Σήμερα το μπλογκ "Ανάγνωση" φιλοξενεί το κείμενο που έγραψε ο Δημήτρης Νάσκος για το βιβλίο της προηγούμενης ανάρτησης του Ιωάννη Λαδάκη, "Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής"
«Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής». Πρόκειται για ένα έργο που συνδυάζει διάφορα λογοτεχνικά είδη, όπως ο υπαρξισμός, η φιλοσοφία, ο συμβολισμός και ο σουρεαλισμός, δημιουργώντας ένα συνολικό ποίημα που αγγίζει την καρδιά και το μυαλό μας.Το εξώφυλλο αυτού του βιβλίου μας προσφέρει μια ισχυρή εικόνα: Χειροπέδες που έχουν σπάσει. Αυτή η εικόνα συμβολίζει τα δεσμά της κοινωνίας και πώς ένας άνθρωπος μπορεί να απελευθερωθεί, αναζητώντας την αυθεντική ζωή. Στο οπισθόφυλλο, ο συγγραφέας, αντικρούοντας τον σκληρό ανταγωνισμό του σύγχρονου κόσμου και την απώλεια της ταυτότητας, μας προτρέπει να σκεφτούμε μια μελλοντική επανάσταση που θα μας οδηγήσει σεμια νέα αρχή, απαλλαγμένη από την καταπίεση και την αισχροκέρδεια.
Το βιβλίο αποτελείται από έναν πρόλογο και τέσσερα κεφάλαια με τους εξής τίτλους: «Πιστεύω», «Η ιστορία του άλλου», «Ανοχή στη σκιά ενός χειμωνιάτικου δειλινού» και «Η Μοναξιά του Ίχνους». Ο πρόλογος μάς εισάγει στο κύριο θέμα του βιβλίου, που δεν είναι άλλο από τον σκληρό ανταγωνιστικό στίβο της ζωής, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτισμένη βία και στη διαστρέβλωση της καθαρής σκέψης. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση αναδύεται η προσωπικότητα του κεντρικού χαρακτήρα – πότε ως εσωτερικός μονόλογος και πότε ως συνομιλία με τον άλλο του εαυτό.
Στη συνέχεια, το καθένα από τα τέσσερα κεφάλαια παρουσιάζει διαφορετικές εμπειρίες και φαντασιώσεις του πρωταγωνιστή. Είναι η δική του οπτική για τα πράγματα και αισθητική. Είναι ο τρόπος που βλέπει, ερμηνεύει και αντιμετωπίζει τον κόσμο. Η δική του γωνιακή εστίαση που εντυπώνει έναν καμβά λουσμένο με υπερρεαλιστικά χρώματα και όχι μόνο. Επιπλέον, θίγονται οικουμενικά ζητήματα, όπως ο ρόλοςτης ανθρώπινης ύπαρξης και της αγάπης, όπως το αίσθημα της απώλειας και της αναζήτησης της αλήθειας. «"Η αγάπη μου για τη ζωή είναι ένα παραμυθάκι που κάποτε θα το διαβάζουν μικρά παιδιά και θα χαζογελάνε με την ελαφρότητα του", μουρμούρισε στο αυτί της αγαπημένης του, ενώ οι σάρκες τους πάλλονταν μέσα στον πυρετό της ερωτικής πράξης. Οι αναστεναγμοί της μοιρολόι μαζί και χαρμόσυνο τραγούδι, πολύ γνώριμη και οικεία μελωδία».
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά ποιητική γλώσσα και μεταφορές, για να μας ταξιδέψει σε έναν ονειρικό κόσμο γεμάτο συμβολισμούς και εικόνες. Η αφήγηση κυλάει με κελαριστό ρυθμό και μουσικότητα ακροβατώντας ανάμεσα στην επαναστατική διάθεση και τη μελαγχολία της ματαιότητας. «Τι κάνει αυτός μακριά από τον όχλο; Γιατί δεν είναι μαζί τους να αγωνιστεί, να ελπίσει, να πληγωθεί και να οργιστεί, να ξεσηκωθεί και να καταπαύσει με δυο σαθρές κουβέντες την αντάρα της ψυχής του;»
«Το βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» είναι μια πνευματική αναζήτηση και μια πρόκληση να σκεφτούμε βαθύτερα το ποιοι είμαστε και τη θέση μας στον κόσμο. Με τον τρόπο που ο συγγραφέας περιγράφει την ισχύ και τους περιορισμούς των δεσμών της κοινωνίας, μας εμπνέει να αναζητήσουμε την αυθεντική μας φωνή και να αντιμετωπίσουμε τους φόβους και τις ανασφάλειές μας. «Αλήθεια, μπορεί κάποιος ο οποίος έχει το χάρισμα της σκέψης, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, να μη μελαγχολεί;» Ερώτημα του ήρωα που παραπέμπει στο ρητό: Όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο. Έκφραση που ενυπάρχει στον Εκκλησιαστή – ένα από τα σημαντικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης.
«Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» προσφέρει μια πολυσύνθετη εξερεύνηση της καθημερινής ζωής και του ουσιαστικού νοήματος της. Διαπλέκονται έννοιες όπως ο χαμένος ρομαντισμός και η οργή απέναντι στον καταναλωτισμό και την κυρίαρχη τεχνολογία. Ο κεντρικός χαρακτήρας, που πιθανότατα είναι ο ίδιος ο συγγραφέας, στοχάζεται, προβληματίζεται και μέσω της ποιητικής γλώσσας, επιχειρεί να μας ανοίξει νέες θύρες αντίληψής. Ο ήρωας περιφέρεται στους δρόμους της πολιτείας και παρατηρεί. Συχνά, η ανοχή του εξαντλείται βιώνοντας γύρω του το αίσθημα της απόγνωσης, της αδικίας και της υποκρισίας. «Η χώρα βυθίζεται. Πανικός έχει σκορπίσει στους δρόμους υπό τη μορφή άναρχων διαδηλώσεων, οργισμένων νέων που πάντα αναζητούν αντικείμενο προς διεκδίκηση. Στη βουλή ο πρωθυπουργός βγάζει λόγο ενωτικό, λόγο εθνικής ομόνοιας, συνεννόησης και συνεργασίας προς το καλύτερο για τη βιωσιμότητα της χώρας στον σύγχρονο κόσμο».
Στο έργο καυτηριάζεται και το επίπλαστο φαίνεσθαι, πάνω στο οποίο είναι δομημένη η σημερινή κοινωνία. Όλοι ξέρουμε ότι διανύουμε την εποχή της εικόνας και της εντύπωσης, γεγονός που συνάδει με τον ενδυματολογικό κώδικα και την καλαισθησία του σώματος. Αν θέλεις να ξεχωρίζεις, τότε μάλλον πρέπει να είσαι μυώδης και να εκφράζεσαι με στείρο τρόπο. «Δούλευε εδώ και λίγο καιρό σε ένα μπαράκι, στην πόρτα. Το γυμναστήριο τον βοήθησε να χτίσει σώμα και να γίνει αρκετά πιο αποδεκτός στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Κάθε βράδυ φορούσε το επιβλητικό του ύφος, άλλαζε το σώβρακο για παν ενδεχόμενο, παίνευε για κανένα μισάωρο το πουλί του και έφευγε για τη δουλειά».
Ο συγγραφέας, ορισμένες φορές, χρησιμοποιεί και ιδιόλεκτο, προφανώς για να δηλώσει την απαρέσκεια του απέναντι στη βεβήλωση των λέξεων. «Πού είσαι ρε μαν; Είσαι πολύ κουλ τελευταία, σε παρακολουθώ στο ιντερνέτ!» Τέτοιες εκφράσεις, βγαλμένες από την καθημερινότητα, στηλιτεύουν τη φτωχοποίηση του λεξιλογίου μας.
Ακόμη, δεν λείπουν και τα ίχνη ειρωνείας που εντέχνως διασκορπίζονται μέσα στο κείμενο. «Το κουδούνι έγραφε: Προς τα γραφεία της αγαπητής και κοινωνικά ευσυνείδητης επιχείρησης μας, η οποία πάντα φροντίζει να μας παρέχει με όλα τα απαραίτητα αγαθά για την εργασία και την επιβίωση μας. Για να εισέλθετε πατήστε το κουμπί ελαφρά και με σεβασμό. Ευχαριστούμε». Εδώ ο συγγραφέας αλλάζει διάθεση και με χιούμορ αντιμετωπίζει τη σημερινή κατάσταση ως προς το ζήτημα της εύρεσης εργασίας, μιας εργασίας που φυσικά προσφέρει τον ελάχιστο μισθό, περικόπτει επιδόματα και επιβάλλει σκληρό ωράριο. Η δουλειά παραπέμπει περισσότερο σε δουλεία και κάτεργο. Το σαρκαστικό ύφος συνεχίζεται: «Παρακαλούμε, αγαπητέ μου. Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι θα εργάζεστε καθημερινά και τα Σάββατα χωρίς σταθερό ωράριο έναντι ενός μισθού της τάξης του κατώτατου δυνατού που προβλέπει η αντίστοιχη νομοθετική διάταξη της χώρας μας, στην οποία υπάγεται ασφαλώς και η επιχείρηση μας», αναφέρει στον ήρωα ο προϊστάμενος της εταιρίας εννοώντας περίπου πεντακόσια ευρώ. Να σημειωθεί, επίσης, πως ο ήρωας δεν έχει δικό του σπίτι, αλλά νοικιάζει με συγκάτοικο ένα μικρό διαμέρισμα, γεγονός που επιβαρύνει την ποιότητα της ζωής του.
Γενικά, «Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» αντλεί έμπνευση από τους περιορισμούς των κοινωνικών δεσμών και προτρέπει τον αναγνώστη να εξερευνήσει την αυθεντική του φωνή και να αντιμετωπίσει τους φόβους και τις ανασφάλειές του. Μαςπροκαλεί να αναρωτηθούμε για την επιβίωση μας και να εξετάσουμε βαθύτερα τις επιλογές μας.
Ο συγγραφέας περνάει μηνύματα αλληλεγγύης, αναπτύσσει ιδέες που σχετίζονται με την ισότητα των φύλων, εκφράζει τη συμπόνια του σε άστεγους και ζητιάνους. Λέει σχετικά με τα φύλα: «Όλοι είμαστε άνθρωποι, όλοι κρίκοι της ίδιας αλυσίδας. Ό,τι φύλα κι αν περιλαμβάνει το ζευγάρι, η ευτυχία που διακρίνει τη μετουσίωση της επαφής σε ένωση αποτελεί το μοναδικό ειδικό προαπαιτούμενο. Ίσως όχι για την κοινωνία, αλλά για το άτομο».
Από το έργο δεν απουσιάζει η μουσική και η λογοτεχνία. Υπάρχουν αναφορές στηΛίμνη των Κύκνων του Τσαϊκόφσκι, αλλά και στο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, Την πόρτα ανοίγω το βράδυ, του οποίου οι στίχοι ανήκουν στον σημαντικό ποιητή Τάσο Λειβαδίτη. Δεν περνάει απαρατήρητη και η αναφορά στο εμβληματικό παραμύθι του Εξυπερύ Ο μικρός πρίγκιπας. Ο συγγραφέας, μέσω διακειμενικότητας, μας προτρέπει να γίνουμε πάλι παιδιά και να αντιμετωπίσουμε τη ζωή με αγνότητα και αθωότητα.
«Το Βιβλίο της Μεγάλης Ανοχής» είναι μια πολυδιάστατη εμπειρία, γεμάτη συναισθήματα, προκλήσεις και εναλλαγές. Κάποια στιγμή, όλοι στη ζωή μας θα αντιμετωπίσουμε δύσκολες καταστάσεις και θα πάρουμε κρίσιμες αποφάσεις που θα διαμορφώσουν την πορεία μας. Δοκιμαζόμαστε διαρκώς βαδίζοντας κόντρα σε ισχυρούς ανέμους. Ποιές είναι οι αξίες μας; Ποιά η ηθική μας; Ποιες οι προτεραιότητες μας; Άραγε, είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια συθέμελη προσωπική αναθεώρηση, και να αλλάξουμε σαν άνθρωποι προς το καλύτερο;Άραγε, μέσα στα πιο μεγάλα σκοτάδια μας μπορούμε να βρούμε τη δύναμη να συνεχίσουμε, να εξερευνήσουμε και να αναπτύξουμε τον εαυτό μας;
Η ανθρώπινη ανοχή παίζει καθοριστικό ρόλο σε αυτήν την πορεία. Μέσα από την ανοχή, μπορούμε να αποδεχθούμε τις διαφορές και να συνυπάρξουμε με άλλους ανθρώπους παρά τις αντιξοότητες. Η ανοχή μάς δίνει τη δυνατότητα να εμπλουτίσουμε τις σχέσεις μας, να ανακαλύψουμε νέες ιδέες και να ανοίξουμε τον δρόμο για τη συνεργασία και την αμοιβαία κατανόηση. Όταν καλλιεργούμε την έννοια της ανοχής, τότε δίνουμε την ευκαιρία στον εαυτό μας να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί. Κάνοντας αυτοκριτική, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας, να δεχτούμε τις αδυναμίες μας και να συνεχίσουμε το μαγικό ταξίδι μας.
Τι γίνεται όμως με την άλλη ανοχή; Εκείνη που σχετίζεται με την καταπίεση, την εξουσία και την εκμετάλλευση; Ο ήρωας της ιστορίας, συνειδητοποιώντας όσα συμβαίνουν γύρω του, σταδιακά ωθείται στο χείλος της αγανάκτησης. Σκέφτεται να επαναστατήσει, αλλά δεν γνωρίζει με ποιον τρόπο. Νιώθει ένα μικρό και ασήμαντο τίποτα μπροστά στη θηριώδη και αδηφάγα κοινωνία. Παλεύει να μην χάσει τον πυρήνα της ουσίας του, την αυτοπεποίθηση και τελικά την ευτυχία του. Κολυμπάει στην κυβερνοθάλασσα των ψευδών ειδήσεων και της προπαγάνδας. Περιφέρεται στους λαβυρίνθους της πόλης βιώνοντας μια ισότητα που του προκαλεί απέχθεια. Όλοι ίδιοι, όμοια σκέψη και όμοιο συναίσθημα, ίδια βούληση και ίδια αποχαύνωση. Εκείνος ευαγγελίζεται μια άλλη ισότητα, πιο διαφορετική.
Συνοψίζοντας, η ζωή είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας, ανάπτυξης και ανοχής. Αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις και τα εμπόδια που μας παρουσιάζονται με ανοιχτή καρδιά και μυαλό, μπορούμε να επιτύχουμε θαυμαστά αποτελέσματα. Η ανοχή, αν ιδωθεί μέσα από το πρίσμα του εαυτού μας προς τους άλλους, ανοίγει έναν δρόμο εσωτερικής δύναμης και δημιουργίας, όμως η ανοχή μιας άδικης κοινωνίας είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει άμεσα να δοθεί μια λύση. Αυτή τη λύση φαίνεται να αναζητάει και ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας χαμένος μέσα σε μια πολύπλοκη πραγματικότητα.
Όλοι τρέχουν αναίτια και διακατέχονται από ένα μόνιμο άγχος να προλάβουν το τίποτα. Ο ήρωας αισθάνεται ότι συγκρούεται με ολόκληρη την κοινωνία. Τι θεωρείται καλό και τι κακό; Ποια είναι η ηθικότητα της φύσης; Πρέπει να ακολουθούμε το μονοπάτι της καρδιάς μας; Είναι μερικά ερωτήματα που τον ταλανίζουν. Το πλήθος θυμίζει μυρμήγκια που εργάζονται παθητικά και αδιαμαρτύρητα. Πώς μπορεί να υπάρξει αλλαγή στο σύστημα; Με ποιον τρόπο; Όλες οι ζωές παρακολουθούνται πια, όπως συμβαίνει στο λογοτεχνικό σύμπαν του Όργουελ. Το τώρα, το σήμερα, το παρόν μεταφράζονται στο νου του ήρωα ως ενοχή. Νιώθει ενοχές που είναι αδύναμος να αλλάξει κάτι στον κόσμο.
Στην τελευταία πράξη του βιβλίου, ο συγγραφέας τοποθετεί τον κεντρικό χαρακτήρα του μπροστά από έναν καθρέπτη να κοιτάζει το είδωλο του. Πίσω από το είδωλο του υπάρχει το φάσμα ολόκληρης της κοινωνίας, μιας κοινωνίας που καίγεται και αιμορραγεί. Αυτοκίνητα εκρήγνυνται, φωτιές πέφτουν από τον ματωμένο ουρανό και μια αστραπή σκίζει στα δύο το τσιμέντο. Η πόλη έγινε η κόλαση των πολλών και ο παράδεισος των λίγων. Οι άνθρωποι βυθίζονται στην ανυπαρξία τους. Κανείς δεν μπορεί να ορίσει και να καταλάβει τίποτα, αφού δεν υπάρχει ως κάτι. Ένα ανελεύθερο συναίσθημα διέπει τον κάθε άνθρωπο. Το βιβλίο κλείνει με τα εξής λόγια: «Θέλω να αναπνεύσω, μα λείπω χρόνια στην πλήξη. Ξυπνήστε το πάθος!»
Δημήτριος Π. Νάσκος
Μάιος 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου