Με κεντρικό ήρωα τον Παράσχο που γεννήθηκε το 1857 (επομένως εξετάζοντας και τους προγόνους οι ιστορικές αναφορές πάνε πολύ πιο πίσω), διατρέχουμε τον 19ο αιώνα και τον πολυτάραχο 20ο αιώνα μέχρι το 1919, γνωρίζοντας από «μέσα» την ιστορία της πόλης. Βασικοί ήρωες είναι επίσης και ο Αντίπας, πατέρας του Παράσχου καθώς και ο γιος του Παράσχου ο Κλεάνθης, πρόσωπα των οποίων τις τροχιές ακολουθεί η αφήγηση συνυφαίνοντας πολλές και διαφορετικές ιστορίες με τους έρωτες, τα πάθη, τα μυστικά τους… Επίσης πολλά -πιο- δευτερεύοντα πρόσωπα πλαισιώνουν την κύρια υπόθεση, χωρίς να σημαίνει ότι δεν διαγράφονται ξεκάθαροι χαρακτήρες. Βλέπουμε την συνύπαρξη των τριών γενεών που τις χαρακτηρίζουν διαφορετικές έγνοιες και ήθη, μέσα σ’ ένα πολύπαθο περιβάλλον· ο συγγραφέας έχει αποδείξει πολλές φορές ότι είναι μάστορας στο να συμπλέκει πολλές ξεχωριστές προσωπικότητες, και να αναπαριστά ανάγλυφα την πολυδιάστατη κοινωνία της ιστορικής εποχής που επιλέγει. Γιατί, η πολυπολιτισμικότητα και η οικονομική άνθηση της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που ήταν λιμάνι και εμπορικό κέντρο λίγο πριν την επανάσταση των Νεότουρκων, διασταύρωση πολλών αντιμαχόμενων πληθυσμών –Τούρκων, Εβραίων, Βουλγάρων, Σέρβων κ.α.- και ποικίλων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, δίνει μια σύνθεση, ένα «πολύχρωμο ψηφιδωτό» που επιτρέπει να συνυπάρχουν πολλές παράλληλες μικροϊστορίες, μυστήρια που κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη ενεργό και χαρακτήρες που του προκαλούν πλούσια συναισθήματα όπως θαυμασμό, αποτροπιασμό, συγκίνηση, αγωνία, λαχτάρα, αντιπάθεια.
Ο Παράσχος, γεννημένος σε πολύ φτωχική γειτονιά, ζει ορφανός από μητέρα, με τον πατέρα του Αντίπα που είναι καραγωγέας και τη θεία Μόρφω, που έχει ένα κοριτσάκι λίγο μικρότερο από τον ήρωά μας, φθισικό. Με αναδρομικές αφηγήσεις παρακολουθούμε τα παιδικά χρόνια του σε διάφορες χρονικές περιόδους: στο ελληνικό σχολείο ο μόνιμος βασανιστής του ο Τασμάς τού κάνει τη ζωή μαρτύριο μέχρι τα 13 του χρόνια, οπότε εμφανίζεται ένα πρόσωπο καθοριστικό στη ζωή του, ο Χρήστακας, και τον απεγκλωβίζει. Η υποστήριξη του Χρήστακα (να στέκεσαι στα δικά σου ποδάρια μικρέ/δάγκωσε τον φόβο προτού σε φάει) προκαλεί «κοσμογονική μεταβολή» στη συμπεριφορά του Παράσχου, ο οποίος ξεθαρρεύει, και ανακτά το κύρος του σπάζοντας στο ξύλο έναν άλλον μάγκα της γειτονιάς και κερδίζοντας έτσι τον σεβασμό των νταήδων και παλικαράδων.
Σε αντίθεση με τον πατέρα του, τον ρομαντικό Αντίπα, που είναι ήπιος και συγκαταβατικός χαρακτήρας, ο Παράσχος από πολύ μικρός τρέφει φιλοδοξίες να βγει από την φτώχεια και την ορφάνια όπου τον έχει ρίξει η μοίρα (ζήλεψε όπως ο θάνατος τη ζωή, κι ήθελε να εξαφανιστεί, να τον αρπάξει μαύρος γύπας και να τον αμολήσει από ψηλά, να τσακιστεί στα βράχια. Ο ίδιος με δυσκολία αγόραζε δυο τρία τετράδια κι ο Λυγίζος τα είχε στοίβα). Έτσι, δεμένος στο άρμα του θαυμασμού του προς τον Χρήστακα, καθώς ο Παράσχος μεγαλώνει και πηγαίνει πια στο τετρατάξιο γυμνάσιο, παρόλο που είναι καλός μαθητής, κάνει ό, τι μπορεί για να μην είναι πια παρακατιανός, ασήμαντος. Μαζί με τους καινούργιους του φίλους, τον Τούρκο Μπεκτάς, τον Εβραίο Πέπο και τον Βούλγαρο Τράικο υπό την καθοδήγηση του Χρήστακα σχηματίζουν μια ομάδα που με λαμογιές και απατεωνιές καταφέρνουν να επιπλεύσουν. Εντωμεταξύ οι πλούσιοι φίλοι του (Λυγίζος, Ράλλης) του δημιουργούν αισθήματα μειονεξίας (ο κουρελής και ο αφέντης, έτσι αισθανόταν τη μια ο Παράσχος και την άλλη κολακευόταν που καταδέχτηκε να γίνει ο Λυγίζος φίλος του). Άλλωστε, αδερφή του Λυγίζου είναι η Ιόνη, ο απρόσιτος μεγάλος έρωτας.
Ο αδίστακτος και φιλόδοξος Παράσχος κρύβει πόνο και ευαισθησία μόνο για την άρρωστη ξαδέρφη του, την γλυκιά Ηλιάνα, ενώ η συμπεριφορά του σκληραίνει αναγκαστικά, σαν όρος επιβίωσης (μόνο με σκληράδα μπορείς να σταθείς σ’ αυτήν την κοινωνία. Τρως για να μη σε φάνε. Πατάς για να μην σε πατήσουν). Αρπάζει κάθε ευκαιρία για κοινωνική άνοδο, όχι χωρίς δισταγμό στην αρχή (επί μέρες αλληλοσπαράσσονταν εντός του ό, τι λογάριαζε ως καταρράκωση της αξιοπρέπειάς του) και εμπιστεύεται τις επιπόλαιες υποσχέσεις του πλούσιου φίλου του, Ράλλη, για να διαψευστεί αργότερα με τραυματικό τρόπο.
Φιλίες, πάθη, έρωτες, μίση και προδοσίες χτίζουν την τυχοδιωκτική και παθιασμένη φύση του κεντρικού ήρωά μας. Παρακολουθούμε με γαργαλιστικές λεπτομέρειες (σε δυο χρονικά επίπεδα κινείται η αφήγηση) τον ώριμο πια Παράσχο, να έχει παντρευτεί δυο φορές και να είναι πατέρας πέντε παιδιών, να έχει καταξιωθεί οικονομικά και κοινωνικά ως επιχειρηματίας (καφέ σαντάν αρχικά με τον Χρήστακα, στη συνέχεια μόνος του), ενώ η πορεία της ζωής του ακολουθεί δύο κυρίως άξονες.
Ο πρώτος και ίσως πιο καθοριστικός, είναι ο συναισθηματικός, γιατί, πέρα από την παθολογική αδυναμία/αγάπη στην μικρή ασθενική ξαδέρφη του την Ηλιάνα, ο Παράσχος χάνει το μυαλό του με ρομαντικούς και θυελλώδεις έρωτες: πρώτη «σοβαρή» σχέση η γλυκιά Δροσιά -με την οποία δεν φαίνεται τόσο ερωτευμένος- που έγινε και η πρώτη σύζυγος/μητέρα των δύο πρώτων παιδιών και που πέθανε νέα· η Ιόνη, αδερφή του φίλου του Λυγίζου, ο εφηβικός χιμαιρικός έρωτας με τον οποίο ξανασυναντήθηκε επεισοδιακά, έγινε η δεύτερη σύζυγος και μητέρα των τριών του μικρότερων παιδιών· η αέρινη Κορνηλία (όσα φύλλα μετρήσεις, σε τόσα ανοίγει η καρδιά μου για σένα)· τέλος, η εκρηκτική σαντέζα Μαιριλή που αποδείχτηκε… κατάσκοπος!
Ο δεύτερος άξονας είναι το πάθος για κοινωνική άνοδο, η ισχυρή, ανεξέλεγκτη παρόρμηση να ξεφύγει από τη φτώχεια, πολλές φορές με αθέμιτο τρόπο όπως είπαμε- ως εκ τούτου η εμπλοκή του με την παρανομία, με τον κόσμο της νύχτας και με σκοτεινές δραστηριότητες του φέρνουν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, όταν αποφασίζει να ανοίξει δική του επιχείρηση, παρά την δυσκολία των καιρών. Μέσα στις επί μέρους σκηνές που ανοίγονται και συναρπάζουν τον αναγνώστη γιατί κινούνται παράλληλα δημιουργώντας αγωνία, κυρίαρχη είναι η εκδίκηση για τον βιασμό και την απαγωγή της κόρης του της Ροδάμνης από τους Βούλγαρους.
Γιατί το έργο ξεκινά «in medias res» (αναδρομική αφήγηση). Βρισκόμαστε στα 1908, μια χρονιά κρίσιμη για τη βαλκανική ιστορία και ιδιαίτερα για την Θεσσαλονίκη, που είναι το προπύργιο των νεότουρκων. Ο Μακεδονικός αγώνας έχει ήδη διχάσει τους κατοίκους, και φίλοι/γείτονες έχουν προσχωρήσει σε εχθρικό στρατόπεδο. Οι παιδικοί φίλοι του Παράσχου έχουν κάνει κι αυτοί παιδιά, έχουν πάρει τον δρόμο τους μέσα στους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς των καιρών, οι εκβιασμοί και οι ίντριγκες είναι σε πρώτο πλάνο. Ο Κλεάνθης που σπουδάζει γιατρός στην Αθήνα έχει προσχωρήσει στον Μακεδονικό αγώνα σε υψηλή θέση και λαμβάνει επιστολή, να παραδώσουν τον αιχμάλωτο Βούλγαρο αγωνιστή Ασάν Τάνο για να αφήσουν την Ροδάμνη ελεύθερη. Ωστόσο, ο Ασάν Τάνο είχε ήδη ξεψυχήσει.
Ίσως αυτή είναι η κορυφαία στιγμή αγωνίας για τους πρωταγωνιστές μας. Δεν είναι όμως δυνατόν ούτε σκόπιμο να αναφερθούν εδώ όλες οι προσωπικές ιστορίες των ηρώων, με τις αγωνίες, τα συναισθήματά τους και τις επιλογές τους. Πολλά από τα πρόσωπα αποκαλύπτουν, μέσα στις δυσκολίες τον πραγματικό τους εαυτό, που μπορεί να είναι αγγελικός (Αντίπας, Μόρφω, Μυρτώ) ή και σατανικός (Τασμάς, Ζαχάρω, Παρίσης ο προοριζόμενος γαμπρός της Ροδάμνης κλπ). Τα απρόοπτα, οι διαβολικές συμπτώσεις, η επανεμφάνιση ηρώων που είναι ξεχασμένοι έχοντας αφήσει ερωτηματικά πίσω τους, όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά των ταραγμένων εποχών, αλλά και της γραφής του Καλπούζου, ο οποίος μας παραδίδει το νήμα όπου υπάρχουν οι «απαντήσεις». Γιατί όλες οι «μικροϊστορίες βρίσκουν απάντηση, όλοι οι ήρωες είτε δικαιώνονται είτε έχουν τη μοίρα που «τους αξίζει» (αν και η πραγματικότητα είναι πολλές φορές πολύ δεινή). Οι πολλαπλές υποθέσεις «κλείνουν» κάθε μία ολοκληρωμένα και αβίαστα.
Αυτό όμως που γοητεύει ιδιαίτερα τον αναγνώστη είναι ότι μεταφέρεται αυτόματα σε μια ταραγμένη ιστορική εποχή αλλά τόσο καθοριστική για το παρόν, και σε μια πόλη που έχει τόσο διαφορετική, μοναδική ιστορία και παρελθόν: πολυπολιτισμική και κοσμική πρωτεύουσα, με λιμάνι από τα πιο σημαντικά. Τούρκοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Έλληνες, Εβραίοι, Αλβανοί, Αρμένιοι και Ρουμάνοι συγκατοικούσαν ειρηνικά, τα παιδιά τους πηγαίνουν μαζί σχολείο, συμπορεύονταν και αγωνίζονταν μαζί ενάντια στην φτώχεια και τους κατακτητές. Μέχρι που αρχίζουν τα πρώτα εθνικιστικά σκιρτήματα. Μαζί με τους ήρωες παρακολουθούμε τον απόηχο του ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-78), (δολοφονίες προξένων, δραγουμάνων κλπ), αντίποινα (π.χ. του Βούλγαρου Χατζημήσεφ), παρακολουθούμε τις συνέπειες της ίδρυσης της βουλγαρικής Εξαρχίας και τον επεκτατισμό των Βουλγάρων (βλ. οργάνωση ΕΜΕΟ), τις επαναστατικές ομάδες και τις βομβιστικές επιθέσεις τους (το δειλινό της 16ης Απριλίου1903 σείστηκε η Θεσσαλονίκη από απανωτές εκρήξεις), την εξέγερση του Ίλιντεν[1] (σλαβόφωνων ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία). Τα βουλγαρικά κομιτάτα, τα ελληνικά κομιτάτα, τις προπαγάνδες και τις συμμαχίες που οδήγησαν στους βαλκανικούς πολέμους, τον ρόλο των προξενείων, την ίδρυση της σιωνιστικής οργάνωσης Καντίμα (οραματίζονταν την επιστροφή των Εβραίων στην Παλαιστίνη). Τις πιέσεις που ασκούσαν οι Νεότουρκοι στον τελευταίο σουλτάνο τον Αβδούλ Χαμίτ Β΄, την προκήρυξή τους ότι όλοι είναι αδέλφια Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι Εβραίοι, Μουσουλμάνοι (είμαστε όλοι ίσοι κάτω από τον γαλάζιο ουρανό, είμαστε περήφανοι που είμαστε Οθωμανοί!), για να μεταστραφούν μετά από πολύ μικρό διάστημα σε ακραίο εθνικιστικό κίνημα. Την ίδρυση της Φεντερασιόν, με πολυφυλετικό σοσιαλιστικό όραμα, που απαρτιζόταν ωστόσο κυρίως από Εβραίους. Παρακολουθούμε φυσικά τους βαλκανικούς πολέμους, καθώς ο Κλεάνθης -και όχι μόνο- ως γιατρός βίωσε όλον τον πόνο της φριχτής όψης του πολέμου. Και αμέσως με τους βαλκανικούς βλέπουμε στους ήρωές μας τον αντίκτυπο από τα ιστορικά γεγονότα που ξέρουμε και που ακολουθούν καταιγιστικά: η παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταχσίν Πασά στις 27 Οκτωβρίου 1912 (όχι στις 26!) χαρίζει στον αναγνώστη στιγμές συγκίνησης με την παραστατικότητα με την οποία περιγράφονται οι αλησμόνητες εμπειρίες των ηρώων, αλλά και οι επιφυλάξεις όσων συμμετέχουν ενεργά για τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, η δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου τον Φεβρουάριο του 1913, η άφιξη του διαδόχου Κωνσταντίνου, η συνθήκη του Βουκουρεστίου και ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος…
Και βέβαια η μεγάλη πρωταγωνίστρια είναι η Θεσσαλονίκη, ένας ζωντανός οργανισμός που εξελίσσεται και μεταμορφώνεται ραγδαία. Στην ατμόσφαιρα αυτή στην οποία μεταφέρεται ο αναγνώστης συντελούν και τα διαφορετικά -τούρκικα ή εβραϊκά- τοπωνύμια αλλά και οι τρεις χάρτες που υπάρχουν στην αρχή του βιβλίου: της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1890, από το 1890 μέχρι το 1917 (μεγάλη πυρκαγιά) και της Καλαμαριάς το 1915. Μια πόλη που περιβαλλόταν πριν δυο αιώνες από ασφυκτικά θαλάσσια τείχη και που ο δεκαοκτάχρονος Παράσχος θυμάται να τα γκρεμίζουν σταδιακά (1873). Βλέπουμε τον Κανλί Κουλέ να μετονομάζεται σε Μπεϊάζ Κουλέ (Λευκό Πύργο ή Τόρε Μπλάνκα για τους Ισραηλίτες). Περιδιαβαίνουμε μαζί με τους ήρωες στα σοκάκια και τα καλντερίμια, βλέπουμε πώς ήταν πριν ενάμισι αιώνα οι γνώριμες γειτονιές, πώς καταστράφηκαν από την τρομερή καταιγίδα του 1890 αλλά κι απ’ τις αλλεπάλληλες πυρκαγιές με κορυφαία την πυρκαγιά του 1917, πώς ξαναχτίστηκαν σιγά σιγά, πώς άλλαξε η ρυμοτομία και η ανθρωπογεωγραφία με τις πληθυσμιακές μετακινήσεις.
Όλα τα ιστορικά συμβάντα, τα γεωγραφικά και ανθρωπολογικά στοιχεία, απολύτως ακριβή και τεκμηριωμένα, ενσωματώνονται με τέχνη στις κύριες κι επί μέρους αφηγήσεις, στον κύριο κορμό των μυθιστορηματικών βίων των ηρώων χωρίς να γίνεται μάθημα Ιστορίας, αλλά επιτρέποντας στον αναγνώστη να δει την συγκινησιακή διάσταση των συγκλονιστικών γεγονότων.
Χριστίνα Παπαγγελή
[1] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BE%CE%AD%CE%B3%CE%B5%CF%81%CF%83%CE%B7_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%8A%CE%BB%CE%B9%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BD
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου