σε όποιο σημείο -μα σε όποιο- και να τοποθετούσα τα όρια, εκείνη όλο προσπαθούσε να τα καταρρίψει»). Το μεταίχμιο στη σχέση θεραπευτή και θεραπευόμενου έγινε πολύ οριακό, και ο Τρόττερ όχι μόνο ενέδωσε στην επιμονή και την έξυπνη στάση της Μπελλ, αλλά «εκμεταλλεύτηκε την μεταβίβαση» όπως τον κατηγόρησαν, παραιτήθηκε από τους τίτλους του κι εξαφανίστηκε με την Μπελλ με την οποία έδεσε τη ζωή του.
Μετά το εκτεταμένο (και λίγο κουραστικό) αυτό πρώτο μέρος, βλέπουμε να αναπαράγεται το ίδιο ερώτημα, το ίδιο ηθικό ζήτημα αλλά κάπως πιο περίπλοκα: ο Τζάστιν, χρόνια ασθενής του Έρνεστ, ξεπερνά ξαφνικά τα προβλήματά του με την γυναίκα του Κάρολ, γνωρίζοντας μιαν άλλη γυναίκα και ουσιαστικά ακυρώνοντας τον ρόλο του ψυχοθεραπευτή («Ναι, ξέρω, ακούγομαι σαν απαιτητικός γονιός!» -ένα ακόμα ζήτημα στη σχέση θεραπευόμενου-θεραπευτή, που ο Έρνεστ το συζητά με τον επόπτη του, Μάρσαλ).
Σ’ αυτό το σημείο μπαίνει στην αφήγηση δυναμικά η δαιμόνια και εκδικητική Κάρολ, που αποφασίζει να ανταποδώσει το χτύπημα στον Τζάστιν, εκθέτοντας τον… ψυχοθεραπευτή του! Αποφασίζει λοιπόν να υποκριθεί την απελπισμένη καταπιεσμένη γυναίκα χρόνιου καρκινοπαθούς, και να εμφανιστεί ως ασθενής στον Έρνεστ, με απώτερο σκοπό να τον εκμαυλίσει! Αντίστοιχα ο Έρνεστ, για δικούς του λόγους, αποφασίζει να ακολουθήσει τις αρχές του Τρόττερ, δηλαδή στην συγκεκριμένη ασθενή να λέει την αλήθεια. Στην προσπάθειά του αυτή ισορροπεί σ’ ένα τεντωμένο σκοινί (προσκρούοντας στην αρχή ότι ό, τι γίνεται πρέπει να γίνεται σε όφελος του θεραπευόμενου), καθώς ο Έρνεστ επινοεί συνέχεια αρχές και κανόνες (Είναι οι κανόνες που θέτουν όρια στην αυτοαποκάλυψη του θεραπευτή, για να προστατεύσουν όχι μόνο τον θεραπευόμενο, αλλά και τον ίδιο). Σημειωτέον ότι ο Έρνεστ είναι στερημένος από αληθινή ερωτική σχέση, και ο πειρασμός στις ερωτικές «αθώες» επιθέσεις της Κάρολ γίνονται αβάσταχτες.
«Αντιστικτικά», παρακολουθούμε από κοντά τον τρίτο πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος, τον επόπτη του Έρνεστ, τον αλαζονικό Μάρσαλ. Ο Μάρσαλ κάποια στιγμή μαγεύεται/ παγιδεύεται από έναν επιτήδειο πρώην ασθενή του, που παρουσιάζεται ως παθολογικά γενναιόδωρος και προσφέρει μια εξαιρετική ευκαιρία στον θεραπευτή του, κάτι που «κουμπώνει» με την φιλοχρηματία, τη φιλοδοξία και την απληστία του Μάρσαλ (του ήταν τόσο οδυνηρό να αρνηθεί, που τα άτια του βούρκωσαν). Η διπλή εξαπάτηση του Μάρσαλ (ρισκάρει ένα ποσόν 90.000 δολαρίων) όταν του αποκαλύπτεται, βγάζει στην επιφάνεια τον χειρότερο –εκδικητικό- εαυτό του, ενώ ταυτόχρονα αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με τις αρχές της ψυχοθεραπείας. Ο ευφυής Γιάλομ με συγγραφική μαεστρία επινοεί την σύμπτωση να προσλάβει ο Μάρσαλ ως δικηγόρο την… Κάρολ (ομοιοπαθή εξαπατημένη με τάσεις εκδίκησης, αλλά πιο ώριμη μετά το δικό της στραπάτσο), η οποία με το εκρηκτικό της ταπεραμέντο αλλά και την εμπειρία της βοηθά τον επόπτη ψυχοθεραπευτή να κατευνάσει τα πάθη του και να ξαναβρεί τον εαυτό του (προσπάθησε να κάνει τον Μάρσαλ να σκεφτεί λογικά πόσο άχρηστη ήταν η οργή του, τονίζοντάς του και πόσο αυτοκαταστροφική ήταν).
Γιατί, ναι, η Κάρολ όχι μόνο δεν εκδικήθηκε τον άντρα της καταστρέφοντας τον Έρνεστ, αντίθετα με τους επιδέξιους χειρισμούς του Έρνεστ (ο οποίος βάδιζε ένα τεντωμένο σκοινί, δεδομένου ότι είχε δεσμευτεί να λέει στην Κάρολ την αλήθεια και να την κάνει μέτοχο των δικών του συναισθημάτων), με την αναδίφηση του παρελθόντος, με το σκάλισμα των δικών της τραυμάτων, με τα συγκινησιακά σοκ στα οποία υποβαλλόταν αναγκαστικά. Η σχέση του Έρνστ και της Κάρολ εξελίχθηκε σταδιακά σε μια σχέση ειλικρίνειας –της λέει ότι είναι ελκυστική ως γυναίκα, ότι τον ερεθίζει, την αγκαλιάζει κλπ αλλά δεν ενδίδει ερωτικά. Με την ψυχαναλυτική διαδικασία, που περιλαμβάνει βέβαια και αναλύσεις ονείρων, ο Έρνεστ δείχνει στην Κάρολ ότι αυτή επιμένει μεν να γίνει ερωμένη του, αλλά αυτό δεν είναι ειλικρινές. Και είναι η αλήθεια, γιατί η Κάρολ εννοείται ότι δεν είναι καθόλου ερωτευμένη (αντίθετα ερωτικά απεχθάνεται τον Έρνεστ).
Ο Έρνεστ βρίσκει την δύναμη και την διαύγεια να δώσει μια εικόνα πολύ κοντά στην αλήθεια που γνωρίζουν και οι αναγνώστες και η Κάρολ, που είναι δυναμική και πανέξυπνη, έχει πλέον γοητευτεί, έχει «κατακτηθεί» από την οξυδέρκεια του Έρνεστ και νιώθει ότι έχει φτάσει σε τέτοιο βάθος η σχέση τους, που αποφασίζει να του αποκαλύψει την αλήθεια.
Κι έτσι τελειώνει το βιβλίο.
Ένα βιβλίο ξεχωριστό, που δείχνει «κατά το εικός και αναγκαίον» πόσο ανεξιχνίαστοι και περίπλοκοι είναι οι μαίανδροι της ανθρώπινης ψυχής, πόσο δύσκολη και επισφαλής είναι η πάλη του καθένα με τους «δαίμονές» του, κι επομένως πώς αυτή η σύγκρουση με τις αντιφάσεις που κουβαλά ο καθένας έρχεται σε ισορροπία με πολλή εσωτερική δουλειά, είτε είναι θεραπευτής, είτε θεραπευόμενος.
Χριστίνα Παπαγγελή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου