Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2023

Το βιβλίο της μεγάλης ανοχής, Ιωάννης Λαδάκης

Διάγω τη ζωή του Άλλου…
Εποχή της μεγάλης ανοχής, θύματα εκτοπισμένα στον αφρό,
πληγωμένα από του λόγου τις βολές,
ψεύτικες και ψευδείς,
εγώ κι εσύ γεννούμε του κόσμου τα νέα θύματα…
Νέοι πληγωμένοι… αντισταθείτε!
Εποχή της μεγάλης ενοχής… η πίκρα του παρόντος
     Ένας νεαρός άνθρωπος προχωρά βιαστικά μέσα στην πόλη, προσπαθώντας να αποφύγει την βιασύνη των άλλων ανθρώπων που περνούν σκοτεινοί κι απροσπέλαστοι, σχεδόν πανομοιότυποι «μέσα στην απροσδιοριστία της μορφής τους», όπως λέει ο συγγραφέας στις πρώτες σελίδες. Ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος, αλλά σκεπτόμενος, που ανοίγει συχνά διάλογο με τον εαυτό του σαν να μιλά σε καθρέφτη.
     Είναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς το είδος αυτού του λογοτεχνικού έργου, που κινείται ανάμεσα σε αφήγηση και στοχασμό, σε εξομολόγηση με βιωματικό χαρακτήρα και καταγραφή της υπαρξιακής αγωνίας. Της αγωνίας του σύγχρονου ανθρώπου, που νιώθει παγιδευμένος σ ένα τρόπο ζωής προκαθορισμένο, αλλά θέλει να ζήσει, να ζήσει μια ζωή αυθεντική· θέλει να αναπνεύσει, να βρει την ελευθερία. Είναι ένα βιβλίο με στοιχειώδη πλοκή αλλά με πολύ συναίσθημα και στοχασμό, με ελάχιστους χαρακτήρες πέρα από τον πρωταγωνιστή, λαχανιαστό, σπονδυλωτό, με ποιητικά στοιχεία, με στοιχεία ονείρου που κάποιες φορές μετατρέπονται σε εφιάλτη, μέσα σε μια εξωπραγματική, σουρεαλιστική πραγματικότητα.
     Ο ήρωάς μας, στον οποίο ο συγγραφέας σκόπιμα θαρρώ δεν θέλησε να δώσει όνομα, είναι ένας νεαρός της εποχής μας, πτυχιούχος με προσόντα, που κινείται στο γνώριμο σκηνικό της αλλοτριωμένης, σύγχρονης μεγαλούπολης. Βλέπουμε όλη του την πορεία από την χρονική στιγμή που ψάχνει για δουλειά, ενώ στη συνέχεια προσλαμβάνεται, εργάζεται, ερωτεύεται, απολαμβάνει τη συζυγική ζωή, παίρνει προαγωγή, ωριμάζει ζητώντας τον «άλλον», αναστοχάζεται. Παρακολουθούμε την αγωνία της συνύπαρξης με τον διαφορετικό, και της λαχτάρας του ήρωα όχι μόνο να ανακαλύψει τον εαυτό του αλλά και να αλλάξει τον κόσμο -μέσα από μικροεπεισόδια χαρακτηριστικά και κομβικά, αφαιρετικά και ελλειπτικά, πάντα όμως πάνω στο μοτίβο της αποξενωμένης, χειραγωγούμενης ζωής.
     Ο συγγραφέας δεν μας δίνει ονόματα, τοπωνύμια, χρονικούς προσδιορισμούς, συγκεκριμένα στοιχεία κλπ αλλά κινείται σχηματικά, σχεδόν αλληγορικά. Είναι φανερό ότι δεν τον ενδιαφέρουν παρά οι δυναμικές που αναπτύσσονται στον σύγχρονο τρόπο ζωής, ιδιαίτερα θίγοντας τα καυτά για τους νέους ζητήματα της ανεργίας, της μοναξιάς, τηςψηφιακής απομόνωσης, της αλλοτρίωσης, της αποδοχής/ανοχής. Το πικρό χιούμορ γίνεται σαρκασμός και αυτοσαρκασμός (π.χ. η μεταβολή τον τρομάζει. Τον τρομάζει κυρίως επειδή δεν καταφέρνει να δράσει εναντίον της. Καταδικασμένος, λοιπόν, όπως όλοι οι άλλοι, όπως όλοι οι άλλοι ή : γιατί να δεχτεί κανείς να αυτομαζοποιηθεί διατηρώντας, παράλληλα, την υποκριτική ψευδαίσθηση της ατομικότητας και της αυτοκυριαρχίας του;)
     Ο αφηγηματικός χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται, ακολουθώντας τον συναισθηματικό, υποκειμενικό χρόνο του πρωταγωνιστή. Έτσι, οι στιγμές αγωνίας ή έντονων συγκινήσεων μπορεί να απλώνονται και να περιγράφονται σε πολλές σελίδες, ενώ άλλες χρονικές περίοδοι, ομοιομορφίας και ρουτίνας, συμπυκνώνονται σε μικρές παραγράφους. Παράλληλα, ποιητικά μέρη που είναι όλο και πιο συχνά όσο προχωράμε στο δεύτερο και στο τρίτο μέρος του βιβλίου, σηματοδοτούν τις εσωτερικές έγνοιες, τις αμφιβολίες για την ζωή που χάραξε ο πρωταγωνιστής, για τον ρόλο του μέσα στον κόσμο κι ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι πιο ώριμος ο ήρωας, είναι πια ένα γρανάζι στον μηχανισμό της παραγωγής, και είναι η εποχή του καναπέ, της τηλεόρασης, του κινητού, του διαδικτύου.
     Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν, ακολουθούμε τα βήματά του και τις σκέψεις του, τα διλήμματα και τα συναισθήματά του, κι ας μην είναι ο ίδιος ο αφηγητής, (η εναλλαγή του γ΄ενικού με το δεύτερο ενικό δίνει ζωντάνια καθώς ο αναγνώστης παρακολουθεί συνέχεια τον εσωτερικό του κόσμο). Έχει τις κεραίες του ανοιχτές στις σύγχρονες προκλήσεις και βιώνει όλες τις αντιφάσεις της κοινωνίας μας που θέλει τους ανθρώπους υποτακτικούς και συμβιβασμένους (όλοι τους είναι πολύ εχθρικοί, απομονωμένοι και συνάμα συνασπισμένοι σε έναν αγώνα υπέρ του φαίνεσθαι και της ομοιογένειας του φέρεσθαι, όπως αρμόζει σε μια φαινομενική πραγματικότητα). Νιώθει δυνατός και αδύναμος μαζί, νιώθει ότι «δεν ζει ανάμεσα στους άλλους» αλλά σ’ ένα «παράλληλο σύμπαν», ενώ η θέση του μέσα στον κόσμο, μέσα στους άλλους, τού δημιουργεί αντιφατικά συναισθήματα (είναι όλοι τους ανόητοι, άλλοι ηθικόβλακες, άλλοι τεχνοκράτες της λογικής και της σκέψης, άλλοι απλοί ζητιάνοι ενός ονείρου). Κι όμως γρήγορα συνειδητοποιεί ότι είμαστε μέρος μιας κοινότητας, προτρέπει τον εαυτό του να συναντήσει τους άλλους, να επιτρέψει στον Άλλον να τον κατακτήσει (η αιφνίδια είσοδος ενός προσώπου στη ζωή σου, έστω για μια στιγμή, αρκεί για να σε εμπνεύσει!).
     Στο πρώτο μέρος που έχει τίτλο «Πιστεύω», ο άνθρωπος-χωρίς-όνομα είναι άνεργος («όπως τόσοι άνθρωποι») και αναζητά εργασία (δεν θυμόταν αν είχε πρόσκληση ή αν όλη η αποστολή του ήταν απλώς ένα δημιούργημα της πλανημένης φαντασίας του μόνο για να εφησυχάσει τη συσσωρευμένη ενέργεια που πίεζε τους ιστούς και τα νεύρα του σώματός του. Ήταν καιρό τώρα άνεργος, όπως τόσοι και τόσοι άνθρωποι. Σχεδόν εξανάγκαζε τον εαυτό του να κινείται τουλάχιστον, να περπατάει ανάμεσα σε ανθρώπους, να κυνηγάει την τύχη του κάπου εκεί, δίπλα στους άλλους). Βλέπει λοιπόν τους άλλους σαν τα ανθρωπάκια του Γαΐτη, ομοιόμορφα και υποταγμένα, αλλά δεν ξεφεύγει ο ίδιος, γίνεται ένας απ’ αυτούς, ακολουθεί την μοίρα τους γιατί μια ακατανόητη Ανάγκη τον ωθεί να συστρατευθεί με τους άλλους.
     Η είσοδός του στο κτήριο και η σκηνή που κάνει αίτηση εργασίας αποκτά διάσταση καθαρά ονειρική/εφιαλτική , θα έλεγα καφκική: Περπατούσε μόνο μερικά λεπτά και του είχαν φανεί αιώνες. Τα όδια του (…) είχαν καιρό, πολύ καιρό να περπατήσουν τόσο δύσβατο μονοπάτι. Ναι, μονοπάτι, γιατί με τέτοιο έμοιαζε τώρα το κλιμακοστάσιο. Ένα απρόσμενα αγνό μονοπάτι, λες και ποτέ δεν είχε ακουμπήσει χέρι ανθρώπου πάνω του να το σπιλώσει, ίδιο με αυτά που οδηγούν στο μεγάλο στομάχι της γης μέσω διάπλατα ανοιχτών σπηλαίων. Και δεν ήταν μόνο το κλιμακοστάσιο που θύμιζε κάθοδο σε σπηλιά, μα και οι τοίχοι που θαρρείς από ακατέργαστη πέτρα είχαν κτιστεί και με γνήσιους σταλαχτίτες και σπάνια πετρώματα είχαν στολιστεί.
     Το πολυδαίδαλο κτήριο αλλάζει μορφή, το σάπιο ξύλο αντικαθίσταται από πολυτελές μάρμαρο, τα σκαλιά είναι ασύμμετρα, περνάει από σκοτεινούς διαδρόμους, ανακαλύπτει ότι διάφορα δωμάτια δεξιά και αριστερά έχουν κουφές πόρτες (τα υπόλοιπα γραφεία σε τι χρειάζονται; Ρώτησε αυθόρμητα. -Τίποτα είναι ρεκλάμα, του απάντησαν!) για να ανακαλύψει μετά ότι όλα αυτά αποτελούν την «πολιτική του φαίνεσθαι της επιχείρησης»! Η κοπέλα που τον εξυπηρετεί είναι «πάντα χαμογελαστή, σαν να της είχαν καρφώσει δύο πινέζες στις άκρες των χειλιών και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς», ενώ όταν επιτέλους φτάνει στον υπεύθυνο (έχοντας σχεδόν ξεχάσει τον λόγο για τον οποίο βρέθηκε εκεί) ο παραλογισμός κορυφώνεται (Α, όχι, δεν νομίζω να έχει κάποιον ιδιαίτερο σκοπό η συνάντησή μας, αγαπητέ μου. Η επιχείρησή μας δεν γνωστοποιεί ποτέ τους σκοπούς της, ακόμα κι αν πρόκειται για ένα μεμονωμένο άτομο!). Τα πτυχία, τα μεταπτυχιακά, τα διδακτορικά αφήνουν αδιάφορο τον «παχουλό κύριο με το αραχνοΰφαντο μουστακάκι» στο μοναδικό γραφείο της επιχείρησης ίσως και του κτηρίου. Η ερώτηση του υπεύθυνου, ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι που ο ήρωάς μας θέλει να εργαστεί, τον αφήνουν άφωνο (Γιατί, όσα του είπε δεν συγκαταλέγονταν σε πραγματικούς και μάλιστα, ισχυρότατους λόγους προς την ανεύρεση εργασίας; Νομίζει ότι δεν έχει ανάγκες, ότι τα καταφέρνει σε αυτόν τον άγριο κόσμο που μοιάζει να κυνηγά τη ζωή του; Τι νομίζει πως είναι η ζωή ενός νεαρού ανθρώπου όπως ο ίδιος; Έρωτας, γλέντι, πανηγύρι ολημερίς; Γιατί κανένας δεν βλέπει τις αγωνίες του;). Κι όταν, επιτέλους τελειώνει η συνέντευξη: 
     Λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. Όχι από τη χαρά του, όχι από συγκίνηση, αλλά από το συνδυασμένο κράμα όλων αυτών των τελευταίων στιγμών. Κρατήθηκε στο ύψος του. Σηκώθηκε όσο πιο ήρεμα και ψύχραιμα μπορούσε, έτεινε το χέρι στον προϊστάμενο και τον χαιρέτησε φιλικά με μετριασμένη ευγνωμοσύνη. Έπειτα έστριψε την πλάτη του στο σκηνικό φρικαλέας φάρσας και προχώρησε προς την έξοδο. (…)Είχε εγκλωβιστεί.
     Ο δρόμος που του προσφέρει η εργασία διώχνει προσωρινά την ΠΛΗΞΗ, την πλήξη που του χτυπούσε επίμονα την πόρτα, και τη μοναξιά ακόμα και μέσα στο πλήθος. Ανύπαρκτη γειτονιά, ούτε ένα χαμόγελο (πραγματικά δεν υπήρχε τίποτα που να φανερώνει μια στιγμή ζωή. Τίποτα απολύτως! Άραγε ζούσε;). Βλέπει παντού ψεύτικες σχέσεις, κενά πρόσωπα, ακόμα και με τον συγκάτοικό του (ο άλλος του μιλούσε για ώρα, ενώ ο ίδιος προσπαθούσε να δείξει ενδιαφέρον, να παραστήσει ότι τον ακούει. Στην πραγματικότητα, δεν είχε ακούσει ούτε λέξη). Όταν όμως του προσέφεραν τη θέση εργασίας με τα 500 ευρώ (!), τα βήματά του έγιναν ανάλαφρα, ίσως επειδή δεν πατούσε πια στο έδαφος, απορροφημένος στο αναμάσημα του δολώματος που καλά είχε πιάσει στο στόμα του και δεν έλεγε να το αφήσει…. Γιατί, ίσως να μην μπορούσε πια…
     Το καφκικό κλίμα συνεχίζεται και στην επόμενη ενότητα, όπου βλέπουμε τον εργαζόμενο πια ήρωά μας να έχει πελαγώσει μέσα στα ασαφή του καθήκοντα (δεν ξέρεις, κακομοίρη μου, ποιος ακριβώς είναι ο ρόλος σου μέσα στην επιχείρηση! Μην ανησυχείς, ούτε κι εμείς ξέρουμε!). Ο χαμογελαστός συνάδελφος βρέθηκε… «φίλος» από το διαδίκτυο, κι αποτελεί μια όαση μέσα στο αδιέξοδο όπου σιγά σιγά παγιδεύεται. Τα όνειρα μπαίνουν στην άκρη προκειμένου να ανέβει τις βαθμίδες της ιεραρχίας και να «φτάσει ψηλά». Ένα… πράσινο χαπάκι, σύμφωνα με τον συνάδελφο –τον «καλό άνθρωπο», θα τον βοηθήσει (Δεν ήθελε, όχι δεν το ήθελε το χαπάκι. Όμως, δεν γινόταν κι αλλιώς).
Πλήττω…
Οι λέξεις είναι τόσο λίγες, τόσο ανυπόφορες…
Πλήττω…
Αλλά μια μέρα θα κερδίσω τον κόσμο
Ελεύθερος
Γιατί το χρωστάω ακριβώς στον κόσμο
Σε όλους εσάς ποτ περιμένετε τόσα από μένα
Σας ευχαριστώ και δεν θα σας απογοητεύσω!
     Έτσι, με πικρό χιούμορ, εφιαλτικά σκηνικά, ποιητικές εξάρσεις ο συγγραφέας μάς δίνει έναν ανθρώπινο τύπο, έναν ανώνυμο ήρωα. Και το ότι δεν έχει όνομα είναι σκόπιμο, γιατί είναι ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΜΑΣ που παλεύει με τον αληθινό του εαυτό (αλλά υπάρχει αληθινός, ένας εαυτός;), τα όνειρά του, κι απ’ την άλλη την πλήξη του, την Ανάγκη να επιβιώσει και να επιπλεύσει σ΄έναν κόσμο κερδοσκοπίας. Ο άνθρωπός μας προσαρμόζεται σιγά σιγά, με τον γνωστό μιθριδατικό τρόπο.   
    Ένα διάλειμμα στην άτεγκτη αυτή πορεία είναι ο έρωτας που τον κάνει να αγαπήσει την γυναίκα που αργότερα θα παντρευτεί. Η φωνή της είχε σημασία να ακούγεται και το χαμόγελό της είχε μόνο σημασία να του γνέφει/Εκείνος είχε απέναντί του μια ύπαρξη που κατάφερνε να επαναφέρει την ελπίδα του… σε τι; Η ζωή αποκτά νόημα η φαντασία καλπάζει, το μυαλό παραδίδεται, και ένα «Σ’αγαπώ» βγαίνει αβίαστα, τα δύο σώματα γίνονται ένα και… η πλήξη έπαψε να υπάρχει. Το ίδιο και η διαδικτυακή ενασχόληση. Το παρόν του ήταν απλώς ονειρεμένο.
Ο Άλλος
Ο Άλλος ζει βυθισμένος στα άδυτα της λήθης ή του υποσυνείδητου
     Στην επόμενη ενότητα («Η ιστορία του άλλου»), ο πρωταγωνιστής μας είναι ώριμος άντρας, παντρεμένος (του γκρινιάζουν όλες οι οικείες πια φωνές των μικροαστικών απωθημένων και προτυπο-εξαρτημένων, του γκρινιάζει η ίδια γυναίκα που αγάπησε και μίσησε με διαφορά ελάχιστου χρόνου στο εύρος διάρκειας της ζωής του. Έχει πάρει προαγωγή, έχει πάρει αύξηση, έπαιζε και στο χρηματιστήριο. Νιώθει ότι η μελαγχολία ήταν μια νεανική τρέλα, για την οποία δεν υπάρχει περιθώριο πια (η ζωή δεν είναι προς συλλογισμούς, είναι προς έργα παραγωγικά, κερδοφόρα!). Ο κόσμος δεν άλλαξε, και τώρα είναι αργά, δεν τον συμφέρει άλλωστε, όπως σκέφτεται ο ίδιος.
     Το αποκορύφωμα του κοινωνικού σαρκασμού είναι ότι ο ήρωάς μας, μέσα στην οικονομική κρίση που πλήττει και την εταιρεία στην οποία δουλεύει, παίρνει προαγωγή και γίνεται… πλασιέ! (μεγάλη θέση, μην το γελάς). Το προϊόν που προωθεί είναι Το Προϊόν, το μόνο που αξίζει και το μόνο που μπορεί να διοχετευτεί στην αγορά και να φέρει κέρδος. Μια ακόμα καφκική άνοδος στον 8ο όροφο μιας πελάτισσας (περνούσε τους ορόφους κι όμως, θαρρείς δεν ήξερε να μετρά, ένιωθε ότι κάνει διαρκώς κύκλους, ναι, κύκλους, ανάμεσα σε δύο ή τρία μεμονωμένα πατώματα) με τον ήρωά μας να κρατά το πολύτιμο Προϊόν, ένα κοινωνικό αγαθό «από τα πλήρως αναγκαία πια», αποτελεί κοινωνικό σχόλιο του συγγραφέα στην καταναλωτική εποχή μας, γεμάτη από άχρηστες πολυτέλειες.
     Η αποκάλυψη του τι είναι το Προϊόν, είναι μια έκπληξη για τον αναγνώστη, που είναι εξοικειωμένος με την σχηματική πραγματικότητα του συγγραφέα. Είναι ένας… σπόρος!!! Ένας σπόρος που υπόσχεται την κατάπαυση της παθητικότητας (γι’ αυτό υπήρχε ο σπόρος, για να αναστηλώσει τον χαμένο χρόνο και χώρο).
     Η συνειδητοποίηση του εγκλωβισμού στην οθόνη, της «προτυποποίησης» του κόσμου, των κοινωνικών διαφορών είναι τώρα πια πιο οξυμένη. Το κέντρο βάρους είναι τώρα η κοινωνία· τα προβλήματα των άστεγων, των προσφύγων, των ανέργων και κάποια στιγμή και της επιδημίας είναι πιο επιτακτικά και ζητούν την άμεση συμμετοχή. Ο συγγραφέας πάλι προσεγγίζει σχηματικά τις αντίπαλες κοινωνικές ομάδες, τις πορείες, τον ηγέτη, τα διαγγέλματα, ενώ παράλληλα ο εαυτός αναρωτιέται: Τι σημασία έχει η μέρα, ο καιρός, ο διπλανός, ο άλλος. Μόνο εγώ. Μα, εγώ δεν είμαι…. ο άλλος;
     Τα ποιητικά μέρη στην επόμενη ενότητα του βιβλίου («Ανοχή στη σκιά ενός χειμωνιάτικου δειλινού») υπερτερούν, και μας οδηγούν στον υποσυνείδητο, αντικαθρεφτιζόμενο κόσμο του ήρωα, όπου η αμφιβολία και ο προβληματισμός βρίσκουν πάλι τη θέση τους. Κεντρική θέση έχει η έννοια της ανοχής, ωστόσο ο ήρωας, πιο έμπειρος πια, μπορεί να διακρίνει τους πραγματικούς ανθρώπους από τα ανθρώπινα «ίχνη». Το «ίχνος», ένα μοτίβο που επανέρχεται συχνά στην τελευταία ενότητα «Η μοναξιά του ίχνους», παραπέμπει στον εαυτό- είδωλο, που υπακούει στους προκαθορισμένους ρόλους, που χτίζει την εικόνα που θέλουν οι άλλοι. Το υπερ-εγώ που θα έλεγε κι ο Φρόυντ, το σκοτεινό ανεπεξέργαστο κομμάτι μέσα μας.
Σε αυτήν την επίγεια κατακόμβη που μ’ έριξε η τύχη
Θα στηθώ όρθιος
Παρά τη λύπη και τη βρόμα
Παρά τους ανθρώπους που δεν αντέχω γύρω μου
Η ανοχή θα υψωθεί πάνω από τα όποια εμπόδια
Και ζωντανό θα με βγάλει…
     Όμως ο συγγραφέας επιστρατεύει κάθε σημάδι ανθρωπιάς κι ελπίδας, αφήνοντας για το τέλος μια γεύση αισιοδοξίας και πίστης στον Άνθρωπο:
     Όσο πιο μυστικός, ακόμα και απροσδιόριστος, χαμένος, ανύπαρκτος είναι ο προορισμός σου, τόσο πιο απολαυστικό είναι το ταξίδι. Ατέρμονο, γλυκύ, νανουριστικό, αναδημιουργικό. (…) Ταξίδι μεγάλο είναι κι από δω μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο. Εσύ κάνεις το ταξίδι, εσύ σχεδιάζεις τη διαδρομή και κάθε διαδρομή αξίζει, αρκεί να τη νιώθεις, να αφήνεις την αύρα της να σε σηκώνει στον αέρα, να σε στροβιλίζει και εσύ απλώς, να είσαι η ύπαρξή σου κι η ύπαρξή σου να πραγματώνεται μέσα στο ίδιο το νόημα που της δίνεις εσύ!
    Κάμε τη ζωή σου ταξίδι και ταξίδεψε μαζί της…
Χριστίνα Παπαγγελή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου